ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: LA FORMULA STRADΙVARIUS Από τις Εκδόσεις Seix Barral S.A., Βαρκελώνη 2007 ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Τα δώδεκα Στραντιβάριους ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: I. Biggi ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Χρύσα Θ. Μπανιά ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ελένη Γεωργοστάθη ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ηλίας Μασούρης ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙ ΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά ΕΚΤΥΠΩΣΗ: Σταµάτιος Κοτσάτος & ΣΙΑ Ο.Ε. ΒΙΒΛΙΟ ΕΣΙΑ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣΙΑ Ο.Ε. I. Biggi, 2007 Editorial Seix Barral S.A., 2007 ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2010 Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2010, 3.000 αντίτυπα ΙSBN 978-960-453-704-4 Τυπώθηκε σε χαρτί ελεύθερο χηµικών ουσιών, προερχόµενο αποκλειστικά και µόνο από δάση που καλλιεργούνται για την παραγωγή χαρτιού. Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόµου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή µέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου. ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. Έδρα: Tατο ου 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Μεταµόρφωση 144 52 Metamorfossi, Greece Βιβλιοπωλείο: Μαυροµιχάλη 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 Αθήνα 106 79 Αthens, Greece Τηλ.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr
Μετάφραση: Χρύσα Θ. Μπανιά Πρόλογος: Χρήστος Σιάφκος
Για την Μπεγκόνια και τον Πάµπλο
Καὶ ἔλαβε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν. καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Αδὰµ λέγων ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ αὐτοῦ ᾗ δ ἂν ἡµέρᾳ φάγητε ἀπ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε. καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούµεθα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν µέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ αὐτοῦ, οὐ δὲ µὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα µὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡµέρᾳ φάγητε ἀπ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑµῶν οἱ ὀφθαλµοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. Γένεσις Β και Γ Ἔχουσα τεῖχος µέγα καὶ ὑψηλόν, ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα, καὶ ἐπὶ τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα, καὶ ὀνόµατα ἐπιγεγραµµένα, ἅ ἐστιν ὀνόµατα τῶν δώδεκα φυλῶν τῶν ὑιῶν Ἰσραήλ. Αποκάλυψις ΚΑ, 12 Περιγραφή της πόλης της Ιερουσαλήµ Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ΙΣΤ, 19 Άλλα Ονόµατα του Θεού κατατρώγουν, άλλα τρέφουν. Άλλα Ονό- µατα του Θεού φέρνουν το θάνατο, άλλα γεννούν τη ζωή. Άλλα Ονόµατα του Θεού υψώνονται και άλλα βυθίζονται. Αυτά τα θε κά ονόµατα γράφονται, συλλαβίζονται, ονοµάζονται και άδονται για να δηµιουργήσουν µορφές ή για να τις καταστρέψουν. Είναι ένα µυστικό που ο Θεός εµπιστεύεται µόνο σε εκείνους που έχουν παραιτηθεί, σε εκείνους που προτιµούν να πεθάνουν παρά να σκοτώσουν. ΛΟΥΙ ΚΑΤΙΟ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚ ΟΣΗ Ένα βιβλίο για την αρµονία της µουσικής και των µαθηµατικών, ένα βιβλίο στο οποίο σοφά αποκαλύπτεται το βαθύτερο νόηµα του θείου. Τέλος, ένα βιβλίο που αναφέρεται στις µεθόδους που χρησιµοποίησε η Καθολική Εκκλησία προκειµένου να φέρει το ποίµνιό της πιο κοντά στο χριστιανισµό, χρησιµοποιώντας τις αρχέγονες δοξασίες και τελετές που από πάντα ενυπήρχαν στις πρακτικές των ανθρώπων, αλλά και που βάζει τα πράγµατα στη θέση τους σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ναζισµού και θρησκείας ή µάλλον τη ροπή του τελευταίου προς τον παγανισµό. Όλα τα παραπάνω ωστόσο, που από µόνα τους, όσο κι αν είναι ενδιαφέροντα, δε θα µπορούσαν παρά να γίνουν η αφετηρία πολλών διαφορετικών επιστηµονικών µελετών, δίνουν την αφορµή στον Ι. Μπίτζι να γράψει ένα εξαιρετικό µυθιστόρηµα µυστηρίου. Ο συγγραφέας πράγµατι, εκµεταλλευόµενος το χρόνο και το χώρο και χρησιµοποιώντας την, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγ- µάτων, ικανή γνώση του σε θέµατα ιστορίας, παρασύρει τον αναγνώστη σ ένα ταξίδι που ξεκινά πριν από τρεις σχεδόν αιώνες στην Κρεµόνα, όπου του συστήνει τον Αντόνιο Στραντιβάρι, τον µεγαλοφυή κατασκευαστή εγχόρδων. Έχοντας προφανώς µελετήσει καλά το µάθηµά του, ο Μπίτζι ξετυλίγει την ικανότητα του Στραντιβάρι να συνδυάζει τη λεπτο- µερή γνώση της δηµιουργίας ενός βιολιού, µιας βιόλας ή ενός βιολοντσέλου, τα πολλά και από διαφορετικό ξύλο µέρη των οργάνων
12 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚ ΟΣΗ µε τη δυνατότητά του να αντιλαµβάνεται την ποιότητα του ήχου που καθένα από αυτά παράγει. Θα είναι ο Στραντιβάρι πάντα που θα ολοκληρώσει προς το τέλος της ζωής του µια παραγγελία για δώδεκα αριστουργήµατα τα οποία σε κοινή συναυλία κάποτε στο µέλλον θα παραγάγουν την απόλυτη αρµονία. Από την Κρεµόνα µε ένα άλµα στο χρόνο ο αναγνώστης θα βρεθεί στη Μαδρίτη του σήµερα κι εκεί θα κάνει τη γνωριµία ενός επιθεωρητή της αστυνοµίας, του Πάµπλο Ερέρο, ενός αντιήρωα, όπως περιγράφεται, σχετικά κοντά στη σύνταξη, που όµως, παρά τις αντιξοότητες, δεν έχει χάσει το κέφι του για δουλειά. Ήµερος άνθρωπος, ο Ερέρο θα κληθεί να λύσει το µυστήριο της δολοφονίας ενός Έλληνα µεγιστάνα που ζούσε στην ισπανική πρωτεύουσα και αίφνης θα βρεθεί να κολυµπάει σε πολύ βαθιά νερά, αφού τα γεγονότα σύντοµα θα αποκτήσουν τροπή που υπερβαίνει τα ανθρώπινα. Τα άλµατα στο χρόνο και στο χώρο θα συνεχιστούν. Στη σκηνή θα µπει ο Μανασσής Λίµπνιτς, Πολωνοεβραίος ραβίνος, κάτοικος της Ιερουσαλήµ, έγκλειστος κάποτε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και αργότερα µέλος της περίφηµης οµάδας η οποία, υπό τον Σιµόν Βίζενταλ, καταδίωξε τους διαφυγόντες ναζί. Ακόµα, ο συγγραφέας θα εµφανίσει τον γέροντα πια Αλεξάντερ Πάουλακ, που εργαζόταν διαρκούντος του πολέµου σε ένα ινστιτούτο αποκλειστικά ελεγχόµενο από τις γερµανικές µυστικές υπηρεσίες. ύο ακόµα πρόσωπα που θα παίξουν σηµαίνοντα ρόλο στην πλοκή είναι ο Ελβετός γιατρός Λούντβιχ Ντράιφους αλλά και η Βιεννέζα καθηγήτρια µουσικής και ειδική στα Στραντιβάριους Μάρθα Μαζοβιέτσκι. Ανάµεσα σ αυτούς τους τέσσερις κατά κύριο λόγο θα παιχτεί το παιχνίδι, ένα παιχνίδι µε συνεχή χτυπήµατα κάτω από τη ζώνη και µε στόχο την απόκτηση της υπέρτατης εξουσίας. Όµως δεν είναι αυτοί οι µόνοι ζωντανοί χαρακτήρες που σχεδίασε ο Μπίτζι προκειµένου να δώσει ακόµα περισσότερη αληθοφάνεια σ αυτό το µυθιστόρηµα των συνεχών ανατροπών. Ο
