C 271 E/293 P5_TA(2002)0011 Σύναψη συµβάσεων στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας και των µεταφορών ***I Νοµοθετικό ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου περί συντονισµού των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας και των µεταφορών (COM(2000)276 C5-0368/2000 2000/0117(COD)) ( ιαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο (COM(2000)276 ( 1 )), έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 47, παράγραφος 2, 55 και 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύµφωνα µε τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C5-0368/2000), έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισµού του, έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νοµικών Θεµάτων και Εσωτερικής Αγοράς και τις γνωµοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονοµικής και Νοµισµατικής Πολιτικής, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, ηµόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών καθώς και της Επιτροπής Βιοµηχανίας, Εξωτερικού Εµπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (A5-0379/2001), 1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε 2. ζητεί να του υποβληθεί εκ νέου η πρόταση σε περίπτωση που η Επιτροπή προτίθεται να της επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει µε νέο κείµενο 3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του στο Συµβούλιο και την Επιτροπή. ( 1 ) ΕΕ C29Ε της 30.1.2001, σ. 112. P5_TC1(2000)0117 Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου περί συντονισµού των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας και των µεταφορών (COM(2000)276 C5-0368/2000 2000/0117(COD)) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2, το άρθρο 55 και το άρθρο 95, έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής( 1 ), έχοντας υπόψη τη γνώµη της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής( 2 ), έχοντας υπόψη τη γνώµη της Επιτροπής των Περιφερειών( 3 ), αποφασίζοντας σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης ( 4 ), ( 1 ) ΕΕ C 29 Ε της 30.1.2001, σ. 112. ( 2 ) ΕΕ C 193 της 10.7.2001, σ. 1. ( 3 ) ΕΕ C 144 της 16.5.2001, σ. 23. ( 4 ) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17.1.2002.
C 271 E/294 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 Εκτιµώντας τα εξής: (1) Η οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισµού των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας των µεταφορών και των τηλεπικοινωνιών( 1 )όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου ( 2 ). Με την ευκαιρία των τροποποιήσεων που είναι αναγκαίες, προκειµένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις απλούστευσης και εκσυγχρονισµού που διατύπωσαν τόσο οι αναθέτουσες αρχές όσο και οι οικονοµικοί φορείς στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στην Πράσινη Βίβλο που εξέδωσε η Επιτροπή στις 27 Νοεµβρίου 1996 ( 3 ). Ενδείκνυται, εποµένως, για λόγους σαφήνειας η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας. (2) Οι διαδικασίες σύναψης συµβάσεων που εφαρµόζονται από φορείς που δραστηριοποιούνται στους τοµείς του ύδατος, της ενέργειας και των µεταφορών, απαιτούν συντονισµό που να βασίζεται στον στόχο της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου αξιόπιστων υπηρεσιών κοινού συµφέροντος σε προσιτές τιµές και στα άρθρα 14, 28 και 49 της Συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 97 της Συνθήκης Ευρατόµ, δηλαδή της αρχής της ίσης µεταχείρισης, της οποίας ιδιαίτερη έκφραση αποτελεί η αρχή περί µη εισαγωγής διακρίσεων, της αρχής της αµοιβαίας αναγνώρισης, της αναλογικότητας, της διαφάνειας, καθώς και µε βάση το άνοιγµα των συµβάσεων στον ανταγωνισµό. Λαµβάνοντας συγχρόνως υπόψη τους γενικούς στόχους που ορίζονται στα άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης ΕΚ, ο εν λόγω συντονισµός οφείλει να δηµιουργήσει ταυτόχρονα ένα πλαίσιο για θεµιτές εµπορικές πρακτικές, και να επιτρέψει τη µέγιστη δυνατή ευελιξία. (3) Τίποτε στην οδηγία αυτή δεν εµποδίζει οποιαδήποτε συµβαλλόµενη αρχή να επιβάλλει ή να εφαρµόζει µέτρα αναγκαία για τη δηµόσια ηθική, τη δηµόσια πολιτική, τη δηµόσια ασφάλεια, την υγεία και τη ζωή των ανθρώπινων όντων, της πανίδας και της χλωρίδας σύµφωνα µε τη Συνθήκη, ιδίως µε στόχο την αειφόρο ανάπτυξη, προκειµένου τα µέτρα αυτά να µη δηµιουργούν διακρίσεις και να µην είναι αντίθετα προς το στόχο του ανοίγµατος των αγορών στον τοµέα των δηµόσιων συµβάσεων. (4) Η κοινοτική νοµοθεσία και ιδιαίτερα οι κανονισµοί του Συµβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 της 14ης εκεµβρίου 1987, σχετικά µε τον καθορισµό των λεπτοµερειών εφαρµογής των κανόνων ανταγωνισµού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις στον τοµέα αεροπορικών µεταφορών( 4 ) και (ΕΟΚ) αριθ. 3976/87 της 14ης εκεµβρίου 1987, για την εφαρµογή του άρθρου 85, παράγραφος 3 της Συνθήκης σε ορισµένες κατηγορίες συµφωνιών και εναρµονισµένων πρακτικών στον τοµέα των αεροπορικών µεταφορών( 5 ), αποσκοπεί να δη- µιουργήσει όρους µεγαλύτερου ανταγωνισµού µεταξύ των φορέων που παρέχουν υπηρεσίες αεροπορικών µεταφορών στο κοινό. Κατά συνέπεια, δεν ενδείκνυται να συµπεριληφθούν οι εν λόγω φορείς στην παρούσα οδηγία. Λόγω του ανταγωνισµού που υπάρχει στις κοινοτικές θαλάσσιες µεταφορές, αντενδείκνυται επίσης να υπαχθούν οι συµβάσεις που συνάπτονται στον τοµέα αυτό στους κανόνες της παρούσας οδηγίας. (5) Σύµφωνα µε το άρθρο 6 της Συνθήκης, οι απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να ενσωµατωθούν στον καθορισµό και την εφαρµογή όλων των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων, ιδίως προκειµένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη. Η απαίτηση αυτή ισχύει και για τις πολιτικές και τις δραστηριότητες που αφορούν την οικοδό- µηση της εσωτερικής αγοράς, γενικώς, και ειδικότερα τις οδηγίες περί δηµοσίων συµβάσεων προµηθειών. Εποµένως, η παρούσα οδηγία ενσωµατώνει την κοινοτική πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη στο καθεστώς δηµοσίων προµηθειών. (6) Το πεδίο εφαρµογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ καλύπτει επι του παρόντος ορισµένες συµβάσεις που ανέθεταν φορείς οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στον τοµέα των τηλεπικοινωνιών. Για την απελευθέρωση του τοµέα των τηλεπικοινωνιών θεσπίστηκε ένα νοµοθετικό πλαίσιο, για το οποίο γίνεται λόγος στην τέταρτη έκθεση σχετικά µε την εφαρµογή της κανονιστικής δέσµης των τηλεπικοινωνιών της 25ης Νοεµβρίου 1998 ( 6 ). Πληροφοριακά, και λαµβάνοντας υπόψη την κατάσταση αυτή, η Επιτροπή δηµοσίευσε κατάλογο ( 7 ) των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών που είχαν ήδη αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρµογής της εν λόγω οδηγίας δυνάµει του άρθρου 8. Μια από τις συνέπειες της θέσπισής του ήταν η δηµιουργία όρων πραγµατικού ανταγωνισµού, τόσο εκ του νόµου όσο και εκ των πραγµάτων, στον τοµέα αυτό. Περαιτέρω πρόοδος επιβεβαιώθηκε στην πέµπτη έκθεση, της 10ης Νοεµβρίου 1999, για την εφαρµογή του πλέγµατος κανονιστικών ρυθµίσεων στις τηλεπικοινωνίες ( 8 ). εν είναι εποµένως απαραίτητο πλέον να ρυθµίζονται κανονιστικά οι αγορές που πραγµατοποιούνται από φορείς που δραστηριοποιούνται στον τοµέα αυτό. ( 1 ) ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σ. 84. ( 2 ) ΕΕ L 101 της 1.4.1998, σ. 1. ( 3 ) COM(96)583 τελικό. ( 4 ) ΕΕ L 374 της 31.12.1987, σ. 1. Κανονισµός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισµό (ΕΟΚ) αριθ. 2410/92 (ΕΕ L 240 της 24.8.1992, σ. 18). ( 5 ) ΕΕ L 374 της 31.12.1987, σ. 9. Κανονισµός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχωρήσεως της Αυστρίας, Φινλανδίας και Σουηδίας. ( 6 ) COM(98)594 τελικό. ( 7 ) ΕΕ C 156 της 3.6.1999, σ. 3. ( 8 ) COM(1999)537 τελικό.
C 271 E/295 (7) Επειδή οι αναθέτουσες αρχές ενδέχεται να εισάγουν ιδιαίτερους όρους όσον αφορά την εκτέλεση της σύµβασης υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι όροι αυτοί συνάδουν µε το κοινοτικό δίκαιο, έπεται ότι θα µπορούσαν να επιβληθούν όροι που έχουν σχέση µε την προώθηση στόχων κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής απασχόλησης συµπεριλαµβανοµένων και όρων υπέρ της απασχόλησης των αποκλεισµένων ή µειονεκτούντων ατόµων ή όρων που συµβάλλουν στην καταπολέµηση της ανεργίας. (8) Κατά συνέπεια, δεν ενδείκνυται πλέον ιδίως η διατήρηση συµβουλευτικής επιτροπής για τις συµβάσεις τηλεπικοινωνιών η οποία συστάθηκε µε την οδηγία 90/531/ΕΟΚ του Συµβουλίου ( 1 ). (9) Θα πρέπει ωστόσο να συνεχιστεί η παρακολούθηση της εξέλιξης της αγοράς τηλεπικοινωνιών και να επανεξεταστεί η κατάσταση εάν διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται πλέον πραγµατικός ανταγωνισµός στον εν λόγω τοµέα. (10) Η οδηγία 93/38/ΕΟΚ εξαιρεί από το πεδίο εφαρµογής της την αγορά υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας, τηλετυπίας, κινητής ραδιοτηλεφωνίας, τηλεειδοποίησης και µεταδόσεων µέσω δορυφόρου οι εξαιρέσεις αυτές θεσπίστηκαν προκειµένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι πολλές φορές οι εν λόγω υπηρεσίες µπορούσαν να παρέχονται από έναν µόνο πάροχο υπηρεσιών σε µια δεδοµένη γεωγραφική ζώνη λόγω απουσίας πραγµατικού ανταγωνισµού και ύπαρξης ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων. Η εισαγωγή πραγ- µατικού ανταγωνισµού στον τοµέα των τηλεπικοινωνιών δεν δικαιολογεί πλέον τις εξαιρέσεις αυτές. Είναι εποµένως απαραίτητο να ενσωµατωθεί η αγορά παρόµοιων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στο πεδίο εφαρµογής της παρούσας οδηγίας. (11) Η ρύθµιση του τοµέα του ύδατος, της ενέργειας και των µεταφορών µέσω της παρούσας οδηγίας δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες στους τοµείς αυτούς είναι σε ορισµένες περιπτώσεις δηµόσιοι και, σε άλλες, ιδιωτικοί. Η ανάγκη να εξασφαλισθεί ένα πραγµατικό άνοιγµα της αγοράς και µια ισόρροπη εφαρµογή των κανόνων σύναψης συµβάσεων στους προαναφερθέντες τοµείς απαιτεί να οριστούν οι αντίστοιχοι φορείς µ ε βάση άλλα κριτήρια και όχι το νοµικό τους καθεστώς. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει µέριµνα ώστε να µη θιγεί η αρχή της ίσης µεταχείρισης φορέων ανάθεσης του δηµόσιου τοµέα και φορέων ανάθεσης του ιδιωτικού τοµέα. Είναι επίσης απαραίτητο, σύµφωνα µε το άρθρο 295 της Συνθήκης, να µην προδικάζεται κατά κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη µέλη. (12) Ένας άλλος σηµαντικός λόγος για τη θέσπιση κανόνων συντονισµού των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων στους τοµείς αυτούς έχει να κάνει µε τους διαφορετικούς τρόπους µε τους οποίους οι εθνικές αρχές µπορούν να επηρεάσουν τη συµπεριφορά αυτών των φορέων, όπως, ιδίως, µε συµµετοχή στα κεφάλαιά τους ή µε εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης, διαχείρισης ή εποπτείας τους. (13) Ένας ακόµη από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητος ο συντονισµός των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων από φορείς που δραστηριοποιούνται στους τοµείς αυτούς είναι ο κλειστός χαρακτήρας των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται, ο οποίος οφείλεται στη χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων από τις εθνικές αρχές για τον εφοδιασµό, τη χρήση ή την εκµετάλλευση των δικτύων παροχής της συγκεκριµένης υπηρεσίας. (14) Θα πρέπει να διατυπωθεί κατάλληλος ορισµός της έννοιας των ειδικών και αποκλειστικών δικαιωµάτων. Ο ορισµός αυτός έχει ως συνέπεια ότι δεν συνιστά καθαυτό αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωµα, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, το γεγονός ότι ένας φορέας µπορεί, για τις ανάγκες της κατασκευής των δικτύων ή της τοποθέτησης λιµενικών ή αερολιµενικών εγκαταστάσεων, να κινήσει διαδικασία απαλλοτρίωσης υπέρ του δηµοσίου ή σύσταση δουλείας, ή να χρησιµοποιήσει το έδαφος, το υπέδαφος και το χώρο τον υπερκείµενο της δηµοσίας οδού προκειµένου να τοποθετήσει τον εξοπλισµό του δικτύου. Το γεγονός ότι ένας φορέας τροφοδοτεί µ ε πόσιµο ύδωρ, ηλεκτρισµό, αέριο ή θερµότητα ένα δίκτυο του οποίου την εκµετάλλευση έχει αναλάβει φορέας που απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων που χορηγούνται από αρµόδια αρχή του εκάστοτε κράτους µέλους επίσης δεν αποτελεί καθαυτό αποκλειστικό ή ειδικό δικαίωµα κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. (15) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρµόζεται στις συµβάσεις για την παροχή των υπηρεσιών που ορίζονται στα άρθρα 3 έως 6 της παρούσας οδηγίας ούτε στους διαγωνισµούς µελετών που διοργανώνονται για τη διεξαγωγή τέτοιων δραστηριοτήτων, εάν στο κράτος µέλος στο οποίο ασκούνται οι εν λόγω δραστηριότητες είναι απευθείας εκτεθειµένες στον ανταγωνισµό σε αγορές όπου η πρόσβαση δεν είναι περιορισµένη. Θα πρέπει λοιπόν να θεσπιστεί ένας µηχανισµός που να εφαρµόζεται σε όλους τους τοµείς τους οποίους αφορά η παρούσα οδηγία και να επιτρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα αποτελέσµατα µιας απελευθέρωσης στο παρόν ή στο µέλλον. Ένας τέτοιος µηχανισµός θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου στους ενδιαφερόµενους φορείς και µια κατάλληλη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις προθεσµίες τις οποίες έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή προκειµένου να λάβει την απόφασή της σχετικά µε την πιθανή απαλλαγή του συγκεκριµένου τοµέα. ( 1 ) ΕΕ L 297 της 29.10.1990, σ. 1.
C 271 E/296 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 (16) Η απευθείας έκθεση στον ανταγωνισµό πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειµενικών κριτηρίων που να λαµβάνουν υπόψη τους τα ειδικά χαρακτηριστικά του ενδιαφερόµενου τοµέα. Η εφαρµογή της προσήκουσας κοινοτικής νοµοθεσίας για την απελευθέρωση ενός συγκεκριµένου τοµέα ή ενός µ έρους του θεωρείται επαρκές τεκµήριο ελεύθερης πρόσβασης στην εν λόγω αγορά. Η προαναφερόµενη προσήκουσα νοµοθεσία επισηµαίνεται σε παράρτηµα το οποίο µπορεί να ενηµερώνει µε νέα στοιχεία η Επιτροπή. Όταν η πρόσβαση σε µια συγκεκριµένη αγορά δεν έχει απελευθερωθεί από κοινοτική νοµοθεσία, τα κράτη µέλη οφείλουν να καταδείξουν ότι η εν λόγω πρόσβαση είναι ελεύθερη εκ του νόµου και εκ των πραγµάτων. (17) Όταν µια δραστηριότητα ασκείται από δηµόσια αρχή κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η ανταγωνιστική πίεση που προκύπτει από την απευθείας έκθεση της εν λόγω δραστηριότητας στον ανταγωνισµό σε αγορές όπου η πρόσβαση δεν είναι περιορισµένη µπορεί να µην είναι επαρκής έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις που λαµβάνονται στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης συµβάσεων βασίζονται αποκλειστικά σε κριτήρια οικονοµικού χαρακτήρα. Θα πρέπει λοιπόν οι συµβάσεις που συνάπτουν οι δηµόσιες αρχές σε παρόµοιες καταστάσεις να εξακολουθήσουν να ρυθµίζονται από την παρούσα οδηγία. Ο γενικός µηχανισµός απαλλαγών δεν πρέπει λοιπόν να εφαρµόζεται στις δραστηριότητες που ασκούν οι δηµόσιες αρχές. (18) Προκειµένου να αποφευχθεί η εφαρµογή πληθώρας ειδικών καθεστώτων σε ορισµένους τοµείς αποκλειστικά, θα πρέπει το ειδικό καθεστώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 3 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ και το άρθρο 12 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου ( 1 ), όσον αφορά τους φορείς που εκµεταλλεύονται µια γεωγραφική περιοχή µε σκοπό την αναζήτηση, εξόρυξη ή συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίµων, να αντικατασταθεί από το γενικό µηχανισµό που επιτρέπει την απαλλαγή των τοµέων που είναι απευθείας εκτεθειµένοι στον ανταγωνισµό. Πρέπει ωστόσο να εξασφαλιστεί ότι αυτό θα γίνει µε την επιφύλαξη των αποφάσεων της Επιτροπής 93/676/ΕΟΚ, της 10ης εκεµβρίου 1993 µε την οποία θεσπίζεται ότι η εκµετάλλευση γεωγραφικών περιοχών µε σκοπό την αναζήτηση ή εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου δεν θεωρείται στις Κάτω Χώρες ως δραστηριότητα αναφερόµενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β), σηµείο i) της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 17ης Σεπτεµβρίου 1990, και ότι οι φορείς που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται στις Κάτω Χώρες ότι απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας ( 2 ) και 97/367/ΕΚ, της 30ής Μαι ου 1997 µε την οποία θεσπίζεται ότι η εκµετάλλευση γεωγραφικών περιοχών µε σκοπό την αναζήτηση ή εξόρυξη πετρελαίου ή φυσικού αερίου δεν θεωρείται στο Ηνωµένο Βασίλειο ως δραστηριότητα αναφερόµενη στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β), σηµείο i) της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συµβουλίου και ότι οι φορείς που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές δεν θεωρούνται στο Ηνωµένο Βασίλειο ότι απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας ( 3 ). (19) Ορισµένοι φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες µεταφορών µε δηµόσιο λεωφορείο που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρµογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ θα πρέπει να εξαιρούνται επίσης από το πεδίο εφαρµογής της παρούσας οδηγίας. Από την άλλη πλευρά, προκειµένου να αποφευχθεί η εφαρµογή πληθώρας ειδικών καθεστώτων σε ορισµένους τοµείς αποκλειστικά, θα πρέπει ο γενικός µηχανισµός που επιτρέπει να λαµβάνονται υπόψη τα αποτελέσµατα της απελευθέρωσης να εφαρµόζεται επίσης στις µεταφορές µε λεωφορείο όταν οι εν λόγω υπηρεσίες µεταφορών παρέχονται από φορείς οι οποίοι, κατά την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εξακολουθούσαν να υπόκεινται στην οδηγία 93/38/ΕΟΚ. (20) Θα πρέπει οι αναθέτοντες φορείς να εφαρµόζουν κοινές διατάξεις για τη σύναψη των συµβάσεων που αφορούν τις δραστηριότητές τους στον τοµέα του ύδατος και οι κανόνες αυτοί να ισχύουν επίσης όταν οι δηµόσιες αρχές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας συνάπτουν συµβάσεις για τις δραστηριότητές τους στον τοµέα των υδραυλικών, αρδευτικών και αποστραγγιστικών έργων καθώς και στον τοµέα της διάθεσης και επεξεργασίας λυµάτων. Ωστόσο, οι κανόνες σύναψης συµβάσεων του είδους των κανόνων που προτείνονται για τις συµβάσεις προµηθειών δεν ενδείκνυνται για την αγορά ύδατος, δεδοµένης της ανάγκης εφοδιασµού µ ε ύδωρ από πηγές κοντά στον τόπο χρησιµοποίησής του. (21) Η απόφαση 94/800/ΕΚ του Συµβουλίου της 22ας εκεµβρίου 1994 σχετικά µ ε τη σύναψη εξ ονόµατος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για τα θέµατα της αρµοδιότητάς της, συµφωνιών στο πλαίσιο των πολυµερών διαπραγµατεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) ( 4 ), ενέκρινε εξ ονόµατος της Κοινότητας, µεταξύ άλλων, τη συµφωνία σχετικά µε τις δηµόσιες συµβάσεις, στο εξής αναφερόµενη ως η «συµφωνία», σκοπός της οποίας είναι η θέσπιση ενός πλαισίου ισόρροπων δικαιωµάτων και υποχρεώσεων για τις δηµόσιες συµβάσεις ενόψει της απελευθέρωσης και της ανάπτυξης του παγκόσµιου εµπορίου. Έχοντας υπόψη τα δικαιώµατα και τις δεσµεύσεις που ανέλαβε η Κοινότητα σε διεθνές επίπεδο µε την αποδοχή της συµφωνίας, το καθεστώς που εφαρµόζεται στους προσφέροντες και στα προϊόντα από τρίτες χώρες που υπέγραψαν τη ( 1 ) ΕΕ L 164 της 30.6.1994, σ. 3. ( 2 ) ΕΕ L 316 της 17.12.1993, σ. 41. ( 3 ) ΕΕ L 156 της 13.6.1997, σ. 55. ( 4 ) ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 1.
