4 107
108 Edward Lear, σχέδιο με παστέλ του Beenspro, 2012
ΖΑΓΟΡΙ (1860), ελαιογραφία σε καμβά, 39,4 x 25,4 εκ. (Yale Center for British Art, USA) Ο πίνακας είναι χρονολογημένος κάτω αριστερά από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο οποίος βάζει και το μονόγραμμά του «E.L.». Φιλοτεχνήθηκε τρία χρόνια μετά από την επίσκεψή του στο Ζαγόρι και προφανώς έγινε μετά από παραγγελία κάποιου φιλότεχνου, στον οποίο θα άρεσαν φαίνεται τα σκίτσα που είχε κάνει επί τόπου ο Lear το 1857. Πρόκειται για εξαιρετικό έργο. Απεικονίζει τη χαράδρα του Βίκου και το άγριο βραχώδες τοπίο. Αριστερά το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, που αποδίδεται με πολλή λεπτομέρεια. Κάτω τρεις άντρες, με κόκκινα φέσια και ηπειρωτικές τριχωτές κάπες, συνομιλούν με έναν ιερωμένο, ο οποίος στέκεται όρθιος λίγα μέτρα πιο κάτω. 109
110 ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ [ΖΑΓΟΡΙ] (13 Απριλίου 1857), σχέδιο με μολύβι, πένα, μαύρο μελάνι και υδρόχρωμα, σε χαρτί, 32,8 x 51,1 εκ., (Metropolitan Museum, Νέα Υόρκη)
ΒΑΪΑ [ΜΠΑΓΙΑ ΚΗΠΟΙ] ΖΑΓΟΡΙΟΥ (14 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μολύβι και πένα, σε χαρτί, 31,5 x 49,5 εκ. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα) 111
ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΑΓΙΑ (12 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μολύβι και μαύρο μελάνι, σε χαρτί, 17,4 x 24,7 εκ. (ιδιωτική συλλογή) ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ [ΜΠΑΓΙΑ], (12 Απριλίου 1857), σχέδιο με μολύβι, πένα και υδρόχρωμα, σε χαρτί, 15,0 x 22,0 εκ. (ιδιωτική συλλογή) 112
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΙ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΜΠΑΓΙΑ (14 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μολύβι και μαύρο μελάνι, σε χαρτί, 31,5 x 49,5 εκ. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα) Η ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ (13 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μολύβι και μαύρο μελάνι, σε χαρτί, 16,5 x 26,0 εκ. (Huntington Library, Kαλιφόρνια) 113
ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΛΑΨΙΣΤΑΣ (11 Απριλίου 1857), σχέδιο με μολύβι, πένα και υδρόχρωμα, σε χαρτί, 12,5 x 33,0 εκ. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα) Ο E.L. πρωτοεπισκέφτηκε τη λίμνη της Λαψίστας (κοντά στα Γιάννενα) το Νοέμβριο του 1848, όμως οι άσχημες καιρικές συνθήκες δεν του επέτρεψαν να τη ζωγραφίσει. Έγραφε τότε στο Journals.... «Ένας κουραστικός όλο πέτρες κατήφορος μιάμισης ώρας μας οδήγησε στις πεδιάδες των Ιωαννίνων και τη λίμνη Λαψίστα. [...] Από κει και πέρα αμείλικτοι καταρράκτες έπεσαν [από τον ουρανό] και η λίμνη Λαψίστα μόλις που διακρινόταν ανάμεσα σε διαλείμματα από σκούρα περαστικά σύννεφα». Όμως το 