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚ ΟΣΗ 13 συγγραφέας εξαντλεί, θα έλεγε κανείς, όλη τη χρωµατική παλέτα ανάµεσα στο άσπρο και στο µαύρο, αφού είναι προφανές ότι γνωρίζει πως χρειάζεται η αντίθεση, χρειάζονται και οι καθηµερινοί άνθρωποι, ως αντίστιξη στα σχεδόν απόλυτα χαρακτηριστικά των κεντρικών ηρώων του. Είναι δε τόσο ιδιοφυής ώστε φροντίζει ο ίδιος διά στόµατος των πρωταγωνιστών του να σαρκάσει τις καταστάσεις που δη- µιουργεί θυµίζοντας πως αυτές κάπως φέρνουν προς τον κινη- µατογραφικό Ιντιάνα Τζόουνς και τη Χαµένη Κιβωτό της ιαθήκης, πάνω στην οποία το Γ Ράιχ είχε εναποθέσει τις ελπίδες του. Ο Μπίτζι βάζει ένα στοίχηµα παντρεύοντας την ιστορία µε τη φαντασία για να καταλήξει σε ένα αληθοφανέστατο κοκτέιλ, αφού παρασύρει τον αναγνώστη σε τέτοιο βαθµό που, αν δεν είναι και αυτός επαρκώς διαβασµένος, δεν µπορεί να διακρίνει το φανταστικό από το αληθινό. Όµως ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν σηµασία σ ένα βιβλίο στο οποίο τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ως την τελική ανατροπή, όταν όλοι οι µύθοι καταρρέουν και η τράπουλα ξαναµοιράζεται. Τα ώδεκα Στραντιβάριους διαβάζονται κυριολεκτικά απνευστί, δίνουν δε µε τον τρόπο τους την ευρωπα κή απάντηση στα αµερικανικά µυθιστορήµατα του είδους, που γράφτηκαν µόνο για να γεννήσουν εντέλει σενάρια για ταινίες. ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΑΦΚΟΣ ηµοσιογράφος-συγγραφέας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η µουσική είναι η γλώσσα µε την οποία επικοινωνώ µε το υπερπέραν. ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΟΥΜΑΝ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 1737, ΠΙΑΤΣΑ ΣΑΝ ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ, ΚΡΕΜΟΝΑ, ΙΤΑΛΙΑ Καθισµένος σ ένα σκαµνί µπροστά στο τζάκι του εργαστηρίου του, ο Αντόνιο κοιτούσε αφηρηµένος τις φλόγες που τριζοβολούσαν χαρωπά. εν µπορούσε να πιστέψει ότι ύστερα από µισό αιώνα δουλειάς είχε καταφέρει επιτέλους να φέρει εις πέρας την ασυνήθιστη παραγγελία που του είχαν εµπιστευτεί. Μια παραγγελία που στο µέλλον θα κόστιζε τόσες και τόσες ζωές. Ψηλός, αδύνατος και λίγο καµπούρης από τις ατέλειωτες ώρες πίσω από τον πάγκο της δουλειάς, µε πρόσωπο σκληραγωγηµένο και κοκαλιάρικο πίσω από κάµποσα τσουλούφια ολόισιων µαλλιών, ο ηλικιωµένος, που σε εφτά χρόνια θα έκλεινε τα εκατό, είχε τόση ζωντάνια ώστε έµοιαζε τριάντα χρόνια νεότερος. Μισοβυθισµένος σε λήθαργο, ο Αντόνιο γυρνούσε κάπου κάπου το κεφάλι και κάρφωνε το βλέµµα στο βιολί που, όπως πίστευε, ολοκλήρωνε το εξωπραγµατικό καθήκον που του είχαν αναθέσει πριν από πέντε δεκαετίες. Πάνω σε ένα τρίποδο από πεύκο, επενδυµένο µε πουπουλένιο ύφασµα γεµάτο λαδιές από παλιά βερνίκια και ρετσίνια, αναπαυόταν το στεγνό πια όργα-
16 Ι. ΜΠΙΤΖΙ νο, ακόµη χωρίς χορδές. Στη λάµψη της προσεγµένης επιφάνειάς του µε το πλούσιο βερνίκι καθρεφτίζονταν οι φλόγες που χόρευαν στο τζάκι κι έµοιαζαν να του κλείνουν το µάτι. Χρόνια πριν, η όψη και ο δύστροπος χαρακτήρας του ήταν γνώριµα στο λιµάνι. Όταν οι καραβέλες, βαρυφορτωµένες µε εµπορεύµατα, έκαναν µια πρώτη στάση πριν συνεχίσουν το ταξίδι προς το βορρά, ο σκυθρωπός τεχνίτης ανέβαινε στο κατάστρωµα µε βήµα γοργό και ψαχούλευε το εµπόρευµα ώσπου να βρει αυτό που τον ικανοποιούσε περισσότερο. Έπαιρνε στα χέρια του τα κοµµάτια από σφεντάµι, έλατο, αχλαδιά, λευκή και µαύρη λεύκα, έβενο, πυξάρι, παλίσανδρο, πεύκο και άλλα ακριβά ξύλα και τα εξέταζε εξονυχιστικά. Έλεγχε την κατάστασή τους, την υγρασία τους, πρόσεχε αν είχαν ρωγµές ή έντοµα. Με τους κόµπους των δαχτύλων χτυπούσε διάφορα σηµεία, αφουγκραζόταν τον ήχο, ένιωθε τις δονήσεις και µάντευε τη µουσική που έκλειναν µέσα τους εκείνα τα άψυχα κοµµάτια. Έτσι, απέρριπτε κάποια ξύλα που ίσως άλλοι τεχνίτες να είχαν θεωρήσει εξαιρετικά. Το ίδιο έκανε και µε τις αλογότριχες που χρησιµοποιούσε για να πλέξει τα δοξάρια, τις χορδές, τα καρφιά και τις ουρές. Ακόµα πιο απαιτητικός ήταν µε τις τοξικές ουσίες που συνέθεταν τα βερνίκια, τα οποία υπέβαλλε σε λεπτοµερέστατο έλεγχο πριν δώσει τη συγκατάθεσή του ή, αντίθετα, πριν τα απορρίψει επιτόπου επάνω στο καράβι για να κατέβει ύστερα στην προκυ- µαία σέρνοντας τα εξ αµάξης στον έµπορο που τον είχε κάνει να χαραµίσει τον πολύτιµο χρόνο του. Τώρα που τα χρόνια τον είχαν περιορίσει, κατέβαινε στο λι- µάνι µόνο σαν έδενε κανένας από τους καλύτερους εµπόρους ξυλείας. Μετρούσε τις τάβλες, άκουγε τους ήχους, χάιδευε τα νερά και οσφραινόταν το άρωµά τους, µα δεν κατάφερνε πια να διαλέξει τα καλύτερα κοµµάτια. Μόλις και µετά βίας έβλεπε τα απειροελάχιστα σηµάδια που έκαναν τη διαφορά ανάµεσα σε ένα καλό βιολί και σ ένα έργο τέχνης. Όφειλε να παραδεχθεί
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 17 ότι η ποιότητα των τελευταίων κοµµατιών του ήταν αισθητά κατώτερη άλλωστε το ψιθύριζαν και οι ειδήµονες, αν και φρόντιζαν να µην το λένε µεγαλόφωνα. Κι έτσι, όπως πριν από χρόνια εκείνος που αµφέβαλλε για την ανυπέρβλητη µαεστρία του µεγάλου Νικολό Αµάτι, υπό την προστασία του οποίου είχε µάθει την τέχνη ο Αντόνιο, χαρακτηριζόταν το λιγότερο ως αιρετικός, το ίδιο συνέβαινε τώρα µε τον άλλοτε διακεκριµένο µαθητή του µεγάλου δασκάλου και κατασκευαστή. Οι πιο φηµισµένοι ειδικοί συµφωνούσαν ότι δεν είχαν ξαναδεί τόση µαεστρία στην κατασκευή έγχορδων οργάνων. Οι φυσικοί περιορισµοί και η προχωρηµένη ηλικία είχαν δη- µιουργήσει στο µυαλό του Αντόνιο µια εµµονή µε τον Βενιαµίν, το βιολί που θα έκλεινε τον κύκλο και που του αντιστεκόταν εδώ και χρόνια. Σε αυτό το διάστηµα είχε ξεκινήσει και παρατήσει, έχοντας προχωρήσει περισσότερο ή λιγότερο, αµέτρητα όργανα, που όµως δεν είχαν φτάσει στο επίπεδο της τελειότητας που αναζητούσε. Αυτά συνήθως τα τελείωναν οι γιοι του και τα πουλούσαν για σαράντα χρυσά gigliati σε όποιον τα διέθετε. Μα ο γέροντας ήξερε ότι δεν είχε πολύ καιρό µπροστά του και η περήφανη αυτοπεποίθηση που είχε δείξει σαν δέχτηκε την ασυνήθιστη παραγγελία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Οι τόσες αποτυχηµένες δοκιµές είχαν κάνει ακόµα πιο δυσάρεστο τον εκ φύσεως πικρόχολο χαρακτήρα του. Η ελάχιστη υποµονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται, κάνοντας µερικούς από τους καλύτερους βοηθούς και µαθητευόµενούς του να τον αφήσουν. Οι πελάτες δεν τολµούσαν πια να κάνουν την εµφάνισή τους στο νούµερο δύο της Πιάτσα Σαν Ντοµένικο, όπου βρισκόταν το σπίτι και το εργαστήρι της εκκεντρικής και δύστροπης µεγαλοφυ ας, κι έστελναν τους υπηρέτες για να παραλάβουν και να πληρώσουν τις παραγγελίες που ήταν έτοιµες. Οι γιοι του τον έτρεµαν, οι παραγιοί του τον καταριούνταν και πολλοί γείτονες είχαν σταµατήσει να τον χαιρετούν στο δρόµο. Τίποτε απ όλα αυτά δεν είχε την παραµικρή σηµασία για τον
18 Ι. ΜΠΙΤΖΙ Αντόνιο. Αν το κέντρο του κόσµου του ήταν η τέχνη του κατασκευαστή των καλύτερων έγχορδων οργάνων, τότε η δύση της ζωής του δε θα µπορούσε να έχει άλλο σκοπό από την περάτωση της περίφηµης παραγγελίας. Θα έλεγε κανείς ότι η κορύφωση του έργου του ήταν το µόνο που τον κρατούσε µακριά από τα γαµψά νύχια του θανάτου. Τα τελευταία πέντε χρόνια, γεµάτα ενθουσιασµό σαν πίστευε ότι είχε βρει τη λύση, και απογοήτευση όταν αντιµετώπιζε µία ακόµα αποτυχία, είχαν καταλήξει στην κατασκευή του Βενιαµίν. Σε µια-δυο περιπτώσεις, όπως τώρα, ο Αντόνιο θαρρούσε ότι τα είχε καταφέρει µα όταν περνούσε τις χορδές στο όργανο, το κούρδιζε και το δοκίµαζε, τα όνειρά του γίνονταν θρύψαλα. Αυτή η φορά όµως ήταν διαφορετική. Το όργανο που αναπαυόταν πάνω στο τρίποδο είχε ξυπνήσει στην ψυχή του Αντόνιο µια ξεχωριστή αίσθηση που κοιµόταν µέσα του µα που τον είχε καταξιώσει ως τον καλύτερο. Ούτε που διανοούνταν µια νέα αποτυχία. Ακόµη δεν είχε συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα της πράξης του. Επί εβδοµήντα δύο χρόνια κατασκεύαζε βιολιά, βιόλες και βιολοντσέλα για βασιλιάδες, πρίγκιπες, ευγενείς, πάπες, καρδινάλιους και κάπου κάπου για κανένα µουσικό που είτε είχε πλούσιο Μαικήνα είτε η εξαίσια τέχνη του κατάφερνε να συγκινήσει την πέτρινη, φιλάργυρη καρδιά της µεγαλοφυ ας. Παρ όλα αυτά, µε τις περισσότερες δηµιουργίες του απλώς κέρδιζε τα προς το ζην. Ακόµα και τα όργανα που θεωρούνταν έργα τέχνης, φυλάσσονταν σε παλάτια ως πραγµατικοί θησαυροί και ήταν το καύχηµα του ιδιοκτήτη τους δεν κινούσαν στο ελάχιστο το ενδιαφέρον του δηµιουργού τους: ο Αντόνιο ήταν τυφλωµένος από την εµµονή να αγγίξει την τελειότητα µε δώδεκα όργανα που θα έδιναν ένα µοναδικό νόηµα στην ύπαρξή του. Απόδιωξε τις σκέψεις και σηκώθηκε από το σκαµνί. Με βήµατα αβέβαια πλησίασε έναν από τους πάγκους της δουλειάς και άνοιξε ένα συρτάρι. Άρχισε να ψαχουλεύει ώσπου βρήκε κάµποσες χορδές από έντερο µε τις οποίες σχεδίαζε να τελειώσει το βιο-
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 19 λί και άρχισε να τις εξετάζει µε προσοχή. Όταν αποφάσισε, ξανάβαλε τις υπόλοιπες στο συρτάρι, πήρε το όργανο, το έβαλε στα γόνατά του και άρχισε να περνά τις χορδές προσεκτικά. Όσο τα χέρια του έστριβαν κι έσφιγγαν, ο νους του πέταξε πίσω στο χρόνο. Θυµήθηκε ένα πρωινό όταν ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών: πήρε τις φιγούρες που είχε σκαλίσει στο ξύλο µε τον παλιό σουγιά του πατέρα του, Αλεσάντρο, και παρουσιάστηκε µαζί µε το γονιό του στο εργαστήρι του καλύτερου κατασκευαστή βιολιών της Κρεµόνα και πολύ πιθανόν ολόκληρου του κόσµου. Ζούσαν στα περίχωρα της Κρεµόνα, προστατευµένοι από τη µάστιγα της πανούκλας που εκείνο τον καιρό αποδεκάτιζε την πόλη. Οι γονείς του είχαν νοικιάσει το ισόγειο ενός σπιτιού και είχαν εγκατασταθεί εκεί µε τα τέσσερα παιδιά τους. Ο Αλεσάντρο ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Αντόνιο στην ξυλογλυπτική και ο πρώτος που αντιλήφθηκε το παράξενο χάρισµα του ανήσυχου εκείνου παιδιού. Τα βράδια που γύριζε από τη δουλειά, η γυναίκα του η Άννα ετοίµαζε το λιτό δείπνο για την οικογένεια µε τον µικρότερο γιο τους Τζοβάνι κρεµασµένο από το φουστάνι της. Οι µεγαλύτεροι γιοι του, Τζουζέπε και Κάρλο, τίναζαν τα αχυρένια στρώµατα στα οποία κοιµόταν όλη η οικογένεια, και ο Αντόνιο καθόταν ήσυχος σε µιαν άκρη του τραπεζιού και παρακολουθούσε µε προσοχή τον Αλεσάντρο να δίνει µορφή µε το σουγιά στα µικρά κοµµάτια ξύλου από τα οποία έφτιαχνε σαν από θαύµα σκύλους, γάτες, κανένα γα δουράκι ή έναν κύκνο, που ύστερα έδινε στα παιδιά του για να παίξουν. Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες, ο Αλεσάντρο άφησε το σουγιά και το ξύλο πάνω στο τραπέζι για να µιλήσει µε ένα γείτονα που είχε χτυπήσει την πόρτα τους. Όταν επέστρεψε στην κουζίνα, βρήκε τον µικρό Αντόνιο να τελειώνει τη φιγούρα ενός κορακιού. Ο Αλεσάντρο δεν άργησε να καταλάβει ότι ο γιος του έδινε ζωή σε οποιοδήποτε κοµµάτι ξύλου µε τροµακτική ευκολία.
20 Ι. ΜΠΙΤΖΙ «Γιατί θέλεις να µάθεις να φτιάχνεις βιολιά;» ρώτησε ο Νικολό Αµάτι τον µικρό Αντόνιο. Στα χέρια του, που ήταν γεµάτα κάλους, στριφογύριζε έναν µικρό ξύλινο κύκνο σαν εκείνους που κάποτε έφτιαχνε ο Αλεσάντρο αλλά πολύ πιο τέλειο και ντελικάτο. Ο µεγάλος δάσκαλος Αµάτι δεχόταν τουλάχιστον δύο τέτοιες επισκέψεις κάθε εβδοµάδα. Καµιά φορά οι επίδοξοι µαθητευόµενοι έρχονταν φορτωµένοι δώρα και τα παρέδιδαν στον τεχνίτη χωρίς ντροπή, προσδοκώντας να κερδίσουν µε αυτό τον τρόπο τη συµπάθειά του. Καθόλου δε γνώριζαν τον καλύτερο κατασκευαστή εγχόρδων της εποχής. Σχεδόν πάντα, ο κακοκαρδισµένος µικρός και οι γονείς του, αν τον συνόδευαν, πήγαιναν από κει που είχαν έρθει, παίρνοντας µαζί τα δώρα που νόµιζαν ότι θα τους άνοιγαν τις πόρτες του φηµισµένου εργαστηρίου. Ο Αντόνιο δε θυµόταν τι είχε απαντήσει, αν και πολύ πιθανόν αυτό να µην είχε την παραµικρή σηµασία. Ο τεχνίτης είχε αναγνωρίσει σ εκείνο το ασθενικό παιδί που έστεκε στην πόρτα του εργαστηρίου τρέµοντας σαν το φύλλο το χέρι ενός µεγάλου καλλιτέχνη. Την ίδια κιόλας µέρα ο Αντόνιο έγινε ένας από τους εκλεκτούς. Άρχισε να µαθαίνει πώς να ετοιµάζει το ξύλο, το βερνίκι και τις κόλλες, να σκουπίζει, να ξεχωρίζει το πολύτιµο πριονίδι, να καθαρίζει και να συµµαζεύει τα εργαλεία της δουλειάς στο τέλος της κοπιαστικής ηµέρας και να βγάζει τους λεκέδες από βερνίκι που κολλούσαν στο πάτωµα και στους πάγκους της δουλειάς. Τα δύο πρώτα χρόνια δεν τον άφησαν να πλησιάσει εκείνα τα θαυµαστά ξανθόχρυσα όργανα που µόλις τελείωνε η κατασκευή τους έφευγαν από το εργαστήρι µε προορισµό τις ισχυρότερες αυλές της Ευρώπης. Υπό τη στενή επίβλεψη των πιο έµπειρων τεχνιτών, ο Αντόνιο άρχισε σιγά σιγά να προοδεύει στη δουλειά, να ετοιµάζει τα κοµµάτια, να τα ενώνει µε κόλλα και να περνά βερνίκι µέχρι που, επιτέλους, κλείνοντας τα είκοσι ένα, κατασκεύασε το πρώτο του βιολί και το υπέγραψε ως alumnus Nicolai Amati. Αλησµόνητη χρονιά το 1666. Ο πανικός είχε κυριεύσει τον
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 21 κόσµο. Παρόλο που η Εκκλησία προσπαθούσε να καθησυχάσει το ποίµνιο και οι Αρχές καταδίωκαν τους µάντεις κακών που αναστάτωναν το λαό, οι προληπτικοί πολίτες πίστευαν ότι πλησίαζε το τέλος του κόσµου. Παντού ξεφύτρωναν σαν τα ζιζάνια λεγεώνες καιροσκόπων και ψευδοπροφητών που παρότρυναν τους µωρόπιστους να µετανοήσουν για τις αµαρτίες τους και να ετοιµαστούν για την έλευση του Αντίχριστου. Οι πιο πτωχοί τω πνεύµατι ξεπουλούσαν τα υπάρχοντά τους, συνήθως σε κάποιον έξυπνο ή αδιάντροπο ακόλουθο του Σατανά, και άφηναν τα σπίτια τους, πεπεισµένοι ότι αν έκαναν κάποιο ιερό προσκύνηµα θα κέρδιζαν τη Βασιλεία των Ουρανών πριν ηχήσουν οι σάλπιγγες της ευτέρας Παρουσίας. Οι Αρχές είδαν κι έπαθαν για να διατηρήσουν την τάξη. Όσοι ανήκαν στα κατώτερα στρώµατα, πεπεισµένοι ότι το τέλος πλησίαζε, δε θέλησαν να χαραµίσουν τις µέρες που τους έµεναν και άρχισαν τις σπασµωδικές κινήσεις. Άλλοι, πιο παραιτηµένοι, απλώς εγκατέλειψαν δουλειά και οικογένεια περιµένοντας να σηµάνει η ύστατη ώρα. Σε όλες τις µεγάλες πόλεις σηµειώθηκαν ταραχές και φασαρίες. Το πλήθος, βλέποντας ότι ο Θεός το εγκατέλειπε, έκαψε µέσα στην απελπισία του κάµποσες εκκλησίες, συχνά µε τον ιερέα µέσα. Καµιά φορά η φωτιά απλωνόταν σε ολόκληρη την πόλη, και αν τύχαινε να συµβεί κανένα µοιραίο, θεωρούνταν θείο σηµάδι. Σαν πέρασε η χρονιά χωρίς να έρθει η Αποκάλυψη, ο Αντόνιο, που είχε κρατηθεί µακριά απ αυτή την παραφροσύνη, παντρεύτηκε τη Φραντσέσκα Φεραµπόσκι, µια νέα χήρα δυο χρόνια µικρότερή του. Η κοπέλα δεν ήταν καλλονή και ήταν δύσκολο να βρεθεί ο επόµενος σύζυγος. Παρ όλα αυτά, ο πατέρας της αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του, λέγοντας ότι ένας απλός µαθητευόµενος σε ένα εργαστήρι, κι ας ήταν του φηµισµένου Αµάτι, δεν ήταν κατάλληλος για την κόρη του. Για δεκατέσσερα ακόµη χρόνια ο Αντόνιο υπέγραφε ως µαθητής του Αµάτι και µάθαινε την τέχνη στους νέους µαθητευό-
22 Ι. ΜΠΙΤΖΙ µενους. Ονειρευόταν όµως τη µέρα που θα έφευγε για να ανοίξει το δικό του εργαστήρι και να αφήσει ελεύθερες τις δηµιουργικές του ανησυχίες. Θεωρούσε υπερβολικά τυποποιηµένη την τεχνική του δασκάλου του και των υπόλοιπων κατασκευαστών. Οι διαστάσεις και οι αναλογίες των οργάνων ήταν πάντα ίδιες, όπως και τα συστατικά των βερνικιών και τα ξύλα που επέλεγαν. Κανείς δεν τολµούσε να καινοτοµήσει, να αναζητήσει νέα υλικά, να δοκι- µάσει καινούργια µεγέθη. Τέτοιες ιδέες, που στοιβάζονταν στο νου του Αντόνιο, ο δάσκαλός του αρνούνταν να τις αποδεχθεί. Ώσπου µια µέρα σαν τις άλλες, όταν ο Αντόνιο είχε κλείσει τα τριάντα έξι και είχε αναγνωριστεί ως ο καλύτερος µαθητής που είχε περάσει ποτέ από τα χέρια του δασκάλου Αµάτι, εµφανίστηκε στο εργαστήρι ο αρχιεπίσκοπος της Τσεζένα. Εκείνο το πρωί, όταν µαθεύτηκε ότι ο αρχιεπίσκοπος είχε έρθει στην πόλη και επιθυµούσε να επισκεφθεί το εργαστήρι, ο Αµάτι είχε διατάξει τους µαθητές του να καθαρίσουν το χώρο, να κρύψουν τα κοµµάτια µε τη µικρότερη αξία και να µαζέψουν τα βερνίκια που ίσως προσέβαλλαν την όσφρηση του κληρικού. Ο δοµινικανός καρδινάλιος, γόνος ευγενούς και πάµπλουτης οικογένειας που είχε ήδη χαρίσει στην Εκκλησία δύο πάπες, είχε κάνει κι άλλες φορές χρήση των υπηρεσιών του τεχνίτη για να αποκτήσει κάποιο εξαιρετικό µουσικό όργανο µε το οποίο θα ανταπέδιδε κάποια χάρη ή θα κέρδιζε τη συµπάθεια κάποιου µέλους της Ρωµα κής Κουρίας ή της τάξης των ευγενών. Ο καρδινάλιος έδειξε µεγάλο ενδιαφέρον για την τέχνη του luthier, του κατασκευαστή των οργάνων. Έκανε ερωτήσεις, έπιανε µισοτελειωµένα όργανα και τα εξέταζε ενώ παρίστανε ότι άκουγε µε µεγάλη προσοχή τις περίπλοκες εξηγήσεις του Αµάτι. Εµφανώς εντυπωσιασµένος, εξέφρασε την επιθυµία να ευλογήσει τους βοηθούς του τεχνίτη. Όταν έφτασε η σειρά του Αντόνιο, εκείνος, όπως όλοι σχε-
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 23 δόν οι υπόλοιποι µαθητευόµενοι, ένιωσε περισσότερο τροµαγ- µένος παρά ευγνώµων. Οι φτωχοί ξέρουν από πρώτο χέρι ότι η βούληση των ισχυρών είναι ευµετάβλητη. Έλαβε την ευλογία του καρδινάλιου κι έσκυβε να φιλήσει το εντυπωσιακό δαχτυλίδι, όταν µια φράση που ψιθύρισε στο αυτί του ο ιερωµένος κορύφωσε τον τρόµο του. Όταν σήκωσε το βλέµµα δίχως να πιστεύει στ αυτιά του, ο καρδινάλιος δεν του έδωσε καµία σηµασία. Να είχε άραγε ονειρευτεί τα όσα είχε ακούσει; Άξαφνα ο καρδινάλιος φάνηκε να βιάζεται. Ο Αµάτι, συνηθισµένος στη συναναστροφή µε τους ιδιότροπους άρχοντες, τον συνόδευσε µέχρι την άµαξά του, παραξενεµένος από το γεγονός ότι ο ιερωµένος έφευγε χωρίς να κάνει καµία παραγγελία, όπως συνήθιζε στις σπάνιες επισκέψεις του. Εκείνο το βράδυ, όταν ο Αντόνιο καληνύχτισε τους άλλους µαθητευόµενους και βγήκε από το εργαστήρι, κοίταξε τους έρη- µους δρόµους γύρω του. Άρχισε να περπατά ανακουφισµένος, σφιχτοτυλιγµένος στο τριµµένο πανωφόρι του. Σαν έφτασε στον καθεδρικό, από τον οποίο περνούσε υποχρεωτικά για να πάει στο σπίτι του, µια σκιά ξεκόλλησε από τον τοίχο και τον πλησίασε. Ο µαθητευόµενος του Αµάτι αναγνώρισε τον αµαξά του καρδινάλιου και τον κυρίευσε πάλι ο τρόµος. Ήταν αλήθεια λοιπόν, σκέφτηκε. εν είχε φανταστεί τα λόγια του καρδινάλιου. Του είχε πράγµατι ζητήσει να συναντηθούν εκείνη τη νύχτα χωρίς να το µάθει κανείς. Ο αµαξάς, ένας κακοµούτσουνος άντρας που έµοιαζε µε απατεώνα, του έκανε νόηµα να τον ακολουθήσει. Η χειρονοµία µπορούσε να ερµηνευτεί ως πρόσκληση, µα ήταν φανερό ότι δεν περίµενε απάντηση. Ο καθεδρικός ήταν κατασκότεινος. Ο Αντόνιο πήγαινε κα- µιά φορά αν και δεν ήταν η ενορία του, µα δεν είχε ξαναµπεί εκεί µέσα τόσο αργά το επιβλητικό κτίσµα και το κρύο τον έκαναν να ανατριχιάσει. Μαζί µε τον αµαξά διέσχισαν το κεντρικό κλίτος κι έφτασαν σε µια πόρτα στη µια πλευρά. Από εκεί ανέ-
24 Ι. ΜΠΙΤΖΙ βηκαν µια ατέλειωτη σκάλα κι έφτασαν σε έναν κακοφωτισµένο διάδροµο, στο βάθος του οποίου αχνοφαινόταν µια εντυπωσιακή διπλή πόρτα. Ο αµαξάς χτύπησε σιγανά, άνοιξε, άφησε τον Αντόνιο να περάσει κι έκλεισε ξανά την πόρτα πίσω του. Ο µαθητευόµενος του Αµάτι έµεινε εκεί για τέσσερις ολόκληρες ώρες, που πέρασαν σε µια στιγµή. Όσα άκουσε εκείνη τη νύχτα δεν τα διηγήθηκε σε κανέναν, τα πήρε µαζί του στον τάφο. Όταν η πόρτα άνοιξε ξανά, ο αµαξάς τον συνόδευσε ως την είσοδο του ναού και µέχρι να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε είχε βρεθεί πάλι έξω, µόνος, και είχε πάρει το δρόµο για το σπίτι του, λες κι εκείνη η συνάντηση δεν είχε γίνει, λες και δεν είχε ειπωθεί ποτέ τίποτα. Μα εκείνη η νύχτα άλλαξε τα πάντα στη ζωή του τεχνίτη. εν µπόρεσε να κοιµηθεί πέρασε τις επόµενες ώρες σκεπτόµενος τα λόγια του καρδινάλιου. Θυµόταν µε κάθε λεπτοµέρεια τον µακροσκελέστατο λόγο του, που, αν ποτέ έφτανε στα αυτιά της Ιεράς Εξέτασης, θα τον έστελνε να σαπίσει στη φυλακή, ίσως µάλιστα µαζί µε τον ίδιο τον καρδινάλιο. Έµαθε για την Καββάλα των Εβραίων, για την αλχηµεία, για τα ερµητικά κείµενα των Αιγυπτίων, τους Πυθαγόρειους, τη µουσική των σφαιρών και άλλα θέµατα εξίσου αιρετικά, που ως τότε αγνοοούσε παντελώς, αλλά και για έναν Γερµανό ευγενή, τον Κρίστιαν Ρόζενκρο τς, που είχε µάθει όλα αυτά τα µυστικά στη µακρινή Ανατολή. Με µεγάλη ταραχή και µε κοµµένη την ανάσα, είχε ακούσει τον καρδινάλιο να µιλά για έναν Παγκόσµιο Νου στον οποίο τα πάντα ήταν µέρος του Θεού, χωρίς διάκριση ανάµεσα σε ζώα, φυτά ή ανθρώπους, ούτε ανάµεσα σε χριστιανούς, Εβραίους και µουσουλµάνους. Υπήρχε ένας Θεός, διαφορετικός από εκείνον στον οποίο προσευχόταν ο Αντόνιο, που δεν επενέβαινε στην τροπή των πραγµάτων και δεν κατοικούσε στον Ουρανό. Άκουσε µε τρόµο τον καρδινάλιο να αρνείται την ύπαρξη της κόλασης, µε την οποία απειλούσε τους µωρόπιστους µια Εκκλησία που εκείνος εκπροσωπούσε.
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 25 Ένας αγράµµατος σαν τον Αντόνιο δε θα διανοούνταν ποτέ να µην πιστέψει τα λόγια ενός καρδινάλιου, όσο απίστευτα και αν ακούγονταν. Ούτε στιγµή δεν πέρασε από το µυαλό του ότι το υψηλόβαθµο στέλεχος της Κουρίας µπορούσε να κάνει λάθος. Το πιο συγκλονιστικό όµως είχε έρθει στο τέλος εκείνου του πολύπλοκου κηρύγµατος, όταν ο καρδινάλιος είχε µιλήσει ανοιχτά για τις προθέσεις του: ήταν ικανός ο Αντόνιο να εκτελέσει µια περίπλοκη παραγγελία που θα άλλαζε το πεπρωµένο της ανθρωπότητας; Στρίβοντας το φθαρµένο τσόχινο καπέλο ανάµεσα στα χέρια του, ο Αντόνιο προσπαθούσε να καταλάβει την περιπλοκότητα του µεγαλειώδους εκείνου σχεδίου. Η εργασία ήταν εξαιρετικά δύσκολη και δεν µπορούσε να απορρίψει το ενδεχόµενο να ήταν λανθασµένες οι ασαφείς φόρµουλες που θα του παρέδιδαν. Από την άλλη, ήξερε ότι, αν κάποιος ήταν ικανός να τα καταφέρει, αυτός ήταν ο ίδιος. Κανείς, ούτε καν ο δάσκαλός του, όσο και αν του κόστιζε να το παραδεχτεί, δεν κατείχε την τέχνη της κατασκευής του βιολιού όπως ο Αντόνιο. Είχε ένα έµφυτο χάρισµα, που ο Αµάτι ζήλευε κρυφά και που του επέτρεπε να νιώθει τις συχνότητες δίχως τη βοήθεια κανενός οργάνου. Αρκούσε να πιάσει το όργανο στα χέρια του για να ακούσει τη µουσική του. Και όλα αυτά πέρα από την εκπληκτική ικανότητά του στην ξυλογλυπτική. Πέρα από µια παθιασµένη πρόκληση για τις ικανότητές του, η αποδοχή της παραγγελίας σήµαινε όχι µόνο χρήµατα αλλά και επιρροή, αφού τα χρήµατα από µόνα τους δεν αρκούσαν για να ανοίξει το δικό του εργαστήρι στον κλειστό, φθονερό κύκλο των συντεχνιών. Και τα δύο µαζί θα του επέτρεπαν να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Αµάτι και να εφαρµόσει τις καινοτοµίες που τόσο καιρό καθυστερούσε και που του έτρωγαν τα σωθικά. Τα χρήµατα θα έφταναν µάλιστα για να αγοράσει ένα σπίτι και να τακτοποιήσει τη Φραντσέσκα και τους δύο γιους τους. Ο ελάχιστος µισθός του µετά βίας έφτανε για να νοικιάζει δύο δωµάτια σε ένα σπίτι έξω από την πόλη και να τρέφει και
26 Ι. ΜΠΙΤΖΙ τους τέσσερις. Καµιά φορά αναγκαζόταν να βοηθά και η Φραντσέσκα, πλένοντας και ράβοντας για λογαριασµό τρίτων για να συµπληρώσει το εισόδηµα της οικογένειας. Χωρίς περισσότερη σκέψη, ο Αντόνιο δέχτηκε την παραγγελία, δίχως όµως να αγνοήσει την τελευταία προειδοποίηση του τότε καρδινάλιου: «Άκουσε, παιδί µου», είχε πει ο κληρικός ολοκληρώνοντας το λόγο του. «Αυτά που είπαµε απόψε εδώ µέσα δεν πρέπει να βγουν από αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Ποτέ. Ξέχασε ότι ήρθες εδώ. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Η προειδοποίηση ήταν αχρείαστη. Ο καρδινάλιος ίσως µπορούσε να σωθεί, αλλά ο Αντόνιο δε θα γλίτωνε τη φυλακή, ίσως και κάτι χειρότερο, αν έκανε την ανοησία να φανεί αδιάκριτος. Την ίδια κιόλας εβδοµάδα αποχαιρέτησε τον Νικολό Αµάτι και µε τα χρήµατα που του είχε προκαταβάλει ο κληρικός αγόρασε ένα τρίπατο σπίτι στην Πιάτσα Σαν Ντοµένικο. Στο ισόγειο έστησε το εργαστήρι και το κατάστηµα για να δέχεται την πελατεία που κάποτε θα άρχιζε να καταφτάνει, ενώ στην ταράτσα σκεφτόταν να βγάζει τις µελλοντικές του δηµιουργίες για να στεγνώνουν στον ήλιο. Η Φραντσέσκα, τόσο έκπληκτη από την ξαφνική αλλαγή της τύχης τους όσο και οι συγγενείς, γείτονες και φίλοι, ενθουσιάστηκε µε το σπίτι. Τώρα πια δε θα χρειαζόταν να ξαναδουλέψει, ούτε να ξαναζήσει την ντροπή της ανέχειας. Εκείνος που δεν καλοδέχτηκε το νέο ήταν ο Αµάτι: Στην αρχή νόµισε ότι ο ταλαντούχος µαθητευόµενός του τον πίεζε για να τον προαγάγει σε κατασκευαστή, κάτι το οποίο ήταν διατεθειµένος να δεχτεί µε λίγο παζάρεµα, γιατί ήταν τσιγκούνης αλλά όχι ανόητος. Ο γερο-δάσκαλος, που ζήλευε την τέχνη του µαθητή του, δεν το έβαλε κάτω όταν τον είδε να ανεξαρτητοποιείται. Ήξερε ότι τελευταία η φήµη του Αντόνιο είχε απλωθεί και δε φοβόταν µόνον ότι θα έχανε τον καλύτερο βοηθό του αλλά και ότι ο ανταγωνισµός από τον καινούργιο κατασκευαστή θα έβαζε σε κίνδυνο τη δική του επιχείρηση.
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 27 Έκανε ό,τι µπορούσε για να εµποδίσει το άνοιγµα του νέου εργαστηρίου. Ύστερα προσπάθησε να απαξιώσει την τέχνη του Αντόνιο ενώπιον της συντεχνίας, κατηγορώντας τον για προχειρότητα, επιπολαιότητα και αναξιοπιστία. Μα ούτε αυτό είχε το επιθυµητό αποτέλεσµα οι υπόλοιποι κατασκευαστές είχαν ακούσει τις φήµες που κυκλοφορούσαν σχετικά µε την πιθανή ταυτότητα του Μαικήνα που στήριζε τον νέο κατασκευαστή και δε θέλησαν να εµπλακούν στη διένεξη. Τέλος, απελπισµένος µέσα στην οργή του, ο Αµάτι έστειλε τον πρώην µαθητή του στην Ιερά Εξέταση. Τον κατηγόρησε για βλάσφηµο και αλχηµιστή, λόγω των ουσιών που αναµείγνυε υποστήριξε ότι λάτρευε τον ιάβολο και ότι από τη συµφωνία που είχε κάνει µαζί του τώρα κατείχε µια περιουσία που κανείς δεν ήξερε από πού προερχόταν. Ο Αντόνιο εκλήθη να καταθέσει στο δικαστήριο των δοµινικανών που χειριζόταν τα θέµατα της Ιεράς Εξέτασης στην περιοχή, κι έτρεξε έντροµος να παρουσιαστεί. Τον κράτησαν για δύο ώρες σε έναν ζοφερό διάδροµο, όπου είχε αρχίσει να φαντάζεται τα χειρότερα βασανιστήρια, χωρίς κανείς να του δίνει σηµασία. Τελικά εµφανίστηκε ένας κατώτερος κληρικός του τάγ- µατος και του ανακοίνωσε ότι µπορούσε να πηγαίνει, δίχως άλλες εξηγήσεις. Ο Αντόνιο υπάκουσε, εµφανώς ανακουφισµένος, µα δεν έµαθε ποτέ γιατί είχαν αποσυρθεί οι σοβαρότατες κατηγορίες που τον βάρυναν. Ούτε ο Αµάτι έµαθε ποτέ το λόγο, ωστόσο από κάποια ασαφή υπονοούµενα κατάλαβε ότι έπρεπε να αφήσει ήσυχο τον παλιό του µαθητή. Μια µέρα βρήκε το ακέφαλο κουφάρι ενός τράγου να κρέµεται πάνω από το σκαφίδι µε τα βερνίκια του αργοσταλάζοντας αίµα. Το κιτρινωπό βερνίκι που χρησιµοποιούσε ο Νικολό εδώ και τόσα χρόνια είχε γίνει κόκκινο, σαν αυτό που είχε αρχίσει να χρησιµοποιεί ο Αντόνιο. Ο γερο-δάσκαλος κατάλαβε αµέσως την προειδοποίηση. Παραιτηµένος, µα νιώθοντας ακόµα περισσότερο φθόνο για τον Αντόνιο, περιορίστηκε στην ευχαρίστηση
28 Ι. ΜΠΙΤΖΙ της επίγνωσης ότι τα όργανα που κατασκεύαζε εκείνος έπιαναν στην αγορά τρεις φορές περισσότερα χρήµατα από του Αντόνιο. Εκείνος, χωρίς πιέσεις και ευθύνες πια, αφοσιώθηκε επιτέλους στη δουλειά του. Πολύ σύντοµα κατάλαβε ότι οι γνώσεις που είχε αποκτήσει στα χρόνια της µαθητείας του δεν αρκούσαν για να λύσει τις τεχνικές δυσκολίες που παρουσίαζε το εξαιρετικό καθήκον το οποίο είχε αναλάβει. Θα χρειαζόταν να εξαντλήσει όλη την υποµονή, τη δεξιότητα και την αφοσίωσή του. Ξεκίνησε µελετώντας την τέχνη των άλλων σχολών: τις διαφορετικές τεχνικές κατασκευής, τα συστατικά των βερνικιών, την επεξεργασία του ξύλου, τις συνθήκες της υγρασίας και τις θερµοκρασίες. Ρώτησε, συζήτησε, ερεύνησε και διαπίστωσε, µα όλα µάταια. Η τεχνογνωσία που χρειαζόταν ήταν άγνωστη προς το παρόν. Όταν πια το συνειδητοποίησε, σταµάτησε να ψάχνει τις απαντήσεις στα βιβλία, στα προσχέδια και στους γέρους δασκάλους και αφοσιώθηκε στον πειραµατισµό µε νέες ιδέες. Άρχισε να δοκιµάζει διαφορετικά ξύλα και νέες ουσίες για τα λούστρα και τις χορδές. Άλλαξε τις διαστάσεις των βιολιών κάνοντάς τα πιο µακριά, πιο µεγάλα και πιο επίπεδα, κάτι που τους έδινε έναν ήχο πιο έντονο, διαπεραστικό και ισχυρό. Εν τω µέσω των δοκιµών δέχτηκε µια επίσκεψη που του είχε προαναγγείλει ο δοµινικανός καρδινάλιος. Ένας ηλικιωµένος Εβραίος του δίδαξε κάτι που ως τότε αγνοούσε: πώς να συντονίζει τους τρόπους αντήχησης καθενός από τα κοµµάτια του ξύλου που απαρτίζουν ένα βιολί µε συγκεκριµένες συχνότητες. Η ανακάλυψη εκείνη ήταν ζωτικής σηµασίας για την εργασία του. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο τον είχε διαλέξει ο καρδινάλιος. Η ακρίβεια των συχνοτήτων ήταν το κλειδί που χώριζε την επιτυχία από την αποτυχία, και σε αυτό κανείς δεν µπορούσε να συγκριθεί µαζί του. Πέρασαν δέκα χρόνια σκληρής προσπάθειας, µελέτης, πειρα- µατισµών και αποτυχιών. έκα ατέλειωτα χρόνια στα οποία από το εργαστήρι του Αντόνιο βγήκαν έργα τέχνης, παρότι το ταλέντο
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 29 του δεν είχε αγγίξει ακόµη το ζενίθ. Μα τα όργανα εκείνα δεν κατάφερναν να ευχαριστήσουν το δηµιουργό τους γιατί δεν έφταναν στην τελειότητα που αποζητούσε ο Αντόνιο. Στα δέκα εκείνα χρόνια, το έργο που είχε αναλάβει έγινε µια εµµονή που τον αποµάκρυνε από την οικογένειά του, αν και την αύξησε µε τέσσερις ακό- µα γιους, και από τους λιγοστούς φίλους του. Ήταν δέκα χρόνια στα οποία δεν είχε καµία είδηση από τον καρδινάλιο, ο οποίος, το δίχως άλλο απορροφηµένος από τις εσωτερικές διαµάχες της Κουρίας, φαινόταν να έχει λησµονήσει την παραγγελία. Το 1690, σε ηλικία σαράντα έξι ετών, κατάφερε επιτέλους να τελειώσει το πρώτο όργανο που πληρούσε τις προ ποθέσεις της παραγγελίας. Ήταν ενα θαυµάσιο βιολοντσέλο, που το ονόµασε Ιανουάριο, προς τιµήν του Ρωµαίου θεού Ιανού, προστάτη της αρχής κάθε δραστηριότητας, στην οποία χάριζε αίσιο τέλος. Οχτώ χρόνια αργότερα η Φραντσέσκα, από την οποία είχε αποµακρυνθεί σταδιακά, πέθανε από υψηλό πυρετό, αφήνοντάς τον µόνο µε τους έξι γιους τους. Τη µοναξιά του, την οποία φοβόταν πολύ, δεν άργησε να την απαλύνει µε το γάµο του µε την Αντόνια Μαρία Τζαµπέλι, µια όµορφη γυναίκα µε την οποία απέκτησε άλλα πέντε παιδιά. Τώρα πια και η Αντόνια αναπαυόταν εν ειρήνη στην εκκλησία του Σαν Ντοµένικο, έπειτα από µήνες αγωνιώδους πάλης µε την αρρώστια. Ο Αντόνιο έβλεπε µέρα µε τη µέρα τη γυναίκα του να χάνει όρεξη και βάρος. Ο πυρετός κατάκαιγε το κορ- µί της, την τσάκιζε και ρουφούσε από µέσα της κάθε ζωή. Τις νύχτες την αγωνία επιδείνωναν ο πόνος στο στέρνο, η αιµόπτυση και ο τροµερός βήχας. Το ξηµέρωµα της επόµενης µέρας την έβρισκε κάθιδρη και ακόµα πιο αδύναµη, ώσπου ένα πρωί δεν ξύπνησε. Ο Αντόνιο ήξερε ότι πολύ σύντοµα θα βρισκόταν κοντά της. Το φάσµα του θανάτου παραµόνευε στο προσκεφάλι του εδώ και εβδοµάδες, παίζοντας µαζί του. Μα δεν τον ένοιαζε. Ο ηράκλειος άθλος που του είχαν αναθέσει είχε ολοκληρωθεί, έπειτα
