ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ) ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΕΡΩΤΗΣΗ Με τον όρο δικαίωµα εκφράζεται η εξουσία που παρέχεται από το σύστηµα δικαίου. Ποια είναι κατά την γνώµη σας A. Τα θεµελιώδη δικαιώµατα και οι φορείς τους στο ελληνικό Σύνταγµα Β. Η επιµέρους προστασία και οι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων και Γ. πως διαµορφώνονται αυτά στο πλαίσιο της παγκοσµιοποίησης ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ:Με τον όρο δικαίωµα εκφράζεται η εξουσία που παρέχει το σύστηµα δικαίου σε πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων ή σε ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός συµφέροντος, στο οποίο έτσι δίνει νοµική προσωπικότητα. Με τον όρο «θεµελιώδη» τονίζεται η µείζον σηµασία των ατοµικών, κοινωνικών, ιδιωτικών και πολιτικών δικαιωµάτων τα οποία δεν πραγµατώνονται µόνο «δια µέσου του συντάγµατος» αλλά και µέσω της διεθνής έννοµης τάξης. Οι διατάξεις που εµπίπτουν στα θεµελιώδη δικαιώµατα έχουν την ιδιότητα ως κανόνες να ρυθµίζουν τη νοµική σχέση της κρατικής εξουσίας µε τον άνθρωπο, τον πολίτη ή την κοινωνική οµάδα. Τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι κανόνες που γεννούν υπέρ του φορέα τους αξίωση µε συγκεκριµένο περιεχόµενο και συγκεκριµένο αποδέκτη. Ο φορέας των θεµελιωδών δικαιωµάτων καθορίζεται από τον συντακτικό νοµοθέτη ανάλογα µε το κοινωνικό και πολιτικό περιεχόµενο του δικαιώµατος. Έτσι, στο σύνταγµα της Ελλάδος άλλοτε θεσπίζεται το δικαίωµα για τον καθένα «καθένας έχει το δικαίωµα» και άλλοτε µόνο για τους Έλληνες «οι Έλλήνες έχουν το δικαίωµα». Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να έχει δικαιώµατα και υποχρεώσεις. Το σύνταγµα θεσπίζει µια σειρά από δικαιώµατα των οποίων φορέας είναι ο άνθρωπος χωρίς να γίνεται καµία διάκριση µεταξύ αυτών. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 2 1 «ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» το οποίο αξιώνει απόλυτη προστασία χωρίς κανένα περιορισµό. Το άρθρο 7 2 και 3 «τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωµατική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιµωρούνται όπως ο νόµος ορίζει»,«η γενική δήµευση απαγορεύεται. Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται παρά µόνο σε περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόµο», αποτελεί µια ειδική διάταξη και είναι η δεύτερη φάση προέκταση- του 2 1. Παράλληλα και το Ευρωπαϊκό σύνταγµα θεσπίζει στο άρθρο ΙΙ-1 ότι «η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται» Επίσης, φορέας του άρθρο 5 1 του ελληνικού συντάγµατος σύµφωνα µε το οποίο «Καθένας έχει δικαίωµα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συµµετέχει στην κοινωνική, οικονοµική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώµατα των άλλων και δεν παραβιάζει το σύνταγµα ή τα χρηστά ήθη» είναι ο άνθρωπος. Ακόµα µε βάση το άρθρο 5 2 όπου θεσπίζεται ότι «Όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαµβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής της και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής γλώσσας, και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.» φορέας είναι ο άνθρωπος. Αυτό θεσπίζεται και στο ευρωπαϊκό σύνταγµα στα άρθρα ΙΙ-2 «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στη ζωή.» και στο ΙΙ-21 όπου θεσπίζεται η απαγόρευση των διακρίσεων. Παράλληλα ο άνθρωπος είναι φορέας του θεµελιώδους δικαιώµατος του άρθρου 5 3 σύµφωνα µε το οποίο ισχύει το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ασφάλειας και η αντίστοιχη απαγόρευση καταδίωξης και φυλάκισης,καθώς και κάθε είδους περιορισµού που συνίσταται χωρίς την τήρηση των διαδικασιών και τη συνδροµή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόµος στο άρθρο 6. Ο άνθρωπος είναι φορέας του δικαιώµατος που θεσπίζει το άρθρο 7 ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 1
1 όπου δεν υπάρχει αδίκηµα, ούτε ποινή χωρίς νόµο που να προϋπάρχει της πράξης. Στο ευρωπαϊκό σύνταγµα αυτό διαφαίνεται στο άρθρο ΙΙ-49 όπου θεσπίζεται η αρχή της νοµιµότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών. Στην συνέχεια το άρθρο 8 θεσπίζει ότι «κανένας δεν στερείται χωρίς την θέληση του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος σε συνδυασµό µε τη ρητή απαγόρευση σύστασης δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων».το άρθρο 20 1 µαζί µε το άρθρο 8 αναγνωρίζει στον άνθρωπο το δικαίωµα της προσφυγής στην δικαιοσύνη και το δικαίωµα στην αντιµετώπιση του από αµερόληπτο δικαστήριο. Αυτό τονίζεται στο άρθρο ΙΙ-47 του Ευρωπαϊκού συντάγµατος όπου θεσπίζεται και η παροχή ευεργετήµατος προκειµένου ο καθένας να δικαιούται αποτελεσµατική πρόσβαση στην δικαιοσύνη. Σηµαντικό είναι το άρθρο 9 του ελληνικού συντάγµατος όπου η κατοικία του καθενός είναι άσυλο, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόµου είναι απαραβίαστη. Το κράτος βάση αυτού του δικαιώµατος σέβεται την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του καθενός. Αναγνωρίζει σε όλους τους ανθρώπους την κατοικία τους ως άσυλο το οποίο παραβιάζεται µόνο όταν ο νόµος το ορίζει και µε την απαραίτητη παρουσία της δικαστικής εξουσίας. Στο άρθρο 19 του ελληνικού συντάγµατος το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο για κάθε άνθρωπο. Παράλλήλα ανεξάρτητη αρχή συγκροτείται για να διασφαλίσει την προστασία των προσωπικών δεδοµένων. Το Ευρωπαϊκό σύνταγµα, επίσης αναγνωρίζει στο άρθρο ΙΙ-7 σε κάθε πρόσωπο το δικαίωµα στο άσυλο της κατοικίας σεβόµενο την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή της κατοικίας του και των επικοινωνιών του. Σύµφωνα µε το άρθρο 10 του Ελληνικού συντάγµατος ο καθένας έχει το δικαίωµα να αναφέρεται στις δηµόσιες αρχές. Σύµφωνα µε το ευρωπαϊκό σύνταγµα και συγκεκριµένα στο άρθρο ΙΙ-44 κάθε πολίτης της ένωσης έχει δικαίωµα αναφοράς προς το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο Όσο αφορά την θρησκευτική ελευθερία, αυτή κατοχυρώνεται συνταγµατικά για τον κάθε άνθρωπο στο άρθρο 13 1 περί ελευθερίας της θρησκευτική συνείδησης σύµφωνα µε την οποία η απόλαυση των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός. Συνυφασµένο µε το παραπάνω είναι το άρθρο 13 2 περί ελευθερίας της λατρείας όπου τα σχετικά µε την κάθε θρησκεία τελούνται ανεµπόδιστα υπό την προστασία των νόµων. Κατά το άρθρο 16 1 η ελευθερία στην τέχνη, στην επιστήµη, στην έρευνα και στη διδασκαλία είναι δικαίωµα κάθε ανθρώπου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανάλογο είναι το άρθρο ΙΙ-22 σύµφωνα µε το οποίο η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυµορφία και το άρθρο ΙΙ-13 όπου η τέχνη και η επιστηµονική έρευνα είναι ελεύθερες και η ακαδηµαϊκή ελευθερία σεβαστή. Απαραίτητο συστατικό στην λειτουργία της δηµοκρατίας είναι το δικαίωµα που έχει ο καθένας στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και η ελευθερία του τύπου. Αυτά θεσπίζονται µε το άρθρο 14 του ελληνικού συντάγµατος. Επιπρόσθετα ο καθένας έχει δικαίωµα στην πληροφόρηση και δικαίωµα συµµετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας όπου πλέον οι πληροφορίες διακινούνται ηλεκτρονικά (άρθρο 5Α) Επίσης κάθε άνθρωπος ο οποίος θίγεται από ανακριβές δηµοσίευµα ή εκποµπή έχει δικαίωµα απάντησης, το δε µέσο ενηµέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άµεσης επανόρθωσης (άρθρο 14 5). Το άρθρο ΙΙ-11του ευρωπαϊκού συντάγµατος κατοχυρώνει το δικαίωµα του κάθε ανθρώπου στην ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία των µέσων µαζικής ενηµέρωσης σεβόµενη την όποια πολυφωνία τους. Η ιδιοκτησία του κάθε ανθρώπου τελεί υπό την προστασία του κράτους και κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του. Σύµφωνα µε το ευρωπαϊκό σύνταγµα στο άρθρο ΙΙ-17 κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νοµίµως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιµοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί Τέλος ο καθένα έχει δικαίωµα στην εργασία και στην ελεύθερη επιλογή του επαγγέλµατος. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελµα, το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα και συνοδεύεται από την παροχή ίσης αµοιβής για ίσης αξίας παρεχόµενη εργασία. Ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα στην συνδικαλιστική ελευθερία (άρθρο 23) πράγµα που συνεπάγεται το δικαίωµα του κάθε προσώπου να ιδρύει µε άλλους συνδικαλιστικές ενώσεις και να προσχωρεί σ αυτές για την υπεράσπιση των συµφερόντων του. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 2
Η δράση των µελών µιας κοινωνίας δεν είναι µόνο ατοµική, είναι δράση κατεξοχήν συλλογική. «Η συνταγµατική προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων θα ήταν ανεπαρκής αν περιοριζόταν µόνο στα φυσικά πρόσωπα και δεν περιελάµβανε και τις οµάδες, στις οποίες αυτά είναι οπωσδήποτε ενταγµένα και µέσω των ιδίως ενεργούν» ( Α. Μάνεσης ). Έτσι φορείς θεµελιωδών δικαιωµάτων δεν είναι µόνο τα άτοµα αλλά µπορεί να είναι και ένας σύλλογος ατόµων, µια κοινωνική οµάδα. Κριτήριο της συλλογικής κοινωνικής δράσης είναι ο βαθµός συνεκτικότητας, το αν δηλαδή η κοινωνική οµάδα αποτελεί αυθόρµητη στιγµιαία οµαδοποίηση που συγκροτείται χωρίς προηγούµενη ειδική οργάνωση ή άθροισµα ατόµων που δρουν οµαδικά ή η συνοχή της συλλογικής κοινωνικής δράσης µετέβαλλε το άθροισµα σε ενιαίο σύνολο µε µία και ενιαία βούληση. Η νοµική ολοκλήρωση ενός ενιαίου συνόλου µε µία και ενιαία βούληση συντελείται µε το θεσµό του νοµικού προσώπου. Ως νοµικό πρόσωπο χαρακτηρίζεται µια διαρκής ένωση φυσικών προσώπων που επιδιώκει ή εξυπηρετεί κοινό σκοπό και που είναι αντικείµενο δικαιωµάτων και υποχρεώσεων. Φορείς θεµελιωδών δικαιωµάτων αποτελεί και η κοινωνική οµάδα µε συλλογική δράση της οποίας όµως ο βαθµός συνεκτικότητας να µη φτάνει στο σηµείο δηµιουργίας ενός και ενιαίου υποκειµένου. Ως έµµέση αποδοχή της κοινωνικής οµάδας ως φορέα θεµελιωδών δικαιωµάτων από το σύνταγµα θεωρείται η διάταξη του άρθρου 25 1 που ορίζει τα εξής: «το δικαίωµα του κάθε ανθρώπου ως ατόµου και ως µέλους του κοινωνικού συνόλου, τελεί υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη άσκηση τους». Συνάγεται λοιπόν πως τα θεµελιώδη δικαιώµατα ισχύουν για το άνθρωπο «ως µέλος των κοινωνικών οµάδων και των νοητών οργανισµών, που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης οµαδικά δοµηµένης κοινωνίας» (Α. Μανιτάκης ). Το άρθρο 12 συνδυαζόµενο µε το 25 δεν κατοχυρώνει απλώς την σύσταση ενώσεων αλλά εγγυάται και την ελεύθερη δράση τους µε όλες εκείνες τις εγγυήσεις ισότητας και ελευθερίας, µε τις οποίες συνοδεύει και την ατοµική δράση. Οι ενώσεις δεν συνίστανται απλά για να συσταθούν. Συνίστανται για να δρουν και να συµµετέχουν στις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες. -Ο µόνος περιορισµός προκύπτει από την διαφορά της φύση του νοµικού προσώπου µε την φύση του µεµονωµένου ατόµου. Είναι αδύνατο και νοµικά αστήρικτο ένα νοµικό πρόσωπο να χει δικαίωµα στην ζωή.