ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ. Τα ορφανά ΑΘΗΝΑ 2012



Σχετικά έγγραφα
Δυο κουβέντες στο γιο μου... - Δημητρίου Φθενάκη (Α Βραβείο)

τον φρόντιζε με προσοχή, αλλά, όταν ήρθε η γυναίκα του στο σπίτι, άφησε την ίδια να αναλάβει τη διαμόρφωσή του. Σύντομα, ο κήπος γέμισε

«Προχώρα ως εκεί που φτάνει το βλέμμα σου. Κι όταν πια φτάσεις, θα μπορείς από εκεί να δεις ακόμα πιο μακριά» Τόμας Καρλάιλ

Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό

ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Έτος 1927

ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Σταματίνα Τσιμτσιλή, 2014 Φωτογραφιών εξωφύλλου: Irene Lamprakou/Trevillion Images, Oliko/

βιβλίο παιδικων ονείρων

Μια παρέα με... καρδιά!

ΓρAμμα σ Eνα παιδi για τη

Λάκης Φουρουκλάς. Δυο φωνές και μια σιωπή

Στέλιος Πελασγός & Βασίλης Κόλλιας. Σταματήστε το γαργαλητό και Το πιο δροσερό νερό

Μαζί. Της άρεσε αυτή η λέξη. Ακόμα και τώρα, όποτε την άκουγε, το κοριτσάκι που υπήρχε μέσα της σκιρτούσε. Κι ας

Μονόλογοι απ τη Γάζα. µαθητές-µαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους

2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Χρήστος Τερζίδης ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

Πετρώνουν τα Δάκρυά μας;

ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ. Εθνικό είναι ότι είναι αληθινό! Μηνιαία Εφημερίδα Έτος Ιδρύσεως 2005 Αριθμός Φύλλου 105 Δεκέμβριος 2013

Tο καλύτερο καλοκαίρι μου! - Θοδωρή Φριλίγκου (Α Βραβείο)

σόφη Θεοδωρίδου, 2010 πρώτη έκδοση: μάρτιος 2010, αντίτυπα ιsbn

Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει. Luis Sepúlveda. Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει

Π ΕΝΗΝΤΑ ΠΙΟ Σ ΚΟΤΕΙΝΕΣ Α ΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ ΚΡΙ

«Ο ΜΩΒΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΩΜΙΚΑ ΧΕΡΑΚΙΑ»

Μ ι α π ι ν σ τ ο ν χ ρ ό ν ο

ISBN Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ. οσελότος. Βατάτζη 55, Αθήνα Τηλ.

ΑΝ Ίσως «δείτε» πως ονειρεύτηκαν αυτοί καλά ο λογ ησυχίες 2010

EΛENA XOYZOYPH. Ô ÊÔÚ ıò KE POΣ

Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφότου ορισμένοι τύποι γυναικών μού άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και

Transcript:

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ Τα ορφανά h ΑΘΗΝΑ 2012

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ Τα ορφανά 2012, Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ & Αύγουστος Κορτώ Επιμέλεια: Γιούλα Κουγιά Σελιδοποίηση: Βίβιαν Γιούρη Εκτύπωση: Μητρόπολις ΑΕ Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Ξενοκράτους 48, 106 76 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629 www.potamos.com.gr, info@potamos.com.gr ΙSBN 978-960-545-021-2

Στην ανάσα μου που λέγεται Κουτάβι

Περιεχόμενα Εισαγωγή 11 Η μαμά μου η Κασσάνδρα 15 Ο ιππότης του φθινοπώρου 47

Εισαγωγή Η σχέση μου με το θέατρο υπήρξε πάντοτε ακανθώδης. Με πλάκωνε η επιβεβλημένη σιωπή του, με τάραζαν οι φωνές των ηθοποιών, και το αναπόδραστο του δράματος, μα και του ίδιου του χώρου. Έτσι, από πολύ νωρίς, προτίμησα να πλησιάσω το θέατρο ως αναγνώστης, κάτι που εξελίχθηκε σύντομα σε μανία. Μες στην εφηβεία μου ξεκοκάλισα όλο μα όλο το δραματουργικό έργο του Ιονέσκο, του Μπέκετ, του Σαρτρ, του Ανταμόφ και του Ζενέ, κατόπιν ανακάλυψα και ηράσθην τον συνονόματο τον Στρίντμπεργκ και χάρη στο παραισθητικό μεγαλείο του Ονειροδράματος 11

ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ μπόρεσα να προσεγγίσω με άλλη ματιά το θέατρο του 20ού αιώνα, από το νταντά και τον σουρεαλισμό του Λόρκα στα τελευταία του, μέχρι τον Έλιοτ και τον Πίντερ. (Με ευνόητους ενδιάμεσους σταθμούς τον απείρως τρυφερό και αγαπησιάρη Τενεσί Ουίλιαμς και τον σπουδαίο και άξιο για Νομπέλ πάραυτα Έντουαρντ Άλμπι.) Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι ως μαθητευόμενος ακόμα τότε πεζογράφος δεν κατείχα το χάρισμα της δραματουργίας, απέφυγα και εξακολουθώ να αποφεύγω συστηματικά τον πειρασμό της συγγραφής ενός θεατρικού έργου, άνισου και πλαδαρού, που θα εξαντλείτο σε ατέρμονους μυθιστορηματικούς μονολόγους και σελίδες επί σελίδων σκηνικών οδηγιών. Με δύο εξαιρέσεις, που κρατάτε στα χέρια σας. Τα Ορφανά, που παρότι δεν γράφτηκαν με 12

ΕΙΣΑΓΩΓΗ το σκεπτικό (πολλώ δε μάλλον την προοπτική) της ερμηνείας τους στο σανίδι, έχουν κατά τη γνώμη μου τόσο έντονο το στοιχείο του θεατρικού μονολόγου, που αγγίζουν το genre αυτό που τόσο με φοβίζει και με ξενίζει. Ο ιππότης του φθινοπώρου γράφτηκε σ ένα μελαγχολικό ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη με το τρένο. Είχα μόλις διαβάσει την Αρρώστια του θανάτου της Ντιράς και είχα ακούσει, το προηγούμενο βράδυ, τον Ρίτσο να απαγγέλλει την εξαίσια και σπαραχτική Σονάτα του σεληνόφωτος. Από τη διασταύρωση των δύο προέκυψε ο Ιππότης προϊόν δημιουργικού δανείου ή ανερυθρίαστης κλοπής εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, θα το κρίνετε. Για τη Μαμά μου την Κασσάνδρα δυσκολεύομαι ακόμα να μιλήσω. Ήταν αρχές του 2003. Η μητέρα μου μόλις είχε αυτοκτονήσει, και 13

ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ λίγες εβδομάδες πριν είχα πάει να επισκεφθώ τη συχωρεμένη την Καραπάνου στο σπίτι της μια συνάντηση που, παρά τη συντομία και την αβρότητά της, με είχε διαλύσει. Κι έτσι, όταν η Λώρη Κέζα μού είχε ζητήσει ένα βιωματικό κείμενο για το τρίτο τεύχος του ανυπέρβλητου να ένα μήλο, κάθισα και σκάρωσα αυτόν τον αρσενικοθήλυκο μονόλογο, που περιέχει όλον μου τον σπαραγμό. Μέχρι τώρα, οι δύο αυτοί μονόλογοι, θεατρικοί η μη, παρέμεναν ανέκδοτοι εξ ου και η ορφάνια του τίτλου. Θα ήμουν ευγνώμων αν τους υιοθετούσατε, έστω και για λίγο. Α.Κ. 14

Η μαμά μου η Κασσάνδρα Μικρή αυτοβιογραφία ενός παιδιού της Μαργαρίτας Καραπάνου

h Κασσάνδρα με είχε πάντα μέσα της, Η από την ώρα που γεννήθηκε. Ήμουν ένα από τα ωάριά της. Όμως, σε αντίθεση με τ άλλα ωάρια, εγώ δεν καθόμουν νωχελικά στην ωοθήκη μου. Δεν ήθελα να γίνω περίοδος. Την άκουγα να μιλάει, έβαζα αιμοσφαίρια να μου ρουφιανεύουνε τη σκέψη της. Ονειρευόμουν και μεγάλωνα σαν καρκίνος που, αντί για θάνατο, φέρνει ζωή. Έτσι είχαμε πάντοτε την ίδια ηλικία και τα ίδια όνειρα, τις ίδιες σκέψεις. Κι ένα πρωινό του 84, μη αντέχοντας άλλο την κλεισούρα του 17

ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ κορμιού της, θέλοντας να δω τα μάτια της κι εκείνη τα δικά μου, και να της χαμογελάσω, βγήκα. Ένας πονόκοιλος την έριξε ξαφνικά στο πάτωμα, μου είπε αργότερα. Η μητέρα της, που υποπτευόταν πως το παιδί αυτό μονάχα προβλήματα θα γεννούσε, γύρισε την πλάτη, κοίταξε τον τοίχο, κι ο μόνος που την πήρε στα χέρια της ήταν ο Πέτρος, η αγαπημένη της νταντά. Τη σήκωσε και την απόθεσε στο παιδικό κρεβατάκι της, κι έμεινε δίπλα της, σφίγγοντας το χέρι της και παρατηρώντας τη ρυθμική μου έξοδο στον κόσμο, μέσα απ το μικροσκοπικό, πεντάχρονο αιδοίο της. Ήμουν κι εγώ πέντε χρονών τη στιγμή της γέννησής μου. Κι ενώ ήταν καλοκαίρι, ήμουν ένα χειμωνιάτικο μωρό, δροσερό, γεννημένο στον αστερισμό του Αιγόκερω. Η Κασσάνδρα 18

Η μαμά μου η Κασσάνδρα με σκούπισε απ το αίμα, εγώ της σκούπισα τα δάκρυα, βήχοντας ακόμα το αμνιακό υγρό, και την αγκάλιασα. Θα ταιριάζαμε, μου είπε μες στο κλάμα της, εκείνη ήταν Καρκίνος, ήταν πλασμένη για να με φέρει στον κόσμο. Ο κόσμος όμως προσπάθησε να με πάρει μακριά της. Ήταν άρρωστη, έλεγαν, δεν ήταν φυσιολογικό να γίνει μάνα σε τόσο μικρή ηλικία, και μάλιστα ενός αγοριού μεγάλου, συνομήλικου. Η μητέρα κι οι θείες της θέλησαν να την κλείσουν σε νοσοκομείο, μα η Κασσάνδρα ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα, φορτώθηκε πάνω της όλο το άγχος κι όλη την αγριότητα του μέλλοντος, και ξύπνησε ώριμη γυναίκα σαράντα ετών. Κάποιες φορές μιλούσε εκ παραδρομής με παιδιαρίσματα, κι η εικόνα της στον καθρέφτη έμεινε εικόνα μικρού 19

ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ κοριτσιού, με μπούκλες και ρόδινα μάγουλα. Όμως έξω είχε σκληρύνει, τα δάκρυά της είχαν γίνει ρυτίδες, κι εκείνο το πρωί ξύπνησε καπνίζοντας, μ ένα τσιγάρο στο χέρι. Της το είχε φέρει ένας άγγελος στον ύπνο της, είπε. Δεν μ άφησε να πάω σχολείο, δεν με βάφτισε, δεν μου αγόρασε ρούχα. Στο σπίτι κυκλοφορούσα γυμνός, κι όταν ήθελα να βγω έξω, άνοιγε την ντουλάπα της και μου έλεγε να διαλέξω όποιο ρούχο της μου ταίριαζε καλύτερα, παντελόνι ή φουστάνι. Τα ρούχα της φάρδαιναν όταν τα φορούσε η ίδια, και συρρικνώνονταν επάνω μου. Δεν μου επέβαλε θρησκεία, ούτε φύλο. Μου χάρισε το όνομα της αγαπημένης της νταντάς, βουτώντας με ένα βράδυ με πανσέληνο στην μπανιέρα, που είχε βγάλει γι αυτόν τον λόγο 20

Η μαμά μου η Κασσάνδρα στην αυλή, κι ήταν γεμάτη χλιαρό νερό και ροδοπέταλα. «Είσαι ο Πέτρος μου, ο Πετράκης μου» είπε, και με αγκάλιασε, έτσι ολόγυμνο και σταφιδιασμένο απ το νερό, ώσπου το πουλάκι μου άρχισε να σκληραίνει, και της ζήτησα να με αγκαλιάσει πιο χαμηλά, ανοίγοντας τα δάχτυλα. Γέλασε, αλλά δεν αρνήθηκε. Η μαμά μού έμαθε να μιλώ, να διαβάζω, να γράφω, αλλά μου έμαθε ακόμα να ακούω και να βλέπω. Έλεγε πως δεν αρκεί να έχεις μάτια κι αυτιά γι αυτό, έπρεπε να ξέρεις και πώς να τα χρησιμοποιείς. Όταν τη ρώτησα ποιος ήτανε λοιπόν ο σωστός τρόπος, μου απάντησε πως κάθε φορά που έβλεπα ή άκουγα κάτι, για να μάθω τι πραγματικά ήταν, έπρεπε να κλείνω τα μάτια και τ αυτιά, και να φαντάζομαι πως είμαι 21

ΤΑ ΟΡΦΑΝΑ τυφλός ή κουφός, κι έπειτα να αναρωτιέμαι τι θα θελα να ακούσω ή να δω αν μπορούσα. «Μα έτσι δεν υπάρχει αλήθεια!» φώναξα εγώ με παιδική αγανάκτηση. Εκείνη με χάιδεψε τρυφερά, με πήρε στην αγκαλιά της. «Υπάρχει» μου είπε «κι είναι μία». Παίζαμε μαζί ώρες ατέλειωτες, έτσι που ποτέ δεν έμαθα τα ονόματα των παιδιών της γειτονιάς μου, ούτε τα πρόσωπά τους. Στην αρχή με άφηνε πάντα να κερδίζω, για να μη στενοχωριέμαι, αλλά καθώς μεγάλωνα, πού και πού ξυπνούσε μέσα της η μικρή Κασσάνδρα, εφτά κι όχι σαράντα δύο ετών, κι ήθελε να με κερδίσει. Μόλις όμως τολμούσε, έβαζα κάτι κλάματα φοβερά, και για εκείνην αυτό ήταν η συντέλεια του κόσμου. Προτιμούσε να μαχαιρωθεί παρά 22

Η μαμά μου η Κασσάνδρα να με δει να κλαίω. Κι αυτό έκανε μια φορά, ύστερα από μια παρτίδα σκάκι που είχε κερδίσει, μόλις με είδε να σηκώνομαι μουτρωμένος με ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου, σηκώθηκε, έτρεξε στην κουζίνα, και γυρνώντας μ ένα μαχαίρι του ψαριού το κάρφωσε στην αριστερή της παλάμη, λέγοντας καθώς έτρεχε το αίμα: «Η μανούλα δεν ήθελε να σε στενοχωρήσει». Μα κι άλλοτε, όταν αρρώσταινα κι ερχόταν ο γιατρός κι ήθελε να μου δώσει να πιω απαίσια σιρόπια και να με τρυπήσει με τις ενέσεις του κι εγώ έτρεχα και κρυβόμουν κάτω απ το κρεβάτι, εκείνη άνοιγε το μπουκάλι κι έπινε το μισό σιρόπι μονορούφι, ή σήκωνε το μανίκι της και διάταζε τον γιατρό με την αγριοφωνάρα της να την τρυπήσει. Κι έτσι έβγαινα απ την κρυψώνα μου, γιατί εντέλει δεν ήταν τίποτα. 23