134 ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ Μάννα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη, Την κόρη την μονάκριβη την πολυαγαπημένη, Την είχες δώδεκα χρονώ κ ήλιος δε σου την είδε! Σ τα σκοτεινά την έλουζε, ς τάφεγγα τη χτενίζει, ς τάστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. Προξενητάδες ήρθανε από την Βαβυλώνα, Να πάρουνε την Αρετή, πολύ μακριά στα ξένα Οι οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει. «Μάννα μου, κι ας τη δώσουμε την Αρετή ς τα ξένα ς τα ξένα κει που περπατώ, ς τα ξένα που πηγαίνω, αν πάμ εμείς ς την ξενητειά, ξένοι να μη περνούμε. -Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μ άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτη, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτη, γιε μου αρρώστια, Κι αν τύχη πίκρα γή χαρά ποιός πάει να μου τη φέρει; -Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχη κ έρτη θάνατος, αν τύχη κ έρτη αρρώστια, αν τύχη πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω». Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή ς τα ξένα, Και μπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι, Κ έπεσε το θανατικό, κ εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά ς τον κάμπο. Σ όλα τα μνήματα έκλαιγε, ς όλα μοιρολογιώταν ς του Κωνσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμα σε Κωνσταντή, και μυριανάθεμα σε, οπού μου την εξώριζες την Αρετή ς τα ξένα! Το τάξιμο που μου ταξες πότε θα μου το κάμης; Τον ουρανό βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα γή χαρά να πας να μου τη φέρης». Από το μυριανάθεμα και τη βαρειά κατάρα Η γης αναταράχθηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τάστρι χαλινάρι, Και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την κ εχτενίζουνταν όξου ς το φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει. «Άιντε αδερφή να φύγωμε ς τη μάννα μας να πάμε, -Αλίμονο αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως είναι για χαρά, να στολιστώ και να ρθω, Κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ρθω. -Έλα Αρετή, ς το σπίτι μας, κι ας είσαι όπως κι αν είσαι». Κοντολυγίζει τ άλογο και πίσω την καθίζει. Σ τη στράτα όπου διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούσαν.
135 Δεν κιλαϊδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια, Μον κιλαϊδούσαν κ έλεγαν ανθρωπινή ομιλία. «Ποιός είδε κόρη νόμορφη να σέρνει πεθαμένος! -Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; -Πουλάκια είναι κι ας κιλαϊδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρακεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε. «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο, μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους! Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια, Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους. -Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. -Φοβούμαι σ αδερφάκι μου, και λιβανιαίς μυρίζεις. -Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα ς τον αη Γιάννη κ εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε. Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται ς τον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνη πεθαμένος!». Τάκουσε πάλι η Αρετή κ ερράγισε η καρδιά της. Άκουσες Κωνσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; -Άφησ Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θελ ας λέγουν. -Πες μου που είν τα κάλη σου, που είν η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τόμορφο μουστάκι; -Έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». Αυτού σιμά, αυτού κοντά ς την εκκλησιά προφτάνουν. Βαριά χτυπά ταλόγου του κι απ εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα να βροντά, το χώμα και βοϊζει. Κινάει και πάει η Αρετή ς το σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμμένα Βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, Βλέπει μπροστά ς την πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, Και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε, κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω. Κι η δόλια η Αρετούλα μου λέιπει μακριά ς τα ξένα. -Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκειά μου μάννα. -Ποιός είναι αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα; -Άνοιξε, μάννα μου άνοιξε κ εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κ οι δύο. (Ν. Πολίτης, Εκλογαί, αρ. 92) Ο ΜΙΚΡΟΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 1 α Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι ο μοκροκωσταντίνος Μικρό τον είχε η μάννα του μικρό τ αρραβωνιάζει, Μικρό τον ήρτε μήνυμα να πάη στο σεφέρι. Νύχτα σελλώνει τ άλογο, νύχτα το καλλιγώνει.
Βάν ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες. Και η καλή τον έλεγε από το παραθύρι. -Εσύ διαβαίνεις Κωσταντή και μένα που με φήνεις; -Φήνω σε πρώτα στο Θεό κ υστερινά στους άγιους, φήνω σε κι ολούστερα στην εγλυκειά μου μάννα. -Μάννα μου, μάννα μου καλή, μάννα μου ζαχαρένια, οπώς εμένα είχες παιδί, να χης και την καλή μου, να χης και τη γεναίκα μου, την αγαπητική μου. Πήδηξε,καβαλλίκεψε σαν το γοργό πουλάκι.. Ώστε να πη σας φφ νω γειά, σαράντα μόλλια πήρε, Κι ώστε να πούνε στο καλό, άλλα σαραντατρία. Ακόμα κρότος του βαστά κι η πιλογιά κρατιούντο Κι αυτή η σκύλα η γάνομη, η γοβρέσσας θυγατέρα, Από το χέρ την άρπαξε, στο μπερμπεριό την πάει Πα στο σκαμνό την κάθισε κι αντρίκεια την ξιουρίζει Μια γκούκλα την εφόρεσε και βέργα την εδίνει. Τη δίνει δέκα πρόβατα κι εκείνα ψωργιασμένα, Τη δίν και τρία σκυλιά και κείνα λυσσασμένα. Την παραγγέλνει στα γερά, γερά την χωρατεύει. -Θα πάης πάνω στα βουνά και στα ψηλά κορφάτα, πόχουν τα κρύα τα νερά, τις δροσερούς τους γήσκιους κι ά δε τα κάνεις εκατό, κι ά δε τα κάνεις χίλια και τα σκυλιά βδομήντα δυό στο γκάμπο μη κατέβης. Σε ούλους πόρους πάνε τα, σε ούλους πότισε τα Και στο Γιορδάνη ποταμό μη μπας και τα ποτίσης, Γιατ εχει φίδια κι όχεντρες, θα ξέβουν να σε φ ανε. -Έλα Χριστέ και Παναγιά με τον Μονογενή σου πα στα βουνά που βρίσκουμαι να φτάνη η ευκή σου πήρε και πήγε στα βουνά τα δάκρυα φορτωμένη. Αρνάδα, αρνάδα γέννησε, αρνάδα πέντε-δέκα, Γίνηκαν χίλια πρόβατα και γίδια πεντακόσια Και τα σκυλιά βδομήντα δυό στις κάμπους εκατέβη Και στο Γιορδάνη ποταμό πόει και τα σταλίζει. Κι ο Κωσταντίνις ήρχουντο από του σεφεριού του Κοιτάζ αυτά τα πρόβατα, μαλαμοβραχιολάτα, Κοιτάζει και τα σκυλιά ασημογκερδανάτα. -Καλή σου μέρα ξυγερή. Καλώς τόν Κωσταντίνο. -Τινούς είναι τα πρόβατα, μαλαμοβραχιολάτα; Τινούς είναι και τα σκυλιά ασημογκερδανάτα; -Του Κωσταντίνου του μικρού, του μικροκωσταντίνου, όπου μικρός παντρεύτηκε, μικρός γυναίκα πήρε, μικρό τον ήρτε μήνυμα να πάει στο σεφέρι, τη μάννα του παρέγγειλε, την καρδιακιά του μάννα και στο σκαμνί με έκατσε κι αντρίκεια με ξιοτρίσε, μ έδωσε δέκα πρόβατα να πάω να τα φυλάγω (Ύστερα αυτός την πήρε, την έβαλε στο άλογο, γνωρίστηκαν κει πέρα την πήγε στο σπίτι.) Στο άλογο την κάθισε, στο σπίτι τηνε πάγει Κάτου την άφησε κι αυτός πάγει απάνου. Βρίσκει τη μάννα του, στην αγκαλιά κρατούσε ρόκα. -Μάνναμου, πούναι η γυναίκα μου, πούναι και η καλή μου; 136
137 -Γυναίκα σου απόθανε, γυναίκα σου εθάφτη. -Πόναι, μαννά μ το μνήμα της να πάγω να την κλάψω; -Το μνήμα της χορτάριασε και γνωρισμό δενν έχει. Στην μέση την έσχισε, στον μύλο την πηγαίνει. (Μέγας, 1961, σελ. 488-90) Ο ΜΙΚΡΟΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 1β Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο μικροπαντρεμένος, Τον Μάη φυτειάν εφύτεψε, τον Μάη γυναίκα πήρε, Τον Μάη τού θρε μήνυμα να πάει στο σεφέρι. Και το σεφέρι του μακρύ, κι η ρόγα του είναι λίγη. -«Μισεύεις Κωνσταντίνε μου, κ εμένα που μ αφήνεις;» -«Πρώτα σ αφήνω στο Θεό και δεύτερα ς τ ς αγίους και τρίτον στη μαννούλα μου, στα δυο γλυκά μ αδέλφια» μήτ ένα μίλι λείπει ο νιος, μήτ ένα μήτε δύο στο σκάνιο την εβάλανε να την γλυκοκουρέψουν. Κι αφόντας την κουρέψανε κι αφόντας την κουρεύουν Της δίνουνε και δυό αρνιά κι εκείνα ψωριασμένα Της δίνουνε και τρια σκυλιά κι εκείνα λυσσιασμένα Της δίνουνε και τρια ψωμιά κι εκείνα μουχλιασμένα. Και λένε τότε τ ς ορφανής και τ ς άμοιρης κοπέλας. -«Θωρείς εκείνο το βουνό το βαρυχιονισμένο; Εκεί να πας τα πρόβατα, εκεί να πας τα γίδια, Κι αν δε τα σώσεις εκατό κι αν δε τα φτάσεις χίλια, Στους κάμπους να μην κατεβής να τα περιβοσκήσεις» Ηθέλησε ν-η μοίρα της, το κάλλιο ριζικό της, Αρνί,αρνί της γέννουνε κ η προβατίνα πέντε. Σαν έσωσε στα εκατό, και έφθασε στα χίλια Στους κάμπους εκατέβηκε να τα περιβοσκήση Να σου κι ο Κώστας πόρχεται στους κάμπους καβαλλάρης. -«Γειά σου, χαρά σου, πιστικέ». «Καλώς το παλληκάρι». -«Ποιανού είν αυτά τα πρόβατα, ποιανού είν αυτά τα γίδια;» -«Της βροντής είναι τα πρόβατα, της ξακληριάς τα γίδια κι ο πιστικός που τα βοσκά, του Κωνσταντή η γυναίκα». Βιτζιά βαρεί τ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει. -«Γεια σου, χαρά σου, μάννα μου». «Καλώς το το παιδί μου». -«Σαν πού ναι εμέ η γυναίκα μου, το δόλιο μου στεφάνι;» -«Απέθανε η γυναίκα σου εδώ και πέντε χρόνους». -«Πές μου που είν το μνήμα της να πάω να το συγκλάψω». -«Το μνήμα της εχόρτιασε και γνωρισμούς δεν έχει». -«Κι αν φέρω την γυναίκα μου, σαν τι θέλω σου κάμει;». -«Κι αν φέρεις τη γυναίκα σου, κόψε μου το κεφάλι». -«Μάνν, άξια είν η κρίση σου κ εσύ να τα πατίρης». Βιτζιά βαρεί τ αλόγου του, στους κάμπους κατεβαίνει. -«Γεια σου, χαρά σου, πιστικέ». «Καλώς τον καβαλλάρη» -«Ποιανού είν αυτά τα πρόβατα, ποιανού είν αυτά τα γίδια; -«Της βροντής είναι τα πρόβατα, της ξακληριάς τα γίδια, κι ο πιστικός που τα βοσκά του Κωσταντή η γυναίκα».
138 Βιτζιά βαρεί τ αλόγου του κ η κόρη απάνω ευρέθη. Πάλι βιτζιά του βάρεσε, στο σπίτι του γυρίζει. -«Μάννα μ, να τ η γυναίκα μου, μάννα μ, να τ η καλή μου». -«Κώστα μου, σαν την εύρηκες, κόψε μου το κεφάλι». (Ακαδημία Αθηνών, 1963, σελ. 350-1). Η ΚΑΚΗ ΠΕΘΕΡΑ 1 Θωρείς την κείνη την κορφή, την πράσινη μαδάρα; Εκεί από πίσω κάνουνε μιας ορφανούλας γάμο. Χίλιοι τση πήγαν τα προυκιά, χίλιοι τ απανωπρούκια Και του γαμπρού το κάλεσμα ήσαν εννιά χιλιάδες. Τση νύφης δεκατέσσερεις, σαφίς μεγαλαρχόντοι. Στη μέση τση συνεπερσάς η νύφη στολισμέμη. Χίλιοι κρατούν τση σκέπη τζη, τρακόσιοι την ποδιά τζη, Και κάθεται στον μαύρο τζη ωσάν βασιλοπούλα. Η σέλλα του τονε χρυσή, τα χαλινάρια ασήμι, Στα χέρια τζη εκράθειενε ένα χρυσό πουλάκι. Δεν εκειλάδειε το πουλί ως κιλαηδούνε τ άλλα. Μόνο εκιλάηδειε κ έλεγε τζη νύφης μοιρολόγια. -«Κόρη μ, εκεί που πας εδά, καλλιά ναι να γυρίσης. Κ έχεις κακά πεθερικά και θα σε καταλύσουν». Κ η πρώτη που τση ζήλεψεν ήτον η πεθερά τζη Κ επρόβαλεν εις τ όβγορο, θωρεί τσοι και προβαίρνουν. Διακόσ είν οι μαγέροι τζη κ εξήντα οι σερβιτόροι. -«Μαγέροι, μαγερεύγετε λαγούδια και περδίκια και ψήσετε τση νύφης μου τρικέφαλο τον όφι κι ο όφις να ν από βουνό, να ναι φαρμακωμένος». Πρώτη μπουκιά οπού φαε ήτο φιδιού κεφάλι Κ η παραδευτερότερη ήτονε τ οραδάκι Κ η τρίτ η πλια φαρμακερή ήτο απού τη μέση. Η πρώτη αφτει την καρδιά κ η δεύτερη το σ κώτι Κ η τρί η πλια φαρμακερή τηνέ καταμαραίνει. Παίρνει την το παράπονο στση πεθεράς τση πάει. -«Δώσε μου, κερά πεθερά, νερό δωσ μου τση ξένης, νερό μου δώσε τσ ορφανής και τση φαρμακωμένης». -«Δεν έχομ εδεπά νερό κι άμε στων κουναδιώ σου». Δένει τα χέρια τζη σταυρό πάει στων κουνιαδώ τζη. -«Κουνιάδες κι αδερφάδες μου, δώστε νερό τση ξένης, δώστε νερό τζη ορφανής και τζη φαρμακωμένης». -«Δεν έχομ εδεπά νερό κι άμε στου κυρ Γιαννάκη». Δένει τα χέρια τση σταυρό και πάει στου κυρ Γιαννάκη. -«Άντρα, που μ ευλοήθηκες, δώς μου νερό τση ξένης δώς, μου νερό τση ορφανής και τση φαρμακωμένης». Πέμπει τρακόσιους στσοι γιατρούς και χίλιους στο πηγάδι Κι ώστε να φτάξουν οι γιατροί ήτον αποθαμένη! (Ακαδημία Αθηνών, 1963, σελ.348-9). Η ΚΑΚΗ ΠΕΘΕΡΑ 1β
139 Βλέπεις εκείνο το βουνό το πέρα και το δώθε; Εκεί παντρεύουν την καλή, την όμορφη του κόσμου. Μ εξήντα πέντε άρχοντες κ εξήντα συμπεθέρους. Μα νας κακός συμπέθερος από τους συμπεθέρους Το μαύρο του καβάλησε, στην πεθερά πηγαίνει. -«Και που σαι μάννα του γαμπρού και δόλια συμπεθέρα; η νύφη που σου φέρνουνε ευρέθη γκαστρωμένη κάν δυο μηνώ, κάν τριω μηνώ, κάν τέσσερω κάν πέντε». Η πεθερά σαν τ άκουσε πολύ της κακοφάνη. Τσαπί και φτυάρι έπηρε και στις οχιές πηγαίνει. Κόβει κεφάλι της οχιάς, κεφάλι από αστρίτη, Στο μάγερα τα έστειλε, τσορβά να της τα κάνη. Να φάη η νύφη που ρχεται από τον ξένο τόπο Κ η νύφη καθώς τα φαγε ευτύς εφαρμακώθη. Σταυρό δένει τα χέρια της στην πεθερά πηγαίνει. -«Και που σαι μάννα του γαμπρού και πεθερά δική μου λίγο νερό γιατ έσκασα και κάηκε η καρδιά μου». -«Που ν το νυφούλα μ, το νερό στον έρημο τον τόπο;» Σταυρό δένει τα χέρια της στον άντρα της πηγαίνει. -«Και που σαι συ δόλιε γαμπρέ και δόλιε νοικοκύρη λίγο νερό γιατ έσκασα και κάηκε η καρδιά μου». Χρυσό λαήνι άρπαξε στη βρύση να γεμίση. Κι ως να γυρίση απ το νερό την βρήκε πλαντασμένη. Το μαχαιράκι του έβγαλε απ αργυρό φηκάρι, Στον ουρανό το έσυρε και στην καρδιά του φάνη -«Σαν ήθελες μαννούλα μου, να χης υγιό και νύφη, όταν σου γύρεψε νερό, να φερνες απ τη βρύση». (Ακαδημία Αθηνών, 1963, σελ.349). Η ΝΥΦΗ ΠΟΥ ΚΑΚΟΤΥΧΗΣΕ Απού την άκρη των ακρώ, ώστε να πά στην άλλη, Δυο βασιλιάδες πολεμούν, συμπεθεριό να κάμου. Τρεις χρόνους γράφουν τα προυκιά και δυο τα πανωπρούκια Και τα χωστά τση μάννα τση χρόνο και πέντε μήνες. Έγραψαν και τση λυγερής ποτέ δουλειά μη κάνη, Μόνο να κάθ η λυγερή σε μια χρουσή καθέκλα, Να παίζει μήλο κόκκινο, να παίζ ωριό κυδώνι. Γυρίζ ο χρόνος βίσεχτος, πολλά κακός για κείνη, Και μπαίνει ο άντρας της βοσκός κ η κόρη ξενοκλώστρα Κ η πεθερά τζη φουρναρού κι ο πεθερός τζη χτίστης Κ η κόρη έκλωθε μαλλιά, έκλωθε και λινάρια. Στον καμπανό εσύρανε, λείπεται τρα σκουλούδια. Και κόβγει τα ξανθά μαλλιά και σώνει τα σκουλούδια. -«Προσερινέ μου πεθερέ, άμε μ, εκεί που μ ηύρες» -«Όντε σε πήρα, λυγερή, πούρι και κόκκιν ήσουν, Εδά σαι μαύρη και χλομή, ντρέπομαι, δε σε πάω. Μα πάλι για παρηγοριά μπορώ να σ ορμηνέψω.
140 Θωρείς εκείνη την κορφή, την άλλη την παρέκει; Εκεί απ οπίσω ν ο άντρας σου στειράρης στείρα βλέπει». Χτυπά το πασουμάκι τζη, τ ανιτερί τζη τρίζει, Τα καμαροφρουδάκι τζη αντρόϋνο χωρίζει. -«Προσερινέ μου, άντρα μου, άμε μ εκεί που μ ηύρες». -«Όντε σ επήρα, κόρη μου, άσπρη και κόκκιν ήσουν, Εδά σαι μαύρη και χλομή, ντρέπουναι, δε σε πάω. Μα πάλι για παρηγοριά μπορώ να σ ορμνέψω. Θωρείς εκείνη την κορφή την αποπίσω μπάντα; Εκειδά ίδια κάνουνε ζευγάρια του κυρού σου». Χτυπά το πασουμάκι τζη, τ ανιτερί τζη τρίζει, Το καμαροφρουδάκι τζη αντρόϋνο χωρίζει. -«Φελι ψωμί, κουπιάν κρασί, να πιη το διψασμένο». -«Εδά μόνο το φάγαμε και κόπιασε στο σπίτι». Χτυπά το πασουμάκι τζη τ ανιτερί τζη τρίζει, Το καμαροφρουδάκι τζη αντρόϋνο χωρίζει. -«Φελί ψωμί, κουπιάν κρασί, να πιη το διψασμένο». -«Ξέρεις να ράφτης τα χρουσά, να ράφτεις βελουδένια, να ράφτεις χρουσοπράσινα, κι όλο μαλαματένια». -«Ξέρω να ράφτω τα χρουσά, να ράφτω βελουδένια, να ράφτω χρουσοπράσινα κι όλο μαλαματένια». Και δούδει τζη η μάννα τζη παννί για να τση ράψη. -«Κόττα μου, χρουσοκόττα μου και χρουσοκοτταράκι, εμένα ανημένανε να σ αποντεστινάρω». -«Εσύ είσ η θυγατέρα μου, η βαροπρουκισμένη, απού σου γράφουν στο χαρτί ποτέ δουλειά μην κάνης». (Ακαδημία Αθηνών, 1963, σελ. 356-7). ΜΟΝΟΓΙΑΝΝΕΣ Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες κι ο μοναχόν ο Γιάννες, Ο Γιάννες ετοιμάσκεται να φταγ χαράν και γάμους. Χάρος ς σημ πόρταν έστεκεν κι ατόναν φοβερίζει. -Χάρε μ, κι απόθεν έρχεσαι και πας συγχαρεμένος -Έρθα να παίρω τημ ψυχή σ, και πάγω χαρεμένα. -Χάρε μ, έλ ας παλεύουμε ς σο χάλκενον αλώνιν, αν έν και το νικάς μ εσύ, έπαρ τημ ψ σ ήμ μ και δέβα, αν έν και τι νικιέσαι, θα φτάγω γω τον γάμον. -Εμέν αδά που έστειλεν πας κι είπεν φα και πία, πας κι είπεν έβγα πάλεψον ς το χάλκενον τ αλώνιν εμέν αδά που έστειλεν, ψυχήν επαρ και έλα. -Παρακαλώ σε, Χάρε μου, Θεού παρακαλίαν, έχω καιρόν να σ αίρουμαι, μουράτια να πλερώνω, εμέν ζωήν για χάριξον, ας φτάγω γω τον γάμον. -Εμέν αδά που έστειλεν πας κι είπεν φα και πία, πας κι είπεν κάθ κα πέρμεσον, πότε θα φτας τον γάμο σ, εμέν π έστειλεν είπε με, ψυχήν επαρ και έλα. -Αγ Γιώργη μ, πρόφτα ς το θεόν, τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια. Αγ Γιώρς ευθύς επρόφτασεν ς τα επουράν εξέβεν,
Παρακαλεί τον ποιητήν τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια. - Αγτ άμε πε τον κύρην ατ θα ζει τριάντα χρόνια, ας δει τ εμσά τον Γιάννεν ατ, κι ας πάγ να στεφανούται. -Κέρδε μ, αφέντη μ, κέρδε με, ο Χάρον μη κερδαίν με. -Γιε μου, πως κερδαίνω σε, Χάρον να μη κερδαίν σε; -Δος μ ας τα χρόνια σ τα πολλά, Χλαρος να μη κερδαίν με -Εγώ ας τα χρόνια μ τα πολλά ημέραν κι δανείζω. -Παρακαλώ σ Αγ Γιώργη μου, Θεού παρακαλίας, αγ Γιώργη μ, πρόφτασ το θεόν τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια. Είπα το και στον κύρης σου, εμέ χρόνιαν κ εδώκεν. Αγ Γιέρς οπίσ εγύρισεν, ς τα επουράν εξέβεν, Παρακαλεί τον ποιητήν τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια. -Άμε να λες την μάνναν ατ, θα ζει τριάντα χρόνια ας δει τ εμσά τον Γιάννεν ατς, ας πάγ να στεφανούται. -Κέρδε με, μάννα μ, κέρδε με, Χάρον να μη κερδαίν με Υιέ μ, πως να κερδαίνω σε, Χάρον να μη κερδαίν σε -Δος μ ας τα χρόνια σ τα πολλά, Χάρος να μη κερδαίν με. -Έγ ας τα χρόνια μ, τα πολλά τριχάριω κι δανείζω. -Παρακαλώ σε Αγ Γιώργη μου, θεού παρακαλίας, Αγ Γιώργη μ, πρόφτασ τον θεόν, τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια. Είπα το γω στην μάνναν μου, ατέ χρόνια κ εδώκεν. Αγ Γιώρς οπίσ εγύρισεν, στα επουράν εξέβεν. Παρακαλεί τον ποιητήν τον Γιάννεν κι άλλα χρόνια, -Άμετε πε την κάλην ατ θα ζει τριάντα χρόνια, ας δει ατόν τ εμσά να ζει, να πάγ να στεφανούται. -Κέρδε με, κάλη μ, κέρδε με, Χάρον να μη κερδαίν με δος ας τα χρόνια σ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν με. -Τ εμά τα χρόνια τα καλά, εμέν κι εσέν κανίνταν. Ο Γιάννες κάμει την χαράν, ο Γιάννες κάμν τον γάμον. (Γ.Ιωάννου, Παραλογές, σελ. 73-5). 141