ZHTHMATA EΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΕΣΔΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Νίκος Φραγκάκης * I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αρχή της ισότητας και η απαγόρευση των διακρίσεων είναι πρωταρχικής σημασίας αξιώματα στο όλο σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η Οικουμενική Διακήρυξη τα προτάσσει (άρθρα 1 και 2), όπως και τα Σύμφωνα των ΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρα 2 και 3). Το ίδιο ισχύει και για πολλά εθνικά συντάγματα, όπως το ελληνικό (άρθρα 4 και 5). Τα θύματα των διακρίσεων, ανάμεσα τους αυτά που έχουν υποστεί τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία, προστατεύονται, επίσης, από την ΕΣΔΑ. Η διάταξη της ΕΣΔΑ που προσφέρει τις μεγαλύτερες δυνατότητες προστασίας κατά των διακρίσεων είναι εκείνη του άρθρου 14, η οποία ορίζει ότι [η] χρήση των αναγνωριζόμενων στην παρούσα σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως. Η διάταξη του άρθρου 14 έχει επανειλημμένα απασχολήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφού η επίκληση της είναι συχνή από τους προσφεύγοντες, που αναζητούν επιχειρήματα για να τη συνδυάσουν με την παραβίαση άλλων διατάξεων της Σύμβασης. Παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη 1. Στην παρούσα συμβολή, αφού προηγηθεί μια εισαγωγική παράθεση ορισμένων από τα χαρακτηριστικά της διατάξεως του άρθρου 14 που θα συντείνουν στην ανάπτυξη που θα επακολουθήσει, θα επιχειρηθεί η παρουσίαση της πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ για το άρθρο 14 * Δικηγόρος, πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, μέλος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ευχαριστώ την συνεργάτρια μου Λιάνα Κουνάδη για τη βοήθεια της. 1 Από την πρόσφατη βιβλιογραφία, βλ. Jacobs & White The European Convention on Human Rights, 4 th edition 2006, Oxford University Press, ιδίως το κεφ. 19. Βλ. και Ν. Φραγκάκη «Η καταπολέμηση των διακρίσεων στα πλαίσια της ΕΣΔΑ» στο Ι. Κτιστάκι (επιμ.) Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ερμηνεία και εφαρμογή του Ελληνικού Δικαίου, εκδ. Εθνικής Σχολής Δικαστών/Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σ. 285-309 του ίδιου «Η απαγόρευση των διακρίσεων στη νομολογία του ΕΔΔΑ και το 12 ο Πρόσθετο στην ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο» ΕΕΕυρΔ Ειδικό Τεύχος (2001) 531-552. 1
σε δύο ποινικές υποθέσεις με επίκεντρο τη φυλετική καταγωγή των θυμάτων: μία με κράτος-παραβάτη την Βουλγαρία και μία «ελληνική». Ας σημειωθεί, πάντως, εκ προοιμίων, ότι οι αποφάσεις αυτές είναι ιδιαιτέρως και γενικότερα διαφωτιστικές για τον τρόπο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) οδηγείται, από την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που προκύπτουν από τον φάκελο της υπόθεσης που έχει σχηματισθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στην κρίση ότι μια διάταξη της Σύμβασης έχει παραβιασθεί. Τρία γενικά χαρακτηριστικά της διατάξεως του άρθρου 14 θα εντοπισθούν στο σημείο αυτό. Πρώτον, ότι με την εν λόγω διάταξη δεν κατοχυρώνεται καμία γενική αρχή της ισότητας, αλλά μόνον η ισότητα στη χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση και τα πρόσθετα αυτής πρωτόκολλα. Δεύτερον, ότι είναι μεν δυνατόν να μην παραβιάζεται καθ εαυτήν ουσιαστική διάταξη της Σύμβασης με την οποία κατοχυρώνεται δικαίωμα ή ελευθερία, πλην η παραβίαση να στοιχειοθετείται σε συνδυασμό της ουσιαστικής διάταξης και εκείνης του άρθρου 14. Τρίτον, η διάταξη του άρθρου 14 έχει γενικό χαρακτήρα, έτσι ώστε, εάν σε επιμέρους διάταξη κατοχυρώνεται