Γράµµα, ανακοινωθέν και απόφαση του Σεβασµιωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιωάννου Jean (Renneteau) για την Αρχιεπισκοπή των ορθοδόξων ρωσικών παροικιών στη Δυτική Ευρώπη Παρίσι, 14 Σεπτεµβρίου 2019 Πατέρες, αγαπητοί Αδελφοί και Αδελφές εν Κυρίω, Από την ηµέρα της απόφασης της Ιεράς Συνόδου του Οικουµενικού Πατριαρχείου της 27 ης Νοεµβρίου 2018 καταργώντας τον Τόµο που υπογράφθηκε το 1999 που επέτρεπε στην Αρχιεπισκοπή µας µια κανονική κοινωνία µε τον Οικουµενικό Θρόνο, δεν έπαυσα ποτέ να προστατέψω τις κοινότητες µας από την «κανονική υπαγωγή» (Πράξη της 12 ης Ιανουαρίου 2019) που καταργούσε έτσι και απλά την Αρχιεπισκοπή όπως την είχε ιδρύσει ο αείµνηστος Μητροπολίτης Ευλόγιος. Αυτή η απόφαση ταρακούνησε την Αρχιεπισκοπή µας που ζούσε ειρηνικά περίπου πάνω από 90 χρόνια κάτω από τον ωµοφόριο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως µέσα στο οποίο ο ίδιος µεγάλωσα και λειτούργησα µέχρι σήµερα. Εδώ και δέκα µήνες ψάξαµε, µαζί, ένα µέλλον για την Αρχιεπισκοπή µας, και µια πολύ καθαρή εντολή µας δόθηκε από τη έκτακτη γενική συνέλευση της περασµένης 23 ης Φεβρουαρίου όπου 93% των συνέδρων που διάλεξαν να µην διαλυθεί η Αρχιεπισκοπή µας. Δουλέψαµε σκληρά, αλλά την ηµέρα µετά από τη γενική συνέλευση της 7ης Σεπτεµβρίου, µας βρήκε έκπληκτοι µπροστά στη βία και τη καταστροφική δύναµη κάποιων από εµάς, πρέπει, ταπεινά οµολογώ, να παραδεχτούµε ότι παραπλανηθήκαµε. Ξαναµελέτησα ακόµη µια φορά το καταστατικό. Αυτό το Καταστατικό οργανώνει τη ζωή της Αρχιεπισκοπής µας και µας προστατεύει. Αλλά πρέπει να πούµε εδώ ότι αυτό δεν είναι το βασικό. Η Αρχιεπισκοπή έχει ως σκοπός της τη λειτουργία και το συντονισµό της λατρείας κατά το ελληνό-ρωσικό ορθόδοξο τυπικό µε σεβασµό προς τους αγίους κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τις ειδικές διατάξεις της ρωσικής παράδοσης, σύµφωνα µε τις αποφάσεις της Συνόδου της Μόσχας του 1917-1918. Το Καταστατικό συµβάλλει και κάνει δυνατά την ποιµαντική µας. Ρυθµίζει τα ουσιώδη και οργανικά προβλήµατα λειτουργίας του κλήρου µας, τη σύνθεση της, τους πόρους της, την εκλογή των επισκόπων, των συνελεύσεών της, των οργάνων ελέγχου της και την ενδεχόµενη διάλυσή της. Όµως δεν ρυθµίζει την ποιµαντική και υπενθυµίζει καλά ότι το µυστηριακό δεσµό µεταξύ Αρχιεπισκοπής και αρχιεπισκόπου είναι αδιάρρηκτα. Αγαπητοί Πατέρες, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, δεν µπορούµε να δώσουµε µια νοµική απάντηση σε ένα ποιµαντικό ζήτηµα. Δεν µπορούµε να "µαγειρεύουµε" ή µάλλον να µεταβάλλουµε το Καταστατικό µας που αδυνατεί να απαντήσει για το αν µια γενική συνέλευση µπορεί να αποφασίσει