National David Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ Ήταν ακόμα πρωί. Περίπου επτά. Ο δρόμος που οδηγούσε στο χωριό ήταν άδειος. Η πρωινή πάχνη διαλυόταν. Όμως, η ομίχλη, που τις τελευταίες μέρες είχε σαρώσει το χωριό, δεν έλεγε να φύγει. Ήταν πλέον δύσκολο να δεις σε απόσταση μερικών μέτρων, ιδίως τις πρωινές ώρες. Τα δέντρα δεξιά κι αριστερά του δρόμου ήταν άδεια από φύλλα και τα γυμνά παγωμένα κλαδιά τους έριχναν τρομακτικές σκιές στο δρόμο. Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει κάνοντας την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Η περιοχή πλέον έμοιαζε να σαπίζει κάτω από αυτό το πελώριο σύννεφο που την πλάκωνε. Ο επαρχιακός δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες, οι οποίες είχαν γεμίσει με νερό. Το χώμα, με το οποίο ήταν στρωμένος, είχα βραχεί τόσο πολύ το βράδυ, ώστε να βουλιάζεις σε πολλά σημεία. Η θάλασσα, καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα, ίσα που φαινόταν, κρυμμένη όπως ήταν στην ομίχλη. Ωστόσο, τα κύματα που σηκώνονταν και χτυπούσαν με μανία την ακτή ακούγονταν σε όλο το μικρό όρμο. Το παλιό λεωφορείο προχωρούσε αργά, αλλά σταθερά, στο λασπωμένο δρόμο. Παρά το γεγονός ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και λάσπες, το λεωφορείο δεν είχε κολλήσει πουθενά, πράγμα ιδιαίτερα παράξενο για αυτή τη διαδρομή, η οποία επιφύλασσε τα περισσότερα παραπλήσια «ατυχήματα». Όμως, σήμερα προχωρούσε σταθερά, σα να κουβαλούσε το διάβολο. Ερχόταν από την πόλη και μετέφερε ηλικιωμένους των γύρω χωριών που είχαν πάει πρόσφατα στην πόλη, είτε για να δούνε τα παιδιά τους, είτε για να δούνε το γιατρό. Όλοι ήταν ήσυχοι, πράγμα απόλυτα λογικό για εκείνη την ώρα της ημέρας. Ένας κοιτούσε κάτι χαρτιά, τα οποία πιθανώς του είχε δώσει ο γιατρός του. Μια άλλη κοιτούσε συνεχώς την τσάντα της, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν της έλειπε τίποτα. Στην τελευταία θέση, καθόταν μόνος του ένας άνδρας περίπου εξήντα πέντε χρονών, ίσως και παραπάνω. Ήταν λεπτός και ψηλός, αλλά σκυφτός, όχι τόσο από τα χρόνια, όσο από τα προβλήματα. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες και σκυμμένο πάνω στο πλατύ στήθος του. Φαινόταν να κοιμάται, αλλά μάλλον ήθελε να αποφύγει τα βλέμματα των υπολοίπων. Τα μάτια του ήταν μαύρα και χωμένα βαθιά στις κόγχες τους. Τα ρούχα του, αν και φθαρμένα σε πολλά σημεία, όπως στους αγκώνες ή στο στρίφωμα του παντελονιού, φανέρωναν μια καλή οικονομική κατάσταση και σίγουρα μια άνετη ζωή στην πόλη, μακριά από τη φτώχια, τη μιζέρια και την ερήμωση του χωριού. Τα χέρια του ήταν μεγάλα με μακριά δάχτυλα, αλλά φαίνονταν σα να είχαν χάσει όλο τους το αίμα πρόσφατα. Φορούσε ένα μακρύ καφέ παλτό, το οποίο του έπεφτε λίγο μεγάλο, καθώς πρόσφατα είχε χάσει βάρος, και ένα καπέλο με μικρό γείσο. Όταν το λεωφορείο έφτασε στη στάση, ο ίδιος σηκώθηκε, πήρε τη βαλίτσα του, μια παλιά ταλαιπωρημένη βαλίτσα η οποία ήταν χωμένη κάτω από τα πόδια του, και προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα. Όταν έφτασε εκεί, είδε έξω από το λεωφορείο ένα παλιό ξύλινο παγκάκι με σιδερένια πόδια, τα οποία
