Σύµφωνα µε τα ιεθνή Πρότυπα Χρηµατοοικονοµικής Αναφοράς («ΠΧΑ») Χρήση που έληξε
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ισολογισµός... 3 Κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων... 4 Κατάσταση µεταβολών ιδίων κεφαλαίων... 5 Κατάσταση Ταµειακών ροών... 6 Σηµειώσεις επί των οικονοµικών καταστάσεων... 7 1. Γενικές Πληροφορίες... 7 2. Σύνοψη βασικών λογιστικών αρχών... 7 3. ιαχείριση χρηµατοοικονοµικού κινδύνου... 17 4. Λογιστικές εκτιµήσεις και κρίσεις της ιοίκησης... 19 5. Ανάλυση Πωλήσεων... 20 6. Ενσώµατα πάγια περιουσιακά στοιχεία... 21 7. Φόρος Εισοδήµατος... 22 8. Αναβαλλόµενος φόρος εισοδήµατος... 22 9. Έξοδα ανά κατηγορία... 24 10. ανεισµός... 25 11. εσµεύσεις... 26 12. Ενδεχόµενες υποχρεώσεις / απαιτήσεις... 26 13. Εµπορικές & Λοιπές Απαιτήσεις... 27 14. Αποθέµατα... 28 15. Ταµειακά ιαθέσιµα... 28 16. Μετοχικό Κεφάλαιο... 28 17. Λοιπά Αποθεµατικά... 29 18. Επιχορηγήσεις... 29 19. Υποχρεώσεις παροχών προσωπικού λόγω εξόδου από την υπηρεσία... 30 20. Προµηθευτές και λοιπές υποχρεώσεις... 31 21. Παροχές στο Προσωπικό... 31 22. Χρηµατοοικονοµικό κόστος... 31 23. Άλλα Έσοδα - Έξοδα... 32 24. Ταµειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες... 33 25. Συναλλαγές µε συνδεδεµένα µέρη... 34 26. Ανέλεγκτες Φορολογικά Χρήσεις... 35 2
Ισολογισµός Ποσά σε ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ Σηµ. 31/12/2008 31/12/2007 Μη κυκλοφορούν ενεργητικό Ενσώµατα Πάγια 6 12.233.870 13.426.211 Λοιπές απαιτήσεις 13 63.856 39.661 Σύνολο 12.297.726 13.465.872 Κυκλοφορούν ενεργητικό Αποθέµατα 14 6.341.246 6.996.693 Εµπορικές και Λοιπές απαιτήσεις 13 7.702.091 7.450.691 Ταµειακά διαθέσιµα και ισοδύναµα 15 499.593 339.900 Σύνολο 14.542.930 14.787.283 Σύνολο ενεργητικού 26.840.656 28.253.156 Ι ΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ Ίδια κεφάλαια αποδιδόµενα στους µετόχους Μετοχικό κεφάλαιο 16 5.696.170 5.696.170 Λοιπά αποθεµατικά 17 4.157.872 4.157.872 Κέρδη/ (ζηµιές) εις νέον 4.996.349 6.275.191 Σύνολο ιδίων κεφαλαίων 14.850.390 16.129.233 ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ Μακροπρόθεσµες υποχρεώσεις άνεια 10 145.455 855.649 Αναβαλλόµενες φορολογικές υποχρεώσεις 8 2.023.648 2.350.703 Υποχρεώσεις παροχών προσωπικού λόγω εξόδου από την υπηρεσία 19 328.300 311.436 Επιχορηγήσεις 18 58.577 69.345 Σύνολο 2.555.979 3.587.134 Βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις Προµηθευτές και λοιπές υποχρεώσεις 20 7.732.310 6.180.942 Υποχρέωση από φόρο εισοδήµατος 7 155.743 341.620 άνεια 10 1.546.234 2.014.227 Σύνολο 9.434.287 8.536.790 Σύνολο υποχρεώσεων 11.990.267 12.123.923 Σύνολο ιδίων κεφαλαίων και υποχρεώσεων 26.840.656 28.253.156 Οι σηµειώσεις στις σελίδες 7 έως 35 αποτελούν αναπόσπαστο µέρος αυτών των οικονοµικών καταστάσεων. 3
Κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων Σηµ. 12µήνες έως 12µήνες έως Ποσά σε 31/12/2008 31/12/2007 Πωλήσεις 5 28.341.703 26.706.626 Κόστος Πωληθέντων 9-26.422.980-23.740.678 Μεικτό Κέρδος 1.918.723 2.965.948 Έξοδα διάθεσης 9-2.399.821-2.253.527 Έξοδα διοίκησης 9-955.946-864.498 Λοιπά έσοδα / (έξοδα) εκµετάλλευσης (καθαρά) 23-26.368 23.369 Αποτελέσµατα εκµετάλλευσης -1.463.412-128.708 Χρηµατοοικονοµικά έσοδα 22 1.699 1.567 Χρηµατοοικονοµικά έξοδα 22-144.184-212.643 Κέρδη προ φόρων -1.605.898-339.784 Φόρος εισοδήµατος 7 327.055-437.192 Καθαρά κέρδη χρήσης από συνεχιζόµενες δραστηριότητες -1.278.843-776.976 Οι σηµειώσεις στις σελίδες 7 έως 35 αποτελούν αναπόσπαστο µέρος αυτών των οικονοµικών καταστάσεων 4
Κατάσταση µεταβολών ιδίων κεφαλαίων Ποσά σε Μετοχικό κεφάλαιο Λοιπά αποθεµατικά Αποτελέσµατα εις νέον Σύνολο Ιδίων Κεφαλαίων Υπόλοιπο στις 1 Ιανουαρίου 2007 5.696.170 4.157.872 7.052.168 16.906.210 Καθαρή Ζηµιά χρήσης 0 0-776.977-776.977 Υπόλοιπο στις 31 εκεµβρίου 2007 5.696.170 4.157.872 6.275.191 16.129.233 Υπόλοιπο στις 1 Ιανουαρίου 2008 5.696.170 4.157.872 6.275.191 16.129.233 Καθαρή Ζηµιά χρήσης 0 0-1.278.843-1.278.843 Υπόλοιπο στις 5.696.170 4.157.872 4.996.349 14.850.390 Οι σηµειώσεις στις σελίδες 7 έως 35 αποτελούν αναπόσπαστο µέρος αυτών των οικονοµικών καταστάσεων. 5
Κατάσταση Ταµειακών ροών 1/1 έως 1/1 έως Σηµ. 31/12/2008 1/1/2007 Ποσά σε Ταµειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες 24 1.633.140 1.407.034 Καταβληθέντες τόκοι -149.136-215.419 Καταβληθείς φόρος εισοδήµατος -185.877-131.060 Καθαρές ταµειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες 1.298.127 1.060.554 Ταµειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες Αγορές ενσώµατων περιουσιακών στοιχείων 6-415.085-675.310 Πωλήσεις ενσώµατων παγίων 24 453.140 252 Τόκοι που εισπράχθηκαν 22 1.699 1.567 Καθαρές ταµειακές ροές από επενδυτικές δραστηριότητες 39.754-673.491 Ταµειακές ροές από χρηµατοδοτικές δραστηριότητες άνεια αναληφθέντα 10 0 346.737 Αποπληρωµή δανεισµού 10-1.178.187-710.195 Καθαρές ταµειακές ροές από χρηµατοδοτικές δραστηριότητες -1.178.187-363.458 Καθαρή (µείωση)/ αύξηση στα ταµειακά διαθέσιµα και ισοδύναµα 159.694 23.606 Ταµειακά διαθέσιµα στην αρχή της χρήσης 339.900 316.294 Ταµειακά διαθέσιµα στο τέλος της χρήσης 499.593 339.900 Οι σηµειώσεις στις σελίδες 7 έως 35 αποτελούν αναπόσπαστο µέρος αυτών των οικονοµικών καταστάσεων. 6
Σηµειώσεις επί των οικονοµικών καταστάσεων 1. Γενικές Πληροφορίες Οι οικονοµικές καταστάσεις αυτές περιλαµβάνουν τις ετήσιες εταιρικές οικονοµικές καταστάσεις της ΕΡΛΙΚΟΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΡΜΑΤΩΝ Ανώνυµη Βιοµηχανική Εταιρεία (η «Εταιρεία»). Η Εταιρεία εδρεύει στην Ελλάδα, Νοµό Αττικής, στο ήµο Αθήνας, στην οδό Μεσογείων 2-4. Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Εταιρείας είναι www.erlikon.gr. Η Εταιρεία δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και είναι θυγατρική της ΣΙ ΕΝΟΡ ΑΕ, της οποίας οι µετοχές διαπραγµατεύονται στο χρηµατιστήριο Αθηνών, σε ποσοστό 98,92%. Η ΣΙ ΕΝΟΡ ΑΕ ανήκει στον Όµιλο της ΒΙΟΧΑΛΚΟ ΑΕ. Οι Οικονοµικές Καταστάσεις της Εταιρείας ενοποιούνται στις οικονοµικές καταστάσεις του οµίλου ΣΙ ΕΝΟΡ. Οι κυριότερες δραστηριότητες της Εταιρείας είναι η βιοµηχανική επεξεργασία και εµπορία προϊόντων συρµατοποίησης (συρµάτων, πλεγµάτων περίφραξης και προϊόντων συγκόλλησης). Ο αριθµός απασχολούµενου προσωπικού στο τέλος της τρέχουσας περιόδου είναι 107. Οι οικονοµικές καταστάσεις έχουν εγκριθεί προς δηµοσίευση από το ιοικητικό Συµβούλιο της Εταιρείας την 16/3/2009 και υπόκεινται έγκρισης από τη Τακτική Γενική Συνέλευση της εταιρίας η οποία θα συνεδριάσει την 25/6/2009. Οι Οικονοµικές Καταστάσεις είναι διαθέσιµες στην έδρα και στην ιστοσελίδα της Εταιρείας. 2. Σύνοψη βασικών λογιστικών αρχών Οι βασικές λογιστικές αρχές που εφαρµόστηκαν για τη σύνταξη των εν λόγω Οικονοµικών Καταστάσεων περιγράφονται παρακάτω. Οι πολιτικές αυτές έχουν εφαρµοστεί µε συνέπεια σε όλες τις χρήσεις που παρουσιάζονται. 