- Τα παραπάνω καταγράφονται στα άρθρα 22 1 και 2 και 23 2. Συγκεκριµένα το άρθρο 22 1 και 2 δεν προστατεύεται µόνο η θέση, η αµοιβή, οι όροι της εργασίας αλλά και διασφαλίζει η συλλογική προστασία των εργασιακών συµφερόντων. Αναδεικνύεται έτσι ο δεσµός του δικαιώµατος εργασίας µε το συνδικαλιστικό δικαίωµα, που αποτελεί τον βασικό µηχανισµό συγκρότησης και άρθρωσης του συστήµατος προστασίας των συµφερόντων των εργαζοµένων (Ι. Κουκιάδης ). Στο άρθρο 23 2 η απεργία ανάγεται σε θεµελιώδες ατοµικό δικαίωµα. Η αναγνώριση αυτού του δικαιώµατος συνδέεται αναπόσπαστα µε την ύπαρξη, τη συνταγµατική αναγνώριση και την δράση ενός συλλογικού κοινωνικού φορέα. Το νοµικό πρόσωπο δεν εµποδίζεται να επικαλεσθεί θεµελιώδη δικαιώµατα. Έτσι η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 1), η ελεύθερη συµµετοχή στην οικονοµική και κοινωνική ζωή (άρθρο 5 1 ),η αρχή του νόµιµου δικαστή (άρθρο 8 1), το δικαίωµα του αναφέρεσθαι στης αρχές (άρθρο 10 1), το δικαίωµα σύστασης σωµατείου ή ενώσεως προσώπων (άρθρο 12 1 και 2), η ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας και της λατρείας της (άρθρο 13 2 ), η ελεύθερη έκφραση και διάδοση των ιδεών και η ελευθερία του τύπου (άρθρο 14) έχουν εφαρµογή και για το νοµικό πρόσωπο. Τα νοµικά πρόσωπα διακρίνονται σε νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου και σε νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. ηµοσίου δικαίου είναι ένα πρόσωπο όταν το ορίζει ο ιδρυτικός του νόµος, αν έχει αποστολή των εκπλήρωση σκοπών που ανήκουν στην αρµοδιότητα του κράτους ή αν είναι φορέας δηµόσιας εξουσίας. Τα Ν.Π... ενεργούν και µε τα µέσα και τους θεσµούς του ιδιωτικού δικαίου. Μόνο τα νοµικά πρόσωπα που έχουν την µορφή του ιδιωτικού δικαίου, λειτουργούν µε βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και ενεργούν λειτουργικά ανεξάρτητα από την κρατική εξουσία µπορούν να είναι υποκείµενα θεµελιωδών δικαιωµάτων. Τέλος η αυθόρµητη συλλογική δράση αποτελεί νέα µορφή κοινωνικής συνοχής η οποία είναι εξίσου φορέας θεµελιωδών δικαιωµάτων. Το δικαίωµα της συνάθροισης είναι δικαίωµα κάθε έλληνα, λογικά όµως για να ασκηθεί προϋποθέτει ταυτόχρονη κα συνήθως συντονισµένη ενάσκηση του από ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 3
περισσότερους. Εν προκειµένη περίπτωση φορείς των σχετικών δικαιωµάτων δεν είναι µόνο τα συµµετέχοντα άτοµα αλλά και η προκύψασα κοινωνική οµάδα. Σε όλα τα σύγχρονα συντάγµατα γίνεται η διάκριση µεταξύ των θεµελιωδών δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών δικαιωµάτων του πολίτη. Σύµφωνα µε το σύνταγµα µιας πολιτείας µόνο ο πολίτης της συγκεκριµένης πολιτείας είναι ο µοναδικός φορέας κάποιων θεµελιωδών δικαιωµάτων και όχι ο κάθε άνθρωπος. Στην Ελλάδα τα δικαιώµατα στους έλληνες πολίτες είναι τα εξής: η αρχή της ισότητας (άρθρο 4), η ελευθερία εισόδου και εξόδου από τη χώρα (άρθρο 5 4 ), το δικαίωµα του συναθροίζεσθαι (άρθρο11 1 ), το δικαίωµα σύστασης ενώσεων (άρθρο 12), το δικαίωµα για δωρεάν παιδεία (άρθρο 16 4), το δικαίωµα σύστασης πολιτικών κοµµάτων (άρθρο 29 1), το ενεργητικό και παθητικό δικαίωµα (άρθρα 51 3 και 55) Οι διατάξεις που αναφέρονται στους πολίτες της χώρας είναι εκείνες που κατοχυρώνουν τη συµµετοχή στις πολιτικές διαδικασίες. Αυτό συσχετίζεται µε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός που το σύνταγµα ως πηγή κάθε εξουσίας (άρθρα 1 2 και 3 ), είναι βέβαια το σύνολο των ανθρώπων που έχουν ελληνική ιθαγένεια. Όλα τα συντάγµατα επιφυλάσσουν το δικαίωµα ψήφου αποκλειστικά στους πολίτες της χώρας τους. Οι πολίτες µίας χώρας όπως της Ελλάδα είναι και ευρωπαίοι πολίτες. Έχοντας οι έλληνες αυτή την ιδιότητα αυτόµατα γίνονται φορείς των θεµελιωδών δικαιωµάτων που θεσπίζει το σύνταγµα της ευρωπαϊκής ένωσης για τους πολίτες της. Αυτά είναι το δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο ΙΙ-39), δικαίωµα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δηµοτικές και κοινοτικές εκλογές (άρθρο ΙΙ-40), δικαίωµα πρόσβασης στα έγγραφα (άρθρο ΙΙ- 42), δικαίωµα στο θεσµό του Ευρωπαίου ιαµεσολαβητή (άρθρο ΙΙ-43), δικαίωµα αναφοράς (άρθρο ΙΙ-44), δικαίωµα στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαµονή (άρθρο ΙΙ-45), δικαίωµα στην διπλωµατική και προξενική προστασία (άρθρο ΙΙ-46) Φορέας των θεµελιωδών δικαιωµάτων του ανθρώπου είναι ο κάθε άνθρωπος συµπεριλαµβανοµένου του πολίτη και του αλλοδαπού. Τα δικαιώµατα των αλλοδαπών µεταβάλλονται σε πεδίο σύγκρουσης, συµφερόντων, ιδεολογιών