*imprimatur = τυπωθήτω 2 Γιάννα Παναγοπούλου - Μπέκα Διδάκτωρ Νομικής, Α Αντιπρόεδρος ΔΣΘ g-panag@otenet.gr Η πρόσφατη νομική επικαιρότητα μας έδωσε την έκδοση της ιστορικής Απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, η οποία υποχρέωνε τα κράτη μέλη να αποθηκεύουν, για τουλάχιστον έξι μέχρι είκοσι τέσσερις μήνες, δεδομένα, όπως, ποιός μίλησε με ποιόν, για πόσο χρονικό διάστημα ή πόσα ηλεκτρονικά μηνύματα αντάλλαξαν, που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών. Για το Δικαστήριο, η διατήρηση των δεδομένων με σκοπό την ενδεχόμενη διαβίβασή τους στις εθνικές αρμόδιες αρχές ανταποκρίνεται σε ένα σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την εξασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας, ωστόσο, η εκτεταμένη και ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση της Οδηγίας αυτής στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεν είναι επαρκώς πλαισιωμένη για να διασφαλίζεται ότι η εν λόγω επέμβαση θα περιορίζεται πράγματι στο αυστηρώς αναγκαίο. Και αυτό διότι πρώτον, η Οδηγία καλύπτει κατά τρόπο γενικό το σύνολο των ατόμων, των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και των δεδομένων κίνησης χωρίς να γίνεται καμία διαφοροποίηση, περιορισμός ή εξαίρεση με βάση τον σκοπό της καταπολέμησης των σοβαρών αδικημάτων. Δεύτερον, η Οδηγία δεν προβλέπει κανένα αντικειμενικό κριτήριο βάσει του οποίου θα μπορούσε να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν θα έχουν πρόσβαση στα δεδομένα και δε θα μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν παρά μόνο για να προλάβουν, να διαπιστώσουν ή να διώξουν ποινικά αδικήματα, επαρκώς σοβα-
3 ρά, για να δικαιολογήσουν μια τέτοια επέμβαση. Τρίτον, η πρόσβαση στα δεδομένα δεν εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον προηγούμενο έλεγχο δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής. Τέταρτον, η Οδηγία επιβάλλει μια διάρκεια διατήρησης των δεδομένων τουλάχιστον έξι μηνών χωρίς να κάνει καμία διάκριση μεταξύ των κατηγοριών των δεδομένων και χωρίς να διευκρινίζει τα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να καθορίζεται η διάρκεια διατήρησης για να διασφαλίζεται ο περιορισμός της στο αυστηρά αναγκαίο. Πέμπτον, δεν προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις που να μπορούν να διασφαλίσουν αποτελεσματική προστασία των δεδομένων κατά των κινδύνων κατάχρησης και δεν εγγυάται την ανεπανόρθωτη καταστροφή των δεδομένων μετά τη λήξη της διάρκειας διατηρήσεώς τους. Έτσι, ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Την ίδια περίοδο είχαμε την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική Δικαιοσύνη η αξιολόγηση της οποίας, και όσα αποκάλυψε, μόνο τιμή δεν περιποιούν στη χώρα μας αφού την κατατάσσει ως την τρίτη χειρότερη χώρα μεταξύ 22 χωρών της ΕΕ στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία είναι σε σταθερή τροχιά ταχείας επιβράδυνσης. Ο χρόνος για την πρωτοβάθμια εκδίκαση των αστικών και εμπορικών διαφορών αυξήθηκε το 2012 στις 460 ημέρες από 190 το 2010, η αποδοτικότητα του συστήματος δικαιοσύνης παρουσιάζει τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ 20 κρατών μελών ενώ η ποιότητά του σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το 0 έως το 4 η Ελλάδα έρχεται τελευταία με 1,5! Στους δείκτες για την ποιότητα περιλαμβάνονται η υποχρεωτική κατάρτιση των δικαστών, η παρακολούθηση και αξιολόγηση των δικαστικών δραστηριοτήτων, ο προϋπολογισμός και οι ανθρώπινοι πόροι των δικαστηρίων καθώς και η διαθεσιμότητα τεχνολογιών, πληροφοριών και επι-
4 κοινωνιών και εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών. Η απολύτως ανησυχητική, ζοφερή αυτή πραγματικότητα, παρά τις δεκάδες νομοθετικές προσπάθειες για επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης την περίοδο της μεταπολίτευσης, υπαγορεύει την αφύπνισή μας, έναν πανεθνικό ειλικρινή διάλογο μεταξύ όλων, παραγωγικών και κοινωνικών φορέων, Δικηγορικών Συλλόγων, Δικαστικών ενώσεων, Επιμελητηρίων κλπ και τη λήψη σοβαρών διαχρονικών μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος. Σε ό,τι αφορά στην ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος καταλαμβάνουμε ως χώρα, στην παγκόσμια κατάταξη 148, την 84η θέση μετά τη Σλοβενία, Ουγγαρία και την Πολωνία. Το γεγονός όμως ότι οι ίδιοι οι πολίτες δεν πιστεύουν στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι εξαιρετικά σοβαρό γιατί υποδηλώνει ότι στη συνείδησή τους η διάκριση των εξουσιών, διακόσια πενήντα έξι χρόνια μετά την έκδοση του «Πνεύματος των Νόμων» του Μοντεσκιέ, παραμένει ακόμα ιστορικό ζητούμενο. Η υπόθεση Μπαλτάκου,- Κασιδιάρη έφερε ξανά στο προσκήνιο την υποκλοπή των συνομιλιών, τη χρήση της κρυφής κάμερας και τη δημοσιοποίηση σε έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο του προϊόντος των παράνομων αυτών ενεργειών. Ο συγκεκριμένος βουλευτής είχε διαπράξει το έγκλημα του 370 Α του ΠΚ, άρα το βίντεο που συνιστούσε παράνομο αποδεικτικό μέσο κατ άρθρο 177 2 ΚΠΔ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και επομένως ήταν ορθή η άμεση αντίδραση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Παρά ταύτα, η υπόθεση αυτή, εκτός από τις πολιτικές ευθύνες, ανέδειξε τις αδικαιολόγητες αντιδράσεις όσων υποστηρίζουν την εφαρμογή των νόμων με πολιτικά κριτήρια. Γι αυτό, σε μια δημοκρατία δυτικού τύπου, είναι ακόμα επίκαιρη η υπενθύμιση αυτού που έλεγε ο Κάφκα στη «Δίκη», ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται όχι γιατί είναι πάντοτε καλοί αλλά γιατί διαφορετικά θα οδηγούμασταν στο κοινωνικό χάος.
