ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
2 Η Έκδοση Οδηγού για τη διενέργεια δράσεων Πληροφόρησης και ηµοσιότητας

Η ΕΡΤ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ «ΠΟΙΑ ΕΡΤ ΘΕΛΟΥΜΕ»

Παρράσιο Πάρκο Πολιτιστικής Κληρονομιάς: Σχέδιο της Πρότασης

ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4083, 20/4/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ

74 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκεμβρίου 2013

Η Πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για τη ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ Βιώσιμη και δίκαιη οικονομικά και οικολογικά λύση

ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ Βιολογική Κατεύθυνση Τόμος 5 Τεύχος 2 Νοέμβριος 2014

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΤΙ

Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ

ΑΠΟΨΕΙΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗ Γ.Γ.Δ.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

591 Κ.Ι\ ΘΕΜΑ: ΚΑΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ & ΠΕΡΙΒΑλλΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΤΜΗΜΑ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ. Τ.Ε.Ι Πειραιά για την απόκτηση του πτυχίου.

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. «Η ΟΡΓΑΝΩΣΕ ΤΟΥ ΤΜΙΙΜΑΤΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ i

Πρόγραμμα Σπουδών για τα Μαθηματικά στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Σεισμοί και Σχολεία. ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τεύχος

Ευαγγελινή Αθανασοπούλου Κωνσταντία Λαδοπούλου Στέλλα Χαριτάκη

ΔΕΗ Ανανεώσιμες: Το μέλλον της ΔΕΗ Ομιλία του κ. Τάκη Αθανασόπουλου Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου ΔΕΗ Α.Ε

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΜΟΥΣΙΟΥ-ΜΥΛΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΜΕΛΙΤΗΣ κ. Π. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ

ΘΕΜΑ: Κάλυψη κενών θέσεων τακτικού προσωπικού σε νησιωτικούς δήμους. Δυόμισι χρόνια μετά την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης και την

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΕΕ ΤΜΗΜΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ

ισότητα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συστηµάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης», Βρυξέλλες, , COM (2006) 481 τελικό.

Εκπαίδευση Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες Σπονδυλωτό Εξ Αποστάσεως Πρόγραμμα Εξειδίκευσης

8 η. Καινοτομίες στην εκπαίδευση : Καλές

«ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΟ ΣΕ ΜΟΝΑΔΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΙΚΕΡ»


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ ΔΗΜΟΣ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΡ.ΜΕΛ: 74/2013

3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΟΡΧΟΜΕΝΟΥ Αρ.Πρωτ.: 298/

Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΣΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ.

1.1 Εκπαίδευση και Παιδεία

2 Η απασχόληση στον τομέα του εμπορίου: Διάρθρωση και εξελίξεις

Κίνημα, καταστολή, αυτοοργανωμένα εγχειρήματα

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ

1o ΓΕΛ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ Τάξη: Β Α Τετράμηνο

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Στην Επιτροπή Κρίσεως Βαρέων και Ανθυγιεινών επαγγελμάτων του άρθρου 20 ν.3790/2009

Εβδομαδιαίος προγραμματισμός 9 η εβδομάδα 2 6/11/2015 Θέμα: «Η Ελιά και το Λάδι»

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ (ΝΠΔΔ)

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΜΑΤΕΡΗΣ «ΑΣΤΙΜΙΤΣΙ» ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟY ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ (ΠΟΕΔ) ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Η παρούσα πτυχικακή εργασία έρχεται μετά από λίγα χρόνια να συμπληρώσει μία ακόμη σχεδιαστική πρόταση για την «Ανάπλαση της Αλάνας της Τούμπας», θέμα

ΗΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΑΘΗΤΗ

ΕΜΦΥΤΕΥΣΙΜΟΙ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΤΡΟΠΕΙΣ- ΑΠΙΝΙΔΩΤΕΣ. ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ.

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Μινωική κοινωνία και αισθητική στη νεοανακτορική περίοδο

ΒΙΟΗΘΙΚΗ. 4ο Επιστημονικό Συνέδριο - Retreat

ΕΡΓΟ: 3ο 2/θέσιο & 21ο 2/θέσιο Ολοήμερο Ν/Γ Αγρινίου, με τη μέθοδο της προκατασκευής

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ - ΕΣΠΑ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΧΕ ΙΟ ΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 21ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2001

Κοινωνική Οικονομία: Μια βιώσιμη εναλλακτική?

Εισήγηση για τον Προϋπολογισμό 2011 του Δήμου Κηφισιάς

ME TO ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΟΡΙΖΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟΝ 21 ο ΑΙΩΝΑ

72(Ι)/2014 Ο ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2014

FORUM ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΥΠΟΣΤΥΛΩΣΗ - ΑΝΤΙΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΑΠΌΦΟΡΤΙΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΒΛΑΜΜΕΝΩΝ ΑΠΌ ΣΕΙΣΜΟ ΠΑΠΑΔΗΜΑΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑ Ο ^ Α.Ε. ΒΟΥΔΑΝΤΑ ΑΡΓΥΡΩ

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ»

Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης

ΟΜΙΛΊΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΙΙΡΟΓΡΆΜΜΑΤΟΣ ACCELERATE. Όνομα: Νεκτάριος Παΐσιος. - Φοιτητής Παιδαγωγικών Πανεπιστημίου Κύπρου.

Η οικονομική κρίση και ύφεση ανασχεθούν δεν θα αποφύγει να μετεξελιχθεί οι προοπτικές της ευρω- ζώνης αναιμικές η Ευρώπη Κινητήρια δύναμη

Θα ήθελα να συγχαρώ καταρχήν τους διοργανωτές της σημερινής ημερίδας για την πρωτοβουλία που ανέλαβαν. σε ένα ζήτημα που μας αφορά όλους.

ΔΗΜΟΣ ΟΡΕΣΤIΑΔΑΣ ================== 19 ο /2003 ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ

Ε.Β.ΖΑΧΑΡΗΣ Α.Ε. Θεσσαλονίκη 17/12/2013

Αρ. Πρωτ. Δήμου Ιλίου: 30142/ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και τους φίλους που με στήριξαν στην προσπάθειά μου αυτή.

Στον Πανούλη. Γιάννης

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Πρόταση σχεδιασμού και κατάρτισης αναπτυξιακού προγραμματισμού περιόδου

ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΜΕ ΤΙΜΕΣ ΜΟΝΑΔΟΣ

Μπορούμε να πούμε ότι η δεύτερη δύναμη είναι πολύ πιο ισχυρή από την πρώτη.

Εργασία: Εργασίες απολύµανσης, απεντόµωσης και µυοκτονίας των κτιρίων ευθύνης του ήµου

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού

(μαθητική εργασία στη Νεοελληνική Γλώσσα από το τμήμα Β3 του Γυμνασίου) zxcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ. [σχολικό έτος ]

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΤΩΚΟΠΙΑΣ (KATOKOPIA CULTURAL HERITAGE ASSOCIATION)

-ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ- ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ ΦΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΑΜΑΞΩΜΑΤΟΣ

«ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ ΠΑΝΤΕΧΝΟΝ» ΙΣΤΟΡ ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΠΑΝΤΕΧΝΟΥ» / ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ο.Ε.Ο.Π.

Η λογοτεχνία ως πολιτισμική και διαπολιτισμική αγωγή 1

Φυσικό αέριο, χρήσεις, ασφάλεια και οικονομία Ομάδα Μαθητών: Συντονιστές Καθηγητές: Λύκειο Αγίου Αντωνίου Θεωρητικό υπόβαθρο Το Φυσικό αέριο

Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχινιά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ. «Συμβουλευτική Ψυχολογία & Συμβουλευτική στην Ειδική Αγωγή, την Εκπαίδευση και την Υγεία»

ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΤΙΟΥ Α.Ε. Τι πρέπει να γνωρίζετε όταν ταξιδεύετε μαζί μας. Πρόλογος

ΠΕ5: Παρουσίαση Βασικών Παραµέτρων Α Επιλογής

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» ΑΡΘΡΟ 1 ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΚΙΝΗΤΗ ΑΞΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

να καταστεί ανθρώπινος ο άνθρωπος ατόπημα να υπερβεί την κρίση να αποποιηθεί τον ατομικισμό

Ο ΕΛΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΔΡΑΣΕ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Έκδοση : 7 η Περίοδος Ιανουάριος-Μάρτιος 15. Αγαπητοί Συνάδελφοι,

Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2007 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 194/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς. 3. Kύριο *** *** *** Κοινοποίηση

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:

Βενιζέλου 55 - Καβάλα Τηλ Fax Πληροφορίες: Μυστακίδης Ζαφείρης , zafmis@gmail.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ Αθήνα, 22 /10/2012 Αρ. Πρωτ. Υ1/Γ.Π.οικ ΠΡΟΣ:

Transcript:

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ 1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ 1.1. Η έννοια της επικοινωνίας Φωτεινή Π. Κιρκιγιάννη, εκπαιδευτικός, υποψήφια διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών Στο Webster s Encyclopedic Unabridged Dictionary of the English Language (1989) η επικοινωνία (communication) ορίζεται ως η μετάδοση ή ανταλλαγή σκέψεων, απόψεων και πληροφοριών μέσω του προφορικού ή γραπτού λόγου ή μέσω συμβόλων. Ωστόσο, μεταξύ του ορισμού αυτού και εκείνων που εστιάζουν στην επίδραση που ασκεί το μήνυμα στο λήπτη υπάρχει μία ποικιλία εννοιολογικών προσεγγίσεων (Berger, 2004:192). Πέρα, όμως, από τις όποιες έννοιες αποδίδονται στον όρο επικοινωνία, ένας σύντομος και λειτουργικός ορισμός την περιγράφει ως τη «μετάδοση μηνυμάτων (νοηματικών ή συναισθηματικών) από έναν πομπό (προέλευση) σε ένα δέκτη (στόχο), άμεσα ή με τη διαμεσολάβηση ενός μέσου επικοινωνίας, και με συγκεκριμένη πρόθεση (σκοπό)» (Κοντάκος, Πολεμικός & Παπαγιαννάκος, 2002:251). Η διαδικασία της επικοινωνίας είναι μονόδρομη, όταν ο πομπός δεν αναμένει ανταπόκριση από το δέκτη (ή τους δέκτες) και αμφίδρομη ή ανοιχτή επικοινωνία των δύο κατευθύνσεων, όταν ο δέκτης αποκριθεί και υπάρξει αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων (Πασιαρδής, 2004:84-85). Μάλιστα, αν ο δέκτης κατανοήσει ορθά το μήνυμα, τότε η επικοινωνία θεωρείται αποτελεσματική (Berger, 2004:192) και αν ανταποκριθεί θετικά σε αυτό, θεωρείται επιτυχής (Φραγκομίχαλος, 2003:31). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διαδικασία της αμφίδρομης επικοινωνίας, ο πομπός συγκεντρώνει τις πληροφορίες που σχετίζονται με το μήνυμά του, τις φιλτράρει διαμέσου των αξιών και των προηγούμενων εμπειριών του, τις κωδικοποιεί με τη χρήση συμβόλων (γλωσσικών, εικονικών κ.ά.) μετατρέποντάς τες σε μήνυμα και αποστέλλει το μήνυμα στο δέκτη. Ο δέκτης φιλτράρει το μήνυμα που έλαβε διαμέσου των δικών του αξιών και προηγούμενων εμπειριών, το αποκωδικοποιεί μετατρέποντάς το σε νόημα και ανατροφοδοτεί τον πομπό, επιβεβαιώνοντάς τον ότι έλαβε και κατανόησε το μήνυμά του. Έτσι ολοκληρώνεται η διαδικασία μίας πλήρους επικοινωνίας των δύο κατευθύνσεων (Σαΐτης, 2002:181-182. Berger, 2004:193). Ανάλογα με τα μέσα με τα οποία μεταφέρονται τα μηνύματα (προφορικός ή γραπτός λόγος, χειρονομίες κ.ά.), η διαδικασία της επικοινωνίας μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή, λεκτική ή μη λεκτική. Στη λεκτική ανήκει και η πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία, που παρέχει 95

τη δυνατότητα άμεσης ανατροφοδότησης. Μέσα στους οργανισμούς, με κριτήριο τις θέσεις των επικοινωνούντων, η διαδικασία της επικοινωνίας μπορεί να πάρει και άλλες μορφές, όπως είναι η κάθετη επικοινωνία προς τα κάτω (από τους προϊσταμένους προς τους υφισταμένους) ή προς τα πάνω (από τους υφισταμένους προς τους προϊσταμένους), η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ συνεργαζομένων στο ίδιο επίπεδο ιεραρχίας, η οποία συμβάλλει στη δημιουργία καλών ανθρωπίνων σχέσεων και η διαγώνια επικοινωνία από ανώτερα ή κατώτερα οργανωτικά επίπεδα σε διαφορετικά τμήματα. Η διαδικασία της επικοινωνίας μπορεί, επίσης, να έχει επίσημη μορφή, όταν η ροή των πληροφοριών καθορίζεται από τη διοίκηση και ανεπίσημη μορφή, όταν καθορίζεται έξω από τις γραμμές της οργανωτικής δομής και πραγματώνεται μέσω διαδόσεων και φημών. Οι μορφές και τα μέσα επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση εξαρτώνται από το σκοπό που επιδιώκεται. Η αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η προθυμία και των δύο πλευρών και η ικανότητά τους για επικοινωνία, το επαρκές γνωσιολογικό τους υπόβαθρο (Σαΐτης, ό.π.:183-186), η ακρίβεια της αποκωδικοποίησης του μηνύματος από το δέκτη, ο βαθμός αξιοπιστίας του πομπού που είναι συνάρτηση της προσωπικότητας και της ειδικότητάς του, η ανατροφοδότηση που αυξάνει την ακρίβεια και τη σαφήνεια της επικοινωνίας και το περιβάλλον που την επηρεάζει άμεσα. Τέλος, για μια επιτυχή επικοινωνία βασικός κανόνας είναι η χρήση τουλάχιστο δύο μορφών ή τρόπων επικοινωνίας με διαφορετικά μέσα (Πασιαρδής, 2004:86,88). 1.2. Η έννοια του σχολείου Από την άποψη της παιδαγωγικής επιστήμης, το σχολείο αποτελεί έναν παιδαγωγικό οργανισμό που οφείλει να υλοποιεί τους παιδαγωγικούς σκοπούς του, καθώς και εκείνους που σχετίζονται με την καθημερινή σχολική πραγματικότητα και που τελικά συμβάλλουν στην κοινωνική μάθηση (Σαΐτης, 2002:65-68). Από την πλευρά της κοινωνικής επιστήμης, το σχολείο εκλαμβάνεται ως κοινωνικό σύστημα υψηλής πολυπλοκότητας που αποτελείται από υποσυστήματα -εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς κ.ά.-, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και από το οποίο επηρεάζεται. Συγκεκριμένα, δέχεται εισροές από το ευρύτερο περιβάλλον (μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς, αξίες της κοινότητας κ.ά.), τις μετασχηματίζει μέσα από διάφορες διεργασίες (διδακτικές μέθοδοι, επικοινωνία κ.ά.) και παράγει αποτελέσματα (στάσεις και γνώσεις των μαθητών κ.ά.), τα οποία εκρέει στο περιβάλλον (Πασιαρδής, 2004:28-29. Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:28). Οι βασικότερες λειτουργίες του σχολείου 96

είναι η κοινωνικοποιητική, η μαθησιακή, η επιλεκτική και η κουστωδιακή. Το σχολείο αποτελεί το δεύτερο σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης του παιδιού μετά την οικογένεια. Προσαρμόζει τους μαθητές στα κανονιστικά στοιχεία του κοινωνικού περιβάλλοντος, ώστε να αποκτήσουν την ικανότητα για επιτυχή ανάληψη ρόλων ενηλίκων στο μέλλον. Η μαθησιακή λειτουργία του σχολείου έχει να κάνει με τις γνώσεις που προσφέρει στους μαθητές, η επιλεκτική με την αξιολόγηση της επίδοσής τους και η κουστωδιακή με τη συμβολή του σχολείου στην οικονομία, αφού με την απασχόληση των παιδιών στο χώρο του επιτρέπει στους γονείς τους να εργάζονται. Οι λειτουργίες του σχολείου συνδέονται με συγκεκριμένους στόχους, για την επίτευξη των οποίων έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορα μοντέλα οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου (Σαΐτης, 2002:74-75. Μπαμπάλης, 2005β:48-49,90). Τα μοντέλα αυτά είναι το γραφειοκρατικό, που διακρίνεται κυρίως για την ιεραρχική του δομή, την εξειδίκευση της εργασίας και τον έλεγχο, το οικοσυστημικό, που αναδεικνύει τη δυνατότητα αυτορύθμισης της σχολικής μονάδας μέσα από συλλογικές διαδικασίες και το κοινοτικό, που τονίζει την ισάξια συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στις διαδικασίες αυτές και την ευαισθησία στις αξίες και τα συναισθήματά τους (Ματσαγγούρας, 2003:11-15). 1.3. Η έννοια της οικογένειας Ο όρος οικογένεια χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με στενούς κοινωνικούς και προσωπικούς δεσμούς, ακόμη και όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους συγγένεια εξ αίματος. Η οικογένεια αποτελεί: 1) κοινωνικό θεσμό, ο οποίος βασίζεται κατ άλλους στη σεξουαλικότητα και κατ άλλους στην κοινωνική ανάγκη (Παπαδόπουλος, 2005:597-598) και λειτουργεί ως ένα υποσύστημα του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος με το οποίο αλληλεπιδρά. Για το λόγο αυτό ωθεί τα μέλη της στην επίτευξη των σκοπών του κοινωνικού συνόλου, 2) βιοψυχοκοινωνικό σύστημα, το οποίο συγκροτείται από ένα δυναμικό σύνολο ατόμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, με σκοπό την επίτευξη ατομικών και συλλογικών στόχων, 3) προϊόν των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών παραμέτρων που διαμορφώνει το ευρύτερο σύστημα (Μπαμπάλης, 2005α:24-28,46). Οι λειτουργίες που καλείται να επιτελέσει η σύγχρονη οικογένεια είναι: η εκπαιδευτική (η δια βίου κοινωνικοποίηση του ατόμου), η οικονομική (η οικογένεια ως μονάδα κατανάλωσης και ως πηγή των φορέων παραγωγής), η ψυχολογική-θυμική (συναισθηματική στήριξη των μελών της, με στόχο την ομαλή και ολόπλευρη ανάπτυξή τους και την ισορροπία του κοινωνικού συστήματος) και η αναπαραγωγική (η οικογένεια ως φορέας συνέχισης της ζωής). Οι μορφές της οικογένειας ποικίλουν ανάλογα με 97