και πολιτικών πρακτικών. Το άρθρο 5 1 εισάγεται µε τη διατύπωση «ο καθένας έχει το δικαίωµα» µε αυτή τη φράση ο νοµοθέτης δεν θέλησε να εξισώσει τον ηµεδαπό µε τον αλλοδαπό αλλά θέλησε να δηµιουργήσει ένα κανόνα ερµηνείας όπου σύµφωνα µε το σύνταγµα ο εφαρµοστής του νόµου να επιλέγει λύση πλησιέστερη προς την εξίσωση αυτών.. υπό την έννοια αυτή το άρθρο 5 1 δεν δηµιουργεί δικαιώµατα για τους αλλοδαπούς αλλά ερµηνευτικά ενισχύει την θέση τους ( Γ. Βλάχος ). Το άρθρο 5 2 χρησιµοποιεί την διατύπωση «όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια», η διάταξη αυτή αναφέρεται κατά κύριο λόγο στους αλλοδαπούς που βρίσκονται στην Ελλάδα. Η «ελληνική επικράτεια» σηµαίνει το σύνολο της χώρας όπου ισχύει η ελληνική έννοµη τάξη. Η νοµολογία του ελληνικού κράτους δέχεται ρητά πως στην ελληνική επικράτεια η αρχή ίσης αµοιβής για ίσης αξίας παρεχόµενη εργασία ισχύει χωρίς διάκριση µεταξύ ελλήνων και αλλοδαπών εργαζοµένων. Αποκλειστικά στον αλλοδαπό αποβλέπει η ρύθµιση του άρθρου 5 2 εδ.2: «απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας». Το εδάφιο αυτό συνδέεται άµεσα µε την εξωτερική πολιτική µιας χώρας. Η αναγνώριση ενός αλλοδαπού ως «πολιτικά διωκόµενου» εµπεριέχει σαφή και άµεση καταδίκη του καθεστώτος της χώρας, από την οποία προέρχεται ο διωκόµενος. Η εφαρµογή του άρθρου 5 2 εδ.2 σηµαίνει ανάµιξη της ελληνικής πολιτείας στις εσωτερικές συγκρούσεις άλλης πολιτείας. Υποκείµενο των θεµελιωδών δικαιωµάτων µπορεί να είναι και ο φορέας κάποιου λειτουργήµατος. Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα θεσπίζονται αποκλειστικά και µόνο σε συνάρτηση µε το δηµόσιο λειτούργηµα που ασκείται από το φορέα του δικαιώµατος. Λόγο της άσκησης ενός λειτουργήµατος από ένα πρόσωπο θεσπίζονται εγγυήσεις για το λειτούργηµα που ασκεί µόνο διότι ασκεί αυτό το λειτούργηµα. Το ακαταδίωκτο του βουλευτή και η βουλευτική ασυλία θεσπίστηκαν προκειµένου οι βουλευτές να έχουν απεριόριστο το δικαίωµα γνώµης και ψήφου κατά συνείδηση. Ακόµα κατά το άρθρο 87 1 «η δικαιοσύνη απονέµεται από τακτικούς δικαστές που απολαµβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Οι θεσµικές εγγυήσεις στο πρόσωπο ενός φορέα έχουν ως ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 4
τελικό σκοπό όχι την προστασία του προσώπου αλλά τη λειτουργική διασφάλιση του θεσµού. Οι θεσµικές εγγυήσεις είναι δηµιουργήµατα του συντακτικού νοµοθέτη σε αντίθεση µε τις βασικές αρχές των γνήσιων θεµελιωδών δικαιωµάτων που νοηµατικά προϋπάρχουν του συντάγµατος. Το σύνταγµα περιλαµβάνει διατάξεις που εµπίπτουν στις θεσµικές εγγυήσεις για τους Ο.Τ.Α., για την µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων, για την προστασία της οικογένειας και για την πλήρη αυτοδιοίκηση των Τ.Ε.Ι. και Α.Ε.Ι. Τελευταίος φορέας των θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι η κρατική εξουσία και το ερώτηµα που δηµιουργείται εδώ είναι αν το ίδιο το δηµόσιο, η ίδια η κρατική εξουσία, µπορεί να επικαλεσθεί έναντι µίας άλλής έκφρασης της ίδιας εξουσίας, τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Η κρατική δραστηριότητα χωρίζεται σε πράξεις δηµόσιας εξουσίας και σε πράξεις διαχείρισης της κρατικής εξουσίας. η αναγνώριση θεµελιωδών δικαιωµάτων της εξουσίας κατά της εξουσίας θα αποτελούσε αντίφαση και διάσπαση της έννοµης τάξης (Α. Ράικος). Όταν όµως η κρατική εξουσία λειτουργεί όπως και τα άλλα υποκείµενα των ιδιωτικών συναλλαγών, τότε η επίκληση θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι επιτρεπτή εφόσον η φύση τους συµβιβάζεται µε µια τέτοια εφαρµογή. Ένα δικαίωµα δεν δηµιουργεί µόνο δικαιούχους -φορείς- αλλά αντίστοιχα και υπόχρεους - αποδέκτες-. Όσο είναι πολιτικά επίµαχη η σχέση εξουσίας και πολίτη αποδέκτης της υποχρέωσης που γεννά το συνταγµατικά κατοχυρωµένο δικαίωµα είναι η κρατική εξουσία. Η ανάπτυξη και η αναγνώριση νέων επίµαχων σχέσεων πέρα από τη σχέση κρατικής εξουσίας και ιδιώτη επεκτείνει αντίστοιχα και το ενδεχόµενο πεδίο προστασίας που θεσπίζει το σύνταγµα. Πηγή διακινδύνευσης της ελευθερίας δεν είναι µόνο η κρατική εξουσία αλλά και οι ανερχόµενοι παράγοντες των κοινωνικών και οικονοµικών διαδικασιών (. Τσάτσος) Ο πρώτος που δεσµεύεται από τα θεµελιώδη δικαιώµατα που θεσπίζει το ελληνικό σύνταγµα είναι η ίδια η κρατική εξουσία. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 25 1 σύµφωνα µε το οποίο όλα τα όργανα του κράτους υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεµπόδιστη άσκηση των δικαιωµάτων του ανθρώπου «ως ατόµου και ως µέλος του κοινωνικού συνόλου». Η µορφή και το είδος της κρατικής δράσης πέραν τις εξουσιαστικής ποικίλει. Έτσι το κράτος συχνά επιλέγει για τη δράση του τις µορφές και τα µέσα του ιδιωτικού τοµέα. Λειτουργεί σαν δηµόσιο ταµείο, αγοράζει, εκµισθώνει, πουλάει, προσωποποιεί την διαχειριστική του δραστηριότητα δηµιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αστική του ευθύνη στο χώρο των συναλλαγών. Επίσης το κράτος δρα πολλές φορές και ως επιχειρηµατίας µε βάση τους κανόνες του επιχειρηµατικού ανταγωνισµού. Τέλος οργανώνει την παροχή βασικών κοινωνικών υπηρεσιών στη βάση του ιδιωτικού δικαίου. Η