ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΕΦΕΡΑΝ ΟΙ ΝΟΜΟΙ 2915 / 2001 ΚΑΙ 3043 / 2002 ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Βασίλειος Σταματόπουλος, Δικηγόρος, υ. Δ.Ν. Ο νόμος 2915/2001, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τον νόμο 3043/2002, μετέβαλε κατά ένα σημαντικό ποσοστό κρατούντες δικονομικούς θεσμούς και διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Πρωταρχικός σκοπός του νέου νομοθετικού πλαισίου ήταν η καταπολέμηση της πανθομολογούμενης βραδύτητας στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και, συνακολούθως, η καθιέρωση ενός κατά πολύ πιο ευέλικτου και αποτελεσματικού συστήματος που θα ενδυναμώνει και ευνοεί όχι μόνο την ορθή αλλά κυρίως και την ταχεία επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Μέλημα του δικονομικού νομοθέτη απαιτείται να είναι η επινόηση ενός μοντέλου το οποίο θα εξισορροπεί αυτές τις τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως αντίρροπες δυνάμεις. Ευθυδικία χωρίς ταχύτητα συνιστά ανεπίτρεπτη αρνησιδικία,ενώ ταχύτητα χωρίς ευθυδικία κατάφωρη αδικία. Νομοθετικό έρεισμα των ανωτέρω,εκτός από το άρθρο 20 του Συντάγματος είναι και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,κατά την οποία "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως... και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου". Γίνεται κατόπιν τούτων αντιληπτό ότι οι όποιες, απολύτως θεμιτές κατά τα λοιπά, επεμβάσεις του νομοθέτη υπέρ της διασφάλισης της, κατά το μέτρο του εφικτού, ταχείας απονομής της δικαιοσύνης δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να καταλήγουν εις βάρος της δίκαιης - 1 -
δίκης και της ορθής δικαιοδοτικής απόφανσης κατά τρόπο ώστε να τίθενται εν κινδύνω και να φαλκιδεύονται τα δικαιώματα των διαδίκων πολιτών. Υπέρτατο όριο θέτει το συνταγματικό δικονομικό δικαίωμα αποδείξεως, ως μερικότερο δικαίωμα του δικαιώματος έννομης προστασίας (20 Σ). Ο νόμος 2915/2001 εκκίνησε ακριβώς από την απαράδεκτη πραγματική κατάσταση της παρέλκυσης και διαιώνισης των πολιτικών δικών,οι οποίες τουλάχιστον στην τακτική διαδικασία ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων ήταν ιδιαιτέρως χρονοβόρες. Αντίθετα, στις ειδικές διαδικασίες, λόγου χάριν στις εργατικές διαφορές, το αίτημα για ταχεία και ορθή δίκη ικανοποιείτο σε σημαντικό βαθμό, καθ'όσον η προβλεπομένη διαδικασία σε αυτές ήταν λίαν ευέλικτη και αποτελεσματική. Δεν είναι, δηλαδή, τυχαία η καταρχήν μη επέκταση των ρυθμίσεων του νέου νομοθετικού πλαισίου και επί των ειδικών διαδικασιών, αλλά φαίνεται να αποτελεί κατά το μάλλον ή ήττον σκόπιμη επιλογή του νομοθέτη η υιοθέτηση στην τακτική διαδικασία των ισχυόντων κανόνων επί των κατά πολύ πιο ευκίνητων στην καθημερινή δικαστηριακή πράξη ειδικών διαδικασιών. Στο πλαίσιο των ανωτέρω κινούμενος ο νόμος 2915/2001 κατάργησε αυτό που κατά την αιτιολογική έκθεση του συνιστούσε μείζον καρκίνωμα και τροχοπέδη στο όλο σώμα της πολιτικής δικονομίας, ήγουν την έκδοση προδικαστικής απόφασης που διέτασσε αποδείξεις και την εντεύθεν διεξαγωγή τακτικής απόδειξης. Βεβαίως,ο νέος νόμος επέφερε ποικίλες αναθεωρήσεις ισχυουσών δικονομικών διατάξεων σε όλο το φάσμα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,(λ.χ.κατάργηση των πλασματικών συνεπειών της ερημοδικίας), άλλες μείζονος και άλλες ήσσονος σημασίας,οι οποίες όμως εκφεύγουν του σκληρού πυρήνα της προβληματικής της παρούσης εισηγήσεως και ως εκ τούτου δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο της εν λόγω ανάλυσης,παρά μόνο όσες και στο μέτρο που συνέχονται με την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το νέο 270 ΚΠολΔ., η αιχμή του δόρατος του ν.2915/2001, επεκτείνει και στα Πολυμελή Πρωτοδικεία την προβλεπόμενη διαδικασία που ίσχυε έως τώρα στα Ειρηνοδικεία και τα Μονομελή Πρωτοδικεία, με αποτέλεσμα την υποχρεωτική περαίωση της εκδικάσεως της υποθέσεως σε μια και μόνη δικάσιμο και συνεπώς την αποκατάσταση μιας διαδικαστικής ομοιομορφίας ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Το σύστημα του διαχωρισμού των σταδίων προβολής πραγματικών ισχυρισμών αφενός και διεξαγωγής των αποδείξεων αφετέρου, ήτοι η βαθμιαία συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και η κλιμακωτή πορεία ωρίμασης της υποθέσεως, η οποία συζητείται σε αλλεπάλληλες δικασίμους, κατά τρόπον ώστε να εκδίδεται η τελική οριστική απόφαση μετά την έκδοση προδικαστικών, μη οριστικών, αποφάσεων εγκαταλείπεται πλέον και στα πολυμελή δικαστήρια. Ούτως ειπείν, τόσο η προβολή ισχυρισμών όσο και η επίκληση και προσκομιδή των αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών εγγράφων λαμβάνει χώρα με την κατάθεση προτάσεων το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από την δικάσιμο ή με την κατάθεση προσθήκης-αντίκρουσης δεκαπέντε ημέρες πριν από την δικάσιμο, οπότε και κλείνει ο φάκελος και ορίζεται ο εισηγητής της υποθέσεως (σύστημα προ-συγκεντρώσεως, 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Το σύστημα αυτό υπηρετεί την πραγματική αντιδικία και την ισότητα των όπλων,δεδομένου ότι διασφαλίζει επαρκή χρονική δυνατότητα προπαρασκευής και καταρτίσεως της προσήκουσας επιθετικής ή αμυντικής τακτικής των μερών.κατ'αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται και οι τυχόν παρελκυστικές προσπάθειες των διαδίκων για αιφνιδιασμό των αντιδίκων τους (και κυρίως του ενάγοντος). Στην πράξη η ρύθμιση του άρθρου 237 μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος άτυπης προδιασκέψεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου με - 2 -
αντικείμενο ζητήματα που υπό το προγενέστερο καθεστώς ανήκαν στο περιεχόμενο της προδικαστικής αποφάσεως. Πάντως, το 237 ΚΠολΔ. τυγχάνει εφαρμογής μόνο επί των Πολυμελών Πρωτοδικείων μέχρις ότου εκδοθεί προεδρικό διάταγμα το οποίο θα ενεργοποιεί την προκείμενη διαδικασία και ενώπιον των Μονομελών Πρωτοδικείων. Μέχρι τότε οι εν λόγω προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο (άρθρο 7 παρ.3 ν.2915/2001). Σε ό,τι αφορά στα Ειρηνοδικεία το 237 ΚΠολΔ. δεν εφαρμόζεται, καθ'όσον προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις στο άρθρο 115 παρ.3 ΚΠολΔ. στο οποίο θεσπίζεται δικαίωμα των διαδίκων και όχι υποχρέωση υποβολής προτάσεων. Κεντρικό σημείο του νέου δικονομικού πλαισίου αναδεικνύεται η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 270 ΚΠολΔ., η οποία καταλαμβάνει πλέον όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια περιέχουσα θεμελιώδεις νομοθετικές επιλογές. Δεδομένης και της προαναφερθείσης προαπόδειξης του άρθρου 237,αλλά και ανεξαρτήτως αυτής, η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μία δικάσιμο (270 παρ.5 ΚΠολΔ). Παρέχεται,όμως, η δυνατότητα διακοπής της συζητήσεως με προφορική ανακοίνωση για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, αν ο χρόνος δεν επαρκεί (270 παρ.5 εδ.2 ΚΠολΔ.). Η οριστική απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και τις διεξαχθείσες στο ακροατήριο αποδείξεις (270 παρ.7 ΚΠολΔ.). Έκδοση προδικαστικής απόφασης που διατάσσει αποδείξεις αποκλείεται σε κάθε περίπτωση. Περαιτέρω συνέπεια του νέου συστήματος είναι και η κατάργηση του ερειδομένου επί του άρθρου 559 αρ.10 λόγου αναιρέσεως,με βάση τον οποίο ελεγχόταν το δικαστήριο που δεν διέταζε απόδειξη για αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα στην προδικαστική του απόφαση (άρθρο 17 παρ.2 ν.2915/2001). Οι μεταβολές των νόμων 2915/2001 και 3043/2002 στην κατ'έφεση δίκη έχουν κατά κύριο λόγο παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση προς τις τροποποιήσεις της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, αναγόμενες σε αμιγώς διαδικαστικά ζητήματα, χωρίς να αλλοιώνεται η θεμελιώδης φύση του ενδίκου μέσου της εφέσεως. H κατάργηση των περισσοτέρων συζητήσεων ισχύει και στον δεύτερο βαθμό δυνάμει της παραπεμπτικής διατάξεως του άρθρου 524 παρ. 1 εδ. 1, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν.3043/2002,αλλά και στην διαδικασία επί αναψηλαφήσεως σύμφωνα με το άρθρο 548 ΚΠολΔ. Συνεπής προς το περιεχόμενο του νέου άρθρου 270 κρίνεται και η νομοθετική κατάργηση των άρθρων 341-345, που πραγματεύονταν τα περί προδικαστικής αποφάσεως (α.14 παρ.1 ν.2915/2001). Κατ'αυτόν τον τρόπο ο δικονομικός νομοθέτης ενισχύει και ενδυναμώνει εν τοις πράγμασι την αρχή της αμεσότητας των αποδείξεων, ήτοι την προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων και την διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο ενώπιον των δικαστών που εκδίδουν την οριστική απόφαση. Εξακολουθεί ισχύουσα και έτι περαιτέρω ενισχυμένη και υπό το νέο καθεστώς η παρατήρηση ότι στο αποδεικτικό στάδιο το δικαστήριο έχει την πρωτοκαθεδρία, η οποία συνάγεται, εκτός των άλλων, και εκ των άρθρων 107 και 232 παρ.1 ΚΠολΔ, που συνιστούν ακραιφνείς εκφάνσεις του ανακριτικού συστήματος. Προς επίρρωσιν των προρρηθέντων προβλέπεται και ρητώς ότι η συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων είναι προφορική (270 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ.). Αντιθέτως, η υποχρεωτική προφορική συζήτηση συνιστά την εξαίρεση στον δεύτερο δικαιδοτικό βαθμό και περιορίζεται μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, όταν δηλαδή ασκείται έφεση κατά ερήμην αποφάσεως, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις - 3 -
του άρθρου 270 (524 παρ.2 ΚΠολΔ). Ας τονισθεί δε ότι ακριβώς λόγω της υποχρεωτικής προφορικής συζήτησης (full hearing) στα πρωτοβάθμια δικαστήρια καθίσταται εκ των πραγμάτων μη εφαρμόσιμη στον πρωτο βαθμό η καθιερούμενη στο άρθρο 242 παρ.2 δυνατότητα κατάθεσης δήλωσης εκ μέρους των πληρεξουσίων δικηγόρων περί μη παράστασης τους κατά την εκφώνηση της υποθέσεως,περιοριζομένου του πεδίου εφαρμογής της στον δεύτερο βαθμό καθώς και ενώπιον του Αρείου Πάγου (573 παρ.1 ΚΠολΔ). Για την πληρότητα της ανάπτυξης σημειωτέον ότι και υπό το νέο καθεστώς,στο οποίο αποκλείεται η έκδοση προδικαστικής απόφασης διατάσσουσας αποδείξεις, είναι δυνατή η έκδοση ορισμένων ολιγάριθμων, όχι προδικαστικών αλλά κατά νομική ακριβολογία μη οριστικών, αποφάσεων, που προβλέπονται στον νόμο. Στο πλαίσιο αυτό το δικαστήριο δύναται να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με την υπόθεση, κατ'εφαρμογή του άρθρου 245 παρ. 1, ή την διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 270 παρ. 4, ή να διατάξει απόδειξη σε σχέση με το περιεχόμενο αλλοδαπού δικαίου (337 ΚΠολΔ.), η οποία όμως θα διαταχθεί κατά την ορθότερη γνώμη όχι με την έκδοση προδικαστικής απόφασης αλλά με προφορική ανακοίνωση κατ'ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 270 παρ. 4 ΚΠολΔ. Η σημαντικότερη,αναντίρρητα, περίπτωση μη οριστικής απόφασης υπό το φως του ν.2915/2001 είναι αυτή που ρυθμίζεται στο άρθρο 254 περί επαναλήψεως της περατωμένης συζητήσεως, οσάκις κατά την μελέτη της υπόθεσης ή την διάσκεψη ανακύπτουν κενά ή αμφίβολα σημεία που χρήζουν συμπληρώσεως. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης συμφώνως και προς τον γενικότερο κανόνα της μίας και μοναδικής συζητήσεως στο ακροατήριο. Η διατάσσουσα την επανάληψη της συζήτησης μη οριστική απόφαση διαλαμβάνει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν το αντικείμενο της επαναλαμβανομένης συζήτησης. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η διατήρηση ανέπαφου του άρθρου 309 που αναφέρεται στην δυνατότητα ανακλήσεως αυτών ακριβώς των μη οριστικών αποφάσεων του δικαστηρίου. Στο πλαίσιο της επιτάχυνσης της τακτικής διαδικασίας ο ν. 2915 /2001 αναθεώρησε το 241 ΚΠολΔ., ούτως ώστε να ρυθμίζεται ενιαίως και συμπαγώς το θέμα της αναβολής της συζητήσεως ανεξαρτήτως της τυχόν εκπρόθεσμης ή μη κατάθεσης προτάσεων. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η αναγκαία εκ των πραγμάτων προσαρμογή του άρθρου 269 και συνακολούθως του συστήματος συγκεντρώσεως ή "άνευ επικουρίας δικάζεσθαι" στις νέες δικονομικές ρυθμίσεις και κυρίως στην καθιέρωση μίας και μοναδικής συζήτησης. Επί τη βάσει των προαναφερθέντων και σε σχέση κυρίως με το αντικείμενο της παρούσης εισηγήσεως, συμπερασματικά, ο νόμος 2915/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 3043/2002, εγκαινίασε την συναίρεση των δύο φάσεων της τακτικής διαδικασίας ενώπιον πλέον των Πολυμελών Πρωτοδικείων σε μία, μέσω της προβολής ισχυρισμών και αποδείξεων σε στάδιο προγενέστερο της μίας και μοναδικής συζητήσεως, ούτως ώστε η τελευταία να μην περιοριστεί μόνο στο παραδεκτό και νόμω βάσιμο των αμφοτέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών αλλά να επεκταθεί και στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας τους, ήγουν και σε θέματα αποδείξεως. Η εν λόγω απόδειξη είναι κατ'αυτόν τον τρόπο άμεση και λαμβάνει χώρα ενώπιον του δικαστηρίου στο ακροατήριο χωρίς να έχει προηγηθεί έκδοση προδικαστικής απόφασης ή οιασδήποτε άλλης πράξης που ορίζουν βάρος απόδειξης, θέμα, αποδεικτικά μέσα κ.α. Για την ορθή και υγιή - 4 -
εφαρμογή του νέου συστήματος και ως υποκατάστατα-ατελή αναμφισβήτητα- της καταργηθείσης αλλά λυσιτελούς προδικαστικής απόφασης ο νομοθέτης τόνισε την ανάγκη προηγούμενης μελέτης της υπόθεσης από τον δικαστή, ώστε να έχει πλήρη, κατά το μέτρο του δυνατού, γνώση των συνιστωσών του φακέλου κατά την συζήτηση (270 παρ. 1 εδ.2 ΚΠολΔ.), καθώς και την ζωτικής σημασίας δυνατότητα του άρθρου 254 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. De lege ferenda, ίσως θα έπρεπε να έχει θεσπισθεί ρητώς μια ειδική διάταξη παρεμφερής προς αυτήν του άρθρου 270 παρ.6 ΚΠολΔ., καθ'όσον η γενική διάταξη περί επαναλήψεως της συζήτησης κρίνεται ανεπαρκής, δεδομένου ότι το περιεχόμενο της συνιστά κεντρική νομοθετική επιλογή στο νέο δικονομικό πλαίσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από την καθολική κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Συμπερασματικά, ο χρόνος θα καταδείξει εάν αυτή η προσπάθεια καθιερώσεως κοινής διαδικαστικής φυσιογνωμίας στην πρωτοβάθμια τακτική δίκη και η κατάργηση της πλειστάκις σωτήριας προδικαστικής απόφασης θα ανταποκριθούν στις προσδοκίες του Έλληνος νομοθέτου για αποτροπή της de facto αρνησιδικίας. - 5 -