η ειδικότερη μορφή της αρχής της ισότητας, τότε, εφόσον το ζήτημα ερευνήθηκε υπό το πρίσμα της ειδικής διάταξης, η έρευνα υπό το πρίσμα της γενικής να καθίσταται αλυσιτελής. α. Μη κατοχύρωση της αρχής της ισότητας ως γενικής αρχής Με πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κριθεί ότι «το άρθρο 14 της Συμβάσεως συμπληρώνει τις άλλες κανονιστικές ρήτρες της Συμβάσεως και των πρωτοκόλλων. Δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη, καθόσον ισχύει αποκλειστικώς για την χρήση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που οι ρήτρες αυτές εγγυώνται (...). Δεν εφαρμόζεται εάν τα γεγονότα της διαφοράς δεν δύνανται να υπαχθούν σε καμιά από τις ως άνω ρήτρες». Επομένως, δεν διαπιστώνεται η παραβίαση του άρθρου 14 αυτοτελώς, αλλά μόνο σε συνδυασμό προς κανονιστική ρήτρα της Συμβάσεως ή των πρωτοκόλλων με την οποία κατοχυρώνεται δικαίωμα ή ελευθερία 2. 2 Απόφαση Van Raalte κατά Ολλανδίας, 21.2.1997 παρ. 33. Βλ. ανάλυση της υπόθεσης στο Ι. Σαρμά Η νομολογία του ΕΔΔΑ και της Επιτροπής, σ. 439 επ.. 2
Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο κρίνει συνήθως ότι δεν είναι αναγκαία η εξέταση της ουσιαστικής διάταξης σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 14, όταν διαπιστώνεται αυτοτελής παραβίαση της πρώτης. Η παραπάνω νομολογία οδηγεί τη διάταξη του άρθρου 14 σε θέση επικουρικής, μάλλον, παρά συμπληρωματικής θεμελίωσης μιας παραβίασης. Εξάλλου, δεν υπάρχουν περιπτώσεις που η Επιτροπή (μέχρι το 1998 που καταργήθηκε με το 11 ο Πρωτόκολλο) ή το Δικαστήριο, στα 50 χρόνια της ιστορίας του, να διαπίστωσαν μη παραβίαση ουσιαστικής διάταξης και στη συνέχεια να έκριναν ότι είναι αναγκαία η εξέταση παραπόνου για διακρίνουσα μεταχείριση θεμελιούμενη αποκλειστικά στο άρθρο 14. Συνεπώς το άρθρο 14 αποκτά, κατά κανόνα, σημασία μόνο αν η διάταξη σε συνδυασμό με την οποία γίνεται επίκληση του, δεν έχει παραβιασθεί αυτοτελώς. Έτσι, για παράδειγμα, εφόσον το Δικαστήριο απεφάνθη επί του ζητήματος της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων στο επίπεδο του άρθρου 6 παρ.1, η εξέταση του αυτού ζητήματος υπό το πρίσμα του άρθρου 14 σε συνδυασμό προς το άρθρο 6 παρ.1 δεν θέτει διάφορο ζήτημα 3. Ο κανόνας όμως έχει τις εξαιρέσεις του: Στην υπόθεση της Καθολικής Εκκλησίας των Χανίων (16.12.1997) το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 14, μολονότι είχε ήδη διαπιστώσει αυτοτελή παραβίαση του άρθρου 6. Στην κρίση για την ύπαρξη επιπλέον παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 1, το Δικαστήριο κατέληξε αφού διαπίστωσε ότι η αιτούσα εκκλησία 4 «στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη λόγω μη αναγνωρίσεως σε αυτήν από την ελληνική δικαιοσύνη της ιδιότητας του διαδίκου ή, εν γένει, νομικής προσωπικότητας, ενώ το ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει την ιδιότητα αυτή στην ορθόδοξη Εκκλησία και στην Εβραϊκή Κοινότητα. Κατά το Δικαστήριο καμία δικαιολογία αντικειμενική και εύλογη δεν παρεσχέθη από την καθής κυβέρνηση για την διαφορετική αυτή αντιμετώπιση» 5. Στο σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμη μία αναφορά στην απόφαση Θλιμμένος κατά Ελλάδας (6.4.2000), όπου διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 9, που οφειλόταν στην υπάρχουσα νομοθεσία και όχι στην εφαρμογή της. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η σύμφωνα με το άρθρο 14 απαγόρευση διάκρισης παραβιάζεται επίσης όταν το κράτος, χωρίς αντικειμενική και εύλογη 3 Απόφαση, Ankerl κατά Ελβετίας (23.10.1996). 4 Βλ. Ν. Φραγκάκη «Η καταπολέμηση των διακρίσεων στα πλαίσια της ΕΣΔΑ», ο.π. σελ. 289-290. 5 Απόφαση Καθολική Εκκλησία των Χανίων κατά Ελλάδας (16.12.1997), παρ. 47. 3