προστατευτική λειτουργία των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων αναπτύσσεται για φορείς αυτών, τόσο όταν το κράτος δρα παρέχοντας υπηρεσίες όσο και όταν δρα ως επιχειρηµατίας. Η λειτουργία του κράτους ως «fiscus» - «δηµόσιο ταµείο» παρουσιάζει µια ιδιαιτερότητα. Ο συγκεκριµένος τρόπος δράσης του κράτους υπάγεται στο ρυθµιστικό πεδίο των θεµελιωδών δικαιωµάτων µόνο στην περίπτωση που το κράτος λόγο της προνοµιακής του θέσης µπορεί να θίξει τα προστατευµένα από το σύνταγµα δικαιώµατα τρίτων. Ο κεντρικός παράγοντας που προσδιορίζει την ιστορική λειτουργία των θεµελιωδών κανόνων είναι -όπως αναφέρθηκε και παραπάνω- η εκάστοτε επίµαχη σχέση στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Επίµαχες δεν είναι µόνο οι σχέσεις του πολίτη µε την κρατική εξουσία αλλά και οι ενδοπολιτειακές σχέσεις µεταξύ αντιτιθέµενων κοινωνικών συµφερόντων. Οι µε προστριβές νέες αυτές ενδοπολιτειακές σχέσεις που εξελίχθηκαν σε σχέσεις εξάρτησης µεταξύ των πολιτών γεννούν για τον άνθρωπο µια νέα πηγή διακινδύνευσης της ελευθερίας του και το ερώτηµα που προβάλλει είναι αν τα θεµελιώδη δικαιώµατα ισχύουν και στο πλαίσιο που καθορίζουν αυτές οι «ιδιωτικές σχέσεις». Η εκδοχή αυτής της προέκτασης των δικαιωµάτων σηµειώνεται µε τον όρο τριτενέργεια στην επιστήµη του γερµανικού συνταγµατικού δικαίου. Ο βαθµός τριτενέργειας των θεµελιωδών δικαιωµάτων εξαρτάται από το νοµικό τους νόηµα το οποίο τους δίνεται. Έτσι τα θεµελιώδη δικαιώµατα θεσπίζουν µόνο υποκειµενικά δικαιώµατα υπέρ των δικαιουµένων ή εγκαθιδρύουν µια αντικειµενική τάξη κυρίως στο φάσµα του ιδιωτικού δικαίου υποχρεώνοντας την υπαγωγή και προσαρµογή όλων στην αξιολογική τάξη που το κάθε δικαίωµα θεσπίζει. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 5
Μια άποψη υιοθετεί τη θεωρία της τριτενέργειας στην άµεση και απόλυτη µορφή της. Σύµφωνα µε τη προσέγγιση αυτή τα θεµελιώδη δικαιώµατα δεν αποτελούν µόνο εγγύηση της ελευθερίας έναντι του κράτους, αλλά ταυτόχρονα αρχές της έννοµης τάξης που ρυθµίζουν τη κοινωνική ζωή επηρεάζοντας τις ιδιωτικές νοµικές σχέσεις των πολιτών µεταξύ τους. Η αποδοχή µιας τόσο άµεσης, απόλυτης και γενικής τριτενέργειας των θεµελιωδών δικαιωµάτων τελικά οδηγεί σύµφωνα µε τα παραπάνω στον περιορισµό της ελευθερίας. Μια δεύτερη εκδοχή είναι η ολοκληρωτική απόρριψη της τριτενέργειας. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει κάποια αδυναµία καθώς η εξουσία έπαψε να είναι προνόµιο του κράτους. Και η ιδιωτική εξουσία αποτελεί ενδεχόµενη απειλή για τον εξουσιαζόµενο πολίτη και γι αυτό το λόγο η προστατευτική λειτουργία των θεµελιωδών δικαιωµάτων πρέπει να αναλογίζεται και αυτή τη παράµετρο. Η τρίτη εκδοχή δέχεται την έµµεση τριτενέργεια µε βάση την οποί τα θεµελιώδη δικαιώµατα δεν ρυθµίζουν άµεσα τις ιδιωτικές σχέσεις, αλλά αποτελούν πηγή και κριτήριο ερµηνείας των αξιολογικών αρχών, µε τις οποίες ο νοµοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει την τήρηση των βασικών αξιών που στηρίζουν των έννοµη τάξη και την κοινωνική συνύπαρξη των πολιτών. Το πρόβληµα της τριτενέργειας δεν τίθεται για όλα τα θεµελιώδη δικαιώµατα. Υπάρχουν δικαιώµατα τα οποία µόνο από την κρατική εξουσία µπορούν να προσβληθούν. Έτσι το δικαίωµα του έλληνα πολίτη κατά το άρθρο 4 3 να µην του αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια δεν επιδέχεται τριτενέργεια. Η άσκηση όµως του εκλογικού δικαιώµατος µπορεί να περιορίζεται από την κρατική εξουσία, µπορεί όµως και να παρεµποδίζεται από τον εργοδότη. Επίσης το δικαίωµα στην απεργία θα ήταν απροστάτευτο και εποµένως διαπραγµατεύσιµό από τους εργοδότες και εργαζόµενους εις βάρος των δεύτερων αν δεν κατοχυρώνονταν στο σύνταγµα µε το άρθρο 23 2. Υπάρχουν διατάξεις που δεν µπορούν να νοηθούν χωρίς τριτενέργεια όπως στο άρθρο 22 1 (δικαίωµα ίσης αµοιβής για εργασία ίσης αξίας ) και διατάξεις που λογικά αποκλείουν την τριτενέργεια όπως στο άρθρο 4 3 εδ.2 (δικαίωµα επί της ελληνικής ιθαγένειας). Πληρέστερο φαίνεται ίσως θα ήταν το σκεπτικό αν οι διατάξεις του συντάγµατος που αφορούν τις ενδοπολιτειακές σχέσεις των πολιτών αποδέχονται «τόση» τριτενέργεια όση χρειάζεται για να περιοριστούν εκείνες οι ιδιωτικές εξουσίες µέσα στην κοινωνία που είναι σε θέση να παραβιάσουν αποτελεσµατικά τη σφαίρα ελευθερίας του ανθρώπου. Εκτός από τους φορείς και τους αποδέκτες των θεµελιωδών δικαιωµάτων, µεγάλη σηµασία έχει και το είδος της προστασίας που παρέχουν αυτά µέσα από το σύνταγµα, ποιες µορφές δηλαδή παίρνει η προστατευτική τους λειτουργία. Η θεωρία των «status» του Jellinek είναι ένα χρήσιµο εργαλείο για την προσέγγιση του συστήµατος προστασίας που εισάγουν τα θεµελιώδη προβλήµατα. «Status» κατά τον Jellinek -την περίοδο που ίσχυε η απόλυτη διάκριση εξουσίας κράτους- είναι η νοµική σχέση του υπηκόου µε την κρατική κοινωνία. Και σε αυτή τη βάση ο Jellinek ξεχωρίζει τις εξής σχέσεις : α) status negativus, β)status positivus, γ)status activus και δ)status passivus. Η τελευταία περίπτωση είναι σχέση υποταγής. Η σχέση µεταξύ κράτους και ατόµου είναι µονοµερής επειδή το σύνολο των νοµικών κανόνων ενεργούν απαγορευτικά στο άτοµο. Η πρώτη µορφή της