Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) 940/2008 ΑΠ ( 459311) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αυτοκινητικό ατύχημα. Προϋποθέσεις ευθύνης για αποζημίωση. Μόνη η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν στοιχειοθετεί υπαιτιότητα που να στηρίξει ευθύνη για αποζημίωση. Αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Ενσταση συνυπαιτιότητας στηριζόμενη στους ισχυρισμούς αφενός ότι το θύμα δεν φορούσε προστατευτικό κράνος και αφετέρου ότι είχε υπερβεί κατ ολίγον το επιτρεπόμενο αλκοόλ. Κρίση ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι. Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, ο επιζών σύζυγος δικαιούται σχετικής αποζημιώσεως από τον υπαίτιο του ατυχήματος. (Επικυρώνει την 27/2007 ΕφΚέρκυρας). Αριθμός 940/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αχιλλέα Νταφούλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (επειδή κωλύεται ο Αντιπρόεδρος Ιωάννης Παπανικολάου), Γεώργιο Πετράκη, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Ιωάννη Σίδερη και Γεωργία Λαλούση (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Ελένης Μαραμαθά), Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) χ1, 2)..., 3) Του Αλληλοασφαλιστικού Συνεταιρισμού ιδιοκτητών Λεωφορείων Πούλμαν, υπό την επωνυμία "..." που εδρεύει στην... και εκπροσωπείται νόμιμα, άπαντες οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πολιτάκο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)..., 2)... δια τον εαυτόν του ατομικώς και ως νομίμου κληρονόμου της αποβιωσάσης εκ πατρός μάμμης του..., 3)..., ως ασκούσης την γονική μέριμνα επί της ανηλίκου θυγατρός της... και ως εκπροσώπου αυτής δια τον εαυτόν της ατομικώς (ανηλίκου) και ως νομίμου κληρονόμου της αποβιωσάσης εκ πατρός μάμμης αυτής..., 4)... δια τον εαυτόν του ατομικώς και ως νομίμου κληρονόμου της αποβιωσάσης μητρός αυτού..., 5)..., 6)..., άπαντες οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Γεώργιο Καλούδη και Νικόλαο Πιπερίδη οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κερκύρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 84/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 180/2005 του Εφετείου Κερκύρας. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησαν οι ως άνω αναιρεσίβλητοι με την από 16/9/2005 αίτησή τους. Εκδόθηκε η με αριθμό 425/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την 180/2005 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η με αριθμό
27/2007 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/3/2007 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση, ανέγνωσε την από 24/1/2008 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρμόστηκε (υπαγωγικός συλλογισμός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου απ` αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.περαιτέρω, για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης από το εδάφιο 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να παραβιαστεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Η παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, ύστερα από αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού,
δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα κρίσιμα για την τύχη της αναίρεσης πραγματικά περιστατικά: "Στις 9-7-2002 και περί ώρα 18.50 ο πρώτος εναγόμενος (αναιρεσείων) χ1 οδηγώντας του... ΔΧ τουριστικό λεωφορείο, ιδιοκτησίας του δεύτερου (αναιρεσείοντος) εναγόμενου και ασφαλισμένο στον τρίτο εναγόμενο ασφαλιστικό συνεταιρισμό, εκινείτο στην ΕΟ...-... και συγκεκριμένα στο 11ο χιλιόμετρο αυτής, με κατεύθυνση προς... Την ίδια ώρα και στο ρεύμα της ανωτέρω ΕΟ προς... και πάνω στην διπλή διαχωριστική γραμμή, βρισκόταν προσωρινά σταθμευμένος ο ψ, ο οποίος οδηγώντας την... δίκυκλη μοτοσυκλέττα του και χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος, είχε εξέλθει στην ΕΟ από παρόδια οδό, σκοπεύοντας στη συνέχεια να διασχίσει κάθετα το ρεύμα της προς Κέρκυρα και να εισέλθει σε ανώνυμη παρόδια οδό όπου βρισκόταν η κατοικία του. Η ανωτέρω ΕΟ είναι διπλής κατευθύνσεως και στο 11ο χιλιόμετρο, όπου συνέβη το τροχαίο ατύχημα, τα αντίθετα ρεύματα χωρίζονται με μία συνεχή γραμμή και άλλη παραπλεύρως διακεκομμένη (Κ-1δ), υπάρχει επικάλυψη ασφάλτου, είναι ευθεία σε μήκος 150 μέτρων και έχει πλάτος οδοστρώματος 7 μέτρα (3,50 μέτρα για κάθε λωρίδα κυκλοφορίας) και πλάτος ερείσματος 1,80 μέτρα. Η περιοχή δεν είναι κατοικημένη και για το λόγο αυτό δεν υπήρχε πινακίδα ορίου ταχύτητας. Τέλος, στο σημείο αυτό η ανωτέρω ΕΟ συμβάλλεται εκατέρωθεν με δύο κάθετες ανώνυμες παρόδιες οδούς. Ο εναγόμενος οδηγός του τουριστικού λεωφορείου, κατευθυνόμενος προς... με ταχύτητα 80χλμ, εξερχόμενος από ανοικτή σε σχέση με την πορεία του αριστερή στροφή και κινούμενος επί των διαχωριστικών γραμμών της ΕΟ κατά τρόπο ώστε τμήμα του λεωφορείου να έχει εισέλθει στο αντίθετο με το δικό του ρεύμα κυκλοφορίας, αν και αντελήφθη τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας από απόσταση 40 μέτρων περίπου, δεν τροχοπέδησε το όχημά του ούτε και ενήργησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά και έτσι επέπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του στο πίσω και πλάγιο τμήμα της μοτοσικλέτας, την οποία παρέσυρε σε απόσταση 30 μέτρων περίπου στο οδόστρωμα, προκαλώντας τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού της μοτοσικλέτας, ο οποίος υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, πολλαπλές ρήξεις πνευμόνων, ενώ διαπιστώθηκε ύπαρξη ποσότητας αίματος εντός θωρακικής κοιλότητας (αιμοθώρακας) και πολλαπλές ρήξεις ήπατος και σπλήνας, ενώ διαπιστώθηκε ύπαρξη ποσότητας αίματος εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας (αιμοπεριτόναιο) και κάταγμα της ηβικής σύμφυσης καθώς επίσης και κατάγματα από την 2η έως την 7η πλευρά του δεξιού ημιθωρακίου και από την 2η έως την 9η πλευρά του αριστερού ημιθωρακίου. Από τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά αποκλειστικός υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος είναι ο εναγόμενος οδηγός του... ΔΧ τουριστικού λεωφορείου ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος οδηγούσε χωρίς σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του ούτε και κατέβαλε την κατ` αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως ικανός και ευσυνείδητος οδηγός οφείλει να καταβάλει έτσι ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, δεδομένου ότι το πλάτος του οδοστρώματος στο ρεύμα πορείας του ήταν σχετικά περιορισμένο (3,50μ) ενώ το πλάτος του λεωφορείου ήταν 2,50 μ, και έπρεπε συνεπώς να ρυθμίσει την αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα του οχήματός του ανάλογα, πολύ περισσότερο γιατί έβγαινε από ανοικτή αριστερή στροφή, σε σχέση με την πορεία του και είχε αντιληφθεί τον οδηγό της μοτοσικλέτας από απόσταση 40 μέτρων περίπου. Ειδικότερα ο εναγόμενος οδηγός δεν ενήργησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, αν και είχε χώρο να το πράξει δεδομένου ότι ο θανών βρισκόταν στο μέσον του οδοστρώματος και το πλάτος του οδοστρώματος στο ρεύμα πορείας του ήταν 3,50 μ, το δε πλάτος του λεωφορείο 2,50 μ, και ακριβώς δίπλα υπήρχε έρεισμα 1,80μ, αλλά αντίθετα συνέχισε την πορεία του με τμήμα του λεωφορείου του στο αντίθετο με το δικό του ρεύμα κυκλοφορίας και χωρίς να τροχοπεδήσει αν και είχε αντιληφθεί τον οδηγό της μοτοσικλέτας από απόσταση 40 μέτρων περίπου. Επομένως, ο εναγόμενος χ1 ενήργησε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 4 και 19 παρ. 1,2,3 του ΚΟΚ. Οι συνθήκες του πιο πάνω τροχαίου ατυχήματος προσδιορίζονται με ασφάλεια από το σχεδιάγραμμα και την έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας Κέρκυρας, τον ταχογράφο του τουριστικού λεωφορείου,
το πρακτικό επιθεώρησης οχήματος, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του..., καθώς επίσης και από την κατάθεση των αυτοπτών μαρτύρων... και.... Η ένσταση των εναγομένων ότι ο θανών συνετέλεσε στην επέλευση του ανωτέρω ατυχήματος διότι ήταν προσωρινά σταθμευμένος με την δίκυκλη μοτοσικλέτα του στις κατά μήκος του οδοστρώματος της ανωτέρω ΕΟ διαχωριστικές γραμμές, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη δεδομένου ότι ο θανών ήταν ορατός από τον οδηγό του τουριστικού λεωφορείου από απόσταση τουλάχιστον 40 μέτρων περίπου και ο τελευταίος είχε εισέλθει με τμήμα του λεωφορείου του στο αντίθετο με το δικό του ρεύμα κυκλοφορίας χωρίς να ανακόψει την αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητά του. Ακόμη, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του θανόντος στο επελθόν αποτέλεσμα για το λόγο ότι δεν έφερε προστατευτικό κράνος και ότι η έλλειψη αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν από την σύγκρουση θανατηφόρο για τον ίδιο αποτέλεσμα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι ο θάνατός του θα επήρχετο οπωσδήποτε και αν ακόμη φορούσε κράνος, διότι τα περιστατικά που οδήγησαν στον θάνατό του, δηλαδή η σφοδρότητα της συγκρούσεως και η βιαιότητα με την οποία παρασύρθηκε στο οδόστρωμα για πολλά μέτρα, όπως προαναφέρθηκε, του προξένησαν τις προαναφερόμενες πολλαπλές κακώσεις, εκτός των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, οι οποίες ήταν βαριές και μπορούσαν να ήταν θανατηφόρες. Τέλος, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητος του θανόντος στο επελθόν αποτέλεσμα για το λόγο ότι προ του ατυχήματος βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος σε ποσοστό 0,58 ο/οο και ότι το γεγονός τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν από την σύγκρουση θανατηφόρο για τον ίδιο αποτέλεσμα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτή η κατ` ολίγον υπέρβαση του ποσοστού της αιθυλικής αλκοόλης (με όριο τα 0,50 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του ΚΟΚ) μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην οδηγητική του συμπεριφορά και στην προκειμένη περίπτωση δεν συνδέεται αιτιωδώς με αμελή κυκλοφοριακή συμπεριφορά αυτού η οποία να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος". Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα αναφορικά με την υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και του θανόντος οδηγού της μοτοσικλέτας και την ύπαρξη ή όχι αιτιώδους συνάφειας από τις ανωτέρω συμπεριφορές στην επέλευση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος που είχε ως συνέπεια τη θανάτωση του οδηγού της μοτοσικλέτας. Το Εφετείο περιέχει λεπτομερείς αναφορές στους λόγους που αποκλείουν την ύπαρξη συνυπαιτιότητας στον οδηγό της μοτοσικλέτας για την πρόκληση του ατυχήματος, και από την παράλειψη αυτού να φορέσει προστατευτικό κράνος, και από το γεγονός της ανίχνευσης αλκοόλης σε ποσοστό 0,58 ο/οο στο αίμα του και εξηγεί για ποιο λόγο τα ανωτέρω περιστατικά δεν βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, και δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση, ούτε δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ενώ ορθά υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά στις έννοιες της αιτιώδους συνάφειας και της αμέλειας. Κατ` ακολουθίαν, δεν παραβίασε, αλλά σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297,298, 300 και 914 ΑΚ, ο δε αντίθετος πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατ` εκτίμηση από τα εδάφια 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΙΙ. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά τη σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που οφείλεται στο δικαιούχο βάσει της ΑΚ 932 αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κρίση αυτή σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια ώστε να
μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως (αριθμός 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ), είτε εκ πλαγίου (αριθμός 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ), είτε παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Επομένως, η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε και από άποψη παραβιάσεως ή μη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νομικός κανόνας με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγματικότητας διατάξεως νόμου και συγκεκριμένα αν ο νομοθετικός περιορισμός ενός συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται μεταξύ αφενός μεν της συνταγματικής διατάξεως, που προστατεύει κάποιο δικαίωμα, αφετέρου δε της νομοθετικής διατάξεως, που το περιορίζει. Έξω, όμως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρμόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά εφαρμόζουν την οικεία διάταξη του νόμου, ο οποίος αναθέτει σ` αυτά να αποφασίζουν. Επομένως, δικαστική απόφαση, που δεν προέβη σε συγκεκριμένη περίπτωση στον προσδιορισμό εύλογης χρηματικής αποζημίωσης του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά είναι εσφαλμένη και θα ελεγχθεί με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα, με βάση τους κανόνες που το ίδιο άρθρο, θέτει και στα πλαίσια, που οι ρυθμίζουσες τα ένδικα μέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, παραβιάζοντας τη διάταξη 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την επιδίκαση των ποσών της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στους ενάγοντες συγγενείς του θανόντος, διότι τα επιδικασθέντα ποσά, ύψους 120.000 ευρώ για τη σύζυγο και 80.000 ευρώ για καθένα από τέκνα του θανόντος, είναι υπερμέτρως ασυνήθη σε σχέση με τα ποσά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν παραπάνω ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου δεν υπόκειται απευθείας σε έλεγχο μέσω της αρχής της αναλογικότητας, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι τα επιδικασθέντα δεν είναι υπερμέτρως ασυνήθη για την περίπτωση θανάτωσης οικείου προσώπου από αδικοπραξία και έτσι δεν διαπιστώθηκε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. ΙΙΙ. Από τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του νόμου 1329/1983, με τα οποία ορίζεται, ότι οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας με την προσφορά της προσωπικής τους εργασίας, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, προκύπτει ότι θεσμοθετήθηκε με βάση την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Η συνεισφορά αυτή καλύπτεται και με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση των αναγκών του κοινού οίκου, στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε συζύγου, υποχρέωση που γεννά εκ του νόμου δικαίωμα του άλλου να αξιώνει τη συνεισφορά των υπηρεσιών αυτών. Ετσι, στην περίπτωση θανάτου του ενός συζύγου και της συνακόλουθης απώλειας της δυνατότητας προσφορά των προσωπικών του υπηρεσιών, δικαιούται ο επιζών σύζυγος να απαιτήσει από τον υπαίτιο του θανάσιμου τραυματισμού, αποζημίωση για τη στέρηση των υπηρεσιών, που συνιστούσαν την εκ του νόμου οφειλόμενη συμβολή του θύματος στις οικογενειακές ανάγκες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ β` του ΑΚ. Η ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που μπορεί να ζητηθεί ως αποζημίωση, θα εξαρτάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από το συσχετισμό των δυνάμεων των συζύγων από τον οποίο θα
προκύπτει η υποχρέωση, το είδος και το μέγεθος συνεισφοράς του παθόντος συζύγου με την παροχή προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, βάσει των στοιχείων που θα εκτίθενται από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 39/1997). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο σχετικά με το αίτημα της πρώτης (αναιρεσίβλητης) ενάγουσας (συζύγου του θανόντος) για επιδίκαση σ` αυτήν αποζημίωσης για τη ζημία που θα υποστεί από τη στέρηση των υπηρεσιών που ο θανών προσέφερε στην οικογένεια και θα συνέχιζε να προσφέρει μέχρι τη συμπλήρωση του 75ου έτους της ηλικίας του και τις οποίες αποτιμούσε σε 300 ευρώ μηνιαίως, δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Τέλος αποδείχθηκε ότι ο θανών κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς του με την πρώτη ενάγουσα σύζυγό του, προσέφερε προσωπική εργασία, τόσο στην οικιακή οικονομία, όσο και στις οικιακές ανάγκες (συντήρηση ελαιοκτήματος και κήπου, καθαριότητα και συντήρηση οικίας, μεταφορά του ανήλικου τέκνου τους με αυτοκίνητο στο φροντιστήριο κλπ). Η αποτίμηση αυτών των υπηρεσιών ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ το μήνα, τα οποία η τελευταία θα καταβάλει πλέον σε τρίτους προς αναπλήρωσή τους. Τις υπηρεσίες αυτές στερήθηκε και θα στερείται η ίδια μέχρι τις 9-7-2027, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο θανών σύζυγός της θα ζούσε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ενόψει της καλής καταστάσεως της υγείας του και των συνθηκών της ζωής του". Με τον τρίτο λόγο (πρώτο μέρος) της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι με τις ανωτέρω παραδοχές παραβίασε τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (1389, 1390, 928 ΑΚ), πλην όμως κατά το μέρος αυτό ο λόγος πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός του νομικού σφάλματος που αποδίδεται στην απόφαση, δηλαδή σε ποιο σημείο βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των προαναφερόμενων κανόνων δικαίου, σε κάθε όμως περίπτωση ως αβάσιμος, διότι ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές. Περαιτέρω, το Εφετείο περιέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για το ανωτέρω ζήτημα της ζημίας της ενάγουσας από τη στέρηση των υπηρεσιών του συζύγου της και δεν δημιουργεί ανεπάρκεια το γεγονός ότι μία από τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκ των πραγμάτων θα σταματούσε με την ενηλικίωση της θυγατέρας, ούτε αντιφατικότητα η παραδοχή σε άλλο κεφάλαιο της απόφασης ότι οι σύζυγοι δεν είχαν άλλη προσοδοφόρα περιουσία ή εισοδήματα από άλλη πηγή. Ο αντίθετος λόγος αναίρεσης, επομένως, κατά το οικείο μέρος του από το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15 Μαρτίου 2007 αίτηση του χ1 κλπ για αναίρεση της 27/2007 απόφαση του Εφετείου Κερκύρας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ.