Επώνυµο Οικογένειας Πλαπούτα -Κολιόπουλοι Γενάρχης της οικογένειας είναι ο Κόλιας (Νικόλας) Πλαπούτας, που γεννήθηκε στο χωριό Σουλιµά της Τριφυλίας το 1735. Αρβανίτης στην καταγωγή από τους περίφηµους Ντρέδες της Τριφυλίας, µε πρωτόγονους τρόπους, βίαιο χαρακτήρα και ασυνήθιστη σωµατική ρώµη, διέπραξε νεαρός φόνο και για να αποφύγει τις συνέπειες εγκατέλειψε το επάγγελµα του βοσκού και εξελίχθηκε σε έναν από τους επιφανέστερους πελοποννήσιους κλεφτοκαπετάνιους της προεπαναστατικής περιόδου και κάπος των Δεληγιανναίων στην επαρχία Καρύταινας. Ο Κόλιας συµµετείχε στα Ορλωφικά (1769-1770) και στη συνέχεια (1779) πήρε µέρος-µαζί µε τα σουλτανικά στρατεύµατα- στην εξέλειψη των Αλβανών που αφού κατέστειλαν την εξέγερση εξελίχθηκαν σε µάστιγµα τόσο του χριστιανικού όσο και του µουσουλµανικού πληθυσµού. Με την έναρξη του Αγώνα ο Κόλιας κήρυξε την επανάσταση στο χωριό Μπέτσι, ενώ παρευρέθηκε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Δεν είχε όµως λόγω ηλικίας (το 1821 ήταν 85 χρονών) πολεµική συµµετοχή. Πέθανε στη Στεµνίτσα το 1827. Ο Κόλιας απέκτησε τέσσερις γιους: τον Γιωργάκη και τον Δηµητράκη από τη νόµιµη σύζυγό του, Κυράτσω, το γένος Τζώρτζη, και τον Παρασκευά και τον Θανάση από την επίσηµη ερωµένη του, Λιόσα. 1. Πλαπούτας (Κολιόπουλος) Γεώργιος - Γιωργάκης Ιδιότητα Γέννησης Χρόνος Γέννησης Καταγωγής Θανάτου Χρόνος Θανάτου Βιογραφικά Στοιχεία Κλεφτοκαπετάνιος, στρατιωτικός περί το 1780 Παλούµπα Αρκαδίας Πελοπόννησος Λάλα, Ηλείας 30 Μαρτίου 1821 Προεπαναστατικός κλέφτης και καπετάνιος του Αγώνα. Πρωτότοκος γιος του Κόλια Πλαπούτα και της Κυράτσως Τζώρτζη, αδελφός του Δηµητράκη Πλαπούτα. Είχε αναλάβει την αρχηγία της οικογένειας και κήρυξε την επανασταση µε τον πατέρα και τον αδελφό του στις 21 Μαρτίου 1821 συγκεντρώνοντας 800 περίπου ενόπλους. Στις 27 Μαρτίου 1821 πολέµησε στον Άγιο Αθανάσιο κοντά στην Καρύταινα
µαζί µε τιν Θεόδωρο Κολοκοτρώνης στην αµφίρροπή µάχη εναντίον των µουσουλµάνων της επαρχίας Φαναρίου υπό τον Νούµαναγα, και την ίδια ηµέρα νίκησε τους αντιπάλους του στο τζαµί της Καρύταινας. Τέσσερις ηµέρες αργότερα πολέµησε στο χωριό Σάλεσι της Μεγαλούπολης µαζί µε το σώµα του Ηλία Μαυροµιχάκη και ηττήθηκε από τις δυνάµεις του Νουµάναγα. Στις 14 Απριλίου συµµετεχε σε µάχη στο Λεβίδι µαζί µε τα σώµατα τυ Σωτήρη Χαραλάµπη, των Πετµεζάδων και άλλων οπλαρχηγών εναντίον των δυνάµεων του καϊµακάµη του Χουρσίτ Πασά, Μεχµέτ Σαλίχ Αγά, του Σιέχ Νετζίµπ Εφέντη και του Ντεφτερντάρ Εφέντη, ενώ τέσσερις ηµέρες αργότερα νίκησε τις οθωµανικές δυνάµεις στη µάχη της Σελίµνας στη Μαντινεία, µαζί µε τα σώµατα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Κανέλλου Δεληγιάννη και του