2.1 Νέα πρότυπα, ερµηνείες και τροποποίηση υφιστάµενων ιεθνών Λογιστικών Προτύπων Συγκεκριµένα νέα πρότυπα, τροποποιήσεις προτύπων και διερµηνείες έχουν εκδοθεί, τα οποία είναι υποχρεωτικά για λογιστικές περιόδους που ξεκινούν κατά τη διάρκεια της παρούσας χρήσης ή µεταγενέστερα. Η εκτίµηση της Εταιρείας σχετικά µε την επίδραση από την εφαρµογή αυτών των νέων προτύπων, τροποποιήσεων και διερµηνειών παρατίθεται παρακάτω. Πρότυπα υποχρεωτικά για την χρήση ΛΠ 39 (Τροποποίηση) «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και Επιµέτρηση» και ΠΧΠ 7 (Τροποποίηση) «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποιήσεις» Επαναταξινόµηση χρηµατοοικονοµικών µέσων (εφαρµόζεται µεταγενέστερα από την 1 η Ιουλίου 2008) Η τροποποίηση επιτρέπει σε µια οικονοµική οντότητα να επαναταξινοµήσει µη παράγωγα χρηµατοοικονοµικά στοιχεία (µε εξαίρεση όσα κατηγοριοποιήθηκαν από την επιχείρηση στην εύλογη αξία µέσω των αποτελεσµάτων κατά την αρχική τους αναγνώριση) σε διαφορετική κατηγορία από την «εύλογη αξία µέσω των αποτελεσµάτων» σε συγκεκριµένες περιπτώσεις. Η τροποποίηση, επίσης, επιτρέπει σε µια οικονοµική οντότητα να µεταφέρει από την κατηγορία «ιαθέσιµα προς πώληση» στην κατηγορία «άνεια και Απαιτήσεις» ένα χρηµατοοικονοµικό στοιχείο που θα µπορούσε να πληρεί τον ορισµό «άνεια και Απαιτήσεις» (εάν δεν είχε καταταχθεί ως διαθέσιµο προς πώληση), εφόσον η οικονοµική οντότητα έχει την πρόθεση και την δυνατότητα να διακρατήσει το εν λόγω χρηµατοοικονοµικό στοιχείο στο εγγύς µέλλον. Η παραπάνω τροποποίηση δεν θα έχει καµία επίπτωση στις οικονοµικές καταστάσεις της Εταιρείας. ιερµηνείες υποχρεωτικές για την χρήση ΕΕΧΠ 11 - ΠΧΠ 2: Συναλλαγές Ιδίων Μετοχών Οµίλου (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Μαρτίου 2007 ή µεταγενέστερα) Η διερµηνεία διασαφηνίζει τον χειρισµό σε περιπτώσεις που οι υπάλληλοι µίας θυγατρικής εταιρείας λαµβάνουν µετοχές της µητρικής εταιρείας. Επίσης διευκρινίζει εάν ορισµένες συναλλαγές πρέπει να λογίζονται ως συναλλαγές µε διακανονισµό µε συµµετοχικούς τίτλους ή συναλλαγές µε διακανονισµό τοις µετρητοίς. Η διερµηνεία δεν θα επηρεάσει τις οικονοµικές καταστάσεις της Εταιρείας. 7
ΕΕΧΠ 12 - Συµφωνίες Παραχώρησης Υπηρεσιών (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή µετά την 1 η Ιανουαρίου 2008 / δεν έχει υιοθετηθεί ακόµα από την ΕΕ) Η διερµηνεία αναφέρεται στις εταιρείες που συµµετέχουν σε συµφωνίες παραχώρησης. Η διερµηνεία δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία. ΕΕΧΠ 14 Όρια Περιουσιακών Στοιχείων Καθορισµένων Παροχών, Ελάχιστο Απαιτούµενο Σχηµατισµένο κεφάλαιο και η αλληλεπίδρασή τους (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή µετά την 1 η Ιανουαρίου 2008) Η διερµηνεία αναφέρεται σε παροχές µετά την έξοδο από την υπηρεσία και σε άλλα µακροχρόνια προγράµµατα καθορισµένων παροχών προς τους εργαζόµενους. Η διερµηνεία διασαφηνίζει πότε οικονοµικά οφέλη µε τη µορφή επιστροφών από το πρόγραµµα ή µειώσεων µελλοντικών εισφορών στο πρόγραµµα πρέπει να θεωρηθούν ως διαθέσιµα, πώς η ύπαρξη ελάχιστου απαιτούµενου σχηµατισµένου κεφαλαίου ενδεχοµένως θα επηρέαζε τα διαθέσιµα οικονοµικά οφέλη µε τη µορφή µειώσεων µελλοντικών εισφορών και πότε η ύπαρξη ελάχιστου απαιτούµενου σχηµατισµένου κεφαλαίου θα δηµιουργούσε υποχρέωση. Εφόσον Η Εταιρεία δεν έχει τέτοια προγράµµατα παροχών για τους εργαζόµενους, η διερµηνεία δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία. Πρότυπα υποχρεωτικά µετά από την χρήση ΛΠ 1 (Αναθεωρηµένο) «Παρουσίαση των Οικονοµικών Καταστάσεων» (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή µετά την 1 η Ιανουαρίου 2009) Το ΛΠ 1 έχει αναθεωρηθεί για να αναβαθµίσει τη χρησιµότητα των πληροφοριών που παρουσιάζονται στις οικονοµικές καταστάσεις. Οι πιο σηµαντικές αλλαγές είναι: η κατάσταση µεταβολών ιδίων κεφαλαίων να περιλαµβάνει µόνο συναλλαγές µε µετόχους, η εισαγωγή µιας καινούργιας κατάστασης συνολικού εισοδήµατος ( comprehensive income ) που συνδυάζει όλα τα στοιχεία εσόδων και εξόδων τα οποία αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσµάτων µε τα «λοιπά εισοδήµατα» ( other comprehensive income ) και επαναδιατυπώσεις ( restatements ) στις οικονοµικές καταστάσεις ή αναδροµικές εφαρµογές νέων λογιστικών πολιτικών να παρουσιάζονται από την αρχή της νωρίτερης συγκριτικής περιόδου. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει τις παραπάνω τροποποιήσεις και θα κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στην παρουσίαση των οικονοµικών του καταστάσεων για το έτος 2009. ΛΠ 23 (Τροποποίηση) «Κόστος ανεισµού» (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα) Το πρότυπο αντικαθιστά την προηγούµενη έκδοση του ΛΠ 23. Η βασική διαφορά σε σχέση µε την προηγούµενη έκδοση αφορά στην κατάργηση της επιλογής αναγνώρισης του κόστους δανεισµού που σχετίζεται µε περιουσιακά στοιχεία ενεργητικού, τα οποία απαιτείται ένα σηµαντικό χρονικό διάστηµα προκειµένου να µπορέσουν να λειτουργήσουν ή να πωληθούν, ως εξόδου. Η αλλαγή δεν επηρεάζει την Εταιρεία διότι δεν έχει δάνεια. ΛΠ 32 (Τροποποίηση) «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Παρουσίαση» και ΛΠ 1 (Τροποποίηση) «Παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων» - Χρηµατοοικονοµικά Μέσα διαθέσιµα από τον κάτοχο ( puttable ) (εφαρµόζονται στις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή µετά την 1 η Ιανουαρίου 2009) Η τροποποίηση στο ΛΠ 32 απαιτεί ορισµένα χρηµατοοικονοµικά µέσα διαθέσιµα από τον κάτοχο («puttable») και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν κατά την ρευστοποίηση, τους να καταταχθούν ως Ίδια Κεφάλαια εάν πληρούνται συγκεκριµένα κριτήρια. Η τροποποίηση στο ΛΠ 1 απαιτεί γνωστοποίηση συγκεκριµένων πληροφοριών αναφορικά µε τα «puttable» µέσα που κατατάσσονται ως Ίδια Κεφάλαια. Η Εταιρεία αναµένει ότι αυτές οι τροποποιήσεις δεν θα επηρεάσουν τις οικονοµικές καταστάσεις. ΛΠ 39 (Τροποποιηµένο) «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και Επιµέτρηση» Αντισταθµισµένα στοιχεία που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της λογιστικής αντιστάθµισης (εφαρµόζεται στις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιουλίου 2009 ή µεταγενέστερα) Η παρούσα τροποποίηση αποσαφηνίζει τον τρόπο µε τον οποίο θα έπρεπε να εφαρµόζονται, σε συγκεκριµένες περιπτώσεις, οι αρχές που καθορίζουν κατά πόσο ένας αντισταθµιζόµενος κίνδυνος ή τµήµα των ταµειακών ροών εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής της λογιστικής αντιστάθµισης. Η τροποποίηση αυτή δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία καθώς δεν ακολουθεί λογιστική αντιστάθµισης σύµφωνα µε το ΛΠ 39. ΠΧΠ 1 (Τροποποίηση) «Πρώτη εφαρµογή των ΠΧΠ» και ΛΠ 27 (Τροποποίηση) «Ενοποιηµένες και Ιδιαίτερες Οικονοµικές Καταστάσεις» (εφαρµόζονται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα) Η τροποποίηση του ΠΧΠ 1 επιτρέπει στις οικονοµικές οντότητες που εφαρµόζουν για πρώτη φορά τα ΠΧΠ να χρησιµοποιούν ως τεκµαιρόµενο κόστος είτε την εύλογη αξία είτε την λογιστική αξία µε βάση τις προηγούµενες λογιστικές πρακτικές για την επιµέτρηση του αρχικού κόστους των επενδύσεων σε θυγατρικές επιχειρήσεις, σε από 8