τις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας. Η επικρατέστερη μορφή οικογένειας είναι η πυρηνική, η οποία στην παραδοσιακή της μορφή αποτελείται από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά σήμερα δέχεται και εξωτερικές επιδράσεις και ενισχύει την προσωπική ελευθερία των μελών της. Σε χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου η πυρηνική οικογένεια διατηρεί τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, ο ρόλος της είναι παιδοκεντρικός -δίδει έμφαση στην ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών-. Μία νέα μορφή οικογένειας είναι η μονογονεϊκή -με μόνο γονέα τη μητέρα ή τον πατέρα-, η οποία προκύπτει από την επιλογή άρνησης ή την απώλεια της συζυγικής σχέσης, όχι όμως και της γονεϊκής (Γεώργας: 1995:116-118. Μπαμπάλης, 2005α:30-48 & 2005β:58-59,67-78). 1.4. Η έννοια της γονεϊκής εμπλοκής Ο όρος γονεϊκή εμπλοκή αναφέρεται στη συμμετοχή του γονέα στην εκπαιδευτική διαδικασία του παιδιού του, που μπορεί να γίνεται και ανεξάρτητα από τη στάση που τηρεί το σχολείο, ανάλογα με την προσωπικότητα, τις στάσεις και άλλα χαρακτηριστικά του γονέα (Γεωργίου, 2000:70). Αφορά τη συμπεριφορά που τηρεί ο γονέας στο σπίτι και στο σχολείο απέναντι στο παιδί του, τις στάσεις και τις πεποιθήσεις του όσον αφορά την εκπαίδευσή του και τις προσδοκίες του για το μέλλον του (Reynolds & Clements, 2005:110). Οι σύγχρονοι ορισμοί της γονεϊκής εμπλοκής έχουν αντικαταστήσει τον όρο γονεϊκή με τον όρο οικογενειακή εμπλοκή, διότι οι πιο σημαντικοί ενήλικες στη ζωή πολλών παιδιών σήμερα είναι συγγενικά τους ή άλλα πρόσωπα, τα οποία τους προσφέρουν καθημερινή φροντίδα (Christenson & Sheridan, 2001:48). 1.5. Σύνοψη Συνοψίζοντας τις παραπάνω θέσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: Η επικοινωνία είναι η διαδικασία μετάδοσης μηνυμάτων από έναν πομπό σε ένα δέκτη. Παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με τις θέσεις των επικοινωνούντων, τα μέσα που χρησιμοποιούνται και το σκοπό που επιδιώκεται σε κάθε περίπτωση. Η αμφίδρομη επικοινωνία ή ανοιχτή επικοινωνία των δύο κατευθύνσεων είναι μία δυναμική διαδικασία κατά την οποία ο δέκτης ανταποκρίνεται στο μήνυμα του πομπού. Η επικοινωνία θεωρείται αποτελεσματική, αν ο δέκτης κατανοήσει ορθά το μήνυμα του πομπού και επιτυχής, αν ανταποκριθεί θετικά σε αυτό. Το σχολείο αποτελεί ένα κοινωνικό υποσύστημα που περιλαμβάνει το διευθυντή, τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς τους και 98

φορείς της κοινότητας, οι οποίοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, προκειμένου για την πρόοδο και την ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών. Η οικογένεια αποτελεί ένα κοινωνικό υποσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τους γονείς ή το γονέα και το παιδί ή τα παιδιά που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για την επίτευξη ατομικών, συλλογικών και κοινωνικών στόχων. Ως μέλη της οικογένειας θεωρούνται και τα πρόσωπα -συγγενικά και μη-, τα οποία έχουν αναλάβει την ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών ή συμμετέχουν σε αυτή (π.χ. γιαγιά). Η γονεϊκή εμπλοκή αναφέρεται στη συμμετοχή του γονέα στην εκπαιδευτική διαδικασία του παιδιού του στο σπίτι και στο σχολείο. Αφορά τη συμπεριφορά του γονέα, τις στάσεις, τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες του σχετικά την εκπαίδευση και το μέλλον του παιδιού του και δε σχετίζεται απαραίτητα με τη στάση που τηρεί το σχολείο (Κιρκιγιάννη, 2008:13-14). 2. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Η ανάγκη για επικοινωνία μεταξύ σχολείου και οικογένειας προκύπτει καταρχάς μέσα από τη συνταγματική θεμελίωση του γονικού δικαιώματος που δημιουργείται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 9 (παράγραφος 1, εδάφιο 2) και 21 (παράγραφος 1) του Συντάγματος του 1975/1986/2001. Στο άρθρο 9 περιλαμβάνεται ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη» και στο άρθρο 21 ότι «η οικογένεια, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους». Ο συνδυασμός των δύο αυτών διατάξεων παρέχει το αναγκαίο κανονιστικό θεμέλιο στην ελευθερία των γονέων για ανατροφή και μόρφωση των παιδιών τους στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής. Οι γονείς έχουν προτακτικό μορφωτικό δικαίωμα έναντι κάθε άλλου φορέα παιδαγωγικής αρμοδιότητας. Ο συνδυασμός αυτός καθιερώνει, όμως, και την υποχρέωση του κράτους για τη λήψη θετικών μέτρων, που να συμπληρώνουν και να βελτιώνουν τον πολύσκοπο χαρακτήρα της οικογενειακής ζωής. Οι συνταγματικές βάσεις των δύο φορέων, δηλαδή των γονέων και του κράτους, προσβλέπουν στην αναγκαία συνάντησή τους στο σχολικό χώρο. Αυτό που θα πρέπει να επιδιώκεται για το καλό των παιδιών είναι η αρμονική συνύπαρξη της γονικής και της κρατικής αρμοδιότητας τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές υποθέσεις του σχολείου (Μιχόπουλος, 2002:96-103). Σε επίπεδο κοινών διατάξεων, η συνταγματική αναγκαιότητα για επικοινωνία σχολείου και οικογένειας υλοποιείται μέσα από τα άρθρα 48-53, κεφάλαια ΙΔ, ΙΕ του Ν. 1566/1985 και το άρθρο 2, παράγραφος 1 του Ν. 2621/1998 που θεσμοθετούν και 99

ρυθμίζουν την ουσιαστική συμμετοχή των γονέων και των κηδεμόνων στα εκπαιδευτικά δρώμενα. Συγκεκριμένα, προβλέπουν τη συγκρότηση Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων σε επίπεδο σχολείου, την ένωση των γονέων σε επίπεδο δήμου ή κοινότητας, την ομοσπονδία γονέων σε επίπεδο νομού και τη συνομοσπονδία γονέων σε εθνικό επίπεδο. Οι εκπρόσωποι των συλλογικών αυτών οργάνων, όπως και εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών, συμμετέχουν αντίστοιχα στις σχολικές επιτροπές και στα σχολικά συμβούλια, στις δημοτικές και κοινοτικές επιτροπές παιδείας, στις νομαρχιακές και επαρχιακές επιτροπές παιδείας και στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Αυτές οι επιτροπές και τα συμβούλια εξετάζουν θέματα λειτουργίας των σχολείων και θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής (Μπρούζος, 1998:161-166). Επειδή η λειτουργία τους έχει αποδειχθεί έως τώρα αναποτελεσματική, χρειάζεται να ενισχυθεί ο ρόλος τους, ώστε να αντανακλούν τη σύγχρονη ανάγκη για συλλογικό προγραμματισμό και εκδημοκρατισμό του σχολείου (Μιχόπουλος, 2002:233-241. Σαΐτης, 2005:229,231). Πάντως, ο κοινός νομοθέτης, μέσα από τις παραπάνω διατάξεις, αναγνωρίζει τους γονείς ως σημαντικούς εταίρους στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι (Κιρκιγιάννη, 2008:33). Η αναγκαιότητα της επικοινωνίας σχολείου και οικογένειας αναδεικνύεται διεθνώς -κυρίως κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια- και μέσα από ένα πλήθος θεωρήσεων και εμπειρικών μελετών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες που αναφέρονται στην αποτελεσματικότητα και τη βελτίωση των σχολικών μονάδων. Πολλοί ερευνητές και εκπαιδευτικοί υποδεικνύουν ότι κατά το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής χρειάζεται να τύχει απόλυτης προτεραιότητας η ενίσχυση της εμπλοκής της οικογένειας στις διαδικασίες του σχολείου. Άλλες έρευνες επισημαίνουν ότι το σχολείο μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά και τη δράση των οικογενειών των μαθητών, ώστε να υποστηριχθούν καλύτερα οι διαδικασίες μάθησης και κοινωνικοποίησης στο πλαίσιο της τυπικής και της άτυπης εκπαίδευσης. Κάποιοι μελετητές επισημαίνουν την αναγκαιότητα για ουσιαστική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ σχολείου και οικογένειας, με στόχο την ισόρροπη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών, διότι το σχολείο σήμερα έχει χάσει τον παιδαγωγικό του προσανατολισμό και έχει μετατραπεί περισσότερο σε μηχανισμό ελέγχου και μετάδοσης γνώσεων. Αρκετές θεωρήσεις υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα μίας μετατόπισης προς τον τύπο του ανοιχτού σχολείου προς την οικογένεια, με τις σχετικές πρωτοβουλίες να προέρχονται κυρίως από το σχολείο και να επικεντρώνονται στην εμπλοκή όλων των μελών της οικογένειας. Πιο σύγχρονες θεωρήσεις τονίζουν την ανάγκη για συνδυασμένη συνεργατική δράση σχολείου και οικογένειας που να βασίζεται σε σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης, με σκοπό τη δημιουργία κοινωνικών δικτύων αλληλεπίδρασης και την ανάπτυξη κοινωνικού 100

