Àæ À. Àæ À. π À. Àæ À π À µ À ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ. π À. π À µ À



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος τρέχει στα

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μια φορά κι έναν καιρό

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Modern Greek Beginners

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

T: Έλενα Περικλέους

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Εικόνες: Eύα Καραντινού

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Κατανόηση προφορικού λόγου

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Ο "Παραμυθάς" Νίκος Πιλάβιος στα Χανιά

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Ώρες με τη μητέρα μου

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06


ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΝΤΡΟ Μια ιστορία ταξιδεύει

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Transcript:

Page 1 Àæ À π À µ À π À ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ Εγώ λοιπόν... Χρόνο με το χρόνο, χρόνια σαν μέρες, στιγμές σαν χρόνια. Έπαιξα, έπεσα, μεγάλωσα. Στάθηκα δυο φορές μπροστά στο ιερό. Δεν φτούρισαν οι όρκοι. Οι γάμοι μου-όπως κι έρωτές μου - είχαν τις ιδιότητες του σκόρδου: Μύριζαν θεσπέσια στο μαγείρεμα, πρόσθεταν εξαιρετική νότα στο γεύμα της ζωής, αλλά κατόπιν άφηναν μια άσχημη γεύση που δεν έφευγε με τίποτα. Ούτε με τσίχλες, ούτε με ξόρκια. Οι κόρες μου. Τεράστια μαθητεία. Τεράστιες αγάπες. Η αρρώστια. Η πνευματικότητα. Οι αλλαγές. Ο πόνος. Οι πόνοι, οι γονείς, θάνατοι, άνθρωποι που έχουν ζυμωθεί στα κύτταρά σου. Η ΖΩΗ. Δυνατά. Και πάμε πάλι! Àæ À π À µ À 12:40 PM π À 5/21/14 ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ANTHOYLA TELIKO ΑΝΘΟΥΛΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ Àæ À π À µ À π À ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Η Ανθούλα Αθανασιάδου γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Pierce College και σπούδασε κινηματογράφο στην Αθήνα και στο Παρίσι. Δούλεψε σαν βοηθός σκηνοθέτη, παραγωγός, κειμενογράφος, στιχουργός, αρχισυντάκτης και σεναριογράφος σε ταινίες, διαφήμιση και τηλεόραση. Έγραφε από την πρώτη δημοτικού. Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε όταν ήταν μαθήτρια γυμνασίου και το πρώτο της μυθιστόρημα, το 1999. Από τότε φέρει την ευθύνη για 15 βιβλία, αρκετά εκ των οποίων παιδικά και εφηβικά, όπως και για κάμποσα γνωστά τραγούδια. Ζει πάντα στην Αθήνα, ενώ είναι ερωτευμένη με την Σίφνο. Για να επικοινωνήσετε με την συγγραφέα: lofogo25@yahoo.gr

ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ

Ανθούλα Αθανασιάδου Και του ύψους και του βάθους ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Συγγραφέας: Ανθούλα Αθανασιάδου Τίτλος: Και του ύψους και του βάθους Ανθούλα Αθανασιάδου και Εκδόσεις Γιάννη Σκ. Πικραµένου Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2014 ISBN: 978 960 6628 56 6 Σχεδιασµός εξωφύλλου: Ρασέλ Μπαλέστρα Φωτογραφίες εξωφύλλου: Αντρέας Τσιλιφώνης Θόδωρος Παπαδόπουλος Επιµέλεια κειµένου: Παναγιώτης Παναγόπουλος Επικοινωνία µε την Ανθούλα Αθανασιάδου: lofogo25@yahoo.gr Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Tachytypo E mail: info@tachytypo.gr Γιάννης Σκ. Πικραµένος, εκδότης Ηρώων Πολυτεχνείου 40, 26441 Πάτρα Τηλ. κέντρο: 2610 432.200, Fax: 2610 430.884 E mail: yapi@yapi.gr Internet: www.yapi.gr

Και του ύψους και του βάθους Περιεχόμενα Εισαγωγή... 7 Η αρχή... 9 Η γιαγιά Πελαγία... 17 Μεγαλώνοντας... 39 Στη δικτατορία... 47 Μιχάλης... 67 Παρίσι... 75 Sex, drugs and rock n roll... 89 Παρίσι Σκωτία Αθήνα... 101 Σινεµά στ αλήθεια... 119 Οπισθοδροµική Κοµπανία... 135 Δανάη... 155 Πραγµατική µοναξιά... 177 Η προσευχή... 185 Οικογένεια φουλ... 205 5 Οκτωβρίου 2013, Μυρσίνη... 209 Αλλαγές... 215 Μεγαλώνοντας κι άλλο... 223 Το µονοπάτι... 231 Το πατρικό µυστικό... 245 Αποχαιρετισµοί... 255 Η βόµβα... 269 Χωρισµός... 287 Καµιά χαρά δεν κάνει στην ψυχή αυτό που κάνει ο πόνος... 303

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ Στα όρια της ζωής και του θανάτου... 313 Το τώρα µου... 325 Μικρός επίλογος... 331 6

Και του ύψους και του βάθους Εισαγωγή Άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο σε µια προσπάθεια προσωπικής λύτρωσης ένα ιδιαίτερα ζεστό καλοκαίρι. Γράφω για τη ζωή µου, σαν να µιλάω σε έναν αόρατο ψυχίατρο, την πορεία µου, έτσι όπως τη βίωσα µέσα από τις εντελώς προσωπικές µου εµπειρίες. Είναι φανερό σε µένα και, φυσικά, σε όλο µου τον περίγυρο πως περνάω τη δυσκολότερη περίοδο της µέχρι τώρα ζωής µου. Ελπίζω και να µείνουν έτσι τα πράγµατα, να είναι δηλαδή ετούτη η δυσκολότερη περίοδος και να µην υπάρξει άλλη σαν κι αυτή ή και πιθανόν χειρότερη στο µέλλον, διότι ποτέ δεν ξέρει κανείς τι του επιφυλάσσει η µοίρα. Επίσης, για να µην είµαι αχάριστη ή αγνώµων, αναγνωρίζω πως χιλιάδες άνθρωποι έχουν περάσει ή περνούν αυτή ήδη τη στιγµή πολύ χειρότερες δοκιµασίες και πως, παρ όλες τις δυσκολίες µου, έχω πάµπολλες ευλογίες που µε στηρίζουν στον δρόµο µου. Τα παιδιά µου, οι λίγοι συγγενείς και οι πολλοί φίλοι, που είναι στο πλευρό µου αυτό τον καιρό, ξέρουν τα ονόµατά τους. Κάποιοι θα αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους στις σελίδες που ακολουθούν και συνολικά εγώ τους δίνω σ αυτό τον χώρο µόνο ένα όνοµα: ΑΓΑΠΗ. Εκείνος που πλέκει τα νήµατα αυτής της αγάπης είναι Ένας και µε απέραντη ευγνωµοσύνη του αφιερώνω αυτή την προσωπική εξοµολόγηση της ζωής µου. Το ότι µε δέχτηκε στην αγκαλιά του είναι ούτως ή άλλως το µεγαλύτερο δώρο όλης µου της ύπαρξης. 7