κοινού ελεγχόµενες οικονοµικές οντότητες και σε συνδεδεµένες επιχειρήσεις. Επίσης, η τροποποίηση καταργεί τον ορισµό της µεθόδου κόστους από το ΛΠ 27 και το αντικαθιστά µε την απαίτηση τα µερίσµατα να παρουσιάζονται ως εισόδηµα στις ατοµικές οικονοµικές καταστάσεις του επενδυτή. Η εταιρεία έχει ήδη µεταβεί στα ΠΧΠ. Η τροποποίηση δεν θα έχει αντίκτυπο στις οικονοµικές καταστάσεις της Εταιρείας. ΠΧΠ 2 (Τροποποίηση) «Παροχές που Εξαρτώνται από την Αξία Μετοχών» Προϋποθέσεις Κατοχύρωσης και Ακυρώσεις (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα) Η τροποποίηση διευκρινίζει τον ορισµό των «προϋποθέσεων της κατοχύρωσης (vesting conditions)», µε την εισαγωγή του όρου «προϋποθέσεις µη κατοχύρωσης (non-vesting conditions)» για όρους που δεν αποτελούν όρους υπηρεσίας ή όρους απόδοσης. Επίσης, διευκρινίζεται ότι όλες οι ακυρώσεις είτε προέρχονται από την ίδια την οντότητα είτε από τα συµβαλλόµενα µέρη, πρέπει να έχουν την ίδια λογιστική αντιµετώπιση. Η Εταιρεία δεν αναµένει ότι αυτή η τροποποίηση θα έχει επίδραση στις οικονοµικές καταστάσεις. ΠΧΠ 3 (Αναθεωρηµένο) «Συνενώσεις Επιχειρήσεων» και ΛΠ 27 (Τροποποιηµένο) «Ενοποιηµένες και Ιδιαίτερες Οικονοµικές Καταστάσεις» (εφαρµόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιουλίου 2009 ή µεταγενέστερα) Το αναθεωρηµένο ΠΧΠ 3 εισάγει µια σειρά αλλαγών στο λογιστικό χειρισµό συνενώσεων επιχειρήσεων οι οποίες θα επηρεάσουν το ποσό της αναγνωρισθείσας υπεραξίας, τα αποτελέσµατα της αναφερόµενης περιόδου στην οποία πραγµατοποιείται η απόκτηση επιχειρήσεων και τα µελλοντικά αποτελέσµατα. Αυτές οι αλλαγές περιλαµβάνουν την εξοδοποίηση δαπανών που σχετίζονται µε την απόκτηση και την αναγνώριση µεταγενέστερων µεταβολών στην εύλογη αξία του ενδεχόµενου τιµήµατος ( contingent consideration ) στα αποτελέσµατα. Το τροποποιηµένο ΛΠ 27 απαιτεί οι συναλλαγές που οδηγούν σε αλλαγές ποσοστών συµµετοχής σε θυγατρική να καταχωρούνται στην καθαρή θέση. Επιπλέον, το τροποποιηµένο πρότυπο µεταβάλλει το λογιστικό χειρισµό για τις ζηµίες που πραγµατοποιούνται από θυγατρική εταιρεία καθώς και της απώλειας του ελέγχου θυγατρικής. Όλες οι αλλαγές των ανωτέρω προτύπων εφαρµόζονται µεταγενέστερα από την ηµεροµηνία εφαρµογής τους και θα επηρεάσουν µελλοντικές αποκτήσεις και συναλλαγές µε µετόχους µειοψηφίας. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει αυτές τις αλλαγές εάν προκύψει τέτοιου είδους συναλλαγή από την ηµέρα που τίθενται σε εφαρµογή. ΠΧΠ 8 «Κλάδοι ραστηριοτήτων» (εφαρµόζεται για ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα) Το πρότυπο αυτό αντικαθιστά το ΛΠ 14, σύµφωνα µε το οποίο οι τοµείς αναγνωρίζονταν και παρουσιάζονταν µε βάση µια ανάλυση απόδοσης και κινδύνου. Σύµφωνα µε το ΠΧΠ 8 οι τοµείς αποτελούν συστατικά µιας οικονοµικής οντότητας που εξετάζονται τακτικά από τον ιευθύνοντα Σύµβουλο / ιοικητικό Συµβούλιο της οικονοµικής οντότητας (Chief Operating Decision Maker) και παρουσιάζονται στις οικονοµικές καταστάσεις µε βάση αυτήν την εσωτερική κατηγοριοποίηση. Η Εταιρεία δεν δηµοσιεύει πληροφόρηση κατά κλάδο καθώς είναι υποχρεωτικό µόνο για εταιρείες οι οποίες έχουν εκδώσει τίτλους που διαπραγµατεύονται σε οργανωµένη αγορά. ιερµηνείες που εφαρµόζονται µετά από την χρήση ΕΕΧΠ 13 Προγράµµατα Πίστης Πελατών (εφαρµόζονται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιουλίου 2008 ή µεταγενέστερα) Η διερµηνεία διασαφηνίζει τον χειρισµό των εταιρειών που χορηγούν κάποιας µορφής επιβράβευση πίστης όπως πόντους ή ταξιδιωτικά µίλια σε πελάτες που αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες. Η διερµηνεία δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία. ΕΕΧΠ 15 Συµφωνίες για την κατασκευή ακίνητης περιουσίας (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα) Η διερµηνεία αναφέρεται στους υφιστάµενους διαφορετικούς λογιστικούς χειρισµούς για τις πωλήσεις ακίνητης περιουσίας. Μερικές οικονοµικές οντότητες αναγνωρίζουν το έσοδο σύµφωνα µε το ΛΠ 18 (δηλ. όταν µεταφέρονται οι κίνδυνοι και τα οφέλη κυριότητας της ακίνητης περιουσίας) και άλλες αναγνωρίζουν το έσοδο ανάλογα µε το στάδιο ολοκλήρωσης της ακίνητης περιουσίας σύµφωνα µε το ΛΠ 11. Η διερµηνεία διασαφηνίζει ποιο πρότυπο πρέπει να εφαρµοστεί σε κάθε περίπτωση. Η διερµηνεία δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία. ΕΕΧΠ 16 - Αντισταθµίσεις καθαρής επένδυσης σε επιχείρηση στο εξωτερικό (εφαρµόζεται για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Οκτωβρίου 2008 ή µεταγενέστερα) Η διερµηνεία έχει εφαρµογή από την 1η Οκτωβρίου 2008 και έχει εφαρµογή σε µία οικονοµική µονάδα η οποία αντισταθµίζει τον συναλλαγµατικό κίνδυνο που προκύπτει από µια επένδυση σε επιχείρηση στο εξωτερικό και πληροί τους όρους για λογιστική αντιστάθµισης σύµφωνα µε το ΛΠ 39. Η διερµηνεία παρέχει οδηγίες σχετικά µε τον τρόπο µε τον οποίο µία οικονοµική µονάδα πρέπει να καθορίσει τα ποσά που αναταξινοµούνται από τα ίδια 9
κεφάλαια στα αποτελέσµατα τόσο για το µέσο αντιστάθµισης όσο και για το αντισταθµισµένο στοιχείο. Η διερµηνεία δεν έχει εφαρµογή στην Εταιρεία, εφόσον η Εταιρεία δεν έχει τέτοιου είδους επενδύσεις. Τροποποιήσεις σε πρότυπα που αποτελούν ένα τµήµα του προγράµµατος ετήσιων βελτιώσεων του Σ ΛΠ (Συµβούλιο ιεθνών Λογιστικών Προτύπων) Οι παρακάτω τροποποιήσεις περιγράφουν τις σηµαντικότερες αλλαγές που υπεισέρχονται στα ΠΧΠ ως επακόλουθο των αποτελεσµάτων του ετήσιου προγράµµατος βελτιώσεων του Σ ΛΠ που δηµοσιεύτηκε τον Μάιο 2008. Οι παρακάτω τροποποιήσεις, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύουν για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την 1 η Ιανουαρίου 2009 ή µεταγενέστερα. ΛΠ 1 (Τροποποίηση) «Παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων» Η τροποποίηση διευκρινίζει ότι κάποια από τα χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που έχουν καταταχθεί ως προοριζόµενα για εµπορική εκµετάλλευση σύµφωνα µε το ΛΠ 39 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και Επιµέτρηση» αποτελούν παραδείγµατα κυκλοφορούντων στοιχείων ενεργητικού και βραχυπρόθεσµων υποχρεώσεων αντίστοιχα. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει την τροποποίηση αυτή από την 1 η Ιανουαρίου 2009, ωστόσο αναµένει ότι δεν θα επηρεάσει τις οικονοµικές καταστάσεις. ΛΠ 16 (Τροποποίηση ) «Ενσώµατες ακινητοποιήσεις» (και επακόλουθη τροποποίηση στο ΛΠ 7 «Κατάσταση ταµειακών ροών») Η τροποποίηση αυτή απαιτεί οι οικονοµικές οντότητες µε συνήθεις δραστηριότητες στις οποίες περιλαµβάνονται η εκµίσθωση και εν συνεχεία πώληση περιουσιακών στοιχείων να παρουσιάζουν τo προϊόν της πώλησης των στοιχείων αυτών στα έσοδα και να µεταφέρουν την αναπόσβεστη αξία του στοιχείου στα αποθέµατα όταν το στοιχείο του ενεργητικού θεωρείται διαθέσιµο προς πώληση. Η επακόλουθη τροποποίηση στο ΛΠ 7 δηλώνει ότι οι ταµειακές ροές που προκύπτουν από την αγορά, εκµίσθωση και πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων κατατάσσονται στις ταµειακές ροές από λειτουργικές δραστηριότητες. Η τροποποίηση δεν θα έχει καµία επίπτωση καθώς στις συνήθεις δραστηριότητες της εταιρίας δεν περιλαµβάνεται η εκµίσθωση και µεταγενέστερη πώληση στοιχείων του ενεργητικού. ΛΠ 19 (Τροποποίηση) «Παροχές σε εργαζόµενους» Οι αλλαγές στο πρότυπο είναι οι ακόλουθες: Μια τροποποίηση στο πρόγραµµα που καταλήγει σε µια µεταβολή στην έκταση στην οποία οι δεσµεύσεις για παροχές επηρεάζονται από µελλοντικές αυξήσεις των µισθών είναι µια περικοπή, ενώ µια τροποποίηση που µεταβάλλει τις παροχές που αποδίδονται στη προϋπηρεσία προκαλεί ένα αρνητικό κόστος προϋπηρεσίας εάν καταλήγει σε µείωση της παρούσας αξίας υποχρεώσεων καθορισµένων παροχών. Ο ορισµός της απόδοσης περιουσιακών στοιχείων του προγράµµατος έχει τροποποιηθεί για να ορίσει ότι τα έξοδα διαχείρισης του προγράµµατος εκπίπτουν στον υπολογισµό της απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων του προγράµµατος µόνο στην έκταση που τα έξοδα αυτά έχουν εξαιρεθεί από την επιµέτρηση της υποχρέωσης καθορισµένων παροχών. Ο διαχωρισµός µεταξύ βραχυπρόθεσµων και µακροπρόθεσµων παροχών σε εργαζόµενους θα βασισθεί στο εάν οι παροχές θα τακτοποιηθούν εντός ή µετά τους 12 µήνες παροχής της υπηρεσίας των εργαζοµένων. Το ΛΠ 37 «Προβλέψεις, Ενδεχόµενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόµενα Περιουσιακά Στοιχεία» προβλέπει οι ενδεχόµενες υποχρεώσεις να γνωστοποιούνται και όχι να αναγνωρίζονται. Το ΛΠ 19 έχει τροποποιηθεί για να είναι συνεπές. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει αυτές τις τροποποιήσεις από την 1 η Ιανουαρίου 2009. Οι τροποποιήσεις αυτές δεν αναµένεται να έχουν επίδραση στις οικονοµικές καταστάσεις ΛΠ 20 (Τροποποίηση) «Λογιστική κρατικών επιχορηγήσεων και γνωστοποίηση της κρατικής υποστήριξης» Η τροποποίηση ορίζει ότι η ωφέλεια από ένα κρατικό δάνειο µε επιτόκιο χαµηλότερο από εκείνο της αγοράς να επιµετρείται ως η διαφορά µεταξύ της λογιστικής αξίας βάσει του ΛΠ 39 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και επιµέτρηση» και των εσόδων που προκύπτουν από την εν λόγω ωφέλεια µε τη λογιστική αντιµετώπιση του ΛΠ 20. Η τροποποίηση δεν θα έχει αντίκτυπο στις δραστηριότητες της Εταιρείας καθώς δεν έχουν ληφθεί δάνεια από το Κράτος. ΛΠ 27 (Τροποποίηση) «Ενοποιηµένες και ατοµικές οικονοµικές καταστάσεις» 10
Η τροποποίηση ορίζει ότι στις περιπτώσεις όπου µια επένδυση σε θυγατρική εταιρεία, η οποία αντιµετωπίζεται λογιστικά σύµφωνα µε το ΛΠ 39 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και επιµέτρηση», έχει ταξινοµηθεί ως στοιχείο κατεχόµενο προς πώληση σύµφωνα µε το ΠΧΠ 5 «Μη κυκλοφορούντα στοιχεία ενεργητικού διαθέσιµα προς πώληση και διακοπτόµενες δραστηριότητες», θα συνεχίσει να εφαρµόζεται το ΛΠ 39. Η τροποποίηση δεν θα έχει καµία επίπτωση στις οικονοµικές καταστάσεις της εταιρείας διότι δεν υπάρχουν επενδύσεις σε θυγατρικές εταιρίες. ΛΠ 28 (Τροποποίηση) «Επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις» (και επακόλουθες τροποποιήσεις στο ΛΠ 32 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» και στο ΠΧΠ 7 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποιήσεις») Σύµφωνα µε αυτήν την τροποποίηση, µια επένδυση σε συγγενή επιχείρηση αντιµετωπίζεται ως µοναδικό στοιχείο για σκοπούς ελέγχου αποµείωσης και η όποια ζηµιά αποµείωσης δεν κατανέµεται σε συγκεκριµένα στοιχεία του ενεργητικού που περιλαµβάνονται στη επένδυση. Οι αναστροφές των ζηµιών αποµείωσης καταχωρούνται ως προσαρµογή στο λογιστικό υπόλοιπο της επένδυσης στην έκταση που το ανακτήσιµο ποσό της επένδυσης στη συγγενή αυξάνεται. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει την τροποποίηση αυτή από την 1 η Ιανουαρίου 2009. ΛΠ 28 (Τροποποίηση) «Επενδύσεις σε συγγενείς επιχειρήσεις» (και επακόλουθες τροποποιήσεις στο ΛΠ 32 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» και στο ΠΧΠ 7 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποιήσεις») Η τροποποίηση αυτή ορίζει ότι στις περιπτώσεις όπου µια επένδυση σε συγγενή επιχείρηση λογιστικοποιείται σύµφωνα µε το ΛΠ 39 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και επιµέτρηση» επιπρόσθετα των απαιτούµενων γνωστοποιήσεων του ΛΠ 32 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» και ΠΧΠ 7 «Χρηµατοοικονοµικά εργαλεία: Γνωστοποιήσεις» θα πρέπει να γίνουν συγκεκριµένες και όχι όλες οι απαιτούµενες γνωστοποιήσεις του ΛΠ 28. Η τροποποίηση δεν θα έχει καµία επίδραση στις οικονοµικές καταστάσεις διότι δεν υπάρχουν επενδύσεις σε συγγενείς εταιρίες. ΛΠ 29 (Τροποποίηση) «Παρουσίαση Οικονοµικών Στοιχείων σε Υπερπληθωριστικές Οικονοµίες» Η οδηγία σε αυτό το πρότυπο έχει τροποποιηθεί ώστε να απεικονίσει το γεγονός ότι κάποια περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις επιµετρούνται στην εύλογη αξία αντί στο ιστορικό κόστος. Η τροποποίηση δεν θα έχει επίδραση στις δραστηριότητες της εταιρείας καθώς δε δραστηριοποιείται σε υπερπληθωριστικές οικονοµίες. ΛΠ 31 (Τροποποίηση) «Συµµετοχές σε κοινοπραξίες» (και επακόλουθες τροποποιήσεις στο ΛΠ 32 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» και στο ΠΧΠ 7 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποιήσεις») Η τροποποίηση αυτή ορίζει ότι στις περιπτώσεις όπου µια επένδυση σε κοινοπραξία λογιστικοποιείται σύµφωνα µε το ΛΠ 39 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και επιµέτρηση» επιπρόσθετα των απαιτούµενων γνωστοποιήσεων του ΛΠ 32 «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση» και ΠΧΠ 7 «Χρηµατοοικονοµικά εργαλεία: Γνωστοποιήσεις» θα πρέπει να γίνουν συγκεκριµένες και όχι όλες οι απαιτούµενες γνωστοποιήσεις του ΛΠ 31 «Συµµετοχές σε κοινοπραξίες». Η τροποποίηση δεν θα έχει καµία επίδραση στις δραστηριότητες της Εταιρείας καθώς δεν έχει συµµετοχές σε κοινοπραξίες που να λογιστικοποιούνται σύµφωνα µε το ΛΠ 39. ΛΠ 36 (Τροποποίηση) «Απόµείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων» Η τροποποίηση αυτή απαιτεί στις περιπτώσεις όπου η εύλογη αξία µειωµένη κατά το κόστος της πώλησης υπολογίζεται βάσει των προεξοφληµένων ταµειακών ροών, πρέπει να γίνονται γνωστοποιήσεις ισοδύναµες προς εκείνες για τον υπολογισµό της αξίας λόγω χρήσης. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει αυτήν την τροποποίηση και θα παρέχει την απαραίτητη γνωστοποίηση όπου εφαρµόζεται για τους ελέγχους αποµείωσης από την 1 η Ιανουαρίου 2009. ΛΠ 38 (Τροποποίηση) «Άϋλα Περιουσιακά Στοιχεία» Η τροποποίηση αυτή ορίζει ότι µία πληρωµή µπορεί να αναγνωριστεί ως προπληρωµή µόνο εάν έχει πραγµατοποιηθεί πριν τη απόκτηση του δικαιώµατος πρόσβασης σε αγαθά ή υπηρεσίες. Η τροποποίηση αυτή πρακτικά σηµαίνει ότι όταν η εταιρεία αποκτήσει πρόσβαση στα αγαθά ή λάβει τις υπηρεσίες τότε η πληρωµή πρέπει να εξοδοποιηθεί. Η Εταιρεία θα εφαρµόσει την τροποποίηση από την 1 η Ιανουαρίου 2009. ΛΠ 38 (Τροποποίηση) «Άϋλα Περιουσιακά Στοιχεία» Η τροποποίηση αυτή διαγράφει την διατύπωση που ορίζει ότι θα υπάρξουν «σπάνια, αν υπάρξουν ποτέ» ενδείξεις για τη χρήση µιας µεθόδου που καταλήγει σε ένα χαµηλότερο συντελεστή απόσβεσης από αυτόν της σταθερής µεθόδου απόσβεσης. Η τροποποίηση δεν θα έχει επί του παρόντος επίδραση στις δραστηριότητες της εταιρίας καθώς όλα τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία αποσβένονται µε την χρήση της σταθερής µεθόδου. 11
ΛΠ 39 (Τροποποίηση) «Χρηµατοοικονοµικά µέσα: Αναγνώριση και επιµέτρηση» Οι αλλαγές σε αυτό το πρότυπο είναι οι παρακάτω: Είναι δυνατό να υπάρξουν µετακινήσεις προς και από την κατηγορία της εύλογης αξίας µέσω των αποτελεσµάτων όταν ένα παράγωγο ξεκινά ή παύει να πληρεί τις προϋποθέσεις ως µέσο αντιστάθµισης ταµειακών ροών ή αντιστάθµισης καθαρής επένδυσης. Τροποποίηση του ορισµού του χρηµατοοικονοµικού περιουσιακού στοιχείου ή της χρηµατοοικονοµικής υποχρέωσης στην εύλογη αξία µέσω των αποτελεσµάτων όσον αφορά στοιχεία που κατέχονται ως διαθέσιµα για εµπορική εκµετάλλευση. ιευκρινίζεται ότι ένα χρηµατοοικονοµικό περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που αποτελεί µέρος ενός χαρτοφυλακίου χρηµατοοικονοµικών µέσων που έχουν κοινή διαχείριση µε τεκµηριωµένη ένδειξη πραγµατικού πρόσφατου σχεδίου βραχυπρόθεσµης αποκόµισης κερδών, συµπεριλαµβάνεται σε αυτού του είδους το χαρτοφυλάκιο κατά την αρχική αναγνώριση. Η ισχύουσα οδηγία για τον προσδιορισµό και την τεκµηρίωση αντισταθµίσεων δηλώνει ότι ένα µέσο αντιστάθµισης πρέπει να εµπλέκει µέρος που δεν ανήκει στην αναφέρουσα οικονοµική οντότητα και αναφέρει έναν τοµέα ως παράδειγµα µιας οικονοµικής οντότητας. Αυτό σηµαίνει ότι για να εφαρµοστεί η λογιστική αντιστάθµισης σε επίπεδο τοµέα, οι απαιτήσεις για τη λογιστική αντιστάθµισης πρέπει να πληρούνται συγχρόνως από τον τοµέα που το εφαρµόζει. Η τροποποίηση αφαιρεί αυτήν την απαίτηση έτσι ώστε το ΛΠ 39 να συµβαδίζει µε το ΠΧΠ 8 «Τοµείς δραστηριοτήτων» το οποίο απαιτεί η γνωστοποίηση για τοµείς να βασίζεται σε πληροφορίες που παρουσιάζονται στον ιευθύνοντα Σύµβουλο / ιοικητικό Συµβούλιο της οικονοµικής οντότητας (Chief Operating Decision Maker). Όταν επιµετρείται εκ νέου η λογιστική αξία ενός χρεωστικού τίτλου κατά τη διακοπή της λογιστικής αντιστάθµισης εύλογης αξίας, η τροποποίηση διευκρινίζει ότι πρέπει να χρησιµοποιείται ένα αναθεωρηµένο πραγµατικό επιτόκιο (υπολογισµένο την ηµέρα της διακοπής της λογιστικής αντιστάθµισης εύλογης αξίας). Η Εταιρεία θα εφαρµόσει το ΛΠ 39 (Τροποποίηση) από τη 1 η Ιανουαρίου 2009. εν αναµένεται να έχει επίδραση στις οικονοµικές καταστάσεις. ΛΠ 40 (Τροποποίηση) «Επενδύσεις σε ακίνητα» (και επακόλουθες τροποποιήσεις στο ΛΠ 16 «Ενσώµατες Ακινητοποιήσεις») Η τροποποίηση ορίζει ότι τα ακίνητα που είναι υπό κατασκευή ή αξιοποίηση για µελλοντική χρήση ως επενδυτικά ακίνητα εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής του ΛΠ 40. Εποµένως, όπου εφαρµόζεται η µέθοδος της εύλογης αξίας τα ακίνητα αυτά επιµετρώνται στην εύλογη αξία. Όµως, σε περιπτώσεις που η εύλογη αξία ενός επενδυτικού ακινήτου υπό κατασκευή δεν µπορεί να επιµετρηθεί µε αξιοπιστία, το ακίνητο επιµετράται στο κόστος µέχρι την νωρίτερη µεταξύ της ηµεροµηνίας ολοκλήρωσης της κατασκευής και της ηµεροµηνίας στην οποία η εύλογη αξία καθίσταται δυνατό να επιµετρηθεί µε αξιοπιστία. Η τροποποίηση δεν θα επηρεάσει τις δραστηριότητες της Εταιρείας καθώς δεν κατέχει επενδύσεις σε ακίνητα. ΛΠ 41 (Τροποποίηση) «Γεωργία» Η τροποποίηση ορίζει την χρήση ενός προεξοφλητικού επιτοκίου όπου οι υπολογισµοί εύλογης αξίας βασίζονται σε προεξοφληµένες ταµειακές ροές και την κατάργηση της απαγόρευσης να λαµβάνονται υπόψη οι βιολογικοί µετασχηµατισµοί κατά τον υπολογισµό της εύλογης αξίας. Η τροποποίηση δεν θα έχει επίδραση στις δραστηριότητες της εταιρείας καθώς δεν έχει αναλάβει καµία γεωργική δραστηριότητα. ΠΧΠ 5 (Τροποποίηση) «Mη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και ιακοπείσες ραστηριότητες» (και τροποποιήσεις στο ΠΧΠ 1 «Πρώτη Εφαρµογή των ιεθνών Προτύπων Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης») (ισχύουν για τις ετήσιες λογιστικές περιόδους που ξεκινούν την ή µετά την 1 η Ιουλίου 2009) Η τροποποίηση διευκρινίζει ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις µιας θυγατρικής ταξινοµούνται ως κατεχόµενα προς πώληση εάν ένα πρόγραµµα πώλησης για µερική διάθεση καταλήγει σε απώλεια του ελέγχου της και θα πρέπει να γίνουν σχετικές γνωστοποιήσεις για αυτή τη θυγατρική εφόσον πληρείται ο ορισµός για µια διακοπείσα δραστηριότητα. Η τροποποίηση στο ΠΧΠ 1 ορίζει ότι αυτές οι τροποποιήσεις θα εφαρµόζονται µελλοντικά από την ηµεροµηνία µετάβασης σε ΠΧΠ. Η τροποποίηση δεν θα έχει επίδραση στις οικονοµικές καταστάσεις της εταιρείας καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που κατέχονται προς πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες. 12
2.2 Πλαίσιο κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων Οι οικονοµικές καταστάσεις έχουν καταρτιστεί από την ιοίκηση µε βάση τα διεθνή πρότυπα χρηµατοοικονοµικής αναφοράς (.Π.Χ.Α.) που έχουν εκδοθεί από το Συµβούλιο ιεθνών Λογιστικών Προτύπων (Σ ΛΠ), συµπεριλαµβανοµένων και των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων ( ΛΠ) και Ερµηνειών που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή ιερµηνειών των ιεθνών Προτύπων Χρηµατοοικονοµικής Αναφοράς, όπως έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι οικονοµικές καταστάσεις της Εταιρείας έχουν συνταχθεί µε βάση το ιστορικό κόστος όπως γνωστοποιείται στις λογιστικές αρχές της Εταιρείας παρακάτω. Η σύνταξη των οικονοµικών καταστάσεων σύµφωνα µε.π.χ.α. απαιτεί την υιοθέτηση συγκεκριµένων εκτιµήσεων και παραδοχών. Απαιτεί επίσης την άσκηση κρίσης από τη ιοίκηση στο στάδιο της εφαρµογής των λογιστικών αρχών της Εταιρείας. Οι περιοχές που εµπεριέχουν υψηλότερο βαθµό κρίσης ή πολυπλοκότητας, ή οι περιοχές όπου οι υποθέσεις και οι εκτιµήσεις είναι σηµαντικές στις οικονοµικές καταστάσεις αναφέρονται κατωτέρω στη σηµείωση 4. Τα οικονοµικά στοιχεία παρουσιάζονται σε ευρώ που αποτελεί το ισχύον για την Εταιρεία νόµισµα λειτουργίας και παρουσίασης. 2.3 Συναλλαγµατικές διαφορές και µετατροπές ξένων νοµισµάτων Το λειτουργικό νόµισµα της Εταιρείας είναι το Ευρώ. Οι συναλλαγές που εκφράζονται σε νοµίσµατα εκτός από το λειτουργικό νόµισµα είναι µεταφρασµένες στο Ευρώ, χρησιµοποιώντας το ποσοστό µετατροπής συναλλάγµατος της ηµεροµηνίας της συναλλαγής. Τα χρηµατικά στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού που είναι εκφρασµένα σε άλλα νοµίσµατα µετατρέπονται σε Ευρώ µε τις τρέχουσες συναλλαγµατικές ισοτιµίες κατά την ηµεροµηνία σύνταξης του ισολογισµού. Οι προκύπτουσες συναλλαγµατικές διαφορές κατά την διάρκεια της περιόδου και κατά την ηµεροµηνία σύνταξης του ισολογισµού καταχωρούνται στα αποτελέσµατα χρήσης. 2.4 Ενσώµατα Πάγια Τα ενσώµατα πάγια αποτιµώνται στο κόστος κτήσεως µείον συσσωρευµένες αποσβέσεις και αποµείωση. Το κόστος κτήσεως περιλαµβάνει όλες τις άµεσα σχετιζόµενες δαπάνες για την απόκτηση των στοιχείων. Το κόστος κτήσεως των οικοπέδων και κτιρίων τα οποία υπήρχαν κατά την µετάβαση στα ΠΧΠ (1 Ιανουαρίου 2005), προσδιορίσθηκε βάσει µελέτης ανεξάρτητων εκτιµητών σύµφωνα µε τις οδηγίες του ΠΧΠ 1, ενώ των µηχανηµάτων από εκτίµηση των µηχανικών της Εταιρείας, και θεωρήθηκε ως καθορισµένο κόστος. Τα πάγια αυτά αποσβένονται έκτοτε. Μεταγενέστερες δαπάνες καταχωρούνται σε αύξηση της λογιστικής αξίας των ενσωµάτων παγίων ή ως ξεχωριστό πάγιο µόνον εάν είναι πιθανό πρόσθετα µελλοντικά οικονοµικά οφέλη να εισρεύσουν στην Εταιρεία και το κόστος τους µπορεί να επιµετρηθεί αξιόπιστα. Το κόστος επισκευών και συντηρήσεων καταχωρείται στα αποτελέσµατα όταν οι σχετικές εργασίες πραγµατοποιούνται. Τα οικόπεδα δεν αποσβένονται. Οι αποσβέσεις των άλλων στοιχείων των ενσωµάτων παγίων υπολογίζονται µε την σταθερή µέθοδο µέσα στην ωφέλιµη ζωή τους που έχει ως εξής: 13
Κτίρια 8-35 έτη Μηχανολογικός εξοπλισµός 2-20 έτη Μεταφορικά µέσα 5-20 έτη Λοιπός εξοπλισµός 3-8 έτη Οι υπολειµµατικές αξίες και οι ωφέλιµες ζωές των ενσωµάτων παγίων υπόκεινται σε επανεξέταση και αναπροσαρµόζονται σε κάθε ηµεροµηνία ισολογισµού. Όταν οι λογιστικές αξίες των ενσωµάτων παγίων υπερβαίνουν την εκτιµώµενη ανακτήσιµη αξία τους, η διαφορά (αποµείωση) καταχωρείται άµεσα ως έξοδο στα αποτελέσµατα.. Κατά την πώληση ενσωµάτων παγίων, οι διαφορές µεταξύ του τιµήµατος που λαµβάνεται και της λογιστικής τους αξίας καταχωρούνται ως κέρδη ή ζηµίες στα αποτελέσµατα. Χρηµατοοικονοµικά έξοδα που αφορούν στην κατασκευή στοιχείων ενεργητικού κεφαλαιοποιούνται για το χρονικό διάστηµα που απαιτείται µέχρι την ολοκλήρωση της κατασκευής. Όλα τα άλλα χρηµατοοικονοµικά έξοδα αναγνωρίζονται στα αποτελέσµατα χρήσεως. 2.5 Αποθέµατα Τα αποθέµατα αποτιµώνται στην χαµηλότερη αξία µεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιµης αξίας. Το κόστος προσδιορίζεται µε την µέθοδο του µέσου µηνιαίου σταθµικού κόστους. Το κόστος των ετοίµων προϊόντων και των ηµιτελών αποθεµάτων περιλαµβάνει το κόστος των υλικών, το άµεσο εργατικό κόστος και αναλογία των γενικών εξόδων παραγωγής. Χρηµατοοικονοµικά έξοδα δεν περιλαµβάνονται στο κόστος κτήσεως των αποθεµάτων. Η καθαρή ρευστοποιήσιµη αξία εκτιµάται µε βάση τις τρέχουσες τιµές πώλησης των αποθεµάτων στα πλαίσια της συνήθους δραστηριότητας αφαιρουµένων των τυχόν εξόδων πώλησης όπου συντρέχει περίπτωση 2.6 Εµπορικές απαιτήσεις Οι εµπορικές απαιτήσεις αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία (αρχικά τιµολογούµενο ποσό) και ύστερα αποτιµώνται στο αναπόσβεστο κόστος χρησιµοποιώντας την µέθοδο του πραγµατικού επιτοκίου µείον την εκτίµηση για τυχόν µη εισπραχθέντα ποσά. Εκτίµηση για επισφαλείς απαιτήσεις πραγµατοποιείται όταν υπάρχει αντικειµενική ένδειξη ότι δεν είναι πλέον εφικτή η είσπραξη όλου του ποσού. Οι ανείσπρακτες οφειλές διαγράφονται όταν εξακριβωθούν. 2.7 Ταµειακά διαθέσιµα και ισοδύναµα Τα ταµειακά διαθέσιµα και ταµειακά ισοδύναµα αποτελούνται από τα µετρητά, από τις προθεσµιακές καταθέσεις και τις τραπεζικές καταθέσεις όψεως υψηλής ρευστότητας µε λήξη τριών µηνών και λιγότερο. Για τους σκοπούς της κατάστασης ταµειακών ροών, τα ταµειακά διαθέσιµα και ταµειακά ισοδύναµα καθορίζονται όπως ανωτέρω. 2.8 Μετοχικό κεφάλαιο Οι κοινές µετοχές περιλαµβάνονται στα ίδια κεφάλαια. 2.9 ανεισµός Τα δάνεια καταχωρούνται αρχικά στην εύλογη αξία τους, µειωµένα µε τα τυχόν άµεσα έξοδα για την πραγµατοποίηση της συναλλαγής. Μεταγενέστερα αποτιµώνται στο αναπόσβεστο κόστος βάσει της µεθόδου του πραγµατικού επιτοκίου. Τυχόν διαφορά µεταξύ του εισπραχθέντος ποσού (καθαρό από σχετικά έξοδα) και της αξίας εξόφλησης αναγνωρίζεται στα αποτελέσµατα κατά την διάρκεια του δανεισµού βάσει της µεθόδου του πραγµατικού επιτοκίου. 14
Τα δάνεια ταξινοµούνται ως βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις εκτός εάν η Εταιρεία έχει το δικαίωµα να αναβάλλει την εξόφληση της υποχρέωσης για τουλάχιστον 12 µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Σε αυτή την περίπτωση ταξινοµούνται ως µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις. 2.10 Αναβαλλόµενος Φόρος Εισοδήµατος Ο αναβαλλόµενος φόρος εισοδήµατος προσδιορίζεται µε την µέθοδο της υποχρέωσης που προκύπτει από τις προσωρινές διαφορές µεταξύ της λογιστικής αξίας και της φορολογικής βάσης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων. Αναβαλλόµενος φόρος εισοδήµατος δεν λογίζεται εάν προκύπτει από την αρχική αναγνώριση στοιχείου ενεργητικού ή παθητικού σε συναλλαγή, εκτός επιχειρηµατικής συνένωσης, η οποία όταν έγινε η συναλλαγή δεν επηρέασε ούτε το λογιστικό ούτε το φορολογικό κέρδος ή ζηµία. Ο αναβαλλόµενος φόρος προσδιορίζεται µε τους φορολογικούς συντελεστές που υπάρχει γνώση κατά την ηµεροµηνία ισολογισµού, ότι θα ισχύουν κατά τη στιγµή που θα αναστραφούν οι προσωρινές διαφορές. Οι αναβαλλόµενες φορολογικές απαιτήσεις αναγνωρίζονται στην έκταση στην οποία θα υπάρξει µελλοντικό φορολογητέο κέρδος για την χρησιµοποίηση της προσωρινής διαφοράς που δηµιουργεί την αναβαλλόµενη φορολογική απαίτηση. Οι αναβαλλόµενες φορολογικές υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις δύναται να συµψηφίζονται µόνο σε περίπτωση που αφορούν σε κοινή φορολογική αρχή και υπάρχει το δικαίωµα συµψηφισµού αυτών. 2.11 Φορολογία Η φορολογία εισοδήµατος υπολογίζεται µε βάση τη φορολογική νοµοθεσία και τους φορολογικούς συντελεστές που ισχύουν και καταχωρείται ως έξοδο στην περίοδο κατά την οποία προκύπτουν τα εισοδήµατα. 2.12 Παροχές στο προσωπικό (α) Βραχυπρόθεσµες παροχές Οι βραχυπρόθεσµες παροχές προς το προσωπικό σε χρήµα και σε είδος καταχωρούνται ως έξοδο όταν καθίστανται δεδουλευµένες. (β) Παροχές µετά την έξοδο από την υπηρεσία Η Εταιρεία καταχωρεί τις εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές ως έξοδο όταν αυτές καθίστανται δεδουλευµένες. Με την πληρωµή των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών εξαντλείται η υποχρέωση της Εταιρείας έναντι των εργαζοµένων για την καταβολή συντάξεως. Έκτοτε η υποχρέωση ανήκει στον αρµόδιο ασφαλιστικό φορέα. Παρόλα αυτά, βάσει νόµου η Εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει εφάπαξ αποζηµίωση στο προσωπικό κατά την συνταξιοδότηση αυτού, ποσό το οποίο κυµαίνεται σύµφωνα µε τα χρόνια προϋπηρεσίας στην Εταιρεία και τον τελικό µισθό του κάθε εργαζοµένου. Η υποχρέωση αυτή απεικονίζεται λογιστικά βάσει του ΛΠ 19 ως Πρόγραµµα Καθορισµένης Παροχής µε εφάπαξ καταβολή της παροχής. Η Εταιρεία δεν δηµιουργεί αποθεµατικό επενδύσεων για την κάλυψη της υποχρέωσης. Η υποχρέωση που καταχωρείται στον ισολογισµό για τα προγράµµατα καθορισµένων παροχών είναι η παρούσα αξία της δέσµευσης για την καθορισµένη παροχή προσαρµοσµένη µε τις µεταβολές που προκύπτουν από τα µη αναγνωρισµένα αναλογιστικά κέρδη και ζηµιές και το κόστος προϋπηρεσίας. Η υποχρέωση που προκύπτει λόγω της καθορισµένης παροχής υπολογίζεται από ανεξάρτητο αναλογιστή µε τη χρήση της µεθόδου της εκτιµώµενης πιστωτικής µονάδος (Projected unit credit method). Τα αναλογιστικά κέρδη και οι ζηµιές που προκύπτουν από τις προσαρµογές µε βάση τα ιστορικά δεδοµένα και ξεπερνούν το περιθώριο του 10% της σωρευµένης υποχρέωσης, καταχωρούνται στα αποτελέσµατα µέσα στον αναµενόµενο µέσο ασφαλιστικό χρόνο των συµµετεχόντων στο πρόγραµµα. Το κόστος προϋπηρεσίας καταχωρείται άµεσα στα αποτελέσµατα µε εξαίρεση την περίπτωση που οι µεταβολές του προγράµµατος εξαρτώνται από τον εναποµένοντα χρόνο προϋπηρεσίας των εργαζόµενων. Στην περίπτωση αυτή το κόστος προϋπηρεσίας καταχωρείται στα αποτελέσµατα µε τη σταθερή µέθοδο µέσα στην περίοδο ωρίµανσης. 15
(γ) Παροχές τερµατισµού της απασχόλησης Οι παροχές τερµατισµού της απασχόλησης πληρώνονται όταν η Εταιρεία τερµατίσει την απασχόληση εργαζοµένων πριν την ηµεροµηνία συνταξιοδοτήσεως. Η Εταιρεία καταχωρεί αυτές τις παροχές είτε όταν δεσµεύεται να τερµατίσει την απασχόληση υπαρχόντων εργαζοµένων σύµφωνα µε ένα λεπτοµερές επίσηµο πρόγραµµα για το οποίο δεν υπάρχει πιθανότητα απόσυρσης, ή όταν προσφέρει αυτές τις παροχές ως κίνητρο για εθελουσία αποχώρηση. Παροχές τερµατισµού της απασχόλησης που οφείλονται 12 µήνες µετά την ηµεροµηνία του ισολογισµού προεξοφλούνται στην παρούσα αξία τους. Στην περίπτωση τερµατισµού απασχόλησης κατά την οποία υπάρχει αδυναµία προσδιορισµού των εργαζοµένων που θα κάνουν χρήση αυτών των παροχών, δεν γίνεται λογιστικοποίηση αλλά γνωστοποίηση αυτών ως ενδεχόµενη υποχρέωση 2.13 Επιχορηγήσεις Οι κρατικές επιχορηγήσεις αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία τους όταν αναµένεται µε βεβαιότητα ότι η επιχορήγηση θα εισπραχθεί και η Εταιρεία πληρεί µε όλους τους προβλεπόµενους όρους της επιχορήγησης. Τα έσοδα από κρατικές επιχορηγήσεις τα οποία αφορούν µελλοντικά έξοδα, αναβάλλονται και αναγνωρίζονται στα αποτελέσµατα σε αντιστοιχία µε τα έξοδα που προορίζονται να αποζηµιώσουν. Οι κρατικές επιχορηγήσεις που σχετίζονται µε την αγορά ενσωµάτων παγίων, περιλαµβάνονται στις µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις ως αναβαλλόµενες κρατικές επιχορηγήσεις και µεταφέρονται ως έσοδα στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων µε την σταθερή µέθοδο κατά αναµενόµενη ωφέλιµη ζωή των σχετικών περιουσιακών στοιχείων. 2.14 Προβλέψεις Οι προβλέψεις για αποκατάσταση περιβάλλοντος, τα έξοδα αναδιάρθρωσης και οι επίδικες υποχρεώσεις αναγνωρίζονται όταν : 1. Υπάρχει µία παρούσα νοµική ή τεκµαιρόµενη υποχρέωση ως αποτέλεσµα παρελθόντων γεγονότων. 2.Είναι πιθανότερο ότι θα απαιτηθεί εκροή πόρων για τον διακανονισµό της υποχρέωσης. 3.Το απαιτούµενο ποσό µπορεί να εκτιµηθεί αξιόπιστα. Οι προβλέψεις αναδιάρθρωσης περιλαµβάνουν τα έξοδα τερµατισµού συµφωνιών µίσθωσης, και παροχές προσωπικού κατά τον τερµατισµό της απασχόλησης. Προβλέψεις δεν αναγνωρίζονται για µελλοντικές λειτουργικές ζηµίες. Όπου υπάρχει ένας αριθµός παρόµοιων υποχρεώσεων, η πιθανότητα να απαιτηθεί εκροή κατά την τακτοποίηση της υποχρέωσης προσδιορίζεται εξετάζοντας κάθε κατηγορία υποχρεώσεων συνολικά. Πρόβλεψη αναγνωρίζεται ακόµα και αν η πιθανότητα εκροής σχετικά µε οποιοδήποτε στοιχείο που περιλαµβάνεται στην ίδια κατηγορία υποχρεώσεων µπορεί να είναι µικρή. 2.15 Αναγνώριση εσόδων Τα έσοδα περιλαµβάνουν την εύλογη αξία των πωλήσεων αγαθών καθαρά από Φόρο Προστιθέµενης Αξίας, εκπτώσεις και επιστροφές. Η αναγνώριση των εσόδων γίνεται ως εξής: (α) Πωλήσεις αγαθών Οι πωλήσεις αγαθών αναγνωρίζονται όταν η Εταιρεία παραδίδει τα αγαθά στους πελάτες, τα αγαθά γίνονται αποδεκτά από αυτούς και η είσπραξη της απαίτησης είναι εύλογα εξασφαλισµένη. 16
(β) Παροχή υπηρεσιών Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών καταχωρούνται την περίοδο κατά την οποία παρέχονται οι υπηρεσίες, µε βάση το στάδιο ολοκλήρωσης της παρεχόµενης υπηρεσίας σε σχέση µε το σύνολο των παρεχοµένων υπηρεσιών 2.16 Μισθώσεις Η Εταιρεία ως µισθωτής Μισθώσεις όπου ουσιωδώς οι κίνδυνοι και ανταµοιβές της ιδιοκτησίας διατηρούνται από τον εκµισθωτή ταξινοµούνται ως λειτουργικές µισθώσεις. Οι πληρωµές που γίνονται για τις λειτουργικές µισθώσεις (καθαρές από τυχόν κίνητρα που προσφέρθηκαν από τον εκµισθωτή) αναγνωρίζονται στα αποτελέσµατα χρήσης µε την σταθερή µέθοδο κατά τη διάρκεια της µίσθωσης. Η Εταιρεία δεν έχει µισθώσεις που σύµφωνα µε τα ΠΧΠ ταξινοµούνται ως χρηµατοδοτικές. 2.17 ιάθεση κερδών, διανοµή µερισµάτων Η διάθεση των κερδών χρήσεως καθώς και η αναγνώριση της υποχρέωσης διανοµής µερίσµατος αναγνωρίζονται στις οικονοµικές καταστάσεις εφόσον ληφθεί η τελική έγκριση από την Γενική Συνέλευση των µετόχων 2.18 Συγκριτικά στοιχεία και στρογγυλοποιήσεις Ορισµένα συγκριτικά κονδύλια αναταξινοµήθηκαν για να είναι συγκρίσιµα µε τα αντίστοιχα της τρέχουσας χρήσης. ιαφορές που παρουσιάζονται µεταξύ των κονδυλίων στις οικονοµικές καταστάσεις και των αντίστοιχων κονδυλίων στις σηµειώσεις οφείλονται σε στρογγυλοποιήσεις. 2.19 Έσοδα από τόκους Τα έσοδα από τόκους αναγνωρίζονται µε την αρχή των δεδουλευµένων. Από την αναγνώριση αυτών µε την µέθοδο του πραγµατικού επιτοκίου δεν θα πρόεκυπτε σηµαντική διαφορά. 3. ιαχείριση χρηµατοοικονοµικού κινδύνου Η Εταιρεία από την χρήση των χρηµατοοικονοµικών της µέσων τίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο, σε κίνδυνο ρευστότητας και σε κίνδυνο αγοράς. Η σηµείωση αυτή παρουσιάζει πληροφορίες για την έκθεση της Εταιρείας σε κάθε έναν από τους ανωτέρω κινδύνους, για τους στόχους της Εταιρείας, τις πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρµόζει για την επιµέτρηση και την διαχείριση κεφαλαίου. Περισσότερα ποσοτικά στοιχεία για αυτές τις γνωστοποιήσεις περιλαµβάνονται σε όλο το εύρος των οικονοµικών καταστάσεων. Οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνου της Εταιρείας εφαρµόζονται προκειµένου να αναγνωρίζονται και να αναλύονται οι κίνδυνοι που αντιµετωπίζει η Εταιρεία και να τίθενται όρια ανάληψης κινδύνου και να εφαρµόζονται έλεγχοι ως προς αυτά.. Οι πολιτικές διαχείρισης κινδύνου και τα σχετικά συστήµατα εξετάζονται περιοδικά ώστε να ενσωµατώνουν τις αλλαγές που παρατηρούνται στις συνθήκες της αγοράς και στις δραστηριότητες της Εταιρείας. Η επίβλεψη της τήρησης των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου έχει ανατεθεί στο τµήµα Εσωτερικού ελέγχου, της µητρικής Εταιρείας ΣΙ ΕΝΟΡ, το οποίο πραγµατοποιεί τακτικούς ελέγχους σχετικά µε την εφαρµογή των διαδικασιών. 17
3.1 Πιστωτικός κίνδυνος Πιστωτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος ζηµίας σε περίπτωση που ένας πελάτης ή τρίτος σε συναλλαγή χρηµατοοικονοµικού µέσου δεν εκπληρώσει τις συµβατικές υποχρεώσεις και σχετίζεται κατά κύριο λόγο µε τις απαιτήσεις από πελάτες 3.2 Πελάτες και λοιπές απαιτήσεις Η έκθεση της εταιρείας σε πιστωτικό κίνδυνο επηρεάζεται κυρίως από τα χαρακτηριστικά κάθε πελάτη. Τα δηµογραφικά στοιχεία της πελατειακής βάσης συµπεριλαµβανοµένου του κινδύνου αθέτησης πληρωµών που χαρακτηρίζει τη συγκεκριµένη αγορά και τη χώρα στην οποία λειτουργούν οι πελάτες επηρεάζουν λιγότερο τον πιστωτικό κίνδυνο καθώς δεν παρατηρείται γεωγραφική συγκέντρωση πιστωτικού κινδύνου. Κανένας πελάτης δεν ξεπερνά το 10% των πωλήσεων και εποµένως ο εµπορικός κίνδυνος είναι κατανεµηµένος σε µεγάλο αριθµό πελατών. Η µητρική Εταιρεία ΣΙ ΕΝΟΡ έχει θέσει µια πιστωτική πολιτική βάσει της οποίας κάθε νέος πελάτης εξετάζεται σε ατοµική βάση για την πιστοληπτική του ικανότητα πριν του προταθούν οι συνήθεις όροι πληρωµών. Ο έλεγχος πιστοληπτικής ικανότητας που πραγµατοποιείται περιλαµβάνει την εξέταση τραπεζικών πηγών και άλλων τρίτων πηγών πιστοληπτικής βαθµολόγησης αν υπάρχουν. Πιστωτικά όρια ορίζονται για κάθε πελάτη, τα οποία επανεξετάζονται ανάλογα µε τις τρέχουσες συνθήκες και αναπροσαρµόζονται, αν απαιτηθεί, οι όροι πωλήσεων και εισπράξεων. Τα πιστωτικά όρια των πελατών κατά κανόνα καθορίζονται µε βάση τα ασφαλιστικά όρια που λαµβάνονται για αυτούς από τις ασφαλιστικές εταιρείες και εν συνέχεια διενεργείται ασφάλιση των απαιτήσεων βάσει των ορίων αυτών. Κατά την παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου των πελατών, οι πελάτες οµαδοποιούνται ανάλογα µε τα πιστωτικά χαρακτηριστικά τους, τα χαρακτηριστικά ενηλικίωσης των απαιτήσεων τους και τα τυχόν προηγούµενα προβλήµατα εισπραξιµότητας που έχουν επιδείξει. Οι πελάτες και οι λοιπές απαιτήσεις περιλαµβάνουν κυρίως πελάτες χονδρικής της Εταιρείας. Οι πελάτες που χαρακτηρίζονται ως υψηλού ρίσκου τοποθετούνται σε ειδική κατάσταση πελατών και µελλοντικές πωλήσεις πρέπει να προεισπράττονται. Ανάλογα µε το ιστορικό του πελάτη και την ιδιότητα του, η Εταιρεία για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της ζητά, όπου είναι δυνατό, εµπράγµατες ή άλλες εξασφαλίσεις. Η εταιρεία καταχωρεί πρόβλεψη αποµείωσης που αντιπροσωπεύει την εκτίµηση της για ζηµίες σε σχέση µε τους πελάτες, τις λοιπές απαιτήσεις και τις επενδύσεις σε χρεόγραφα. Η πρόβλεψη αυτή αποτελείται κυρίως από ζηµίες αποµείωσης συγκεκριµένων απαιτήσεων που εκτιµώνται βάσει των δεδοµένων συνθηκών ότι θα πραγµατοποιηθούν αλλά δεν έχουν οριστικοποιηθεί. 3.3 Εγγυήσεις Η Εταιρεία έχει ως πολιτική να µην παρέχει εγγυήσεις, παρά µόνο κατά εξαίρεση σε συνδεδεµένες εταιρείες. 3.4 Κίνδυνος ρευστότητας Ο κίνδυνος ρευστότητας συνίσταται στον κίνδυνο η Εταιρεία να µη δύναται να εκπληρώσει τις χρηµατοοικονοµικές της υποχρεώσεις όταν αυτές λήγουν. Η προσέγγιση που υιοθετεί η Εταιρεία για τη διαχείριση της ρευστότητας είναι να διασφαλίζει, µέσω διακράτησης των απολύτως αναγκαίων ταµειακών διαθέσιµων και επαρκών πιστωτικών ορίων από τις συνεργαζόµενες τράπεζες, ότι πάντα θα έχει αρκετή ρευστότητα για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της όταν αυτές λήγουν, κάτω από συνήθεις αλλά και δύσκολες συνθήκες, χωρίς να υφίσταται µη αποδεκτές ζηµίες ή να διακινδυνεύεται η φήµη της Εταιρείας. 3.5 Κίνδυνος αγοράς Ο κίνδυνος αγοράς συνίσταται στον κίνδυνο των αλλαγών σε τιµές πρώτων υλών, συναλλαγµατικές ισοτιµίες και επιτόκια που επηρεάζουν τα αποτελέσµατα της Εταιρείας ή την αξία των χρηµατοοικονοµικών της µέσων. Ο σκοπός της διαχείρισης κινδύνου από τις συνθήκες της αγοράς είναι να ελέγχει την έκθεση της Εταιρείας στους κινδύνους αυτούς στο πλαίσιο αποδεκτών παραµέτρων, µε παράλληλη βελτιστοποίηση των αποδόσεων. 18
3.6 Συναλλαγµατικός κίνδυνος. Η Εταιρεία δραστηριοποιείται στην Ευρώπη και συνεπώς το µεγαλύτερο µέρος των συναλλαγών της διεξάγεται σε Ευρώ. 3.7 Κίνδυνος επιτοκίων Η Εταιρεία χρηµατοδοτεί τις επενδύσεις της καθώς και τις ανάγκες της σε κεφάλαια κίνησης µέσω τραπεζικού δανεισµού, µε αποτέλεσµα να επιβαρύνει τα αποτελέσµατα της µε χρεωστικούς τόκους. Αυξητικές τάσεις στα επιτόκια θα έχουν αρνητική επίπτωση στα αποτελέσµατα καθώς η Εταιρεία θα επιβαρύνεται µε επιπλέον κόστος δανεισµού. Ο κίνδυνος επιτοκίων µετριάζεται καθώς µέρος του δανεισµού της Εταιρεία είναι µε σταθερά επιτόκια, (περίπου το 30 % των δανείων). Εάν την 31/12/2008 τα επιτόκια ήταν αυξηµένα / (µειωµένα) κατά 0,25%, η επίδραση στα κέρδη προ φόρων της Εταιρείας θα ήταν (ζηµία) / κέρδος 5.837.Αναλογικά θα επηρεάζονταν και η καθαρή θέση της Εταιρείας. 3.8 Προσδιορισµός των ευλόγων αξίων Η ονοµαστική αξία µείον προβλέψεις για επισφάλειες των εµπορικών απαιτήσεων εκτιµάται ότι προσεγγίζει την πραγµατική τους αξία. Οι πραγµατικές αξίες των χρηµατοοικονοµικών υποχρεώσεων επίσης εκτιµάται ότι προσεγγίζουν την αξία στην οποία εµφανίζονται στον ισολογισµό (βάσει αποσβεστέου κόστους), κυρίως λόγω της βραχυπρόθεσµης λήξης τους. 4. Λογιστικές εκτιµήσεις και κρίσεις της ιοίκησης Οι εκτιµήσεις και οι κρίσεις της διοίκησης επανεξετάζονται διαρκώς και βασίζονται σε ιστορικά δεδοµένα και προσδοκίες για µελλοντικά γεγονότα, που κρίνονται εύλογες σύµφωνα µε τα ισχύοντα. 4.1 Σηµαντικές λογιστικές εκτιµήσεις και παραδοχές. Η Εταιρεία προβαίνει σε εκτιµήσεις και παραδοχές σχετικά µε την εξέλιξη των µελλοντικών γεγονότων. Οι εκτιµήσεις και παραδοχές που ενέχουν σηµαντικό κίνδυνο και ενδέχεται να προκαλέσουν ουσιώδεις προσαρµογές στις λογιστικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων στους επόµενους 12 µήνες έχουν ως εξής: α) Απαιτείται κρίση από την Εταιρεία για τον προσδιορισµό της πρόβλεψης για φόρο εισοδήµατος. Υπάρχουν πολλές συναλλαγές και υπολογισµοί για τους οποίους ο τελικός προσδιορισµός του φόρου είναι αβέβαιος. Εάν ο τελικός φόρος είναι διαφορετικός από τον αρχικώς αναγνωρισθέντα, η διαφορά θα επηρεάσει τον φόρο εισοδήµατος και την πρόβλεψη για αναβαλλόµενη φορολογία της περιόδου. β) Η Εταιρεία αναγνωρίζει πρόβλεψη για επίδικες υποθέσεις βάσει στοιχείων από τη Νοµική Υπηρεσία του Οµίλου ΣΙ ΕΝΟΡ. Η τελική έκβαση υποθέσεων είναι αβέβαιη. γ) Η Εταιρεία αναγνωρίζει προβλέψεις για συµβατικές υποχρεώσεις προς πελάτες της, οι οποίες υπολογίζονται βάσει ιστορικών δεδοµένων και στατιστικών από την επίλυση αντίστοιχων περιπτώσεων του παρελθόντος. 19