προστατευτικής λειτουργίας προϋποθέτει την αποχή της κρατικής εξουσίας, στο πλαίσιο του πεδίου προστασίας ενός δικαιώµατος από κάθε ενέργεια. Στο κοινωνικό αυτό πεδίο ο άνθρωπος δύναται µόνος του να λύνει τα προβλήµατα του χωρίς την παρουσία του κράτους. Το άρθρο 5 1 θεσπίζει την υποχρέωση της κρατικής εξουσίας να απέχει από ενέργειες που µαταιώνουν ή περιορίζουν αυτό το δικαίωµα, µε εξαίρεση ορισµένους περιορισµούς. Τα άρθρα που θεσπίζουν την προσωπική ασφάλεια, απαγόρευση των βασανιστηρίων, το άσυλο της κατοικίας, το δικαίωµα των ελλήνων να συνιστούν ενώσεις, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, ελεύθερη έκφραση και διάδοση ιδεών και η ελευθερία του τύπου, η ελευθερία της τέχνης της έρευνας και της διδασκαλίας, η ιδιοκτησία και το απόρρητο των επιστολών είναι άρθρα που θεσπίζουν δικαιώµατα που για των αξίωση τους συνίσταται η αποχή της κρατικής εξουσίας. Τα δικαιώµατα αυτά ονοµάζονται ατοµικά. Η προστατευτική λειτουργία των θεµελιωδών δικαιωµάτων κατά το «status activus» προϋποθέτει τη πολιτική συµµετοχή. Σε αυτή τη κατηγορία προστασίας ανήκουν κατά κύριο λόγο τα λεγόµενα «πολιτικά» δικαιώµατα. Το δικαίωµα συµµετοχής στην πολιτική ζωή, το εκλογικό δικαίωµα, ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 6
το δικαίωµα ίδρυσης και συµµετοχής στα πολιτικά κόµµατα είναι δικαιώµατα µε άµεσο και λειτουργικό χαρακτήρα που πραγµατοποιούνται έπειτα από την δράση του πολίτη. Η ελευθερία µέσα στην πολιτεία πραγµατώνεται και µε τη µέθοδο της κρατικής παρέµβασης - η προστασία του status positivous-. Ο όρος «positivus» δείχνει το θετικό περιεχόµενο τη κρατικής προστασίας που συνίσταται σε θετική διασφάλιση, σε υλική παροχή, η σε θεσµική πρόβλεψη. Για να µπορέσει ένας αριθµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων να ενεργοποιηθεί είναι απαραίτητη η δηµιουργική συµµετοχή του κοινού νοµοθέτη. Αυτά τα δικαιώµατα ονοµάζονται κοινωνικά. Έτσι η ικανοποίηση τη αξίωσης του θεµελιώδους δικαιώµατος της «δωρεάν παιδείας» σύµφωνα µε το άρθρο 16 4 προϋποθέτει τη σχετική υλική και θεσµική µέριµνα της πολιτείας. Τα κοινωνικά δικαιώµατα κατά τον Γ. ασκαλάκη χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες, στα οικογενειακά δικαιώµατα, στα δικαιώµατα κοινωνικής ασφάλισης, στα οικονοµικά δικαιώµατα και στα πολιτιστικά δικαιώµατα. Η ιδιαιτερότητα των κοινωνικών δικαιωµάτων εντοπίζεται στο περιεχόµενο τους. Ενώ το περιεχόµενο των αµυντικών δικαιωµάτων προστατεύει µια υπάρχουσα κατάσταση, το περιεχόµενο των κοινωνικών δικαιωµάτων είναι κάτι που δεν υπάρχει και πρέπει να παρασχεθεί ή να δηµιουργηθεί από το κράτος (θέσεις εργασίας, σχολεία, νοσοκοµεία ).. Ο Γ. ασκαλάκης υποστηρίζει πως «µόνο ο κοινός νοµοθέτης βρίσκεται σε θέση να κρίνει κάθε φορά, ποιες κοινωνικές παροχές είναι δυνατές από την υπάρχουσα οικονοµική πραγµατικότητα, τι βάρη µπορεί να φέρει το κράτος και ποια θα πρέπει να είναι η ιεράρχηση των δικαιουµένων προσώπων σε σχέση µε τις υφιστάµενες ανάγκες και παροχές». Γι αυτό και η εξουσία του δηµιουργικού νοµοθέτη δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, χωρίς περιορισµούς και δεδοµένου ότι η θεσπιζόµενη παροχή ή υπηρεσία δεν θα µπορεί ούτε να µειωθεί ούτε να προσαρµοστεί στις εκάστοτε δυνατότητες του κράτους. Από το δέκατο ένατο αιώνα έχει επικρατήσει η αντίληψη πως οι προϋποθέσεις της προσωπικής ελευθερίας δεν τις εξασφαλίζει η απουσία του κράτους αλλά η όλο και περισσότερη παρουσία και παρέµβαση του. Επίσης η πραγµάτωση των «πολιτικών δικαιωµάτων» άλλοτε προϋποθέτει την αποχή του κράτους και άλλοτε την δηµιουργική συµµετοχή του. Τέλος ορισµένα από τα κοινωνικά δικαιώµατα «status positivus» προϋποθέτουν και την διασφάλιση των δύο άλλων «status». Το δικαίωµα της εργασίας προστατεύεται όχι µόνο µε τη διασφάλιση εργασίας «status positivus», αλλά και µε την απαγόρευση της αναγκαστικής εργασίας «status negativus» και µε το δικαίωµα της συνδικαλιστικής ελευθερίας «status activus». Η προστατευτική λειτουργία των θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι εποµένως σύνθετη. Η στεγανή διάκριση των status που ιδρύουν τα θεµελιώδη δικαιώµατα είναι αδύνατη (. Τσάτσος). Η παραπάνω αντίληψη στη προστατευτική λειτουργία τω δικαιωµάτων δίνει και µια προέκταση πολιτική στην ερµηνεία αυτών. Πχ. το δικαίωµα της δηµόσιας συνάθροισης αν δεν θεωρηθεί µόνο ως αµυντικό δικαίωµα «status negativus» αλλά ερµηνευτεί και ως δικαίωµα πολιτικής συµµετοχής «status activus» τότε θα πρέπει να εξεταστεί ο πολιτικός λόγος της συνάθροισης και να ληφθεί υπόψη στην ενδεχόµενη επιβολή περιορισµών. Χαρακτηριστικά που συµβάλλουν στην κριτική ερµηνεία των θεµελιωδών δικαιωµάτων είναι το πεδίο αναφοράς, το πεδίο προστασίας και οι περιορισµοί αυτών. Η κοινωνική ύλη στην οποία αναφέρεται µια διάταξη είναι το πεδίο αναφοράς της συγκεκριµένης διάταξης. Το πεδίο προστασίας ενός δικαιώµατος είναι δυνατό να µη συµπίπτει µε το πεδίο αναφοράς του. Έτσι στο άρθρο 11 1 «οι έλληνες έχουν το δικαίωµα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», το πεδίο αναφοράς εν προκειµένη περίπτωση είναι η συνάθροιση το οποίο είναι µεγαλύτερο από το πεδίο προστασίας που δεν προστατεύει όλες τις συναθροίσεις αλλά µόνο τις «ήσυχες και χωρίς όπλα» στο άρθρο 13 1 «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη, πεδίο προστασίας και αναφοράς είναι το ίδιο, η θρησκευτική συνείδηση. Οι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων πρέπει να προκύπτουν άµεσα ή έµµεσα από το ίδιο το κείµενο του τυπικού συντάγµατος. Περιορισµός του θεµελιώδους δικαιώµατος είναι κάθε πολιτειακή πράξη η οποία απαγορεύει ή εµποδίζει ή περιορίζει την πραγµάτωση της ελευθερίας που εµπίπτει στο συνταγµατικά καθορισµένο πεδίο προστασίας. Το σύνταγµα µε το σύστηµα των θεµελιωδών δικαιωµάτων δεν αποβλέπει µόνο στο συµφέρον του ανθρώπου ως ατόµου, αλλά και στη ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 7
