Γ. Μ. ΠΟλΙΤΑΡΧΗ Ο Ν Ε Ο Σ. ΒΕΡθΕΡΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΘΗΝΑ Ι 9 4 4



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)


ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η ιστορία του δάσους

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Transcript:

Γ. Μ. ΠΟλΙΤΑΡΧΗ Ο Ν Ε Ο Σ ΒΕΡθΕΡΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Τ ΑΘΗΝΑ Ι 9 4 4

.. Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟΣ

Γ. fv\. ΠΟΛΙΤ ΑΡΧΗ Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟΣ ΔΙHΓHιVιATA AeHI'iA 1 9 4 4

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Ο Κ.Δ.ΘΕΝΑΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ (διηγήματα, 1943. εξαντλημένο) ΣΙ(ΕΨΕΙΣ ΠΑΝ Ω ΣΤΗΝ ΑΓΡΟTlΚΗ ΠΟ/ΗΣΗ ΤΟΥ Φ. ΔΕΛΦΗ (μελέtες, 1944, εξαντλημένο) Ο ΝΕΟΣ ΒΕΡΘΕΡΟΣ (διηγήματα, 1944) ΓΙΑ ΤΥΠΩΜΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, δι ηυήματα Γ1ΑΝΝΗΣ ΒΑΡΙΑΣ, νουβέλα ΜΑΥΡΕΣ ΜΕΡΕΣ, νουβέλα ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΦΤΩλΩΝ (βιουραφίες, δοο τόμοι; ΣγΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΡΓ ΧΓιΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝfΑΣ. (κι άλες μελέτες)

Ο ΝΕΟΣ 8ΕΡθΕΡΟΣ Σ τ Η Ν αρχή δεν ήθελε να ξέρει κόσμο.'ηξερε τη δουλειά. του και το σπίτι-του. Μόνο τα βράδια όταν ησοχαζε κλεινόταν στο μικρό-του δωμάτιο και διάβαζε βιβλία πα λιά, που τ' αγόραζε από τα παλαιοβιβλιοπωλεία καθώς περνούσε για το σπίτι-του. Κι είχε μαζέψει πολά. Γέμισε συρτάρια, μπαούλα. τραπέζια, εταζέρες κι ό,τι άλο μπορούσε να συγκρατήσει βιβλίο. Ανάμεσά-τους ένα δεμένο καφετί με την επιγραφή «Βέρθερ:)ς)} του το είχε παινέψει ο παλιατζής, Γαγόρασε κάποιο σαβατόβραδο κι άρχισε, όπως το είχε συνή'θεια, αμέσως το διάβασμα, Από τότες άλαξε ολότελα. 'Ηθελε να μοιάσει του Βέρθερου. Κι α'πότομα βρήκε νέο σπίτι για να ζήσει μακριά απ' τη σπιτονοικοκυρά-του και την κόρη-της, που από την κατοπινή-του ζωή φάνηκε πως την αγαπούσε. Πρώτα πρώτα πήγαινε συχνά, την έβλεπε κι έπειτα κλεινόταν στο καινούριο-του δωμάτιο κι έγραφε «Εντυπώ σεις ~ σε σχέδιο Επιστολής, ακριβώς όπως κι ο Βέρθερος. Κι επειδή δεν είχε κανέναν καρδιακό φίλο Υια να τις στέλνει - καθώς εκείνος-τις φύλαγε μέσα σ' ένα μικρό κουτ[' μοναχές, χωρίς να τις ανακατεοει μέ. τίποτ'άλλο. Κι όταν έφτασε στη σελίδα που η Σαρλότα δίνει την κορδέλα-της.του Βέρθερου, έτρεξε κι αυτός στην κόρη της σπιτονοι κοκυράς-του και ζήτησε να του χαρίσει μια κορδέλα. - Αεν έχω, του είπε κείνη. ι;...

- Είναι στο χέρι-σου, αγαπημένη-μου Ελένη (τί άσκημο όνομα, σκέφτηκε, και διόρθωσε μουρμουριστά), Σαρλότα. Θέλω έτσι (όχι, δε θα του μοιάσω ποτές, λέει πάλι α'πό μέσα-του)' κι αμέσως: Πώς να σου το 'Πω; Σαν ενθύμιο να την έχω όσο να πεθάνω. Φάνηκε σαν ευχαριστημένος και συνέχισε: Μου είναι, Ελένη, τόσο -χρήσιμη ό'πως η βροχή στο νέο στάρι (πάλι τέτοιες 'Παρομοιώσεις; μουρμούρισε). Εκείνη του έκοψε τις σκέψεις: - Μα θέλετε, λοι'πόν, να μας αφήσετε και ζητάτε ενθύμιο, θανάση; Δεν ήξερε τί να πει. Μόνο στ' αυτιά,του σαν κακοφωνία χτύπησε το όνομα < Θανάσης». - Γιατί να μη με λένε Βέρθερο κι εμένα; Γιατί; - Πές-τε μου τί τη θέλετε την κορδέλα; ρώτησε η. γυναίκα χα'ίδευτιτά. Σκέφτηκε; - Τί άραγε θ' απαντούσε ο Βέρθερος αν του τύχαινε. ένα τέτοιο ρώτημα; θα έλεγε την αλήθεια; θα σώπαινε, Ο Βέρθερος έλεγε μόνο την αλήθεια! είπε από μέσα του. Κι εγώ που δεν μπορώ να την πώ ; Αχ, δεν έχω εγώ την ψυχή του Βέρθερου. Σηκώθηκε σιωπηλός και τράβ'ηξε περίλυττος για το σπίτι-του. 'Επεσε στο κρεβάτι. Ο ύπνος δεν ερχόταν να χα'ίδέψει τα βλέφαρα-του. Μέσα στο μυαλό-του qτριφογuρ νούσε η σκηνή του Βέρθερου με τη Σαρλότα και τα ττq:ιδιά και δεν τον άφηνε να ησυχάσει; - Δεν είναι η Ελένη σαν τη Σαρλότα, Εκείνη είχε ψυχή. 'Ητανε με τους μεγάλους σα μεγάλη και με τα παιδιά σαν παιδί. Σε λίγο πάλι; Δε φταίει αυτή. Εγώ είμαι ο κακός και φθονερός που παντού βλέπω κακία και μι. κροψυχ ία 'Εμεινε σκεφτl,l<ός 'ώρα πολή. Τον πήρε ο 'ύπνος. Στον ι)πνο-του περνούσαν κοπαδιαστά τα όνειρα, μα μόνο κατά. <το Ίtρωί βρήκε λύση. θ' αγόραζε μιά κορδέλα κι ήτανε το ίδιο.. - Τί 'Πάει να ΠΕΙ; ΤΟ κάτω κάτω της γραφής κι <>

