Πορθμείο για τον παράδεισο ΝΙΚΟΛΑ ΝΑΣΚΟΒ
Νικόλα Νάσκοβ Μετάφραση Γεωργία Μαμμή Διόρθωση κειμένου Ελένη Πούλιου Σχεδίαση / Γραφιστική Ορέστης Μαμμής i
1 Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ Είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του, όταν μπροστά στα μάτια του απλώθηκε ένας δρόμος γεμάτος λεύκες και σπίτια με κόκκινες σκεπές. Σταμάτησε και κατέβασε προσεκτικά από την πλάτη του το βαρύ φορτίο που χε τυλιγμένο σε λευκό πανί. Ο κόκκινος βράχος έκρυψε με τη σκιά του το ιδρωμένο του πρόσωπο και τα πετρώματά του έλαμψαν. Ο γέρος κάθισε σε μια πέτρα κοιτώντας με βλέμμα απλανές. Βαριανάσαινε. Η ανάσα του ήταν εντυπωσιακά ρυθμική για την ηλικία του. Από τη μούμια που ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, τυλιγμένη σε κομμάτια από βρόμικο ύφασμα, εξείχε το κεφάλι του Αργύρη. Ήταν χλωμό σαν κερί, λευκό, νεκρό. Δεν το ζωντάνευε ούτε η φαγωμένη του μύτη ούτε τα μισάνοιχτα χείλη, που ήταν παραμορφωμένα από μια έκφραση πόνου. Εξέπεμπε απίστευτη ηρεμία. Ο γέρος γύρισε και με μια αδιάφορη, τεμπέλικη κίνηση του χεριού του, έδιωξε τις μύγες απ το κεφάλι του νεκρού. Ο ιδρώτας γλιστρούσε από τα φρύδια του στη γαμψή μύτη του. Είχε τα μάτια του κλειστά και δεν έβλεπε τα πετρώματα, που ξεπρόβαλλαν από τη χλόη. Ξαφνικά, άρχισε να τραβάει το γιακά του βρόμικου πουκαμίσου του τόσο βίαια, λες και η σιωπή της αυγής κι η αμίλητη σορός τον έπιαναν απ το λαιμό. Ψιθύριζε κάτι μεσα απ τα χείλη του και με την αδύναμη γροθιά του χτυπούσε απελπισμένα το μέτωπό του. Έκλαψε αθόρυβα κουνώντας το κεφάλι του, που ήταν κρυμμένο μες στις παλάμες του. Όταν τελείωσε το κλάμα, σκούπισε τα δάκρυά του και σηκώθηκε. Έριξε τη σορό στην πλάτη του προσεκτικά και σιγά σιγά ξεκίνησε για το χωριό. Ήταν πρωί κι ο ήλιος απομακρυνόταν γρήγορα από τη γραμμή του ορίζοντα προς τον ουρανό δροσίζοντας την κρυστάλλινη ηρεμία της μέρας που ξεκινούσε. Οι σκιές των δέντρων μίκραιναν αισθητά. 2
Ο γέρος βημάτιζε προσεκτικά ανάμεσα στις μπλε σκιές, σηκώνοντας τα πόδια του σαν να ανέβαινε σκάλες. Ήθελε πολύ να περάσει από το χωριό χωρίς να τον καταλάβουν, να καθυστερήσει όσο γινόταν περισσότερο τη στιγμή που θα άκουγε το κλάμα των χωρικών και τις απεγνωσμένες φωνές αυτών που ορφάνεψαν. Όσο πλησίαζε τόσο τον εγκατέλειπε η ελπίδα ότι θα μπορούσε να το πετύχει. Ο νεκρός Αργύρης τον βάραινε και του κοβε την αναπνοή. Με δυσκολία έσερνε τα πόδια του. Για κακή του τύχη, ο δρόμος για το χωριό περνούσε απ τη σιταποθήκη, όπου