Αριθμός απόφασης 63 /2014 Αριθμός κατάθεσης έφεσης ΜΕ17/30.1.2014 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΞΑΝΘΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟ ΤΗΘ ΗΚΕ από τον Δικαστή, Πρω τόδικη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του τη 2.4.2014, για να δικάσει μετ αναβολή από τη δικάσιμο της 5.3.2014 την υπ αρ. καταθ. Μ Ε 17/30.1.2014 έφεση ΤΟ Υ ΕΚΚΑΛΟ ΥΝ ΤΟ Σ νομικού προσώ που δημοσίου δικαίου με την επω νυμία που εδρεύει στην οδός, νομίμως εκπροσωπουμένου, το οποίο παραστάθηκε διά της π ληρεξούσιας του δικηγόρου η οποία κατέθεσε προτάσεις και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τα αναφερόμενα σε αυτές. ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1), κατοίκου οδός αρ., 2) της ανώ νυμης τραπεζικής εταιρίας με την επω νυμία και έδρα την οδός αρ νομίμω ς εκπροσω πουμένης, 3) της ανώ νυμης τραπεζικής εταιρίας με την επ ω νυμία με έδρα το νομίμω ς εγκατεστημένη στην οδός 1, αρ. νομίμω ς εκπροσωπουμένης, 4) της α νώ νυμης ε τα ιρ ία ί με την επω νυμία με έδρα την, νομίμω ς εκπροσω πουμένης, 5) της ανώ νυμης τραπ εζικής εταιρίας με την επωνυμία» με έδρα την οδός αρ., νομίμω ς εκπροσω πουμένης, 6) της ανώ νυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία με έδρα την οδός α ρ.. νομίμω ς εκπ ροσω π ουμένης και 7) της ανώ νυμης τραπεζικής εταιρίας με την επω νυμία με έδρα την νομίμω ς εκπροσω πουμένης, εκ τω ν οποίων η πρώτη παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ορχάν Αρναούτ. Η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη των εφεσιβλήτων δεν παραστάθηκαν. Στη θέση της π έμπ της εφεσίβλητης παραστάθηκε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επω νυμία ως καθολική διάδοχός της, εκπροσωπούμενη από την π ληρεξούσια δικηγόρο της του δικηγορικού συλλόγου Η έκτη και η έβδομη των εφεσιβλήτων παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρω ν τους και αντίστοιχα. Οι π ληρεξούσιες δικηγόροι κατέθεσαν προτάσεις και ζήτησαν την απόρριψ η της έφεσης. 1
Η πρώτη εφεσίβλητη κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης την υπ αρ. καταθ. 151/3.9.2012 αίτηση ρύθμισης των οφειλών της κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010. Το Ειρηνοδικείο Ξάνθης με την υπ αρ. 252/21.11.2013 απόφασή του (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) δέχθηκε εν μέρει την αίτηση. Την απόφαση αυτή εκκαλεί το έβδομο των καθ ων η αίτηση νομικό πρόσωπο με την από 14.1.2014 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3/20.1.2014 και γράφτηκε στο πινάκιο. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις υπ αρ. 10988ΕΓ, 10993Β', 10995Β' εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Αθανασακόπουλου, όλες με ημερομηνία 11.2.2014, τις οποίες προσκομίζει το εκκαλούν, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με την πράξη ορισμού της δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 5.3.2014 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εφεσιβλήτων. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 2.4.2014, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου πλην όμως αυτές όμως δεν παραστάθηκαν και επομένως πρέπει να δικαστούν ερήμην. Λαμβανομένου υπ όψιν αφ ενός ότι επί αναβολής της συζήτησης η εγγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και αφ ετέρου του δικονομικού δεσμού των απάντων πιστωτών ως οιονεί αναγκαστικής ομοδικίας (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εκδ.2012, σελ.33), το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 764 π αρ.2 ΚΠολΔ). Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ αρ. 252/21.11.2013 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομότυπα (άρθρα 14 ν.3869/2010, 495, 513, 516, 517, 518, 741, 761 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, δοθέντος ότι η εκκαλούμενη επιδόθηκε στο εκκαλούν την 27.12.2013, όπως προκύπτει από την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σωτηρίου Ρουμελιώτη στο πρώτο φύλλο του προσκομιζόμενου αντιγράφου της εκκαλουμένης, η δε έφεση ασκήθηκε την 20.1.2014, δηλαδή εντός χρόνου τριάντα ημερών, αρμοδίως δε εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 495, 500, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.1 και 17Α ΚΠολΔ). Επομένως, δεδομένου μάλιστα ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου ποσού 200 ευρώ κατ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, διότι το εκκαλούν απολαμβάνει τα δικονομικά προνόμια και τις ατέλειες του Δημοσίου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). / /
Με την ττροαναφερθείσα αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, η οποία στρεφόταν μεταξύ άλλων και κατά του εκκαλούντος νομικού προσώπου, το οποίο ήταν το έβδομο καθ ου στη διεξαχθείσα στον πρώτο βαθμό δίκη, η αιτούσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ότι είναι στρατιωτικός, περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία π ληρω μής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της έναντι των επτά αναφερομένων πιστωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και το εκκαλούν, και ζήτησε τη ρύθμισή τους από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3869/2010. Με την υπ αρ. 252/21.11.2013 οριστική απόφασή του (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) το Ειρηνοδικείο Ξάνθης δέχθηκε την αίτηση ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθόρισε στο ποσόν των 220 ευρώ τις συνολικές μηνιαίες καταβολές της προς όλα τα πιστωτικά ιδρύματα επί μία πενταετία και εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία της, η οποία ανήκει σε αυτήν κατά κυριότητα, υπό τον όρο καταβολής στους πιστωτές χρηματικού ποσού ίσου με ποσοστό 80% της αξίας της κατοικίας, ήτοι του χρηματικού ποσού των 51.425,92 ευρώ εντός είκοσι ετών. Κατ αυτής της απόφασης παραπονείται το έβδομο καθ ου και ήδη εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του, ισχυριζόμενο ότι το Ειρηνοδικείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης και ζητάει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το Ειρηνοδικείο Ξάνθης με την εκκαλούμενη απόφασή του ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 62 ν.2214/1994, 25 ν.3867/2010 και 1 ν.3869/2010 και για το λόγο αυτό δέχθηκε ότι η οφειλή της πρώ της εφεσίβλητης π ρος το υπάγεται στις διατάξεις του ν.3869/2010, ενώ εάν είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθά τις ανωτέρω διατάξεις, δεν θα είχε συμπεριλάβει στη ρύθμιση των χρεών της και την οφειλή της προς Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το Ειρηνοδικείο Ξάνθης ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461, 462 ΑΚ, 53 ν.δ.496/1974, 62 ν.2214/1994 και 1 ν.3869/2010 και για το λόγο αυτό έκρινε ότι το ποσό που είχε εκχωρήσει η δανειολήπτρια και ήδη εφεσίβλητη από το μισθό της στο πρέπει να συμπεριληφθεί στο διαθέσιμο εισόδημά της για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών της, ενώ εάν είχε ερμηνεύσει και εφαρμόσει ορθά τις ανωτέρω διατάξεις, θα είχε αφαιρέσει από τις οικονομικές δυνάμεις της ολόκληρο το χρηματικό ποσό της εξοφλητικής δόσης που εκχωρήθηκε από την αιτούσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη στο., π αρακρατούνταν από το μισθό της και καταβαλλόταν στο ίδιο. Το ζήτημα της υπαγωγής των οφειλών των υπερχρεωμένων προσώπων προς το ' στη ρύθμιση των οφειλώ ν κατά τις διατάξεις του
ν.3869/2010, δεν ρυθμίζεται ρητά, αλλά από τη γραμματική διατύπωση του νόμου δεν συνάγεται η εξαίρεση αυτών των οφειλών. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να τις εξαιρέσει, θα το είχε πράξει είτε εξαρχής κατά τη θέσπιση του ν.3869/2010 είτε με μία από τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού. Το γεγονός ότι δεν το έπραξε, συνεπάγεται ότι επιθυμεί την υπαγωγή των οφειλών αυτών στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, σε αντίθεση με τις οφειλές που ρητά εξαιρούνται από το ρυθμιστικό πεδίο του κατ' άρθρο 1 παρ.2 αυτού, δηλαδή τα χρέη που αναλήφθηκαν κατά το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας ή προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή από χορήγηση δανείων από φορείς κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του ν.3586/2007. Επίσης, κατά τη ρύθμιση των οφειλών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3869/2010 δεν εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις του λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διότι ο ν.3869/2010 περιέχει ειδικότερες ως προς το σκοπό και το εύρος εφαρμογής τους διατάξεις, με τις οποίες υποκαθίσταται η ιδιωτική αυτονομία και η δικαιοπρακτική ελευθερία των μερών από τη δικαστική απόφαση, από την οποία πηγάζουν αναγκαστικού δικαίου συνέπειες για τις απαιτήσεις των δανειστών και τα δικαιώματά τους κατά του υπερχρεωμένου οφειλέτη. Επίσης, οι διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού δεν κωλύουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν.3869/2010. Βεβαίως, η χορήγηση δανείων από το διέπεται από ειδική νομοθεσία. Οι κρίσιμες για την αντιμετώπιση του ερευνώμενου θέματος διατάξεις είναι τα άρθρα 62 παρ.1 ν.2214/1994 και 25 παρ.6 του ν.3867/2010. Στο πρώτο εξ αυτών ορίζεται ότι για την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των χορηγούμενων δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας προς τους δημοσίους υπαλλήλους, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχω ρεί υπέρ του δανειστή μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των μηνιαίων απολαβών του είτε πρόκειται για εργαζόμενο είτε για συνταξιούχο. Η διάταξη αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά από τη θέσπιση του ν.3869/2010 αλλά επί ανοίγματος της διαδικασίας του νόμου αυτού το ύψος των εκχω ρούμενων στο αποδοχών θα διαμορφώ νεται π ροφανώ ς σε επίπεδο κατώτερο των 6/10, διότι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του υπερχρεωμένου οφειλέτη καταλαμβάνει λογικά και την εξόφληση του δανείου του στο, ανεξαρτήτω ς της γενομένης εκχώρησης. Ο ειδικός τρόπος της εξόφλησης των δανείων μέσω της εκχώρησης μέρους του μισθού ή της σύνταξης του οφειλέτη δεν συνιστά λόγο εξαίρεσης των οφειλών προς το. από την εφαρμογή του ν.3869/2010 (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεω μένων φυσικών προσώπων, εκδ.2012, σελ. 62). Με το / δεύτερο άρθρο (25 π α ρ.6 του ν.3867/2010) π αρέχετακίπ ους δανειολήπ τες του η 4 / ί.
δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Η διάταξη αυτή του άρθρου 25 π αρ.6 του ν.3867/2010 δεν αποκλείει την εφαρμογή του ν.3869/2010, διότι προβλέπει συμβατική ρύθμιση των οφειλών, δηλαδή εξειδικεύει την ύπαρξη ενός δικαιώματος που διαθέτει κάθε δανειστής, ενώ αντιθέτως με το ν.3869/2010 προβλέπεται η ταυτόχρονη δικαστική ρύθμιση όλων των οφειλών του υπερχρεωμένου προσώπου. Οι δύο προαναφερθείσες διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του λειτουργούν μεν στη συμβατική σχέση του Ταμείου και των οφειλετών του αλλά δεν είναι δυνατό να διεκδικήσουν ισχύ σε συλλογικές διαδικασίες πτω χευτικής φύσης, όπως αυτή του ν.3869/2010, οι οποίες βασίζονται στην κοινωνία ζημίας όλων ανεξαιρέτως των δανειστών, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για πιστωτικά ιδρύματα ή άλλους ιδιώτες και ανεξαρτήτως της προέλευσης των οφειλών. Η εξαίρεση τω ν οφειλώ ν π ρος το από τις διατάξεις του ν.3869/2010 παρίσταται αδικαιολόγητη, εφ όσον δεν εξαιρούνται ούτε οι οφειλές από στεγαστικά δάνεια που χορήγησαν τα άλλα πιστω τικά ιδρύματα. Η ερμηνευτική εξαίρεση των οφειλών προς το από τις διατάξεις του ν.3869/2010 παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 