5 Στο Αφιέρωμα του ΕΝΩΠΙΟΝ στην ποινική συνδιαλλαγή και στο θεσμό του Plea Bargaining, που, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, συζητείται να εισαχθεί με το Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, φιλοξενούμε το εισαγωγικό σημείωμα του Αν. καθηγητή Ηλία Αναγνωστόπουλου, τις εισηγήσεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λ. Τσόγκα με τον προβληματισμό αν η ποινική συνδιαλλαγή συμβάλλει στην απονομή του δικαίου μέσα από δίκαιη δίκη ή όχι, του καθηγητή Αδάμ Παπαδαμάκη με σκέψεις για την υιοθέτηση της ποινικής διαπραγμάτευσης (Plea Bargaining) στην ελληνική ποινική διαδικασία και του δικηγόρου ΜΔΕ Ε. Ζαμπίτη για ζητήματα αναφυόμενα κατά την εφαρμογή της παρ ημίν ποινικής συνδιαλλαγής. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν το άρθρο του Αρεοπαγίτη Χρ. Κοσμίδη για την Επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών και η συνέντευξη με τον καθηγητή Αθανάσιο Καϊση για τις δράσεις του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος. Στις σελίδες του τεύχους θα βρείτε ακόμα το θεσμικό πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, τα αποτελέσματα των εκλογών στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, τις μεταβολές στο μητρώο των μελών μας, την πολιτιστική και επιστημονική δραστηριότητα του ΔΣΘ και βιβλιοπαρουσιάσεις. Με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου «Στα ίχνη του οικονομικού εγκληματία» ο Εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς Θεσ/νίκης Αργ. Δημόπουλος διατυπώνει τις σκέψεις του για το οικονομικό έγκλημα. «Το κοινοτικό όνομα χώρου.eu, Δέκα χρόνια λειτουργίας» θα είναι το Αφιέρωμα του επόμενου τεύχους του ΕΝΩΠΙΟΝ. Καλή Ανάγνωση
Γιάννα Παναγοπούλου - Μπέκα Διδάκτωρ Νομικής, Α Αντιπρόεδρος ΔΣΘ g-panag@otenet.gr βιβλιοκριτική Ars longa Γιάννης Γιαννακέλος Διαφθορά-Δωροδοκία και Ποινική Αντιμετώπιση 67 Το βιβλίο πραγματεύεται το κοινωνικό και νομικό πρόβλημα της διαφθοράς και ειδικότερα της δωροδοκίας. Κατά το συγγραφέα, το φαινόμενο της διαφθοράς έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις στις μέρες μας. Το κόστος της, εκτός από οικονομικό, είναι και κοινωνικό, μιας και η διαφθορά υποσκάπτει τη δημοκρατία, επιβραδύνει την ανάπτυξη, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, αποσαρθρώνει τις κοινωνικές δομές και συχνά ανοίγει το δρόμο στο οργανωμένο έγκλημα. Τόσο ο διεθνής όσο και ο ευρωπαϊκός νομοθέτης, αλλά κατ επέκταση και ο εθνικός, προσπάθησαν μέσα από διατάξεις ποινικού ενδιαφέροντος να περιορίσουν το φαινόμενο. Στην παρούσα μελέτη αναλύονται αυτές οι νομοθετικές προσπάθειες, με επίκεντρο όμως τις ελληνικές ποινικές διατάξεις με τις τροποποιήσεις μέχρι το ν. 4198/2013, οι οποίες τιμωρούν τη δωροδοκία, που αποτελεί, κατά το συγγραφέα, τον πυρήνα του φαινομένου της δημόσιας διαφθοράς σήμερα. Αναλύεται η νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας υπαλλήλου και δικαστή, οι μορφές εμφάνισης των εγκλημάτων αλλά και όλα τα σχετικά αναφύοντα νομικά ζητήματα (συρροές, παρεπόμενες ποινές κτλ.). Παρουσιάζονται επίσης προτάσεις για τον περιορισμό του φαινομένου της διαφθοράς, αλλά και προτάσεις βελτίωσης των υφιστάμενων διατάξεων του ποινικού κώδικα μέσω μιας ορθολογικής χρήσης του ποινικού δικαίου που σέβεται το Σύνταγμα. Το συμπέρασμα που προκύπτει όμως είναι ότι όποιες προσπάθειες και να γίνουν σε επίπεδο νομοθετικό, δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα, αν δεν γίνει συνείδηση όλων μας ότι οι πράξεις διαφθοράς βλάπτουν το λαό, τη χώρα και τελικά το ίδιο το άτομο που μετέχει σε τέτοιες ενέργειες.