με τα θολά του μάτια διέκρινε μια ομάδα ανθρώπων. Απελπίστηκε. Ήθελε μονάχα να τους φτάσει και να απελευθερωθεί από το βάρος, το βάσανο και τη θλίψη. Η καρδιά στο στήθος του χτυπούσε ατίθασα και του προκαλούσε πόνο. Αδιαφορούσε πια για τα πάντα. Του φαινόταν παράξενο που κανείς δεν προσπαθούσε να τον βοηθήσει σ αυτόν το γολγοθά. Με τις δυνάμεις που του χαν απομείνει, τράβηξε προσεκτικά τη σορό από πάνω του και την απίθωσε στη γη. Κάθισε. Δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Το πλήθος όλο και μεγάλωνε γύρω του, όμως ο γέρος δεν τους έβλεπε πια. Οι υστερικές κραυγές τον συνέφερναν αλλά οι συστάδες των ποδιών τον απέλπιζαν ότι δε θα φύγει ήσυχα. Σαν να τον τράβηξαν οι φωνές, εμφανίστηκε ο Δημήτρης, ο πατέρας του νεκρού, και με ένα απλανές βλέμμα κοίταζε τη σορό. Έμεινε για αρκετή ώρα ακίνητος. Στο τέλος γονάτισε, σήκωσε το γιο του και ακούμπησε το άψυχο κεφάλι του στα γόνατά του. Καθόταν ήρεμος, περικυκλωμένος από το κλαμένο πλήθος, με μια όψη γεμάτη μίσος και έτοιμο το σχέδιο της εκδίκησης σαν να εκμαίευσε ένα μυστικό από την κρύα πια σορό. Το βλέμμα του έτρεχε πάνω απ τα κεφάλια των χωρικών, στο δρόμο από τον οποίο γύρισε νεκρός ο Αργύρης. Ύστερα έσκυψε, φίλησε στο μέτωπο το γιο του και ξεκίνησε για το σπίτι. Μετά από τρία βήματα σταμάτησε και, χωρίς να κοιτάζει κανέναν, είπε με θλιμμένη φωνή: «Φέρτε τον». Ο γέρος, παρά την κούρασή του, δεν άφησε κανέναν ν αγγίξει το σώμα του Αργύρη. Τον σήκωσε στην πλάτη του και ακολούθησε τον πατέρα του νεκρού. Το 3
πλήθος προχωρούσε πίσω του σοβαρό κι όταν έφτασαν στο σπίτι του Δημήτρη, εκείνος άνοιξε τη βαριά πόρτα, γύρισε και είπε στον κόσμο, που πενθούσε: «Σας ευχαριστώ πολύ. Γυρίστε στα σπίτια σας». Πήρε το νεκρό από τις πλάτες του γέρου και ασφάλισε την εξώπορτα. Έξω από τον ψηλό, πέτρινο τοίχο που περικύκλωνε το σπίτι, το πλήθος και οι γυναίκες άρχισαν ένα θλιβερό μοιρολόι που δε το σταμάτησε ούτε ο ερχομός του παπά ούτε της μητέρας του νεκρού. Ο Δημήτρης την είχε διώξει από παλιά από το σπίτι αλλά, σαν συγγενής του παπά που ήταν, βοηθούσε στις Λειτουργίες. Πλησίασαν την κλειδωμένη πόρτα κι εκείνη, τραβώντας τα μαλλιά της, φώναζε: «Άνοιξε! Άνοιξε την πόρτα και δώσ μου το γιο μου! Σε ικετεύω, άνοιξε!». Ούρλιαζε και χτυπούσε με τις γροθιές της τα ξύλινα σανίδια. Όμως το μεγάλο σπίτι πίσω από τον τοίχο έμοιαζε νεκρό. Σαν το σώμα του γιου της. Οι κλειδαμπαρωμένες πόρτες και τα κλειστά παράθυρα δεν επέτρεπαν σε κανέναν ήχο να φτάσει απ έξω. Το βράδυ ο παπάς έκανε τη Λειτουργία για να συχωρεθεί η ψυχή του Αργύρη κι ο κόσμος σκόρπισε υπάκουα. Όμως το μυστικό για το θάνατό του προκαλούσε υποψίες και φώλιαζε στις καρδιές των ανθρώπων σαν κακό σημάδι. Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς. Ο Δημήτρης όλη τη βδομάδα ήταν κλεισμένος στο μεγάλο σπίτι με το νεκρό γιο του. Περνούσε μόνος του το κακό που τον βρήκε. Δε δεχόταν κανέναν κι αδιαφορούσε για οτιδήποτε γινόταν έξω από τον τοίχο του σπιτιού του. Ο θάνατος του γιου ύψωσε ένα τείχος αδιαφορίας ανάμεσα σ αυτόν και τον υπόλοιπο κόσμο. Τελικά, κάλεσε όλο το χωριό να συγκεντρωθεί μπροστά στον πύργο του. Οι χωρικοί ανταποκρίθηκαν από περιέργεια για την ανακοίνωση που είχε να τους κάνει. Έτρεφαν σεβασμό για το βοσκό συγχωριανό τους, για την καλοσύνη του, για τη βοήθεια που πρόσφερε πάντα και ήταν βαθιά λυπημένοι για το θάνατο του παιδιού. Όταν η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και στάθηκε μπροστά της ο οικοδεσπότης, ένα σύγκρυο λύπης κυρίευσε τον κόσμο. Έμοιαζε ατημέλητος Τα αξύριστα γένια του τον έδειχναν γέρο, αλλά φαινόταν ήρεμος και συμφιλιωμένος με το θάνατο του γιου του. Τα πόδια του ίσα που τον κρατούσαν και με το ένα του χέρι προστάτευε τα μάτια του από το δυνατό ήλιο, που τον ενοχλούσε μετά από 4
τόσες μέρες στο σκοτάδι. Με το άλλο του χέρι σαν κάτι να γύρευε στις βαθιές τσέπες του μαύρου σακακιού του. Ήταν αδύνατος και χλωμός και έδινε την εντύπωση πως ούτε ο κόσμος ούτε ο Αργύρης τον ενδιέφεραν πια. Ήταν η μοναξιά προσωποποιημένη. Επικρατούσε μια βαριά, ανυπόφορη σιωπή. Ξαφνικά, ο Δημήτρης λύγισε κι έπεσε. Το πλήθος έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ο παπάς ήταν πιο γρήγορος και βρέθηκε αμέσως πλάι του. Τον έπιασε από τους ώμους και προσπάθησε να τον σηκώσει, αλλά ο Δημήτρης έσπρωξε τον παπα-γρηγόρη με απίστευτη δύναμη και ούρλιαξε: «Φύγε, μαύρο κοράκι, εσύ κι ο Θεός σου!». Όλοι πανικοβλήθηκαν στο άκουσμα της τρομερής βλαστήμιας. Στο πλήθος κυριαρχούσε φόβος. Εκείνος γονατιστός, με το κεφάλι σκυμμένο, είχε το βλέμμα καρφωμένο στη γη, σαν να θελε ν ακούσει τον υπόκωφο ψίθυρό της. «Θα σε βρω! Θα σε βρω» φώναξε πονεμένα «κι ας πρέπει να κάψω όλο τον κόσμο. Όποιος κι αν είσαι έχεις σκάψει το λάκκο σου!» Ήταν αδύνατο να τραβήξει κανείς το βλέμμα του απ αυτό το αξύριστο, πληγωμένο πρόσωπο του πατέρα με τα σπινθηροβόλα μάτια. Κι ενώ όλοι περίμεναν να συνεχίσει τις κατάρες του, στράφηκε με μια φυσική, μάλλον ζεστή φωνή σ έναν από τους βοσκούς του. «Γιάννη, φέρε εδώ το κοπάδι μου». Μετά από τα λόγια αυτά, μπήκε στο σπίτι, αφήνοντάς τους όλους σε αναμονή. Κανείς από το πλήθος δεν κουνήθηκε. Περίμεναν άφωνοι, πετρωμένοι σαν απολιθωμένο δάσος. Το απόγευμα ακούστηκε το κουδούνισμα του κοπαδιού. Η πόρτα άνοιξε αμέσως. Ο Δημήτρης βγήκε αργά. Στο χέρι του κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί. Στάθηκε δίπλα στη μεγάλη πόρτα και περίμενε μέχρι ο Γιάννης να τοποθετήσει το ανυποψίαστο κοπάδι πλάι στον τοίχο. Τα ζώα, που τα φύλαγε ένα μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο, έσκυβαν υπάκουα τα κεφάλια βελάζοντας. Ο Γιάννης χάιδεψε το μεγάλο ποιμενικό, που παραδόθηκε με αφοσίωση στα χάδια του αφεντικού του. Η ησυχία διακόπηκε από τη φωνή του Δημήτρη: «Συγχωριανοί! Είστε μάρτυρες! Το πρόβατο θα δείξει το φονιά. Για χάρη του γιου μου, μείνετε κοντά 5
μου ώσπου να τελειώσω». Κανείς δεν αντέδρασε, παρόλο που ήξεραν τι τους περίμενε αφότου ο Γιάννης έφερε το κοπάδι. Είχαν ακούσει από τις αφηγήσεις των γερόντων γι αυτό το παλιό, αιματηρό έθιμο του νεκρού μάρτυρα. Έστεκαν σαν υπνωτισμένοι και περίμεναν τη συνέχεια. Καμιά δύναμη δεν μπορούσε να τους αποτρέψει από το θέαμα που είχε ετοιμάσει ο πατέρας, που έμοιαζε να χει χάσει τα λογικά του. Έδωσε σήμα με το σπαθί του κι ο Γιάννης του έφερε το πρώτο αρνί. Ο Δημήτρης είχε παραφρονήσει. Πλησίασε το υποψήφιο θύμα και σήκωσε το χέρι που κρατούσε το παλιό σπαθί. Το ζώο, ανυποψίαστο, καθόταν ήρεμα στη θέση του. Μάλλον δεν αισθάνθηκε την τρομερή κίνηση που θα το αποκεφάλιζε. Το αρνί στεκόταν για λίγο ακόμα στα πόδια του και το αίμα του πιτσιλούσε τη γη και τα μαύρα ρούχα του θύτη. Όλοι περίμεναν το σημάδι, και περισσότερο απ όλους ο εκτελεστής, που είχε καρφωμένο το ζαλισμένο βλέμμα του στο ζώο. Δεν έβγαζε φωνή, αλλά τα χείλη του μαρτυρούσαν πως το ικέτευε να κάνει το πρώτο βήμα προς το φονιά του γιου του. Μετά απ αυτή τη στιγμή, που φάνταζε αιώνας, το πρόβατο έπεσε στη ματωμένη γη. Ο τσοπάνης τράβηξε το νεκρό ζώο δέκα μέτρα μακριά από τον τόπο της σφαγής και έφερε το επόμενο θύμα, που μυρίστηκε το αίμα και γύρισε το κεφάλι προς τα πόδια του δήμιου. Εκείνος πάλι σήκωσε το σπαθί ψηλά, έτοιμος για το επόμενο χτύπημα. Η δυνατή φωνή του παπά, καθυστέρησε λίγο την εκτέλεση: «Για όνομα του Θεού, έλα στα συγκαλά σου, βάρβαρε! Μη χάνεις τον εαυτό σου. Η αλαζονεία σου σε έχει τυφλώσει!». Όμως ο Δημήτρης παραδόθηκε στην τρέλα του, αγνοώντας τα λόγια του παπά. Η παράλογη ιδέα του του είχε θολώσει το νου. Μια μεγάλη πορτοκαλί μπάλα κρεμάστηκε πάνω από τον Όρλιακα. Το φύσημα του αέρα ήταν αδύνατο να δροσίσει τα ιδρωμένα σώματα. Μόνο τα τζιτζίκια κάνουν τέτοια ειδωλολατρικά μυστήρια σαν αυτό του οποίου ήταν μάρτυρες. Η σκηνή επαναλήφθηκε. Το ποτάμι του αίματος μεγάλωνε και ο πατέρας έμοιαζε τρελός. Γεμάτος αίματα, έριχνε τις μαχαιριές με τέτοιο πάθος, σαν να ήταν το κάθε αρνί όχι θύμα αλλά ο φονιάς του Αργύρη. Θύμιζε ένα άμυαλο και άπονο κτήνος που παρέτεινε το αιματηρό θέαμα. 7
Ο κόσμος, ζαλισμένος απ τη γλυκιά μυρωδιά του αίματος, παρακολουθούσε τα αρνιά να ξεψυχούν και δε σάλευε. Ο φόβος έσφιγγε τις καρδιές τους, κανείς όμως δεν τολμούσε να σταματήσει αυτό τον ανόητο αγώνα. Το σπαθί κρεμάστηκε πάνω απ το κεφάλι του ένατου αρνιού. Ήταν ένα μικρό αρσενικό αρνάκι, με μαλλί λευκό σαν γάλα. Μόνο στο στήθος είχε ένα σκούρο λεκέ. Ίσα που ξεχώριζαν τα κερατάκια του.ήταν ανυπάκουο κι ο Γιάννης είχε κουραστεί για να το φέρει μπροστά στο θυσιαστήριο. Στη ράχη του, έπαιζαν ανήσυχα οι μυες του, που διακρίνονταν κάτω από το πυκνό του μαλλί. Το πλήθος ασχολούνταν με την ανταρσία του αρνιού και δεν παρατήρησε τον ερχομό της Θοδώρας, της συζύγου του Δημήτρη. Τυλιγμένη με μια μαύρη μαντίλα, στάθηκε απέναντι στο σύζυγό της. Το βλέμμα της ήταν διεισδυτικό. Δεν είπε λέξη κι εκείνος, ολότελα αφοσιωμένος στη σφαγή, δε φάνηκε να την πρόσεξε. Παρά την εμφανή της θλίψη, στεκόταν περήφανη και ψυχρή, γεμάτη περιφρόνηση. Τα μάτια της έδειχναν ικανοποίηση και το κρυφό της χαμόγελο είχε μια δόση ειρωνείας. Το αρνί είχε ξεφύγει απ τον τσοπάνο και στάθηκε δίπλα στο Δημήτρη. Άγγιξε απαλά τα πόδια του, σαν να παρακαλούσε για τη ζωή του. Ο δήμιος, τυφλωμένος, έκανε ένα βήμα πίσω. Μετά άλλο ένα. Το ζώο στράφηκε εμπιστευτικά προς τη μεριά του. Εκείνος υποχωρούσε σιγά σιγά, σαν να το λυπόταν, αλλά το αρνί συνέχιζε να τον πλησιάζει θαρραλέα. Είχε φτάσει δίπλα στη μεγάλη πόρτα. Ο Δημήτρης έκανε λίγο πίσω και με ένα απότομο χτύπημα του κοψε το κεφάλι. Και έγινε αυτό που περίμενε. Το ακέφαλο σώμα έκανε μερικά βήματα προς τα μπρος, σκόνταψε στην πόρτα κι έπεσε στην αυλή του σπιτιού. Οι άνθρωποι είχαν μείνει εμβρόντητοι, αγωνιούσαν, άρχισαν να προσεύχονται δυνατά και τελικά έφυγαν φοβισμένοι για τα σπίτια τους. Η πλατεία γρήγορα ερήμωσε. Είχαν μείνει μόνο δύο ακέφαλα αρνιά κι οι δυο μαυροφορεμένοι που τους χώριζε μια λίμνη αίματος. Η Θοδώρα κοίταζε τον πατέρα του νεκρού παιδιού της με άδειο βλέμμα. Εκείνος έμοιαζε έκπληκτος, παράλυτος, λουσμένος στο αίμα, σαν το διάβολο. Κανένας δε μίλησε, καμιά κίνηση συμπόνιας δεν πέρασε το ποτάμι αίματος που τους χώρισε. Ήταν τρομερή η μοίρα που τους ακολουθούσε. Σαν ένα κοφτερό τσεκούρι, μπηγμένο στον κορμό 8
ενός δέντρου. Ο θυμός και το μίσος που ένιωθαν ήταν πιο δυνατά από τη δυστυχία τους. Ο Δημήτρης προχωρώντας προς το άδειο σπίτι, ένιωθε το βλέμμα της στην πλάτη του. Όταν γύρισε να κλείσει την πόρτα, η Θοδώρα ήταν ακόμα εκεί. Ήθελε να την καλέσει στο σπίτι του να αποχαιρετήσει το γιο της, αλλά εκείνη γύρισε το κεφάλι περήφανα και κατευθύνθηκε προς το παρεκκλήσι. Ήταν βαθιά μεσάνυχτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα που είχε ακουμπήσει πλάι στο κεφάλι του νεκρού γιου του. Η σήψη είχε αρχίσει και μόνο η μυρωδιά των κεριών που σιγόκαιγαν απάλυνε λίγο τη δυσοσμία. Εκείνος δεν ένιωθε τίποτα πια. Ήταν μια μάζα κινούμενης στάχτης. Έκλεισε καλά τις πόρτες και τα παράθυρα και άρχισε να ρίχνει προσεκτικά σε όλα τα δωμάτια του ορόφου το πετρέλαιο που είχε αποθηκεύσει για το χειμώνα. Κράτησε το τελευταίο δοχείο για τη σκάλα, που ένωνε το ισόγειο με τους ορόφους του σπιτιού. Έφτασε στην κουζίνα, πέταξε το αναμμένο σπίρτο στο υγρό πάτωμα και περίμενε τη φωτιά να εξαπλωθεί σε όλο το σπίτι. Έβγαλε το πιστόλι από την κρυψώνα και μόλις ακούστηκε ο ήχος της φλόγας, τοποθέτησε το όπλο στο ανοιχτό του στόμα και τράβηξε τη σκανδάλη. Όταν οι κόκκκινες γλώσσες της φωτιάς άρχισαν να καταβροχθίζουν τις κουρτίνες του δωματίου, μαζεύτηκε κόσμος και, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους, προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα για να σώσουν το σαλεμένο πατέρα. Οι άντρες έσπασαν την εξώπορτα με τα τσεκούρια τους και μπήκαν στην αυλή. Στάθηκαν μπροστά στο μέτωπο της φωτιάς. Ο στύλοι του σπιτιού έπεφταν με θόρυβο και δύναμη και η φωτιά αναζωπυρωνόταν. Οι φλόγες αντηχούσαν, η θέρμη κι ο φόβος έκαναν και τους πιο θαρραλέους να οπισθοχωρούν. Γύριζαν γύρω από τη φωτιά και φοβόντουσαν και για τα δικά τους νοικοκυριά. Για καλή τους τύχη, δε φυσούσε. Οι φλόγες σκαρφάλωναν στους πέτρινους τοίχους, σαν χρυσοί δράκοι, αλλά δεν μπορούσαν να τους περάσουν. Ο ξέφρενος χορός του ανήμπορου πλήθους κρατούσε ακόμη. Η πλατεία έλαμπε απ τη φωτιά κι η νύχτα έμοιαζε μέρα λαμπερή. Σκοτείνιαζε κάπου κάπου απ τις σκιές των ανθρώπων, που έτρεχαν πανικόβλητοι. Μετά το πρώτο σοκ των χωρικών, που προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά, εμφανίστηκε στην πλατεία κλαίγοντας με λυγμούς ο Γιάννης, ο βοσκός. Πλησίασε τα σφαγμένα αρνιά και, σέρνοντάς τα 9
ένα ένα, τα έριχνε πίσω από τη μεγάλη πόρτα, στο φλεγόμενο φρούριο. Κανείς δε διέκοψε την εκτέλεση αυτού του μακάβριου εθίμου. Η μυρωδιά από το μαλλί και το κρέας που καιγόταν προκαλούσε στο πλήθος λιποθυμία. Μερικοί έσκυβαν και ξερνούσαν νιώθοντας μεγάλο πόνο στο στήθος. Τελικά ένας σωρός από καψαλισμένα κουφάρια έφραξε το άνοιγμα της πόρτας. Αλαφιασμένος τώρα ο βοσκός άρχισε να πετά πίσω από τον τοίχο τα σφαγμένα κεφάλια, τα οποία, καθώς έπεφταν, φούντωναν τη φωτιά. Στο τέλος, πήδηξε κι ο ίδιος στο ανάχωμα που καιγόταν. Κάποια χέρια τον γλίτωσαν κι ένας κουβάς νερό έσβησε τα ρούχα του, που καίγονταν. Ο βοσκός επέμενε να πέσει στο φλεγόμενο σπίτι. Με βραχνή κι απεγνωσμένη φωνή παρακαλούσε το Θεό για την ανάσταση του κυρίου του. Ο κόσμος τού έβαζε εμπόδια στο δρόμο για την κόλαση. Τελικά, τον έδεσαν και τον έσυραν σπίτι του. Η πυρκαγιά καταβρόχθισε γρήγορα το φρούριο, χωρίς ν αφήσει ίχνος. Το ίδιο έγινε και με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και με τον Αργύρη. Τα αποτεφρωμένα σώματα ξεχώρισαν απ τα αποκαΐδια αργά το πρωί. Κανένας δε γνώριζε την αιτία του θανάτου τους. Όλοι πίστευαν ότι κάηκαν και λυπόντουσαν γι αυτό. Πάνω από τον καπνό που αναδυόταν ακόμα, στεκόταν ο γέρος, με το βλέμμα στραμμένο στη φωτιά και τα μισοψημένα πρόβατα. «Οι πλούσιοι, ακόμη και μετά το θάνατό τους, δεν πεινάνε» ψιθύρισε με ζήλια. Η κηδεία έγινε σεμνά και ταπεινά, όπως ταιριάζει στους αυτόχειρες. Πολύ λίγοι έκλαιγαν. Ενώ όσο ζούσε, πριν απ αυτό το χτύπημα της τύχης, ο Δημήτρης ήταν γενικά αγαπητός στο χωριό και κέρδιζε το σεβασμό των συγχωριανών του, η υπεροψία που έδειξε έσβησε κάθε καλή ανάμνηση απ τις καρδιές του κόσμου. Έφυγε αφήνοντας την εικόνα του δολοφόνου του γιου του. Αυτό κατάλαβαν από τη δοκιμασία στην οποία τους υπέβαλε. Ο παπάς, ρίχνοντας λίγο ξερό χώμα πάνω στο φέρετρο, είπε: «Άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου. Μια αλήθεια υπάρχει μόνο χους ην και εις χουν απελεύσει». Οι βδομάδες περνούσαν κι ο τάφος γέμιζε με αγριόχορτα. Μετά τις μεγάλες βροχές και στα συντρίμμια του σπιτιού του άτυχου άρχοντα φύτρωσε πράσινο χορτάρι. Έτσι, η τυφλή τύχη έκανε άλλη μια περιουσία να σβηστεί κάτω από τη ζωοδόχο στάχτη. 10
Translation by Georgia Mammi Illustration by N.Nascov Related Glossary Terms Drag related terms here Index Find Term