κεφαλαίου. Άλλες κάνουν λόγο για την ανάγκη συνεκπαίδευσης των μαθητών, των γονέων και των εκπαιδευτικών προκειμένου για την απόκτηση κοινής εκπαιδευτικής εμπειρίας και γνωστικής υποδομής και κοινού κοινωνικοπολιτισμικού επιπέδου. Μάλιστα, σχετικές έρευνες υπογραμμίζουν ότι η συνεκπαίδευση γονέων και παιδιών μπορεί να ενισχύσει τη μεταξύ τους επικοινωνία και τη συνεργασία τους με το σχολείο (Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:33,40-55,62). Πολλές θεωρήσεις αναφέρονται στην αναγκαιότητα για συχνή και ανοιχτή επικοινωνία των δύο κατευθύνσεων μεταξύ σχολείου και οικογένειας, που βοηθά γονείς και εκπαιδευτικούς να μοιράζονται μεταξύ τους πληροφορίες για τις προσδοκίες τους και για την πρόοδο, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών, να διαμορφώνουν κοινούς στόχους, να παίρνουν κοινές αποφάσεις, να αποφεύγουν τις παρανοήσεις και να ενισχύουν τη μάθηση των μαθητών (Christenson & Sheridan, 2001: 49,116-118). Τα θετικά αποτελέσματα που προκύπτουν όταν το σχολείο παίρνει την πρωτοβουλία να επικοινωνεί αποτελεσματικά με την οικογένεια, τονίζονται χαρακτηριστικά στα πορίσματα της ενδιαφέρουσας έρευνας του Ames (1993). Συγκεκριμένα, όταν οι εκπαιδευτικοί διατηρούν υψηλά επίπεδα επικοινωνίας με τα μέλη της οικογένειας, εκτιμούν ότι διδάσκουν αποτελεσματικότερα. Οι γονείς βρίσκουν τους εκπαιδευτικούς αυτούς πιο αποτελεσματικούς, αποκτούν οι ίδιοι μεγαλύτερη πεποίθηση ότι μπορούν να επηρεάζουν τα παιδιά τους και αυξάνουν το βαθμό εμπλοκής τους στη σχολική εκπαίδευση. Τα παιδιά αποκτούν περισσότερα κίνητρα για μάθηση και εκτιμούν ότι η ακαδημαϊκή τους ικανότητα και τα ενδιαφέροντά τους σχετίζονται ισχυρά με την εμπλοκή των γονέων τους (Christenson & Sheridan, ό.π.:117). Γενικότερα, τα θετικά αποτελέσματα από την εποικοδομητική επικοινωνία σχολείου και οικογένειας και την εμπλοκή των γονέων στη σχολική ζωή του παιδιού προβάλλουν μέσα από ένα μεγάλο αριθμό ερευνητικών μελετών που διεξήχθησαν κυρίως στο διεθνή χώρο. Από την πλευρά των μαθητών, η εμπλοκή των γονέων τους στη σχολική τους εκπαίδευση αποτελεί σημαντική ένδειξη για την πρόβλεψη της επιτυχίας τους, βοηθά στην αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής και στην πρόληψη των δυσκολιών προσαρμογής τους, βελτιώνει τις σχολικές τους επιδόσεις, την αυτοεικόνα τους, την αυτοεκτίμησή τους, τη συμπεριφορά τους, τις προσδοκίες τους, το βαθμό συμμετοχής τους στην τάξη, την ευθύνη τους απέναντι στη μάθηση, την προσπάθειά τους για ολοκλήρωση των σχολικών τους εργασιών στο σπίτι, τις κοινωνικές και συναισθηματικές τους δεξιότητες και τη στάση τους απέναντι στο σχολείο. Οι ίδιοι οι γονείς, μέσα από την εμπλοκή τους, βελτιώνουν τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους και τη δυνατότητά τους να τα βοηθούν με τη σχολική εργασία στο σπίτι, εκτιμούν την εργασία και την αποτελεσματικότητα του δασκάλου και αισθάνονται ικανοποίηση. Τέλος, 101

οι εκπαιδευτικοί κατανοούν καλύτερα τις ανάγκες των μαθητών, υποστηρίζουν αποτελεσματικότερα το έργο τους, βελτιώνουν τις θεωρητικές και πρακτικές τους προσεγγίσεις και τα μεθοδολογικά τους. εργαλεία (Christenson & Sheridan,ό.π.:50-52 Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:47,59-63). Στο σημείο αυτό, βέβαια, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η επικοινωνία και η συνεργασία σχολείου και οικογένειας επιδρά θετικά στη σχολική επίδοση, την αυτοεικόνα και την ανάπτυξη του παιδιού, όταν είναι κατάλληλη σε ένταση και ποιοτική. Αυτό σημαίνει ότι η εμπλοκή των γονέων δεν πρέπει να είναι υπερβολική, ώστε να προκαλεί συναισθηματική ασφυξία στο παιδί (Γεωργίου, 2000:79-86,143-145 & 2005:172-175) και ότι η οικογένεια και το σχολείο χρειάζεται να λειτουργούν συμπληρωματικά -όχι συμμετρικά- και συντονισμένα, να επικοινωνούν αμφίδρομα και σε σταθερή βάση, να χρησιμοποιούν κοινή γλώσσα, να έχουν κοινό προσανατολισμό και να μεταφέρουν κοινά μηνύματα στα παιδιά (Christenson & Sheridan, 2001:57-67). Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση της Dowling (2001:80) που επισημαίνει ότι «δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιληφθούμε τα διλήμματα και την αδύνατη θέση του παιδιού, όταν διχάζεται ανάμεσα σε διαφορετικά συστήματα κανόνων. Πολύ περισσότερο όταν έχει να αντιμετωπίσει τις δεσμεύσεις που απαιτούνται από κάθε σύστημα». Συμπερασματικά, η εποικοδομητική επικοινωνία σχολείου και οικογένειας είναι αναγκαία, διότι επηρεάζει θετικά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς -εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές- και βελτιώνει τη μεταξύ τους συνεργασία, αλλά κυρίως επειδή αποβαίνει προς όφελος των παιδιών (Κιρκιγιάννη, 2008:35). Σύμφωνα με την άποψη του Γεωργίου (2000:18,31) η γενική αποδοχή -τουλάχιστον θεωρητικά- της ανάγκης για επικοινωνία μεταξύ γονέων και δασκάλων, καθώς και τα διάφορα μοντέλα που περιγράφουν την επικοινωνία αυτή και υπογραμμίζουν την αναγκαιότητά της δεν έχουν πάντοτε τα αναμενόμενα πρακτικά αποτελέσματα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αποτελούν σημείο εκκίνησης. 3. ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Τα μοντέλα που έχουν προταθεί κατά καιρούς για την επικοινωνία σχολείου και οικογένειας είναι τα ακόλουθα: Το σταδιακό μοντέλο: ιστορικά, ίσως είναι το πρώτο μοντέλο που προσδιορίζει τη σχέση σχολείου και οικογένειας. Στηριζόμενο στις εξελικτικές θεωρίες του Erikson και του Piaget, έχει ως βάση τα στάδια ανάπτυξης του παιδιού μέσα στο χρόνο. Έτσι, την ευθύνη για την ανάπτυξη του παιδιού αναλαμβάνει πρώτα η οικογένεια, ύστερα το 102

σχολείο και τέλος το ίδιο το άτομο, που έχει στο μεταξύ ενηλικιωθεί. Το σταδιακό μοντέλο δεν προβλέπει, ούτε επιτρέπει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα, αλλά υποθέτει την παράδοση της ευθύνης από την οικογένεια στο σχολείο, όταν το παιδί εισέλθει στη σχολική ηλικία. Το οργανισμικό μοντέλο: βασίζεται στις ιδέες κοινωνιολόγων, όπως του Weber (1947) και του Parsons (1959), σύμφωνα με τις οποίες οι διάφοροι οργανισμοί ή οργανωμένες ομάδες λειτουργούν αποτελεσματικά όταν ενεργούν αυτόνομα και ανεξάρτητα. Το μοντέλο αυτό επηρέασε καθοριστικά τη λειτουργία και τη διοίκηση του σχολείου και δημιούργησε μία στάση διστακτικότητας σε γονείς και δασκάλους για τη μεταξύ τους συνεργασία. Η οικογένεια και το σχολείο έρχονται σε επαφή μόνο για να αντιμετωπίσουν προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς του παιδιού. Συνεπώς, το οργανισμικό μοντέλο, όπως και το σταδιακό αποθαρρύνει τη διαπλοκή ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα. Παρόλα αυτά και τα δύο μοντέλα επηρεάζουν ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη των εμπλεκόμενων φορέων (Γεωργίου, 2000:19-21 & 2005:159-161). Δύο μοντέλα από το χώρο της εκπαιδευτικής διοίκησης είναι το κοινωνικό και το πολιτικό: Το μοντέλο των κοινωνικών συστημάτων των Guba & Getzels (1957): αποτελείται από τη νομοθετική διάσταση, που περιγράφει τη λειτουργία του οργανισμού μέσα στην κοινωνία και από την ιδιογραφική διάσταση, που περιγράφει τη λειτουργία του εργαζόμενου μέσα στον οργανισμό. Με βάση τη νομοθετική του διάσταση, το σχολείο, ως οργανισμός, βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης με το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα στο οποίο ανήκει και περιλαμβάνει τους ρόλους των ατόμων που εργάζονται σε αυτό. Οι εν λόγω ρόλοι καθορίζονται επίσημα από την πολιτεία, αλλά σύμφωνα με την ιδιογραφική διάσταση, χρωματίζονται και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των εργαζομένων, από τα κίνητρα και τις ανάγκες τους, που αλληλεπιδρούν με το κλίμα και το ήθος του σχολείου. Έτσι λοιπόν, η τελική συμπεριφορά κάθε εκπαιδευτικού, αλλά και η συλλογική συμπεριφορά του σχολείου αποτελούν συνάρτηση των απαιτήσεων κάθε ρόλου και των αναγκών του ατόμου που ορίστηκε να παίζει το ρόλο αυτό. Το μοντέλο των Guba & Getzels προβλέπει την αντίδραση του σχολείου σε καινοτομίες π.χ. σε προγράμματα ενίσχυσης της γονεϊκής εμπλοκής και γενικότερα σε συνθήκες αβεβαιότητας του περιβάλλοντος που το αναγκάζουν να αναπτύξει προστατευτικούς και προσαρμοστικούς μηχανισμούς. Το μοντέλο των πολιτικών συστημάτων του Easton (1965): εξηγεί τις συναλλαγές που αναπτύσσονται μεταξύ οργανισμών και οργανωμένων ομάδων που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση. Το 103

εκπαιδευτικό σύστημα υποστηρίζεται από ομάδες πίεσης, όπως οι οργανωμένοι γονείς, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών, τα Μ.Μ.Ε. κ.ά., οι οποίες προβάλλουν συχνά αλληλοσυγκρουόμενα αιτήματα, επηρεάζονται διαφορετικά από τις αποφάσεις του συστήματος και ενεργοποιούν ανάλογες αντιδράσεις. Το σχολείο, ως μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος, ακόμα και σε ένα συγκεντρωτικό σύστημα όπως το δικό μας, επηρεάζει μέσω των αποφάσεων του διευθυντή και των εκπαιδευτικών τις ζωές πολλών οικογενειών και επηρεάζεται από αυτές καθώς και από άλλες ομάδες, όπως τα Μ.Μ.Ε. που λειτουργούν ως καθρέφτης της κοινής γνώμης. Για το λόγο αυτό, οφείλει να ξεκινήσει διάλογο με τους γονείς και να αξιοποιήσει την υποστήριξή τους, ακούγοντας τη γνώμη τους και δίδοντάς τους ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικής (Γεωργίου, 2000:26-31). Το οικοσυστημικό ή βιο-οικοσυστημικό μοντέλο του Bronfenbrenner (1979,1986,1989): βασίζεται στην παραδοχή ότι το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του συμμετέχει ταυτόχρονα σε πολλά υποσυστήματα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και το επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό. Καθώς μάλιστα μεγαλώνει και ωριμάζει, ο βαθμός αλληλεπίδρασης γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος. Το μοντέλο συνίσταται από πέντε ομόκεντρους κύκλους εκ των οποίων ο μεγαλύτερος αποτελεί το μακροσύστημα, που αναφέρεται στην κουλτούρα, τις αξίες και τους νόμους της κοινωνίας και ο μικρότερος περιλαμβάνει το άτομο. Ενδιάμεσα και από το κέντρο προς την περιφέρεια, εκτείνονται τα μικροσυστήματα, το μεσοσύστημα και το εξωσύστημα, τα οποία περιλαμβάνουν το άτομο και όλο και πιο μεγάλες και πιο απρόσωπες ομάδες. Τα μικροσυστήματα, όπως η οικογένεια και το σχολείο χαρακτηρίζονται από μία άτυπη δομή και λειτουργία και από άμεση αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ των μελών τους. Το μεσοσύστημα αποτελεί ένα πιο απρόσωπο σύστημα αλληλεπιδράσεων και επικοινωνίας ανάμεσα στα μικροσυστήματα στα οποία ανήκει το άτομο. Συνεπώς, οικογένεια και σχολείο αλληλεπιδρούν. Το εξωσύστημα, περιλαμβάνει το κράτος, το έθνος, επαγγελματικούς φορείς κ.ά., καθώς και τα Μ.Μ.Ε. και την τεχνολογία που διαμορφώνουν έμμεση επικοινωνία και σχέσεις μεταξύ των ατόμων περισσότερο συμβολικές παρά ουσιαστικές. Όσο μεγαλώνει η απόσταση του κάθε υποσυστήματος από το άτομο τόσο ελαττώνεται η επίδραση που ασκεί σε αυτό, αλλά δε μηδενίζεται ποτέ. Επειδή τα μικροσυστήματα ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στο άτομο από τα άλλα ενδιάμεσα υποσυστήματα, η οικογένεια και το σχολείο που ανήκουν σε αυτά ασκούν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού κι έτσι η μεταξύ τους αλληλεπίδραση στο μεσοσύστημα θεωρείται επιθυμητή και αυτονόητη (Γεωργίου, 2000:21-23 & 2005:161-162. Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:108-116,129). 104

Το μοντέλο των σχέσεων οικογένειας-σχολείου των Ryan & Adams (1995): περιγράφει συστήματα σχέσεων, τα οποία έχουν σχέση με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και με αλληλεπιδράσεις των μελών της οικογένειας που επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι και στο σχολείο και την επικοινωνία μεταξύ των δύο συστημάτων. Περιλαμβάνει επτά επίπεδα, τα οποία εντάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το επίπεδο (0), που αναφέρεται στις επιδόσεις και τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο και το επίπεδο (1), που περιλαμβάνει χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού, όπως η ευφυΐα, η αυτοεκτίμηση κ. ά. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει το επίπεδο (2), που επικεντρώνει στην εμπλοκή των γονέων στη σχολική δράση του παιδιού και το επίπεδο (3), που αναφέρεται στο πλήθος και το βαθμό των αλληλεπιδράσεων μεταξύ γονέων και παιδιού σε κοινές δραστηριότητες εκτός σχολείου. Στην τρίτη κατηγορία ανήκει το επίπεδο (4), που εστιάζει στην ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της πυρηνικής οικογένειας και του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος και το επίπεδο (5), που επικεντρώνει στα ειδικότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες κάθε γονέα. Τέλος, στην τέταρτη κατηγορία ανήκει το επίπεδο (6), που αναφέρεται σε στοιχεία του κοινωνικού-οικονομικού-πολιτισμικού περιβάλλοντος της οικογένειας. Κάθε μία από τις παραπάνω παραμέτρους επηρεάζει και επηρεάζεται από τις υπόλοιπες. Ωστόσο, όσο εγγύτερα βρίσκεται μία παράμετρος στο επίπεδο (0) τόσο περισσότερο επηρεάζει τη συμπεριφορά και τις επιδόσεις του παιδιού και όσο εγγύτερα βρίσκονται μεταξύ τους επίπεδα με τα χαρακτηριστικά των ατόμων ή τις διεργασίες που επιτελούν τόσο εντονότερες είναι οι επιπτώσεις από την αλληλεπίδραση διαφορετικών παραμέτρων (Μυλωνάκου-Κεκέ, ό.π.:158-166). Το μοντέλο της γονεϊκής εμπλοκής των Hoover-Dempsey & Sandler (1995,1997): αποτελεί ένα πλαίσιο για την κατανόηση των κινήτρων των γονέων για την εμπλοκή τους στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Συγκροτείται από πέντε επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, το μοντέλο εισηγείται ότι οι γονείς εμπλέκονται στην εκπαίδευση των παιδιών τους ανάλογα με την αντίληψη και το ενδιαφέρον που έχουν για την κατασκευή του γονεϊκού ρόλου εμπλοκής, την αντίληψή τους σχετικά με το πόσο αποτελεσματικοί είναι στο να παρέχουν βοήθεια στο παιδί τους μέσω της εμπλοκής τους και την άποψή τους αναφορικά με τις προσκλήσεις του σχολείου και την επιθυμία ή την ανάγκη του παιδιού για εμπλοκή των γονέων. Στο δεύτερο επίπεδο, το μοντέλο περιγράφει τους παράγοντες που πιθανόν επηρεάζουν τους τύπους της εμπλοκής που επιλέγουν οι γονείς, οι οποίοι είναι: η αντίληψή τους σχετικά με τις γνώσεις και τις ικανότητες που διαθέτουν ώστε να βοηθούν το παιδί τους, η χρονική τους διαθεσιμότητα για την υποστήριξη του παιδιού τους στο 105

σπίτι και στο σχολείο και οι ειδικές προσκλήσεις που δέχονται από το παιδί, το δάσκαλο και το σχολείο για εμπλοκή και συνεργασία. Στο τρίτο επίπεδο, το μοντέλο εισηγείται συγκεκριμένους μηχανισμούς εμπλοκής που χρησιμοποιούν οι γονείς για να επηρεάζουν τα μαθησιακά αποτελέσματα των παιδιών τους, όπως είναι η προτυποποίηση στα παιδιά κατάλληλων δεξιοτήτων, ώστε να μπορούν αυτά να φέρνουν εις πέρας τις εργασίες του σχολείου, η ενίσχυση της θετικής συμπεριφοράς τους στη μάθηση και η παροχή εκπαίδευσης που τα βοηθά αποτελεσματικά στις σχολικές τους δραστηριότητες. Στο τέταρτο επίπεδο, το μοντέλο υποδεικνύει ότι οι δραστηριότητες γονεϊκής εμπλοκής επηρεάζουν θετικά τη μάθηση των μαθητών, όταν οι γονείς χρησιμοποιούν τις κατάλληλες στρατηγικές εμπλοκής σε κάθε φάση της ανάπτυξης του παιδιού και όταν συγκλίνουν οι δραστηριότητες που επιλέγουν με τις προσδοκίες του σχολείου σχετικά με την εμπλοκή τους. Τέλος, στο πέμπτο επίπεδο, το μοντέλο εστιάζει στις επιδόσεις των μαθητών ως αποτέλεσμα της γονεϊκής εμπλοκής, οι οποίες αφορούν στα επιτεύγματά τους, στις γνώσεις τους, στις δεξιότητές τους, στην προσωπική τους αντίληψη σχετικά με την ακαδημαϊκή τους αποτελεσματικότητα κ.ά. (Hoover- Dempsey, Walker & Sandler, 2005:41-43). Το μοντέλο των επικαλυπτόμενων σφαιρών της Epstein (2001:27-31): αναγνωρίζει τις συνεχείς αλλαγές που συμβαίνουν στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΔΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ Το μοντέλο των επικαλυπτόμενων σφαιρών της Joyce Epstein (2001) Στην εξωτερική του δομή το μοντέλο παριστάνει το σχολείο, την οικογένεια και την κοινότητα ως τρία σφαιρικά συστήματα που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σημείο τομής τους είναι το παιδί. Ο βαθμός επικάλυψης των σφαιρών, δηλαδή ο βαθμός 106