είχαν αρχίσει να σκουριάζουν. Στην αριστερή άκρη καθόταν ένας άλλος άνδρας τυλιγμένος σε ένα μακρύ τριμμένο παλτό με ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό του, μία τραγιάσκα στο κεφάλι του και τα χέρια βυθισμένα στις τσέπες. Ήταν περίπου το ίδιο ψηλός με τον ίδιο, αλλά φαινόταν περισσότερο γερασμένος και ελαφρά πιο εύσωμος. Όταν τον είδε στην πόρτα, σηκώθηκε και πλησίασε με αργά βήματα. Κατέβηκε από το λεωφορείο και στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Η πόρτα του λεωφορείου έκλεισε πίσω του με ένα μικρό κρότο και το λεωφορείο συνέχισε τη διαδρομή του. Έμειναν να κοιτάζονται για λίγες στιγμές, χωρίς να κάνουν τίποτα. Aυτός που είχε κατέβει από το λεωφορείο κρατούσε ακόμη τη βαλίτσα και κοιτούσε προς τα κάτω. Τότε, ο άλλος είπε αποφασιστικά: - Λοιπόν, τι θα κάνεις, Κώστα; Έτσι θα μείνεις; Ο Κώστας σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. - εν περίμενα να έρθεις, είπε. - Κι όμως, ήρθα, είπε ψυχρά ο άλλος Γύρισε προς τα αριστερά κι έκανε ένα διστακτικό βήμα. Στη συνέχεια, γύρισε προς τον Κώστα. - Έλα. Έχουμε πολλά να πούμε. Ο Κώστας τον ακολούθησε. Λίγο αργότερα, οι δυο τους κάθονταν στο καφενείο του χωριού. Ήταν οι μοναδικοί πελάτες, κι έτσι είχαν κάτσει στο τραπέζι δίπλα στη βαριά μαντεμένια σόμπα, ένα τραπέζι στο οποίο δεν μπορούσες να κάτσεις με τίποτα, αν το καφενείο ήταν γεμάτο. Από τα παράθυρα στον απέναντι τοίχο, φαίνοντας ο δρόμος και από εκεί και πέρα τίποτα. Η ομίχλη έκρυβε τα πάντα. Ο καφετζής, ένας πενηντάρης με κοντά μαλλιά και μεγάλο στομάχι, φαινόταν εκνευρισμένος από την ομίχλη, που είχε διώξει τους πελάτες του. Ενώ έφτιαχνε τον καφέ, κοιτούσε, που και που, από τα παράθυρα με αγανάκτηση. Όταν ο καφές ήταν έτοιμος, πήρε το παλιό μπρίκι από τη χόβολη και έχυσε τον καφέ σιγά-σιγά σε δύο άσπρα φλιτζάνια, με χείλος βαμμένο χρυσό, προσέχοντας να έχουν και οι δύο καϊμάκι. Στη συνέχεια, έβαλε τα φλιτζάνια σε ένα ξεβαμμένο πράσινο δίσκο και προχώρησε προς το τραπέζι. Οι δυο ηλικιωμένοι άνδρες κάθονταν αναπαυτικά στις καρέκλες. Είχαν βγάλει τα παλτά τους και τα είχαν κρεμάσει στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα μαζί με το καπέλο, την τραγιάσκα και το κασκόλ. Τα πόδια και των δυο ήταν απλωμένα προς τη σόμπα. Ο καφετζής είχε προσέξει ότι ο ένας δεν ήταν από το χωριό και τον κοιτούσε παράξενα. Όταν έφτασε στο τραπέζι και άφησε έναένα τα φλιτζάνια πάνω του, έχυσε λίγο από τον καφέ του συγχωριανού του. - Λεφτά, λεφτά, κυρ-γιάννη, είπε με χαρά. - Μακάρι, απάντησε ο Γιάννης. Ο καφετζής πήρε το δίσκο του και προχώρησε προς τον πάγκο του. Ο Γιάννης σήκωσε το φλιτζάνι του, ήπιε μια γουλιά από τον καυτό καφέ και τον ξανάφησε στη θέση του. Μετά, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε εξεταστικά τον Κώστα. Ο Κώστας σήκωσε κι αυτός το φλιτζάνι του και το έφερε στα χείλη του, κοιτάζοντας κι αυτός το Γιάννη. - Λοιπόν, θα μου πεις; είπε ο Γιάννης. - Να σου πω τι; είπε ο Κώστας αφήνοντας το φλιτζάνι του πίσω στο τραπέζι. Ξαφνικά, ο Γιάννης ξέσπασε.
