Λεξιλογικός Πίνακας Νέμω Νομεύω Φυλάω ένα κοπάδι Νομέυω τις κατσίκες. Νόμιος Αυτός που ανήκει στον βοσκό Ο Νόμιος σκύλος προσέχει το κοπάδι. Νεμεσίζομαι Βρίσκομαι σε κατάσταση οργής Ο Ιωάννης νεμεσίζεται οταν ακούει για τα παιδιά του. Νομός Μεγάλη διοικητική περιφέρεια του κράτους που τη διοικεί ο νομάρχης Tο ελληνικό κράτος έχει πενήντα τρεις νομούς. Νομάς Αυτός που ανήκει σε μια φυλή ή άλλο σύνολο ανθρώπων που δεν έχουν σταθερή κατοικία αλλά μετακινούνται διαρκώς μαζ ἰ με τα κοπάδια τους Οι Νομάδες ξεκίνησαν άλλη μια μεγάλη διαδρομή. Νομαδικός Αυτός που αποτελείται από νομάδες Οι Εβραίοι ήταν νομαδικός λαός. Νομεύς Αυτός που έχει τη νομή ενός πράγματος Νομεὺς ἃς πώεσι μήλων. Νομή Φυτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των αγροτικών ζώων Η νομή των αγελάδων μπερδεύτηκε με αυτή των κατσικών.
Νόμιμος Αυτός που έγινε σύμφωνα με το νόμο ή που αναγνωρίζεται, που προβλέπεται ή που ορίζεται από το νόμο Tο δικαστήριο έκρινε ότι η απεργία είναι νόμιμη. Νομιμότητα Ο χαρακτήρας, η ιδιότητα του νόμιμου, αυτού που είναι σύμφωνος με το νόμο Ελέγχω τη νομιμότητα μιας διαταγής. Νομικός Αυτός που έχει σχέση με τη μελέτη των νόμων, του δικαίου Η νομική επιστήμη έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο. Νέμεση Η τιμωρία που επιβάλλεται από μία ανώτερη δύναμη σε όποιον παραβαίνει τους ηθικούς νόμους Είχε παραβατική συμπεριφορά και έτσι του αποδόθηκε νέμεση από το δικαστήριο. Νομίζω Έχω τη γνώμη, πιστεύω Πιστεύω ότι έκανα το καθήκον μου. Νόμισμα Μικρό κομμάτι από κράμα μετάλλων σε σχήμα δίσκου, με ορισμένο βάρος και περιεκτικότητα, το οποίο στις επιφάνειές του έχει επιγραφές, αριθμούς και παραστάσεις που δηλώνουν την αξία του και πιστοποιούν την κρατική εγγύηση με την οποία αυτό κυκλοφορεί ως χρήμα H λίρα είναι χρυσό νόμισμα. Νομοθετώ Για νομοθετικό σώμα που καταρτίζει, που συντάσσει νόμους H βουλή νομοθετεί. Νομάρχης Ο πολιτικός διοικητής του νομού, που δεν είναι μόνιμος υπάλληλος αλλά εκλέγεται από το λαό ως εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης Ο νομάρχης της Θεσσαλονίκης. Νομομαθής Που έχει πολύ μεγάλη νομική κατάρτιση Ο δικηγόρος μου είναι νομομαθής.
Αγορανόμος Υπάλληλος της αγορανομίας Εργάζεται ως αγορανόμος. Αγρονόμος Βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής Πρόσφατα πήρε το επίτευγμα του αγρονόμου. Αντινομία Αντίφαση Yπάρχει αντινομία ανάμεσα στο σύστημα εκπαίδευσης και στο εθνικό συμφέρον. Αστρονόμος Επιστήμονας που ασχολείται με την αστρονομία. Κάποιος αστρονόμος από την Αθήνα έκανε μια σπουδαία ανακάλυψη. Αστυνόμος Βαθμός αξιωματικού της αστυνομίας Επικεφαλής των αστυφυλάκων ήταν ένας αστυνόμος. Αυτόνομος Αυτός που έχει αυτονομία Αυτόνομος οικονομικός οργανισμός. Έκνομος Αυτός που ξεπερνά τα όρια των νόμων και των θεσμών, που είναι αντίθετος προς τα νόμιμα, προς τα θέσμια. ANT έννομος, νόμιμος Έκνομη δραστηριότητα. Άνομος Αυτός που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους Άνομο καθεστώς. Έννομος Αυτός που είναι σύμφωνος με το νόμο, που καθορίζεται από το νόμο Έννομη τάξη. Συννομος Αυτός που είναι σύμφωνος με το νόμο Οι ενέργειες του προϊσταμένου μου δεν ήταν σύννομες.
Ευνομία Η ύπαρξη δίκαιων νόμων και η ορθή εφαρμογή τους Στην Ελλάδα υπάρχει έλλειψη ευνομίας. Κληρονόμος Αυτός που απέκτησε ή πρόκειται να αποκτήσει κληρονομιά, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου Παντρεύτηκε μια πλούσια κληρονόμο. Οικονόμος Αυτός που είναι επιφορτισμένος με τη διαχείριση τροφίμων και άλλων υλικών, ιδίως καταναλώσιμων, σε ένα ίδρυμα ή κοινότητα ανθρώπων Ολόκληρο το προσωπικό του σπιτιού ήταν ένας κηπουρός και μια ηληκιωμένη οικονόμος. Προνόμιο Το δικαίωμα, το ειδικό δίκαιο που επιφυλάσσεται σε άτομα ή σε ομάδες κατ εξαίρεση και αποκλειστικότητα Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το προνόμιο της απονομής χάριτος. Χειρονομώ Κάνω χειρονομίες Όταν μιλάει χειρονομεί πολύ. Απονέμω Προσφέρω σε κπ. μια τιμητική διάκριση, μια ηθική ή υλική παροχή, χορηγώ έναν τίτλο Aπονεμήθηκαν τα διπλώματα στους αποφοίτους. Διανομέας Αυτός, συνήθως υπάλληλος, που κάνει διανομή και ιδίως παράδοση ορισμένου αντικειμένου στο δικαιούχο Ο διανομέας του συσσιτίου. Νομίατρος Ιατρός που είναι τοποθετημένος στην έδρα νομού και που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια υγεία Διορίστηκε νομίατρος. Νομιμοποιώ Κάνω νόμιμη μια πράξη ή μια κατάσταση που είχε γίνει ή είχε δημιουργηθεί, χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διαδικασίες Nομιμοποιήθηκαν τα αυθαίρετα σπίτια.
Νομιμόφρων Αυτός που σέβεται και τηρεί τους νόμους του κράτους Νομιμόφρων πολίτης. Νομισματοκοπείο Κρατικό ίδρυμα που αναλαμβάνει την κοπή μεταλλικών νομισμάτων και την εκτύπωση χαρτονομισμάτων Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε το νομισματοκοπείο της χώρας μας. Νομοτέλεια Η λειτουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με ορισμένους σταθερούς νόμους Η νομοτέλεια των νομικών φαινομένων. Νομότυπος Αυτος που είναι σύμφωνος με το τυπικό μέρος του νόμου H διαδικασία της εκλογής δεν ήταν νομότυπη. Βιβλιοθηκονόμος Ο ειδικός στην οργάνωση και στη λειτουργία βιβλιοθηκών Το μόνο που απομένει για τα εγκαίνια της βιβλιοθήκης είναι η άφιξη του βιβλιοθηκονόμου. Δασονόμος Δασικός υπάλληλος που υπηρετεί σε δασαρχείο και ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε μια δασική περιοχή Για να πραγματοποιηθεί η δενδροφύτευση χρειάζεται η άδεια από τον δασονόμο. Δικονομία Σύνολο νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τους τύπους οι οποίοι πρέπει να τηρηθούν κατά τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης Πολιτική δικονομία. Δημοσιονομικός Αυτός που έχει σχέση με τη δημοσιονομία Δημοσιονομική πολιτική. Προνομιούχος Αυτός που έχει κάποιο προνόμιο ή προνόμια, που η φύση, η τύχη, η κοινωνία κτλ. του έχουν εξασφαλίσει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή θέση, μεταχείριση Οι προνομιούχοι κάτοικοι των προαστίων. Στρατονόμος Στρατιωτικός που υπηρετεί στη στρατονομία Πριν λίγο καιρό ο ξάδελφός μου έγινε στρατονόμος.
Τροχονόμος Αστυνομικός της τροχαίας που ρυθμίζει την κίνηση τροχοφόρων και πεζών Πέρασε με κόκκινο και τον έγραψε ο τροχονόμος. Υγειονομία Η μελέτη και η προαγωγή της δημόσιας υγείας Η υγειονομία έχει σημειώσει ραγδαία ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Μάριος Καζαντζίδης Γρηγόρης Θεοδοσίου Β1 2015-2016 1o Π.Γ.Θ.