Και του ύψους και του βάθους Η αρχή Γεννήθηκα στην Αθήνα και στο αίµα µου συναντιούνται µνήµες από τον κυκλαδίτικο αέρα, το ανατολίτικο πάθος της Πόλης, τη νοσταλγία της Ιβηρικής χερσονήσου, τις γεύσεις και τις µυρωδιές της Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά τα ανακάλυψα σιγά σιγά στη διάρκεια της ζωής µου. Αρχικά, το µόνο που ήξερα ήταν το όνοµά µου. Με βάφτισαν Ανθούσα σαν την πεθαµένη γιαγιά µου, δυστυχώς όµως µε φωνάζουν Ανθούλα, πάλι σαν εκείνη. Από τότε που έµαθα να το προφέρω «σωστά», έµαθα και την απαραίτητη στιχοµυθία που ακολουθούσε: «Πώς είπες κοριτσάκι; Δεν άκουσα καλά». «Ανθούλα». «Α! Ανθούλα. Τι όµορφο όνοµα! Όµορφο σαν κι εσένα». Σ αυτό το σηµείο είχα ήδη αγανακτήσει και βαρεθεί αβάσταχτα, κι αν συνυπολογίσουµε και την ασφυξία που µε έπιανε µε τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα σάλια, τα αξύριστα µάγουλα κι όλες τις ξένες µυρωδιές, που χωρίς να µε ρωτήσουν οι επισκέπτες θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωµά τους να µου επιβάλλουν, άρχιζα µια λογοδιάρροια δεν το είχα σε τίποτα να µιλάω και να ρωτάω διαρκώς, µια που όλα ήταν περίεργα και άγνωστα και µ αυτή την τρίπλα µετατόπιζα την προσοχή τους από την εµφάνισή µου στις λέξεις που αράδιαζα τρεχαλητά. Οι συνοµιλητές είχαν ήδη αποστοµωθεί και τράβαγαν προς το εσωτερικό του σπιτιού έκθαµβοι, σχολιάζοντας πάντα µεταξύ τους το πόσο παράξενο ήταν το φαινόµενο αυτού του µικρού κοριτσιού, που µε τόση ευφράδεια ρωτούσε, εξηγούσε κι ακόµα έφτιαχνε και σύντοµα, αυτοσχέδια στιχάκια µε οµοιοκαταληξία. «Μιλάει σαν µεγάλη», δήλωναν πάντα στους γονείς µου. Δεν ξέρω αν εκείνοι το εκλάµβαναν σαν κοµπλιµέντο ή σαν 9

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ κρυµµένη επίπληξη. Έχω την αίσθηση πως ο µπαµπάς µου περηφανευόταν σαν το γύφτικο σκεπάρνι µια που ήταν φανερό πως από κείνον είχα κληρονοµήσει αυτό το αµφισβητούµενο χάρισµα ενώ η µάνα µου εκνευριζόταν κρυφά. Παρ όλα αυτά, δεν αντιπάθησα το όνοµά µου παρά όταν µπήκα στην εφηβεία. Με ενοχλούσε περισσότερο στην παιδική µου ηλικία, που το θέµα του ονόµατος έµπαινε σε πολύ δεύτερη µοίρα εξαιτίας της έκπληξης ή του θαυµασµού που προκαλούσαν τα ιδιαίτερα µάτια µου για να ακριβολογήσω, το ιδιαίτερο χρώµα τους. Διότι, πριν φτάσει η συνοµιλία µε τους εκάστοτε επισκέπτες του σπιτιού στο σηµείο να µε ρωτήσουν πώς µε λένε, είχε απαράβατα προηγηθεί η έκπληξη που αντίκριζα στα πρόσωπά τους κάθε φορά που άνοιγα εγώ την εξώπορτα να τους υποδεχτώ πρώτη, µαζί µε το επιφώνηµα: «Μα τι µάτια είναι αυτά!» Ίσως γιατί το ύψος µου δεν ήταν αρκετό για να κοιταχτώ σε οποιονδήποτε καθρέφτη, ίσως γιατί σε κείνη την τρυφερή ηλικία η εµφάνισή µου αποτελούσε για µένα ένα πεδίο αδιάφορο έως και αόρατο, εκνευριζόµουν απίστευτα, που µετά τα επιφωνήµατα θαυµασµού επακολουθούσαν απαραιτήτως οι αντιπαθέστατες αγκαλιές. Όταν κάποτε έφτασα στη σεβαστή ηλικία, που µου επέτρεπε ανεµπόδιστα να κοιτάζοµαι στον καθρέφτη, ξαφνιάστηκα απέραντα την πρώτη φορά που αντίκρισα τα µάτια µου. Όχι, λοιπόν, δεν ήταν καστανά όπως των περισσότερων ανθρώπων που έβλεπα γύρω µου. Ήταν πρασινογάλαζα. Να το πρώτο σηµάδι διαφορετικότητας Το επόµενο πράγµα που µε εκνεύριζε µικρή ήταν τα σγουρά µου µαλλιά. Το µόνο που µου προκαλούσαν ήταν προβλήµατα στο χτένισµα, πόνο στο ξεµπέρδεµα και χαµένο χρόνο στα γρήγορα λουσίµατα. Τα κοριτσάκια στο Δηµοτικό, που διέθεταν µακριά µαλλιά «πράσα», καστανά µάτια και φακίδες στη µύτη, ήταν το πρότυπο οµορφιάς για µένα. Εν πάση περιπτώσει, γενικά δεν µε είχα σε καµιά εκτίµηση. 10

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ Αλλά ούτε αυτό ήταν θέµα στην παιδική µου ηλικία. Μου δη- µιουργούσε, βέβαια, µια υπέρµετρη ντροπαλοσύνη, µια δυσκολία να βρίσκω θέση στα περιζήτητα πίσω καθίσµατα του σχολικού µια που ποτέ δεν τολµούσα να αµφισβητήσω την εξουσία των προκατόχων τους µα όλα αυτά ήταν στιγµιαίες ενοχλήσεις µηδαµινής σηµασίας. Εκείνο που είχε σηµασία τότε ήταν µόνο το παιχνίδι. Και η ελευθερία. Το σκαρφάλωµα στη συκιά του απέναντι σπιτιού, η ανακάλυψη σαράντα δύο διαφορετικών τρόπων να ανεβαίνεις, να κρεµιέσαι ανάποδα απ τα κλαδιά και να κοψοχολιάζεις όλη την οικογένεια. Να ξυπνάς το πρωί, να γλιστράς τα πόδια σου στα σανδάλια, να φοράς ένα σορτσάκι και να εξαφανίζεσαι νηστική και άπλυτη στο δρόµο για να παίξεις. Να παίξεις µε ό,τι υπήρχε πρόχειρο: µια λεκάνη, που τη γέµιζες νερό απ τον κήπο, µε την υπέροχη γλιστερή λάσπη, µε τα παράξενα αντικείµενα, που ανακάλυπτες στα άδεια οικόπεδα, µε το κόκκινο καινούριο ποδήλατο, που σου έφερε ο παππούς την πρωτοχρονιά. Ήµουν τυχερή. Γεννήθηκα πριν γεµίσει κάθε τετραγωνικό σηµείο των δρόµων της Αθήνας µε αυτοκίνητα και, καθώς µεγάλωνα σε προάστιο, είχα την ευκαιρία να περάσω µεγάλο µέρος της παιδικής µου ηλικίας παίζοντας στους δρόµους και στους κήπους της γειτονιάς µε τα άλλα παιδιά. Ίσως κι αυτά να ήταν τα πιο ευτυχισµένα µου χρόνια. Υπήρχαν, βέβαια, αρκετά µελανά σηµεία. Όπως το µεση- µέρι, που η πιατέλα µε τα γιουβαρλάκια πέταξε ξαφνικά απ το τραπέζι και προσγειώθηκε στον απέναντι τοίχο της τραπεζαρίας. Τότε µόνο πρόσεξα τα θυµωµένα µάτια της µαµάς µου, που ενώ ήταν καρφωµένα στον µπαµπά µου, το στόµα της µίλαγε σε µένα: «Εσύ, στο δωµάτιό σου!» Δεν µε πείραζε καθόλου που θα έµενα νηστική, γιατί το φαΐ ήταν ούτως η άλλως µια αναγκαστική καθηµερινή αγγαρεία. Εκτός αν επρόκειτο για καρπούζι, κρέµα ή πατάτες τηγανιτές. Με πείραζε που η εικόνα από την άσπρη σάλτσα να τσουλάει 11

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ αργά στον τοίχο µού φαινόταν ακατανόητη και δεν έφευγε απ το µυαλό µου. Δεν έχει φύγει ακόµα Ή τις φορές που δεν θυµάµαι για ποια αµαρτία ή σκανδαλιά η µαµά µου µε έδιωχνε απ το σπίτι, λέγοντας: «Δεν είσαι παιδί µου, δεν σε θέλω πια, φύγε απ αυτό το σπίτι». Και µε έβγαζε έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω µου και τα αυτιά της στα παρακάλια της συγνώµης και στα κλάµατά µου. Αυτό ήταν κακό. Γιατί ήξερα πως ήµουν πολύ µικρή για να επιζήσω χωρίς σπίτι, φαΐ και ρούχα. Και µια που είµαι φτιαγµένη από ένα υλικό που µε κάνει να πιστεύω ακριβώς ό,τι µου λένε, όπως µου το λένε ακόµα και τώρα ήξερα πως, µια που η µαµά µου δεν µε ήθελε πια, εγώ θα πέθαινα. Και αυτό είναι πολύ τροµαχτικό για κάθε ηλικία, πόσο µάλλον όταν αυτή η ηλικία είναι προσχολική. Ευτυχώς µετά από αµέτρητες ώρες κλαµάτων στην κρύα µαρµάρινη σκάλα, γύριζε ο µπαµπάς απ τη δουλειά, µε έβλεπε µουσκεµένη στα δάκρυα και τις µύξες και µε έβαζε πάλι µέσα στο σπίτι. Μου έσωζε δηλαδή τη ζωή. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον που στην συνηθισµένη ερώτηση που έκαναν τότε αψυχολόγητα στα παιδιά «ποιον αγαπάς περισσότερο, τη µαµά ή τον µπαµπά;» απαντούσα απαράβατα τον µπαµπά. Και δεν φταίει για όλα το οιδιπόδειο. Δεν είναι πως η απάντηση αυτή δινόταν έτσι ανέµελα και χωρίς ένα µεγάλο µερίδιο ενοχών από την πλευρά µου, που δεν αγαπούσα ισάξια τη µαµά και τον µπαµπά. Θα µπορούσα επίσης να έλεγα ψέµατα πολύ απλά πως τους αγαπούσα και τους δυο το ίδιο. Αλλά είπαµε, το ψέµα δεν ήταν ποτέ στη φύση µου, γι αυτό και δεν το αναγνώριζα. Εκείνο που θυµάµαι πάντως, σαν τη µεγαλύτερη έλλειψη της πρώιµης παιδικής µου ηλικίας, ήταν πως ήµουν µοναχοπαίδι. Αυτό µε τσάκιζε. Πήγαινα στα σπίτια άλλων παιδιών να παίξω, παιδιών που είχαν αδέλφια, και αναρωτιόµουν µε λύπη και ζήλια πώς θα ήταν άραγε να υπάρχει ένα παιδάκι στο σπίτι που να µην φεύγει όταν τελειώνει το παιχνίδι και οι µεγάλοι να λένε: «ώρα 12

