Η Μεταβλητικότητα ι του λόγουό στη διήγηση σε αντιπαράθεση µε τον στοχασµό και τον σκεπτικισµό Γράφει η κ. Ευαγγελία Μισραχή Αφιλοκερδής προσφορά Η ιστορία των Λογοτεχνικών ιδεών απαιτεί παρατήρηση προς όλες τις παραµέτρους της κάθε καταγεγραµµένης µορφής, αλλά επιβάλλει και τα κριτήρια αξιολόγησης του εκάστοτε πνεύµατος και αντίληψης που επικρατεί. Αυτά δεν πρέπει να προσκρούουν σε κουραστικούς δογµατισµούς ή σε καταγραφές που θ αποµονώσουν το είδος της γραφής, ως µη συµπεριλαµβανόµενο στο χώρο πχ της διηγηµατογραφίας ή αλλού, ως ελλιπές γιατί δεν βασίζεται στις γενικές δοµές που απαιτούνται, όσο κι αν η έκφραση του λόγου ή και η στροφή προς τη θεµατολογία είναι διαφορετικές. Οι σταθερές ποτέ ή πολύ λίγο µεταβάλλονται ή αλλάζουν εντελώς. Αν αυτά τα στοιχεία δεν τηρηθούν, η θέση και η εκτίµηση του διηγήµατος θα είναι δυσµενής, γιατί δεν θα υπακούει στους κανόνες της συνεχούς εξέλιξης που απαιτεί η διαρκής ανανέωση της συγγραφής. Η τροποποίηση παρέχει τη δυνατότητα της αποφυγής του εκτός τόπου και χρόνου, µε αποτέλεσµα την αποσύνδεση της δοµικής της Λογοτεχνίας. Ιδιαίτερα στη πεζογραφία και στο πιο δύσκολο είδος της, την διηγηµατογραφία αυτές οι ελλείψεις γίνονται αµέσως εµφανής. Γιατί επισηµαίνεται η µατιά της σύγχρονης κοινωνίας, πως έχει περάσει στον γράφοντα, αν την συνέλαβε αν την διαµόρφωσε, αν την έχει συγκρίνει µε την προγενέστερη κι αν την έχει βιώσει, ως πραγµατικότητα. Είναι γνωστό ότι ο πεζός λόγος είναι συνυφασµένος µε την τρέχουσα ζωή, και δεν κρατάει αποστάσεις(όπως λόγου χάρη η ποίηση που υπερίπταται) γι αυτό και λέµε «πατάει στη γη». Όσο για το διήγηµα αποτελεί το πρώτο στάδιο της οποιαδήποτε αλλαγής και είναι από τη φύση του έτσι, ώστε να δέχεται την µεταβολή. Σ αυτήν στηρίζεται και η υπόλοιπη πεζογραφία, Νουβέλα, µυθιστόρηµα κλπ. Επίσης διατηρεί τη δυνατότητα το διήγηµα- της άµεσης σύγκρισης µε τη ζωή γιατί µπορεί και να ελιχθεί προς όλες τις κατευθύνσεις επειδή το περιεχόµενο του αντανακλά τα σύγχρονα τεκτενώµενα οπότε και τα συστήµατα του νεοεισαχθέντος πνεύµατος µε την οποιαδήποτε διεύρυνση ή αλλαγή, η µετατροπή. Όλα αυτά τα ενσωµατώνεται. Αναγνωρίζονται οι νέοι τρόποι σκέψης, χωρίς να χρειάζονται γιατί είναι δηλωτικές µέσω της έκφρασης τους ως παραδοσιακές ή πρωτοποριακές ή σύµµεικτες,
ακόµη και εξωπραγµατικές ή και παραπλανητικές. Φυσικά και η καλλιέργεια κάθε διήγησης, απαιτεί τους δικούς της «κανόνες» υποστήριξης, και ως προς την οπτική γωνία της αντίληψης του συγγραφέως, και ως προς τις προκαθορισµένες ιδέες του, που θ αποδεικνύουν την έφεση του προς κάποια µορφή ελευθερίας ιδεών και έκφρασης, ή θα προσπαθεί να διαµορφώσει ως «µονάδα» τις ιδέες των άλλων διδακτική µορφήεπισηµαίνοντας τα «µείον» χωρίς να έχει µελετήσει το κοινωνικό γίγνεσθαι ολοκληρωµένα. Το µέτρο ή η αποφυγή του µέτρου επισηµαίνεται, και η παραδοχή, είναι ανάλογη όσο κι αν θεωρηθούν ατοµικοί πειραµατισµοί. Πάντως η πείρα µας έδειξε ότι αποδέχτες όλων των εκφάνσεων της γραφής υπάρχουν. Αλλά η «αντιπροσωπευτική» είναι εκείνη που τηρεί το µέτρο της ανθρωπιάς, της ευαισθησίας, της δίκαιης ανταµοιβής και λιγότερο της φανταστικής έξαρσης. Η εποχή µας εξ άλλου θεωρείται άκρως ρεαλιστική, τόσο που η στροφή προς την ελάφρυνση αυτού του βάρους γίνεται σιγά-σιγά αναγκαία. Ο λίγος ροµαντισµός και η κάποια µορφή φαντασίας ξεκουράζουν από την ένταση της καθηµερινότητας. Βαρόµετρο είναι η τόσο παραγκωνισµένη, διηγηµατογραφία. Γιατί σ αυτό το είδος δεν χωράει η εκτενής περιγραφή, οπότε η αναζήτηση της «ευαισθησίας» δεν µπορεί ν αποκλείσει το κεντρικό θέµα γι αυτό και τα συστατικά της µέρη συνθλίβονται. Ας περάσουµε και στην πιο σοβαρή µορφή της διηγηµατογραφίας που είναι η στοχαστική, κι αν αυτή προσεγγίζει τη φιλοσοφική ενατένιση. εδοµένου του ότι κανένα είδος δεν αποµονώνεται. Γιατί αν συµβεί αυτό θα βρεθούµε µπροστά στο φαινόµενο της διάλυσης της ιδέας και κυρίως της φιλοσοφικής, που είτε ως θεωρητική είτε ως πρακτική, αποτελεί τον κύριο µοχλό της διηγηµατογραφίας κι όχι µόνο. εν παραλείπω να επισηµάνω το ότι δεν αποκλείεται να συλλάβουµε µόνο ένα µέρος της, αλλά και να υπερβούµε και την ήδη γνωστή επεξηγηµατική περίπτωση π.χ. ενός αξιώµατος φιλοσοφικού. Εξαρτάται από την βαθµίδα νοήσεως που διαθέτει ο σκεπτόµενος συγγραφικός νους. Σ αυτό το τόσο λεπτό σηµείο βλέπουµε τη σηµασία της γνώσης να µεταστρέφεται. Γιατί ο στοχασµός συχνά αιωρείται ανάµεσα στη γνώση της ιστορίας (κοινωνικής κα). Κι ακόµη βαθύτερα στη γενικώτερη διαδροµή πορεία της ιστορίας της σκέψης. Το αστάθµητο δεν έχει θέση αλλά ακόµη κι αν µεταβληθεί σταδιακά, θα παρατηρήσουµε αυτές τις ανακατατάξεις ή και τις οµοιότητες ή και τις αφαιρέσεις. Η επεξήγηση ακολουθεί τους δικούς της κανόνες. Επίσης το θέµα εξετάζεται και από την άποψη της ισχύουσας διανόησης. εν θα υποστηρίξω
ότι απουσιάζει στους καιρούς µας, γιατί η πάντοτε ισχύουσα κριτική σαν ιστορία κι αυτή δεν παραλείπει να συµβάλλει στην προαναφερθείσα γενική ιστορία της σκέψης. Κι αυτή αποτελεί κατάθεση µέρος της οποίας είναι η διήγηση, µε την όποια µεταβλητικότητά της. Ούτε κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη διαµάχης, αντίθετα όλα αλληλοσυµπληρώνονται αλλά και συγχρόνως χρειάζονται και την κατάλληλη ανάλυση. Εξ άλλου συµπορεύονται µε την όποια απόσταση οι απόψεις συσχέτισης και διάρκειας ιδεών, γιατί αποβλέπουν σ ένα κοινό σκοπό, «όπως» αυτός συντάσσεται ή διαµορφώνεται και είναι πάντα ανάλογος µε τη θεµατολογία. Πρέπει να εξετάσουµε και τον σκεπτικισµό; Το αναλλοίωτο δεν µπορεί κανείς να το υπερασπισθεί, γιατί δεν υπάρχει, όσο κι αν το υποθέσουµε. Και δεν υπάρχει γιατί εµπίπτει σ ένα στείρο σκεπτικισµό! Κι αυτό είναι ολέθριο. Η πρώτη που πλήττεται είναι η ιστορία της αισθητικής σκέψης. Αυτή αποτελεί την ατµόσφαιρα κάθε περιγραφής συγγραφής οπότε αν εκλείψει η αισθηµατικότητα κινδυνεύει άµεσα η αναµετάδοση της αλήθειας και η αληθοφάνεια πλήττει την πεζογραφία καίρεα. Τα στοιχεία πειστικότητας τότε, χάνονται γιατί δεν αγγίζουν τον αναγνώστη όταν αυτός γίνεται αποδέχτης του έργου και µπαίνει στη θέσι κάποιου ρόλου ή προσώπου. Η µεγάλη επιδεξιότητα του πεζογράφου εκεί έγκειται. Επίσης και η προσωπική γνώµη του συγγραφέως διατυπωµένη ελκύει ιδιαίτερα όταν γίνεται αποδεχτή από τους περισσότερους. Όσο για τους «εξωσχηµατικούς» αυτούς που δεν µπαίνουν σε κανένα «τύπο» σκέψης γιατί θεωρούν τα πετάγµατα της έµπνευσης χαµηλά! ακόµη και σ αυτούς κάποιο σηµείο θα τους κεντρίσει το ενδιαφέρον. Το να παραδεχτής µια µορφή σκέψης που να διαθέτει καθαρότητα ή και αντανάκλαση της δικής σου αναζήτησης σηµαίνει επιτυχία. Εξ άλλου όταν στοχεύσεις στην οποιαδήποτε συνέπεια µε την πραγµατικότητα, τότε οφείλεις να αναγνωρίσεις το εύρος των πεποιθήσεων που αν και ατοµικές εκτοξεύονται προς το γενικό. Κι αυτή είναι η αποστολή της πεζογραφίας και της διηγηµατογραφίας. Παρόλη την περιορισµένη της θεµατολογικής της ανάπτυξης. Παρακολουθήσετε τους εκφραστικούς τρόπους πόσο στέρεοι είναι στο διήγηµα που ακολουθεί «Το πορτραίτο» της κ. Γκράτσια επούντη που δεν κουράζεται να συνεχίζει τις ανιχνεύσεις στους υψωµένους κόσµους του στοχασµού της ανθρωπιάς της ευαισθησίας του προοδευµένου αναγνωστικού κοινού. Απερίφραστα κερδίζει την εκτίµηση µας.
Το Πορτραίτο της Γκράτσια Σπ. επούντη Η Ευδοκία βρέθηκε σε κείνο το αρχοντικό σπίτι, κάπου στο Παλαιό Ψυχικό, τυχαία ή µάλλον όπως θα µπορούσε να βρίσκεται σ ένα οποιοδήποτε άλλο σπίτι εκείνη την ώρα. Ήταν πλασιέ βιβλίων, γύριζε στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού εκείνες τις ηµέρες και χτυπούσε µια-µια την πόρτα κάθε σπιτιού. Ήταν κουρασµένη, αφάνταστα κουρασµένη. Τα πόδια της είχαν πρηστεί από το περπάτηµα τόσες ώρες και τη χτυπούσε το δεξί παπούτσι της έδινε τέτοιες σουβλιές κάθε τόσο, που της ερχόταν να τσιρίξει ή να βγάλει το παλιοπάπουτσο και να το πετάξει µε µανία. Της πονούσε και το κεφάλι και ήταν και νηστική από το περασµένο βράδυ. Μέσα σ όλα αυτά, δεν είχε κάνει καµιά πώληση από το πρωί και τα χρήµατα της τελειώνανε. Την έπιασε µεγάλη κακοκεφιά και απογοήτευση. Θα προτιµούσε να βρίσκεται στο κρεβάτι της αυτήν την ώρα. Χορτάτη, γαλήνια, χωρίς άγχος, και ν ακούει µουσική ή να διαβάζει κάτι ή να κοιτάει απλώς το ταβάνι και να σκέφτεται κάτι ωραίο Κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Η ώρα ήταν µια και τέταρτο µεσηµέρι. Προλάβαινε να χτυπήσει µια πόρτα ακόµη οι άνθρωποι στις αριστοκρατικές περιοχές τρώνε αργά το µεσηµέρι οπότε δεν θα πήγαινε σε ακατάλληλη ώρα. Έριξε µια µατιά γύρω. Τρία µέτρα τη χώριζαν από µια ψηλή µαύρη σιδερένια πόρτα, φορτωµένη κισσούς. Πλησίασε κι ακούµπησε τη µεγάλη δερµάτινη τσάντα µε τα βιβλία καταγής. Γάντζωσε τα δάχτυλα της στα κάγκελα. Ήταν κάτι λεπτοκαµωµένα κάγκελα, ένα σίδερο σκληρό κι ωστόσο στιλπνό, κι όλο σκαλίσµατα. Ένα στενό µονοπάτι από λευκές πέτρες πίσω από την πόρτα κι από δω κι από κει δέντρα, δέντρα, δέντρα. Ένας κόσµος ολόκληρος από δέντρα. Και αρκετές τριανταφυλλιές σε διάφορα σηµεία, αλλά µαραµένες. Στο βάθος ένα παλιό αρχοντικό σπίτι µε κλειστά παραθυρόφυλλα. Έµοιαζε έρηµο ακατοίκητο. Ο ήλιος το χτυπούσε κατακόρυφα εκείνη την ώρα, µεγαλώνοντας έτσι την αίσθηση της µελαγχολίας που σου δινε η εικόνα του. Η Ευδοκία αναστέναξε χωρίς και κείνη να ξέρει γιατί. Σκέφτηκε πως θα ταν µάταιο να χτυπήσει, µια και κανείς δεν έµοιαζε να βρίσκεται µέσα στο σπίτι. Ωστόσο, την ίδια στιγµή που έκανε αυτή τη σκέψη, το δάχτυλο της πίεζε το ασηµένιο κουδούνι δεξιά της. Ο ήχος του την τρόµαξε σχεδόν πίστευε πως θ ακουγόταν µόνο µέσα στο σπίτι. Έσκυψε, πήρε
την τσάντα της και κοίταξε βαρύθυµα γύρω- το παπούτσι της εξακολουθούσε να την χτυπάει αφόρητα. Ετοιµάστηκε να φύγει δεν υπήρχε λόγος να στέκει άλλο εκεί- όταν, µ ένα κοφτό µεταλλικό ήχο, η µεγάλη σιδερένια πόρτα άνοιξε. Αναπήδησε. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν το περίµενε. Έµεινε για δυο στιγµές αναποφάσιστη: να µπει ή να µη µπει; Και ποιος άραγε να κατοικούσε µέσα σε κείνο το µελαγχολικό σπίτι, ποιος να της άνοιξε από µέσα την πόρτα; Τελικά το αποφάσισε: θα έµπαινε. Έσπρωξε το βαρύ µαύρο σίδερο και το ξανάκλεισε πίσω της. Πήρε το πέτρινο µονοπάτι που την έβγαλε ίσα µπροστά στο σπίτι. Στάθηκε ν ανασάνει µια στιγµή και χτύπησε ύστερα το µεταλλικό γαντοφορεµένο χεράκι δυο-τρεις φορές. Της άνοιξε µια κυρία. Μια κοµψή µαυροντυµένη γυναίκα περασµένης ακαθόριστα περασµένης- ηλικίας, σαν εκείνες που έβλεπε η Ευδοκία στον κινηµατογράφο σε έργα παλιάς εποχής. - Παρακαλώ; Η φωνή της κυρίας ήταν βραχνή, σιγανή κι ευγενική. Η Ευδοκία έσκυψε και κοίταξε µε αµηχανία τα παπούτσια της. εν ήξερε τι να πει, η γλώσσα της δέθηκε. Όχι, της φαινόταν αστείο να πει σε κείνη την τη µυθιστορηµατική σχεδόν φιγούρα, σε κείνη την τόσο ροµαντική κυρία, που βγήκε από έναν άλλο κόσµο θαρρείς, «ξέρετε πουλώ βιβλία και, αν θέλετε». - Με συγχωρείτε χτύπησα κατά λάθος το κουδούνι σας, ψιθύρισε ταραγµένη. - Μα µήπως χρειάζεστε τίποτα, δεσποινίς; Πως έγινε και χτυπήσατε κατά λάθος; Ω δεν πειράζει, ειλικρινά δεν πειράζει Θέλω να πω Αν θέλετε να µου πείτε τίποτα Περάστε, αν δεν σας κάνει κόπο Σας περίµενα! - Με περιµένατε! Η µεγάλη απορία της έφερνε µια νευρική διάθεση να γελάσει. Της είπε: «περάστε, αν δεν σας κάνει κόπο σας περίµενα». Αλλόκοτο, µα και τόσο όµορφο. - Νοµίζω πως δεν αξίζει τον κόπο, κυρία. Ξέρετε πουλώ βιβλία και είπα - Μα, περάστε λοιπόν! Ίσως να µ ενδιαφέρουν τα βιβλία σας Η Ευδοκία πέρασε µε κάπως αβέβαιο βήµα και µ ένα παράξενο συναίσθηµα. Την οδήγησε σ ένα απέραντο σαλόνι, που βάραινε από έπιπλα παλιάς εποχής και πανάκριβα έργα τέχνης. Η Ευδοκία σκόνταψε σε µια πολυθρόνα κι η τσάντα της έπεσε απ το χέρι µ ένα θόρυβο που, στη σιγαλιά και το ηµίφως εκείνου του χώρου, ακούστηκε τροµαχτικός, σχεδόν σαν κάτι το ιερόσυλο. Κοκκίνισε. «Κι αυτή η αδεξιότητά µου πια», σκέφτηκε µε θυµό.
Άργησαν να συνηθίσουν τα µάτια της στο ηµίφως. Ωστόσο συνήθισαν κάποτε. Σαν χαµένη ακόµη, καθόταν τώρα σ έναν καναπέ µε βελούδινο κάλυµµα κι έπινε το ποτό που της πρόσφερε η οικοδέσποινα. Ένα ελαφρό κίτρινο ποτό µύριζε µπανάνα. Εκείνη καθόταν αντίκρυ της σε µια µαβιά πολυθρόνα. Τόσο κοντινή και τόσο απόµακρη συνάµα, όπως και το κάθε τι άλλωστε εκεί µέσα, που η Ευδοκία δεν ήταν σίγουρη αν όλα αυτά συνέβαιναν ή τα φαντάζονταν Όλα εκεί µέσα και πρώτα απ όλα η κυρία τους- µοιάζανε να χουν βυθιστεί σ αυτό που λένε οι ποιητές «χαµένος χρόνος». «Πώς να την λένε άραγε;», σκέφτηκε η Ευδοκία. Σήκωσε τα µάτια της και την κοίταξε. Αν κι ήταν σίγουρα πάνω από πενήντα, εξακολουθούσε να είναι ωραία, πραγµατικά ωραία γυναίκα. Λευκή, σχεδόν άϋλη, µε ντελικάτα χαρακτηριστικά, υγρά γαλάζια µάτια, µε υπέροχα χέρια, ψηλή, λεπτή, εύθραυστη σιλουέτα. Φορούσε ένα µαύρο µακρύ φουστάνι κι είχε ριγµένη στους ώµους της µια µαύρη µεταξωτή εσάρπα. Τα µανίκια, πιο φουσκωτά στα µπράτσα, στένευαν χαµηλά και φτάνανε ως κάτω-κάτω στους καρπούς. Πλαισιώνονταν από δαντέλα. Το ίδιο και ο ψηλός γιακάς, που τύλιγε το λαιµό της. Τα γκριζόξανθα µαλλιά της τα χε τυλιγµένα ψηλά, κάτι που της πήγαινε αφάνταστα και τόνιζε αυτή τη µοναδική αίσθηση της αρχοντιάς, που αναδυόταν απ όλη της την παρουσία. Στα δάχτυλά της κρατούσε ένα σκούρο γαλάζιο µαντήλι, τόσο ίδιο µε το χρώµα των µατιών της, που η Ευδοκία, παρασυρµένη απ όλη αυτή την ατµόσφαιρα εκείνου του σπιτιού, έκανε την ποιητική σκέψη πως το χε βάψει έτσι η υγρασία των µατιών της! Αλήθεια εκείνη η υγρασία στα µάτια της Θαρρείς και µια ασταµάτητη ψιχάλα Από µέσα απ την ψυχή της τα πότιζε, τα πότιζε, τα πότιζε «Πώς να τη λένε άραγε;», σκέφτηκε πάλι η Ευδοκία. «Τι όνοµα θα µπορούσε να έχει µια τέτοια γυναίκα; Τι όνοµα θα της ήταν αρκετό άραγε;» εν µιλούσαν. Κάτι που άλλοτε, σε διαφορετικές συνθήκες, θα φερνε την Ευδοκία σε φοβερά δύσκολη θέση και αµηχανία το να κάθεται σ ένα σαλόνι µε µια κυρία, την οικοδέσποινα, και να µη λέει καµιά τους τίποτατώρα αυτό την ηρεµούσε, της έκανε καλό, σχεδόν την αγαλλίαζε. Ούτε και το παπούτσι της πια τη χτυπούσε, ούτε πεινούσε, ούτε την ένοιαζε που δεν είχε πουλήσει κανένα βιβλίο από το πρωί κι ήταν µε τρία δεκάρικα στην τσέπη - Πουλάτε βιβλία; Ακούστηκε αναπάντεχα η βραχνή φωνή της κυρίας. - Ναι Θα θέλατε µήπως να τα δείτε; Ένα αχνό χαµόγελο διαγράφηκε στα χείλη της.
- Όχι ακόµη, και το βλέµµα της πήγε στην αντικρινή βιβλιοθήκη, πάνω από το κεφάλι της κοπέλας. Η Ευδοκία, ασυναίσθητα, το ακολούθησε στρέφοντας το κεφάλι της πίσω. Όλον εκείνο τον τοίχο τον κάλυπτε µια απέραντη βιβλιοθήκη µε εκατοντάδες βιβλία και χοντρούς τόµους όλα σε παλιές εκδόσεις προφανώς και άρα πολύτιµα. «Εµένα περίµενε για ν αποχτήσει βιβλία», ειρωνεύτηκε τον εαυτό της η Ευδοκία. - Πείτε µου κάτι, ακούστηκε πάλι, ακόµα πιο αναπάντεχα, η βραχνή φωνή. - Σαν τι; Ρώτησε µε ορθάνοιχτα µάτια. Η κυρία σηκώθηκε, την πλησίασε, της χάιδεψε απαλά τα µαλλιά και ξαναγύρισε στη µαβιά πολυθρόνα της. Τίναξε το γαλάζιο µαντήλι και το µύρισε. - Οτιδήποτε. Πείτε µου για την άνοιξη που κάνει έξω Ήρθατε από τον ήλιο Μιλήστε µου για τον ήλιο Η βραχνή φωνή της είχε µια ανείπωτη µελαγχολία, µια πικρία και κάτι σαν σαρκασµό. Η Ευδοκία ξερόβηξε. - Τα χω λίγο χαµένα, ψιθύρισε σαν να δινε απολογία. Όλα εδώ µέσα, στο σπίτι σας, είναι τόσο αλλοιώτικα και σεις ω! µα πώς σας λένε; - Μυρτώ. Η Ευδοκία σκέφτηκε πως της πήγαινε αυτό το όνοµα. - Εσάς; Η βραχνή φωνή έσπασε τη σιωπή που πάλι είχε πέσει. - Ευδοκία. - Όµορφο όνοµα, µ αρέσει - Και µένα το δικό σας. Γέλασαν κι οι δυο. Ύστερα η κυρία σηκώθηκε και πήγε προς το τζάκι.ακούµπησε, µε κάποια νωχέλεια στην κίνηση, στην εξοχή του προσέχοντας µη µετακινήσει κανένα µπιµπελό. Κι άρχισε να µιλά κοιτώντας αόριστα µπροστά της: - Είµαι µόνη. Έτσι το θέλησα εγώ. εν ξέρω αν προτίµησα το καλύτερο στη ζωή µου εν ξέρω αν πρέπει να µετανοιώσω Τι λέω; Κατά βάθος µου πάει αυτή η µοναξιά αυτή η ατελείωτη µοναξιά. Κυλάει στις φλέβες µου το βρίσκετε αστείο αυτό, Ευδοκία; Και νοιώθω γι αυτήν στοργή κάτι τέτοιο τρυφερότητα όπως θα νοιωθα για ένα πρόσωπο µε το οποίο θα ζούσα χρόνια, αν και χωρίς να µιλάµε πια Τι άλλο να λέγαµε; Θα τα χαµε πει όλα µέσα σ αυτά τα χρόνια ή δεν θα χαµε πει τίποτα- το ίδιο είναι κατά βάθος, δεν νοµίζετε; Σταµάτησε. Ανάσανε βαθιά, σαν κάτι να την έπνιγε ξαφνικά, και σηκώνοντας το αριστερό της χέρι τράβηξε ένα σπανιόλικο µεταξωτό σάλι, µαύρο, γυαλιστερό, µε κεντηµένα τριαντάφυλλα στο χρώµα του παλιού κρασιού και µακριά
κρόσσια, που σκέπαζε ένα µεγάλο πορτραίτο στον τοίχο πάνω απ το τζάκι. Το πορτραίτο ήταν ενός άντρα απίστευτα ωραίου κάτι το ασύλληπτο! Η Ευδοκία ένιωσε µέσα της µια δόνηση, σαν κάποιο χέρι να τράβηξε απότοµα κάτι από µέσα της κι αυτό το κάτι να µην έφερε καµιά αντίσταση Και, χωρίς να µπορέσει να κρατήσει τον παρορµητισµό της, µε φωνή αγνώριστη από συγκίνηση, έτοιµη να σπάσει σαν γυαλί η φωνή της, ρώτησε: - Ποιος είναι αυτός;, κι έδειξε µε το χέρι της το πορτραίτο. Η κυρία ακούµπησε επίµονα το βλέµµα της στο πρόσωπο της κοπέλας, αλλά χωρίς καµιά συγκεκριµένη έκφραση. Παρέµεινε αµίλητη σαν να µη την άκουσε. Η Ευδοκία φλεγόταν - Υπάρχει αυτό αυτό εκεί το πρόσωπο; - κι ένιωσε πραγµατική αγωνία τώρα να µάθει - Και ναι, και όχι. Τι σηµασία θα µπορούσε να χει αυτό για σας; Η Ευδοκία κοκκίνισε, ένιωσε σαν να την µάλωνε η άλλη - Ω τίποτα!, είπε κι έσκυψε το κεφάλι στα γόνατα της. Η κυρία ξαναγύρισε στην πολυθρόνα της και κάθισε παίρνοντας µαζί της και το σπανιόλικο σάλι. - Τι σας έλεγα λοιπόν; Ω, ναι! Έρχονται όµως κάτι στιγµές που αυτή η µοναξιά µε τροµάζει, µου φέρνει απόγνωση Συγχωρήστε µε, µικρή Ευδοκία, που σας τα λέω όλα αυτά Όµως, - σας περίµενα, δεν σας το πα; Θυµάστε; Κι όταν περιµένεις κάποιον, και µάλιστα καιρό, σηµαίνει πως κάτι θέλεις να του πεις Παραξενεύεστε, δεν είναι έτσι; Το βλέπω στα µάτια σας. Αναρωτιέστε πώς σαςπερίµενα αφού ούτε σας ήξερα καν Μη νοιώθετε άσχηµα, σας παρακαλώ. Είναιπολύ απλό και πολύ - τέλος πάντων. Είναι µέρες τώρα που µ έχει πιάσει πάλι αυτή η απόγνωση, αυτός ο τρόµος τρόµος, θα το πιστέψετε; Και ξαφνικά, σηκώνοντας τυχαία την κουρτίνα, είδα εσάς στο δρόµο. Ο ήλιος σας φώτιζε τόσο πολύ, µικρή µου, που αναρωτήθηκα πως τον αντέχατε Κοιτάζατε γύρω σαν κάτι να ψάχνατε χωρίς να ξέρατε τι Κι ύστερα ήρθατε και χτυπήσατε τη σιδερένια πόρτα µου Ένοιωσα ευγνωµοσύνη γι αυτή σας την απόφαση ω, µην παραξενεύεστε- κι έτρεξα να σας ανοίξω, πριν ίσως µετανοιώσετε και φύγετε Ήµουνα τόσο µόνη και τόσο περίµενα κάποιον!... Είναι φοβερό να το οµολογεί κανείς! Σταµάτησε πάλι. Έσφιξε το γαλάζιο µαντηλάκι στα δάχτυλα της. - Αν νοιώθετε άσχηµα, Ευδοκία, µπορείτε να φύγετε, της είπε ξαφνικά. - Όχι Νοιώθω κάπως παράξενα µονάχα. Αυτό το µισοσκόταδο η φωνή σας η µοναξιά που λέτε το µαύρο σας φόρεµα το πορτραίτο
συγνώµη που µπερδεύω τα λόγια µου θα θελα να µείνω ακόµη µη µε διώχνετε. - Ασφαλώς όχι. Μόνο να σας βλέπω ακόµη λουσµένη στον ήλιο, µια παιδούλα σχεδόν και δω είναι όλα τόσο ακίνητα, τόσο παλιά, που ακόµη και µένα µε φοβίζουν ώρες-ώρες. Υπάρχει κίνδυνος να µελαγχολήσετε πολύ σήµερα, Ευδοκία. Της το πε σαν κακιά προφητεία. Η ψυχή της σφίχτηκε. εν µίλησε. Σήκωσε τα µάτια της και τα κάρφωσε στο πορτραίτο. Ένοιωσε πάλι εκείνη την αλλόκοτη δόνηση µέσα της. «Ποιος να ναι αυτός ο άντρας; Γιατί απέφυγε να µου απαντήσει;», σκεφτόταν η Ευδοκία. «Πόσο τυχερή αυτή η γυναίκα που γνώρισε έναν τέτοιον άντρα κι ας είναι τώρα τόσο µόνη. Ασφαλώς άντρας της θα ταν ή εραστής της. Μπορώ να φανταστώ οτιδήποτε, αφού η ίδια δεν µου λέει τίποτα γι αυτόν. Θα ταν ένα ιδανικό ζευγάρι, δεν αµφιβάλλω καθόλου. Θα µπορούσα να ερωτευτώ ως το θάνατό µου έναν τέτοιον άντρα! Που να ναι τώρα, αν ζει; Και πώς να ναι τ όνοµα του; Θεέ µου θα θελα να µάθω το κάθε τι γι αυτόν! Γιατί δεν µου λέει τίποτα;» - Τι σκέφτεστε Ευδοκία; Η Ευδοκία αναπήδησε. Γύρισε και την κοίταξε. Το βλέµµα της ήταν ονειροπόλο και ικετευτικό. Και η υγρασία στα µάτια της Μυρτώς πλήθαινε, θαρρείς και στάζανε δάκρυα από στιγµή σε στιγµή. - Αυτό το πορτραίτο, είπε αργά η κοπέλα, σαν οι λέξεις να κολλούσαν στη γλώσσα της, να µην ήθελαν να βγουν. - Ω, για το καλό σας το λέω, Ευδοκία. Μην αφήνεστε να σας παρασύρει αυτό το πορτραίτο - εν σας καταλαβαίνω - Φταίω εγώ που το ξεσκέπασα - Μα γιατί; Είναι κακό να το κοιτά κανείς; Απόρησε η κοπέλα. - Ήµουν στην ηλικία σας πάνω-κάτω όταν το πρωτοκοίταξα κι εγώ Όταν πρωτοκοίταξα αυτό το ουράνιο πλάσµα πάνω στο µουσαµά Απόχτησα αυτό το πορτραίτο την ίδια εκείνη ηµέρα, όµως αυτόν αυτόν τον άντρα δεν τον γνώρισα ποτέ. Και τον αγάπησα! Τον αγάπησα στ αλήθεια, όπως θ αγαπούσα έναν ολοζώντανο άντρα. Σαν να τον ήξερα, σαν να τον είχα ανταµώσει στα πιο κρυφά και ωραία µου όνειρα Κι όλη µου τη ζωή τον περίµενα. Λίγολίγο αρνήθηκα τους ανθρώπους, τον κόσµο, τα πάντα, κλείστηκα εδώ µέσα στοιχειώθηκα εδώ µέσα- και τον περίµενα! Ζούσα µε τα όραµά του και µόνο, µε τη δική του προσµονή. Κι η ζωή µου πέρασε έτσι Ερωτευµένη µ ένα πορτραίτο! εν γνώρισα άλλον άντρα στη ζωή µου Για χάρη του! Κι αυτός δεν ήρθε ποτέ εν θα
µπορούσα ποτέ να φανταστώ πως θα ταν τόσο σκληρός!... Ω, µη τον κοιτάτε, µικρή µου Ευδοκία! Μην τον αφήσετε να κάνει το ίδιο κακό και σε σας σε σας που έρχεστε από τον ήλιο και τον κόσµο κι υπάρχουν τόσα αγόρια εκεί έξω στον κόσµο... στον ήλιο. εν έπρεπε να σας τον φανερώσω µην τον κοιτάτε άλλο. Η Ευδοκία γνώρισε εκείνο το µεσηµέρι µια ψυχική αναστάτωση, µια αποκάλυψη, που δεν µπορούσε ούτε να την διανοηθεί ποτέ. - Μάθατε πως τον λέγανε τουλάχιστον; - Όχι Του δωσα ένα δικό µου όνοµα µη µου ζητάτε να σας το πω. - Και ξέρετε αν τυχόν ζει αυτός ο άντρας; Αν πέθανε; Ή που και πότε έζησε; - Φοβάµαι πως δεν υπήρξε ποτέ! Πως δεν υπήρξε καν. Ήταν µάλλον ένα φανταστικό πρόσωπο, µια τυχαία έµπνευση του καλλιτέχνη µια µοιραία έµπνευση για µένα. - Το όνοµα του καλλιτέχνη τουλάχιστο;, ρώτησε η Ευδοκία. - Ούτ αυτό! εν υπάρχει κανένα όνοµα στο πορτραίτο. Είναι α υ τ ό ς Μονάχα αυτός! Η Μυρτώ σηκώθηκε και σκέπασε πάλι το πορτραίτο µε το σπανιόλικο σάλι. Η Ευδοκία ένοιωσε σαν να της παίρνανε κάτι για πάντα από µέσα της, πριν καλά-καλά της το δώσουν Αναλογίστηκε το δράµα της άλλης και ρίγησα. Το ηµίφως βάραινε γύρω της, την έπνιγε. Η ψηλή µαυροντυµένη γυναίκα στεκόταν µπροστά στο τζάκι και την κοίταζε µ ένα βουρκωµένο χαµόγελο. - εν ήρθε ποτέ, ψιθύρισε. Μια ζωή τον περίµενα και δεν ήρθε. Η Ευδοκία σηκώθηκε από τον καναπέ. - Φεύγετε; Έγνεψε «ναι» η Ευδοκία δεν µπορούσε να µιλήσει. - Στο καλό να πάτε. Σας ευχαριστώ που ήρθατε Της άπλωσε το χέρι µε το γαλάζιο µαντήλι. Τα µάτια της ήταν πάντα υγρά. Έξω στο φωτεινό δρόµο η Ευδοκία ένοιωσε να την χτυπάει πάλι το δεξί παπούτσι και πεινούσε κι ήθελε να γείρει κάπου και να κλάψει. Γκράτσια Σπ. επούντη