αυξομείωσης της ψυχολογικής και κοινωνικής απόστασης μεταξύ των τριών συστημάτων, εξαρτάται από δυνάμεις όπως η ηλικία και η τάξη φοίτησης του παιδιού, οι κοινωνικές συνθήκες της περιόδου κατά την οποία το παιδί φοιτά στο σχολείο, οι στάσεις των δασκάλων και ο βαθμός ευαισθητοποίησης της κοινότητας σε θέματα εμπλοκής των γονέων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όσον αφορά τις σφαίρες της οικογένειας και του σχολείου, η μεγαλύτερη επικάλυψη για τα περισσότερα παιδιά παρατηρείται κατά τη διάρκεια της προσχολικής και της πρώτης σχολικής ηλικίας. Η επικάλυψη αυτή διατηρείται σε όλες τις τάξεις, όταν οι γονείς διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον τους για τη μάθηση του παιδιού τους και την εμπλοκή τους στο σχολείο ή όταν οι δάσκαλοι εμπλέκουν συνεχώς τους γονείς στη συνηθισμένη διδακτική τους πρακτική. Η μέγιστη επικάλυψη συμβαίνει, όταν σχολεία και οικογένειες λειτουργούν σαν πραγματικοί συνέταιροι, όταν, δηλαδή, υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία και συχνή συνεργασία μεταξύ γονέων και δασκάλων στα πλαίσια ενός προγράμματος που περιλαμβάνει πολλούς τύπους γονεϊκής εμπλοκής. Πλήρης επικάλυψη δε συμβαίνει ποτέ, επειδή και η οικογένεια και το σχολείο διατηρούν η κάθε πλευρά ορισμένες λειτουργίες και πρακτικές, οι οποίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Επίσης, ο βαθμός επικάλυψης των δύο σφαιρών διαφοροποιείται, όταν αλλάζει ο δάσκαλος και ανάλογα με τη στάση του αλλάζει και ο βαθμός εμπλοκής των γονέων στο σχολείο. Τέλος, όσο αυξάνεται η ηλικία του παιδιού τόσο μειώνεται ο βαθμός επικάλυψης στα δύο περιβάλλοντα, διότι βάσει ερευνών, μειώνεται και η ικανότητα των γονέων να βοηθούν τα παιδιά τους να επιλύουν τα σχολικά τους προβλήματα. Στην εσωτερική του δομή το μοντέλο της Epstein περιλαμβάνει τις αλληλεπιδράσεις που παρατηρούνται εντός κάθε συστήματος, δηλαδή κατά την επικοινωνία μεταξύ των γονέων, των παιδιών και των άλλων σχετικών προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας και κατά την επικοινωνία μεταξύ του διευθυντή, των δασκάλων και του λοιπού προσωπικού στο πλαίσιο του σχολείου. Περιλαμβάνει επίσης, τις αλληλεπιδράσεις και τις επιρροές μεταξύ των δύο συστημάτων της οικογένειας και του σχολείου, κατά την επικοινωνία τους σε οργανωσιακό επίπεδο (επικοινωνία οικογένειας-σχολείου) και σε ατομικό επίπεδο (επικοινωνία γονέα-δασκάλου). Το παιδί επηρεάζει και επηρεάζεται από τις αλληλεπιδράσεις αυτές και από τις τακτικές του σχολείου και της οικογένειας και ο τρόπος με τον οποίο τις κατανοεί καθορίζει τα κίνητρά του για μάθηση, τη στάση του απέναντι στο σχολείο, την κοινωνική του ανάπτυξη και τα ακαδημαϊκά του αποτελέσματα. Ανακεφαλαιώνοντας, τα δύο πρώτα μοντέλα -το σταδιακό και το οργανισμικό- δεν επιτρέπουν τη διαπλοκή ανάμεσα στην οικογένεια και το σχολείο, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθούν να επηρεάζουν τη σκέψη 107

κάποιων συντηρητικών γονέων και εκπαιδευτικών ακόμη και σήμερα. Όμως, όλα τα υπόλοιπα μοντέλα παρουσιάζουν άμεσα ή έμμεσα την οικογένεια και το σχολείο ως ανοιχτά μικροσυστήματα που βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ τους και θεωρούν αναγκαία την επικοινωνία και τη συνεργασία τους για την πρόοδο και τη σωστή ανάπτυξη των μαθητών (Κιρκιγιάννη, 2008:40). Μάλιστα, καθένα από αυτά εστιάζει σε ορισμένες διαστάσεις της σχέσης σχολείου-οικογένειας και για το λόγο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές περιπτώσεις (Γεωργίου, 2000:31) ή συνδυαστικά με τα υπόλοιπα μοντέλα, όταν απαιτείται ένας συγκροτημένος στρατηγικός σχεδιασμός σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής (Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:105, 220, 226-227). 4. ΤΡΟΠΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΓΟΝΕΪΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ Στη σχετική βιβλιογραφία εντοπίζονται διάφορες κατηγοριοποιήσεις των τρόπων με τους οποίους επικοινωνούν η οικογένεια και το σχολείο. Η Epstein διατυπώνει μία γενικά αποδεκτή και εύχρηστη τυπολογία που προέκυψε μετά από έρευνες πολλών ετών σε σχολεία όλων των βαθμίδων των Η.Π.Α. και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια ή συμπλήρωμα του μοντέλου των επικαλυπτόμενων σφαιρών που προτείνει. Η τυπολογία αυτή περιλαμβάνει έξι τρόπους με τους οποίους το σχολείο επικοινωνεί με τις οικογένειες των μαθητών και τις εμπλέκει στη λειτουργία του: 1) βοήθεια του σχολείου στο σπίτι: το σχολείο βοηθά όλες τις οικογένειες να δημιουργήσουν στο σπίτι ένα περιβάλλον υποστηρικτικό για μάθηση, 2) επικοινωνία σχολείου-οικογένειας: το σχολείο οργανώνει αποτελεσματικούς τρόπους αμφίδρομης επικοινωνίας με τις οικογένειες των μαθητών, 3) εθελοντική βοήθεια των γονέων στο σχολείο: το σχολείο «επιστρατεύει» τους γονείς, ώστε να προσφέρουν εθελοντική βοήθεια και οργανώνει τον τρόπο προσφοράς τους, 4) βοήθεια των παιδιών στο σπίτι από τους γονείς: το σχολείο παρέχει πληροφορίες στους γονείς για τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να στηρίζουν στο σπίτι τη σχολική εργασία των παιδιών τους καθώς και άλλες δραστηριότητες και αποφάσεις τους που σχετίζονται με θέματα του σχολείου, 5) συμμετοχή των γονέων στη διοίκηση του σχολείου: το σχολείο ενθαρρύνει και εξασφαλίζει τη συμμετοχή των γονέων στη λήψη αποφάσεων και την ανάδειξη ικανών εκπροσώπων τους, 6) συνεργασία σχολείου-κοινότητας: το σχολείο εντοπίζει και χρησιμοποιεί πόρους και υπηρεσίες από την ευρύτερη κοινότητα, για να ενισχύει τα σχολικά προγράμματα, τις πρακτικές των γονέων, τη μάθηση και την ανάπτυξη των μαθητών. Η Epstein, για κάθε τύπο γονεϊκής εμπλοκής, προτείνει πολλές δραστηριότητες του σχολείου και αναφέρεται στα αποτελέσματα 108

που μπορεί να επιφέρει κάθε τύπος στους μαθητές, στους γονείς, στις πρακτικές των εκπαιδευτικών και στο κλίμα του σχολείου. Έτσι, παρέχει στους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς τη δυνατότητα να αναπτύσσουν προγράμματα συνεργασίας με τις οικογένειες και την κοινότητα (Epstein, 2001:408-409). Όσον αφορά τις δραστηριότητες του σχολείου, η Epstein εισηγείται: 1) για τον πρώτο τύπο εμπλοκής: ενημέρωση των γονέων μέσα από εργαστήρια, βιντεοταινίες, και ηλεκτρονικά μηνύματα για τον τρόπο που πρέπει να φροντίζουν τα παιδιά τους σε κάθε φάση της ανάπτυξής τους, επιμόρφωση των γονέων σε θέματα όπως η υγεία και η διατροφή, επισκέψεις στο σπίτι σε περιόδους μετάβασης των παιδιών από τη μία σχολική βαθμίδα στην άλλη, συζητήσεις με την οικογένεια με σκοπό τη δημιουργία αμοιβαίας κατανόησης, 2) για το δεύτερο τύπο εμπλοκής: συσκέψεις με κάθε γονέα -τουλάχιστο μία φορά το χρόνο-, μεταφραστές γλώσσας όταν τους χρειάζονται οι γονείς, αποστολή φακέλων στους γονείς σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση για την ενημέρωσή τους σχετικά με τις επιδόσεις των παιδιών τους και για την καταγραφή των σχολίων τους, τακτικά σημειώματα, έντυπα και τηλεφωνήματα για την έγκυρη ενημέρωσή τους σχετικά με τα προγράμματα, τις δραστηριότητες και την πολιτική του σχολείου, 3) για τον τρίτο τύπο εμπλοκής: προγράμματα εθελοντικής προσφοράς των γονέων προς τους εκπαιδευτικούς, τους διευθυντές, τους μαθητές και τους άλλους γονείς, δημιουργία χώρου για την προετοιμασία των εθελοντικών τους δραστηριοτήτων, ετήσια επιλογή γονέων που έχουν τη δυνατότητα και τη διάθεση να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στο σχολείο, 4) για τον τέταρτο τύπο εμπλοκής: ενημέρωση των γονέων για τις δεξιότητες που πρέπει να αποκτούν τα παιδιά τους σε κάθε τάξη που φοιτούν, για το πώς πρέπει να τα βοηθούν να τις βελτιώνουν και πώς να επιβλέπουν τη σχολική εργασία στο σπίτι, προτάσεις για εκπαιδευτικές δραστηριότητες των γονέων με τα παιδιά στο σπίτι, εκπαίδευση των γονέων σε βασικές μεθόδους ανάγνωσης ή αριθμητικής, σεμινάρια κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, συμμετοχή της οικογένειας στη διαδικασία καθορισμού των στόχων για το μαθητή και για το σχολείο γενικότερα, 5) για τον πέμπτο τύπο εμπλοκής: ενθάρρυνση των γονέων, ώστε να συμμετέχουν ενεργά σε σχολικά και περιφερειακά συμβούλια και σε ανεξάρτητες επιτροπές, ενημέρωση των γονέων για τις διαδικασίες εκλογής των αντιπροσώπων τους σε σχολικό και τοπικό επίπεδο, ηλεκτρονικά δίκτυα διασύνδεσης όλων των οικογενειών με τους αντιπροσώπους των γονέων, 6) για τον έκτο τύπο εμπλοκής: ενημέρωση των μαθητών και των οικογενειών τους για τις δραστηριότητες και τα προγράμματα της κοινότητας (πολιτισμικά, εκπαιδευτικά, υγείας, θερινά προγράμματα για μαθητές κ.ά.) και για το σύνολο των υπηρεσιών της που μπορούν να υποστηρίξουν την οικογένεια, παροχή υπηρεσιών από το σχολείο, τους μαθητές και τις 109

οικογένειές τους προς την κοινότητα μέσα από δραστηριότητες όπως είναι η ανακύκλωση, η τέχνη, η μουσική, το θέατρο κ.ά. (Epstein, ό.π.:409-410). Άλλες ενδιαφέρουσες δραστηριότητες και συμπεριφορές από τη μεριά του σχολείου, οι οποίες σχετίζονται με τους τύπους γονεϊκής εμπλοκής της Epstein, είναι οι ακόλουθες: φιλική υποδοχή και αντιμετώπιση των γονέων από το προσωπικό. Διαμόρφωση ειδικού χώρου για τους γονείς, όχι μόνο για να προετοιμάζουν τις εθελοντικές τους δραστηριότητες, αλλά και για να συναντώνται, να ανταλλάσσουν πληροφορίες, να διαβάζουν διάφορα άρθρα κ.ά. Προγράμματα επιμόρφωσης των γονέων που έχουν παιδιά βρεφικής και νηπιακής ηλικίας. Λειτουργία εργαστηρίων και προγραμμάτων εκπαίδευσης των γονέων τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα. Διαμόρφωση κέντρου φροντίδας και δραστηριοποίησης των μαθητών, όπου οι εθελοντές γονείς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Δημιουργία χώρου και προγραμμάτων ψυχαγωγίας για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Δημιουργία δανειστικής βιβλιοθήκης, βιβλιοθήκης για τους γονείς, κέντρου για δανεισμό παιχνιδιών και κέντρου για εύρεση υλικών, πηγών και πληροφοριών. Οργάνωση συναντήσεων στο χώρο του σχολείου ανάμεσα σε γονείς, σε γονείς και παιδιά ή ακόμη και σε φίλους των μαθητών. Ενθάρρυνση των γονέων, ώστε να συμμετέχουν στις μαθησιακές δραστηριότητες στην τάξη και σε ομάδες εθελοντισμού και υποστήριξης (Berger, 2004:293-295). Παρακίνηση των γονέων, ώστε να συμβάλλουν στη δημιουργία εφημερίδας για την οικογένεια. Οργάνωση συναντήσεων των οικογενειών με διάφορες άλλες ομάδες, με στόχο τη μεταξύ τους διασύνδεση και την από κοινού συμμετοχή τους στη χάραξη πολιτικής. Λειτουργία προγραμμάτων συνεκπαίδευσης γονέων, παιδιών, εκπαιδευτικών, εκπροσώπων της κοινότητας κ.ά. για την απόκτηση κοινής εκπαιδευτικής εμπειρίας, κοινής γνωστικής υποδομής και κοινού κοινωνικοπολιτισμικού επιπέδου (Μυλωνάκου-Κεκέ, 2006:53-54). Η εμπλοκή της οικογένειας στη σχολική ζωή του παιδιού μπορεί να γίνεται και ανεξάρτητα από τη στάση που τηρεί το σχολείο και εξαρτάται κυρίως από την προσωπικότητα, τις στάσεις και τα χαρακτηριστικά των γονέων. Γενικότερα, η γονεϊκή εμπλοκή διακρίνεται σε διάφορους τύπους -ένας από αυτούς αναφέρεται στην επικοινωνία σχολείου και οικογένειας-, καθένας εκ των οποίων επιφέρει ορισμένα αποτελέσματα ανάλογα με την έντασή του, τη συχνότητά του και τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται από το παιδί (Γεωργίου, 2000:70,130. Christenson & Sheridan, 2001:48). Ο Γεωργίου (1996,1997,1999,2000), μέσα από μία σειρά ερευνητικών μελετών διαπιστώνει ότι οι πιο συνηθισμένοι τύποι γονεϊκής εμπλοκής είναι οι ακόλουθοι: 1) εποπτεία σχολικής συμπεριφοράς: ο γονέας χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους για να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του παιδιού στο σπίτι σε σχέση με τη σχολική του 110

εργασία. Για παράδειγμα, σημειώνει το χρόνο που αφιερώνει το παιδί στη μελέτη και στο παιχνίδι και προσπαθεί να του περάσει το μήνυμα ότι η σχολική του εργασία έχει προτεραιότητα απέναντι σε κάθε άλλη απασχόληση, 2) έλεγχος εξωσχολικής συμπεριφοράς: ο γονέας ελέγχει θέματα, όπως η διατροφή και η εμφάνιση του παιδιού, τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με το σχολείο, αλλά στη συνείδησή του συνδέονται με αυτό, 3) βοήθεια στην κατ οίκον εργασία: πρόκειται για τον πιο συνηθισμένο τύπο γονεϊκής εμπλοκής, όπου ο γονέας ελέγχει συστηματικά τα τετράδια και τις εργασίες που φέρνει ο μαθητής στο σπίτι, εντοπίζει την ύλη που κάλυψε ο δάσκαλος, βοηθά το παιδί να κάνει τις εργασίες του και να λύσει τις απορίες του και σε ακραίες περιπτώσεις του παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, 4) ανάπτυξη ενδιαφερόντων: ο γονέας προσπαθεί να αναπτύξει την ευρύτερη προσωπικότητα του παιδιού, στέλνοντάς το σε ιδιαίτερα μαθήματα για να καλλιεργήσει υφιστάμενα ταλέντα ή ενδιαφέροντα σε θέματα μουσικής, αθλητικών κ.ά., φέρνοντάς το σε επαφή με πολιτιστικούς χώρους, γεγονότα και εκδηλώσεις ή δημιουργώντας μέσα στο σπίτι μία υποστηρικτική ατμόσφαιρα για την εκπαίδευση, 5) επαφή με το σχολείο: ο γονέας επισκέπτεται το σχολείο για να ενημερωθεί από το δάσκαλο για την επίδοση και τη διαγωγή του παιδιού, να παρακολουθήσει τις σχολικές δραστηριότητες, να συμμετέχει στις εκδηλώσεις που οργανώνει ο σύλλογος γονέων, να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του και να έρθει σε επαφή με το διευθυντή. Η επαφή του γονέα με το σχολείο μπορεί να γίνεται, λοιπόν, με παθητικό ή με ενεργητικό τρόπο. Τέλος, σύμφωνα με το Γεωργίου, ένας γονιός μπορεί να δείχνει μεγαλύτερο ή μικρότερο ενδιαφέρον για έναν από τους παραπάνω τύπους εμπλοκής, να εμπλέκεται πολύ, λίγο ή καθόλου στην εκπαιδευτική διαδικασία του παιδιού του και να αυξομειώνει την εμπλοκή του ανάλογα με τη στάση του σχολείου και τη συμπεριφορά ή την επίδοση του παιδιού του. Πάντως, ο τύπος ή ο συνδυασμός των τύπων εμπλοκής που χρησιμοποιεί χαρακτηρίζει και τη σχέση που διατηρεί η συγκεκριμένη οικογένεια με το σχολείο (Γεωργίου, ό.π.:70-73). Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, καθίσταται σαφές ότι η ποιότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στο σχολείο και την οικογένεια, καθώς και ο τύπος και ο βαθμός εμπλοκής των γονέων στη σχολική ζωή του παιδιού εξαρτώνται από παράγοντες που έχουν να κάνουν κυρίως με το σχολείο, τους γονείς και το παιδί. Όσον αφορά το ερώτημα ποιος θα πρέπει να παίρνει τις πρωτοβουλίες για επικοινωνία;, ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς χρησιμοποιούν τύπους εμπλοκής που είναι ανεξάρτητοι από τις πρακτικές του σχολείου, φαίνεται να επηρεάζουν -έστω και έμμεσατη λειτουργία των εκπαιδευτικών και των παιδιών τους στο σχολείο, οπότε η επικοινωνία τους με το χώρο αυτό θεωρείται απαραίτητη. Βέβαια, όπως αναφέρθηκε και στο κεφάλαιο 2. της παρούσας εργασίας, 111

πολλές θεωρήσεις επισημαίνουν την ανάγκη για ένα ανοιχτό σχολείο προς την οικογένεια, με τις σχετικές πρωτοβουλίες να προέρχονται κυρίως από το σχολείο. Αυτό δε σημαίνει ότι το σχολείο ευθύνεται αποκλειστικά για την ποιότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα, αλλά ότι χρειάζεται να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο πάνω στο θέμα αυτό (Κιρκιγιάννη, 2008:43). Κατά την άποψη της Berger, (2004:293), το σχολείο πρέπει να ενδυναμώνει την εμπλοκή της οικογένειας και την αυτοεκτίμηση των γονέων και των μαθητών. 5. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ Βάσει ερευνητικών προσεγγίσεων, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη συχνότητα και την ένταση της επικοινωνίας και της σχέσης μεταξύ σχολείου και οικογένειας σχετίζονται: α) με την οικογένεια, β) με την κοινότητα, γ) με το παιδί και δ) με το σχολείο. Παράγοντες που αφορούν την οικογένεια: 1) το φύλο των γονέων: οι μητέρες φαίνεται να εμπλέκονται περισσότερο από τους πατέρες στα σχολικά θέματα του παιδιού τους, όχι μόνο επειδή το επιλέγουν οι ίδιες, αλλά κυρίως επειδή τους ανατίθεται ο ρόλος αυτός, 2) το κοινωνικοοικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των γονέων: γονείς από κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και με περιορισμένες ακαδημαϊκές γνώσεις φαίνεται να διατηρούν μικρή επαφή με το σχολείο είτε για πρακτικούς λόγους (δεν μπορούν να παίρνουν άδεια από τη δουλειά, δυσκολίες στη μετακίνηση κ.ά.) είτε για ψυχολογικούς λόγους (λόγω κακής σχολικής επίδοσης του παιδιού κ.ά.). Βάσει ορισμένων μόνο ερευνών, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και μορφωτικό επίπεδο των γονέων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και τη βοήθεια του παιδιού τους στην κατ οίκον εργασία. Αλλά και στην περίπτωση αυτή οι εκπαιδευτικοί κρίνονται ως τα πιο κατάλληλα άτομα για να βοηθούν τους γονείς, οπότε και πάλι αναδεικνύεται η σημαντικότητα της επικοινωνίας ανάμεσα στο σχολείο και την οικογένεια. Επίσης, οι λιγότερο μορφωμένες μητέρες συνήθως δε γνωρίζουν αρκετά για την επίδοση του παιδιού τους στο σχολείο, δε διατηρούν στενή επαφή με τους δασκάλους και δεν αναλαμβάνουν ενεργό δράση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του παιδιού (Γεωργίου, 2000:74-75,131-134 & 2005:167-169. Christenson & Sheridan, 2001:108,110-111. Davis-Kean & Eccles, 2005:58), 3) η μορφή της οικογένειας: οι μητέρες από μονογονεϊκές οικογένειες εμπλέκονται λιγότερο στη σχολική ζωή των παιδιών τους από τις μητέρες από πυρηνικές οικογένειες, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο (Christenson & Sheridan, ό.π.:112), 4) η εθνική ταυτότητα των γονέων: οι αλλόγλωσσοι γονείς, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο, όταν δεν κατανοούν τι λένε οι 112

άλλοι ενήλικες και τα παιδιά ή όταν δεν μπορούν να διαβάσουν τις προσκλήσεις του σχολείου που ενημερώνουν τους γονείς για διάφορες δραστηριότητες συμμετοχής, αποφεύγουν την εμπλοκή στην τάξη και στο σχολείο (Davis-Kean & Eccles, 2005:58-59), 5) οι στάσεις και οι προσδοκίες των γονέων: οι γονείς με θετική στάση απέναντι στη μάθηση και υψηλές προσδοκίες για τα παιδιά τους φαίνεται να εμπλέκονται ενεργά στην όλη μαθησιακή τους διαδικασία και να επηρεάζουν θετικά τα κίνητρα και την επίδοσή τους. Μία ειδική περίπτωση στάσεων, που προκαλεί ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, είναι η αιτιακή απόδοση της επίδοσης από το γονέα, σύμφωνα με την οποία οι γονείς επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν με το σχολείο ανάλογα με το πώς εξηγούν και το πού αποδίδουν την επίδοση του παιδιού τους (σε εσωτερική ή εξωτερική, ελεγχόμενη ή μη ελεγχόμενη, μεταβαλλόμενη ή αμετάβλητη αιτία). Με βάση τα πορίσματα σχετικής έρευνας του Γεωργίου (1999), ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς εξηγούν την επίδοση του παιδιού τους επηρεάζει τον τύπο της εμπλοκής τους στη μαθησιακή τους διαδικασία και εν συνεχεία αυτό επηρεάζει την πραγματική επίδοση του παιδιού τους στο σχολείο. Ο μόνος τύπος γονεϊκής εμπλοκής που δε σχετίζεται με την αιτιακή απόδοση της επίδοσης του παιδιού από το γονέα, αλλά με την υποκειμενική εκτίμηση του γονέα και την ανατροφοδότηση που λαμβάνει από το σχολείο είναι η βοήθεια στην κατ οίκον εργασία του παιδιού, η οποία μάλιστα σχετίζεται αρνητικά ή καθόλου με την επίδοση του παιδιού. Αντίθετα, άλλοι τύποι εμπλοκής, όπως η τακτική επαφή του γονέα με το σχολείο, επηρεάζουν θετικά την επίδοση του παιδιού. Επίσης, οι γονείς που θεωρούν ότι η επιτυχία του παιδιού τους οφείλεται σε δική τους συνεισφορά (εξωτερικός παράγοντας) και όχι στην προσπάθεια του ίδιου του παιδιού ή στις έμφυτες ικανότητές του (εσωτερικοί παράγοντες), αναμειγνύονται ενεργά στις υποθέσεις που αφορούν το σχολείο και τα μαθήματα. Τελικά, η έρευνα του Γεωργίου επισημαίνει αυτό που προαναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2., ότι δηλαδή δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όσο περισσότερη είναι η γονεϊκή εμπλοκή τόσο περισσότερο αποβαίνει προς όφελος των παιδιών. Οι συνέπειές της εξαρτώνται από το πώς και σε ποιο βαθμό ενεργεί ο γονέας, από το πώς ερμηνεύεται η συμπεριφορά του από το παιδί και από τις στάσεις των δασκάλων απέναντι στη γονεϊκή εμπλοκή, 6) ψυχολογικές παράμετροι των γονέων: οι γονείς συνήθως επιδεικνύουν χαμηλά επίπεδα εμπλοκής για ψυχολογικούς λόγους που μπορεί να οφείλονται στις πολιτισμικές διαφορές τους με τους εκπαιδευτικούς, στις τραυματικές εμπειρίες τους κατά τα μαθητικά τους χρόνια στο σχολείο και στην κακή επίδοση ή συμπεριφορά των παιδιών τους στο σχολείο (Γεωργίου, 2000:75-76,131,134-141,145-159 & 2005:168,185-192). Σύμφωνα με το μοντέλο των Hoover-Dempsey & Sandler (1995,1997), το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που οι γονείς 113

θεωρούν ότι ο ρόλος τους στη μάθηση του παιδιού τους δεν είναι σημαντικός, που πιστεύουν ότι δεν είναι αποτελεσματικοί στο να παρέχουν βοήθεια στο παιδί τους μέσω της εμπλοκής τους και που δε δέχονται προσκλήσεις για εμπλοκή από τη μεριά του σχολείου και του παιδιού τους (Hoover-Dempsey, Walker & Sandler, 2005:43-47), 7) η κοινωνικότητα των γονέων, 8) η προηγούμενη εμπειρία των γονέων σε θέματα εμπλοκής στη σχολική εκπαίδευση του παιδιού (Davis-Kean & Eccles, 2005:58). Παράγοντες που αφορούν την κοινότητα: 1) το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινότητας: όταν η οικογένεια διαμένει σε κακόφημη συνοικία, συνήθως επικεντρώνει τις προσπάθειές της στην προστασία του παιδιού από αρνητικές επιδράσεις του περιβάλλοντος και αλληλεπιδρά με το σχολείο περισσότερο σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια του παιδιού. Στην αντίθετη περίπτωση, οι γονείς εμπλέκονται σε πολλές δραστηριότητες του σχολείου. Επιπλέον, όταν γονείς με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, με ανεπαρκή συναισθηματική ανάπτυξη και ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες κατοικούν σε κακόφημα περιβάλλοντα, δυσκολεύονται να βοηθούν τα παιδιά τους στις εκπαιδευτικές και στις σχολικές τους δραστηριότητες και συνήθως δεν εμπλέκονται στη σχολική τους ζωή. Το σχολείο πρέπει να χρησιμοποιεί κατάλληλες στρατηγικές και καινοτομίες προς την κατεύθυνση αυτή και να προωθεί προγράμματα συνεκπαίδευσης γονέων και παιδιών (Davis-Kean & Eccles, ό.π.:59-60), 2) το μέγεθος του πληθυσμού της κοινότητας: σύμφωνα με έρευνα του Γεωργίου στην Κύπρο (1996), οι γονείς που κατοικούν σε μικρές επαρχιακές κοινότητες και έχουν υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο είναι πολύ πιο πιθανό να εμπλακούν στη σχολική ζωή του παιδιού τους από τους γονείς που κατοικούν στις πόλεις και έχουν ανάλογο επίπεδο. Επίσης, στις μικρές κοινότητες οι γονείς προσφέρουν εθελοντικά τη βοήθειά τους στο σχολείο σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνους που διαμένουν στις πόλεις (Γεωργίου, 2000:188,190). Παράγοντες που αφορούν το παιδί: 1) η ηλικία και η τάξη φοίτησης του παιδιού: η γονεϊκή εμπλοκή φαίνεται να φτάνει στο μέγιστο βαθμό κατά την προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία και να ελαττώνεται προς το τέλος του δημοτικού σχολείου. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι οι γονείς θεωρούν πως η συμμετοχή τους στη ζωή του παιδιού κατά τα πρώιμα χρόνια μπορεί να επιφέρει ουσιαστική διαφορά, αλλά και στο γεγονός ότι αισθάνονται πιο ικανοί να βοηθούν τα παιδιά τους όταν αυτά βρίσκονται στις μικρές τάξεις. Με την είσοδο του παιδιού στο γυμνάσιο η εμπλοκή αυξάνεται πάλι, αλλά γίνεται λιγότερο εξουσιαστική, διότι ο έφηβος αντιστέκεται στον έλεγχο των γονέων του αναζητώντας την αυτονομία του. Γενικά, σε όλες τις φάσεις μετάβασης από τη μία σχολική βαθμίδα στην άλλη απαιτείται συνεχής επικοινωνία και συνεργασία 114