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ για φαΐ και ύπνο». Να µένει πάντα εκεί! Να τρώτε µαζί και να κοιµάστε παρέα. Να πηγαίνετε µαζί στο δωµάτιό σας, όταν τα γιουβαρλάκια πετάνε απ το τραπέζι. Να παίζετε µαζί επιτραπέζια, όταν βρέχει και δεν έχει ποδήλατο, συκιά και λασπόπιτες. Από τότε που έκανα αυτές τις σκέψεις, άρχισα να πρήζω τους γονείς µου για αδελφάκι. Μου πήρε πολλά χρόνια γρίνιας µέχρι να το πάρουν απόφαση. Αλλά στο τέλος έγινε το δικό µου. Λίγο πριν κλείσω τα οκτώ, γεννήθηκε η µονάκριβη αδελφή µου. Βέβαια, τα πράγµατα δεν έγιναν καθόλου όπως τα φανταζόµουν. Η Σάντρα δεν µεγάλωσε ξαφνικά ώστε να γίνει σύντροφός µου στα παιχνίδια. Ήταν µωράκι στην κούνια όταν εγώ έτρεχα στους δρόµους µε τα ποδήλατα, και ήταν µικρό κοριτσάκι όταν εγώ άρχισα να ενδιαφέροµαι και για άλλα πράγµατα εκτός από κούκλες. Ωστόσο, η ύπαρξή της είναι το µεγαλύτερο και το καλύτερο δώρο που µου έκαναν ποτέ οι γονείς µου και γι αυτό τους χρωστάω ευγνωµοσύνη. Γιατί ήταν ένα δώρο, που κρατάει από την πρώτη µέρα που πανηγύρισα τη γέννησή της πάνω στη συκιά µέχρι σήµερα. Το όνοµά της καµία σχέση µε λουλούδια και λοιπά. Η µάνα µας, θέλοντας να τιµήσει τον πατέρα του πεθερού της, της έδωσε το όνοµά του: Αλεξάνδρα από το Αλέξανδρος. Κανείς ποτέ δεν τη φώναξε Αλεξάνδρα όµως. Το Σάντρα και το Σαντρούλα ήταν και είναι το όνοµά της. Γεννήθηκε µε τεράστια ολόµαυρα µάτια, µαύρα µαλλάκια κι ένα ποδαράκι λίγο πιο µικρό απ το άλλο. Ήταν το πιο όµορφο παιδί στον κόσµο. Τα µάτια της ήταν τόσο µεγάλα, που όταν σε κοίταζε νόµιζες πως σε ρουφούσε µέσα της. Ήµουν απέραντα περήφανη που ήταν «η δικιά µου αδελφή». Όταν ερχόταν «επίσκεψη» στο δηµοτικό µαζί µε τον µπα- µπά, που έπρεπε να δει τη δασκάλα µου ή να παραλάβει τον έλεγχο, ήταν η καλύτερή µου. Την κρατούσα αγκαλιά σαν το προσωπικό µου έπαθλο και την τριγύριζα γύρω γύρω αποσπώντας επιφωνήµατα θαυµασµού από τους συµµαθητές µου. 13

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ «Αδελφάκι σου είναι;» ρωτούσαν. «Ναι!» απαντούσα περήφανη. «Ναι, είναι η αδελφή µου». Η αδελφή µου ήταν το πρώτο µου παιδί. Ήταν επάνω της που έµαθα να αλλάζω στ αλήθεια πάνες, να προσέχω να µην χτυπήσει, να τη σώζω από κακοτοπιές. Ήµουν η απόλυτα υπεύθυνη για οποιαδήποτε φασαρία µπορούσε να διαταράξει τον ιερό µεσηµεριανό ύπνο των γονιών µας. Καθήκον όχι πάντοτε εύκολο, ιδίως όταν την έβρισκα να κάθεται µέσα στο φούρνο της κουζίνας έχοντας ανάψει το µάτι και περιµένοντας να «ψηθεί». Ή όταν σκαρφάλωνε στην εταζέρα γραφείο µου γκρε- µίζοντας µε το βάρος της όλο το έπιπλο στο πάτωµα, µαζί µε τα βιβλία, τα µολύβια και τη γυάλα µε το χρυσόψαρο, που κολύ- µπαγε τώρα στη φλοκάτη. Όλα αυτά και πολλά άλλα, έπρεπε εγώ, η δεκάχρονη, να τα προβλέψω, προλάβω και αποφύγω, αλλιώς την άκουγα την κατσάδα, που δεν πρόσεχα τη µικρή µου αδελφή. Εκείνη µπορούσε ανενόχλητη να πετάει τα παπούτσια της µαµάς απ το παράθυρο, να τρώει ό,τι πρωινό της άρεσε και να αρνείται πάντα να διαβάσει τα µαθήµατά της. Εκείνα τα λίγα εκατοστά που διέφερε το ένα της πόδι από το άλλο είχαν αλλάξει τις ισορροπίες και τις προτεραιότητες όλης µας της οικογενειακής ζωής. Η Σάντρα έκανε καθηµερινές φυσιοθεραπείες στο σπίτι από την ηλικία των πέντε µηνών για να βοηθηθεί η ισοµερής ανάπτυξη των ποδιών της. Η µαµά µου θεωρούσε το θέµα αυτό σοβαρότατο, µείζον και τραγικό λες και η αδελφή µου έπασχε από βαριά θανατηφόρα ασθένεια. Και έτσι από τότε και για πάντα η αντιµετώπισή της απέναντι στις δυο µας ήταν άνιση. Δεν ξέρω αν βρήκε σ αυτό το επιχείρηµα µια καλή δικαιολογία για να νιώσει πιο ταυτισµένη µε τη Σάντρα απ ό,τι µε µένα, δεν ξέρω αν έφταιγε το ότι η Σάντρα ήταν η µικρότερη όπως κι η µάνα µου ή αν έφταιγαν οι διαφορές του χαρακτήρα µας. Πάντως, η µικρή µου αδελφή έγινε σαφέστατα η αδυναµία και το κέντρο προσοχής κι ενδιαφέροντος της µαµάς, πολλές φορές καταφανώς εις βάρος µου. 14

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ Εγώ, βέβαια, δεν έβλεπα και κανένα φοβερό δράµα στην όλη ιστορία. Η Σάντρα ήταν ένα φυσιολογικό παιδάκι, λίγο πιο πεισµατάρικο ίσως από µένα, µε περισσότερο τσαµπουκά, που έτρεχε, έπαιζε και φερόταν σαν όλα τα άλλα παιδάκια. Απλά, φορούσε ειδικά παπούτσια. Ίσως γιατί ήταν η αδελφούλα µου δεν µου φαινόταν τόσο τροµερό. Κάποια παιδιά την κορόιδεψαν, αλλά βρείτε µου κάποιον που να µην έχει υποστεί κάποιου είδους κοροϊδίες ή χειρότερες κακοποιήσεις στο σχολείο. Είχα κι εγώ σαν ντροπαλό παιδάκι το µερτικό µου στις κοροϊδίες, κυρίως των άκαρδων αγοριών. Με κορόιδευαν που έκλαιγα, όταν χαλούσαν τις µυρµηγκοφωλιές και τσαλαπατούσαν τα µυρµήγκια, όταν φοβόµουν τα πυροτεχνήµατα και τα βαρελότα το Πάσχα, όταν µου έκλεβαν τα κατσαρολάκια, που τάιζα τις κούκλες µου, για να κατουρήσουν επιδεικτικά µέσα τους. Τέλος πάντων, από πολύ νωρίς κατάλαβα πως δεν χρειάζεται να έχεις ένα πόδι µικρότερο από το άλλο για να φας το µερίδιο σου από κοροϊδίες και απόρριψη στη ζωή αυτή. Επίσης, πάρα πολύ γρήγορα έµαθα στο πατρικό µου σπίτι πως υπάρχουν πάντα πολύ πολύ χειρότερα πράγµατα από οτιδήποτε συνέβαινε σε µένα και µερικά από αυτά τα πολύ πολύ χειρότερα τα κρυφάκουγα σε καθηµερινή βάση, όταν οι µεγάλοι µιλούσαν µετά το βραδινό φαγητό και νόµιζαν πως εγώ δεν τους παρακολουθώ. 15

Και του ύψους και του βάθους Η γιαγιά Πελαγία Η γιαγιά ήταν Εβραία. Λέω ήταν, γιατί πάνε κοντά εικοσιπέντε χρόνια που έχει πεθάνει. Μόνο που το σκέφτοµαι, τροµάζω. Ζω ήδη εικοσιπέντε χρόνια χωρίς τη γιαγιά µου; Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που ξέρω αγαπούν τις γιαγιάδες τους. Οι γιαγιάδες είναι πλάσµατα εύπλαστα, µε µαλακές αγκαλιές. Τα ρούχα τους πάντα µυρίζουν ιδιαίτερα συνήθως καµφορά και κολώνια λε- µόνι. Μπορείς να παίζεις µε το χαλαρό δέρµα στα χέρια τους ανεβοκατεβάζοντάς το, χωρίς να θυµώνουν. Λένε παραµύθια, φτιάχνουν κέικ και κουλουράκια και έχουν άπειρη υποµονή και όρεξη να σε κουνάνε µε τις ώρες στην παιδική χαρά. Η δικιά µου η γιαγιά ουσιαστικά µε µεγάλωσε. Μαρτύρησε για να µε ταΐσει όλα εκείνα που απεχθανόµουν, παρακαλώντας µε, µε την πιο γλυκιά φωνή. Άνοιξε το κεφάλι της πέφτοντας από το λεωφορείο, καθώς µε κουβαλούσε στην αγκαλιά της, για να µην µε αφήσει µόνη να κατεβώ τα δυσθεώρητα σκαλιά του, που τα φοβόµουν. Εγώ δεν έπαθα τίποτα, εκείνη όµως κείτονταν αι- µόφυρτη στο πεζοδρόµιο. Δεν θυµάµαι πώς γυρίσαµε σπίτι. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι, όταν έβλεπαν µια γιαγιά µε την εγγονή της στο δρόµο να χρειάζεται βοήθεια, την έδιναν απλόχερα. Κάποιος, κάποιοι µας βοήθησαν. Ήταν η εποχή που κανείς δεν είχε κινητό, πολλοί δεν είχαν ούτε τηλέφωνο. Ούτε αυτοκίνητο. Κάποιοι µας σήκωσαν, µας πήγαν σε κάποιο φαρµακείο, έδεσαν το κεφάλι της γιαγιάς και µας γύρισαν σπίτι. Δεν θυµά- µαι πώς. Εµείς στην οικογένεια είχαµε τηλέφωνο και αυτοκίνητο, δεν είχαµε όµως τηλεόραση. Η µαµά δεν την ήθελε µε τίποτα. Η γιαγιά έλεγε το πορτοφόλι πορτ µονέ, το παλτό µαντό, την κρεµάστρα πορτ µαντό κι εµένα χρυσό µου. Με το ζόρι έγραφε ανορθόγραφα ελληνικά, γιατί στη Θεσσαλονίκη, που γεννήθηκε και έζησε µέχρι και µετά την κήρυξη του πολέµου, η επίσηµη 17

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ γλώσσα των Ισπανοεβραίων ήταν τα γαλλικά. Σε γαλλικό σχολείο λοιπόν πήγε η γιαγιά, καθώς και οι κόρες της. Τη γιαγιά την αγαπούσαµε πολύ κι εγώ και η Σάντρα. Την ψιλοβασανίζαµε, βέβαια, αλλά παίζαµε µαζί της. Ήταν και σύντροφος στα παιχνίδια και νταντά και µαγείρισσα και όλα. Ποτέ δεν αρνιόταν να πει παραµύθι. Την ώρα του παραµυθιού καθό- µουν στα γόνατά της και την κοίταζα εµβριθώς στα µάτια. Ήξερα από προηγούµενη εµπειρία πως ούτε πέντε λεπτά µετά την αρχή της αφήγησης το κεφάλι της θα έγερνε στο βαρύ της στήθος και θα την έπαιρνε ο ύπνος. Επαγρυπνούσα λοιπόν. Με το που έβλεπα τον λαιµό να παίρνει κλήση και το στόµα να τραυλίζει τις λέξεις, της άνοιγα µε τα δυο µου δαχτυλάκια τα βλέφαρα, τα κρατούσα εκεί, ολάνοιχτα και ρωτούσα: «Λοιπόν; Τι έγινε µετά;» Ο παππούς την φώναζε πότε Πελαγία και πότε Μπέλλα. Συνήθως µιλούσαν µεταξύ τους γαλλικά ή ισπανικά. Αυτό το έκανε και η γιαγιά µε τη µαµά και τότε ήξερα πως έλεγαν πάντα κάτι που εµείς τα παιδιά δεν έπρεπε να το ακούσουµε. Τελικά, όµως, όλα τα ακούσαµε και όλα τα µάθαµε. Λίγα λίγα και σιγά σιγά Πότε γιατί κάτι ξέφευγε απ το στόµα των µεγάλων, ιδίως όταν ήταν παρών κι ο µπαµπάς, οπόταν οι συζητήσεις γίνονταν στα ελληνικά. Πότε γιατί η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις υστερίες της µαµάς λέγοντας «δεν ξέρετε τι έχει περάσει στην κατοχή, έχουν σπάσει τα νεύρα της». Εγώ νόµιζα στην αρχή πως ο παππούς φώναζε τη γιαγιά Μπέλλα γιατί την έβρισκε όµορφη, παρόλο που ήταν γιαγιά, µε γυαλιά µυωπίας και «φιλεδάκι» στα µαλλιά. Μετά, έµαθα πως Μπέλλα ήταν το αληθινό της όνοµα. Μπέλλα Πίνχας. Τον παππού τον έλεγαν Σίµο από το Συµεών. Τη µαµά Λέλα από το Λέα. Και τη «θρυλική» αδελφή της µαµάς τη φώναζαν Βέρα. Όλοι τους βαφτίστηκαν µε χριστιανικά ονόµατα στον πόλεµο, µπας και γλιτώσουν από τους Γερµανούς. Μακάρι να ήταν τόσο απλό Σιγά σιγά η οικογενειακή ιστορία άρχισε να ενώνει τα κοµ- µάτια της, σαν δύσκολο παζλ που τα παιδικά µας µυαλά προ- 18

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ σπαθούσαν να συνθέσουν. «Γιαγιά, γιατί κλαίς;» «Έχει καιρό να µου γράψει η Μαριάννα και ανησυχώ». «Ποια είναι η Μαριάννα;» «Η ξαδέλφη σου, η κόρη της θείας Βέρας». «Και πόσω χρονών είναι;» «Λίγο πιο µεγάλη από σένα». «Και γιατί δεν την βλέπω ποτέ; Γιατί δεν έρχεται να παίξουµε;» «Γιατί είναι µακριά, χρυσό µου. Στο Βέλγιο». «Τι δουλειά έχει στο Βέλγιο; Και που δηλαδή είναι αυτό το Βέλγιο; Γιατί δεν µένουν εδώ κοντά µας; Γιατί η θεία είναι στο Βέλγιο; Η Μαριάννα ξέρει ελληνικά; Και άµα τη γνωρίσω, πώς θα παίζουµε;» «Πήγαινε να δεις τι κάνει η αδελφή σου και δεν ακούγεται, και άσε µε να µαγειρέψω χρυσό µου!» αναφωνούσε η γιαγιά απηυδισµένη. Η αδελφή µου δεν ακουγόταν, γιατί έχοντας βρει κατά λάθος ανοιχτή την εξώπορτα, που µάλλον θα την ξέχασα εγώ µπαίνοντας µε φόρα απ έξω, ετοιµαζόταν να κατρακυλήσει µπουσουλώντας τις µαρµάρινες σκάλες του σπιτιού, για να εξερευνήσει το άγνωστο. Την έσωσα την τελευταία στιγµή και, για να αποφύγω τις τσιρίδες της, την έβαλα στην κούνια της. «Μην φωνάζεις, Σαντρούλα, θα κάνουµε πολύ ψηλά κούνια!» Η κούνια ήταν στηµένη στην άκρη του µεγάλου χολ µε το µωσαϊκό. Κι εγώ έπρεπε να διασκεδάσω την ενάµισι έτους Σαντρούλα, ώστε η γιαγιά να µπορεί να κάνει τις δουλειές της. Ξέχασα στον ενθουσιασµό µου να της δέσω τη ζώνη προστασίας. Τράβηξα την κούνια όσο πίσω πήγαινε, της έδωσα φόρα και χαρούµενη φώναξα στην αδελφή µου: «Κοίτα πόσο ψηλά θα πάς!» Και πήγε. Πήγε στην άλλη άκρη του σαλονιού και προσγειώθηκε στο πάτωµα µε τα µούτρα. Όταν συνειδητοποίησα τι έκανα, έτρεξα πανικόβλητη να τη σηκώσω. Έντροµη διαπί- 19

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ στωσα πως το µπροστινό, καινούριο της δοντάκι είχε µείνει µισό. Την άφησα αµέσως και άρχισα να ψάχνω το υπόλοιπο. Ίσως, αν το έβρισκα, κάπως να κολλιόταν πίσω στη θέση του, κάπως να µαζευόταν το κακό και ούτε γάτα ούτε ζηµιά. Δεν θυµάµαι τι έγινε µετά. Προφανώς θα έφαγα χοντρή κατσάδα, αλλά από τις ενοχές µου θα µου πέρασε στο ντούκου. Πάντως, δεν µε έδειραν. Γενικά το ξύλο δεν έπαιζε πολύ στο σπίτι µας, οι τρόποι σωφρονισµού ήταν πολύ πιο εκλεπτυσµένοι, µέχρι και διεστραµµένοι καµιά φορά Ίσως, βέβαια, όλα αυτά να µπορούσαν να δικαιολογηθούν από µια µαµά που είχε πάθει αδενοπάθεια από την κακή διατροφή στον πόλεµο, που κουβαλούσε τα όπλα αντί για τη µεγάλη της αδελφή στο βουνό µε τους αντάρτες, για να την προστατεύσει, που ζούσε ανάµεσα σε φυλακές και σε σπίτια, που τα λεηλατούσαν οι γείτονες, κάθε φορά που τους διπλανούς, που ήταν Εβραίοι και αριστεροί, τους έχωναν µέσα. Η ιστορία της µαµάς µου, ενώθηκε µέσα µου πολύ αργά, µέσα από πολλές διαφορετικές αφηγήσεις σε διαφορετικούς χρόνους και περιστάσεις. Γεγονός είναι πως ήταν το µικρότερο παιδί µιας αρκετά εύπορης οικογένειας Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ο παππούς ήταν έµπορος υφασµάτων. Ζούσανε καλά, γιατί είχαν και υπηρέτρια. Η γιαγιά µου τότε ήταν πολύ κοµψή, µε τα καπέλα της και τα γάντια της, τα παπούτσια τα ασορτί, µε τις τσάντες, κι αφού βοηθούσε λίγες ώρες τον παππού στο γραφείο, έβγαινε µε τις φίλες της. Τα κορίτσια της µεγάλωναν περισσότερο µε την υπηρέτρια παρά µε τους γονείς τους. Ο παππούς ήταν σοβαρός, σιωπηλός και απόµακρος, δοσµένος ολόψυχα στη δουλειά. Η γιαγιά, αντίθετα µε τον δοτικό άνθρωπο που γνώρισα εγώ και η αδελφή µου, ήταν τότε µια πολύ νέα γυναίκα, που ήθελε να ζήσει τη ζωή της. Λογικό, µια που παντρεύτηκε στα δεκαεπτά της. Η µάνα µου λάτρευε τη µεγάλη της αδελφή. Αντίθετα µε εκείνη, η Βέρα ήταν ξανθιά, γαλανοµάτα και µε έναν χαρακτήρα σαν ηφαίστειο, που ξεχειλίζει. Η µαµά πάντα την έλεγε επιπό- 20

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ λαια και προσπαθούσε να τη συµµαζέψει, παρόλο που είχαν επτά ολόκληρα χρόνια διαφορά. Η Βέρα όµως δεν µαζευόταν. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεµος, η µάνα µου ήταν µια αδύνατη, δεκάχρονη µικρούλα, µα η Βέρα ήταν µια δεκαεπτάχρονη, εκρηκτική έφηβη. Στη φαντασία µου ήταν η πρώτη κοπέλα που πήρε τα βουνά µε τους αντάρτες. «Μαµά, γιατί δεν αντέδρασαν οι Εβραίοι και πήγαν σαν τα πρόβατα στη σφαγή;» «Σταµάτα, παιδί µου, αυτή τη συζήτηση! Δεν µπορώ να τα θυµάµαι αυτά». Η γιαγιά µου όµως δεν ταραζόταν τόσο εύκολα. Μου έφτιαχνε ζεστό, µυρωδάτο σαλέπι, και τα χειµωνιάτικα µεσηµέρια, στη διάρκεια της απαράβατης σιέστας, κουρνιάζαµε οι δύο µας στην κουζίνα. Η κουζίνα της γιαγιάς είχε κι ένα ντιβάνι, που χρησίµευε για σύντοµες στάσεις, ανάπαυση της νοικοκυράς µετά από πολύωρη ορθοστασία, και άντεχε και τα χοροπηδητά που κάναµε εγώ κι η αδελφή µου πάνω του. Από τότε και για πάντα, η µυρωδιά απ το σαλέπι µου θυµίζει ζεστή, τρυφερή αγκαλιά, µαλακή κουβέρτα, άραγµα στο ντιβάνι, παραµύθια και αγάπη. «Πες µου γιαγιά» «Τι να σου πω, χρυσό µου;» «Για τότε που σας έκαψαν το σπίτι οι σύµµαχοι» «Α!Αυτό ήταν στον άλλο πόλεµο. Στον πρώτο. Ήµουν παιδί τότε». «Πόσων χρονών;» «Πού να θυµάµαι, παιδί µου;» «Γιαγιά, πότε είναι τα γενέθλιά σου;» «Δεν ξέρω, χρυσό µου». «Μα πώς γίνεται να µην ξέρεις τα γενέθλιά σου; Ούτε ποιο µήνα γεννήθηκες δεν ξέρεις;» «Τότε δεν έδιναν σηµασία σ αυτά τα πράγµατα. Η µαµά µου είχε οκτώ παιδιά, πού να θυµάται πότε γεννήθηκε το καθένα;» «Η µαµά σου πώς πέθανε, γιαγιά;» 21

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ «Στα στρατόπεδα, χρυσό µου. Την πήρανε µαζί µε τρία από τα αδέλφια µου, τα αγόρια. Και µαζί τους κι ο άντρας της θείας Ρόζας. Αυτός ήταν πολύ µορφωµένος άνθρωπος. Να φανταστείς, µιλούσε απταίστως πάνω από δέκα γλώσσες. Μέχρι και οι Γερµανοί τον σέβονταν για την καλλιέργειά του. Τον σκότωσε όµως ένας µεθυσµένος Γερµανός στρατιώτης, πάνω σ ένα γλέντι, εκεί, µέσα στο στρατόπεδο». Εγώ άκουγα σαν µαγεµένη. Μ αυτά τα παραµύθια, τα «αληθινά», τη γιαγιά δεν την έπαιρνε ποτέ ο ύπνος. Γι αυτό τα προτιµούσα. Και γιατί ήταν αληθινά βεβαίως. Πόλεµοι, πυρκαγιές, χαµένες ζωές, ξεριζωµένοι έρωτες, παιδιά που έµεναν ορφανά, χήρες που δεν ήξεραν πώς να ταΐσουν τα παιδιά τους, ξετυλίγονταν µπροστά µου σαν ταινία. Καλύτερα κι απ το σινεµά! Τα µεσηµέρια µε τη γιαγιά ήταν το ολόδικό µου σινεµά. Και ήρωες των έργων, η οικογένειά µου. Η θεία Ρόζα, η δεύτερη µεγαλύτερη αδελφή της γιαγιάς, ήταν κάποτε γκοµενάρα, τρελή και ταλαντούχα ηθοποιός, αλλά τώρα ήταν θεόκουφη, µε κάτασπρα σαν χιόνι µαλλιά, και ερχόταν πού και πού επίσκεψη από τη Θεσσαλονίκη όπου έµενε πάντα, κουβαλώντας µαζί της µια βαλίτσα γεµάτη φάρµακα. Όταν έφευγε, για να επιστρέψει στο µοναχικό της διαµέρισµα, που είχε όµως µια βεράντα κατάµεστη από λουλούδια, µας έµενε για λίγες µέρες η συνήθεια σε µας τους υπόλοιπους να ξεφωνίζουµε µεταξύ µας, όταν θέλαµε να πούµε κάτι, νοµίζοντας πως η θεία είναι ακόµα κάπου εκεί γύρω και χρειάζεται πολλά ντεσιµπέλ για να παρακολουθήσει τα λεγόµενα. Ο θείος Αλµπέρτος, ζούσε στο Παρίσι και οι επισκέψεις του ήταν ακόµα πιο σπάνιες και πρωτοφανείς. Η θεία Βέρα, ζούσε εξόριστη στο Βέλγιο και δεν µπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα γιατί εκκρεµούσε εις βάρος της θανατική καταδίκη. Όλα όσα είχε ζήσει η γιαγιά έµοιαζαν µε παραµύθι. Η µικρή µου αδελφή έπαιζε δίπλα µας ήσυχα στο χαλί, οι γονείς κοιµόντουσαν τον ιερό, µεσηµεριανό τους ύπνο κι εγώ ξεσκόνιζα τις µνήµες της γιαγιάς σταυροπόδι πάνω στο ντιβάνι. 22

Κ Α Ι Τ Ο Υ Υ Ψ Ο Υ Σ Κ Α Ι Τ Ο Υ Β Α Θ Ο Υ Σ Από ένστικτο απέφευγα τις πολλές ερωτήσεις για την πρώτη της κόρη, τη Βέρα. Ήξερα πως την πονούσε πολύ που δεν µπορούσε να την έχει κοντά της. Τα γράµµατα της θείας, µε τις φωτογραφίες των µακρινών µου ξαδελφιών και τα γαλλικά παιδικά τραγουδάκια, που έστελνε για µένα, ήταν τα πολύτιµα κειµήλια, οι αποδείξεις πως αυτή η εντελώς αόρατη και άγνωστη οικογένεια υπήρχε στα αλήθεια. Εγώ για θεία ήξερα βασικά τη θεία Κική, τη µικρή αδελφή του µπαµπά. Αυτή ήταν αληθινή θεία! Μπαινόβγαινα στο σπίτι της σαν να ήταν το δεύτερο δικό µου. Έπαιζα µε τα αληθινότατα ξαδέλφια µου, τη Μαρία, τον Ξενοφώντα και τη Μυρτώ, κοιµόµουν πολλά Σαββατοκύριακα µαζί τους τρώγοντας για βραδινό γλυκιά κρέµα βανίλια, και ξενυχτούσαµε σιγοψιθυρίζοντας, ενώ ο θείος και η θεία ντυµένοι µε τα καλά τους έβγαιναν να διασκεδάσουν. Εµείς, τα «µικρά», µέναµε στη φύλαξη της υπηρέτριας. Της Ξανθούλας, που άντεχε η καηµένη µικρή κοπέλα να την παιδεύουµε όλοι µαζί. Αυτά τα Σαββατοκύριακα στο µεγάλο σπίτι της Κηφισιάς, µε τα ψηλοτάβανα δωµάτια, την ξύλινη σκάλα που έτριζε, τον κούκο στο χολ, που έβγαζε το κεφάλι του και απαράβατα φώναζε τις ώρες, και τον µεγάλο κήπο µε τις κούνιες, όπου ο ξάδελφός µου έκανε κάθε είδους φιγούρες και επικίνδυνα ακροβατικά, ήταν από τις πιο ξέγνοιαστες στιγµές της παιδικής µας ηλικίας για µένα και τη Σάντρα. Γιατί αν εξαιρέσει κανείς τις τρυφερές φροντίδες της γιαγιάς και τις προσπάθειες του µπαµπά να αποφορτίζει την ένταση, που συχνά ανέβαζε γκάζια ξαφνικά και απροσδόκητα µέσα στο σπίτι, η παιδική µας ηλικία δεν ήταν και πολύ ανέφελη. Υπήρχαν όµως και οι µαγικές στιγµές, που συνόδευαν συνήθως τα Σαββατοκύριακα. Οι Κυριακές, που ο παππούς Σίµος µε πήγαινε στο ΣΙΝΕΑΚ. Ο παππούς ήταν πολύ ψηλός, σχεδόν χωρίς καθόλου µαλλιά, σιωπηλός και σοβαρός. Ένιωθα ασφαλής µαζί του, παρόλο που ήταν λιγοµίλητος. Παίρναµε το λεωφορείο από το Ψυχικό και 23

Α Ν Θ Ο Υ Λ Α Α Θ Α Ν Α Σ Ι Α Δ Ο Υ κατεβαίναµε στο κέντρο. Τα λεωφορεία είχανε εισπράκτορες, που διέθεταν απαράβατα καµπανιστές φωνές για να φωνάζουν κάθε τόσο: «Προχωρείτε». Τις Κυριακές όµως δεν είχε πολύ κόσµο, ούτε στα λεωφορεία ούτε στους δρόµους. Μας έπαιρνε περίπου δεκαπέντε λεπτά να φτάσουµε στο κέντρο της Αθήνας, που τότε ήταν πανέµορφο. Ελάχιστα αυτοκίνητα, οι λεωφόροι έµοιαζαν απέραντοι. Ως η µικρή «συνοδός» του απόµακρου παππού µου, γινόµουν κι εγώ σοβαρή, προσεκτική και λιγοµίλητη. Χάζευα τις µονοκατοικίες στη λεωφόρο Κηφισίας, τον κόκκινο πύργο που υπήρχε στη γωνία Αµπελοκήπων και πάντα µε εντυπωσίαζε. Έµοιαζε µε παλάτι, µε κάστρο, µε κάτι παραµυθένιο, ξεχασµένο µες την πόλη. Όταν φτάναµε επιτέλους στο ΣΙΝΕΑΚ, µ έπιανε τροµερή έξαψη κι άρχιζα να χοροπηδάω. Η ταµπέλα του Ρεξ ήταν πάντα εκεί, µόνο που το κτίριο µού φαινόταν τότε υπερβολικά ψηλό, τεράστιο, επιβλητικό. Ο παππούς µού αγόραζε πάντα ένα φρεσκοστυµµένο χυµό καρότου, που έφτιαχναν στο µπαρ γιατί έκανε πολύ καλό στα µάτια. Το έπινα χαρούµενη, γιατί ποτέ δεν είχα δει τόσο πορτοκαλί ζουµί και στο σπίτι δεν φτιάχναµε ποτέ χυµό από καρότο. Μετά, µπαίναµε στην αίθουσα κι άρχιζε η µαγεία. Ακόµα και τα ασπρόµαυρα επίκαιρα µου άρεσαν. Η αίθουσα ήταν πάντα γεµάτη µε πιτσιρικαρία που µίλαγε, γέλαγε και φώναζε σχόλια στον Χοντρό Λιγνό και στον Σαρλό. Εγώ ήµουν σοβαρή και γέλαγα µόνη µου σιγά σιγά. Ήµουν η συνοδός του παππού. Κάποιες φορές µε πήγαινε ο µπαµπάς τις Κυριακές, όχι στο ΣΙΝΕΑΚ αυτό ήταν αποκλειστικότητα άλλου αλλά σε κάτι εξίσου µαγικό: Κουκλοθέατρο! Ο Κλούβιος κι η Σουβλίτσα ζωντάνευαν σε µια άλλη αίθουσα, όπου στο κέντρο της ήταν στη- µένο το µαγικό κουκλοθέατρο. Εκείνη η αίθουσα είχε µια λατρεµένη µυρωδιά ξύλου, ανακατεµένη µε το άρωµα πολλών φρεσκοπλυµένων παιδιών, που µε χτύπαγε από την είσοδο και είχε τη γεύση της χαράς, της ξεγνοιασιάς, της διασκέδασης. 24