- Τι να μου πεις; Να μου πεις πώς και ξαφνικά εμφανίστηκες εδώ! Πώς και θυμήθηκες μετά από τόσα χρόνια ότι έχεις οικογένεια. Η φωνή του χαμήλωσε. - Να μου πεις γιατί μας παράτησες πριν από τόσα χρόνια. Ο Κώστας χαμήλωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πόδια του, τα οποία, αν και παρέμεναν απλωμένα προς τη σόμπα, είχαν μαζευτεί λίγο. Ο Γιάννης έμεινε να τον κοιτάει για λίγη ώρα. Ξαφνικά, ο Κώστας σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να μιλάει, διστακτικά στην αρχή, πιο αποφασιστικά στη συνέχεια. - Όλα άρχισαν με κείνους τους φίλους μου στην πόλη. Είχαν σκαρώσει μια καλή δουλειά και μου πρότειναν να μπω κι εγώ μέσα. Έτσι έφυγα χωρίς να σας πω τίποτα. Τόσα χρόνια η δουλειά πήγαινε καλά. Όμως, κάποια στιγμή ένας δικηγόρος βρήκε κάποια στοιχεία για παράνομες δουλειές και μπήκαμε όλοι στη φυλακή. Έχει μόλις τρεις βδομάδες που βγήκα και σου έστειλα το γράμμα. Ο Κώστας κι ο Γιάννης είχαν φύγει πριν από λίγη ώρα και το καφενείο ήταν σχεδόν άδειο. Οι μόνοι που βρίσκονταν εκεί ήταν ο καφετζής και η γυναίκα του. - Έτσι, που λες. Ήρθε ο Γιάννης ο Μπάλμας εδώ με τον αδερφό του, έλεγε ο καφετζής στη γυναίκα του. Είχε φύγει πριν από πολλά χρόνια και είχε μπει στη φυλακή. Βγήκε μόλις πριν τρεις βδομάδες. Είχε μπλέξει, λέει, με κάτι παράνομες δουλειές στην πόλη. - Α πα πα, έλεγε η γυναίκα του. Κοίτα να δεις! - Τώρα πάνε στο σπίτι του Γιάννη. Θα μείνει εκεί το βράδυ. - Πω πω, τι έβαλε στο σπίτι του ο κυρ-γιάννης, έλεγε αναστατωμένη η γυναίκα του, όχι γιατί συμπαθούσε τον κυρ-γιάννη, αλλά γιατί σκεφτόταν σε πόσους είχε να πει τα νέα. Το ίδιο βράδυ, κάποιος είδε μια σκιά να μπαίνει στο παράθυρο της κόρης του κοινοτάρχη. Οι απεγνωσμένες κραυγές της κοπέλας που ακούστηκαν στη συνέχεια, ήταν αρκετές για να βγάλουν όλους τους γείτονες στα παράθυρα. Πολλοί είδαν αυτή τη σκιά να ξαναβγαίνει από το παράθυρο μαζεύοντας το παντελόνι της. Ήταν φως φανάρι τι είχε γίνει. Λίγο αργότερα, πολλοί είχαν μαζευτεί στο δρόμο μπροστά από το σπίτι του κοινοτάρχη, παρά το κρύο και την υγρασία, τυλιγμένοι στα νυχτικά και τις ζακέτες του. Τα κεριά και τα φανάρια που κρατούσαν στα χέρια τους έριχναν ένα θαμπό φως στα πρόσωπά τους, χωρίς, όμως, να διαλύουν την ομίχλη. Ο διοικητής της χωροφυλακής ήταν ήδη μέσα. Από όλο το δρόμο ακούγονταν φωνές. - Ήταν άνδρας. Ψηλός και λεπτός. Γύρω στα εξήντα. - Λένε πως τον είδαν να πηδάει εκείνη τη μάντρα και να πηγαίνει προς το σπίτι του Γιάννη του Μπάλμα. - Αλήθεια, μάθατε ποιον φιλοξενεί ο Μπάλμας; - Τον αδερφό του, λέει, που ήταν κατάδικος. - Να δείτε που αυτός το κανε. Ταιριάζει κι η περιγραφή. - Ναι, ναι! Αυτός ήταν! Και οι φωνές πλήθαιναν.