1857 ήταν η αρχή της άνοιξης και έτσι ο καλλιτέχνης μπόρεσε να αναπληρώσει το κενό του 1848. Η λίμνη της Λαψίστας σήμερα δεν υπάρχει, γιατί αποξηράνθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Με γλαφυρό και εύστοχο τρόπο η ιστορικός της Τέχνης Φανή- Μαρία Τσιγκάκου σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο ζωγράφιζε ο E.L.: «Με σιγουριά και άνεση ο Lear διαρθρώνει τις απόψεις του, σχεδιάζοντας με γρήγορη - αλλά σταθερή - πένα. Χάρη στη ζωηρή του γραμμή υποβάλλει ανάγλυφα, άνετα τοπία, όπου η παραμικρή λεπτομέρεια, η βλάστηση, ή τα φιδωτά μονοπάτια έχουν αποδοθεί με ιδιαίτερη επιμέλεια. Το εκφραστικό του σχέδιο δεν διαγράφει απλώς τα περιγράμματα, αλλά και αποκαλύπτει την υφή και την ποιότητα των αντικειμένων. Η παλέτα του ήταν απλή. Σπάνια χρησιμοποιούσε ολόκληρη τη χρωματική κλίμακα, αλλά δούλευε κυρίως με ήπιους τόνους, πράσινους, μπλε και μωβ, προσθέτοντας ενίοτε λευκό Κίνας». 114
Η ΛΙΜΝΗ ΛΑΨΙΣΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΟΒΡΑ [ΑΣΠΡΑΓΓΕΛΟΙ] (11 Απριλίου 1857), σχέδιο με μολύβι, πένα και υδρόχρωμα, σε χαρτί, 23,0 x 32,0 εκ. (ιδιωτική συλλογή) Στην Ελλάδα - εκτός από τη Γεννάδειο - έργα του Lear βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Η μεγαλύτερη παγκοσμίως συλλογή έργων του Lear απόκειται στο Harvard University Houghton Library των ΗΠΑ (συνολικά 3529 κομμάτια). Αλλά και το Yale Center for British Art επίσης στις ΗΠΑ διαθέτει μεγάλο αριθμό έργων. Στην πατρίδα του, το Ηνωμένο Βασίλειο, πενήντα πέντε δημόσιες συλλογές, πινακοθήκες, μουσεία και ιδρύματα, κατέχουν τουλάχιστον 685 έργα του Lear. Ανάμεσά τους το British Museum (60 έργα), η Tate Britain (19 έργα), το Victoria and Albert Museum (61 έργα), το National Maritime Museum (45 έργα), το Ashmolean Museum of Art (64 έργα), το Fitzwilliam Museum of Cambridge (18 πίνακες), η Νational Calleries of Scotland (37 έργα) κ.ά. Υπάρχει όμως και ένας απροσδιόριστος αριθμός έργων του E.L. σε ιδιωτικές συλλογές, κυρίως στη Βρετανία, αλλά και την Ελλάδα. Πόσα όμως ήταν συνολικά τα κάθε είδους δημιουργήματα του Edward Lear; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια, πιθανολογείται όμως ότι φτάνουν τα 10.000! Εκθέσεις με έργα του έχουν γίνει πολλές. Ειδικότερα το 2012, με την ευκαιρία των 200 χρόνων από τη γέννησή του, έγιναν κυρίως στην πατρίδα του όχι μόνον εκθέσεις, αλλά και πλήθος άλλων εκδηλώσεων, όπως θεατρικά έργα, συνέδρια, λυρικές παραστάσεις, διαγωνισμοί κ.λπ. 115
116
ΚΟΝΙΤΣΑ (16 Απριλίου 1857), σχέδιο με μολύβι, πένα και υδρόχρωμα, σε χαρτί, 35,0 x 54,0 εκ. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα) ΚΑΜΠΟΣ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ (16 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα και μελάνι, σε χαρτί, 12,7 x 27,8 εκ. (ιδιωτική συλλογή) 117
ΔΡΑΜΕΣΙΟΙ (9 Μαΐου 1849), σχέδιο με υδρόχρωμα, μελάνι σέπιας και γραφίτη, σε λεπτό γκρι χαρτί, 26,0 x 43,4 εκ. (Harvard University Houghton Library) Στην πορεία του προς τα Γιάννενα ο Lear, πέρασε από το χωριό Δραμεσιοί, δίπλα στην αρχαία Δωδώνη: «Ήταν πολύ αργά για να επισκεφτούμε το θέατρο των Δραμεσιών [Δωδώνη] και έτσι σταματήσαμε για να περάσει η νύχτα. Μείναμε στο σπίτι του ιερέα, που ήταν μέσα σε ένα ωραίο τοπίο που το σχεδίασα. [...] Η θέα είναι παραδόξως πολύ ενδιαφέρουσα, με άπειρες συστάδες δέντρων στις πλευρές του λόφου, ή διάσπαρτες στα βοσκοτόπια που ήταν πιο κάτω. Πολύ ευχάριστο καταφύγιο είναι η εκκλησία του χωριού, όπως συμβαίνει σε αυτές τις χώρες. Προς μεγάλη μου απογοήτευση έβρεχε πολύ στην ανατολή και τα σύννεφα ήταν χαμηλά και δεν με αφήνανε να διακρίνω καλά τον ορίζοντα». Ενδιαφέρουσα είναι η σκηνή που αποδίδει ο E.L. στο αριστερό τμήμα του σχεδίου. Πέντε φουστανελοφόροι άντρες και δυο γυναίκες κάθονται έξω από την πόρτα ενός τυπικού αγροτικού σπιτιού (πιθανόν αυτό του οικοδεσπότη του), ενώ μια άλλη γυναίκα με καθαρά ηπειρωτική ενδυμασία πλησιάζει από το διπλανό μονοπάτι. Η στέγη και η τοιχοποιία της κατοικίας είναι από μαύρη τοπική σχιστόπλακα. Η βλάστηση στην περιοχή είναι πλούσια (ήταν αρχές Μαΐου), ενώ στο βάθος διακρίνεται η κοιλάδα της Δωδώνης και το όρος Ολύτσικα (ο Τόμαρος του Ομήρου). 118
ΔΡΑΜΕΣΙΟΙ [ΔΩΔΩΝΗ] (10 Μαΐου 1849), σχέδιο με υδρόχρωμα, μελάνι σέπιας και γραφίτη, σε γκρι χαρτί, 27,4 x 42,6 εκ. (Harvard University Houghton Library) Ο E.L. ζωγράφισε το αρχαίο θέατρο, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι πρόκειται για τη Δωδώνη. Είχε κατά νου τις πληροφορίες των προγενέστερων περιηγητών, οι οποίοι τοποθετούσαν το Μαντείο σε άλλες θέσεις, χωρίς να το συνδέουν με το θέατρο και τα άλλα αρχαιολογικά κατάλοιπα που βρίσκονται δίπλα του. Γράφει στο οδοιπορικό του: «Αποφάσισα να δω τα ερείπια των Δραμεσιών και πήγα προς τα εκεί με έναν οδηγό. Παρά την κρύα βροχή που μας έκρυψε σχεδόν το βουνό Ολύτσικα, ήταν αδύνατο να μην εντυπωσιαστώ με το τεράστιο μέγεθος και τη θέση του μεγάλου θεάτρου, οι διαστάσεις του οποίου είναι μεγαλύτερες εκείνων της Αθήνας, της Σπάρτης, του Άργους, της Μεγαλόπολης κ.α. Η συνολική του διάμετρος είναι τετρακόσια εξήντα πόδια. Υποθέτω ότι τα εκτεταμένα αυτά αρχαία λείψανα ανήκουν σε ένα Ιερό και ήταν η έδρα της πολιτικής ένωσης των ηπειρωτικών πόλεων τους ιστορικούς και ελληνιστικούς χρόνους. Δυστυχώς οι καιρικές συνθήκες δεν μου επιτρέψανε να κάνω παρά μόνον ένα σχέδιο, και έχασα την ευκαιρία να ζωγραφίσω την κοιλάδα πίσω από το τεράστιο θέατρο, με τις μεγάλες κορυφές της Ολύτσικας και τις πυκνές συστάδες των δέντρων στους πρόποδές της. Φοβάμαι ότι θα μπω στον πειρασμό να μείνω ακόμα μια μέρα εδώ». 119
120
ΧΑΝΙ ΜΠΑΛΝΤΟΥΜΑΣ (14 Μαΐου 1849), σχέδιο με σέπια, μελάνι σέπιας, μπλε γκουάς και γραφίτη, σε χαρτί, 14,0 x 22,7 εκ. (Harvard University - Houghton Library) Φεύγοντας από τα Γιάννενα με προορισμό τη Θεσσαλία, ο Lear ακολούθησε πορεία προς το Μέτσοβο. Αφού πέρασε τον αυχένα του Δρίσκου άρχισε την κάθοδο προς την κοιλάδα της Μπαλντούμας (και όχι Valdouni, όπως γράφει κάτω αριστερά). Σημειώνει ο περιηγητής, στο ημερολόγιο, με ημερομηνία 14η Μαΐου 1849: «Περάσαμε το Χάνι του Δρίσκου και συνεχίσαμε κατεβαίνοντας προς ένα δεύτερο, κοντά σε μια γέφυρα που βρίσκεται πάνω στο Ζαγορίτικο ποταμό. Το μεσημέρι σταματήσαμε για ξεκούραση. Είναι ευχάριστα στο μέρος αυτό εάν ο καιρός το επιτρέπει να απολαμβάνεις την ανάπαυσή σου στο ύπαιθρο. Μπορείς να καθίσεις στο υπόστεγο του χανιού και να ακούς το θρόισμα του πλάτανου, γύρω από τον οποίο ένα πλήθος από μικρά παιδιά κοιμούνται αμέριμνα. Ακόμη ακούς τα τραγούδια των αηδονιών και τις μελωδίες που αναβλύζουν, μέσα από τις φλογέρες των βοσκών, και βλέπεις τα πολυάριθμα πουλιά να πετούν κάτω από τον αστραφτερό ήλιο. [...] Μισή ώρα μετά το μεσημέρι, η συντροφιά μας μαζεύτηκε και αφού διασχίσαμε τη γέφυρα αρχίσαμε την ανάβασή μας προς το Μέτσοβο, ακολουθώντας το μονοπάτι που βρίσκεται δίπλα από τον Μετσοβίτικο, που είναι παραπόταμος του Αράχθου». Το τρίτοξο γεφύρι που απεικονίζει ο Lear έχει επιχωθεί και σώζεται σήμερα μόνον η απόληξη του μεσαίου τόξου του. Εκτός από Γέφυρα της Μπαλντούμας είναι γνωστό και σαν Το Γεφύρι της Κυράς. Το έχτισε το 1762 η μάνα του Πασά Καλού των Ιωαννίνων. Από την ιδιότητα της δωρήτριας ενδεχομένως να προήλθε η δεύτερη ονομασία. Τον καιρό του Lear στο χάνι υπήρχαν μύλοι και νεροτριβές, τα κτίσματα των οποίων διακρίνονται στο ανωτέρω σχέδιο. 121
ΜΕΤΑΞΥ ΜΕΤΣΟΒΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (14 Μαΐου 1849), σχέδιο με υδρόχρωμα, μελάνι σέπιας και γραφίτη, σε κρεμ χαρτί, 22,8 x 14,0 εκ. (Harvard University Houghton Library) Δεν δίνει πληροφορίες ο Ε. Lear για το ακριβές σημείο όπου και φιλοτέχνησε τον παρατιθέμενο ωραίο πίνακα. Περιγράφει όμως τη διαδρομή από τη Μπαλντούμα στο Μέτσοβο: «Από την ανατολική πλευρά του Μιτσικελιού βλέπουμε τα τεράστια βουνά του Μετσόβου την Πίνδο -, που είναι χιονισμένα και καλυμμένα από πευκόφυτα δάση, σε μια πυκνή διάταξη. [...] Η ανάβασή μας ήταν δύσκολη και κουραστική, ανάμεσα στα βραχώδη μονοπάτια και το ορμητικό ποτάμι. Φτάσαμε το απόγευμα σε μια τοποθεσία όπου έπρεπε να υπάρχουν τρία χάνια. Όμως προς μεγάλη μας απογοήτευση κανένα χάνι δεν κατοικείται, λόγω των πλημμυρών του προηγούμενου έτους, όταν το ένα παρασύρθηκε από τα νερά και τα άλλα δύο έμειναν χωρίς στέγη και ερειπώθηκαν.»απογοητευμένοι, από τον τόπο ανάπαυσής μας στα Triakhánia, δεν είχαμε άλλη λύση από του να προχωρήσουμε προς το Μέτσοβο. [...] Εν τω μεταξύ, το τοπίο γινότανε όλο και πιο αλπικό, και περπατήσαμε στα σκοτεινότερα σημεία του φαραγγιού, που ήταν μεν γραφικότατα, αλλά ακατάλληλα για διανυκτέρευση. [...] Διαβαίνοντας μέσα από επικίνδυνους γκρεμούς που κρέμονται πάνω από το χείμαρρο, φτάσαμε στο Ανήλιο, το νότιο μέρος του Μετσόβου που είναι μια μεγάλη πόλη που χωρίζεται σε δύο τμήματα από μια χαράδρα που όμως και τα δυο δεν παρουσιάζουν κάποια γραφική εμφάνιση. [...] Επιπλέον όλα τα δημόσια χάνια είχαν καταληφτεί από τα τούρκικα αποσπάσματα, και εμείς δε βρήκαμε ούτε δωμάτιο. Ευτυχώς ο συνοδός μας Andréa μας εξασφάλισε κατάλυμα σε ένα σπίτι του χωριού, που, αν και μικρό, ήταν απόλυτα τακτοποιημένο και καθαρό, σε αντίθεση με τα σπίτια των απλών ελλήνων αγροτών». 122
ΜΕΤΣΟΒΟ (15 Μαΐου 1849), σχέδιο με μελάνι σέπιας, μπλε υδρόχρωμα και γραφίτη, σε γκρι χαρτί, 23,1 x 32,1 εκ. (Harvard University Houghton Library) Στο Journals... ο E.L. καταγράφει λεπτομερέστατα τις εντυπώσεις του από το Μέτσοβο: «Το Μέτσοβο κατοικείται από βλάχους, τους οποίους συναντάμε σε πολλά μέρη της Αλβανίας. Γενικώς είναι ποιμένες και μετακινούνται με τα κοπάδια τους, από περιοχή σε περιοχή, αλλά σε ορισμένα τμήματα των βουνών δημιουργήθηκαν βλάχικες αποικίες, που διαθέτουν μεγάλα κοπάδια προβάτων και αιγών, και διακρίνονται για την εργατικότητα και την ήσυχη ζωή των κατοίκων τους. Πολλοί από τους άντρες μεταναστεύουν ως τεχνίτες στη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Ρωσία κ.α., και επιστρέφουν στις οικογένειές τους μόνο το καλοκαίρι. Στολή τους είναι συνήθως εκείνη της ελληνικής αγροτιάς, μια σκούρα μπλε κάπα, ένα μαντήλι στο κεφάλι και ένα φέσι ή τουρμπάνι πάνω από αυτό. [...] Τα σπίτια [του Μετσόβου] είναι, ως επί το πλείστον, μονοκατοικίες, ανάμεσα σε κήπους, βράχια, οξιές και άλλα δέντρα. Οι άνθρωποι είναι κοινωνικοί και ευγενικοί και μου πρόσφεραν τσαμπιά από νάρκισσους, ενώ επεδίωκαν να συνομιλούνε μαζί μου. Έχουν μια όμορφη και υγιεινή εμφάνιση, πολύ διαφορετική από τους κατοίκους του κάμπου». Για την προέλευση του ονόματος του Μετσόβου υπάρχουν δυο εκδοχές. Κατά την πρώτη η ονομασία έχει σλαβική προέλευση (mets+ovo=το χωριό της αρκούδας). Κατά τη δεύτερη προέρχεται από τη συνένωση των ελληνικών λέξεων μέσο+βούνι, λόγω της γεωγραφικής του θέσης ανάμεσα σε δυο βουνά. 123
124 Ο ΠΟΤΑΜΟΣ AΩOΣ (16 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μαύρο μελάνι και γραφίτη σε κρεμ χαρτί, 12,5 x 19,4 εκ. (Yale Center for British Art, USA)
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΑΩΟΣ (17 Απριλίου 1857), σχέδιο με υδρόχρωμα, μαύρο μελάνι και γραφίτη σε κρεμ χαρτί, 13,0 x 19,4 εκ. (Yale Center for British Art, USA) 125
126 Edward Lear, προτομή σε πηλό, του Margot Roulleau Gallais, 2000