αιτιολόγηση, αδυνατεί να μεταχειριστεί διαφορετικά, πρόσωπα των οποίων οι καταστάσεις είναι σημαντικά διαφορετικές. Το άρθρο 14 παραβιάζεται επίσης όταν προκύπτει σαφώς ότι δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό. Ειδικότερα, στην σκέψη 44 αναφέρεται ότι: «To Δικαστήριο έχει μέχρι τούδε θεωρήσει ότι το δικαίωμα υπό το Άρθρο 14 να μην γίνονται διακρίσεις κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση παραβιάζεται όταν το Κράτος αντιμετωπίζει διαφορετικά πρόσωπα σε ανάλογες καταστάσεις χωρίς να παρέχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση (βλ. απόφαση Inze [28.10.87], σελ. 18, παρ. 41). Ωστόσο το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτή δεν είναι η μόνη όψη της απαγόρευσης διάκρισης στο Άρθρο 14. Το δικαίωμα μη διάκρισης κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση παραβιάζεται επίσης όταν το Κράτος χωρίς αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση αδυνατεί να μεταχειριστεί διαφορετικά, πρόσωπα των οποίων οι καταστάσεις είναι σημαντικά διαφορετικές». β. Ο μηχανισμός της παραβίασης του άρθρου 14 «σε συνδυασμό» Στη θεμελιώδη απόφαση του για ορισμένες όψεις της γλωσσικής εκπαίδευσης στο Βέλγιο (23.7.1968), το Δικαστήριο εξέθεσε αναλυτικά τη θέση του ως προς το μηχανισμό της εξέτασης του ζητήματος της παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό προς κανονιστική διάταξη της Σύμβασης ή των προσθέτων πρωτοκόλλων με την οποία κατοχυρώνονται δικαιώματα ή ελευθερίες. Κατά το Δικαστήριο: «Ενώ είναι αληθές ότι αυτή η εγγύηση δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη υπό την έννοια ότι κατά τη διατύπωση του άρθρου 14 σχετίζεται μόνο με δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από τη Σύμβαση, ένα μέτρο που είναι καθ εαυτό σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του άρθρου το οποίο κατοχυρώνει το εν λόγω δικαίωμα ή ελευθερία, μπορεί, εν τούτοις, να παραβιάζει αυτό το άρθρο σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 για το λόγο ότι είναι ανίσου φύσεως. Έτσι, τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των συμβαλλομένων Κρατών μπορεί να μην αντλούν από το άρθρο 2 του 1 ου προσθέτου πρωτοκόλλου το δικαίωμα συμμόρφωσης των δημοσίων αρχών προς το αίτημά τους για δημιουργία ενός ειδικού εκπαιδευτικού καταστήματος. Παρ όλα αυτά, ένα Κράτος που ίδρυσε τέτοιο κατάστημα, κατά τον καθορισμό πρόσβασης σε αυτό, δεν μπορεί να θεσπίσει κανόνες δυσμενούς διάκρισης κατά το άρθρο 14». Σε αυτήν την περίπτωση θα στοιχειοθετηθεί παραβίαση του δικαιώματος ή της ελευθερίας όπως εξαγγέλλονται 4
από το οικείο άρθρο σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 6. Είναι, δηλαδή, σαν το άρθρο 14 να αποτελούσε αδιάσπαστο ζεύγμα με καθένα από τα άρθρα με τα οποία προστατεύονται δικαιώματα και ελευθερίες ή σαν να πρόκειται για «κατ ιδέαν συρροή» 7 του πραγματικού των δύο διατάξεων. II. Η ΥΠΟΘΕΣΗ NACHOVA KATA ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ Η υπόθεση Nachova κατά Βουλγαρίας αφορά την ανθρωποκτονία από την στρατιωτική αστυνομία δύο βουλγάρων στρατιωτών καταγωγής Ρομά, κατά τη διάρκεια επιχείρησης για τη σύλληψη τους. Το Α Τήμα του Δικαστηρίου εξέδωσε στις 26.2.2004 την απόφασή του με την οποία διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 8. Μετά από αίτηση της βουλγαρικής κυβέρνησης η υπόθεση ξανασυζητήθηκε από το δεκαεπταμελές Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης που εξέδωσε τη δική του αμετάκλητη απόφαση στις 6.7.2005. Μολονότι οι διάδικοι συμφωνούσαν να περιοριστεί το ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης αντικείμενο της διαφοράς μόνο στο πεδίο του άρθρου 14 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο επανεξέτασε και τα ζητήματα που αφορούσαν την παραβίαση του άρθρου 2, που είχε δεχτεί το επταμελές τμήμα και εκείνη του άρθρου 13 για την οποία το πρώτο τμήμα δεν είχε διαπιστώσει αυτοτελή παράβαση 9. Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο αποφάσεων εντοπίζεται στο πεδίο του άρθρου 14. Το Α Τμήμα έκρινε ότι παραβιάστηκαν τόσο οι διαδικαστικές, όσο και οι ουσιαστικές πλευρές του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του που το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του ζεύγματος των διατάξεων των άρθρων 2 και 14 και ειδικότερα κατά τη διαδικαστική διάσταση του τελευταίου (μη διεξαγωγή ικανοποιητικής έρευνας των συνθηκών 6 Βλ. Σαρμά, ο.π., σελ. 448. 7 Κατά την, δανεισμένη από το ποινικό δίκαιο, διατύπωση του Βεγλερή. 8 Το άρθρο 2 ΕΣΔΑ ορίζει τα εξής: 1.Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του νόμου δια της ποινής ταύτης.. 9 Το άρθρο 13 ΕΣΔΑ ορίζει τα εξής: «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». 5
θανάτου των θυμάτων επειδή ήταν Ρομά) και κατά την ουσιαστική πτυχή (αδυναμία της βουλγαρικής κυβέρνησης να πείσει το Δικαστήριο ότι οι θάνατοι δεν οφείλονταν στην φυλετική καταγωγή των θυμάτων). Η κρίση ήταν ενιαία για την ουσιαστική και τη διαδικαστική παραβίαση. Είναι χαρακτηριστική η έμφαση που το Α Τμήμα απέδωσε στη σημασία ευρείας ερμηνείας της προστασίας που παρέχει το άρθρο 14 και η αναφορά που έκανε στη θέσπιση από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης του 12 ου Πρωτοκόλλου, το οποίο είχε ανοίξει για υπογραφή την 4.11.2000 (βλ. παρ. 168 της απόφασης της 26.2.2004). Το 12 ο Πρωτόκολλο προσέθεσε γενική απαγόρευση των διακρίσεων σ εκείνη του άρθρου 14 που, όπως προαναφέρθηκε, εξετάζεται σε συνδυασμό με δικαιώματα που προβλέπονται από κανονιστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ. Η έμφαση, δηλαδή, με το 12 ο Πρωτόκολλο μετακινείται από την, συνδυασμένη, απαγόρευση των διακρίσεων στην ευθεία αναγνώριση ενός δικαιώματος στην ισότητα 10. Το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης αντιμετώπισε χωριστά τη διαδικαστική από την ουσιαστική παραβίαση: Ως προς το ζήτημα της ουσίας, αντίθετα με το Α Τμήμα, έκρινε ότι ο ισχυρισμός για την παράλειψη των αρχών να πραγματοποιήσουν μια αποτελεσματική έρευνα σχετικά με το εριζόμενο ρατσιστικό κίνητρο των επίμαχων ανθρωποκτονιών δεν πρέπει να μεταθέσει το βάρος απόδειξης στην καθής κυβέρνηση όσον αφορά την ύπαρξη παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 2. Κατέληξε έτσι στη μη διαπίστωση ουσιαστικής τους παραβίασης (παρ. 157-159). Στη συνέχεια, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης συμμερίστηκε την ανάλυση του Α Τμήματος ως προς τη διαδικαστική υποχρέωση του κράτους να ερευνήσει εάν υπάρχει ρατσιστικό κίνητρο σε περίπτωση πράξεων βίας (παρ. 160). Συμπλήρωσε δε ότι η υποχρέωση αναζήτησης αιτιώδους συνάφειας ρατσιστικής συμπεριφοράς και βιαιοπραγίας απορρέει μεν απευθείας από το άρθρο 2, μπορεί όμως επίσης «να θεωρηθεί έμμεσα ως μέρος της ευθύνης που έχουν οι αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, να εξασφαλίζουν χωρίς διακρίσεις την απόλαυση του δικαιώματος στη ζωή» (παρ. 161). Εκτιμώντας τη συμπεριφορά των αρμόδιων εθνικών αρχών στην κρινόμενη υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση που επιβάλλει στις εθνικές αρχές το άρθρο 14 σε 10 Το προοίμιο του Πρωτοκόλλου αναφέρεται στην ισότητα όλων απέναντι στο νόμο και στο δικαίωμα τους για ίση προστασία από το νόμο, εκφράζοντας τη συλλογική δέσμευση για τη διασφάλιση της ισότητας μέσω της απαγόρευσης των διακρίσεων. 6
συνδυασμό με το άρθρο 2: να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για να ερευνήσουν αν μια αυθαίρετη διακρίνουσα συμπεριφορά μπορούσε να ασκήσει επιρροή στα γεγονότα (παρ. 168). Η διάσπαση του ελέγχου της παραβίασης του άρθρου 14 με τον τρόπο που την υιοθέτησε η πλειοψηφία 11 μελών του Δικαστηρίου βρήκε αντίθετα έξι μέλη που, στην κοινή εν μέρει μειοψηφούσα γνώμη τους, υπογράμμισαν ότι, αφού το άρθρο 14 δεν έχει αυτόνομη ύπαρξη, είναι τεχνητή και άχρηστη η διάκριση ουσιαστικής και δικονομικής πτυχής, όταν μάλιστα εν προκειμένω διαπιστώνεται η διπλή παραβίαση του άρθρου 2 που θα όφειλε να είχε οδηγήσει και στη διαπίστωση της εξ ολοκλήρου συνδυασμένης παραβίασης με τα άρθρο 14. Η μειοψηφία αναρωτιέται, ακόμη, ποια θα είναι η συνέπεια της συλλογιστικής της απόφασης επί της εφαρμογής και της ερμηνείας του 12 ου Πρωτοκόλλου, το οποίο, κατά σύμπτωση, άρχισε να ισχύει την 01.04.2005 για τις 11 χώρες που το έχουν επικυρώσει (η Βουλγαρία δεν το έχει καν υπογράψει). Η παρατήρηση αυτή υποκρύπτει τον έκδηλο υπαινιγμό ότι είναι παράδοξο, ενώ η απόφαση του Α Τμήματος έκανε ειδική αναφορά στο 12 ο Πρωτόκολλο, εκείνη του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης αποφεύγει ακόμη και να το μνημονέψει, αν και εκδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του, έστω και αν, μέχρι να επικυρωθεί από (και να ισχύσει για) αισθητά μεγαλύτερο αριθμό κρατών μερών, η επίπτωση του στη διαμόρφωση της νομολογίας του Δικαστηρίου θα είναι μάλλον περιορισμένη 11. ΙΙΙ. Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΠΕΚΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ Η απόφαση στην υπόθεση Nachova δημιούργησε νομολογία που ήδη ακολούθησε το Δικαστήριο (Δ Τμήμα) στην υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας (απόφαση της 13.12.2005). Εδώ διαπιστώθηκε παραβίαση, όχι του άρθρου 2, όπως στην Nachova όπου τα θύματα είχαν χάσει τη ζωή τους, αλλά του άρθρου 3 12 στην ουσία του (κακομεταχείριση των Ρομά προσφευγόντων από την αστυνομία) και ως προς την μη αποτελεσματική διερεύνηση του περιστατικού από τις αρχές, ενόψει του ότι κανείς αστυνομικός δεν τιμωρήθηκε για όσα συνέβησαν. Ας σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι, όπως επανέλαβε το Δικαστήριο (παραγ. 45), «το άρθρο 3 κατοχυρώνει μία από τις 11 Βλ. Παρατηρήσεις Ν. Φραγκάκη στην απόφαση της 6.7.2005, ΝοΒ 54. 316 επ. 12 Το άρθρο 3 ΕΣΔΑ ορίζει τα εξής: Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς. 7
πιο θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών. Ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες περιστάσεις, όπως ο αγώνας κατά της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η Σύμβαση απαγορεύει απερίφραστα τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Αντίθετα με πολλές από τις ουσιαστικές διατάξεις της Σύμβασης, το άρθρο 3 δεν προβλέπει καμία εξαίρεση και καμία παρέκκλιση δεν επιτρέπεται βάσει του άρθρου 15 παρ. 2, ακόμα και σε περίπτωση εθνικού κινδύνου». Το μήνυμα που εκπέμπει το Δικαστήριο είναι σαφές: Καμία δικαιολογία, έστω κι αν συνδέεται με την επίκληση τρομοκρατικής απειλής, δεν επιτρέπει βασανιστήρια ή άλλες συναφείς πρακτικές. Δεν θα ήταν ιδιαίτερα τολμηρό αν γενίκευε κανείς την προειδοποίηση του Δικαστηρίου για την απαγόρευση μη ρητά προβλεπόμενων παρεκκλίσεων από τη Σύμβαση, με την πρόφαση των κινδύνων που προαναφέρθηκαν. Του άρθρου, όμως, 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 3) παραβίαση διαπιστώθηκε στην υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος, όπως και στην Nachova, μόνο για το διαδικαστικό ζήτημα της μη διερεύνησης του περιστατικού, ενώ επί της ουσίας, η κακομεταχείριση από την αστυνομία δεν αποδόθηκε σε ρατσιστικά κίνητρα. Επομένως και οι δύο αποφάσεις δέχτηκαν τη συνδυασμένη παραβίαση του 14 μόνο κατά το δεύτερο, το μη ουσιαστικό, τμήμα. Η αναλυτική προσέγγιση του Δικαστηρίου είναι αξιοσημείωτη και διδακτική, γι αυτό και θα παρατεθούν εκτενή αποσπάσματα. α) Το Δικαστήριο στην «ελληνική» αυτή υπόθεση, όσον αφορά το αν το καθού Κράτος είναι υπεύθυνο για εξευτελιστική μεταχείριση βάσει της φυλετικής ή εθνοτικής προέλευσης των προσφευγόντων: 65. [...] επαναλαμβάνει ότι κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, εφαρμόζει τον κανόνα της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Παρ όλα αυτά, δεν αποκλείει την πιθανότητα σε ορισμένες περιπτώσεις προβαλλόμενων διακρίσεων να απαιτήσει από την καθής Κυβέρνηση να αντικρούσει ένα συζητήσιμο ισχυρισμό περί άσκησης διακρίσεων και εάν η Κυβέρνηση δεν καταφέρει να τον αναιρέσει - να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβίασης του άρθρου 14 της Σύμβασης στη βάση αυτή. Ωστόσο, όταν υποστηρίζεται όπως στην παρούσα υπόθεση - ότι το κίνητρο μιας βίαιης πράξης ήταν η ρατσιστική προκατάληψη, η προσέγγιση αυτή θα ισοδυναμούσε με το να ζητηθεί από την καθής Κυβέρνηση να αποδείξει την απουσία μιας συγκεκριμένης υποκειμενικής αντίληψης εκ μέρους του προσώπου που αφορά. Ενώ στα νομικά συστήματα πολλών χωρών για να αποδειχθεί η διακριτική επίδραση μιας πολιτικής ή απόφασης δεν χρειάζεται να αποδειχθεί η ύπαρξη 8
πρόθεσης σε σχέση με την υποτιθέμενη διάκριση στην απασχόληση ή την παροχή υπηρεσιών, η προσέγγιση αυτή είναι δύσκολο να μετατεθεί σε μια υπόθεση όπου υποστηρίζεται ότι μια βίαιη πράξη είχε ως κίνητρο ρατσιστικές αντιλήψεις (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Nachova, παρ. 157). 66. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ενώ η συμπεριφορά των αστυνομικών κατά τη διάρκεια της κράτησης των προσφευγόντων είναι κατακριτέα, η συμπεριφορά τους αυτή καθ εαυτήν αποτελεί ανεπαρκή βάση για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η μεταχείριση των προσφευγόντων από την αστυνομία είχε ρατσιστικά κίνητρα. [ ] Τέλος, το Δικαστήριο δεν θεωρεί, ότι λόγω της αποτυχίας των αρχών να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα σχετικά με τα υποτιθέμενα κίνητρα του περιστατικού, πρέπει να μετατεθεί το βάρος της αποδείξεως στην καθής Κυβέρνηση σε σχέση με την επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 3 της Σύμβασης. Το ζήτημα της συμμόρφωσης των αρχών προς τη διαδικαστική τους υποχρέωση είναι χωριστό και σε αυτό θα επανέλθει παρακάτω το Δικαστήριο (βλ. Υπόθεση Nachova, παρ. 157). Συνοψίζοντας, αφού αξιολόγησε όλα τα σχετικά στοιχεία, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αποδείχτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι στη μεταχείριση των προσφευγόντων από την αστυνομία έπαιξαν ρόλο ρατσιστικές αντιλήψεις και έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 όσον αφορά το ουσιαστικό του σκέλος. β) Τέλος, το Δικαστήριο στην υπόθεση Μπέκος και Κουτρόπουλος, όσον αφορά το θέμα αν το καθού Κράτος συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση του να διερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης ρατσιστικών κινήτρων έκρινε ότι, «κατά τη διερεύνηση βίαιων περιστατικών, οι κρατικές αρχές έχουν επιπλέον καθήκον να προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια για να αποκαλύψουν κάθε ρατσιστικό κίνητρο και να αποδείξουν αν το εθνοτικό μίσος ή οι προκαταλήψεις έπαιξαν ρόλο στα σχετικά συμβάντα. Ομολογουμένως, συχνά είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη να αποδειχτούν τα ρατσιστικά κίνητρα. Οι αρχές οφείλουν να προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια υπό τις περιστάσεις για να συγκεντρώνουν και να εξασφαλίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία, να διερευνούν όλα τα πρακτικά μέσα αποκάλυψης της αλήθειας και να εκδίδουν πλήρως αιτιολογημένες, αμερόληπτες και αντικειμενικές αποφάσεις, χωρίς να παραλείπουν ύποπτα γεγονότα που μπορεί να συνιστούν ένδειξη βίας με 9
ρατσιστικά κίνητρα (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Nachova, αριθ.43577/98 και 43579/98, παρ. 158-59, 26 Φεβρουαρίου 2004)» (παρ.69). Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι «το καθήκον των αρχών να διερευνούν την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ ρατσιστικών αντιλήψεων και βίαιων πράξεων αποτελεί μέρος των διαδικαστικών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το άρθρο 3 της Σύμβασης, αλλά μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στις ευθύνες τους βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης να εξασφαλίζουν τη θεμελιώδη αξία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 χωρίς διακρίσεις» (παρ. 70). Επιπλέον, το Δικαστήριο μολονότι είχε ήδη κρίνει ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το άρθρο 3 της Σύμβασης διότι δεν διεξήγαγαν αποτελεσματική έρευνα σχετικά με το περιστατικό, θεώρησε ότι έπρεπε να εξετάσει χωριστά το παράπονο ότι δεν ερευνήθηκε η πιθανότητα ύπαρξης αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ των προβαλλόμενων ρατσιστικών αντιλήψεων και της κακοποίησης που υπέστησαν οι προσφεύγοντες στα χέρια της αστυνομίας. Κατέληξε, δε, στο συμπέρασμα ότι οι καταγγελίες για άσκηση διακρίσεων από την αστυνομία εις βάρος των Ρομά και άλλων παρόμοιων ομάδων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης σωματικής κακοποίησης και υπερβολικής χρήσης βίας, επέβαλλαν τη διεξαγωγή έρευνας προς εξακρίβωση της αλήθειας. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, «όταν έρχονται στο φως στοιχεία για χρήση ρατσιστικών χαρακτηρισμών από αστυνομικά όργανα σε σύνδεση με καταγγελίες για κακομεταχείριση κρατουμένων που ανήκουν σε εθνοτικές ή άλλες μειονότητες, πρέπει να διερευνώνται ενδελεχώς όλα τα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να διαπιστωθεί η πιθανή ύπαρξη ρατσιστικών κινήτρων» (παρ. 73). Στη συνέχεια το Δικαστήριο παρατηρεί ότι «στην παρούσα υπόθεση, παρά τις επαρκείς πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους οι αρχές για την ύπαρξη ρατσιστικών κινήτρων στην καταγγελλόμενη κακοποίηση των προσφευγόντων, δεν προκύπτει ότι διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με το θέμα αυτό. Ειδικότερα, δεν έγινε τίποτα για να εξακριβωθεί η βασιμότητα της κατάθεσης του πρώτου προσφεύγοντος ότι δέχθηκαν προσβολές ρατσιστικού περιεχομένου ή των άλλων αναφορών σε παρόμοιες περιπτώσεις κακομεταχείρισης Ρομά που περιέχονταν στην ανοικτή επιστολή. Επίσης, δεν φαίνεται να διερευνήθηκε αν ο [αξιωματικός της Αστυνομίας] κ. Τ. είχε αναμειχθεί πρωτύτερα σε παρόμοια περιστατικά ή αν είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν για επίδειξη ρατσιστικής συμπεριφοράς κατά των Ρομά. Επιπλέον, δεν φαίνεται να έγινε καμία έρευνα για να διαπιστωθεί πώς ασκούν τα καθήκοντά τους οι υπόλοιποι αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος Μεσολογγίου όταν αντιμετωπίζουν μέλη εθνικών 10
μειονοτήτων. Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι, παρόλο που το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι κατέθεσε στο δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση και επομένως η πιθανότητα ύπαρξης ρατσιστικών κινήτρων στο περιστατικό δεν μπορεί να διέλαθε της προσοχής του δικαστηρίου, δεν φαίνεται να δόθηκε καμία ιδιαίτερη σημασία στο θέμα αυτό, και το δικαστήριο αντιμετώπισε την υπόθεση σαν να μην είχε ρατσιστικές αποχρώσεις.» (παρ. 74). Το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι οι αρχές δεν εκπλήρωσαν το καθήκον τους βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, να προβούν σε κάθε δυνατή ενέργεια για να ερευνήσουν αν οι διακρίσεις έπαιξαν κάποιο ρόλο στο περιστατικό και, ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 όσον αφορά το διαδικαστικό του σκέλος (παρ. 75). Για την πληρότητα της σχετικής με το άρθρο 14 πρόσφατης νομολογίας του ΕΔΔΑ που αφορά τους Ρομά, θα πρέπει να μνημονευθεί και η απόφαση της 12.07.2005 Moldovan κλπ. κατά Ρουμανίας που διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 8 ΕΣΔΑ 13. Πριν ολοκληρωθεί η παρουσίαση αυτή, ίσως είναι σκόπιμη η αντιπαραβολή με μια προγενέστερη «ελληνική» ποινική απόφαση του ΕΔΔΑ, στην οποία οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την αποτυχία της Αστυνομίας να προστατέψει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στη ζωή και να διεξαγάγει επαρκή και αποτελεσματική έρευνα σχετικά με το περιστατικό που παρά λίγο να τον θανατώσει. Στην εν λόγω υπόθεση 14 το Δικαστήριο συμπέρανε ότι, «ανεξαρτήτως αν οι αστυνομικοί είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση, ο προσφεύγων υπήρξε θύμα συμπεριφοράς η οποία εκ της φύσεως της έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο, έστω και αν τελικά επιβίωσε» (παρ. 55). Η δε ανεπάρκεια της έρευνας ήταν τέτια, ώστε να αθωωθούν και οι εφτά αστυνομικοί που παραπέμφθηκαν, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι, «ακόμη και ενώπιον του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποιοι από τους αστυνομικούς που έκαναν χρήση των όπλων τους τραυμάτισαν τον προσφεύγοντα» (παρ. 78). Η θέση του Δικαστηρίου είναι πάγια στην απαγόρευση της 13 Το άρθρο 6 προστατεύει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, ενώ το άρθρο 8 ΕΣΔΑ επιβάλλει τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία του. 14 Απόφαση Μακαρατζής κατά Ελλάδας (20.12.2004), Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης. 11
χρήσης βίας από τις δυνάμεις της τάξης αν αυτή δεν είναι απολύτως αναγκαία και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. 15 IV. ΕΝ ΤΕΛΕΙ Το λιτό συμπέρασμα των όσων προηγήθηκαν είναι ότι, με έμφαση στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα διακρίνουσας δυσμενούς μεταχείρισης και μάλιστα λόγω εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής, αλλά όχι μόνο σ αυτές, πρέπει να υπάρχει και να εφαρμόζεται σύστημα επαρκών και αποτελεσματικών διασφαλίσεων από την αυθαιρεσία και την κατάχρηση βίας στις οποίες, όχι σπάνια, είναι επιρρεπείς οι διωκτικές αρχές. Η χρήση βίας πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία - και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας - για την επίτευξη ενός από τους στόχους των εδαφίων α-γ της παρ. 2 του άρθρου 2 ΕΣΔΑ. 15 Βλ. τις αποφάσεις McCann and others κατά Η.Β. (27.9.1995) και Ανδρόνικος και Κωνσταντίνου κατά Κύπρου (9.10.1997), καθώς και τις τρεις αποφάσεις (24.2.2005) τσετσένων πολιτών κατά Ρωσίας για τη στρατιωτική βία που ασκήθηκε σε βάρος τους. 12