Το άλλο πρωί, η ομίχλη συνέχιζε να σαρώνει την περιοχή. Στη στάση του λεωφορείου, καθισμένες στο παγκάκι, αχνοφαίνονταν δυο γέρικες ανδρικές φιγούρες. Και οι δύο ήταν τυλιγμένοι με μακριά παλτά και φορούσαν ο ένας ένα καπέλο κι ο άλλος μια τραγιάσκα. ίπλα στα πόδια του ενός βρίσκονταν μια παλιά ταλαιπωρημένη βαλίτσα. Κανείς από τους δύο δε μιλούσε. Μετά από λίγο, φάνηκαν στο βάθος του δρόμου τα φώτα του λεωφορείου, το οποίο ερχόταν αργά και σταθερά προς το μέρος των δύο αντρών. Περίπου πενήντα μέτρα πριν φτάσει στη στάση, το λεωφορείο κόλλησε σε μία λακκούβα γεμάτη λάσπες, οι οποίες δεν είχαν στεγνώσει από χθες, λόγω της ομίχλης. Ο οδηγός αναγκάστηκε να βγάλει τους επιβάτες από το όχημα. Ο εισπράκτορας έριξε πέτρες κάτω από τη ρόδα που είχε πέσει στη λακκούβα, για να μπορέσει το λεωφορείο να προχωρήσει και να βγει από τις λάσπες. Τελικά, μετά από λίγη ώρα, το λεωφορείο «ξεκόλλησε» και οι επιβάτες ξαναμπήκαν μέσα και κάθισαν στις θέσεις τους. Όταν το λεωφορείο έφτασε στη στάση, οι δυο άντρες, που δεν ήταν άλλοι από τον Κώστα και το Γιάννη, ήταν ήδη όρθιοι. Ο Κώστας σήκωσε τη βαλίτσα του και προχώρησε προς την πόρτα, που άνοιξε. Μπήκε στο λεωφορείο, έκοψε ένα εισιτήριο και προχώρησε προς το πίσω μέρος του λεωφορείου για να καθίσει. Η πόρτα έκλεισε με το γνωστό μικρό κρότο και το λεωφορείο έφυγε αφήνοντας το Γιάννη μόνο του. Μετά από λίγο, ο Γιάννης άφησε τη στάση. Όμως, αντί να προχωρήσει προς το χωριό, προχώρησε προς τη θάλασσα. Σε κάθε του βήμα, η μυρωδιά της αλμύρας πύκνωνε στην ατμόσφαιρα. Η πυκνή ομίχλη διαλυόταν γύρω από την έρημη ακτή αφήνοντάς τον να δει την παραλία, η οποία επί μέρες ήταν κρυμμένη. Προχώρησε προς την προβλήτα, τα παμπάλαια ξύλα της οποίας είχαν πρασινίσει από την υγρασία και την αλμύρα. Πολλά κρέμονταν ήδη σπασμένα και σάπια. Πολλοί αναρωτιούνταν πώς κι έστεκε ακόμη όρθια, όμως η κοινότητα δεν έκανε ποτέ τίποτα για να την επισκευάσει. Ανέβηκε στην προβλήτα. Τα κύματα έσκαγαν τριγύρω της με μανία και η ομίχλη κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της θάλασσας γύρω του, κάνοντάς την ακόμη πιο τρομακτική και μυστηριώδη. Προχώρησε προς την άκρη της. Φτάνοντας στην άκρη, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την απέραντη θάλασσα η οποία μόλις που φαινόταν μέσα στην ομίχλη. άκρυα έτρεξαν από τα μάτια του και έσκυψε ξανά το κεφάλι του. Ξαφνικά, ένας άνδρας εμφανίστηκε αριστερά του. - Τι έχεις; τον ρώτησε. Ο Γιάννης τον κοίταξε έκπληκτος. εν είχε δει ή ακούσει κανέναν να πλησιάζει. - Τίποτα, τίποτα, απάντησε σκουπίζοντας με μια βιαστική κίνηση τα μάτια του. Συνέχισε να τον κοιτάζει. Ο άνδρας ήταν κοντός και χοντρός. Κοιτούσε τη θάλασσα με το άδειο βλέμμα του. Φορούσε τα ίδια ρούχα μ αυτόν και, παρότι φαινόταν νεότερος, είχε το ίδιο πρόσωπο με αυτόν. - Ποιος είσαι; τον ρώτησε ο Γιάννης. - Κι όμως,έχεις κάνει κάτι που σε βαραίνει και το κρύβεις, είπε ο άλλος. Ο Γιάννης τον κοίταξε έντρομος. Όμως, κάτι τον έσπρωχνε να τα πει όλα. - Ναι, ψιθύρισε πνιχτά. Εγώ βίασα την κόρη του κοινοτάρχη. Από καιρό ήθελα να το κάνω.