30 Ι. ΜΠΙΤΖΙ από µια ολόκληρη ζωή και µία χιλιάδα οργάνων που είχαν βγει από τα χέρια του. Μα τώρα που είχε τελειώσει το έργο τον απασχολούσε ένα µεγάλο πρόβληµα: Τι θα το έκανε; Ο δοµινικανός είχε πεθάνει δίχως να αφήσει οδηγίες για το τι έπρεπε να γίνει. Ο µόνος που γνώριζε την εµβέλεια του σχεδίου ήταν ο Αντόνιο. Έπρεπε να πάρει το µυστικό στον τάφο ή να το εµπιστευθεί σε κάποιον από τους γιους του για την περίπτωση που κάποιος το αναζητούσε; Και αν ήταν έτσι, σε ποιον θα το άφηνε; Αυτό αναρωτιόταν ενώ κοιτούσε απορροφηµένος τη φωτιά που είχε ανάψει για να ζεστάνει το εργαστήρι και να στεγνώσει το βερνίκι των οργάνων. Εκείνο το βράδυ είχε διώξει από νωρίς τόσο τους βοηθούς του όσο και τον Φραντσέσκο και τον Οµοµπόνο, τους µόνους από τους έντεκα γιους του που είχαν θελήσει να ακολουθήσουν τα βήµατα του πατέρα τους, και για τους οποίους ο Αντόνιο πίστευε µε πικρία ότι τους έλειπε η δεξιότητα. εν είχε χρειαστεί καµία δικαιολογία. Στο εργαστήρι κανείς δεν αµφισβητούσε τις εντολές του, όσο παράξενες και αν ήταν. Γι αυτό και µόλις τους έστειλε στο σπίτι µάζεψαν τα εργαλεία τους από τους πάγκους, σκούπισαν τα ροκανίδια και το πριονίδι από το πάτωµα, κρέµασαν τις ρόµπες και τις ποδιές της δουλειάς κι έφυγαν χαρούµενοι που είχαν ελεύθερο το απόγευµα. Ο Αντόνιο κλείδωσε την πόρτα του εργαστηρίου. Από ένα ντουλάπι το οποίο δεν επιτρεπόταν να αγγίξει κανείς έβγαλε το θαυµάσιο βιολί. Το ξεσκόνισε µε ένα φτερό, του πέρασε χορδές και το κούρδισε. Είχε φτάσει επιτέλους η µεγάλη στιγµή. Με κοµµένη την ανάσα, άδραξε το δοξάρι από αλογότριχες λευκών ρωσικών αλόγων και το πέρασε απαλά πάνω στις χορδές. Ανάβλυσε αµέσως ένας ήχος καθάριος, επιβλητικός. Ο Αντόνιο κοντοστάθηκε για µια στιγµή, πήρε κουράγιο και όρµησε
ΤΑ Ω ΕΚΑ ΣΤΡΑΝΤΙΒΑΡΙΟΥΣ 31 πάλι µε το δοξάρι, παίζοντας µια µουσική κλίµακα που ήξερε από µνήµης. Η κουρασµένη του καρδιά άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, συγκινηµένη. Ο ηλικιωµένος έπαιζε και ξανάπαιζε την κλίµακα σαν µεθυσµένος. Επιτέλους! Τα είχε καταφέρει. Άφησε το βιολί στα γόνατά του και από τα µάτια του άρχισαν να κυλούν δάκρυα. Είχε ολοκληρώσει την παραγγελία. Πέρασε το κοκαλιάρικο χέρι του από τον καβαλάρη του βιολιού και είπε µια προσευχή. Το όργανο, αµέτοχο στη συγκίνηση του δηµιουργού του, περίµενε να ξαναχα δέψουν τις χορδές του. Έχοντας ολοκληρώσει το καθήκον του, ο ηλικιωµένος ένιωσε ένα ιλιγγιώδες µείγµα από αντικρουόµενα συναισθήµατα. Ανακούφιση επειδή στάθηκε ικανός να τελειώσει µια κολοσσιαία εργασία. Θλίψη επειδή ήξερε ότι, τώρα που ο στόχος είχε πια καταρριφθεί, δεν του έµενε τίποτε άλλο. Υπερηφάνεια επειδή είχε επιβεβαιώσει τη µαεστρία του κατορθώνοντας το ακατόρθωτο. Περιέργεια και τρόµο µαζί, για τις συνέπειες που θα είχε το επίτευγ- µά του. Αµφιβολία επειδή δεν ήξερε τι να κάνει ούτε µε τις γνώσεις του ούτε µε τον καρπό της προσπάθειάς του. Όσο περνούσαν από το µυαλό του αυτές οι σκέψεις είχε πάρει στα χέρια του, στα οποία διακρίνονταν οι φλέβες, τα κόκαλα και οι ουλές µιας ζωής αφιερωµένης στη δουλειά, µια φθαρµένη Βίβλο και είχε αρχίσει να χα δεύει το εξώφυλλό της. Σε κείνο το βιβλίο φυλούσε τα πιο πολύτιµα µυστικά του: την τεχνική για να βερνικώνει τα όργανα, τις γνώσεις για την επεξεργασία, το βούρτσισµα και το χειρισµό κάποιων ξύλων, την υγρασία, τη θερµοκρασία και το στέγνωµα που απαιτούσε κάθε στάδιο της δηµιουργίας και άλλα πολλά. Μέσα στη Βίβλο όµως φυλούσε και κάτι άλλο, ακόµα πιο πολύτιµο. Με ένα αόρατο µελάνι, βασισµένο σε ένα διάλυµα χλωριδίου του κοβαλτίου, ο Αντόνιο είχε καταγράψει τις µυστικές συγχορδίες, τη φόρµουλα που του είχε δώσει ο καρδινάλιος, µε την οποία µπορούσε κανείς να µιλήσει µε τον Θεό. Και τώρα εί-
32 Ι. ΜΠΙΤΖΙ χε προσθέσει τον τρόπο αναγνώρισης των δώδεκα τέλειων οργάνων που είχαν τη δύναµη να θέσουν τη φόρµουλα σε λειτουργία. Όσο ο ηλικιωµένος σκεφτόταν, έξω έπεφταν παχιές νιφάδες χιονιού. Αν και δεν είχε πέσει ακόµη η βαρυχειµωνιά, κανείς δεν τολµούσε να βγει στο δρόµο τέτοια ώρα, εκτός από τους άστεγους ζητιάνους. Λίγο λίγο, υπνωτισµένος από τις φλόγες που χόρευαν µπροστά στα µάτια του, ο τεχνίτης άρχισε να πέφτει σε λήθαργο. Η φωτιά στο τζάκι, παραµεληµένη, άφησε να γλιστρήσουν µέσα στο εργαστήρι το κρύο και οι σκιές. Το βιολί παρέµενε ακίνητο στον ξύλινο θρόνο του, µακριά απ όσα συνέβαιναν γύρω του. Το πυρρόξανθο βερνίκι µε τα κοκκινωπά νερά, που τόσο άρεσαν στο δηµιουργό του, ακτινοβολούσε τις τελευταίες του λάµψεις. Το επόµενο πρωί, όταν οι γιοι του πήγαν να ανοίξουν το εργαστήρι, δεν εξεπλάγησαν που το δωµάτιο κάπνιζε, ούτε που βρήκαν τον πατέρα τους στην καρέκλα µπροστά στη χόβολη, µε το κορµί στηριγµένο σε έναν πάγκο. Παρά την ηλικία του, δεν ήταν ασυνήθιστο να µένει στο εργαστήρι, τυλιγµένος στο σκοτάδι και στη σιωπή, και να κοιµάται εκεί, όπως και τώρα. Μόνον όταν ο Οµοµπόνο, ο µικρότερος από τους δύο, θέλησε να τον σκεπάσει µε µια κουβέρτα, πρόσεξε τον σταχτή τόνο στο δέρµα του. Ο Αντόνιο κοιµόταν πια τον ύπνο των δικαίων µε έκφραση ειρηνική. Στα χέρια του κρατούσε ακόµη την τσαλακωµένη Βίβλο που ποτέ δεν είχε αφήσει τα παιδιά του να αγγίξουν και που περιείχε τα µεγάλα του µυστικά. Ενώ ο Οµοµπόνο έτρεχε να βρει ιερέα, ο Φραντσέσκο πήρε µαλακά το βιβλίο από τα χέρια του πατέρα του, αγνοώντας το κληροδότηµα που έκρυβε, και το άφησε πάνω στον πάγκο της δουλειάς. εν πρόσεξε ούτε ένα άγνωστο όργανο, τέλειο, έτοιµο, που ήταν ακουµπισµένο σε µια γωνιά. ύο µέρες αργότερα έγινε η κηδεία του µεγάλου τεχνίτη, που ετάφη δίπλα στη Φραντσέσκα και στην Αντόνια. Λίγο πριν κλείσουν το φέρετρο και αρχίσουν να το καρφώνουν, ο Οµοµπόνο έβαλε ξανά τη Βίβλο στα χέρια του Αντόνιους Στραντιβάριους.