Βέρθερος το ίδιο θα έκαμνε. Αλά όχι όχι. Ο Βέρθερος δε θα κατέβαινε ως αυτό το επίπεδο. θεέ-μου, λοιπόν, πρέπει ν' αγοράσω μόνος-μου την κορδέλα; Πήρε στα χέρια του το βιβλίο κι άρχισε με βία να ψάχνει για ν' ανακαλύψει ποιό χρώμα έγραφε, γιατί το είχε ξεχάσει μέσα στις τόσες του σκοτούρες. Το βρτ}κε. Βγήκε γρήγορα γρήγορα και μπ1iκε στο πρώτο εμπορικό που απάντησε στο δρόμο-του, αγόρασε μιά, ίδια με της Σαρλότας, κι όταν γύρισε το βράδυ έδεσε μ' αυτήν το δέμα των γραμάτων που είχε στο μικρό ξύλινο κουτί. Είχε ησυχάσει α1ίό το βάσανο του φιόγγου κάμποσην ώρα ο Θανάσης, μα ξαφνικά θυμήθηκε πως ο Βέρθερος δεν ξεχνούσε 'Ποτές τη μητέρα-του σ'όσα γράματο: έγραφε κι' άρχισε κι αυτός στις ε'πιστολές-του να γράφει δυό λόγια για τη μάνα-του. Και καθώς 'Πάντα έβαζε τα Υράματ'αυτά μέσα στο κουτί, είχε 'Περάσει αρκετός καιρός χω ρίς να της γράψει. Σ ταναχωρέθηκε πολύ η μάνα-του για τη μουγγαμά ρα αυτή, 'Που τη συσχέτιζε με χίλιες δυό 'Παράδοξες ιδέες και 'Προαισθήματα. Του έγραφε και του ξανάγραφε, μα ή ταν η φωνή της < φωνή βοώντος εν τη εp1iμω "~ο Αντίθετα ο Θανάσης νεύριαζόταν πολύ γι' αυτή-της την ανησυχία κι α'παντούσε με πιό πολά λόγια στις «εν τυπώοεις '-του προς τον υποθετικό φίλο, που στην περίπτωση αυτή ήταν το ξύλινο κουτί. Περνούσε ο καιρός κι αυτός δεν έλεγε να Ίταρατήσει τα συνηθισμένα. Μόνο κατά τις τελευταίες μέρες κάτω κάτω στα γράματά-του έβαζε υ'πογραφή: c Βέρθερος > και πειραζόταν πολύ -- χωρίς βέβαια να το δείχνει -- όταν οι γνωστοί-του τον φώναζαν Θανάση. Μιά μέρα ήρθε και τον βρήκε ο πρόεδρος του χωριούτου. Του μίλησε για τη μάνα-του. Μ' αυτός μόλις άνοιξε '(ην 'Πόρτα κι αντίκρυσε το πλαδαρό Ίτρόσωπο του κοινοτάρχη κι όσο καθόταν απέναντί-του, ο νους-του ταξίδευε πέρα μακριά στις σελίδες του βιβλίου και μάλιστα στο 7

/ σημείο που ο Βέρθερος βρισκόταν στου πρόξενου και όσθ του κουβέντιαζε ο άλλος, αυτός σχεδίαζε τον τρόπο που θα έφκιανε την επιστολή του. α πρόεδρος του είπε πολά κι έκαμε να φύγει. Μα την ώρα που σηκώθηκε ζήτησε δυό λόγια για τη 4: φτωχή-του τη μάνα» που ζούσε μονάχα Υι' αυτόν Ξαφνικά μιά λάμψη χαράς φώτισε το πρόσωπο. του Θανάση. 'Ηταν η ώρα που θα έδειχνε στον κύριο πρόεδρο ότι ξέρει να γράφει μελετημέ\α. Και την ίδια στιγμή η αστραπή της χαράς μπήκε βαθιά στην καρδιά-του και α νασάλεψαν στο νου του οι αναμνήσεις φέρνοντάς-του στην επιφάνεια το κομάτι εκείνο του καφετί βιβλίου που έλεγε πως ο «πρόξενος εχτιμάε ι πολύ τα ταλέντα του. Γίνηκε ομιλητικός. 'Ανοιξε ένα τετράδιο και του έδείξε κάτι, εικόνες που ζωγράφισε άλοτε - καθώς κι ο Βέρθερος. Μέσα στο τετράδιο έβλεπες κάποιους κακοσχεδιασμέ' νους άγιους. ένα Μέγ' Αλέξαντρο, έναν Κολοκοτρώνηκαι δυό τρία ζώα. α πρόεδρος άρχισε να βαριέται, του τrαίνεσε βιαστικά βιαστικά τη ζωγραφική-του, του είπε πως την άλη μέρα θα περνούσε να πάρει τα δυό λόγια για τη. 4: φτωχήτου τη μάνα» και βγήκε πάλι στο δρόμο. Η πόρτα έκλεισε και πίσω απ' αυτήν έμεινε μόνος και χαρούμενος ο νέος Βέρθερος. Πήρε χαρτί να γράψει της μάνας του 'Εγραφε κι έσβηνε, γιατί κάτι μέσα-του του ψιθύριζε πως ένας Βέρθερος δεν μπορούσε ν' αραδιάζει εκείνα τα κοινά «πρώτον έρχομαι να ερωτήσω δια την καλήν-σας υγείαν και δεύτερον αν ερωτάτε δι' ημάς καλώς υγιαίνομεν ". Επρεπε να στίψει το μυαλό-του να βρει κάτι.. τrρωτότυπo. κάτι μεγαλόπνοο. κάτι θείο. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι-του, έπιασε το βιβλίο,. το φυ\ομέτρητε, βρήκε ένα ωραίο κομάτι, τ' αντίγραψε. το φύλαξε το διπλωμένο χαρτί μέσα σ ένα φάκελο, τον παράτησε πάνω στο τρατrέζι και σηκώθηκε βαρεμένος για να πέσει στο ι.ρεβάτι-του. Μα όσο γδυνόταν ο κλειστός φάκελος που κοιτόταν πάνω στο τραπέζι και του "ίχ ε - 8

,ρ,'; :δόσει τόση χαρά λίγην ώρα πριν. τώρα του πλημύριζε την καρδιά με πίκρα. Καταλάβαινε πως τον περίπαιζε, πως τον ττερούνιαζε την ψυχή. -'Ο,τι έγραφε ο Βέρθερος τα έγραφε χωρις να τ' αντιγράφει. Κι εγώ έτσι πρέπει να κάμω.. Εσκισε το πρώτο κι άρχισε να γράφει άλλο. Πάλι το σβήσιμο και το γράψιμο ως που νύσταξε καλά κι έγειρε το κεφάλι -του πάνω στο τραπ έζι κι αποκοιμήθηκε. Το πρωί πέρασε ο πρόεδρος, χτύπησε την πόρτα-του και τον ξύπνησε. Δίπλωσε γλήγορα γλήγορα το γράμα, το έκλεισε σ' ένα φάκελο και του το παράδωσε. Μα όταν έφυγε ο πρόεδρος κι έκλεισε την πόρτα, θυμήθηκε πως τ' αφεντικό-του όσες ψορές θέλησε να του δώσει γράμα για καμιά-του υττόθεση του ζητούσε συγυνώμη κι ύστερα έκλεινε το φάκελο. Ο αφεντικός-του, βέβαια, δεν είχε την ψυχή του Βέρθερου, αλ' αυτός ττου μοιραία έττρεπε να την έχει; - Δεν έπρεπε να κλείσω το γράμα αυτό, έλεγε και' ξανάλεγε. Τί θα πει τώρα ο άνθρωπος; Δεν έ.χω ψυχή. Δεν μπορώ να καταλάβω το διπλανό-μου και νομίζω πως όλος ο κοσμος είναι σαν κι εμένα κακός και ττονηρός. Πέρασε η μέρα κι ο Θανάσης ήταν ριχμένος σε συ λογή. Πώς έπρεττε λοιττόν να κάμει για ν' αποχτήσει την Ευγένεια εκείνου ~ 'Ηρθε το βράδυ, βαρύ, βροχερό. Ο Θανάσης κλείστηκε -στο δωμάτιο'του και στρώθηκε στο γράψιμο. Είχε τόσα πολά να γράψει σήμεριύ, ύστερ' αττό την εττίσκεψη του κοινοτάρχη. 'Ομως τίποτα. Οι σκέψεις θαρείς είχαν σταματήσει στο κεφάλι-του. 'ΑνοιξΈ το κουτί, σκόρπισε πάνω.στο τραττέζι τις προηγούμενες «εντυττώσειζ» και πήρε στα χέρια-του το πρώτο πρώτο χειρόγραφο, εκείνο που μιλούσε για το χωρισμό-του (τη μετακόμιση-του. δηλαδή, αττό το παλιό σττίτι). Το διάβασε Η καρδιά-του τάρα σα να τοι; φώναζε πως δεν έττρεττε να κρύβετ' άλο. 'Επρεπε οπωσ δήποτε να βρει κάποιο φίλο πιστό να του ξεμολουηθεί το βαθύ-του πόνο. 9

'Εφερε στο νού-ωυ τις μορφές όλων των γνωστών-του, όμως σε κανενός το πρόσω710 δεν μπόρεσε να βρει φίλο αληθινό.. 'Ητανε το στιiθος-τοu ένα ποτήρι ξέχειλο μ' αισθήματα που μόλις θα τ' ανατάραζες λιγάκι θα χυνόταν. Το πράγμα φαινόταν ολοκάθαρα. 'Επρεπε να βρεθεί ο φίλος 'Ηταν η μόνη διέξοδος στο κύμα που ταραγμένο πάφλαζε μέσα-του. Στο τέλος, όλες οι αόριστες, θαμ'lt6ς σκιές χάθηκαν 'Και καταστάλαξε στο μυαλό-του μιά φωτεινή εικόνα κά 710ιου παλιου συμαθητή'του στο χωριό. - Αυτός Υνωρίζει και τη μητέρα'μου, είπε. Ε171'.',ν\α ύστερα μετάνιωσε πάλι ΛΠΟ καιρό πολεμούσε να φτιάσε'. το σκίτσο της Ελένης. Δεν το κατάφερνε και περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το σπίτι-της. Η μάνα της, που τον έβλεπε όλην την ώρα Εκεί, δε βάσταξε και του είπε; -- Παιδί-μου. Θανάση. Δεν κάνει να έρχεσαι τόσο συχνά στο σπίτι μας. Τί θα πει ο κόσμος, αφού μάλιστα γίνεται λόγος ν' αραβωνιαστεί η Ελένη μου ; Στην apx1i δεν πολυκατάλαβε 'Υοτερα όμως σα να ξυπνούσε; - Ν' αραβωνιαστεί; ρώτησε. - Με το Υείτονα μας τον Καρούλα. Φί.λος σου ήταν. - Δεν τον θυμάμαι, έκαμε ο Θανάσης. Δεν τον θυμάμαι καθόλου. Σηκώθηκε κι έφυγε. 'Εφτασε 71ερίλυπος στο σπίτι-του, και κλείστηκε στο ερημικό-του δωμάτιο. 'Την ώρα που πηρε χαρτί να Υράψει, είχε το ύφος νικημένου στρατηυού. Δεν μ710ρούσε να ησυχάσει κι όλο μουρμούριζε; - Αραβωνιάζεται η δούλη του Θεου Ελένη τον δουλον του ~εoύ ΚαρούλαΥ. 10

Και φαντάστηκε πως το όνομα Καρούλας 'ήταν ένα' μεγάλο σφυρί που κοπανούσε την πονεμένη ψυχli-του. Κι όπως κρατούσε την 'Πένα και σκεφτόταν τί να γράψει, ταμάτια-του άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα θερμά, που κυλούσαν πάνω στο χαρτί. - Αραβωνιάζεται ο δούλος του θεού Καρούλας την δούλην του θεού Ελένην. Ξαφνικά, σα να Ίτέρασε λάμψη μέσ' απ' τα σκοτάδια του νού του, στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε χαμόγελο. - Τόρα θα μοιάζω μ' εκείνον, θα έχω κι εγώ φιληνάδα που θα είναι αραβωνιασμένη. 'Ορμησε πάνω στη μικρή εταζέρα, άρπαξε το βιβλίο, φυλομέτρησε γλήγορα γλ11γορα διαβό:ζυντας που και που σειρές, βρήκε το κομάτι που μιλούσε για κά,ι μεταφράσεις από τον Οσιανό κι εκεί σταμάτησε χέρι και μάτι χω ρίς να τολμάει να προσπεράσει ή να πάρει κάποιαν από, φαση, λες κι έπαψε να δουλεύει ο νού-του Ηταν Ίτιά ένα πράγμα χαμένο. Αργά γύρισε ακόμη ένα φύλο και σταμάτησε πάλι ώρα πολή σκεφτικός. Μετά σηκώθηκε, τράβηξε σ' ένα παλιό μπαούλο, 'Iτ1iPE στα χέρια-του κάτι σβησμένα και τριμένα χειρόγραφα, ξεχασμένα απ' τα παι' δικά'του χρόνια. Τα διάβασε, τα ξαναδιάβασε, μα δεν πήγαιναν Υια το σκοπό που τα ήθελε. Τα έσπρωξε και σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Άνοιξ' ένα Υαλικό αναγνωστικό. 1'0 φυλομέτρησε.. Ηταν χαρούμενος, Τ' άλο βράδυ αγόρασε λεξικό, κάθισε κι άρχισε να μεταφράζει τους στίχους. Τους βρήκε όμως' < Ίιολύ παιδικούς> και τους παράτησε. - Δε θα γίνω ποτές σαν κι αυτόν, σκέφτηκε, αφού δεν ξέρω άλη γλώσα. Ας μεταφράσω τουλάχιστο κάτι α'πό τους αρχαίους. Τ' αρχαία τα ξέρω. Τράβηξε μπροστά-του ένα δυό σχολικά βιβλία, λείψανα μαθητικής ζωής, μα κι εκεί δε βρήκε τίποτα. - Ti θα νιώσει η δική-μου Σαρλότα από την Κύρου Ανάβαση ή από το Λουκιανού ΕνύΊτνιον;

Πέρασε στους Ψαλμούς του Δαυίδ και ήταν έτοιμο ς \/' αρχίσει τη μετάφραση-τους, όμως θυμήθηκε πως είδε κάποτε μετάφραση ψαλμών σε στίχους, ενώ στο βιβλίο-του ήταν πεζοί. Από την άλη μεριά καταλάβαινε πωζ δεν ήταν σωστό να της έγραφε «ΑΥαθόν το εξομολουείσθαι τω Κυρίω και ψάλειν τω ονόματι'σου, νψιστε >. Μα τί να έκαμνε τότε; θαρείς πως είχε ολότελ'αδειάσει το κεφάλι του αυτό το βράδυ. - Και πώς να σου μείνει καιρός και όρεξη όταν σε ξεζουμίζει απ' το πρωί ως το βράδυ η ζωή; Κοιμήθηκε. Κατά τα μεσάνυχτα ξύπνησε και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Πήρε χαρτί κι άρχισε να γράφει. 'ΕΥραψ' ένα στίχο και σταμάτησε. - Τίποτα! Δε θα τα καταφέρω. Κι αμέσως δικαιολογήθηκε. Δεν αξίζει να δώσω την ψυχή'μου σε μιάν που δε με νιώθει. Σε λίυω σα να θυμήθηκε κάτι. Πρέπει να κάμω τις μεταφράσεις μου και μάλιστα από δυό τρείι; γλώσες Γάλο βράδυ, με το λεξικό στο χέρι, πήρε σβάρνα τα βιβλιοπωλεία κοιτάζοντας τα Υαλικά βιβλία και προσπαθώντας να ξηυήσει τους τίτλους-τους Μερικοί του άρεσαν. Ρώτησε για την τιμή τους. Πανάκριβα Τελοσπάντων εβαλε το πιό φτηνό στην τσέπη-του και Υύρισε πλημυρισμένος 'ι: ε νέες ελπίδες Υια το σπίτι του. "Εμεινε όλη τη νύχτα ξάυρυπνος μπροστά στη μισοκαπνισμένη λάμπα, κι ας σφύριζε έξω ο βοριάς, κι ac έτσουζε και τον 11ερούνιαζε το κρύο. Η αλήθεια ήταν πως εκείνο το βράδυ δεν έκαμε μεγάλα 11ράΥματα. Οχτώ σει ρές μόνο είχε μεταφράσει. Ηταν όμως ευχαριστημένος. - Η αρχή είναι το ήμισυ του 11αντός. σκέφτηκε. Μακάρι να είναι κάθε βράδυ α11ό τόσο. ΣυλΟΥίστηκε 11ως μέσα σ' ένα μήνα με το ίδιο σύστημα θα είχε κάνει διαklίtσιoυς σαράντα στίχους, υλικό που μ110ρο-ύσε μια χαρά να της το στείλει. - 12

Την άλη μέρα όμως τα μάτια-του κλείναν από τη νύστα κι ο επιστάτης του έκαμε 'Παρατηρήσεις. - Μ);πωςαυτό γίνεται κάθε μέρα; μουρμούρισε. _ Οι μέρες κι οι βδομάδες κυλούσαν κυνηγημένες. Ο Θανάσης φαινόταν ευχαριστημένος α'π' όλην αυτήν την κατάσταση Πήγαινε κά'που κά'που στο σ'πίτι της Ελένης με τον κρυφό 'Πόθο να συλάβει τη μορφή-της, 'Που θα την απόδινε μια μέρα σένα σκίτσο και θα το κορνίζαρε ωραία και θα το τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι 'Ομως εκείνη η μύτη-της του τα χαλούσε πάντα Πολές φορές σκέφτηκε να της ζητήσει μια φωτογραφία. [νια α'πό μέσα-του η φωνή εκείνη πο" μέρες τόρα τον συνόδευε και δεν τον άφινε να ησυχάσει του φώναζε: - Σκίτσο σκίτσο. Δεν αξίζει τίποτα η φωτογραφία. Και καθόταν ώρες ολάκερες απέναντι-της χωρίς ναμιλάει και μόνο όταν εκείνη κόβοντας τη σιωπή του. έλεγε: - Τί με κοιτάς έτσι; Της απαντούσε: - Ετσι. Μ' αρέσει να σε κοιτώ. Κι εκείνη: - Ε, κοίτα με το λοι πόνο Τότες έπεφτε σε συλογή. «Νιώθω να μοιάζω με χαζό. Πώς να καθόταν άραγε ο Βέρθερος;». Του ήρθε στο νού-του η τελευταία συνάντηση του Βέρθερου με τη Σαρλότα κι η σκέψη του κόλησε πάλι εκεί χωρίς να μπορεί να ξεκινήσει. 'Ενιωθε καθαρά πως μέσα στο κεφάλι του ήταν μιά μηχανή σταματημένη χωρίς ελ 'Πίδα να διορθωθεί. - Να την αρπάξω κι εγώ ό'πως εκείνος και να τη φι λήσω ; Να πέσω στα πόδια της κλαίγοντας; Συμβούλεψεμε, Θέ-μου, εσύ 'Που γνωρίζεις την καρδιά μου. Θέλησε με τρόπο να της μιλήσει για το καφετί βιβλίο, να της ΤΟ δώσει να το διαβάσει κι ήταν βέβαιος πως αν το διάβαζε θα γινόταν κι αυτή σαν τη Σαρλότα. Μα πάλιτραβιόταν. Της είπε μόνο: 13...F

-- Τα παλιά χρόνια ήταν πολύ καλύτερα. - Τώρα το κατάλαβες; απάντησε εκείνη - Ελένη, θέλεις να σε φωνάζω Σαρλότα κι εσύ να με φωνάζεις Βέρθερο ; Γέλασε: - Τί έκανε λέει; Να με φωνάζεις Σαρλότα κι εγώ Βέρθερο ; Μήπως σου πήραν το νου τα βιβλία; 'Εσκυψε το κεφάλι και δε μίλησε πιά. Του φάνηκε πως το δωμάτιο μαζί μ' όλα τα πράγματα γυρνούσαν. Γυρνούσε κι αυτός, κι εκεί, μέσα στο στρόβιλο που τον ζάλιζε, έριξε το κεφάλι-του μέσα στα χέρια-του κι έκλαιγε έκλαιγε μ' αναφυλητά σα να ήτανε μωρό. Η Ελένη του χάιδευε τα μαλιά και του μιλούσε σα να δοκίμαζε να παρηγορήσει παιδί. Ι(αι τότε σα ν' α πλώθηκε μια παράξενη γλύκα, γαλήνεψε η αναταραχή-του και χωρίς να σκεφτεί είπε απότομα: - Σαρλότα, έχεις την πιο ωραία ψυχή του κόσμου. Εκείνη δεν απάντησε. Μόνο ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη-της ΧΩΡ!ΣΑΝ. Βρέθηκε στο σπίτι-του κι ακόμη στο νού του Υυρίζαν όλα εκείνα που έγιναν στης Ελένης Σα νάκουγε τα γλυκά λόγια της και να αιστανόταv το βελουδένιο της χέρι να του χα'ίδεύει το κεφάλι. Πλέοντας μέσα στην ψευδαίσθηση τούτης της ηδονής. που του γενούσαν τα άσημα περιστατικά που έζησε λίγες ώρες πριν, άθελα-του μουρμούρισε: - Δεν υπάρχει τίποτε άσχημο στον κόσμο.' Ολα είναι ωραία, γιατί στην ψυχή μέσα '(ων ανθρώπων φωλιάζει η καλωσύνη. ΞΕΣΥΡΕ πάλι το βιβλίο. Του έτυχε το κομάτι που ο Βέρθερος μιλεί με τη Σαρλότα και της διαβάζει τα φα --1'-'

Υούδια-του. Έττεσε πάλι σε συλογή Μα δε σκέφτηκε ττολύ. 'Αρχισε να γράφει. Είχε διάθεση μεγάλη. Μόλιc τε λειωσε, έκλεισε το γράμα κι αποκοιμήθηκε. Το 'Πρωί έριξε το φάκελο στο ταχυδρομείο. Είχε μέσα δυό 'Ποιήματα του. Μα μόλις ξεμάκρυνε λίγο α'πό το κουτί μετάνιωσε. - Βλέπεις τί κάνω; μουρμούρισε. Δεν μπορούσα να της τα πάγω μόνος μου όπως θα έκαμνε κι ο Βέρθερος; του Αντί να τραβήξει για τη δουλειά μπήκε στο δρόμο σπιτιού-της. Η καρδιά'του ήταν γιομάτη από αλόκοτα συναισθήματ~ και σ' όλο το δρόμο του φέρναν τα λόγια που θα της έλεγε, Μέσα στην τσέπη'του είχε φυλαγμένο το καφετί βιβλίο και φυλομετρώντας-το έπαιρνεθάρος. κρυσε. Χτύττησε την πόρτα της. Του άνοιξε η ίδια. - Σα ζαλισμένο σε βλέπω. του είττε μόλις το\! αντί Το θάρος του εξατμίστηκε διαμιάς και τα λόγια του μττερδεψαν ολότελα. Καλημέρισε. Εκείνη γελούσε. - Σα νά 'χεις αδυνατίσει αυτές τις μέρες. Ο Θανάσης ζαλίστηκε αληθινά. _. Είμαι βέβαιος πtvς ο Βέρθερος δε θ' αγαπούσε ΊτΟ τές μια 'Που θάμοιαζε της Ελένης. σκέφτηκε Και 'Πως θα μόιάσω έγώ του Βέρθερου αφού δε βρίσκω μιαν αληθινη Σαρλό1α; 'Εκαμε να φύγει, μα εκείνη τον τράβηξε μέσα. Ανέβηκαν ίίάνω. Κάθησαν σιωπηλοί ο ένας απέναντι στον άλο.του Θανάση του φάνηκε πάλι 'Πως όλα γυρνούσαν κι ένιωθε κεφαλόπονο. Κάρφωσε τό βλέμα σ' ένα μάτσο χαρτιά 'Παρατημένα στο τραττέζι και 'ΠροστταθΟL'σε να βρει τρόττο να της μιλήσει για τα 'Ποιήματά τοv Δεν τόλμησε. Είχε περάσει αρκετή (Λρα και σηκώθηκε να φύγει. Η

λένη τον κράτησε Την ίδ ι α ώρα χτύπησε ο ταχυδρόμος, πέταξε ένα γράμα στην αυλή κι έφυγε. ΓΙ κόρη πήγε το 'Πήρε και τ' άνο ιξε. - Μπα. έκανε μπαίνοντας πάλι στο δωμάτιο. Τί βλέπω. έγινες και 'Ποιητής; Α'Πό 'Πότε βρίσκεσαι στα σύνεφα. Μπήγει τα δάχτυλα της στα πυκνά του μαλιά και προσπαθεί να κολήσει τα χείλη της στα δικά-του. Αυτός τραβιέται. - Αυτό μας έλειπε τόρα. σκέφτηκε. Αυτό που πρέπει να κάμω εγώ το κάμνει αυτή. Σηκώνεται γλήγορα γλήγορα, κατεβαίνει την ξύλινη σκάλα, ανοίγει την πόρτα και χύνεται στο δρόμο.. Η Ελένη του φωνάζει ; - Την Κυριακή ναρθείς στους αραβώνες μου. Αυτός τρέχει σαν κυνηγημένος. Μόλις φτάνει στη. στροφιί και χάνεται από τη ματιά της, στηρίζεται σ' έναν τοίχο και κοιτάει χωρίς να βλέπει, Το βλέμα του είναι θολό και άθελα-του χειρονομεί. Ξαφνικά χώνει το χέρι στην τσέπη του, χα'ίδεύει το καφετί βιβλίο κι ευθύς ξαναβρίσκει το θάρος-του, Ης και συνήρθε ολότελα με το άγγιγμα εκείνο και χώθηκε τρεχάτος ανάμεσα στο πλήθος. Περπατάει συλογισμένος στη λιόλουστη λεωφόρο γε' μάτος από απελπισιά. 'Ηταν έτοιμος να πηδήξει σε μιά θάλασα να πνιγεί ι) να ριχτεί σε αναμένη φωτιά. KαταλΘ:βα~νε καλά πως όλα πιά τέλειωσαν γι' αυτόν και πως δεν είχε καμιά αξία η ζωή αφού έχανε κάτι 'Itou Tltav σκοπός του μαύρου και σκοτεινού του βίου. Κι αν Ί)ταν μόνο αυτό; Εκείνο 'Που τον {καμνε να υποφέρει 1tιό πολύ ήταν πως η Σαρλότα-του έπεφτε στα χέρια κά "Ποιου άλου, κάποιου που ήταν ολότελα ξένος στην αθώατης ψυχή. - Κι όμως, είπε σε λίγο. Αν το καλοσκεφτείς, τόρα είμαι ο αληθινός Βέρθερος. θά γνωριστώ με τον Καρούλα, θα συζητώ για όλα τα πράματα μαζί-του και μάλιστα αν - 16

μοιάζει με εκε.ίνον του βιβλίου να μη συμφωνούμε ποτές, ακόμη καλύτερα. Η αισιόδοξη τούτη ιδέα του αναποδογύρισε την απαι σιοδοξία που τον ξεπροβόδιζε σ' όλο το δρόμο και μπήκε χαρούμενος στο σπίτι-του. 'ΕβΥαλε τα Υράματα από το χουτί, τα διάβασε όλα και ίjστερα έγραψε: «Τελείωσε πια η ιστορία. Την είδα για τελευταία φορά σήμερα». ΗΡΘΕ η Κυριακή, 'Εξω η μέρα ήταν χαρούμενη. Ο Θανάσης βυήκέ από το σπίτι-του και τράβηξε συλουισμένος να. καθίσει λίγο στο πάρκο, ν' ακούσει μουσική, να ξεχλιάνη ο νούς του. Σκεφτόταν πως σε λίγες ώρες η ΕΗνη θα ήταν αραβωνιασμένη και θα κάθεται δίπλα στον Καρούλα ολότελα ξένη απ' αυτόν και καταλάβαινε πως δεν θα είχε δικαίωμα να στέκεται απέναντί της και να την κοιτάζει στα μάτια. Μα τί να γίνει; 'Ετσι είναι η ζωή. τον Μια ακατανίκητη Επιθυμία να την ιδεί του ήρθε και έκαμε να πεταχτεί. Μέσα στην ξαναμένη τοι>φαντασία του γενήθηκε η ελπίδα πως μόνο ένα κακό όνειρο ήταν όλ' αυτά και δεν μπορούσαν να εξελιχτούν με τόσο γρήγορο ρυθμό. Αργά πήγε στο σπίτι-της. Ανακατώθηκε με τους καλεσμένους στην αρχή, ύστερ' αποτραβήχτησε σε μια γωνιά, στρώθηκε μπροστά στο τραπεζάκι με τα βιβλία και ξε χάστηκ' εκεί ανασκαλεύοντας-τα. Ξαφνικά ανακάλυψε ένα αφετί, όμοιο με το δικό-του. Το ~ Βέρθερο >. - Α, έκαμε χαρούμενος Νά, λοιπόν, το ήξερε κι η Ελένη το αγαπημένο μου βιβλίο κι εγώ πήγαινα να της δόσω να διαβάσει το δικό μου. Αμέσως όμως το πρόσωπό-του κιτρίνισε. Η υποψία 'Πως η Ελένη είχε διαβάσει το βιβλίο, του σφηνώθηκε στο νου και του χάλασε όλη τη διάθεση. - Αν τό 'χει διαβάσει, τότε γιατί να μη με νιώθει; 17

ΓιαΊί να μου πει: «Μή'Πως. σου 'Πήραν το νου τα βιβλία ί" Κι αν με κορόιδευε επειδή της μιλούσα έτσι i Τί θα πει της μιλούσα ~.τσι ; Μή'Πως ο άνθρωπος δεν αντλεί την πείρα-του από τα βιβλία i Α ν 'Πάλι δεν τό 'χε διαβάσει; Εγώ φταίω! Οφειλα να της το συστήσω. Χειρότερο ήταν να τό'χε διαβάσει γιατί τότε σημαίνει πως είναι στρίγγλα. Η Ελένη ήρθε κοντά-του και του έκοψε τις σκέψεις. -'Ελα μέσα του είπε σιγά. Ο Θανάσης δεν :ΞφεΡΕ καμιά δυοκολία'ετιιασε το χέριτης και μ'πήκαν οτο δωμάτιο 'Που ήτανε το πλήθος, Η Ελένη του σύστησέ κάποια φιληνάδα της, --'Εχεις τάρα 'Παρέα, του ψιθύρισε. Δεν πιστεύω να στενοχωρεθείς και να ξανατραβηχτείς με τα βιβλία. Χαμογέλασε ο Θανάσης 'Ομως ένα παράξενο 'Πράγμα Η νέα κοπέλα οα να πήρε θάρος ατιό το λόγο αυτό της Ελένης, μόλις μείναν οι δυό-τους τον ρώτησε; - Σας αρέσει το διάβασμα; -- Πολύ, έκαμε αυτός. - Τί βιβλία διαβάζετε αν επιτρέπεται; ξαναρώτησε. -Οη νά 'ναι, ατιάντησε αυτός. Χωρίς σύστημα. - Αυτό είναι το καλύτερο. Είστε κι εσείς σαν κι εμένα. Και τόρα τί διαβάζετε; Θα το Σκέφτηκε λίγο ο Θανάσης. - Το «Βέρθερο >, είπε δειλά:ενα πολύ ωραίο βιβλίο. έχετε βέβαια διαβάσει. Ο τύπος αυτός μιλάει σίην ψυχή. Είμαι βέβαιος πως όποιος διαβάσει αυτό το όσο άγριος κι αν είναι θα γίνει καλός. - Τί κρίμα να μην το διαβάσω. βιβλίο, Ο Θανάσης [JE μίλησε. Την 'Πήρε από το χέρι, σα να τη γνώριζε από χρόνια, και την ωδήγησε στο τραπεζάκι που πριν λίγο καθόταν μόνος-του, πήρε το βιβλίο και της το έδειξε: Μείναν ΕΚΕί ώρα τιολτι uόνοι. Εκείνος της διάβαζε κομάτια από το βιβλίο κι εκείνη συμφωνούσε όλο και 'Περισότερο μαζι-του. Σιγά σιγά τα - 18

δυό κεφάλια έυειραν, ενώθηκαν και τα τέσερα διψασμένα χείλη προσ'παθούσαν να ξεδιψάσουν. ΕΞΩ είχε Ίτέσει καλά το σκοτάδι και στις σκάλες του σίτι τιού ακούστηκαν τα βαριά, κουρασμένα βήματα των καλεσμένων. 'ΕφυΥε κι ο Θανάσης. 'Εφτασε στο σίτίτι-του και ξάπλωσε' στο κρεβάτι-του. Μιά γλυκιά νάρκη του χάιδευε το είναι-του και του 'Παράλυε όλα του τα μέλη, Αττό τ' ανοιχτό Ίταράθυρο έμτταινε η βραδυνή αύρα και τα Ίτασττάτευε όλα. '0 Θανάσης αίσθανόταν μέσα-του μιά φωτιά 'ΠΟ'.) κοχλάκιαζε το αίμα-του και το έκαμνε να τρέχει με καλίτασμό στις :Ξξογκωμ ένες.φλέβες. Ξαφνικά η μορφt'ι της νέας Υυναίκας παρουσιάστηκε εκεί μίτροστά-του λευκοφορεμένη, αέρινη όπως την είδε στο σίτίτ.ι της Ελένης. Καταλάβαινε τι,;1ρα Ίτως δε θα μπο'.ρούσε Ίτιά να ζίισει δίχως αυτήν. Υιατί αυτή ήταν η αληθινή Σαρλότα Ίτου θα τον έκαμνε πραυματικό κι ευτυχισμένο Βέρθερο. Πετάχτηκε διαμιάς από το κρεβάτι, πήρε χαρτί και της έγραψε, Η ψυχ1'ι-μου κι ο νους μου φτερουυίζουν 11άντα σ' ε σάς, που είστε η Ίτιό αγνή αίτ' όλες τις κοπέλες του κό σμου κι ακόμη 11ιό αυνή κι ασύυκριτη. τολμώ να Ίτω κι αίτό τη Σαρλότα του βιβλίου, 1101) πιστεύω θα την εκτιμtί σαπ όσο της πρέίτει από τις λιυοστές γραμμές Ίτου σας διάβασα απόψε. ΛΥαττητή δεσποινίς, δεν είμαι κακός. ΕμΊτιοτευθήτε-με και πιστiξ.ψτε-με, ότι στο πρόσωπο-μου θα βρήτε τον αληιθινό-σας Βέρθερο '. 'ΕΥραφε έγραφε χωρίς να μπορεί να σταματήσει Πα 19

τέ άλοτε δεν είχανε στριμωχτεί μέσα στο μυαλό του τόσες. ιδέες 1tOIJ 1tολεμούσαν ποιά να 1tρωτοδιοχετευθεί στο άσπρο χαρτί. Για μιά στιγμή σταμάτησε. Η λευκή σκιά της νέας J(Ο1tέλας χάθηκε και στην ξαναμένη του φαντασία φανερώθηκε η Ελένη. Δεν την πολυσκέφτηκε. θυμήθηκε τη μάνα του. Γριά με σκεβρωμένο 1tρόσω1tΟ και κουρασμένα χέρια 1tερίμενε σ' αυτόν να βρει αποκούμπι. - Τί κάνω εγώ συλλουίστηκε. Πώς άφισα τον καιρό 1([ έφυυε ; Α1tό αύριο 1tpEnEl να ξαναμπώ στη ζωή. Πήρε μέσα απ' το ξύλινο κουτί τις «εντu1tώσεις ", τις Ξσχισε μικρά μικρά κοματάκια, πήγε κοντά στο τιαράθυρο και τις σκόρπισε στον αυέρα. Τα μελίγγια του δεν χτυπούσαν η:ιά κι ο πυρετός τον παράτησε ολότελα. 'Εσβησε τη λάμπα και χώθηκε κάτω από το πάπλωμα. Γύρω Ι1ταν απλωμ:ξνη ησυχία. -- 20

ΜΟΝΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ t Α Ν Η Σ βγήκε από το υ'πόγειο που δούλευε. Ο Ο Γ. ήλιος έκαιγε δυνατά ακόμη Τέντωσε το κορμί κι ανάσανε βαθιά. -Γράβηξε προς τη μεγάλη λεωφόρο και ανακατώθηκε με το 'Πλήθος του ανεβοκατέβαινε την 'Πο λυάσχολην ώρα. -Πόσος κόσμος, μουρμούρισε ο Γιάννης. ΚΙ εγώ να είμαι ξένος κι άγνωστος ανάμεσα τους. Σταμάτησε σε μιά γωνιά και κοίταζε αφηρημένος μιά γυναίκα 'Που 'Περνούσε ντυμένη στ' άσπρα Τα χυτά λευ' κορόδινα πόδια-τηq γυάλιζαν στον ήλιο. Ο Γιάνης σκέφτηκε rιάλι: τόσο ' - Η ίδι'α η άνοιξη.., Μα γιατί να είμαι τόσο ξένος, μόνος; Προχώρησε λίγο ακόμη, αργά, σαν ξεχασμένος. Εφτασε σε μιά πλατεία και σταμάτησε, Μουσική έπαιζε κι ο κό σμος στεκόταν γύρω στην ξύλινη εξέδρα της ορχήστρας κι άκουγε. Πήγε κι αυτός κοντά. Η πολύβουη μουσική του ~ ανακάτευε όλα μέσα στο μυαλό-του. θυμήθηκε τα παιδικά-του χρόνια. Του ήρθε στο νο[) ένας πολύ παλιός σκοπός που τον μάθαινε παιδί σ'ένα μαντολίνο χαρισμένο α'πό τον πατέρα-του και κάποιον άλλον σε μιά κιθάρα που την είχε αγοράσει με το πρώτοτου βδομαδιάτικο. Ούτε τον πρώτο είχε μάθει ούτε τον δεύτερο, 'Υστερα θυμήθηκε πώς μαζί με τ' άλλα φτωχό. παιδα μάζευε ξύλα, α'πό κείνα που ξερνούσε η θάλασα, 21 ~

ξυπόλητος μέσα στους βούρκους, τον καιρό του πρώτου 'Πολέμου. θυμήθηκε τη δυστυχία που είχε μπει στο σπίτιτους όταν ήταν στρατιώτης ο πατέρας-του. - Τί διάολο, σκέφτηκε. Τί μου ήρθαν όλ' αυτά τώρα; Στάθηκε λίγο ακόμη στην 'Πλατεία κοντά στο συγκεντρωμενο πλήθος κι όταν σταμάτησε η μουσικ;" και διαλύθηκαν κίνησε πάλι. Βρέθηκε μ'προστά σε κάτι σκαλο'πά-ια Τ ανέβηκε αργά αργά. - Ν' ανεβαίνεις σιγά σιγά τα σκαλιά - ωής-σου, σκέφτηκε. Μα η διkiι. μoυ η ζωή ήταν μιά - -εία όλο Υούβες με τ ον νερά. Μόλις έφτασε στο κεφαλόσκαλο κάπο ο σταμάτησε: - Γιάνη, φώναξε. - Μπά, έκαμε ο Γιάνης. Τί νέα j - Καλά καλά. Πόσα χρόνια έχω να σξ- Ει, _ ό τότε που ήμαστε στρατιώτες. - Πώς πέ.ρασαν τα χρόνια ; Ο Γιάνης σταμάτησε απότομα. Δεν ήξερε πει. Σα νάχουν κολήσει τα λόγια μέσα στο αρί... Στάθηκαν λίγο ακόμη ~:ηωπηλo[ οι δυό άντρες. ί.σ-ε ίξα τα χέρια και χώρισαν... Πήρε ξανά μόνος το δρόμο. Ο ήλιος ECE και τα φώτιζε όλα κι ε'παιχνίδιζε πάνω στα :α πρόσωπα των παιδιών 'Που παίζαν εκεί μποο -6.. - Πότε ήμουν 'Πdιδί εγώ j αναρωτήθηκε. Του ήρθε στο νου η μητέρα-του. Πέθα"ε -. στη φτώχια, ξενοδουλεύτρα όλα-της τα /,οό α α- λάβαινε καλά ο Γιάνης τον πόνο-της και :η\ :χ C. - ης, δουλευτής κι αυτός από χρόνια στα ξένα χέρ _ Τον πατέρα-του φτωχό, παρατημένο σ' ένα "Ποτήρ ρ:χ'. Κι ύστερα παράλυτο μήνες ατέλειωτους σ' έν:χ ρεβά ι. neθανε 'κι αυτός. κάποιο χειμωνιάτικο πρωί 1( ο. ος-του ήταν κατάρα. Είχαν δυό μέρε, και φύλ<ι) ιο άτο κιβούρι στο μικρό-τους δωμάτιο. Πόσο το σκο ~- 22