Έκανε μια μικρή παύση. - Και έδιωξα τον αδερφό μου, για να παρουσιάσω το έγκλημα ως δικό του, συνέχισε το ίδιο πνιχτά. Έσκυψε το κεφάλι του. Καινούρια δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του. - Το ξέρω, απάντησε ο άλλος. Ο Γιάννης σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ακόμη πιο τρομαγμένος. Ο άλλος γύρισε σιγά-σιγά το κεφάλι του και τον κοίταξε για πρώτη φορά. Το βλέμμα του ήταν άγριο και ταυτόχρονα ήρεμο. - Είμαι η συνείδησή σου, είπε. Και πριν ο Γιάννης προλάβει να αντιδράσει, ο κοντός άντρας τον έσπρωξε προς τη θάλασσα και τον έριξε μέσα. Ο Γιάννης πάλεψε λίγα δευτερόλεπτα με τα κύματα για να βγει στην επιφάνεια. Το βρεγμένο παλτό και τα παπούτσια του εμπόδιζαν κάθε του κίνηση. Ωστόσο, προσπάθησε να φτάσει στην επιφάνεια για να πάρει μια ανάσα. Όμως, δεν κατάφερε να το κάνει. Ενώ ετοιμαζόταν να βγάλει το κεφάλι του από το νερό, δύο κοντόχοντρα δυνατά χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του σπρώχνοντάς τον πάλι πίσω στο νερό και διακόπτοντας την αναπνοή του. Ο κοντός άντρας ο οποίος τον είχε ρίξει στη θάλασσα είχε σκύψει πάνω από το δεξιό άκρο της προβλήτας, είχε βουτήξει τα χέρια του στο νερό και τον έσπρωχνε με δύναμη προς το βυθό. Κάτω από το νερό, ο Γιάννης έβλεπε το πρόσωπό του να χαμογελά χαιρέκακα. Πάλεψε με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Χτυπούσε τα πόδια του για να βγει στην επιφάνεια. Έσπρωχνε τα χέρια του άλλου με τα δικά του για να αποδεσμευτεί. Όμως, τίποτα. Ο άλλος ήταν πιο δυνατός. Μετά από λίγα λεπτά, ο Γιάννης άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δολοφόνος του σηκώθηκε όρθιος, τίναξε τα μανίκια του και προχώρησε προς την ακτή. Καθώς περπατούσε, χάθηκε μες στην ομίχλη. Κανείς άλλος δεν τον είδε. Την ίδια μέρα, φύσηξε άνεμος και η ομίχλη διαλύθηκε. Το πτώμα του Γιάννη βρέθηκε στην παραλία. Το είχε ξεβράσει το κύμα. Τα πνευμόνια του ήταν γεμάτα νερό. Τα ρούχα του ήταν εντελώς κατεστραμμένα. Και το δέρμα του είχε γίνει κάτασπρο σα σεντόνι. εν υπήρχαν πουθενά σημάδια πάλης. Ακούστηκε πως πνίγηκε το ίδιο πρωί. Πήγε στην προβλήτα και έπεσε μέσα στο νερό. Και οι φήμες στο χωριό οργίαζαν. - Ήταν σίγουρα αυτοκτονία. - Ναι, ναι. - Πνίγηκε από την ντροπή του, λένε. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΑΡΑΚΗΣ Β 2