ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Νομικών Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Νομικής Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών α επιπέδου Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων στην Ποινική Δικονομία Επιβλέπων Καθηγητής: Μαργαρίτης Λάμπρος Φοιτήτρια: Βλέμμα Αναστασία Θεσσαλονίκη 2007
Περιεχόμενα Εισαγωγικές παρατηρήσεις σελ. 2 Επεκτατικό αποτέλεσμα: το ένδικο μέσο εκτείνεται και στους κατηγορούμενους που δεν το άσκησαν σελ. 3 Σκοπός της ρύθμισης σελ. 5 Πεδίο εφαρμογής σελ. 6 Προϋποθέσεις εφαρμογής σελ. 11 Επεκτατικό αποτέλεσμα σε περίπτωση άσκησης Ένδικου μέσου από πρόσωπο εκτός του κατηγορουμένου σελ. 23 Η δικαιοδοσία του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου σελ. 24 Η δικονομική θέση του ωφελούμενου από το επεκτατικό αποτέλεσμα σελ. 25 Επέκταση του ένδικου μέσου σελ. 26 Αντί επιλόγου σελ. 34 Βιβλιογραφία σελ. 35
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Σύμφωνα με την ελληνική βιβλιογραφία ως ένδικα μέσα ορίζονται «οι δικονομικές πράξεις με τις οποίες επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας και η επανάκριση ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσης από ανώτερο όργανο» 1. Στην ποινική δικονομία σύμφωνα με το άρθρο 462 ΚΠΔ τα ένδικα μέσα, τα οποία παρέχονται τόσο κατά των βουλευμάτων όσο και κατά των αποφάσεων, είναι η έφεση και η αναίρεση, τα οποία και αποτελούν το έκτο αυτοτελές κεφάλαιο του ΚΠΔ. Στην πολιτική δικονομία, πέρα από τα προαναφερόμενα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, ο νομοθέτης προβλέπει στο άρθρο 495 ΚΠολΔ και αυτά της ανακοπής ερημοδικίας και της αναψηλάφησης. Νομοθετικό έρεισμα της χορήγησης των ως άνω ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη 2 αποτελεί η διάταξη του αυξημένης τυπικής ισχύος 3 άρθρου 2 παρ. 1 του 7 ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1705/1987. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη στο δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο». Η προσέγγιση με την οποία επιχειρείται θεμελίωση της χορήγησης ενδίκων μέσων στο άρθρο 20 παρ.1 θεωρείται νομολογιακά και κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη 1 Βλ. σχετ. Ανδρουλάκη, «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης», 1994, σ.199 επ., Ζησιάδη, «Ποινική Δικονομία», Γ, 1977, σ. 87 επ., Καρρά, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 1998, σ. 715, Μαργαρίτη, «Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα Ι», 2000, σ. 8., Παπαδαμάκη, «Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία», 2002, σ. 467, 2 Βλ. σχετ. Μαργαρίτη, ό.π. σ. 39 3 Βλ. άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι «Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους της καθεμίας, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». 2
λανθασμένη 4. Ενδεικτικά παρατίθεται απόσπασμα της απόφασης 3621/95 του ΣτΕ όπου και αναφέρεται ότι «εξ άρθρου 20 παρ. 1 δεν προκύπτει υποχρέωση του νομοθέτου προς θέσπισιν δύο βαθμών δικαιοδοσίας και ενδίκου μέσου εφέσεως κατά όλων των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, του ενδίκου τούτου μέσου δυναμένου, κατ αρχήν, να προβλέπεται ή όχι ή και να καταργείται ή περιορίζεται υπό του νομοθέτου» 5. Η χορήγηση της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων, μολονότι δε διαθέτει αυξημένης τυπικής ισχύος νομικό έρεισμα, εξυπηρετεί τον προφανή αλλά και γενικά παραδεκτό σκοπό του ελέγχου της ήδη απονεμειθήσας δικαιοσύνης, της οποίας τη βελτίωση επιζητεί 6, αποβλέποντας στην εν γένει ασφάλεια δικαίου που πρέπει να χαρακτηρίζει μία νομοκρατούμενη πολιτεία. Η άσκηση των ένδικων μέσων από τον κατηγορούμενο συνδέεται με μία σειρά από έννομες συνέπειες και αποτελέσματα, καθώς και δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ένα από τα αποτελέσματα αυτά είναι το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, το οποίο καθιερώνεται ρητά από το άρθρο 469 ΚΠΔ και συμπληρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 478 παρ. 1, 482 παρ. 1 και 493 ΚΠΔ, μία προσέγγιση του οποίου επιχειρεί η παρούσα. Για την εκπόνησή της επιστρατεύτηκαν τα μεθοδολογικά εργαλεία της διασταλτικής και ιστορικής ερμηνείας, αντιπαρατέθηκαν ερμηνευτικές προσεγγίσεις του επεκτατικού αποτελέσματος της έφεσης στην πολιτική δικονομία, στην οποία συχνά ανατρέχει η θεωρία προς άντληση επιχειρηματολογίας και λήφθηκαν παραδείγματα από την πρόσφατη νομολογία, προκειμένου να καταστεί σαφέστερη η θεωρία. ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΑΣΚΗΣΑΝ 4 Βλ. σχετ. Μαργαρίτη, ό.π. σ. 29, υποσ. 78 και 79, Παραρά, «Σύνταγμα και ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου», 2001, σ. 124. 5 Βλ. σχετ. και ΣτΕ 3442-45/78, 2941/88, 3095/95 6 Βλ. σχετ. Μαργαρίτη, ό. π. σ. 2, παραπ.2. 3
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 εδ. α` ΚΠΔ αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ` αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους υπολοίπους κατηγορουμένους. Κατά δε το εδάφ. β` του ίδιου άρθρου, στην περίπτωση συνάφειας (άρθρα 128 και 131) ισχύει ο ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε, ενώ κατά το έδ. γ`, για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελουμένων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Τέλος σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του ως άνω άρθρου, σε περίπτωση που το δικαστήριο παραλείψει ν` αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτού ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του. Η ως άνω διάταξη αποτελεί μία από τις ελάχιστες διατάξεις, οι οποίες θεσπίστηκαν με τη θέση σε ισχύ του ΚΠΔ το έτος 1950 και έκτοτε παραμένουν αναλλοίωτες στο βασικό τουλάχιστον κορμό τους. Τη μόνη εξαίρεση αποτελεί η τροποποίηση που επέφερε στην παραπάνω διάταξη ο ν. 1941/1991 με τον οποίο προστέθηκαν τα δύο τελευταία, ως άνω περιγραφθέντα, εδάφια της διάταξης. Η προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία δεν προέβλεπε ρητά το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων και ενόψει του κενού αυτού είχε διαμορφωθεί η άποψη που δεχόταν την ύπαρξή του με τη σκέψη ότι η απόφαση που αναγνωρίζει τη μη τέλεση ή το μη αξιόποινο της πράξης δημιουργεί δεδικασμένο εκτεινόμενο σε όλους τους συγκαταδικασθέντες παρά την έλλειψη ταυτότητας προσώπου 7, ενώ παράλληλα είχε διαπλαστεί και η αντίστοιχη «θεραπευτική» της ανισότητας νομολογία 8. Αν και η εν λόγω προτεινόμενη άποψη τελικά δεν επικράτησε, ωστόσο αποτέλεσε το 7 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π. σ. 274, υποσ. 2 και τις εκεί παραπομπές. 8 Βλ. Μπουρόπουλο, «Επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου», ΠοινΧρ 1957.161 4
έναυσμα για την ορθή νομοθετική διευθέτηση του ζητήματος από τον ΚΠΔ και ειδικότερα από το άρθρο 469 ΚΠΔ, το οποίο ουσιαστικά συνιστά διάσπαση της υποκειμενικής ενέργειας του δεδικασμένου ή άλλως ανατροπή του μερικού δεδικασμένου 9. Η διάταξη διαμορφώθηκε με πρότυπο την αντίστοιχη διάταξη του Ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 203 και 204 του τότε ισχύοντος κώδικα), ενώ αντίστοιχη διάταξη απαντάται και στο Γερμανικό Δίκαιο (357 StPO), όπου όμως το επεκτατικό αποτέλεσμα συνδέεται μόνο με την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης 10. Αντίθετα, στην ημεδαπή Πολιτική Δικονομία, όπου επίσης αναγνωρίζεται και ρυθμίζεται ρητά το επεκτατικό αποτέλεσμα, αυτό τυγχάνει εφαρμογής μόνο στην έφεση και ειδικότερα στην απλή ομοδικία 11. Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανές ότι η ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται όλως εξαιρετικά, στο μέτρο που αυτή συνιστά, όπως προεκτέθηκε, ρήγμα στο δεδικασμένο. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ 9 Βλ. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Νομικής Σχολής, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών επιστημών, «ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ», 2002-2003, σ. 21 σύμφωνα με την οποία το μερικό δεδικασμένο, που αναφέρεται στον συγκατηγορούμενο που δεν άσκησε ένδικο μέσο, μπορεί να μην ασκεί δεσμευτική επιρροή στη δίκη που εκκρεμεί ως προς τον άλλο συγκατηγορούμενο, αλλά αναπτύσσει όλα τα αποτελέσματα του δεδικασμένου, απαγορεύοντας έτσι την εκ νέου κρίση της υπόθεσης ως προς αυτόν. Ωστόσο το μερικό δεδικασμένο μπορεί να ανατραπεί, λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος κατ άρθρο 469 του ΚΠΔ του, ασκηθέντος από τον άλλο συγκατηγορούμενο, ενδίκου μέσου και το οποίο ωφελεί και αυτόν που δεν το άσκησε. 10 Βλ. Γάφο, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρ 1970.146, όπου παρατίθεται η σχετική διδασκαλία. 11 Βλ. διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «Αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση, εφόσον δεν αποδέχτηκαν την πρωτόδικη απόφαση». 5
Γενικά παραδεκτός 12 σκοπός της ρύθμισης και δικαιολογητική της βάση είναι αφενός η αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και αφετέρου η ικανοποίηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των συγκατηγορουμένων συμμετόχων. Ο παραπάνω σκοπός εξυπηρετείται και από πλήθος άλλων διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη τόσο στο ποινικό ουσιαστικό 13 και δικονομικό 14 δίκαιο, όσο και στην πολιτική 15 δικονομία, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι όχι μόνο το δικονομικό μας σύστημα δεν ανέχεται δίχως άλλο τις αντιφάσεις, αλλά περαιτέρω λαμβάνει πρόνοια για την κατά το δυνατόν αποφυγή τους, καθώς αυτές κλονίζουν το κύρος της δικαιοσύνης ανεπανόρθωτα. Επιπλέον, με την παραπάνω ρύθμιση και ειδικά στην περίπτωση της συνάφειας εξυπηρετείται, αν και αντανακλαστικά, και η οικονομία της δίκης 16, καθώς το αποδεικτικό υλικό ταυτίζεται ολικά ή έστω μερικά. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Η επέκταση αφορά τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, τόσο όταν αυτά στρέφονται κατά βουλεύματος, όσο και κατά απόφασης 17, όπως άλλωστε προκύπτει αδιαφιλονίκητα από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 469 ΚΠΔ. Η επέκταση αφορά βέβαια και τα «οιονεί» ένδικα μέσα ή ένδικα βοηθήματα, εφόσον αυτό είναι συμβατό με τη φύση τους. Έτσι, για παράδειγμα, επεκτατικό αποτέλεσμα έχουν η προσφυγή κατά κλητηρίου 12 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 275, υποσ. 6 και τις εκεί παραπομπές 13 Βλ. άρθρο 366 παρ.2 ΠΚ. 14 Βλ. άρθρα 59 και 129-130 ΚΠΔ. 15 Βλ. άρθρα 76 παρ. 1 και 544 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. 16 Βλ. Ψαρούδα Μπενάκη, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων επί των συμμετόχων κατ άρθρον 469 ΚΠΔ», ΠοινΧρ 1971.500 και τη με αριθμό 6 παραπομπή. 17 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 275, υποσ. 9 και τις εκεί παραπομπές. 6
θεσπίσματος του άρθρου 322 ΚΠΔ 18, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας του άρθρου 341 ΚΠΔ 19 και η αίτηση ακύρωσης απόφασης του άρθρου 430 ΚΠΔ 20, ενώ αυτό εφαρμόζεται και στις αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων 21. Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ δε βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση ευδοκίμησης αίτησης αναστολής εκτέλεσης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 471 ΚΠΔ, καθώς αυτή αντίκειται στη φύση της αίτησης 22. Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 469 ΚΠΔ επέκταση επέρχεται σε τρεις περιπτώσεις: σε αυτήν της συμμετοχής, της εξάρτησης της ποινικής ευθύνης του ενός από την ευθύνη του άλλου καθώς και σε εκείνη της συνάφειας. Το περιεχόμενο του όρου συμμετοχή στα πλαίσια του επεκτατικού αποτελέσματος έχει απασχολήσει θεωρία 23 και νομολογία 24. Συγκεκριμένα, το ερώτημα που τίθεται στα πλαίσια της ερμηνείας του όρου «συμμετοχή» είναι το αν αυτή πρέπει να ερμηνευτεί συσταλτικά ή διασταλτικά. Η μέχρι πρόσφατα απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία 25 αλλά και μία μερίδα θεωρητικών 26 δεχόταν τη συσταλτική ερμηνεία της 18 Βλ. ΣυμβΠλημΘεσ. 265/2002, ΠοινΔ/νη 2002.610, ΕφΘράκης 177/1999, Υ 2000.311, Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 352, Καλφέλη, «Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης», 1990, σ. 138 επ., Μαργαρίτη, ό.π. σ. 276, υποσ. 11 και τις εκεί παραπομπές. 19 Βλ. ΑΠ 602/2002, ΠοινΛογ 2002.710, ΝοΒ 2002.1744. 20 Βλ. Μαργαρίτη, «Ποινική δίκη και απών κατηγορούμενος», τεύχος Α, Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας και απόφασης, σ. 85 και 131, Μαργαρίτη σε Καλφέλη-Μαργαρίτη, «Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες», Α, 1998, σ.294 επ. και 340. 21 Βλ. Παπαδαμάκη, «Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο (θεωρητική θεμελίωση και συστηματική ερμηνεία του νέου στρατιωτικού ποινικού κώδικα)», 1997, σ. 484 επ. 22 Βλ. ΑΠ 957/2006 Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 374/2003, ΠοινΛογ 2003.356, Δέτση, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική διαδικασία, (Με αφορμή την ΑΠ 915/1987 ΝοΒ 35.1446)», ΝοΒ 1988.1527. 