διάσταση του ως µέλους της κοινωνίας. Οι παραπάνω επιλογές θέτουν τις βάσεις για την ερµηνεία των περιορισµών. Οι περιορισµοί αποβλέπουν στη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας και στη διαφύλαξη της ελευθερίας των άλλων. Η λειτουργία των περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων δύναται να είναι είτε κατασταλτική είτε προληπτική. (Α. Μάνεση). Σύµφωνα µε αυτές τις ιδεολογικές κατευθύνσεις διακρίνονται έξι βασικές κατηγορίες περιορισµών. α) άµεσοι συνταγµατικοί περιορισµοί, β) επιφυλάξεις του νόµου, γ) επιφυλάξεις υπέρ των διοικητικών και των δικαστικών αρχών, δ) θεσµοποιηµένοι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων, ε) «ειδικές λειτουργικές σχέσεις», στ) περιορισµοί των ανεπιφύλακτων δικαιωµάτων. Άµεσο συνταγµατικοί περιορισµοί είναι αυτοί που επιβάλλονται κατευθείαν από το ίδιο το σύνταγµα. Το σύνταγµα θεσπίζει τον περιορισµό ως απαραίτητο συµπλήρωµα της ίδιας της δικής του ρύθµισης. Στο άρθρο 13 2 αναφέρεται ότι «η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται.», αυτός είναι ένας άµεσα συνταγµατικά προσδιορισµός στο πεδίο προστασίας του δικαιώµατος που είναι η θρησκευτική συνείδηση. Χαρακτηριστικό άµεσα συνταγµατικού περιορισµού είναι και το άρθρο 14 3 όπου επιτρέπεται η κατάσχεση εφηµερίδας µετά την κυκλοφορία αν αυτή 1 ον προσβάλει τη χριστιανική και κάθε άλλη γνωστή θρησκεία ή 2 ον προσβάλει το πρόσωπο του προέδρου της δηµοκρατίας, ή 3 ον µε δηµοσίευµα αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισµό και την διάταξη των ενόπλων δυνάµεων ή την οχύρωση της χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύµατος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, ή 4 ον προβολή δηµοσιευµάτων που προσβάλουν ολοφάνερα τη δηµόσια αιδώ στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος. Η έκφραση «στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόµος» αποτελεί νοµοθετική εξειδίκευση του δικαιώµατος γιατί οι περιπτώσεις που προσβάλουν τη δηµόσια αιδώ απαιτούν την παρέµβαση του κοινού νοµοθέτη µε ειδική ρύθµιση ώστε να καθοριστεί µε σαφήνεια τι θεωρείται δηµόσια αιδώ. Μια βασική κατηγορία των περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων αποτελούν οι επιφυλάξεις του νόµου. Με το όρο επιφύλαξη του νόµου νοείται η ρητή εξουσιοδότηση του κοινού νοµοθέτη να θεσπίσει περιορισµούς στο θεµελιώδες δικαίωµα. Ακόµη όµως και αυτή η εξουσιοδότηση τελεί υπό βασικούς περιορισµούς. Οι επιφυλάξεις του νόµου διακρίνονται σε γενικές και ειδικές επιφυλάξεις. Η γενική επιφύλαξη περιλαµβάνει εκείνες τις ρητές συνταγµατικές ρυθµίσεις προς το κοινό νοµοθέτη που δεν συνοδεύεται από ειδικότερες οδηγίες του συνταγµατικού νοµοθέτη. Οι ειδικές επιφυλάξεις από την άλλη καθορίζουν τον τρόπο και τα όρια του περιορισµού. Στο άρθρο 9 1 θεσπίζεται ότι «καµιά έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όπως ο νόµος ορίζει και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Εδώ, το σύνταγµα εξουσιοδοτεί το κοινό νοµοθέτη να ορίσει τις περιπτώσεις που η έρευνα γίνεται σε κατοικία αλλά πάντοτε µε την παρουσία της δικαστικής εξουσίας. Αναφέρθηκέ παραπάνω ότι ακόµη και οι περιορισµοί των θεµελιωδών κανόνων υπόκεινται σε κάποιους περιορισµούς. Οι περιορισµοί λοιπόν πρέπει να τηρούν κάποιους συγκεκριµένους κανόνες και αρχές για να µπορούν να θεσπιστούν. Πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογίας µεταξύ του περιοριστικού µέτρου και του σκοπού που προορίζεται να εξυπηρετεί ο σκοπός αυτός. Ο νοµοθέτης οφείλει όταν θεσπίζει περιορισµούς να επιδιώκει τον θεµιτό σκοπό, δηλαδή το τι ακριβώς θέλει να επιτύχει µε τη θέσπιση ενός περιορισµού. Αυτό όταν δεν καθορίζεται µε τις ειδικές επιφυλάξεις ο νοµοθέτης επιδιώκει σκοπό συναφή µε την προστασία του κοινωνικού συνόλου ή των δικαιωµάτων των άλλων. Ο θεσπιζόµενος περιορισµός πρέπει να είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού χάριν του οποίου εισάγεται. Επίσης οι περιορισµοί δεν µπορούν να φθάσουν στην κατάργηση ενός δικαιώµατος. Ο πυρήνας του θεµελιώδους δικαιώµατος προστατεύεται. Κάθε δικαίωµα έχει ένα πυρήνα στον οποίο δεν έχει πρόσβαση ο νοµοθέτης που, κατά συνταγµατική εξουσιοδότηση, θεσπίζει περιορισµούς. Ακόµη, ο χαρακτήρας του περιορισµού πρέπει να είναι αντικειµενικός και απρόσωπος. Να µην εισάγονται διακρίσεις και να είναι σαφής. Τέλος το σύνταγµα καθορίζει πως για τους νόµους που αφορούν τα θεµελιώδη δικαιώµατα αρµόδιο τµήµα είναι η ολοµέλεια της βουλής. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 8