Τσαλαφατίνου. Στις 12 και στις 13 Μαίου συµµετέχει µε τον αδελφό του Δηµητράκη στη µάχη του Βαλτετσίου µε άλλα σώµατα πελοποννήσιων οπλαρχηγών εναντίον του Κεχαγιά του Χουρσίτ Πασά, Μουσταφάµπεη, και στις 24 Μαϊου πολεµάει τον Μουσταφάµπεη στον 'Αγιο Βλάσιο, µαζί µε τον αδελφό του και τον Κολοκοτρώνη. Στη συνέχεια µεταβαίνει στο Λάλα και στι; 29 Μαϊου συγκρούεται σε µία αµφίρροπη µάχη και την εποµένη (30 Μαϊου) σε µία δεύτερη νικηφόρα σύγκρουση, µε τους Λαλαίους, µαζί µε τα κεφαλλονίτικα σώµατα του Ανδρέα Μεταξά και του Κωνσταντίνου Μεταξά, όπου σκοτώνεται πολεµώντας. Ο πρόωρος θάνατός του, δύο µόλις µήνες µετά την έναρξη του Αγώνα στέρησε την επανάσταση από ένα έµπειρο και έγκυρο στρατιωτικό στέλεχος. Ο γιος του Γιαννίκος, ηλικίας τότε 14 ετών ακολούθησε τον θείο του Δηµητράκη και συµµετείχε στις επόµενες συγκρούσεις της περιόδου. 2. Πλαπούτας (Κολιόπουλος), Δηµήτριος - Δηµητράκης Υπογραφή Υπογραφές Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, ΙΕΕΕ, Αθήνα 1984 Ιδιότητα Γέννησης Χρόνος Γέννησης Καταγωγής Θανάτου Κλεφτοκαπετάνιος, Φιλικός, στρατιωτικός Παλούµπα Αρκαδίας 15 Μαΐου 1786 Πελοπόννησος Παλούµπα Αρκαδίας Χρόνος 27 Ιουλίου 1864 Θανάτου Βιογραφικά Στοιχεία Προεπαναστατικός κλέφτης, Φιλικός και από τους σηµαντικότερους πελοποννήσιους στρατιωτικούς της επαναστατικής περιόδου.
Γιος του Κόλια Πλαπούτα και της νόµιµης συζύγου του, Κυράτσως Τζώρτζη. Συνδέθηκε από νεαρός µε την οικογένεια Κολοκοτρώνη, έχοντας έρθει σε ρήξη µε τον πατέρα του ο οποίος είχε εγκαταστήσει σπίτι του την ερωµένη του, Λιόσα. Ο Δηµήτρης Πλαπούτας έγινε εξ αγχιστείας συγγενής των Κολοκοτρωναίων από το γάµο του µε την Στεκούλα (20 Μαϊου 1803), κόρη του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη και πρώτη εξαδέλφη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το 1806, στις µεγάλες επιχειρήσεις που ανέλαβε η οθωµανική διοίκηση εναντίον των κλεφτών της Πελοποννήσου, ο Δηµήτρης κρατήθηκε όµηρος µαζί µε τον πατέρα του για προληπτικούς λόγους. Το 1811, πήγε στη Ζάκυνθο και εντάχθηκε ως βαθµοφόρος (εκατόνταρχος) στα αγγλικά τάγµατα. Επανήλθε τον επόµενο χρόνο και ανέλαβε, διαδεχόµενος τον πατέρα του, το αξίωµα του κάπου των Δεληγιανναίων. Εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία, στις 15 Οκτωβρίου 1818 από τον συµπατριώτη του Αναγνώστη Τζοχαντάρη, και στη συνέχεια ανέπτυξε σχετική δράση ορκίζοντας πολλούς καπετάνιους στους σκοπούς της οργάνωσης. Το καλοκαίρι του 1819, συµµετείχε µαζί µε τον Νικήτα Σταµατελόπουλο - Νικηταρά σε ένα επεισόδιο στην Αλωνίσταινα που κατέληξε σε φόνο δύο Μουσουλµάνων και στον τραυµατισµό του ίδιου. Απέφυγε περαιτέρω διώξεις λόγω της παρέµβασης των Δεληγιανναίων που έκλεισαν την υπόθεση χρησιµοποιώντας τις διασυνδέσεις τους διαθέτοντας µεγάλο χρηµατικό ποσό. Ο Δηµήτρης, µαζί µε τον πατέρα του και τον αδελφό του Γεωργάκη, κήρυξαν στις 21 Μαρτίου την έναρξη της επανάστασης στην ορεινή Γορτυνία και συγκέντρωσαν µεγάλο αριθµό ενόπλων στο χωριό Μπέτσι. Στη διάρκεια της επανάστασης συµµετείχε µε το σώµα του ως υπαρχηγός των όπλων της περιοχής Λιοδώρας (και µετά το θάνατο του αδελφού του στις 22 Ιουνίου 1821 ως αρχηγός) σε σειρά µαχών και ανήλθε στη κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας παίρνοντας το βαθµό του χιλίαρχου (Ιούλιος 1822) και του στρατηγού τον επόµενο χρόνο (1823). Πολέµησε στα µέτωπα της Αρκαδίας, της Ηλείας της Πατρας, της Κορινθίας και του Άργους και συγκεκριµένα: 12-13/5/1821 στις νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα συγκρούσεις στο Βαλτέτσι της Μαντινείας, µαζί τον Γιωργάκη Πλαπούτα και µε τα σώµατα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυροµιχάλη, Ηλία Μαυροµιχάλη, Ιωάννη Μαυροµιχάλη, Παναγιώτη Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών. 24/5/1821 στη νικηφόρα µάχη στον Άγιο Βλάσιο Τριπόλεως µαζί τον Γιωργάλη Πλαπούτα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και άλλων οπλαρχηγών εναντίον των δυνάµεων του κεχαγιά του Χουρσίτ Πασά, Μουσταφάµπεη. 24/6/1821 στην αµφίρροπη µάχη έξω από το χωριό Λάλα της Ηλείας, µαζι µε τα σώµατα του Ανδρέα Μεταξά και του Κωνσταντίνου Μεταξά, εναντίον του Γιουσούφ Σελίµ Πασά. στις επιχειρήσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς µέχρι την άλωση της πόλης (23 Σεπτεµβρίου 1821) και αναλαµβάνει τη ασφαλή µεταφορά της αλβανικής φρουράς µέχρι τη Βοστίτσα. 26/2/1822 στη νικηφόρα µάχη της Χαλανδριτσας της επαρχίας Πατρών µαζί µε τα σώµατα του Ιωάννη Κολοκοτρώνη και των Πετµεζάδων, εναντίον των δυνάµεων του Γιουσούφ Σελίµ Πασά. 2/3/1822 στη νικηφόρα µάχη έξω από το Γηροκοµείο των Πατρών µαζί µε τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη
9/3/1822 στη δεύτερη νικηφόρα µάχη έξω από το Γηροκοµείο των Πατρών µαζί µε τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη, Κανέλλο Δεληγιάννη, Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Ζαϊµη, εναντίον των δυνάµεων του Γιουσούφ Σελίµ Πασά. στις επιχειρήσεις εναντίον της στρατιάς του Δράµαλη (Αύγουστος 1822) και µετα την καταστροφή του τελευταίου αναλαµβάνει φρούραρχος Ναυπλίου. Κατά την περίοδο των εµφύλιων συγκρούσεων αν και ενταγµένος στη φατρία Κολοκοτρώνη ταχθηκε εναντίον της ένοπλης δράσης και υπέρ της συνεννόησης µε την αντίπαλη φατρία Κουντουριώτη. Μάλιστα, µε διάβηµά του πρότεινε, ανεπιτυχώς, (9 Φεβρουαρίου 1824) στον Γιώργο Κουντουριώτη και τον Ανδρέα Λόντο να συγκεντρωθούν στο Άργος ή στο Άστρος µε εκπροσώπους της άλλης πλευράς για αναζήτηση τρόπου ειρήνευσης. Και αργότερα, όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις προχώρησε σε νέα συµβιβαστική πρόταση, και πάλι χωρίς αποτέλεσµα. Στο δεύτερο εµφύλιο πόλεµο ο Πλαπούτας δεν ευθυγραµµίστηκε µε τον συγγενή και στενό φίλο του Κολοκοτρώνης εξαιτίας της σφοδρής αντιπάθειας που είχε µε τους Δεληγιανναίους -που το 1823 είχε φτάσει στη σύγκρουση των δύο πλευρών για τον έλεγχο της περιοχής της Καρύταινας.. Μάλιστα µεµφόταν και τον ίδιο το θείο του Κολοκοτρώνη για ανεπίτρεπτες συνδιαλλαγές µε τους "µεγαλοκοτζαµπάσηδες." 'Ηταν εκείνος που ανέλαβε τις διαπραγµατεύσεις για την παράδοση του Κολοκοτρώνη τον οποίο συνόδευσε προς την έδρα της κυβέρνησης στο Ναύπλιο. Ωστόσο, στο Άργος, τον παρέλαβε ο Δηµήτρης Τσώκρης και τον µετέφερε µε συνοδεία στο Ναύπλιο, και στη συνέχεια στην Ύδρα όπου κρατήθηκε µαζί µε άλλα ηγετικά στελέχη της ηττηµένης φατρίας. Όταν τα αιγυπτιακά στρατεύµατα αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο ο Πλαπούτας επανήλθε στην πολεµική δράση και πήρε µέρος σε συγκρούσεις εναντίον των δυνάµεων του Ιµπραήµ στην Δραµπόλα της Μεγαλούπολης (6-7 Ιουνίου 1825), στα Τρίκορφα της Τριπολιτσάς (28 Ιουνίου 1825) και στις δύο µάχες της Καφικαριάς Καλυβρύτων (26 και 27 Αυγούστου 1825). Επί Ιωάννη Καποδίστρια, συντάχθηκε µε το νέο καθεστώς. Έλαβε τον υψηλό βαθµό του συνταγµατάρχη στην νέα στρατιωτική ιεραρχία και συµµετείχε ως πληρεξούιος Γορτυνίας στην Δ' Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829). Το 1832 ορίστηκε από τη Γερουσία µέλος της Διοκητικής Επιτροπής. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Μόναχο µαζί µε τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κώστα Μποτσαρη ως επιτροπή της Ελληνικής Πολιτείας για να καλέσουν επισήµως το νεοεκλεγέντα στο θρόνο της Ελλάδας βαυαρό πρίγκιπα. Τον επόµενο χρόνο (Σεπτέµβριος 1833) δικάστηκε µαζί οµάδα στελεχών του "καποδιστριακού" κόµµατος για συνωµοσία εναντίον του νέου βασιλιά και µαζί µε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και καταδικάστηκε σε θάνατο (25 Μαϊου 1834). Ωστόσο, µε εντολή του Οθωνα η ποινή του µετατράπηκε διαδοχικά σε ισόβια, σε 20 χρόνια και στη συνέχεια του δόθηκε χάρη την ηµέρα της ενηλικίωσης του βασιλιά και αποφυλακίστηκε (29 Μαϊου 1835). Το επόµενο διάστηµα συµµετείχε στην Εθνοσυνέλευση του 1844, έγινε βασιλικός υπασπιστής, βουλευτής (1844-1847), γερουσιαστής (1847-1862) και του δόθηκε ο βαθµός του αντιστράτηγου (1861). Πέθανε σε ηλικία 78 χρονών στο πύργο του, στη γενέτειρά του Παλούµπα. Από το γάµο του απέκτησε έξι κόρες και ένα γιο. Ο Δηµητράκης Πλαπούτας ήταν ένας παραδοσιακός προεπαναστατικός
ένοπλος ο οποίος ήρθε σε επαφή µε την ελληνική εθνική ιδέα στη Ζάκυνθο και εντάχθηκε δραστήρια στη Φιλική Εταιρεία. Πολέµησε µε συνέπεια και θάρρος στις συγκρούσεις της επαναστατικής περιόδου, προσπάθησε να διατηρηθεί όσο µπορούσε έξω από τις εµφύλιες συγκρούσεις. και συνέδραµε τα µέγιστα στο ιστορικό εγχείρηµα που οδήγησε στη συγκρότηση ελεύθερου ελληνικού κράτους. Εικονογραφία Μνηµεία Ελαιογραφία. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Λιθογραφία http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/63871
Λιθογραφία http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/61841 Προτοµή Δηµήτρη Πλαπούτα, Παλούµπα Προτοµή Κόλια Πλαπούτα. Σουλιµά
Πολεµική σηµαία Δηµοτικά τραγούδια - ποιήµατα Ο Δ. Πλατούτας είχε σηµαία λευκή µε γαλάζιο σταυρό που έφερε τα αρχικα της φράσης "Ιησούς Χριστός Νικά" «Εγώ Πασά δεν σκιάζοµαι και Τούρκους δεν φοβούµαι Και θα σας κάνω πόλεµο για να σας πολεµήσω Γιατί ταχιά απ τη Ζάκυνθο θα ρθεί ο Κολοκοτρώνης Τότε θα ιδείτε βρε σκυλιά και σεις παλιοµουρτάτες Θα ιδείτε τις χανούµισσες µ όλους τους φερετζέδες Να ιδείτε πως σας κάνουµε εµείς οι Πλαπουταίοι!» Του Λάλα µε τα κρυά νερά, µε τοις βαρειές κυράδες µε τοις τραναίς αρχόντισσαις, τοις καλοµαθηµέναις που δεν καταδεχόντανε της γης να την πατήσουν, ποφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια και τώρα πως κατάντησαν κοπέλλαις σ τους ραγιάδες! Φέρνουν βαρέλια µε νερό και ξύλα ζαλωµέναις νά χουν οι Έλληνες νερό, φωτιά να πυρωθούνε. Και η µιά την άλλη ελέγανε και η µια την άλλη λένε: -Τι να ν κείνα που φαίνονται, τι να ν κείνα που ερχώνται; Μήνα ειν µπαϊράκια τούρκικα, µην τάστειλε ο Πασάς µας; -Δεν είν µπαϊράκια τούρκικα, δεν τάστειλε ο Πασάς µας παρά είν. µπαϊράκια κλέφτικα, κ είναι των Πλαπουταίων. Κλαίνε µανούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες κλαίει και µια χανούµισσα για το µοναχογιό της. Κλαίει µια λαλιώτισα και µια λαλιωτοπούλα. Παίρνουν τα χέρια σταυρωτά και την καρδιά κρατώντας, Κινάν και παν στον κεχαγιά και στον βειζουλάγα. Την Κυριακή να φύγουµε, στου Λάλα µην σταθούµε, γιατί έφτασε η κλεφτουριά, ο Κόλιας ο Πλαπούτας. -Ο βειζουλάγας κάθονταν στον πύργο του στο Λάλα. Βάνει το κυάλι και κοιτάει, στου Μπέτσι αγναντεύει. Βλέπει χορούς χορεύουνε, ακούει τραγούδια λένε. Χορεύουν τα Κολιόπουλα,ο Γιώργης ο Πλαπούτας, Με τα κουµπούρια διπλαριά, µε το σπαθί στο χέρι. Και µες τη µέση του χορού, χορεύει ο γέρο Κόλλιας, Με τη σερβάτα στο λαιµό, µε το σπαθί στο χέρι, Και µε το χέρι ανέµιζε την άσπρη φουστανέλα, Την άσπρη σαν τα γάλατα, την κάτασπρη σα χιόνια. Και τούρθε σαν παράπονο και κάθεται και κλαίει.
Στο σείσµα και στο λύγισµα κανένας δεν τον φτάνει, Και οι κυράδες του λεγαν, χανούµισσες του λένε: -µην κλαις βειζουλάκο µου µη µου παραπονιέσαι. Ταχειά θαρθεί ο βεζύρης µας µε δώδεκα χιλιάδες Να ιδούνε τα Κολιόπουλα πως κάνουν πανηγύρια. Κι ακόµα ο λόγος έστεκε κι ακόµα ο λόγος στέκει Κι ο γέρο Κόλιας έρχεται το Λάλα για να πάρει. Πιάνουν και γράφουν γράµµατα οι Τούρκοι κι οι Λαλαίοι Και γράφουν του καπόµπαση, του Κόλια του Πλαπούτα. -σε σε, Κόλια, καπόµπαση και κλεφτοκαπετάνιε. Κόλια, γιατί εζουρλάθηκες, και συ και τα παιδιά σου, Και µας γυρεύεις πόλεµο και θέλεις να µας κάψεις; Αν θέλεις γρόσια, πάρε µας, φλωριά, µην τα λυπάσαι. Αν θέλεις και το Μπέλεσι, τσιφλίκι να το κάµεις. -Εγώ δεν είµαι για φλωριά, δεν είµαι για τα γρόσια, Εγώ είµαι ο Κόλιας ο ζορµπάς, ο Κόλιας ο Πλαπούτας Κι έχω χαρά τον πόλεµο, το χάρο σύντροφό µου Και πανηγύρι σαν τραγιά να σφάζω τους αγάδες. -Τι το ζακόνι πώχετε εσείς οι µωραίτες, Που το χειµώνα Αρµατωλοί, το καλοκαίρι Κλέφτες, Άνοιξη και χινόπωρο µε τα άρµατα στα χέρια, Και πολεµάτε την τουρκιά, σκοτώνετε αγάδες; Πιάνουν και γράφουν µια γραφή τη στέλνουν του Πλαπούτα. -Κόλια, για κάτσε φρόνιµα και µην παραχορεύεις Και µη γυρεύεις πόλεµο για να µας πολεµήσεις, Γιατί πασάδες θε ναρθούν, Κόλια, να σε χαλάσουν. -Εγώ πασά δε σκιάζουµαι, βεζύρη δε φοβάµαι, Γιατί ταχει απ τη Ζάκυνθο θαρθεί ο Κολοκοτρώνης. Τότε θα ιδήτε βρε σκυλιά, και σεις παλιοµουρτάτες, Θα ιδήτε πως το παίζουνε το γιαταγάνι οι κλέφτες. Θα ιδήτε πως σας κάνουµε εµείς οι Παλουµπαίοι. Θα ιδητε τις Λαλιώτισες, τις αρχοντοκυράδες, Οπού φοράν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια. Θα ιδήτε τις χανούµισσες µ ούλους τους φερετζέδες, Οπού δεν καταδέχουνται τη γη να την πατήσουν, Θα ιδείς να καταντήσουνε βαρελοκουβαρίστρες, Να κουβαλάν κρύο νερό να πίνει ο γέρο Κόλιας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης Πάψε ρουφιά το βογκητό Στρέψε τα κύµατα σου Να χει στου Λάλα ελεύθερο το πέταµα η ψυχή µου. Ξέρεις εκεί ποιος κείτεται Δεν θέλω τα νερά σου Ποτάµι ν ακαριάζονται Ν αρπάζουν το φιλί µου.
Όταν εδώθε θα πετά Να τον καλονυχτίζει Πάψε ρουφιά το βογκητό Σίγησε, µην τολµήσεις Τα αδέλφια να χωρίσεις Γιατί ο Πλαπούτας και νεκρός Κρατεί το µετερίζι. Βιβλιογραφία Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας [Βουλή των Ελλήνων], Αθήνα, τόµος 1ος σσ. 37, 54, 108, 232, 334, 456, τόµος 2ος σσ. 161, 233, 239, 337 τόµος 3ος σσ. 219,292, 293, 344, 345, 358, 359, 386, 623, 626, 628, 640, 648 τόµος Δ' σσ. 66, 71, 73, 77, 81, 150, 157, 162, 166, 169, 173, 176, 179, 183, 186, 188, 192, 195, 197, 208, 210, 515, 520, 523, 553, 574, 575, 589, 630, 632, 648, 649. Χρήστος Ι. Βλασσόπουλος, Το Ηµερολόγιον του Αγώνος, [Δηµητράκος] Αθήνα 1930, σσ. 59, 60, 68, 110, 112, 136, 138, 140, 158, 184, 234, 238, 304 Αγησίλαος Τσέλαλης, Πλαπούτας, [Γιαννίκος - Καλδής] 1962 Νικόλαος Σπηλιάδης, Αποµνηµονεύµατα. Αθήνα, 2007, τόµος Α'- Ε', passim Φώτιος Χρυσανθακόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων -Κληρικών Στρατιωτικών και Πολιτικών των αγωνισαµένων τον αγώνα της Επαναστάσεως, Αθήνα 1888. Συντάκτης Στέφανος Παπαγεωργίου