C 271 E/297 συµφωνία είναι εκείνο που ορίζει η συµφωνία. Η εν λόγω συµφωνία δεν έχει άµεση ισχύ. Θα πρέπει, συνεπώς, οι αναθέτοντες φορείς που ορίζονται στη συµφωνία και οι οποίοι συµµορφώνονται προς την παρούσα οδηγία και εφαρµόζουν τις ίδιες διατάξεις στους οικονοµικούς φορείς τρίτων χωρών που υπέγραψαν τη συµφωνία να τηρούν επίσης τη συµφωνία αυτή. Θα πρέπει οµοίως οι εν λόγω διατάξεις συντονισµού να εγγυώνται στους προµηθευτές της Κοινότητας όρους συµµετοχής στις δηµόσιες συµβάσεις εξίσου ευνοϊκούς µε τους όρους που επιφυλάσσουν στους οικονοµικούς φορείς τρίτων χωρών που υπέγραψαν τη συµφωνία. (22) Με την επιφύλαξη των διεθνών συµφωνιών της Κοινότητας, θα πρέπει να απλουστευθεί η εφαρµογή της παρούσας οδηγίας, απλουστεύοντας µεταξύ άλλων τα κατώτατα όρια και εφαρµόζοντας σε όλους τους αναθέτοντες φορείς, ανεξαρτήτως του τοµέα στον οποίο δραστηριοποιούνται, τις διατάξεις σχετικά µε τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους συµµετέχοντες για τις αποφάσεις που λαµβάνονται σε σχέση µε τις διαδικασίες σύναψης συµβάσεων και µε τα αποτελέσµατά τους. Λαµβανοµένης υπόψη, εξάλλου, της νοµισµατικής ένωσης, είναι σκόπιµο να οριστούν κατώτατα όρια που να εκφράζονται σε ευρώ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να οριστούν κατώτατα όρια σε ευρώ, κατά τρόπον ώστε να απλουστεύεται η εφαρµογή των διατάξεων αυτών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την τήρηση των κατώτατων ορίων που προβλέπει η συµφωνία και τα οποία εκφράζονται σε ειδικά τραβηκτικά δικαιώµατα. Με αυτή την προοπτική λοιπόν θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η περιοδική αναθεώρηση των κατώτατων ορίων σε ευρώ προκειµένου να προσαρµόζονται, εφόσον είναι απαραίτητο, σε συνάρτηση µε τις ενδεχόµενες αρνητικές διακυµάνσεις της τιµής του ευρώ σε σχέση µε το ειδικό τραβηκτικό δικαίωµα. Θα πρέπει επίσης τα κατώτατα όρια που ισχύουν για τους διαγωνισµούς µελετών να είναι ταυτόσηµα µε τα όρια που ισχύουν για τις συµβάσεις υπηρεσιών. (23) Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να εφαρµόζεται στις συµβάσεις που κηρύσσονται απόρρητες ούτε στις συµβάσεις που ενδέχεται να βλάψουν τα ουσιώδη συµφέροντα της κρατικής ασφάλειας ή που συνάπτονται σύµφωνα µε άλλους κανόνες τους οποίους υπαγορεύουν υφιστάµενες διεθνείς συµφωνίες ή διεθνείς οργανισµοί η παρούσα οδηγία δεν πρέπει επίσης να εφαρµόζεται στους διαγωνισµούς µελετών που διέπονται από διαφορετικούς κανόνες διαδικασίας οι οποίοι υπαγορεύονται από υφιστάµενες διεθνείς συµφωνίες ή διεθνείς οργανισµούς. (24) Είναι απαραίτητο να αποφεύγονται τα εµπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών συνεπώς, οι πάροχοι υπηρεσιών µπορούν να είναι είτε φυσικά είτε νοµικά πρόσωπα. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει ωστόσο την εφαρµογή, σε εθνικό επίπεδο, των κανόνων για τις συνθήκες άσκησης µιας δραστηριότητας ή ενός επαγγέλµατος, υπό τον όρο ότι συµβιβάζονται µε το κοινοτικό δίκαιο. (25) Η παροχή υπηρεσιών δεν πρέπει να καλύπτεται από την παρούσα οδηγία παρά µόνο στο βαθµό που στηρίζεται σε συµβάσεις, έτσι η παροχή υπηρεσιών σε άλλη βάση, όπως νοµοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή συµβάσεις απασχόλησης, δεν καλύπτεται. (26) υνάµει του άρθρου 163 της Συνθήκης, η ενθάρρυνση της έρευνας και της ανάπτυξης αποτελεί ένα από τα µέσα ενίσχυσης των επιστηµονικών και τεχνολογικών βάσεων της ευρωπαϊκής βιοµηχανίας και το άνοιγµα των δηµόσιων συµβάσεων βοηθά στην επίτευξη του στόχου αυτού. Η συγχρηµατοδότηση προγραµµάτων έρευνας δεν πρέπει να καλύπτεται από την παρούσα οδηγία: εποµένως δεν καλύπτονται οι συµβάσεις υπηρεσιών έρευνας και ανάπτυξης, εκτός από εκείνες των οποίων οι καρποί ανήκουν αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση της ιδίας δραστηριότητας και µε την προϋπόθεση ότι η παροχή υπηρεσιών αµείβεται εξ ολοκλήρου από την αναθέτουσα αρχή. (27) Οι συµβάσεις που αφορούν απόκτηση ή µίσθωση γης, υφισταµένων κτισµάτων ή άλλων ακινήτων παρουσιάζουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν απρόσφορη την εφαρµογή των κανόνων σύναψης συµβάσεων. (28) Οι υπηρεσίες διαιτησίας και συµβιβασµού παρέχονται συνήθως από οργανισµούς ή πρόσωπα τα οποία ορίζονται ή επιλέγονται κατά τρόπο που δεν είναι δυνατό να υπόκειται σε κανόνες σύναψης συµβάσεων. (29) Οι συµβάσεις παροχής υπηρεσιών οι εµπίπτουσες στην παρούσα οδηγία δεν περιλαµβάνουν συµβάσεις που αφορούν την έκδοση, αγορά, πώληση ή άλλη µεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηµατοπιστωτικών µ έσων. (30) Οι συµβάσεις υπηρεσιών οι οποίες µπορούν να παρασχεθούν από ένα και µοναδικό καθορισµένο φορέα είναι δυνατόν υπό ορισµένους όρους να εξαιρούνται, εν όλω ή εν µέρει, από την παρούσα οδηγία.
C 271 E/298 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 (31) Θα πρέπει να εξαιρεθούν ορισµένες συµβάσεις που ανατίθενται σε συνδεδεµένη ή σε κοινή επιχείρηση, της οποίας κύρια δραστηριότητα είναι η παροχή προϊόντων και/ή υπηρεσιών στον/στους όµιλο/οµίλους όπου ανήκει η ίδια και όχι η εµπορία της προµήθειας προϊόντων και/ή άλλων υπηρεσιών στην αγορά. (32) Έχουν ληφθεί ή λαµβάνονται µέτρα για την εξάλειψη των εµποδίων στις διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρισµού και η ίδια κατάσταση ισχύει και σε άλλα τµήµατα του τοµέα της ενέργειας. Κανόνες σύναψης συµβάσεων όπως εκείνοι που προτείνονται για τις συµβάσεις προµηθειών, καθιστούν δυνατή την άρση των υφισταµένων εµποδίων στην αγορά ενέργειας και καυσίµων στον τοµέα της ενέργειας κατά συνέπεια δεν θα πρέπει πλέον να εξαιρούνται οι αγορές αυτές από το πεδίο εφαρµογής της παρούσας οδηγίας. (33) Για την εφαρµογή των κανόνων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία καθώς και για λόγους εποπτείας, ο τοµέας των υπηρεσιών προσδιορίζεται καλύτερα αν υποδιαιρεθεί σε κατηγορίες που αντιστοιχούν σε συγκεκριµένες θέσεις µιας κοινής ονοµατολογίας και αν συγκεντρωθούν σε δυο παραρτήµατα, XVI Α και XVI B, ανάλογα µε το καθεστώς στο οποίο υπόκεινται. Όσον αφορά τις υπηρεσίες που ορίζονται στο παράρτηµα XVI B, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρµόζονται µε την επιφύλαξη της εφαρµογής των σχετικών ειδικών κοινοτικών κανόνων. (34) Όσον αφορά τις συµβάσεις υπηρεσιών, η ολοκληρωτική εφαρµογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να περιορισθεί, για µια µεταβατική περίοδο, στις συµβάσεις στις οποίες οι διατάξεις της οδηγίας επιτρέπουν την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων αύξησης των συναλλαγών εκτός των συνόρων. Οι συµβάσεις για τις άλλες υπηρεσίες πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη µεταβατική αυτή περίοδο, πριν αποφασισθεί η πλήρης εφαρµογή της παρούσας οδηγίας. Θα πρέπει στην περίπτωση αυτή να οριστεί ο µηχανισµός της εν λόγω παρακολούθησης. Ο µηχανισµός αυτός πρέπει, παράλληλα, να επιτρέπει στους ενδιαφερόµενους να έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. (35) Οι όροι εκτέλεσης µιας σύµβασης συµβιβάζονται µε την οδηγία εφόσον δεν εισάγουν άµεσα είτε έµµεσα διακρίσεις έναντι προσφερόντων από άλλα κράτη µέλη και εφόσον ανακοινώνονται υποχρεωτικά στην προκήρυξη του διαγωνισµού µπορούν, ιδίως, να έχουν ως στόχο να ευνοήσουν την απασχόληση µειονεκτούντων ή κοινωνικά αποκλεισµένων ατόµων ή να καταπολεµήσουν την ανεργία. (36) Οι αναθέτοντες φορείς µπορούν να ζητούν ή να δέχονται συµβουλές που ενδέχεται να χρησιµοποιηθούν για τον καθορισµό των τεχνικών προδιαγραφών µιας συγκεκριµένης σύµβασης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω συµβουλές δεν οδηγούν σε παρεµπόδιση του ανταγωνισµού. (37) Οι τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τους αγοραστές του δηµοσίου πρέπει να επιτρέπουν το άνοιγµα των δηµόσιων συµβάσεων στον ανταγωνισµό. Γι αυτό το σκοπό πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής προσφορών που να αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των τεχνικών λύσεων. Προκειµένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει, αφ ενός, οι τεχνικές προδιαγραφές να ορίζονται ως προς τις επιδόσεις και τις λειτουργικές απαιτήσεις και, αφ ετέρου, όταν υπάρχει αναφορά στο ευρωπαϊκό πρότυπο ή, ελλείψει αυτού, στο εθνικό πρέπει να λαµβάνονται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές προσφορές βασιζόµενες σε άλλες λύσεις που να ανταποκρίνονται κατά τρόπο ισοδύναµο στις απαιτήσεις της αναθέτουσας αρχής. Για την κατάδειξη της ισοδυναµίας, οι προσφέροντες θα πρέπει να µπορούν να χρησιµοποιήσουν κάθε αποδεικτικό µέσο. Η αναθέτουσα αρχή αιτιολογεί κάθε απόφαση που δεν δέχεται την ισοδυναµία. (38) Λαµβανοµένων υπόψη των νέων τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών και των απλουστεύσεων που µπορούν να επιφέρουν στο επίπεδο της δηµοσιότητας των συµβάσεων και στην αποτελεσµατικότητα και στη διαφάνεια των διαδικασιών σύναψης, τα ηλεκτρονικά µέσα θα πρέπει να εξισωθούν µ ε τα κλασικά µέσα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Στο µέτρο του δυνατού το µέσο και η τεχνολογία που επιλέγονται πρέπει να είναι συµβατά µε τις τεχνολογίες που χρησιµοποιούν τα άλλα κράτη µέλη. (39) Η χρήση ηλεκτρονικών µ έσων εξοικονοµεί χρόνο. Κατά συνέπεια είναι σκόπιµο να προβλεφθεί µείωση των ελάχιστων προθεσµιών όταν χρησιµοποιούνται τα εν λόγω ηλεκτρονικά µέσα υπό τον όρο ωστόσο ότι οι προθεσµίες συµβιβάζονται µε το συγκεκριµένο τρόπο διαβίβασης που προβλέπεται σε κοινοτικό επίπεδο. Μια πρόσθετη µείωση θα µπορούσε να προβλεφθεί σε περίπτωση ταυτόχρονης διάθεσης µέσω Internet ολόκληρης της συγγραφής υποχρεώσεων από τον αναθέτοντα φορέα, που θα προσέφερε έτσι ελεύθερη και απευθείας πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες. Θα πρέπει απαραιτήτως να υπάρξει µέριµνα ώστε το σωρευτικό αποτέλεσµα των πιθανών αυτών µειώσεων να µην οδηγήσει σε εξαιρετικά σύντοµες προθεσµίες οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο τους στόχους ανοίγµατος των δηµόσιων συµβάσεων στην εσωτερική αγορά.
C 271 E/299 (40) Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου 1999/93/ΕΚ της 13ης εκεµβρίου 1999 σχετικά µε το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές( 1 ) και 2000/8/ΕΚ της 8ης Ιουνίου 2000, [για ορισµένες νοµικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εµπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εµπόριο»)]( 2 ) εφαρµόζονται στη διαβίβαση πληροφοριών µε ηλεκτρονικά µέσα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. (41) Οι προθεσµίες που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία πρέπει να υπολογίζονται σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΟΚ, Ευρατόµ) αριθ. 1182/71 του Συµβουλίου της 3ης Ιουνίου 1971, περί καθορισµού των κανόνων που εφαρµόζονται στις προθεσµίες, ηµεροµηνίες και διορίες ( 3 ). (42) Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι οι αναθέτοντες φορείς οι οποίοι θεσπίζουν κριτήρια επιλογής πρέπει να ακολουθούν αντικειµενικούς κανόνες και κριτήρια, ακριβώς όπως οφείλουν να είναι αντικειµενικά τα κριτήρια επιλογής στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες µε διαπραγµάτευση. (43) Η ανάθεση της σύµβασης πρέπει επίσης να γίνεται βάσει αντικειµενικών κριτηρίων που να εξασφαλίζουν την τήρηση της αρχής περί µη εισαγωγής διακρίσεων και της αρχής της ίσης µεταχείρισης και να εγγυώνται την αξιολόγηση των προσφορών σε συνθήκες πραγµατικού ανταγωνισµού. Συνεπώς θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η εφαρµογή δύο µ όνο κριτηρίων ανάθεσης: «της χαµηλότερης τιµής» και «της πλέον συµφέρουσας από οικονοµική άποψη προσφοράς». (44) Προκειµένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης µεταχείρισης κατά την ανάθεση των συµβάσεων, θα πρέπει να εξασφαλιστεί και να ενισχυθεί η απαραίτητη διαφάνεια όσον αφορά τα κριτήρια που επιλέγονται για τον εντοπισµό της πλέον συµφέρουσας από οικονοµική άποψη προσφοράς. Εναπόκειται συνεπώς στους αναθέτοντες φορείς να δηλώσουν, το νωρίτερο δυνατό στη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης των συµβάσεων, τη σχετική στάθµιση που δίνεται σε καθένα από αυτά τα κριτήρια. εν πρέπει να περιορίζεται στην αναφορά απλώς και µόνο της φθίνουσας σειράς σπουδαιότητας των κριτηρίων. (45) Τα κριτήρια ανάθεσης δεν πρέπει να επηρεάζουν την εφαρµογή εθνικών διατάξεων που διέπουν την αµοιβή ορισµένων υπηρεσιών, όπως είναι, για παράδειγµα, οι αµοιβές αρχιτεκτόνων, µηχανικών και δικηγόρων. (46) Ο αναθέτων φορέας µπορεί να απορρίψει προσφορές οι οποίες είναι ασυνήθιστα χαµηλές λόγω της µη τήρησης ελάχιστων κοινωνικών κανόνων. (47) Οι κοινοτικοί κανόνες που αφορούν την αµοιβαία αναγνώριση των διπλωµάτων, των πτυχίων ή των άλλων αποδεικτικών τυπικών προσόντων εφαρµόζονται όταν πρέπει ν αποδειχθεί η κατοχή συγκεκριµένων προσόντων για να επιτραπεί η συµµετοχή σε µια διαδικασία σύναψης σύµβασης ή σε ένα διαγωνισµό µελετών. (48) Ορισµένοι τεχνικοί όροι που αφορούν κυρίως τις προκηρύξεις, τις στατιστικές εκθέσεις καθώς και την ονοµατολογία που χρησιµοποιείται και τους όρους αναφοράς στην εν λόγω ονοµατολογία απαιτούν καθορισµό και τροποποιήσεις σε συνάρτηση µε την εξέλιξη των τεχνικών αναγκών. Ενδείκνυται εποµένως να προβλεφθεί µια ευέλικτη και ταχεία διαδικασία λήψης απόφασης για το σκοπό αυτό. Σύµφωνα µε το άρθρο 2 της απόφασης 1999/468/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 περί καθορισµού του τρόπου άσκησης των εκτελεστικών αρµοδιοτήτων της Επιτροπής( 4 ), θα πρέπει τα µέτρα για την εφαρµογή της παρούσας οδηγίας να θεσπίζονται σύµφωνα µε τη διαδικασία συµβουλευτικής επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης. (49) Προκειµένου να ευνοηθεί η πρόσβαση των µικροµεσαίων επιχειρήσεων στις δηµόσιες συµβάσεις, θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικά µε την υπεργολαβία. (50) Η παρούσα οδηγία εκδίδεται µε την επιφύλαξη των υφιστάµενων διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας και των κρατών µελών της και δεν προδικάζει την εφαρµογή άλλων διατάξεων, ιδίως, των άρθρων 81 και 86. (51) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών µελών όσον αφορά τις προθεσµίες ενσωµάτωσης και εφαρµογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ που αναφέρονται στο παράρτηµα ΧΧΙΙ, ( 1 ) ΕΕ L13της 19.1.2000, σ. 12. ( 2 ) ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1. ( 3 ) ΕΕ L 124 της 8.6.1971, σ. 1. ( 4 ) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
C 271 E/300 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 ΕΞΕ ΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ Ο ΗΓΙΑ: ΤΙΤΛΟΣ Ι Γενικές διατάξεις που ισχύουν για τις συµβάσεις και για τους διαγωνισµούς µελετών Κεφάλαιο Ι Ορισµοί Άρθρο 1 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρµόζονται οι ορισµοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 13: 2. Οι «συµβάσεις προµηθειών, έργων και υπηρεσιών» είναι συµβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτονται γραπτώς µεταξύ ενός από τους αναθέτοντες φορείς που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, και ενός ή περισσοτέρων προµηθευτών, εργοληπτών ή παρόχων υπηρεσιών και έχουν ως αντικείµενο: α) στην περίπτωση των συµβάσεων προµηθειών, την αγορά, τη χρηµατοδοτική µίσθωση, τη µίσθωση ή τη µίσθωση-πώληση, µε ή χωρίς δικαίωµα αγοράς, προϊόντων, β) στην περίπτωση των συµβάσεων έργων, είτε την εκτέλεση είτε την εκτέλεση και το σχεδιασµό, είτε την πραγµατοποίηση, µε οιοδήποτε µέσο, κτιριακών έργων ή έργων πολιτικού µηχανικού που αναφέρονται στο παράρτηµα ΧΙ. Οι συµβάσεις αυτές µπορεί, εξάλλου, να περιλαµβάνουν τις προµήθειες και τις υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεσή τους, γ) στην περίπτωση των συµβάσεων υπηρεσιών, τις συµβάσεις που αφορούν υπηρεσίες που αναφέρονται στα παραρτήµατα XVI A ή XVI B. 3. Σύµβαση που έχει ως αντικείµενο ταυτοχρόνως προϊόντα και υπηρεσίες κατά την έννοια του παραρτήµατος XVI, θεωρείται «σύµβαση προµηθειών» εφόσον η αξία των υπό κρίση προϊόντων υπερβαίνει την αξία των υπηρεσιών που περιλαµβάνονται στη σύµβαση. Σύµβαση που έχει ως αντικείµενο την παράδοση προϊόντων και, κατά δεύτερο λόγο, εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, θεωρείται «σύµβαση προµηθειών». 4. Σύµβαση η οποία συνάπτεται ταυτοχρόνως για µια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο β), και για την παράδοση προϊόντων θεωρείται «σύµβαση έργων» όταν οι εν λόγω δραστηριότητες δεν συνιστούν απλώς και µόνο εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης προϊόντων. Σύµβαση της οποίας το αντικείµενο περιλαµβάνει ρητώς την πραγµατοποίηση µιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο β), θεωρείται «σύµβαση έργων» ακόµη και όταν το αντικείµενό της περιλαµβάνει επίσης την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του παραρτήµατος XVI, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές είναι απαραίτητες για την εκτέλεση της εν λόγω σύµβασης. 5. Σύµβαση η οποία έχει ως αντικείµενο µόνο υπηρεσίες κατά την έννοια του παραρτήµατος XVI και περιλαµβάνει, κατά δεύτερο λόγο σε σχέση µε το κύριο αντικείµενο της σύµβασης, µια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο β), θεωρείται «σύµβαση υπηρεσιών». 6. «Εργολήπτης», «προµηθευτής» ή «πάροχος υπηρεσιών» µπορεί να είναι φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ή αναθέτων φορέας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο α)ήβ), ή µια κοινοπραξία των εν λόγω προσώπων ή και φορέων. Ως «οικονοµικός φορέας» νοείται είτε ο προµηθευτής είτε ο πάροχος υπηρεσιών είτε ο εργολήπτης ανάλογα µε το αντικείµενο της σύµβασης για την οποία πρόκειται. «Προσφέρων» είναι ο οικονοµικός φορέας που υποβάλλει προσφορά, και «υποψήφιος» είναι εκείνος που ζητεί πρόσκληση συµµετοχής σε διαδικασία κλειστή ή µε διαπραγµάτευση. 7. «Σύµβαση-πλαίσιο» είναι η συµφωνία µεταξύ ενός από τους αναθέτοντες φορείς που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, και ενός ή περισσότερων οικονοµικών φορέων, η οποία αποσκοπεί να καθορίσει τους όρους των συµβάσεων που πρόκειται να συναφθούν στη διάρκεια συγκεκριµένης περιόδου, ιδίως όσον αφορά τις τιµές και, κατά περίπτωση, τις ποσότητες.
C 271 E/301 8. Οι «συµβάσεις-πλαίσια» στον τοµέα των υπηρεσιών µετάφρασης και διερµηνείας είναι συµβάσεις πανοµοιότυπες που συνάπτονται µε περισσότερους του ενός παρόχους υπηρεσιών. Οι πάροχοι υπηρεσιών µετάφρασης και διερµηνείας κατατάσσονται σύµφωνα µε τα κριτήρια ανάθεσης και την πραγµατική αξία κατά την εκτέλεση της σύµβασης. Η πραγµατική αξία αξιολογείται περιοδικά σύµφωνα µε την αρχή των ίσων ευκαιριών. 9. Οι «ανοικτές διαδικασίες, κλειστές διαδικασίες, ή διαδικασίες µε διαπραγµάτευση» είναι οι διαδικασίες σύναψης που εφαρµόζουν οι αναθέτοντες φορείς και στις οποίες: α) όσον αφορά τις ανοικτές διαδικασίες, κάθε ενδιαφερόµενος οικονοµικός φορέας µπορεί να υποβάλει προσφορά, β) όσον αφορά τις κλειστές διαδικασίες, µόνο οι υποψήφιοι που καλούνται από τον αναθέτοντα φορέα µπορούν να υποβάλουν προσφορά, γ) όσον αφορά τις διαδικασίες µε διαπραγµάτευση, ο αναθέτων φορέας απευθύνεται σε οικονοµικούς φορείς της επιλογής του και διαπραγµατεύεται τους όρους της σύµβασης µε έναν ή περισσότερους από αυτούς. 10. Οι «διαγωνισµοί µελετών» είναι οι εθνικές διαδικασίες που επιτρέπουν στον αναθέτοντα φορέα να αποκτήσει, κυρίως στους τοµείς της αρχιτεκτονικής, των έργων πολιτικού µηχανικού, ή της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδοµένων, µια µελέτη ή ένα σχέδιο που επιλέγεται από κριτική επιτροπή µετά από σύγκριση και µε την απονοµή βραβείων. 11. «Ηλεκτρονικό µέσο» είναι ένα µέσο που χρησιµοποιεί ηλεκτρονικό εξοπλισµό επεξεργασίας (συµπεριλαµβανοµένης της ψηφιακής συµπίεσης) και αποθήκευσης δεδοµένων και που χρησιµοποιεί τη διάδοση, την αποστολή και την παραλαβή δεδοµένων µε καλώδια, µε ραδιοκύµατα, µε οπτικά µέσα ή µ ε άλλα ηλεκτροµαγνητικά µέσα. 12. Η έκφραση «Γραπτώς» σηµαίνει κάθε είδους έκφραση που αποτελείται από λέξεις ή αριθµούς και µπορεί να διαβαστεί, να αναπαραχθεί και στη συνέχεια να ανακοινωθεί, είναι δε δυνατόν να περιλαµβάνει πληροφορίες που διαβιβάζονται και αποθηκεύονται µε ηλεκτρονικά µέσα. 13. Το Κοινό Λεξιλόγιο για τις ηµόσιες Συµβάσεις εφεξής: «CPV» (Common Procurement Vocabulary), που θεσπίστηκε µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. / του Συµβουλίου και του Κοινοβουλίου ( 1 ), είναι η κοινοτική ονοµατολογία αναφοράς που έχει καταρτισθεί ειδικά για τις ανάγκες των δηµόσιων συµβάσεων. Κεφάλαιο ΙΙ Πεδίο εφαρµογής: δραστηριότητες και φορείς που καλύπτει η οδηγία Τµήµ α1 Ορισµός των φορέων που καλύπτει η οδηγία Άρθρο 2 Αναθέτοντες φορείς 1. Κατά την έννοια τη παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: α) «δηµόσιες αρχές»: το κράτος, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισµοί δηµοσίου δικαίου και οι ενώσεις µιας ή περισσότερων από τις προαναφερόµενες αρχές ήοργανισµούς δηµοσίου δικαίου καθώς και οι κεντρικοί οργανισµοί αγορών που έχουν συσταθεί από αυτές µε σκοπό την ανάθεση δηµοσίων συµβάσεων. Θεωρείται οργανισµός δηµοσίου δικαίου κάθε οργανισµός ο οποίος: έχει συσταθεί µε ειδικότερο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συµφέροντος, έχει νοµική προσωπικότητα, και του οποίου η δραστηριότητα χρηµατοδοτείται κατά το µεγαλύτερο µέρος από το κράτος ή από τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισµούς δηµοσίου δικαίου, ή του οποίου η διαχείριση υπόκειται σε έλεγχο ασκούµενο από τους οργανισµούς αυτούς, ή περισσότερο από το ήµισυ των µελών του διοικητικού, του διευθυντικού ή του εποπτικού συµβουλίου του διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισµούς δηµοσίου δικαίου, β) «δηµόσια επιχείρηση»: κάθε επιχείρηση στην οποία οι δηµόσιες αρχές µπορούν να ασκούν άµεσα ή έµµεσα καθοριστική επιρροή είτε επειδή έχουν κυριότητα ή χρηµατοδοτική συµµετοχή, είτε λόγω των κανόνων που διέπουν την επιχείρηση. ( 1 ) ΕΕ L.
C 271 E/302 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 Η καθοριστική αυτή επιρροή εκ µέρους των δηµόσιων αρχών τεκµαίρεται όταν οι εν λόγω αρχές, έµµεσα ή άµεσα: κατέχουν το µεγαλύτερο µέρος του καλυφθέντος κεφαλαίου µιας επιχείρησης, ή διαθέτουν την πλειονότητα των ψήφων οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επιχείρηση, ή µπορούν να διορίζουν περισσότερα από τα µισά µέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης. 2. Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στους αναθέτοντες φορείς οι οποίοι: α) είναι δηµόσιες αρχές ή δηµόσιες επιχειρήσεις και ασκούν µια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7, β) εάν δεν είναι δηµόσιες αρχές ή δηµόσιες επιχειρήσεις, ασκούν, µεταξύ των δραστηριοτήτων τους, µια ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 και απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων χορηγουµένων από αρµόδια αρχή ενός κράτους µέλους. 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στοιχείο β), ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώµατα είναι τα δικαιώ- µατα που απορρέουν από άδεια που χορηγείται από αρµόδια αρχή του ενδιαφεροµένου κράτους µέλους, βάσει οιασδήποτε νοµοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης, και η οποία έχει ως αποτέλεσµα να ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους φορείς η άσκηση δραστηριότητας που ορίζεται στην παράγραφο 2. Θεωρείται ότι ένας αναθέτων φορέας απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων, ιδίως όταν α) για τις ανάγκες της κατασκευής των δικτύων ή της δηµιουργίας των εγκαταστάσεων κατά την έννοια της παραγράφου 2, ο εν λόγω φορέας µπορεί να κινήσει διαδικασία απαλλοτρίωσης ή να χρησιµοποιήσει το έδαφος, το υπέδαφος και το χώρο τον υπερκείµενο της δηµοσίας οδού, προκειµένου να τοποθετήσει τον εξοπλισµό του δικτύου β) στην περίπτωση της παραγράφου 2, στοιχείο α), ο εν λόγω φορέας τροφοδοτεί µε πόσιµο ύδωρ, ηλεκτρισµό, αέριο ή θερµότητα, ένα δίκτυο, του οποίου την εκµετάλλευση έχει αναλάβει φορέας που απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωµάτων που χορηγούνται από αρµόδια αρχή του ενδιαφεροµένου κράτους µέλους. Τµήµ α2 ραστηριότητες που καλύπτει η οδηγία Άρθρο 3 ιατάξεις για το αέριο, τη θερµότητα και τον ηλεκτρισµό 1. Όσον αφορά το αέριο και τη θερµότητα η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) η διάθεση ή η εκµετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασµένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τοµέα της παραγωγής, της µεταφοράς ή της διανοµής αερίου ή θερµότητας, ή β) η τροφοδότηση των δικτύων αυτών µ ε αέριο ή θερµότητα. 2. Η τροφοδότηση µε αέριο ή θερµότητα δικτύων που προορίζονται να παράσχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα άλλο από τις δηµόσιες αρχές δεν θεωρείται δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 1 όταν: α) η παραγωγή αερίου ή θερµότητας από τον ενδιαφερόµενο φορέα αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσµα της άσκησης µιας δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στα άρθρα 4, 5 και 6, β) η τροφοδότηση του δηµόσιου δικτύου αποβλέπει µόνο στην οικονοµική εκµετάλλευση της παραγωγής αυτής και αντιστοιχεί το πολύ στο 20 % του κύκλου εργασιών του φορέα, µε βάση το µέσο όρο των τριών τελευταίων ετών, του τρέχοντος έτους συµπεριλαµβανοµένου. 3. Όσον αφορά τον ηλεκτρισµό, η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) η διάθεση ή η εκµετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασµένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τοµέα της παραγωγής, της µεταφοράς ή της διανοµής ηλεκτρισµού, ή β) η τροφοδότηση των εν λόγω δικτύων µε ηλεκτρισµό.
C 271 E/303 4. Η τροφοδότηση µε ηλεκτρισµό δικτύων που προορίζονται να παράσχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα άλλο από τις δηµόσιες αρχές δεν θεωρείται δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 3 όταν: α) η παραγωγή ηλεκτρισµού από τον ενδιαφερόµενο φορέα γίνεται διότι η κατανάλωσή του είναι αναγκαία για την άσκηση µιας δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στα άρθρα 4, 5 και 6, β) η τροφοδότηση του δηµόσιου δικτύου εξαρτάται µόνον από την ιδιοκατανάλωση του φορέα και δεν υπερβαίνει το 30 % της συνολικής παραγωγής ενέργειας του φορέα, µε βάση το µέσο όρο των τριών τελευταίων ετών, του τρέχοντος έτους συµπεριλαµβανοµένου. Άρθρο 4 ιατάξεις για το ύδωρ 1. Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες: α) η διάθεση ή η εκµετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασµένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τοµέα της παραγωγής, της µεταφοράς ή της διανοµής πόσιµου ύδατος, ή β) η τροφοδότηση των εν λόγω δικτύων µε πόσιµο ύδωρ. 2. Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται επίσης στις συµβάσεις που συνάπτονται ή στους διαγωνισµούς µελετών που διοργανώνονται από τους φορείς που ασκούν µια δραστηριότητα που ορίζεται στην παράγραφο 1 και η οποία: α) συνδέεται µε έργα υδραυλικής µηχανικής, αρδευτικών ή αποστραγγιστικών έργων, εφόσον ο όγκος του ύδατος που προορίζεται για εφοδιασµό µ ε πόσιµο ύδωρ υπερβαίνει το 20 % του συνολικού όγκου ύδατος που διατίθεται για τα εν λόγω σχέδια ή εγκαταστάσεις άρδευσης ή αποστράγγισης, ή β) συνδέεται µε την αποχέτευση ή την επεξεργασία λυµάτων. 3. Η τροφοδότηση µε πόσιµο ύδωρ δικτύων που προορίζονται να παράσχουν υπηρεσίες στο κοινό από αναθέτοντα φορέα άλλο από τις δηµόσιες αρχές δεν θεωρείται ως δραστηριότητα κατά την έννοια της παραγράφου 1 όταν: α) η παραγωγή πόσιµου ύδατος από τον ενδιαφερόµενο φορέα γίνεται διότι η κατανάλωσή του είναι αναγκαία για την άσκηση µιας δραστηριότητας που δεν ορίζεται στα άρθρα 3 έως 6, και β) η τροφοδότηση του δηµόσιου δικτύου εξαρτάται µόνον από την ιδιοκατανάλωση του φορέα και δεν υπερβαίνει το 30 % της συνολικής παραγωγής πόσιµου ύδατος του φορέα, µε βάση το µέσο όρο των τριών τελευταίων ετών, του τρέχοντος έτους συµπεριλαµβανοµένου. Άρθρο 5 ιατάξεις για τις υπηρεσίες µεταφορών 1. Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην εκµετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τοµείς των µεταφορών µε σιδηρόδροµο, αυτόµατα συστήµατα, τραµ, τρόλεϊ, λεωφορεία ήκαλώδιο. Όσον αφορά τις υπηρεσίες µεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται µε τους όρους που ορίζονται από την αρµόδια αρχή ενός κράτους µέλους, όπως οι όροι που αφορούν τις ακολουθητέες διαδροµές, τη διαθέσιµη µεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας. 2. Η παροχή στο κοινό υπηρεσίας µεταφορών µε λεωφορείο δεν θεωρείται δραστηριότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν το αργότερο 12 µήνες µετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, σε συγκεκριµένη γεωγραφική περιοχή, άλλοι φορείς µπορούν ελευθέρως να παρέχουν την υπηρεσία αυτή, είτε γενικά είτε σε συγκεκριµένη γεωγραφική περιοχή, µε τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους αναθέτοντες φορείς.
C 271 E/304 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 Άρθρο 6 ιατάξεις για την αναζήτηση, εξόρυξη και συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα και άλλων στερεών καυσίµων καθώς και διατάξεις για τους λιµένες και τους αερολιµένες Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις δραστηριότητες εκµετάλλευσης µιας γεωγραφικής περιοχής µε σκοπό: α) την αναζήτηση, εξόρυξη ή συλλογή πετρελαίου, αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίµων, ή β) τη διάθεση αερολιµένων, θαλάσσιων ή ποτάµιων λιµένων ή άλλων τερµατικών σταθµών µεταφορικών µ έσων σε αεροπορικούς, θαλάσσιους ή ποτάµιους µεταφορείς. Άρθρο 7 ιατάξεις για τις ταχυδροµικές υπηρεσίες 1. Η παρούσα οδηγία καλύπτει δραστηριότητες που αφορούν την παροχή ταχυδροµικών υπηρεσιών. 2. Ταχυδροµικές υπηρεσίες, τις οποίες δύνανται να παρέχουν γενικά άλλες υπηρεσίες σε απεριόριστη βάση ή µετά από διαδικασία χορήγησης άδειας από την αρµόδια αρχή, δεν θεωρούνται δραστηριότητες κατά την έννοια της παραγράφου 1. 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις περί αγορών για την οικεία επιχείρηση που συνάπτει αναθέτων φορέας ο οποίος ασκεί δραστηριότητα αναφερόµενη στην παράγραφο 1, εφόσον άλλες επιχειρήσεις δύνανται να παρέχουν όλες τις ταχυδροµικές υπηρεσίες όχι µικρότερης οικονοµικής σηµασίας και υπό τους ίδιους ουσιαστικά όρους στον αυτό γεωγραφικό χώρο. Άρθρο 8 Κατάλογοι αναθετόντων φορέων Οι αναθέτοντες φορείς, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, απαριθµούνται, κατά τρόπο µη εξαντλητικό, στους καταλόγους που παρατίθενται στα παραρτήµατα Ι έως ΙΧ. Τα κράτη µέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις τροποποιήσεις των καταλόγων τους. Άρθρο 9 Συµβάσεις που αφορούν πλείονες δραστηριότητες 1. Σύµβαση για τη διεξαγωγή διάφορων δραστηριοτήτων η οποία δεν µπορεί να κατατµηθεί ακολουθεί τους κανόνες που ισχύουν για τη δραστηριότητα για την οποία προορίζεται κυρίως. 2. Εάν µια από τις δραστηριότητες για τις οποίες προορίζεται η σύµβαση υπόκειται στην παρούσα οδηγία και η άλλη δεν υπόκειται στην παρούσα οδηγία ή στην οδηγία / /ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της, για τη σύναψη δηµοσίων συµβάσεων προµηθειών, υπηρεσιών και έργων ( 1 ) και εάν είναι αντικειµενικώς αδύνατον να προσδιοριστεί για ποια δραστηριότητα προορίζεται κυρίως η σύµβαση, θα πρέπει να ανατεθεί σύµφωνα µε την παρούσα οδηγία. 3. Εάν µια από τις δραστηριότητες για τις οποίες προορίζεται η σύµβαση υπόκειται στην παρούσα οδηγία και η άλλη στην οδηγία / /ΕΚ [για τη σύναψη δηµοσίων συµβάσεων προµηθειών, υπηρεσιών και έργων] και εάν είναι αντικειµενικώς αδύνατον να προσδιοριστεί για ποια δραστηριότητα προορίζεται κυρίως η σύµβαση, θα πρέπει να ανατεθεί σύµφωνα µε την οδηγία / /ΕΚ [για τη σύναψη δηµοσίων συµβάσεων προµηθειών, υπηρεσιών και έργων]. Κεφάλαιο ΙΙΙ Γενικές αρχές Άρθρο 10 Ισότητα µεταχείρισης, απαγόρευση διακρίσεων και διαφάνεια Οι αναθέτοντες φορείς λαµβάνουν όλα τα απαραίτητα µέτρα προκειµένου να εξασφαλίσουν την τήρηση των αρχών ίσης µεταχείρισης και µη εισαγωγής διακρίσεων. ( 1 ) ΕΕ L.