λέψει Οι διατυπώσεις για κείνη την ταφή και τον "'-καμαν να δει όλην την αδικία που υπήρχε στον κόσμο. Προχώρησε ακόμη σκεφτικός κι ι)στερα κάθησε σ'έναν πάγκο κάποιας απόμερης γωνιάς του πάρκου εκεί "Που τον οδηγούσαν τα κουρασμένα του βήματα και η θλιμένη ψυχή-του. μολύβι. απόψε, 'Εβγαλ' ένα σημειωματάριο από την τσέπη του Κι ένα Προσπάθησε να γράψει - Να γράψω όλ' αυτά που μου ήρθαν στο νοιηιου μουρμούρισε. Κοίταξε πέρα προς τα δέντρα Τα πυκνόφυλα ακίνητα δέντρα δεν του έκαμαν καμιάν εντύπωση" Κοίταξε το νε κρό τοπίο. Ολα άψυχα του φάνηκαν Δεν ένιωθε τίποτε γι' αυτό. Σήκωσε το βλέμα προς τον ουρανό. Γαλάζι"ος καθαρός καθαρός απλωνόταν και τα σκέπαζε όλα. - Πόσο άδείος ο ουρανός, σκέφτηκε. Πάλι θυμήθηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κάποιου στρατώνα "Πριν κάμποσα χρόνια, όπου καθισμέ.νος Γιαρακολουθούσε το τρεμούλιασμα των άστρων. Κι άλες πολές σκοτεινέ.ς νύχτες 'Που ποθούσε να χαθεί μέσα στο _σκοτάδι γιατί είχε βαρεθεί την άχαρη ζωή του - Μάνα-μου, πώc πέρασαν τα χρόνια; Παράτησε το σημειωματάριο και το μολύβι, έβυαλ'ε-να καθρεφτάκι και κοιτάχτηκε. Ρυτ'οες πολές είχαν φυτρώσει στο 'Πρόσωπο. Το μέτωπο χαρακωμένο βαθιά και πάνω από τη μύτη δυό άλες και σα βρώμικες γραμέ.ς ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών και σκάβαν το πρόσωπο Γύρω στα μάτιq άλες ψιλέ.ς ψιλέ.ς γραμίτσες και κάτω από τα ρουθούνια προς το στόμα άλες χώριζαν το πρόσωπο στα δυό. - Γέρασα, είπε. 15 ια μάσκα έχω γίνει. Μα τί διάολο, όλ' αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα σήμερα βρέθηκαν να μαζευτούνε σαν ερινύες μαύρες γύρω στο άδειο μου χεφάλι; " 'Εβαλε το καθρεφτάκι στην τσ~πη τoυ, δίπλωσε γύρω

anq το κεφάλι τα χέρια κι ακούμπησε απαλά την πλάτη στο πίσω μέρος του Εμειν' έτσι και τον πήρε ο ύπνος. πάγκου ακίνητος ώρα Πολή. 'Εκλεισε τα μάτια τοιι Ξαφνικά βρέθηκε σ' ένα καράβι. Η θάλασα ήταν ανταριασμένη και το καράβι ανεβοκατέβαινε σαν πελώρια κούνια. iν'ια δεν τον πείραζε το σκαμπανέβασμα. Είδε το φίλο του το Δαμιανό, που σερνότον σα φίδι δίπλα σε κάτι κοφίνια γιομάτα φρούτα και πολεμούσε μ' ένα γυαλιστερο λεπίδι να οχίσει το πάνινο σκέπασμα-τους και να κλέψει τα καταπράσιν' αχλάδια που ήταν εκεί μέσα. Μα σε λίγο πλησίασ' ένας ναύτης που φύλαγε βάρδια γι' αυτά και μ' ένα χοντρό ξύλο χτυπάει στο κεφάλι τον Δαμιανό που τον πήραν τα αίματα. Αίματα είδε ο Γιάνης ν' απλώνουν λωρίδες πλατιές γύρω στο κεφάλι του φίλουτου και να χύνουνται αργά αργά να γλύψουν τα δικά του πόδια και 'Πετάχτηκε τρομαγμένος. - Τί ήταν αυτό; σκέφ'ίηκε τρίβοντας τα μάτια'του. Είχε σκοτεινιάσει. 'Εφεγγαν τ' αστέρια αραιά στον ουρανό, μα δε φωτιζόταν τίποτα ανάμεσα στα 'Πυκνά δέν τρα που σκοτείνιαζαν ακόμη πιο πολύ το πένθιμο τοπίο που. απλωνόταν σα χάος εμπρός-του. - Τί ήταν το όνειρο; Πάλι τα ίδια; Ε, λοιπόν. απόψε κάτι κακό θα μου συμβεί Πώς είναι δυνατό να δω στον ύπνο-μου τον Δαμιανό και μάλιστα στις πιο δύσκολες ώρες μας ; Για να μου θυμήσει πως πέρασα μιά ολάκερη νύχτα και μια μέρα νηστικός μέσα σ' ένα καράβι την ώρα που οι άλοι γύρω-μου τρώγαν και πίναν και να σκεφτώ πως αν δεν έγινα κλέφτης τρυπώντας τα κοφίνια γιατί φοβόμουν το ναύτη που φύλαγε βάρδια, έγινα όμως ζητιάνος που α'πό παρέα σε παρέα ζητούσα σταφιδόψωμο κι ελιές, ενώ έξω τα ψωμιά άχνιζαν για όποιον βροντού σαν στην τσέπη-του δυό τάληρα; Κι έπειτα ο Δαμιανός πέθανε φθισικός στη «Σωτηρία J>. Πόσο τον αδίκησα κι αυτόν; Πήγα να του ξεμυαλίσω τη φιλη.άδα-του ενώ