Στις επιφυλάξεις υπέρ των διοικητικών ή τω δικαστικών αρχών το σύνταγµα εξουσιοδοτεί απευθείας το διοικητικό ή δικαστικό όργανο να παρέµβει περιοριστικά στο πεδίο προστασίας του θεµελιώδους δικαιώµατος. Σε αντίθεση µε την επιφύλαξη ρου νόµου που έχει χαρακτήρα γενικό η επιφύλαξη υπέρ των διοικητικών ή των δικαστικών αρχών είναι παρέµβαση που ισχύει για συγκεκριµένη περίπτωση όπως στα άρθρα 12 2 (διάλυση σωµατείων µε δικαστική παρέµβαση) ή στο 14 3 (κατάσχεση εφηµερίδων µε απόφαση εισαγγελέα). Ένα άλλο είδος περιορισµών είναι οι θεσµοποιηµένοι περιορισµοί των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Το σύνταγµα σε περίπτωση που η χώρα κηρυχτεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης προβλέπει τη δυνατότητα αναστολής ορισµένων θεµελιωδών δικαιωµάτων. Μια βασική κατηγορία των περιορισµών είναι «το ειδικό λειτουργικό καθεστώς». Είναι δυνατόν η πλήρη χρήση ορισµένών θεµελιωδών δικαιωµάτων να δηµιουργεί πρόβληµα ή και να είναι ασυµβίβαστη είτε µε το λειτούργηµα είτε µε την ιδιαίτερη νοµική κατάσταση που τους διέπει. Λογικό είναι αυτός που εκτίει ποινή φυλάκισης να µη µπορεί να µην είναι δικαιούχος του άρθρου 5 4 για ελεύθερη µετακίνηση και εγκατάσταση. Εύλογο είναι και ο αξιωµατικός κατά την ώρα της υπηρεσίας να µην εκφωνεί λόγους υπέρ ενός κόµµατος. Σε περιπτώσεις σαν και αυτές που ο ίδιος ο νοµοθέτης έκρινε ότι η χρήση ενός δικαιώµατος είναι ασυµβίβαστη µε κάποια δηµόσια ιδιότητα, περιέλαβε ειδικές ρυθµίσεις ώστε ούτε το δικαίωµα να «θυσιαστεί» χάριν του θεσµού, ούτε όµως και ο θεσµός χάριν του δικαιώµατος. Οι περιορισµοί αυτού του είδους πρέπει να είναι κατάλληλοι, αναγκαίοι, ανάλογοι µε τη συγκεκριµένη λειτουργική ανάγκη, να διατηρούν απαραβίαστο το πυρήνα του θεµελιώδους δικαιώµατος και ποτέ δεν µπορούν να έχουν ως αποτέλεσµα την κατάργηση του δικαιώµατος. Τελευταία κατηγορία περιορισµών είναι αυτή των ανεπιφύλακτων δικαιωµάτων. Στο σύνταγµα καταγράφονται και θεµελιώδη δικαιώµατα που δεν τα συνοδεύει κανένας από τους µέχρι τώρα περιορισµούς. Αυτά λέγονται ανεπιφύλακτα δικαιώµατα και αναφέρονται στα άρθρα: 2 1 «ο σεβασµός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας», 4 1 «οι έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου», 5 2 «απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για την δράση του υπέρ της ελευθερίας», 7 3 «η γενική δήµευση απαγορεύεται», 11 1 «οι έλληνες έχουν το δικαίωµα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», 2 «µόνο στις δηµόσιες συναθροίσεις µπορεί να παρίσταται η αστυνοµία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις µπορούν να απαγορευτούν» όµως οι ήσυχες, χωρίς όπλα και σε κλειστό χώρο συναθροίσεις αποτελούν απόλυτο δικαίωµα, 13 1 «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και 22 2 «όλοι οι εργαζόµενοι ανεξάρτητα από φύλο ή διάκριση έχουν δικαίωµα ίσης αµοιβής για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας». Το οµοσπονδιακό συνταγµατικό δικαστήριο της Γερµανίας υιοθετεί την αντίληψη ότι τα θεµελιώδη δικαιώµατα δεν υπόκεινται µόνο στους ρητά θεσπισµένους περιορισµούς αλλά και σε εγγενείς περιορισµούς που προκύπτουν από την αρχή του σεβασµού των δικαιωµάτων των τρίτων και του κοινωνικού και του δηµοσίου συµφέροντος. Αυτή η άποψη όµως δεν κράτησε στην Γερµανία δεδοµένου της δυσκολίας καθιέρωσης ενός ασφαλές κριτηρίου διαπίστωσης εγγενών περιορισµών των θεµελιωδών δικαιωµάτων. Εγγενείς περιορισµοί είναι ασυµβίβαστοι µε τη λογική των θεµελιωδών κανόνων όπως τα ρυθµίζει το σύνταγµα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Γερµανία. Πρέπει τα δικαιώµατα που εγγυάται η πολιτεία µε τους περιορισµούς που θεσµοθετεί να αναφέρονται στον άνθρωπο όχι µόνο ως άτοµο αλλά και ως µέλος του κοινωνικού συνόλου. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο άρθρο 25 1 το οποίο αποτελεί παράγοντα ερµηνείας του πεδίου προστασίας των θεµελιωδών κανόνων. Το ουσιώδες στα θεµελιώδη δικαιώµατα έγκειται στο γεγονός ότι το ίδιο το κράτος είµαι υποχρεωµένο από την ίδια τη δοµή των κοινωνικών σχέσεων και το δεδοµένο ιστορικό επίπεδο του πολιτισµού όχι µόνο να αναγνώριση και να προστατεύσει τα δικαιώµατα αλλά και να προσδώσει στην οφειλόµενη αναγνώριση και προστασία τη σηµασία και το περιεχόµενο που επιβάλλουν τα συγκεκριµένα αντικειµενικά δεδοµένα της ιστορικής στιγµής (Γ. Βλάχος ). Τα θεµελιώδη δικαιώµατα δεν µπορούν κατάλληλα και αντικειµενικά να ερµηνευθούν αν είναι αποκοµµένα από τις πολιτικές, κοινωνικές, οικονοµικές και πολιτιστικές καταστάσεις που επικρατούν. Οι καταστάσεις αυτές όµως υφίστανται αλλαγές, ραγδαίες ή αργές, γενικευµένες ή πιο ιδιαίτερες µε ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 9
αποτέλεσµα να επηρεάζεται ανάλογα ο ρόλος, η σηµασία και η ερµηνεία κάποιων θεµελιωδών δικαιωµάτων. Οι σε τόσο µεγάλο βαθµό και γρήγορες αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών ανέδειξαν το φαινόµενο της παγκοσµιοποίησης. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 17 (γωνία Βενιζέλου 1 ος όροφος) 10