C 271 E/305 ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ Κανόνες που εφαρµόζονται στις συµβάσεις Κεφάλαιο Ι Γενικές διατάξεις Άρθρο 11 Οι κοινοπραξίες οικονοµικών φορέων 1. Οι κοινοπραξίες οικονοµικών φορέων επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές ή να διαπραγµατεύονται, και οι συµµετέχοντες µπορούν να πληρούν τα κριτήρια επιλογής που προσδιορίζονται από τους αναθέτοντες κατ εφαρµογή του άρθρου 55, παράγραφοι 1 έως 3, µεταξύ άλλων και κατά σωρευτικό τρόπο. Η διάρκεια της επαγγελµατικής πείρας που ενδεχοµένως ζητείται από την αναθέτουσα αρχή δεν µπορεί να υπολογισθεί κατά σωρευτικό τρόπο. Ελάχιστες απαιτήσεις µπορούν να ζητηθούν από ένα τουλάχιστον εκ των µελών της κοινοπραξίας που έχει το ρόλο του επικεφαλής της οµάδας. Η µετατροπή των κοινοπραξιών αυτών σε ορισµένη νοµική µορφή δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί ως προϋπόθεση για την υποβολή της προσφοράς ή για τη διεξαγωγή των διαπραγµατεύσεων, η κοινοπραξία όµως η οποία θα επιλεγεί είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να εξασφαλίσει τη µετατροπή αυτή εάν της ανατεθεί η σύµβαση και στο βαθµό που η µετατροπή της είναι αναγκαία για την ορθή εκτέλεση της σύµβασης. 2. Οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οι οποίοι, δυνάµει της νοµοθεσίας του κράτους µέλους στο οποίο είναι εγκατεστηµένοι, έχουν λάβει άδεια να παρέχουν την εν λόγω υπηρεσία δεν µπορούν να απορριφθούν απλώς και µόνο επειδή έπρεπε να είναι, δυνάµει της νοµοθεσίας του κράτους µέλους στο οποίο ανατίθεται η σύµβαση, φυσικά ή νοµικά πρόσωπα. 3. Εντούτοις, τα νοµικά πρόσωπα είναι δυνατόν να υποχρεωθούν να αναφέρουν στις προσφορές ή στις αιτήσεις συµµετοχής που υποβάλλουν τα ονόµατα και τα κατάλληλα επαγγελµατικά προσόντα των προσώπων στα οποία θα ανατεθεί η εκτέλεση της εν λόγω υπηρεσίας. Άρθρο 12 Όροι που προβλέπονται από τις συµφωνίες που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου Κατά τη σύναψη δηµόσιων συµβάσεων από τους αναθέτοντες φορείς, τα κράτη µέλη εφαρµόζουν στις σχέσεις τους εξίσου ευνοϊκούς όρους µε εκείνους που παρέχουν σε τρίτες χώρες κατ εφαρµογήν της συµφωνίας για τις δηµόσιες συµβάσεις που έχει συναφθεί στο πλαίσιο των πολυµερών διαπραγµατεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (εφεξής: «η συµφωνία»). Για το σκοπό αυτό, τα κράτη µέλη διαβουλεύονται περί των µέτρων εφαρµογής της συµφωνίας, στα πλαίσια της συµβουλευτικής επιτροπής δηµόσιων συµβάσεων. Άρθρο 13 Εχεµύθεια 1. Κατά τη διαβίβαση των τεχνικών προδιαγραφών στους ενδιαφερόµενους οικονοµικούς φορείς, κατά την προεπιλογή και την επιλογή των οικονοµικών φορέων και κατά την ανάθεση των συµβάσεων, οι αναθέτοντες φορείς µπορούν να επιβάλουν υποχρεώσεις προκειµένου να προστατεύσουν τον εµπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που διαβιβάζουν. 2. Η παρούσα οδηγία δεν περιορίζει το δικαίωµα των οικονοµικών φορέων να απαιτούν από τον αναθέτοντα φορέα, σύµφωνα µε την εθνική νοµοθεσία, να διαφυλάσσει τον εµπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που του διαβιβάζουν. Άρθρο 14 Οι συµφωνίες πλαίσια 1. Οι αναθέτοντες φορείς µπορούν να θεωρούν τις συµβάσεις-πλαίσια συµβάσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 και να εφαρµόζουν για την ανάθεσή τους τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. 2. Η σύµβαση-πλαίσιο συνάπτεται σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
C 271 E/306 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 3. Οι αναθέτοντες φορείς δεν µπορούν να χρησιµοποιούν καταχρηστικά τις συµβάσεις-πλαίσια µε αποτέλεσµα να παρακωλύουν, να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισµό. Κεφάλαιο ΙΙ Πεδίο εφαρµογής: κατώτατα όρια και εξαιρέσεις Άρθρο 15 Το πεδίο εφαρµογής Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται όταν οι αναθέτοντες φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, συνάπτουν συµβάσεις έργων, προµηθειών ή υπηρεσιών, των οποίων η εκτιµώµενη αξία χωρίς τον ΦΠΑ ισούται µ ε ή υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναγράφονται στο άρθρο 16, εκτός εάν ισχύουν οι εξαιρέσεις των άρθρων 21 έως 28 ή εάν έχει ληφθεί απόφαση βάσει του άρθρου 30 σχετικά µε την άσκηση της εκάστοτε δραστηριότητας στο εκάστοτε κράτος µέλος. Καµία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν πρέπει να ερµηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρεµποδίζει δηµόσιους αναθέτοντες φορείς να προβλέπουν ή να επιβάλλουν τη λήψη µέτρων που απαιτούνται για την προστασία της τάξης ή της ασφάλειας ή της ζωής ή της υγείας ανθρώπων, ζώων ή φυτών, και ιδίως αποβλέποντας στην αειφόρο ανάπτυξη. Τµήµ α1 Κατώτατα όρια Υποτµήµ α1 Τα ποσά Άρθρο 16 Συµβάσεις Η παρούσα οδηγία εφαρµόζεται στις συµβάσεις των οποίων η εκτιµώµενη αξία, χωρίς το ΦΠΑ, ισούται µε ή υπερβαίνει τα: α) 400 000 ευρώ για τις συµβάσεις προµηθειών και υπηρεσιών, β) 5 300 000 ευρώ για τις συµβάσεις έργων. Υποτµήµ α2 Μέθοδοι υπολογισµού της αξίας των συµφωνιών πλαισίων και των συµβάσεων Άρθρο 17 Γενικοί κανόνες 1. Οι αναθέτοντες φορείς δεν µπορούν να καταστρατηγούν την εφαρµογή της παρούσας οδηγίας κατατέµνοντας τα έργα ή τις συµβάσεις ή χρησιµοποιώντας ειδικές µεθόδους υπολογισµού της αξίας των συµβάσεων. 2. Ο υπολογισµός της αξίας µιας σύµβασης-πλαισίου πρέπει να βασίζεται στη µέγιστη εκτιµώµενη αξία του συνόλου των συµβάσεων που προβλέπονται για τη συγκεκριµένη περίοδο. Άρθρο 18 Υπολογισµός της αξίας των συµβάσεων έργων 1. Για την εφαρµογή του άρθρου 16, οι αναθέτοντες φορείς περιλαµβάνουν στην εκτιµώµενη αξία των συµβάσεων έργων, την αξία όλων των προµηθειών ή υπηρεσιών που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων και τις οποίες θέτουν στη διάθεση του εργολήπτη.
C 271 E/307 2. Η αξία των προµηθειών ή των υπηρεσιών που δεν είναι απαραίτητες για την εκτέλεση µιας συγκεκριµένης σύµβασης έργων δεν µπορεί να προστεθεί στην αξία αυτής της σύµβασης έργων, µε αποτέλεσµα να εξαιρείται η απόκτηση αυτών των προµηθειών ή υπηρεσιών από την εφαρµογή της παρούσας οδηγίας. 3. Ο υπολογισµός της αξίας µιας σύµβασης έργων για την εφαρµογή του άρθρου 16 πρέπει να βασίζεται στη συνολική αξία του έργου. Νοείται ως έργο το αποτέλεσµα συνόλου κτιριακών έργων ή έργων πολιτικού µηχανικού το οποίο προορίζεται να επιτελέσει αφεαυτού µια οικονοµική και τεχνική λειτουργία. 4. Όταν ένα έργο κατατµηθεί σε πολλά τµήµατα, η αξία του κάθε τµήµατος πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για την εκτίµηση της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 16. Όταν η σωρευτική αξία των τµηµάτων ισούται µε ή υπερβαίνει την αξία που αναφέρεται στο άρθρο 16, οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν για όλα τα τµήµατα. Πάντως, στην περίπτωση συµβάσεων έργων, οι αναθέτοντες φορείς µπορούν να παρεκκλίνουν από την εφαρµογή του άρθρου 16, για τµήµατα των οποίων η εκτιµώµενη αξία, χωρίς το ΦΠΑ, είναι κατώτερη του 1 εκατοµµυρίου ευρώ, εφόσον το συνολικό ύψος αυτών των τµηµάτων δεν υπερβαίνει το 20 % της αξίας του συνόλου των τµηµάτων. Άρθρο 19 Υπολογισµός της αξίας των συµβάσεων προµηθειών 1. Όταν µια προµήθεια κατατµηθεί σε πολλά τµήµατα, η αξία του κάθε τµήµατος πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για την εκτίµηση της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 16. Όταν η σωρευτική αξία των τµηµάτων ισούται µε ή υπερβαίνει την αξία που αναφέρεται στο άρθρο 16, οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν για όλα τα τµήµατα. 2. Όταν µια προτεινόµενη σύµβαση προµηθειών προβλέπει ρητά δικαίωµα προαιρέσεως, ως βάση για τον υπολογισµό της αξίας της σύµβασης πρέπει να λαµβάνεται το ανώτατο επιτρεπόµενο συνολικό ποσό της αγοράς, της χρηµατοδοτικής µ ίσθωσης, της µίσθωσης ή της µίσθωσης-πώλησης, συµπεριλαµβανοµένων των δικαιωµάτων προαιρέσεως. 3. Όταν πρόκειται για απόκτηση προµηθειών για δεδοµένη περίοδο µέσω σειράς συµβάσεων που θα ανατεθούν σε έναν ή περισσότερους προµηθευτές ήσυµβάσεων που πρόκειται να ανανεωθούν, ο υπολογισµός της αξίας της σύµβασης πρέπει να βασίζεται: α) στη συνολική αξία των συµβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του προηγούµενου οικονοµικού έτους ή δωδεκαµήνου και που παρουσιάζουν παρόµοια χαρακτηριστικά, διορθωµένη, ει δυνατόν, για να ληφθούν υπόψη οι προβλέψιµες αλλαγές στις ποσότητες ή στην αξία κατά τους επόµενους δώδεκα µήνες, ή β) στη σωρευτική αξία όλων των συµβάσεων που θα συναφθούν κατά τους δώδεκα µήνες µετά την ανάθεση της πρώτης σύµβασης ή καθόλη τη διάρκεια της σύµβασης, εφόσον αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα µήνες. 4. Στην περίπτωση των συµβάσεων προµηθειών που έχουν ως αντικείµενο τη χρηµατοδοτική µίσθωση, τη µίσθωση ή τη µίσθωση-πώληση, ως βάση για τον υπολογισµό της αξίας της σύµβασης πρέπει να λαµβάνεται: α) για τις συµβάσεις ορισµένου χρόνου, εάν µεν ο χρόνος αυτός είναι δώδεκα µήνες ή λιγότερο, η κατ εκτί- µηση συνολική αξία της σύµβασης για όλη τη διάρκειά της ή, αν η διάρκεια αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα µήνες, η συνολική αξία της σύµβασης, συµπεριλαµβανοµένου του κατ εκτίµηση υπολοίπου, β) για τις συµβάσεις αορίστου χρόνου ή για τις συµβάσεις των οποίων η διάρκεια δεν µπορεί να καθοριστεί, το προβλεπόµενο σύνολο των πληρωµών που πρέπει να καταβληθούν κατά τα πρώτα τέσσερα έτη. 5. Ο υπολογισµός της εκτιµώµενης αξίας µιας σύµβασης που περιλαµβάνει ταυτοχρόνως υπηρεσίες και προ- µήθειες πρέπει να βασίζεται στη συνολική αξία των υπηρεσιών και των προµηθειών, ανεξάρτητα από την επιµέρους αξία τους. Στον υπολογισµό αυτόν περιλαµβάνεται η αξία των εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης. Άρθρο 20 Υπολογισµός της αξίας των συµβάσεων υπηρεσιών 1. Για τον υπολογισµό του εκτιµώµενου ποσού µιας σύµβασης υπηρεσιών, ο αναθέτων φορέας περιλαµβάνει τη συνολική αµοιβή του παρόχου λαµβάνοντας υπόψη τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 7. 2. Όταν µια υπηρεσία κατατµηθεί σε πολλά τµήµατα, η αξία του κάθε τµήµατος πρέπει να λαµβάνεται υπόψη για την εκτίµηση της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 16. Όταν η σωρευτική αξία των τµηµάτων ισούται µε ή υπερβαίνει την αξία που αναφέρεται στο άρθρο 16, οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για όλα τα τµήµατα.
C 271 E/308 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 3. Όταν µια προτεινόµενη σύµβαση υπηρεσιών προβλέπει ρητά δικαίωµα προαιρέσεως, ως βάση για τον υπολογισµό της αξίας της σύµβασης πρέπει να λαµβάνεται το ανώτατο επιτρεπόµενο συνολικό ποσό της αγοράς, της χρηµατοδοτικής µ ίσθωσης, της µίσθωσης ή της µίσθωσης-πώλησης, συµπεριλαµβανοµένων των δικαιωµάτων προαιρέσεως. 4. Όταν πρόκειται για απόκτηση υπηρεσιών για δεδοµένη περίοδο µέσω σειράς συµβάσεων που θα ανατεθούν σε έναν ή περισσότερους παρόχους ή συµβάσεων που πρόκειται να ανανεωθούν, ο υπολογισµός της αξίας της σύµβασης πρέπει να βασίζεται: α) στη συνολική αξία των συµβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια του προηγούµενου οικονοµικού έτους ή δωδεκαµήνου και που παρουσιάζουν παρόµοια χαρακτηριστικά, διορθωµένη, ει δυνατόν, για να ληφθούν υπόψη οι προβλέψιµες αλλαγές στις ποσότητες ή στην αξία κατά τους επόµενους δώδεκα µήνες, ή β) στη σωρευτική αξία όλων των συµβάσεων που θα συναφθούν κατά τους δώδεκα µήνες µετά την ανάθεση της πρώτης σύµβασης ή καθόλη τη διάρκεια της σύµβασης, εφόσον αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα µήνες. 5. Ο υπολογισµός της εκτιµώµενης αξίας µιας σύµβασης που περιλαµβάνει ταυτοχρόνως υπηρεσίες και προ- µήθειες πρέπει να βασίζεται στη συνολική αξία των υπηρεσιών και των προµηθειών, ανεξάρτητα από την επιµέρους αξία τους. Στον υπολογισµό αυτόν περιλαµβάνεται η αξία των εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης. 6. Για τον υπολογισµό του εκτιµώµενου ποσού συµβάσεων χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών, λαµβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ποσά: α) όσον αφορά τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, το καταβλητέο ασφάλιστρο καθώς και άλλες συγκρίσιµες αµοιβές, β) όσον αφορά τις τραπεζικές και άλλες χρηµατοπιστωτικές υπηρεσίες, οι αµοιβές, οι προµήθειες, οι τόκοι και άλλοι τρόποι αµοιβής, γ) όσον αφορά τις συµβάσεις που προϋποθέτουν σχεδιασµό, οι καταβλητέες αµοιβές και προµήθειες. 7. Όταν πρόκειται για συµβάσεις υπηρεσιών στις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιµή, ως βάση υπολογισµού της εκτιµώµενης αξίας των συµβάσεων πρέπει να λαµβάνεται: α) η ολική αξία της σύµβασης για όλη τη διάρκειά της, εφόσον η σύµβαση είναι ορισµένου χρόνου µε διάρκεια µέχρι και 48 µήνες, β) η µηνιαία αξία της σύµβασης πολλαπλασιασµένη επί 48, εφόσον η σύµβαση είναι αορίστου χρόνου ή έχει ρήτρα αυτόµατης παράτασης της ισχύος της ή έχει διάρκεια άνω των 48 µηνών. Τµήµ α2 Οι συµβάσεις που εξαιρούνται ή που υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς Υποτµήµ α1 Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς και για όλα τα είδη συµβάσεων Άρθρο 21 Συµβάσεις που συνάπτονται µε σκοπό τη µεταπώληση ή τη µίσθωση σε τρίτους 1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις που συνάπτονται µε σκοπό τη µεταπώληση ή τη µίσθωση σε τρίτους, όταν ο αναθέτων φορέας δεν απολαύει κανενός ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώµατος πώλησης ή µίσθωσης του αντικειµένου αυτών των συµβάσεων και όταν άλλοι φορείς δικαιούνται να προβαίνουν ελεύθερα στην εν λόγω πώληση ή µίσθωση µε τους ίδιους όρους που ισχύουν για τον αναθέτοντα φορέα. 2. Οι αναθέτοντες φορείς ανακοινώνουν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, όλες τις κατηγορίες προϊόντων και δραστηριοτήτων που θεωρούν ότι εξαιρούνται δυνάµει της παραγράφου 1. Η Επιτροπή µπορεί να δηµοσιεύει περιοδικώς, για λόγους ενηµέρωσης, στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τους καταλόγους των κατηγοριών προϊόντων και δραστηριοτήτων που θεωρεί ότι εξαιρούνται. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή σέβεται τον ευαίσθητο εµπορικό χαρακτήρα, τον οποίο, ενδεχοµένως, επικαλέσθηκαν οι αναθέτοντες φορείς κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών.
C 271 E/309 Άρθρο 22 Συµβάσεις που συνάπτονται µε σκοπούς άλλους από την άσκηση µιας από τις οριζόµενες δραστηριότητες ή για την άσκηση µιας τέτοιας δραστηριότητας σε τρίτη χώρα 1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις που συνάπτουν ή στους διαγωνισµούς µελετών που διοργανώνουν οι αναθέτοντες φορείς µε σκοπούς άλλους από τις δραστηριότητες που ορίζονται στα άρθρα 3 έως 6, ή για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα, υπό συνθήκες που δεν προϋποθέτουν την υλική εκµετάλλευση ενός δικτύου ή µιας γεωγραφικής περιοχής στο εσωτερικό της Κοινότητας. 2. Οι αναθέτοντες φορείς ανακοινώνουν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, οποιαδήποτε δραστηριότητα θεωρούν ότι εξαιρείται δυνάµει της παραγράφου 1. Η Επιτροπή µπορεί να δηµοσιεύει περιοδικά, για λόγους ενηµέρωσης, στην Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τους καταλόγους κατηγοριών δραστηριοτήτων τις οποίες θεωρεί ότι εξαιρούνται. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή σέβεται τον ευαίσθητο εµπορικό χαρακτήρα, τον οποίο, ενδεχοµένως, επικαλέσθηκαν οι αναθέτοντες φορείς κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών. Άρθρο 23 Απόρρητες συµβάσεις ή συµβάσεις που απαιτούν ειδικά µέτρα ασφαλείας Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις οι οποίες κηρύσσονται απόρρητες από τα κράτη µέλη ή των οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ειδικά µέτρα ασφαλείας, σύµφωνα µε τις νοµοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο συγκεκριµένο κράτος µέλος, ή όταν η προστασία των βασικών συµφερόντων ασφαλείας του εν λόγω κράτους το απαιτεί. Η Επιτροπή µπορεί να ζητήσει από τα κράτη µέλη συµπληρωµατικές πληροφορίες για ορισµένες συµβάσεις, προκειµένου να διαπιστωθεί εάν το παρόν άρθρο εφαρµόζεται σε αυτές. Άρθρο 24 Συµβάσεις που συνάπτονται δυνάµει διεθνών κανόνων Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις οι οποίες διέπονται από διαφορετικούς κανόνες διαδικασίας και συνάπτονται δυνάµει: α) διεθνούς συµφωνίας που έχει συναφθεί, σύµφωνα µε τη Συνθήκη, µεταξύ κράτους µέλους και µιας ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, και καλύπτει προµήθειες, έργα, υπηρεσίες η διαγωνισµούς µελετών που προορίζονται για την από κοινού εκτέλεση ή εκµετάλλευση ενός έργου από τα υπογράφοντα κράτη κάθε συµφωνία ανακοινώνεται στην Επιτροπή, η οποία µπορεί να ζητήσει τη γνώµη της συµβουλευτικής επιτροπής δηµόσιων συµβάσεων, β) διεθνούς συµφωνίας της οποίας η σύναψη συνδέεται µε τη στάθµευση στρατιωτικών δυνάµεων και αφορά επιχειρήσεις κράτους µέλους ή τρίτης χώρας, γ) ειδικής διαδικασίας διεθνούς οργανισµού. Υποτµήµ α2 Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλους τους αναθέτοντες φορείς, αλλά µόνο για τις συµβάσεις υπηρεσιών Άρθρο 25 Συµβάσεις που αφορούν ορισµένες υπηρεσίες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρµογής Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται: α) στις συµβάσεις που έχουν ως αντικείµενο την απόκτηση ή τη µίσθωση, µε οποιαδήποτε χρηµατοπιστωτικά µέσα, γηπέδων, υφισταµένων κτισµάτων ή άλλης ακίνητης περιουσίας ή αφορούν άλλα δικαιώµατα επ αυτών ωστόσο, οι συµβάσεις χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών που συνάπτονται ταυτοχρόνως, πριν ή µετά από τη σύµβαση αγοράς ή µίσθωσης, υπό οποιαδήποτε µορφή, εµπίπτουν στην παρούσα οδηγία, β) στις συµβάσεις υπηρεσιών διαιτησίας και συµβιβασµού,
C 271 E/310 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 γ) στις συµβάσεις που αφορούν την έκδοση, την αγορά, την πώληση και τη µεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρη- µατοπιστωτικών µέσων, δ) στις συµβάσεις απασχόλησης, ε) στις συµβάσεις υπηρεσιών έρευνας και ανάπτυξης, εκτός από εκείνες των οποίων τα αποτελέσµατα ανήκουν αποκλειστικά στον αναθέτοντα φορέα προκειµένου να τα χρησιµοποιήσει κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, εφόσον οι παρεχόµενες υπηρεσίες αµείβονται εξ ολοκλήρου από τον αναθέτοντα φορέα. Άρθρο 26 Συµβάσεις που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού δικαιώµατος Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις δηµόσιες συµβάσεις που ανατίθενται σε φορέα που αποτελεί ο ίδιος δηµόσια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α), δυνάµει αποκλειστικού δικαιώµατος που του παρέχεται βάσει δηµοσιευµένων νοµοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι σύµφωνες µε τη Συνθήκη. Άρθρο 27 Συµβάσεις που ανατίθενται σε µια συνδεδεµένη επιχείρηση ή σε µονάδα που αποτελεί τµήµα κοινής επιχείρησης 1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις τις οποίες αναθέτει η επιχείρηση σε συνδεδεµένη ή κοινή επιχείρηση στην οποία µετέχει τουλάχιστον µε το 50 % του µέσου κύκλου εργασιών που έχει πραγµατοποιήσει η επιχείρηση αυτή στην Κοινότητα κατά τα τελευταία 3 χρόνια µε υπηρεσίες ή προµήθειες προς την επιχείρηση µε την οποία είναι συνδεδεµένη. Τούτο ισχύει επίσης, σε περίπτωση που η επιχείρηση υφίσταται επί περίοδο µικρότερη της τριετίας, όταν αναµένεται ότι µετά τα πρώτα 3 χρόνια θα επιτευχθεί ο προαναφερθείς απαιτούµενος στόχος κύκλου εργασιών. Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει για συµβάσεις τις οποίες αναθέτει κοινή επιχείρηση σε µία από τις επιχειρήσεις αυτές που την έχουν ιδρύσει ή σε επιχείρηση που συνδέεται µε µία από τις µονάδες αυτές. Στο παρόν άρθρο ως κοινή επιχείρηση νοείται επιχείρηση η οποία έχει συσταθεί από πολλές αναθέτουσες αρχές, για τις δραστηριότητες που προβλέπουν τα άρθρα 3 έως 6. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου νοείται ως «συνδεδεµένη επιχείρηση» κάθε επιχείρηση της οποίας οι ετήσιοι λογαριασµοί έχουν ενοποιηθεί µε τους λογαριασµούς του αναθέτοντα φορέα σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της έβδοµης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συµβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, περί των ετησίων και περί των ενοποιηµένων λογαριασµών αντιστοίχως ( 1 )ή, στην περίπτωση που οι φορείς δεν εµπίπτουν στην παρούσα οδηγία, κάθε επιχείρηση επί της οποίας ο αναθέτων φορέας µπορεί να ασκήσει, άµεσα ή έµµεσα, καθοριστική επιρροή, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο β), ή η οποία µπορεί να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί του αναθέτοντα φορέα ή η οποία υπόκειται, από κοινού µε τον αναθέτοντα φορέα, στην καθοριστική επιρροή άλλης επιχείρησης λόγω της κυριότητας, της χρηµατοδοτικής συµµετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν. 3. Οι αναθέτοντες φορείς κοινοποιούν στην Επιτροπή, εφόσον το ζητήσει, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά µε την εφαρµογή της παραγράφου 1: α) τις επωνυµίες των επιχειρήσεων για τις οποίες πρόκειται, β) τη φύση και την αξία των οριζόµενων συµβάσεων, γ) τα στοιχεία που η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα για να αποδείξει ότι οι σχέσεις µεταξύ του αναθέτοντα φορέα και της επιχείρησης στην οποία ανατίθενται οι συµβάσεις ανταποκρίνονται σις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. ( 1 ) ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά από την οδηγία 90/605/ΕΟΚ (ΕΕ L 317 της 16.11.1990, σ. 60).
C 271 E/311 Υποτµήµ α3 Εξαιρέσεις που ισχύουν για ορισµένους µόνο αναθέτοντες φορείς Άρθρο 28 Συµβάσεις που συνάπτονται από ορισµένους αναθέτοντες φορείς για την αγορά ύδατος ή για την προµήθεια ενέργειας ή καυσίµων µε στόχο την παραγωγή ενέργειας 1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρµόζεται στις συµβάσεις α) για την αγορά ύδατος που συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς οι οποίοι ασκούν τη δραστηριότητα που ορίζεται στο παράρτηµα Ι β) για την προµήθεια ενέργειας ή καυσίµων µε στόχο την παραγωγή ενέργειας που συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητες που ορίζονται στα παραρτήµατα II έως V. 2. Το Συµβούλιο θα επανεξετάσει τις διατάξεις της παραγράφου 1 όταν θα του υποβληθεί έκθεση της Επιτροπής η οποία θα συνοδεύεται από τις κατάλληλες προτάσεις και θα υιοθετήσει όποιες τροποποιήσεις κριθούν αναγκαίες βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης. Άρθρο 29 Συµβάσεις που υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Ηνωµένο Βασίλειο θα εξασφαλίσουν µέσω των όρων για τη χορήγηση άδειας ή µ εάλλα κατάλληλα µέτρα ότι κάθε φορέας που δραστηριοποιείται στους τοµείς που αναφέρονται στις αποφάσεις 93/676/ΕΟΚ και 97/367/ΕΟΚ: α) τηρεί τις αρχές περί µη εισαγωγής διακρίσεων και ανταγωνισµού για την ανάθεση συµβάσεων προµηθειών, έργων και υπηρεσιών, ιδίως όσον αφορά τις πληροφορίες που θέτει στη διάθεση των οικονοµικών φορέων σχετικά µε τις προθέσεις του για τη σύναψη συµβάσεων, β) ανακοινώνει στην Επιτροπή, υπό τους όρους που καθορίζονται στην απόφαση 93/327/ΕΟΚ ( 1 ) της Επιτροπής, της 13ης Μαι ου 1993, πληροφορίες σχετικά µε την ανάθεση των συµβάσεων. Άρθρο 30 Γενικός µηχανισµός για την εξαίρεση των δραστηριοτήτων που είναι απευθείας εκτεθειµένες στον ανταγωνισµό 1. Όταν συνάπτονται από αναθέτοντες φορείς που δεν είναι δηµόσιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο α), οι συµβάσεις για την παροχή µιας υπηρεσίας που ορίζεται στα άρθρα 3 έως 6 δεν υπόκεινται στην οδηγία, εάν στο κράτος µέλος στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα, η πρόσβαση σε αυτήν δεν είναι περιορισµένη. 2. Η πρόσβαση στη δραστηριότητα θεωρείται ότι δεν είναι περιορισµένη, όταν το κράτος µέλος έχει µεταφέρει και εφαρµόσει τις διατάξεις της κοινοτικής νοµοθεσίας για την ελευθέρωση της δραστηριότητας. 3. Οι ενδιαφερόµενες επιχειρήσεις ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις δραστηριότητες που θεωρούν ότι είναι εκτεθειµένες στον ανταγωνισµό βάσει της παραγράφου 1, προκειµένου να ζητήσουν τον αποκλεισµό τους. Κεφάλαιο ΙΙΙ Καθεστώτα που ισχύουν για τις συµβάσεις υπηρεσιών Άρθρο 31 Συµβάσεις υπηρεσιών που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα XVI A Οι συµβάσεις που έχουν ως αντικείµενο υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτηµα XVI Α συνάπτονται σύµφωνα µε τις διατάξεις των κεφαλαίων IV έως VII. ( 1 ) ΕΕ L 129 της 27.5.1993, σ. 25.
C 271 E/312 Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων EL 7.11.2002 Άρθρο 32 Συµβάσεις υπηρεσιών που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα XVI Β Η σύναψη συµβάσεων που έχουν ως αντικείµενο υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτηµα XVΙ Β υπόκειται µόνο στις διατάξεις των άρθρων 35 και 43. Άρθρο 33 Μεικτές συµβάσεις υπηρεσιών που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα XVI A και υπηρεσιών που περιλαµβάνονται στο Παράρτηµα XVI Β Οι συµβάσεις που έχουν ως αντικείµενο υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτηµα XVI A και παράλληλα υπηρεσίες που απαριθµούνται στο παράρτηµα XVI B συνάπτονται σύµφωνα µε τις διατάξεις των κεφαλαίων ΙV έως VΙΙ, όταν η αξία των υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτηµα XVI A υπερβαίνει την αξία των υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτηµα XVI B. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι συµβάσεις συνάπτονται σύµφωνα µε τα άρθρα 35 και 43. Κεφάλαιο IV Ειδικοί κανόνες που αφορούν τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα έγγραφα της σύµβασης Άρθρο 34 Γενικές διατάξεις Οι αναθέτοντες φορείς καταρτίζουν για κάθε σύµβαση µια συγγραφή υποχρεώσεων που διευκρινίζει και συµπληρώνει τις πληροφορίες που περιέχουν οι προκηρύξεις που αποτελούν µ έσο έναρξης διαγωνισµού, σύµφωνα µε το άρθρο 42. Σε αυτό το πλαίσιο εισάγουν µόνο τεχνικές προδιαγραφές σύµφωνα µε το άρθρο 35 και, εάν αποδέχονται εναλλακτικές προσφορές, εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37. Οι αναθέτοντες φορείς απαιτούν πληροφορίες σχετικά µε την υπεργολαβία, σύµφωνα µε το άρθρο 38 και θέτουν όρους όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις περί προστασίας του περιβάλλοντος, προστασίας της απασχόλησης και των συνθηκών εργασίας σύµφωνα µε το άρθρο 39. Είναι επίσης δυνατόν να απαιτηθούν ειδικοί όροι σχετικά µε την εκτέλεση της σύµβασης, συµπεριλαµβανοµένης και της προώθησης στόχων κοινωνικού χαρακτήρα και πολιτικής της απασχόλησης, και ειδικότερα όρους που ευνοούν την απασχόληση των αποκλεισµένων ή των ατόµων που βρίσκονται σε µειονεκτική θέση ή που έχουν ως στόχο την καταπολέµηση της ανεργίας, µε την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί θα συµβιβάζονται µε το κοινοτικό δίκαιο και τις αρχές της ίσης µεταχείρισης, της µη εισαγωγής διακρίσεων και της διαφάνειας που εµπεριέχονται στο άρθρο 10. Άρθρο 35 Οι τεχνικές προδιαγραφές 1. Οι τεχνικές προδιαγραφές έτσι όπως ορίζονται στο σηµείο 1 του παραρτήµατος ΧΧ αναφέρονται στα έγγραφα της σύµβασης, όπως οι προκηρύξεις, η συγγραφή υποχρεώσεων ή τα συµπληρωµατικά έγγραφα. 2. Οι τεχνικές προδιαγραφές οφείλουν να εξασφαλίζουν ισότιµη πρόσβαση στους προσφέροντες και να µην έχουν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία αδικαιολόγητων εµποδίων στο άνοιγµα των δηµόσιων συµβάσεων στον ανταγωνισµό. 3. Οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να διατυπώνονται παραπέµποντας στα ευρωπαϊκά πρότυπα και στα εθνικά πρότυπα που αποτελούν µεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων, στις ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις, στα ευρωπαϊκά οικολογικά σήµατα, στις κοινές τεχνικές προδιαγραφές, στα διεθνή πρότυπα ή, όταν αυτά δεν υπάρχουν, στα εθνικά πρότυπα ή στις εθνικές τεχνικές εγκρίσεις, στα πολυεθνικά ή εθνικά οικολογικά σήµατα που απαιτούν πιστοποίηση από τρίτους, στα περιβαλλοντικά πρότυπα διαχείρισης ή σε οποιαδήποτε τεχνική αναφορά που έχει καθιερωθεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισµούς πιστοποίησης έτσι όπως ορίζονται στο παράρτηµα ΧΧ, εφόσον η παραποµπή αυτή συνοδεύεται από τη µνεία «ή ισοδύναµο».