του Συντάγματος) κατά διττό τρόπο, διότι αφενός οι οφειλέτες του θα στερούνταν αναιτιολόγητα την προστασία των ευνοϊκών διατάξεων του ν.3869/2010 έναντι των δανειοληπτών των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων και αφετέρου τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα θα υποχρεούνταν να δέχονται τη μείωση των χρηματικών απαιτήσεών τους μέσω της αναγκαστικής συμμετοχής τους στη διαδικασία του ν.3869/2010 σε αντίθεση με το που θα διατηρούσε αλώβητες τις δικές του απαιτήσεις. Ο δικαιολογητικός λόγος που ενδεχομένως θα μπορούσε να προβληθεί και σχετίζεται με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου του δημόσιου χαρακτήρα του (άρθρα 1 και 2 Π.Δ. 95/1996 ), ήταν γνωστός στο νομοθέτη κατά τη θέσπιση και τις τροποποιήσεις του ν.3869/2010 αλλά αυτός προτίμησε να μην συμπεριλάβει το στους δημόσιους φορείς, οι οφειλές προς τους οποίους εξαιρούνται από το πεδίο ρύθμισης του νόμου αυτού. Συνεπώς, του νόμου μη διακρίνοντος, ούτε το Δικαστήριο δύναται να διακρίνει και να αντιμετωπίσει διαφορετικά τις οφειλές των υπερχρεωμένων π ροσώ π ω ν π ρος το από ότι τις οφειλές τους προς τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Κατά συνέπεια ο π ρώ τος λόγος της έφεσης είναι νομικά αβάσιμος. Κατ άρθρο 455 ΑΚ ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση). Κατ' άρθρο 460 ΑΚ ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και στους τρίτους πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Η εκχώρηση είναι αμετάκλητη, εκτός εάν συμφωνηθεί άλλως. Αντικείμενο εκχώρησης είναι δυνατό να είναι και η μέλλουσα απαίτηση. Η συμφω νία μεταξύ του ' 5
του δανειολήπτη, με την οποία ο δεύτερος προς εξόφληση του δανείου που έλαβε από το πρώτο, εκχωρεί σε αυτό την απαίτηση έναντι του εργοδότη του για μέρος του μισθού του, είναι έγκυρη και πλέον της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων στηρίζεται και στο άρθρο 62 παρ.1 ν.2214/1994. Ζήτημα προκύπτει, εάν είναι δυνατό να περιληφθεί σε ρύθμιση κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010 μία οφειλή από δάνειο που έλαβε φυσικό πρόσω πο από το, εφ όσον ήδη έχει εκχω ρήσει μέρος των αποδοχώ ν του σε αυτό. Κατ αρχήν η εγκυρότητα της σύμβασης εκχωρήσεως συνεπάγεται ότι το δικαιούται να εισπράττει απ ευθείας από τον εργοδότη επί μισθωτού ή από τον ασφαλιστικό φορέα επί συνταξιούχου το μέρος των αποδοχών του οφειλέτη, το οποίο εκχωρήθηκε. Κατά τη ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου δανειολήπτη δυνάμει των διατάξεω ν του ν.3869/2010 το δικαίωμα που έχει αποκτήσει το με τη σύμβαση εκχωρήσεως είναι δυνατό να αλλοιώνεται και δη να περιορίζεται κατά το μέτρο που υπαγορεύουν οι ανάγκες της ρύθμισης. Δεν τίθεται εν αμφιβολία η εγκυρότητα της σύμβασης εκχωρήσεως ούτε πρόκειται για καταγγελία αυτής εκ μέρους του εκχωρητή αλλά για εφαρμογή διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες λόγω αυτής της φύσης τους επιδρούν στη συναφθείσα ενοχική σύμβαση και ματαιώνουν την ολοσχερή ικανοποίηση της απαίτησης του, η οποία επιδιώχθηκε με την εκχώρηση της απαίτησης του δανειολήπτη επί τμήματος των αποδοχών του. Η ρύθμιση των οφειλών του υπερχρεωμένου δανειολήπτη κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010 αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, στα οποία οδήγησε η υπερχρέωση των φυσικών προσώπων ακόμη και στο μη εμπορική τομέα της οικονομίας. Πρόκειται, δηλαδή για διατάξεις, οι οποίες προστατεύουν το κοινωνικό και κατ επέκταση το δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου δικαιολογείται ο περιορισμός του δικαιώματος των δανειστών να ικανοποιήσουν πλήρως τις χρηματικές απαιτήσεις τους, έστω και αν για την ικανοποίηση αυτή χρησιμοποιείται ως νομικό εργαλείο η σύμβαση της εκχώρησης απαιτήσεων και δη τμήματος των αποδοχών (μισθών ή συντάξεων) των οφειλετών. Η αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή η εκχώρηση εκ μέρους του υπερχρεωμένου δανειολήπτη της απαίτησής του να εισπράξει τμήμα των αποδοχών του καταλίπεται ανέπαφη από την εφαρμογή του ν.3869/2010, αντίκειται στη φύση των διατάξεων του νόμου αυτού ως διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, διότι θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του σκοπού του νομοθέτη. Δηλαδή, μέσω της σύμβασης εκχωρήσεως κατ άρθρο 455 ΑΚ θα μπορούσαν οι δανειστές να απαγορεύσουν στον οφειλέτη να ασκήσει το δικαίωμα που του χορηγεί ο ν.3869/2010 να ρυθμίσει τα χρέη του. Τέτοια συμφωνία όμως, η οποία θα απαγόρευε στον υπερχρεωμένο δανειολήπτη να καταφύγει στις ευμενείς γι αυτόν διατάξεις του ν.3869/2010 θα ήταν άκυρη, διότι θα αναιρούσε το χαρακτήρα των διατάξεω ν του νόμου αυτού ως διατάξεω ν αναγκαστικού δικαίου (Αθ. ερμηνεία της σύμβασης
εκχωρήσεως κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συνεπάγεται εν τοις πράγμασι απαγόρευση του υπερχρεωμένου δανειολήπτη να αξιώσει την κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010 ρύθμιση της οφειλής του, η οποία εξυπηρετείται μέσω της εκχώρησης μέρους του μισθού ή σύνταξης. Το γεγονός ότι η εκχώρηση μέρους του μισθού ή σύνταξης του δανειζομένου από το προσώπου είναι υποχρεω τική κατ άρθρο 62 παρ.1 ν.2214/1994 δεν ασκεί έννομη επίδραση, διότι η ως άνω διάταξη αφορά την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των δανείων που χορηγεί το δημόσιας τάξης, τα δε δικαιώ ματα που αποκτά το αλλά δεν είναι διάταξη μέσω της εφαρμογής της υποκύπτουν ενώπιο της εφαρμογής των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του ν.3869/2010. Κατά συνέπεια και ο δεύτερος λόγος της έφεσης είναι νομικά αβάσιμος. Επομένως, το πρω τοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η οφειλή της πρώ της εφεσίβλητης προς το εκκαλούν υπάγεται στις διατάξεις του ν.3869/2010 και έκρινε ότι το ποσό που είχε εκχωρήσει από το μισθό της σε αυτό πρέπει να συμπεριληφθεί στο διαθέσιμο εισόδημά της για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις και γι αυτό και είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, οι οποίοι προβλήθηκαν με τους δύο λόγους της έφεσης. Μετά ταύτα, μη υφιστάμενου άλλου λόγου έφεσης με τον οποίο να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ ουσίαν. Τέλος, κατ άρθρο 8 παρ. 6 του ν.3869/2010 ορθώς δεν επιβλήθηκαν δικαστικά έξοδα στον πρώτο βαθμό με την απόφαση που καθόρισε τις μηνιαίες καταβολές της πρώ της εφεσίβλητης. Τέλος, κα τ άρθρο 8 παρ. 6 του ν.3869/2010 ορθώς δεν επιβλήθηκαν δικαστικά έξοδα στον πρώ το βαθμό με την απόφαση που καθόρισε τις μηνιαίες καταβολές της πρώτης εφεσίβλητης. Με την παρούσα απόφαση όμως, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των παρόντων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του κατ άρθρο 746 εδ.β' ΚΠολΔ, καθ όσον εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτω ση του άρθρου 8 παρ.6 ν.3869/2010, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Αντιθέτως, δεν πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων, διότι αυτές δεν συμμετείχαν στην κατ έφεση δίκη και δεν υπεβλήθησαν σε έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπώ ν διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση. ΑΠΟ ΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ ουσίαν. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των πρώτης, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εφεσιβλήτω ν του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο 7
ποσόν των -260- διακοσίων εξήντα ευρώ για έκαστη εξ αυτών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Ξάνθη, στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 10η Απριλίου 2014 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίω ν δικηγόρων τους. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 8