µια κανονική επανένταξη. Εάν µόνο η συνέλευση µπορεί να αλλάξει το καταστατικό, δεν µπορεί να λύσει το ποιµαντικό ζήτηµα της κανονικής επανένταξης. Στις Αδελφές Εκκλησίες, ο επίσκοπος µόνος αποφασίζει για µια τέτοια πράξη. Στην Αρχιεπισκοπή µας, είναι η συνοδικότητα που µας καθοδηγεί, αλλά, πρέπει να σας υπενθυµίσω εδώ, παρέχοντας στον Αρχιεπίσκοπό σας τη µεγάλη ευθύνη να αποφασίσει ως έσχατη λύση. Δεν είναι ο αρχιεπίσκοπος ο οποίος, στο καταστατικό µας, επιβεβαιώνει όλες τις αποφάσεις και ο οποίος οριστικά επιλύει όλα τα προβλήµατα, όταν εµφανίζονται στο 1
Αρχιεπισκοπικό συµβούλιο ή στις γενικές συνελεύσεις µας; Αυτό συµβαίνει επειδή ο αρχιεπίσκοπος ενεργεί και είναι ο εγγυητής της αρχιεροσύνης. Αγαπητοί Πατέρες, Αδελφοί και Αδελφές, η στιγµή της απόφασης έχει έρθει και τώρα έχω όλα τα απαραίτητα στοιχεία για αυτή την επιλογή. Θα σας το εξηγήσω, συνοδικά. Πρώτα ποιοι είµαστε. Η Αρχιεπισκοπή µας δεν δηµιουργήθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και πιστεύω ότι αυτό είναι θεµελιώδες στην παρούσα κατάσταση. Δηµιουργήθηκε υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Μόσχας το 1924 ως «Ένωση των Ρωσικών Ορθοδόξων Συλλόγων στη Δυτική Ευρώπη», που επιθυµούσε ο αείµνηστος Μητροπολίτης Ευλόγιος, µε σεβασµό µπρος τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ακολουθώντας την ρωσική εκκλησιαστική παράδοση και σύµφωνα µε τις αποφάσεις της Συνόδου της Μόσχας του 1917-1918. Το 1930, εκδόθηκε ένα ουκάζιο (διάταγµα) εναντίον των δραστηριοτήτων του Μητροπολίτη Ευλογίου επειδή προσευχήθηκε για τη διωκόµενη Ρωσική Εκκλησία και έτσι έγινε «αµφίβολος». Η δραστηριότητά του από τότε θεωρήθηκε «σταυροφορία κατά του Σοβιετικού κράτους». Κατηγορήθηκε λοιπόν ότι "ήταν επικεφαλής µιας συµµορίας και προκάλεσε ένα σχίσµα". Στις 28 Ιανουαρίου 1931, το αρχιεπισκοπικό συµβούλιο υπογράµµισε τον πολιτικό και µη εκκλησιαστικό χαρακτήρα αυτού του ουκάζιο. Λόγω αυτής της έντασης, ο Μητροπολίτης Ευλόγιος ζήτησε από το Οικουµενικό Πατριαρχείο να τοποθετήσει την «µητροπολιτική του επαρχία» κάτω από τον ωµοφόριο του στις 17 Ιανουαρίου 1931. Έλαβε µε αυτή την ευκαιρία µια συνοδική επιστολή που του παρείχε ένα «προσωρινό καθεστώς» εξαρχάτου ρωσικών παροικιών στην Ευρώπη. Η ένταξη αυτή στο Οικουµενικό Πατριαρχείο έφερε στη συνέχεια αλλαγές στο Καταστατικό που εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση της Ένωσης µητροπολιτικής διοίκησης των Ρωσικών Ορθοδόξων Συλλόγων στη Δυτική Ευρώπη. Νοµίζω ότι αυτό το προηγούµενο είναι σηµαντικό. Θα ήθελα να προσθέσω ότι ο Μητροπολίτης Ευλόγιος είπε µε αυτή την ευκαιρία: "Παίρνοντας αυτό το δρόµου είναι προφανές ότι δεν αποχωρίζουµε τη µητέρα µας τη Ρωσική Εκκλησία... Κάνουµε τη δέσµευση, όταν έρθει η ώρα να κριθούν στο µέλλον ελεύθερα όλες µας πράξεις (...). Και συνεχίζουµε να παραµένουµε στην κοινωνία της πίστης της προσευχής και της αγάπης µε το Πατριαρχείο της Μόσχας "(απόσπασµα Irénikon, 8, 1931, 365). Αυτό το κείµενο µου επέτρεψε να αντλήσω τη δύναµη να αντισταθώ στη βία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και να σκεφτώ την ιδέα ότι η επιστροφή στο Πατριαρχείο της Μόσχας µετά την καθαρή και απλή διάλυση από το Οικουµενικό Πατριαρχείο τον Νοέµβριο του 2018 θα ήτο αναµφισβήτητα τη πιο σεβαστή κανονική οδό των Πατέρων µας Ιδρυτών. Η Αρχιεπισκοπή µας έζησε εκεί µέχρι το 1965, όταν το καθεστώς της καταγγέλθηκε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα µε το πρόσχηµα ότι ήταν «προσωρινό». Η Αρχιεπισκοπή πέρασε µια περίοδο κανονικής αναµονής από το 1965 έως το 1971, και στη συνέχεια το καθεστώς της αποκαταστάθηκε µε την «πατριαρχική επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 1971». Ο αείµνηστος Αρχιεπίσκοπος Σέργιος θεώρησε σωστό να επαναδιαπραγµατεύσει ένα νέο Τόµο. Αυτό το οποίο παραχωρήθηκε από το Οικουµενικό Πατριαρχείο το 1999, δεν ανέφερε πλέον τον «προσωρινό» χαρακτήρα, ο οποίος τότε καθησύχασε τους κληρικούς και τους πιστούς και τελικά έδωσε σε όλους την αίσθηση της κανονικής σταθερότητας στους κόλπους του Οικουµενικού Πατριαρχείου. Βίαια η απόφαση της Αγίας Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως της 27ης Νοεµβρίου 2018 για την κατάργηση του Τόµου του 1999 και της «πράξης της 2
κανονικής ένταξης» στις πατριαρχικές µητροπόλεις της 12ης Ιανουαρίου 2019, έβαλαν ένα οριστικό τέρµα. Αυτές οι αποφάσεις µας οδήγησαν αµετάκλητα να αναζητήσουµε έναν τρόπο να σταµατήσουµε τις επικίνδυνες περιπλανήσεις που επέβαλε το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Και µας έκαναν να πάρουµε το µέλλον µας στα χέρια µας και να µας εµπιστευτείτε, όπως και προηγουµένως στον Μητροπολίτη Ευλόγιο, τη µεγάλη ευθύνη να σας καθοδηγήσουµε. Αγαπητοί Πατέρες, όταν επέστρεψα από την Κωνσταντινούπολη τον Νοέµβριο, σας ενηµέρωσα συνοδικά και στις 15 Δεκεµβρίου 2018, εκφράσατε την επιθυµία να παραµείνετε ενωµένοι εναντίον της αδικίας που διαπράχθηκε πάλι σε βάρος της Αρχιεπισκοπής µας. Συγκάλεσα µε το Αρχιεπισκοπικό συµβούλιο µια έκτακτη γενική συνέλευση στις 23 Φεβρουαρίου σχετικά µε τη διάλυση της διοικούσας ένωσής µας σε περίπτωση που επιλέξουµε να πραγµατοποιήσουµε την «πράξη της κανονικής ένταξης» της 12ης Ιανουαρίου 2019. Αυτή η συνέλευση µε µια συντριπτική πλειοψηφία 93%, αρνήθηκε αυτή τη διάλυση και εσείς, αγαπητοί Πατέρες, µου ζητήσατε ειδικότερα να αναζητήσω µια κανονική λύση, αφού ήλθαµε σε ρήξη αρνούµενοι την απαίτηση της Ιεράς Συνόδου. Με το Αρχιεπισκοπικό συµβούλιο και µε τίµηµα σηµαντικές οικονοµικές θυσίες συναντήσαµε τη Ρωσική Εκκλησία εκτός συνόρων, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στην αίτηση µας για αυτονοµία, την ΟCA, η οποία απέρριψε κάθε πιθανότητα κανονική σύνδεση µαζί της. Πραγµατοποιήσαµε διάλογο µε τον Μητροπολίτη Ιωσήφ και τη Ρουµανική Εκκλησία, η οποία επίσης δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτηµά µας. Θα ήθελα να τονίσω σ αυτό το σηµείο διότι στην τελευταία µας συνάντηση υποστηρίχθηκε ότι η Ρουµανική Εκκλησία θα αποτελούσε πάντα λύση για την Αρχιεπισκοπή µας στο σύνολό της. Αυτό είναι εσφαλµένο. Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ µας έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα είχε τη δυνατότητα να δεχθεί κανονικά την Αρχιεπισκοπή µας, αλλά µόνο τις εκκλησίες και τις ενορίες που το επιθυµούν, µεµονωµένα, έτσι ώστε αυτές να µπορέσουν σε µια δεύτερη φάση αν χρειάζεται, να µαζευτούν σε οντότητες που θα πρέπει να καθοριστούν. Αυτό συνεπάγεται το θάνατο της Αρχιεπισκοπής µας. Αλλά έχουµε µια σαφή εντολή να τη διαφυλάξουµε. Μέχρι την προηγούµενη γενική συνέλευσή µας, ήµουν σε συνεχή διάλογο µε τον Μητροπολίτη Ιωσήφ. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να διατηρηθεί η Αρχιεπισκοπή µας στη Ρουµανική Εκκλησία. Αυτή η πόρτα είναι εντελώς κλειστή για µας. Όσον αφορά το Οικουµενικό Πατριαρχείο, µια αντιπροσωπεία του Αρχιεπισκοπικού συµβουλίου έχει ταξιδέψει δύο φορές στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για να προσπαθήσει να επανεξετάσει την κατάσταση µας. Αυτή η αντιπροσωπεία πληροφορήθηκε ότι ο Πατριάρχης και εγώ θα µπορούσαµε να θέσουµε το ζήτηµα για να βρούµε µια λύση. Συναντήθηκα τον Πατριάρχη Βαρθολοµαίο στις 17 Αυγούστου. Αλλά ο τελευταίος δεν µου επέτρεψε να δούµε άλλη λύση από αυτή που αποφασίστηκε στις 12 Ιανουαρίου 2019, δηλαδή τη διάλυση, και αυτό επιβεβαιώθηκε και πάλι λίγο πριν από την τελευταία γενική µας συνάντηση. Για άλλη µια φορά, η εντολή µας είναι να διατηρήσουµε την Αρχιεπισκοπή. Τέλος, µετά από µια πρώτη επαφή µε το Πατριαρχείο της Μόσχας, που έδειξε µεγάλο ενδιαφέρον για την κατάσταση, µια κοινή επιτροπή εργάστηκε σε ένα σχέδιο επανένταξης στο Πατριαρχείο Μόσχας, καθιερώνοντας ένα ειδικό καθεστώς αυτονοµίας που εγγυάται την ιδιαιτερότητά µας, τον τρόπο εργασίας µας και την εξασφάλιση ενός µέλλοντος για µας, χάρη στη δυνατότητα γρήγορης εκλογής νέων βοηθών επισκόπων. Το "Σχέδιο αίτησης επανένταξης" που επεξεργάστηκε από κοινού µε το Πατριαρχείο Μόσχας, και που παρουσιάστηκε πριν από την έκτακτη γενική συνέλευση της 7ης Σεπτεµβρίου 2019, επιτρέπει τη διατήρηση της Αρχιεπισκοπής µας διασφαλίζοντας ακόµα και την αυτονοµία της. Αυτό είναι το µόνο σχέδιο που µας επιτρέπει να διατηρήσουµε ποιοι είµαστε. 3
Πατέρες, Αδελφοί και Αδελφές αγαπηµένοι, έχουµε διερευνήσει όλους τους τρόπους και πρέπει να σας υπενθυµίσω ότι δεν βρισκόµαστε σε ένα ιδιαίτερα καλοπροαίρετο περιβάλλον όπου θα είχαµε την πολυτέλεια να σκεφτούµε, καθώς οι προσπάθειες αποσταθεροποίησης, όπως τότε τα ουκάζια, αυξήθηκαν εναντίον µας, µε την αποστολή µιας κανονικής απόλυσης αφορώντας µε και την οποία δεν είχα ζητήσει ποτέ, και τον διορισµό ενός Τοποτηρητού που κανείς δεν είχε ζητήσει, µέσα σε εντελώς παράτυπες συνθήκες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος ο πατήρ Ashkov, ο οποίος υπέβαλε µια πρόταση αναδιατύπωσης του Καταστατικού που θεωρούµε αναγκαίο για το µέλλον, έκρινε ο ίδιος ότι ο χρόνος αυτής της αναθεώρησης δεν είχε έλθει ακόµα αυτή τη στιγµή - για µας. Έχοντας επίγνωση αυτών των πιέσεων και εντάσεων, συγκάλεσα την έκτακτη γενική συνέλευση της 7ης Σεπτεµβρίου. Δεν "προφασίσθηκα" την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ήταν, και είναι επείγον. Συγκάλεσα αυτή την Έκτακτη Γενική Συνέλευση ως παράταση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της 23ης Φεβρουαρίου, επειδή στο τέλος της είχαµε αρχίσει αυτή τη συζήτηση για το µέλλον µας και σας υποσχέθηκα να την συνεχίσετε. Βεβαίως, στο τέλος της ψηφοφορίας που δεν θα επαναλάβω ξανά ότι δεν µπορεί να έχει νοµική αξία ως προς το Καταστατικό επειδή η απόφαση αλλαγής κανονικής δικαιοδοσίας ανήκει στο ποιµαντικό τοµέα, έλειπαν δεκαπέντε ψήφοι για να βγει πλειοψηφία των δύο τρίτων για αποδεχθούν την προτεινόµενη λύση. Αλλά πρέπει να ειπωθεί ότι µεταξύ εκείνων που µιλούσαν σθεναρά το περασµένο Σάββατο κατά του σχεδίου της επανένταξης, υπήρχαν κληρικοί που µου είχαν ζητήσει και µερικές φορές πήραν ακόµη και µια κανονική απόλυσης και συνεπώς δεν είχαν λόγο ούτε να είναι δω, ούτε να ψηφίσουν. Παρόλα αυτά, πάνω από το 58% των εκλεκτόρων αντιπροσώπων ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπό τους να εγκαταλείψει το Οικουµενικό Πατριαρχείο και να ενταχθούν στο Πατριαρχείο Μόσχας. Εξάλλου, από το 41% που ψήφισε κατά αυτού του σχεδίου επανένταξης, πρέπει ειλικρινά να διερωτάται κανείς πόσοι πραγµατικά ήθελαν να παραµείνουν στο Οικουµενικό Πατριαρχείο. Πόσοι δελεάστηκαν από µια επιθυµητή λύση που δεν ήταν µια; Από την αρχή αυτής της συνέλευσης, καθηµερινά, προκαλούµαι από τους κληρικούς µας, τους ποιµένες και τους πιστούς µας, για να λύσω αυτό το ποιµαντικό ζήτηµα. Είναι τώρα η δική µου ευθύνη να αποφασίσω, επειδή οι ποιµένες µου, µε τη µεγάλη πλειοψηφία τους, µου ζητούν όχι µόνο να φύγω από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά να ενταχθώ στο Πατριαρχείο Μόσχας υπό τους όρους που έχουµε διαπραγµατευτεί. Δεν µπορούµε να συνεχίσουµε να µνηµονεύουµε τον πατριάρχη µε τον οποίο, το αργότερο µέχρι τις 7 Σεπτεµβρίου, η κανονική κοινωνία παύθηκε από την πλειοψηφία της Αρχιεπισκοπής µας; Αυτή η κατάσταση είναι απλά ανυπόφορη και σας υποσχέθηκα ότι δεν θα επιχειρούσαµε καµία περιπέτεια εκκλησιαστικής αυτονοµίας επειδή δεν είναι κανονική. Αντίθετα µε το 1965, δεν µπορούµε να συνεχίσουµε καθώς η κανονική κοινωνία µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο έχει απορριφθεί από την πλειοψηφία των µελών µας, εκείνων των κοινοτήτων µας, στις οποίες πρέπει να δώσω την πλήρη προσοχή µου, που µου λένε ότι πρέπει να επιδιώξουµε µίαν άλλη κανονική κοινωνία που έχει οριστεί. Εκείνοι που µας λένε ότι µπορούµε να µείνουµε όπως είµαστε, αγνοούν σκόπιµα αυτή τη φωνή, η οποία είναι η φωνή της συνοδικότητα. Είναι καθήκον µου να βρω έναν δρόµο ειρήνης και η συνέλευσή µας µε υποχρεώνει. Επίσης, απουσία επισκοπικής επιτροπής, αλλά µετά από διαβούλευση µε τους γέροντες και πολλούς ιερείς, µε την ιδιότητα του προέδρου της Αρχιεπισκοπής µας, αποφάσισα σήµερα να θέσω τον εαυτό µου, όπως και την Αρχιεπισκοπή µας, κάτω από την κανονική δικαιοδοσία που προτείνει το Πατριαρχείο Μόσχας για να φροντίσει τις ανάγκες των κοινοτήτων που την συνθέτουν. 4
Θα µνηµονεύσω τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Μόσχας αυτή την Κυριακή και καλώ όλο τον κλήρο να συνεχίσει να µε µνηµονεύει. Ξέρω και κατανοώ τις ιστορικές επιφυλάξεις ορισµένων. Σκέφτοµαι ιδιαίτερα πολλούς αγαπητούς Πατέρες, Αδελφούς και Αδελφές µας στο Ηνωµένο Βασίλειο. Οι πληγές είναι βαθιές. Είναι επίσης µεταξύ των κοινοτήτων µας στη Νότια Γαλλία λόγω νοµικών διαφορών µε τις οποίες ασχολήθηκα από την αρχή για να τις θέσω ένα τέλος. Παρ όλα αυτά, ήρθε η ώρα όχι να ξεχάσουµε, αλλά να προχωρήσουµε προς τα µπρος. Σας υποσχέθηκα ότι δεν θα σας εγκαταλείπω. Κρατώ την υπόσχεσή µου και σας ζητώ ταπεινά να µ έχετε στις προσευχές σας και ζητώ τη συγχώρεση από εκείνους που θα πληγωθούν από αυτή την απόφαση που λαµβάνω, µε καθαρή ψυχή και τη συνείδησή µου, ως εγγυητής της αρχιεροσύνης. Jean, archevêque dirigeant de l Union directrice diocésaine des Associations orthodoxes russes en Europe occidentale. Paris, le 14 septembre 2019 + O Πανιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Χαριουπόλεως κ. Ιωάννη. 5