w omanidol.gr. http://womanidol.gr/psychagogia/biblio/to_benetsianiko_dachtulidi.html Το Βενετσιάνικο Δαχτυλίδι Διήγημα της Γιώτας Γουβέλη Πώς και πώς το περίμεν ε αυτό το ταξίδι στο Ρέθυμν ο η Αγγελική. Ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Μάνο η νεαρή γιατρός κι αυτή η επίσκεψη στον τόπο καταγωγής του είχε μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Μετά από δυόμιση χρόνια σχέση, πρώτη φορά της πρότεινε ο καλός της να την πάει να γνωρίσει τη γιαγιά του την Ελένη, τη μάνα του πατέρα του, για την οποία είχε ακούσει τόσα και τόσα. Την αγαπούσε τη γιαγιά του ο Μάνος, η έκφρασή του γαλήνευε κάθε φορά που της μιλούσε για κείνη. Βίος και πολιτεία η γιαγιά Ελένη. Περασμένα ενενήντα τώρα, η διαδρομή της στον χρόνο είχε ζυμωθεί με τη νεώτερη ιστορία της Κρήτης. Γεννημένη λίγο μετά την επανένωση του νησιού με την Ελλάδα, έζησε τις άγριες εποχές της φτώχιας, της βεντέτας, του πολέμου, της Αντίστασης, παίζοντας μάλιστα ενεργό ρόλο σε όλα αυτά, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Η πιπεράτη και πιο ενδιαφέρουσα για την Αγγελική- λεπτομέρεια του βίου της γιαγιάς Ελένης ήταν το πώς κλέφτηκαν με τον άντρα της, προκαλώντας παραλίγο φονικό. Ο Μάνος πέρασε πολλά από τα καλοκαίρια της νιότης του κοντά της, γι αυτό κι η ύπαρξή της ήταν για κείνον συνυφασμένη με την ελευθερία, τη σκανταλιά, τη χαρά της ζωής. Αλλά, η Αγγελική δεν την είχε γνωρίσει ποτέ δυόμιση χρόνια τώρα, μολονότι τους γονείς του Μάνου τους είχε γνωρίσει από την αρχή σχεδόν - άλλωστε στο ίδιο σπίτι έμεναν με το γιο τους, πάνω-κάτω σε μια διπλοκατοικία στα νότια προάστια. Η γιαγιά Ελένη όμως, το θρυλικό πρόσωπο της οικογένειας, δεν ήταν σε θέση πλέον να ταξιδέψει, αλλά ούτε και να δεχτεί επισκέψεις. Το γιατί παρέμενε κάπως ασαφές, μια και όλοι απέφευγαν να το συζητήσουν. Κάτι για κατάθλιψη πέταγαν, κάτι για Πάρκινσον, κάτι για κινητικά προβλήματα «τίποτα το πολύ σοβαρό, αλλά η ηλικία της την κάνει να αποφεύγει τις συναναστροφές», είχε πει κοφτά κάποτε ο κύριος Γιώργος, ο πατέρας του Μάνου, όταν εκείνη επέμεινε λίγο παραπάνω στο θέμα. Ωστόσο, από κάτι μισόλογα του Μάνου, κατάλαβε πως μάλλον η γιαγιά Ελένη
είχε περιέλθει σε δυσμένεια κάμποσα χρόνια τώρα, γιατί αρνιόταν πεισματικά να τους αφήσει να ανακαινίσουν το σπίτι της και να το κάνουν ξενώνα. Για τον Μάνο και τον πατέρα του που ήταν αρχιτέκτονες και οι δυο, ήταν επαγγελματική πρόκληση η αναπαλαίωση του οικήματος, χώρια το οικονομικό όφελος. Η Αγγελική λοιπόν, δεν έβλεπε την ώρα να δει από κοντά τη θρυλική γιαγιά και το παμπάλαιο βενετσιάνικο αρχοντικό της. Αρχον τικό δεν θα το έλεγε αν περν ούσε τυχαία από μπροστά του. Αυτό που είδε η Αγγελική, όταν άνοιξαν την πόρτα της περιποιημένης αυλής στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και μπήκαν στο πλακόστρωτο, ήταν ένα ξεχαρβαλωμένο σπίτι στριμωγμένο ανάμεσα από δυο αληθινά αρχοντικά, δείγματα μιας μοναδικής αρχιτεκτονικής, με αψίδες, λαξευμένη πέτρα και καλογυαλισμένες σκούρες ξυλοδεσιές. Με την πρώτη ματιά έβλεπες τι είχε συμβεί. Τα δυο πλαϊνά αρχοντικά είχαν εξελιχθεί σε περιζήτητα boutique hotel, ενώ το στενόμακρο γκρίζο κτίσμα, με το σκοροφαγωμένο καφασωτό στην πάνω μεριά, έδινε μια κακόκεφη νότα στο κατά τα άλλα ειδυλλιακό σκηνικό. Τα τραπεζάκια από το απέναντι μπαρ έφταναν μέχρι μπροστά στην πόρτα της γιαγιάς Ελένης και χρειάστηκε να κάνουν μανούβρες για να φτάσουν να χτυπήσουν το μπρούτζινο ρόπτρο της. Η σκυφτή φιγούρα της μαυροντυμένης γριούλας που τους άνοιξε τελικά την πόρτα ήταν μια ακόμα απογοήτευση για την Αγγελική. Εκεί που περίμενε μια γερόντισσα αρχοντική, σεβάσμια, καλοβαλμένη, αυτό που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα πλάσμα καταβεβλημένο, απεριποίητο, κακόκεφο όπως κι η πρόσοψη του σπιτιού της. Ο Μάνος έσκυψε και την αγκάλιασε στοργικά κι εκείνη του κρατούσε τα χέρια στα δικά της και τα χάιδευε κάμποση ώρα αφηρημένα, σαν να ζούσε στον κόσμο της, μακριά μέσα στον χρόνο. Με τα πολλά, έδειξε να αντιλαμβάνεται και την ύπαρξη της Αγγελικής και της έγνεψε να καθίσει στον ξύλινο καναπέ, σκεπασμένο με ένα πολυκαιρισμένο, κιτρινισμένο σεντόνι. Κάθισε κι ο Μάνος δίπλα της, ενώ η γιαγιούλα προχωρούσε με αργά βήματα προς την κουζίνα, να φέρει να τους τρατάρει. Κάμποση ώρα μετά, επέστρεψε κρατώντας ένα μπουκάλι ρακί κι ένα σακουλάκι παξιμάδια στο ένα της χέρι, ενώ με το άλλο στηριζόταν στο μπαστούνι της. «Άσε, θα τα φέρω εγώ τα ποτήρια, τα ξέρω τα κατατόπια», της είπε ο Μάνος και σηκώθηκε. Η γιαγιά Ελένη απίθωσε τα καλούδια της στο τραπέζι -ένα βαρύ ξυλόγλυπτο έπιπλο μπροστά από τον καναπέ- και γύρισε με κόπο το κορμί της για να καθίσει κι εκείνη σε μια ψάθινη καρέκλα, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Ήταν η αγαπημένη της προφανώς, όπως μαρτυρούσαν τα μαξιλάρια στο κάθισμα και στην πλάτη, πατικωμένα από τη χρήση και με γυαλάδες τόπους τόπους στο ύφασμα. Η Αγγελική συνειδητοποίησε πως όλη της η παρατηρητικότητα εξαντλιόταν στα σημεία όπου κινείτο η υπέργηρη γυναίκα. Η παρουσία της, μολονότι φαινομενικά αδιάφορη, απορροφούσε τόσο πολύ το βλέμμα και την προσοχή της κοπέλας, που της ήταν αδύνατον να περιεργαστεί τον χώρο γύρω της. «Καταθλιπτικό προσωπείο, Πάρκινσον εν εξελίξει, προχωρημένη οστεοπόρωση», προχώρησε η σκέψη της από κεκτημένη ταχύτητα λόγω επαγγέλματος. «Άντε, γεια μας, καλώς σε βρήκαμε γιαγιά», ύψωσε ο Μάνος το ρακοπότηρο και τσούγκρισαν οι τρεις τους, ενώ η γιαγιά Ελένη το κατέβασε γρηγορότερα από όλους. «Ήντα ξανοίγεις με, γιέ μου, πάει γέρασε η γιαγιά σου», είπε στον εγγονό της κι εκείνος γέλασε πειραχτικά
κι εξήγησε στην Αγγελική πως ξανοίγω θα πει κοιτάω καλά-καλά. Για κάμποση ώρα ο Μάνος εξακολούθησε να την πειράζει, δήθεν πως εκείνη ζούσε μέσα στην κραιπάλη, περιτριγυρισμένη από μαγαζιά της νύχτας, ενώ η Αγγελική δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από το πρόσωπό της. Μάτια και χείλη ήταν αυτά που κυριαρχούσαν στη μορφή της ηλικιωμένης γυναίκας, φλογισμένα μαύρα μάτια και χείλη σαρκώδη και καλογραμμένα ακόμα, σε πείσμα της συνολικής της παρακμής. Ντράπηκε όταν συνειδητοποίησε πως και η γιαγιά Ελένη την κοιτούσε επίμονα, έχοντας καρφώσει τα διεισδυτικά της μάτια στα δικά της, σαν να γύρευε μια απάντηση εκεί μέσα. Η γερόντισσα ρώτησε τον Μάνο τι κάνουν οι γονείς του: «ο κύρης σου είναι καλά; η μάνα σου;» και στη συνέχεια δεν άνοιξε το στόμα της να πει λέξη, μόνο χαμογελούσε αχνά κι αφηρημένα στα πειράγματα του εγγονού της. Έξαφνα, σαν να βγήκε από λήθαργο, έριξε μια έντονη ματιά στην Αγγελική και σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα της. «Ανείμενε!» είπε αποφασιστικά και κίνησε για τα μέσα δωμάτια. «Περίμενε», μετέφρασε ο Μάνος. «Τι την έπιασε ξαφνικά και πετάχτηκε; Πού πάει;», απόρησε ο νέος άντρας και κοίταξε συνωμοτικά την Αγγελική κάνοντάς της μια αστεία γκριμάτσα που της έφερε γέλια. Οι κανόνες καλής συμπεριφοράς τους υποχρέωναν να πνίξουν τα χαχανητά τους, καθώς η γιαγιά Ελένη επέστρεφε αργά στην τραπεζαρία. Αλλά, το γέλιο τους κόπηκε μαχαίρι έτσι κι αλλιώς όταν εκείνη απίθωσε στο τραπέζι το ξύλινο κουτί που βαστούσε στα χέρια της και μ ένα γύρισμα του κλειδιού άνοιξε το κουρμπαριστό καπάκι και αποκάλυψε το περιεχόμενό του. Η λάμψη της χλιδής μιας άλλης εποχής ξεπήδησε από το εσωτερικό της μπιζουτιέρας κι ήταν σαν να άγγιζε και να μεταμόρφωνε σταδιακά τα πάντα γύρω της, το παρακμασμένο περιβάλλον του σπιτιού, τα πολυκαιρισμένα έπιπλα, τα αραχνιασμένα ταβάνια, ακόμη και τα πρόσωπα. Ειδικά τα πρόσωπα. Η έκφραση της γριούλας απέναντί τους είχε τη ζωηράδα και την τσαχπινιά νεαρής γυναίκας καθώς τους κοιτούσε θριαμβευτικά, σα να τους έλεγε: «Δεν μου το χατε, ε; Να, λοιπόν!». Πιο επιρρεπής από τον Μάν ο στη σαγήν η των κοσμημάτων η Αγγελική, κοιτούσε το περιεχόμενο της μπιζουτιέρας με το στόμα ανοιχτό, σα να βρέθηκε ξαφνικά στην είσοδο της σπηλιάς του Αλαντίν. Κολιέ, καρφίτσες, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, πάνω από δέκα κομμάτια, όλα από παλιό χρυσό και πολύτιμες πέτρες, περίτεχνα, κομψότατα, μοναδικά. Η γιαγιά Ελένη, με μια κίνηση, έγειρε το ξύλινο κουτί κι όλα τα κομψοτεχνήματα χύθηκαν πάνω στο τραπέζι. Βούτηξε με απόλαυση τα γέρικα δάχτυλά της ανάμεσα στις αλυσίδες και τα πετράδια χαϊδεύοντάς τα, αναδεύοντάς τα, καμαρώνοντας τον θησαυρό της. «Μην το πεις τσι μάνας σου, γιαβρί μ», πέταξε ξαφνικά του Μάνου δύστροπα, «πάρ τα, δικά σου είναι, αλλά μην τσι το πεις».
Η Αγγελική δεν τους πρόσεχε εκείνη τη στιγμή. Τη ματιά της την είχε αιχμαλωτίσει ένα ογκώδες δαχτυλίδι, σίγουρα όχι το πιο πολύτιμο από όλα, αλλά το πιο μαγευτικό κατά τη γνώμη της. Μια φορά να το έβλεπες, το θυμόσουν για μια ζωή. Το σχήμα του ήταν μακρόστενο με πεπλατυσμένη τη μια του άκρη και παρίστανε ένα ματσάκι λουλούδια. Οι κάλυκές τους ήταν στολισμένοι με διαμαντάκια και το χρώμα των λουλουδιών αποδιδόταν με ένα μπλε ζαφείρι, ένα κατακόκκινο ρουμπίνι και ένα πιο μικρό σμαράγδι. Οι λεπτομέρειες στο πλέξιμο των μίσχων και στην όλη σύνθεση του μπουκέτου μαρτυρούσαν κορυφαίο τεχνίτη της εποχής του. Αυθόρμητα, πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της για να το θαυμάσει και φορεμένο. Ήταν πραγματικό αριστούργημα. Πολύ μακρύ, κάλυπτε το μισό σχεδόν του παράμεσου, κολακεύοντας το χέρι και μαγνητίζοντας τα βλέμματα. Σήκωσε τα μάτια της γεμάτα ακόμα από τη μαγεία του δαχτυλιδιού και να άνοιγε η γη να την καταπιεί. Η γιαγιά Ελένη την κοιτούσε βλοσυρά κουνώντας της το δάχτυλο. «Όχι αυτό, όχι. Σβήνει την αγάπη», της είπε αυστηρά κι η Αγγελική έβγαλε γρήγορα το δαχτυλίδι από το χέρι της ντροπιασμένη. Κανένα από τα δυο παιδιά δεν μπορούσε να προβλέψει αυτό που ακολούθησε. Η γριά γυναίκα που μέχρις εκείνη τη στιγμή με το ζόρι άνοιγε το στόμα της, ξέσπασε σ ένα παραλήρημα προσωπικής και οικογενειακής αναδρομής, με λόγια μπερδεμένα, λέξεις παράξενες, κρητικά και τούρκικα ανάκατα, που διακόπτονταν από βαθιούς στεναγμούς και πονεμένες σιωπές. Ο Μάνος, που ήταν ολοφάνερο ότι κι αυτός άκουγε πρώτη φορά τα περισσότερα από όσα διηγούταν η γιαγιά του, βοηθούσε την αφήγηση με προσεκτικές ερωτήσεις και διευκρινίσεις εδώ κι εκεί. Δεν παρέλειπε κιόλας να γεμίζει και να ξαναγεμίζει με ρακή τα ποτήρια τους από το καραφάκι, όταν μάλιστα άδειαζε κι εκείνο να το ξαναγεμίζει από μια νταμιτζάνα που έφερε από την κουζίνα. Έμαθαν πολλά λοιπόν εκείν η τη μέρα. Πρώτα-πρώτα, η γιαγιά Ελένη ήταν Τούρκα από μια πάμφτωχη οικογένεια της περιοχής του Ρεθύμνου και την έλεγαν Σεηντά. Ελένη βαφτίστηκε, όταν την έκλεψε ο παππούς του Μάνου -άφαντος κάτι δεκαετίες τώρα- κι έγινε χριστιανή. Ο παππούς, από οικογένεια ενετικής καταγωγής, αναγκάστηκε να την κλέψει γιατί ουδέποτε οι δικοί του θα του έδιναν την ευλογία τους να παντρευτεί την παρακόρη της πλύστρας τους, τη νεαρή Σεηντά δηλαδή, την Τούρκα. Αλλά, και οι γονείς της Σεηντά ήταν αντίθετοι στον γάμο, γιατί δεν ήθελαν η κόρη τους να αλλαξοπιστήσει. Όταν λοιπόν η Σεηντά ήταν έτοιμη να γεννήσει και το ζεύγος άφησε τον κρυψώνα του για να ενταχθεί ξανά στην κοινωνία, έγινε μια συμπλοκή μεταξύ του γαμπρού και του Τούρκου πεθερού του, που έστειλε τον μεν Τούρκο κατάκοιτο για κάμποσους μήνες τον δε γαμπρό στο πατρικό του να του περιποιηθεί η μάνα του τις ευτυχώς ελαφρές- πληγές του. Αυτό το περιστατικό έγινε η αφορμή να τον ξαναδεχτούν οι γονείς του στο σπίτι τους και μαζί μ αυτόν και την ετοιμόγεννη Σεηντά. Από κει και πέρα όλα εξελίχτηκαν κατ ευχήν, η δε πεθερά της Σεηντά, πεθαίνοντας, της άφησε τα βενετσιάνικα κοσμήματα που ήταν απλωμένα τώρα πάνω στο τραπέζι. Η γιαγιά Ελένη τα φύλαγε επιμελώς τόσα χρόνια στο κατώι, όπου έκρυβε τους πατριώτες στην Κατοχή. Όταν της τηλεφώνησε ο Μάνος πως θα ερχόταν μαζί με την κοπέλα που θα παντρευτεί πρώτη φορά το άκουγε αυτό η Αγγελική- ανέσυρε τον θησαυρό της από το κατώι και τον είχε έτοιμο να τον παραδώσει πλέον στην επόμενη γενιά. Με τη μητέρα του Μάνου δεν είχε καλές σχέσεις η γιαγιά Ελένη,
γιατί σ έναν καυγά με αφορμή την άρνηση της γιαγιάς να δώσει το σπίτι της, η νύφη της τής πέταξε κάτι προσβλητικό σε σχέση με την ταπεινή καταγωγή της. Η γιαγιά Ελένη πληγώθηκε, πείσμωσε και τους διέγραψε όλους πλην του εγγονού της, που τον λάτρευε. Όσο για το βεν ετσιάν ικο δαχτυλίδι που μάγεψ ε την Αγγελική, ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν όντως μαγεμέν ο κατά τη γιαγιά Ελέν η. Πήγαινε από πεθερά σε νύφη για πολλές γενιές κι όποια το φορούσε ατυχούσε στον έρωτα κι έμενε μόνη της χωρίς άντρα, σε νεαρή ηλικία. Άλλος σκοτώθηκε στην Επανάσταση, άλλος ξενιτεύτηκε και δεν ξαναγύρισε, άλλος ξεμυαλίστηκε με κάποια κι έφυγε, άλλος έπεσε σε ενέδρα και κατασφάχτηκε, με τελευταία απώλεια τον άντρα τής ίδιας της γιαγιάς Ελένης, ο οποίος έφυγε στην Αίγυπτο τα χρόνια της Κατοχής, ξαναγύρισε σώος και αβλαβής με την απελευθέρωση, αλλά λίγους μήνες μετά ξαναγύρισε στο Κάιρο όπου είχε αφήσει την αγαπητικιά του και το δίχρονο κοριτσάκι τους, για να ζήσει πλέον μαζί τους. Τέτοια χαΐρια ο άντρας που έκανε σαν παλαβός για τη νεαρή Σεηντά. Η γιαγιά Ελένη έμεινε μόνη της, με τον πατέρα του Μάνου νήπιο ακόμη, κι από κει κι έπειτα έδωσε σκληρό αγώνα για να τον μεγαλώσει. Κράτησε τα χωράφια τού προκομμένου και τα δούλεψε σχεδόν μόνη της, μαθημένη στον μόχθο και τη σκληρή δουλειά από τα γεννοφάσκια της. Όταν ο γιος της, ο πατέρας του Μάνου, παντρεύτηκε, η γιαγιά Ελένη φρόντισε να μην δώσει στη νύφη της το μαγεμένο δαχτυλίδι αλλά ένα άλλο και καλύτερο μάλιστα. Ήταν πεπεισμένη δε η γιαγιά ότι έσωσε έτσι τον γάμο του παιδιού της, άλλο τώρα αν η νύφη της την πότισε πίκρα όπως έλεγε με βαθύ παράπονο. Η Αγγελική κρεμόταν από το στόμα της. Παρόλη την απλοϊκότητα της αφήγησης, δεν μπορούσε να μη νοιώσει συμπόνια και σεβασμό για μια γυναίκα που η βιογραφία της την έκανε ξεχωριστή στα μάτια της. Στα μέσα της αφήγησης, σηκώθηκε αυθόρμητα, τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στης γιαγιάς και την αγκάλιασε τρυφερά από τους σκυφτούς ώμους, που τρεμούλιαζαν από τους αναστεναγμούς της. Το δέχτηκε το αγκάλιασμά της η γιαγιά Ελένη, μολονότι δύστροπη και στριφνή από τα γεράματα. Την είχε ψυχολογήσει με τη μία την Αγγελική και την είχε βρει του γούστου της. Θα έκανε τον λατρεμένο της εγγονό ευτυχισμένο. Απογευματάκι αποχαιρέτησαν πια τη γιαγιά Ελένη με την υπόσχεση πως θα ξαναπερνούσαν να τη δουν φεύγοντας από το νησί σε δυο βδομάδες. Είχαν κανονίσει να περάσουν στα Χανιά τις διακοπές τους τούτο το καλοκαίρι μαζί με την παρέα τους που θα ερχόταν σε λίγες μέρες. Πριν φύγουν από το Ρέθυμνο, ο Μάνος πρότεινε να πιουν έναν καφέ στον Πλάτανο, «να συνέλθουμε από τους κουβάδες τη ρακή που κατεβάσαμε», είπε γελώντας. Ο νους της Αγγελικής ήταν ακόμα στο δαχτυλίδι και του το ζήτησε να το φορέσει λίγο, να το χορτάσει.
«Μα είναι μαγεμένο, δεν φοβάσαι μη με χάσεις;» την πείραξε. «Θα τα σβήσω εγώ τα μάγια», αστειεύτηκε κι εκείνη, ενώ ο Μάνος καθόταν σ ένα πεζούλι για να ψαρέψει το δαχτυλίδι από το κουτί που το είχε παραχώσει στο σακίδιό του. Μαγική ώρα είν αι το σούρουπο στο ν ησί. Το ερωτευμένο ζευγάρι απολάμβανε τον καφέ του δίπλα στη βενετσιάνικη κρήνη της πλατείας και η Αγγελική καμάρωνε το πανέμορφο δαχτυλίδι που λαμπύριζε με τις κινήσεις των χεριών της, ενώ ο Μάνος, επηρεασμένος ακόμα από τις εξομολογήσεις της γιαγιάς του, σκάλιζε τις μνήμες του για να θυμηθεί περιστατικά που μέχρι τότε δεν τα είχε αξιολογήσει σωστά. «Γι αυτό, λοιπόν, ξέφευγαν με μισόλογα, όταν τους ρωτούσα γιατί δεν πάνε να δουν τη γιαγιά», έλεγε για τους γονείς του και προσπαθούσε να τους βρει δικαιολογίες, να μην τους αδικήσει. «Όλες οι οικογένειες έχουν τα θέματά τους», τον διαβεβαίωσε πρακτικά η Αγγελική, «δεν μπορείς να κρίνεις αν δεν ακούσεις και τις δύο πλευρές. Η γιαγιά σου πάντως σε λατρεύει, φύλαγε τον θησαυρό της για σένα η καημένη.» «Συγκινήθηκα πολύ, η γιαγιά μου ήταν η αδυναμία μου από παιδί.» «Τι θα τα κάνεις τώρα αυτά τα τζοβαϊρικά, θα τα κουβαλάς μαζί σου στις διακοπές;» «Θα τα βάλω σε μια θυρίδα όταν πάμε στα Χανιά και μετά θα τα φυλάξω στην Αθήνα, σε θυρίδα πάλι, ώσπου να αποφασίσουμε τι θα τα κάνουμε. Δεν φοριούνται πια υποθέτω, είναι πολύ παλιομοδίτικα», της είπε και την κοίταξε ερωτηματικά. «Εξαρτάται», του απάντησε. «Θέλουν πολλή προσοχή στον συνδυασμό, αλλά θα μπορούσαν να αναδείξουν ένα συγκεκριμένο στιλ ντυσίματος. Για παράδειγμα, οι πιο προχωρημένοι σχεδιαστές προτείνουν εντυπωσιακά φο κομμάτια μαζί με.» Και η Αγγελική συνέχισε το λογύδριό της περί στιλ, όταν κάποια στιγμή κατάλαβε πως ο Μάνος δεν άκουγε λέξη από όσα έλεγε. Θεώρησε πως είχε βαρεθεί από το θέμα της κουβέντας τους, αλλά κάτι στο βλέμμα του την έκανε να γυρίσει προς τα εκεί που κοιτούσε ο καλός της, στην μπάρα του καφέ στα δεξιά τους. Μια ψηλή κοπέλα με ατημέλητο ντύσιμο και εντυπωσιακά μαύρα μαλλιά, μακριά μέχρι τη μέση της, καθόταν άκρη-άκρη στο σκαμπό κι είχε το σώμα της ολόκληρο στραμμένο προς τη μεριά τους. Την Αγγελική, περισσότερο κι από το προκλητικό σορτσάκι, την ενόχλησε το ύφος της. Αυθάδικο, ειρωνικό, αλλά και κάπως κακιωμένο. Στράφηκε στον Μάνο να τον ρωτήσει ποια είναι η κοπέλα, αλλά δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Εκείνος της πέταξε ένα «συγγνώμη, μια στιγμή» κι έφυγε αστραπή για την άγνωστη μελαχρινή. Όσο παρακολουθούσε η Αγγελική τους δυο τους να μιλάνε και να κοιτάζονται λίγα μέτρα μακριά της, τόσο το κενό στο στομάχι της μεγάλωνε. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί έτσι τον Μάνο, να κρέμεται δηλαδή από τα χείλη μιας άλλης γυναίκας, αγνοώντας την ύπαρξη της Αγγελικής και αδιαφορώντας επίσης για την ώρα που περνούσε. Από τη μια στιγμή στην άλλη ένιωσε προδομένη, παραγκωνισμένη. Στριφογύρισε στην καρέκλα της για να δείξει στον Μάνο πως παρατραβούσε το τετ α τετ του με την άγνωστη, αλλά εκείνος ούτε που την
κοίταζε. Ο πανικός της μεγάλωνε, τον έχανε, ήταν σίγουρη, η αδιαφορία του της τρυπούσε σαν νυστέρι την καρδιά. Το ίδιο εξακολούθησε να αισθάνεται κι όταν εκείνος γύρισε στο τραπέζι τους και της εξήγησε πως η κοπέλα ήταν ένα παιδικό του φλερτ από τα καλοκαίρια που περνούσε κάποτε στο Ρέθυμνο. Του πήρε κάμποσο του Μάνου να ξαναβρεί τον εαυτό του μετά τη συνάντησή του με την άγνωστη. Οι πρώτες μέρες των διακοπών τους στα Χανιά ήταν για την Αγγελική οι μαρτυρικότερες μέρες της ζωής της. Αγωνιζόταν βήμα-βήμα να τον ξαναφέρει κοντά της, να διώξει την αφηρημάδα που σκέπαζε το βλέμμα του, να ξαναμπεί στο επίκεντρο της ζωής του. Και φυσικά δεν ξαναφόρεσε ποτέ το βενετσιάνικο δαχτυλίδι. Μπορεί η επιστήμη της να εξηγούσε τον έρωτα με τις χημικές ενώσεις του εγκεφάλου, αλλά τώρα είχε μάθει από πρώτο χέρι την εύθραυστη φύση του. Είχε μάθει και κάτι άλλο: Να σέβεται και το μυστήριό του, τη μαγεία του. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει έρωτας. Τη γιαγιά Ελέν η δεν ήταν γραφτό ν α την ξαν αδούν ζων ταν ή εκείνο το καλοκαίρι. Λίγες μέρες πριν τελειώσουν οι διακοπές τους, τους τηλεφώνησε ο πατέρας του Μάνου να ξαναγυρίσουν στο Ρέθυμνο για την κηδεία της. Την είχε βρει νεκρή στο κρεβάτι της η γυναίκα που συγύριζε κάθε πρωί το σπίτι της. Η Σεηντά, η Τούρκα, είχε φύγει από τη ζωή αφού παρέδωσε τον θησαυρό της κι αποφάσισε να παραδώσει και το σπίτι της. Είχε αφήσει κι άλλη μια κληρονομιά, πολύτιμη. Για όποιον ήθελε ν ακούσει. Λίγα λόγια για τη συγγραφέα Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μεσολόγγι. Είναι απόφοιτος του Μαθηματικού Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στην πληροφορική και τη διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε στο χώρο της εκπαίδευσης και σε πολυεθνικές εταιρίες επικοινωνίας, ως υπεύθυνη μέσων μαζικής ενημέρωσης. Έχει τρία παιδιά και ζει με την οικογένειά της στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Η μουσική του κόσμου (2010), Το σκίτσο (2011) και Το κεντρί της πεταλούδας (2012). Και την επόμενη εβδομάδα αναμένουμε με ανυπομονησία το νέο της μυθιστόρημα Το μαγεμένο ποτάμι.