23 Βλ. ενδεικτικά Ψαρούδα Μπενάκη, ό.π., σ. 503, Σταμάτη Μπάκα, «Εφαρμογές Ποινικής Δικονομίας», 1987, σ. 356, Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 412, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 276-7, Καρρά, ό.π., σ. 753, υποσ. 163. 24 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1476/1997, ΠοινΧρ 1997.842, ΑΠ 1534/1999, ΠοινΧρ 2000.714. 25 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 276, υποσ. 13 και τις εκεί παραπομπές 26 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 277, υποσ. 14 και τις εκεί παραπομπές 7
συμμετοχής, δηλαδή αυτήν που περιγράφεται στα άρθρα 45-47 ΠΚ, και συγκεκριμένα αυτή της συναυτουργίας 27, της ηθικής αυτουργίας 28, της άμεσης 29 και απλής συνέργειας. Η άποψη αυτή σταδιακά άρχισε να μεταβάλλεται και να συντάσσεται ορθώς πλέον με αυτή της πλειοψηφίας των θεωρητικών 30, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν στην έννοια της συμμετοχής και τις περιπτώσεις κάθε μορφής αναγκαίας συμμετοχής 31, αλλά και εκείνη τη μορφή της παραυτουργίας 32, όπου λαμβάνει χώρα η τέλεση ενός μόνο εγκλήματος, το οποίο όμως προκλήθηκε αιτιωδώς από τη συγκλίνουσα δράση περισσότερων προσώπων είτε εκ δόλου είτε εξ αμελείας, χωρίς όμως να έχουν κοινό δόλο. Θεμελιώδες επιχείρημα υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας του όρου «συμμετοχή» αποτελεί η επιβεβλημένη κατά τους κανόνες της νομικής λογικής αποφυγή δημιουργίας δύο παράλληλων έννομων καταστάσεων, ασυμβίβαστων μεταξύ τους, η οποία ουσιαστικά αντιστρατεύεται προς τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ. Ένα παράδειγμα αποτελεί η παρακάτω περίπτωση του Α, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτόδικα για δωροληψία και «έχασε» την προθεσμία για άσκηση παραδεκτούς εφέσεως και της δευτεροβάθμιας αθώωσης του συγκαταδικασθέντος του, Β, για δωροδοκία, ο οποίος άσκησε παραδεκτή έφεση κατά της πρωτόδικης 27 ΑΠ 773/2002, ΠΛογ 2002.954 28 ΑΠ 1146/2003 (σε συμβούλιο), ΠΛογ 2003.1208 29 ΑΠ 1526/2002, ΠΛογ 2002.1526 30 Βλ. Ψαρούδα Μπενάκη, «Αναγκαία συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων», ΠοινΧρ 1978.177, Σταμάτη Μπάκα, ό.π., σ. 356, Ανδρουλάκη, ό.π., σ. 412, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 277, Καρρά, ό.π., σ. 753. 31 Πολυπρόσωπα εγκλήματα συγκλίνουσας και συναντώμενης δράσης & εγκλήματα αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοαναφερόμενα, λ.χ. η στάση κρατουμένων (άρθρο 174 ΠΚ), η διατάραξη κοινής ειρήνης (άρθρο 189 ΠΚ), η συμπλοκή (άρθρο 313 ΠΚ), η αιμομιξία (άρθρο 345 ΠΚ), η ασέλγεια μεταξύ συγγενών (άρθρο 346 ΠΚ) καθώς και η δωροδοκία (άρθρα 235 & 236 ΠΚ). 32 ΑΠ 2244/2002, ΠΛογ 2002.2484: «..επεκτατικό αποτέλεσμα και για τους λοιπούς καταδικασθέντες, π α ρ α υ τ ο υ ρ γ ο ύ ς του εγκλήματος». Βλ. ωστόσο και τις πρόσφατες με αριθμούς ΑΠ 197/2006, Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ και ΣυμβΕφΛαρ 179/2004, ΠοινΔ/νη 2004.793 αποφάσεις, οι οποίες συντάσσονται με τη συσταλτική ερμηνεία του όρου συμμετοχή. 8
απόφασης, αυτή έγινε δεκτή αλλά το αποτέλεσμά της δεν επεκτάθηκε στον Α, λόγω του ότι η αναγκαία συμμετοχή δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις των άρθρων 45-47 ΠΚ. Περιπτώσεις σαν τις παραπάνω δεν υπήρξαν σπάνιες στη νομολογιακή πρακτική, ωστόσο τα τελευταία χρόνια σημειώνεται πλέον μία ελπιδοφόρα μεταστροφή με την αφορμή κυρίως της τέλεσης του αδικήματος της μη εμπρόθεσμης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Σύμφωνα με αυτήν «η έννοια του όρου «συμμετοχή» στο άρθρο 469 ΚΠΔ είναι ευρύτερη της αντίστοιχης των άρθρων 45-47 του ΠΚ και περιλαμβάνει επομένως και τις περιπτώσεις της καλούμενης τυχαίας συναυτουργίας ή παραυτουργίας, όταν οι παραυτουργοί συμπαραπέμφθηκαν ή συνεκδικάστηκαν για ένα μόνο έγκλημα» 33. Η ευρεία αυτή αντίληψη υποστηρίζεται και με βάση την ιστορική ερμηνεία, καθώς αυτή την έννοια έχει η συμμετοχή στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 203 του προϋισχύσαντος Κώδικα Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας 34. Παρά όμως τα προεκτεθέντα, η νομολογία 35 εξακολουθεί να αρνείται τη συμμετοχική δράση στα από αμέλεια παραραυτουργικώς τελούμενα από περισσότερους εγκλήματα, χωρίς να περιλαμβάνει στο αιτιολογικό της καμία ειδικότερη αιτιολογία. Η νομολογιακή αυτή στάση άρνηση επέκτασης - στερείται επιχειρηματολογικού ερείσματος, καθώς οι περιπτώσεις εξ αμελείας παραυτουργικής δράσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι λόγοι του ένδικου μέσου δεν αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του ενός, δε διαφέρουν σε τίποτα από τις εκ δόλου παραυτουργικές, τις οποίες όμως έχει ήδη υπαγάγει στην ευρεία έννοια της συμμετοχής και στις οποίες έχει ήδη δεχθεί την ισχύ του επεκτατικού αποτελέσματος 36. 33 ΑΠ 1678/2000, ΠοινΧρ 2001.720, ΑΠ 2244/2002 ΠΛογ 2002.2484. 34 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 277, υποσ. 16. 35 Βλ. Οββαδία Ναμια, «Ζητήματα επεκτατικού αποτελέσματος ενδίκων μέσων», ΠοινΧρ 2006.487, υποσ. 45 και τις εκεί παραπομπές. 36 Βλ. σχετικώς Μαργαρίτη, «Συμμετοχή και επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως», Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, τευχ. Α, 1990, σ. 210. 9
Η δεύτερη περίπτωση όπου εφαρμόζεται το επεκτατικό αποτέλεσμα είναι αυτή της αλληλεξάρτησης της ευθύνης του ενός συμμέτοχου από την ευθύνη του άλλου και εισήχθη με την παραδειγματική αναφορά στο άρθρο 1 εδ. 2 του ν. Γ π Ν του 1911, το οποίο καθιέρωνε αντικειμενική ποινική ευθύνη και του κατόχου του αυτοκινήτου για αδίκημα του οδηγού. Δυνητικά υπάγονται στην περίπτωση αυτή τα εγκλήματα εκείνα των οποίων η τέλεση προϋποθέτει την τέλεση άλλου προγενέστερου εγκλήματος από το οποίο εξαρτώνται ή στο οποίο αναφέρονται. Η νομολογιακή πρακτική, διασταλτικά ερμηνεύοντας, έχει υπαγάγει στην περίπτωση αυτή την απάτη και κλοπή (372 ΠΚ) και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος 37 (394 ΠΚ), την εισαγωγή και αγορά λαθρεμπορευμάτων 38 (άρθρο 155 παρ. 2 περ. ζ του ν. 2960/01 Τελ. Κωδ.), την πώληση και αγορά ναρκωτικών ουσιών 39, καθώς και την ευθύνη διευθυντή καφενείου και ευθύνη παικτών κατ άρθρο 7 ΒΔ 29/1971 40, ενώ πρόσφατη περίπτωση αποτελεί και η περίπτωση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας στην περίπτωση ιατρού δημόσιου Νοσοκομείου, ο οποίος ζήτησε αμοιβή για τη χειρουργική επέμβαση και τις μετεγχειρητικές υπηρεσίες που προσέφερε και η παράβαση καθήκοντος για την οποία κατηγορήθηκε συνάδελφος του ιατρού, που συνέταξε συγκαλυπτικό πόρισμα ΕΔΕ για τον κατηγορούμενο 41. Αντίστοιχα δεν την εφάρμοσε στην περίπτωση της νόθευσης πιστοποιητικού και χρήσης αυτού. Στη θεωρία υποστηρίχθηκε και ορθά ότι θα πρέπει να υπαχθούν εδώ και οι περιπτώσεις της παραμέλησης 37 Βλ. ΠεντΕφΠειρ. 120/2000, Αρμ. 2001.547, ΑΠ 1683/1984, ΠοινΧρ 1985.547 38 ΑΠ 180/1969, ΠοινΧρ 1969.292. 39 ΑΠ 977/1972, ΠοινΧρ 1973.195, πρβλ. όμως και την ΑΠ 205/1975, ΠοινΧρ 1975.569, που υπήγαγε αντίστοιχη περίπτωση στη συνάφεια. 40 ΑΠ 508/1984, ΠοινΧρ 1984.926, ΑΠ 928/1990, ΠοινΧρ 1991.288 41 ΣυμβΕφΑθ 712/2003, ΠοινΔικ 2004.143, όπου στη δεκτή εισαγγελική πρόταση αναφέρεται ότι «.αφού δεν υφίσταται αξιόποινη δωροληψία, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και η προαναφερθείσα παράβαση καθήκοντος καθώς, λόγω της συγκεκριμένης μορφής του δευτέρου αδικήματος, υπάρχει οιονεί εξάρτηση αυτού από το πρώτο και αντιστοίχως εξάρτηση της ποινικής ευθύνης του δευτέρου κατηγορουμένου από την ευθύνη του πρώτου, συνάμα δε υπάρχει και συνάφεια των δύο αδικημάτων κατά την έννοια του άρθρου 129 στοιχ. γ` περ. τελ. ΚΠΔ.». 10
εποπτείας ανηλίκου (360 ΠΚ), της υπόθαλψης εγκληματία (231 ΠΚ), καθώς και της παρασιώπησης εγκλημάτων (232 ΠΚ), σε σχέση με το εκάστοτε τελεσθέν έγκλημα 42. Ζήτημα προέκυψε στην περίπτωση δωροδοκίας δωροληψίας (235 236 ΠΚ), καθώς η ελληνική νομολογιακή πρακτική - εσφαλμένα είτε αρνήθηκε εντελώς την επέκταση 43 είτε τη δέχθηκε περιορισμένα συσχετίζοντάς με τη συνάφεια 44. Η περίπτωση αυτή, για τους παραπάνω στην παράγραφο της συμμετοχής αναλυθέντες λόγους, θα έπρεπε να καλύπτεται από το επεκτατικό αποτέλεσμα στα πλαίσια είτε της συμμετοχής είτε της αλληλεξάρτησης 45. Τρίτη και τελευταία περίπτωση όπου εφαρμόζεται το επεκτατικό αποτέλεσμα αποτελεί η περίπτωση της συνάφειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 129 ΚΠΔ, στην οποία όμως δεν πρέπει να περιλαμβάνονται τα εγκλήματα εκείνα τα οποία ανήκουν στις προηγούμενες περιπτώσεις της συμμετοχής ή της αλληλεξάρτησης της ευθύνης, καθώς στις δύο τελευταίες περιπτώσεις η επωφελής επέκταση αναφέρεται τόσο σε ουσιαστικούς όσο και σε δικονομικούς μη προσωπικούς λόγους, ενώ αντίθετα στη συνάφεια χωρεί επέκταση μόνο για δικονομικούς, μη προσωπικούς λόγους. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Προκειμένου να εφαρμοστεί το επεκτατικό αποτέλεσμα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: Να έχει εκδοθεί για όλους τους συγκατηγορούμενους ένα βούλευμα ή μία απόφαση. Συνεπώς, οι περισσότεροι συγκατηγορούμενοι θα πρέπει να έχουν συμπαραπεμφθεί ή συνεκδικαστεί και άρα δεν αρκεί η απλή ένωση 42 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 278, υποσ. 24. 43 ΑΠ 452/1976, ΠοινΧρ 1976.833. 44 ΑΠ 676/1975, ΠοινΧρ 1976.66. 45 Έτσι και οι Καρράς, ό.π., Μαργαρίτης, ό.π., Μπιτζιλέκης, «Τα υπηρεσιακά εγκλήματα», 1993, σ. 202 επ., Παπαδαμάκη, ό.π., σ. 559, Ψαρούδα Μπενάκη, ό.π. 11
των υποθέσεων και η λόγω αυτής συνεκδίκασή τους 46. Αντίστοιχη προϋπόθεση υφίσταται για την επέκταση του ευνοϊκού δεδικασμένου στους ομοδίκους του εκκαλούντος, στο χώρο της Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπήρχε δεσμός ομοδικίας αρχικής ή επιγενόμενης κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και να ηττήθηκαν πρωτοδίκως οι περισσότεροι ομόδικοι με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους 47. Η τασσόμενη όμως αυτή προϋπόθεση μπορεί να οδηγήσει σε δύο παράλληλες, αντίθετες μεταξύ τους, έννομες καταστάσεις όπως συμβαίνει στο επόμενο παράδειγμα: Ο Α κατηγορείται και καταδικάζεται πρωτοδίκως για το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Κατά την πρωτοβάθμια ακροαματική διαδικασία ανακύπτουν στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Β για το έγκλημα της κλοπής των προϊόντων για την αποδοχή των οποίων καταδικάστηκε ήδη ο Α. Ο τελευταίος κατόπιν άσκησης παραδεκτούς έφεσης κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης απαλλάσσεται με το σκεπτικό ότι δεν έλαβε χώρα αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Ο Β καταδικάζεται ωστόσο πρωτοδίκως στην ανεξάρτητη δίκη του, χάνοντας ταυτόχρονα την προθεσμία για την άσκηση αυτοτελούς έφεσης. Αν παραμείνει κάποιος «πιστός» στην προταχθείσα, απολύτως κρατούσα στη θεωρία και νομολογία, προϋπόθεση, πρέπει αναντίρρητα να δεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται καν ζήτημα επεκτατικού αποτελέσματος, καθώς οι Α και Β ούτε συμπαραπέμφθηκαν αλλά ούτε και 46 Βλ. Κονταξή, ό.π., σ. 1996, Καρρά, ό.π., σ. 755, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 279, Παπαδάμακη, ό.π., σ. 600. 47 Η έννοια του νόμου έγκειται στο ότι επεκτείνεται η ευεργετική ενέργεια της εφετειακής απόφασης στο μέτρο που οι περισσότεροι ομόδικοι καταδικάσθηκαν για τους ίδιους λόγους, χωρίς να ενδιαφέρει αν στην απόφαση υφίστανται και άλλα κεφάλαια για κάποιους από αυτούς, Σημασία έχει δηλαδή να προσβάλλονται με την έφεση εκείνα τα κεφάλαια της αποφάσεως, που περιέχουν το ίδιο αιτιολογικό και διατακτικό για τους περισσότερους ομόδικους. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, «Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην», (Ανατύπωση 1998), σ. 186. 12
συνεκδικάστηκαν. Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν περιγράφεται ρητά στο κείμενο της διάταξης του άρθρου 469 ΚΠΔ και ως εκ τούτου η παραπάνω συσταλτική ερμηνευτική προσέγγιση δεν καθίσταται δεσμευτική 48. Ταυτόχρονα, ο δικαιοπολιτικός λόγος πρόβλεψης και εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος προβάλλει και σε αυτή την περίπτωση υπαρκτός. Τίθεται, λοιπόν, υπό αμφισβήτηση η παραπάνω προϋπόθεση, και άποψη της παρούσας είναι ότι θα πρέπει να αναζητηθεί εκείνο το σημείο ισορροπίας μεταξύ δεδικασμένου και αποκατάστασης πρόδηλων αδικιών, το οποίο θα είναι ανεκτό από την έννομη τάξη, καθώς όσον αφορά το χώρο της απονομής ποινικής δικαιοσύνης, οι κυρώσεις προβάλλουν εξαιρετικά δυσβάσταχτες για την κοινωνική υπόσταση των καταδικασθέντων 49. Δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί το να μην μπορούν οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι, εκτός εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να πετύχουν αυτό που η επίμαχη διάταξη τους προσφέρει με την άσκηση δικού τους δικαιώματος. Η εν λόγω προϋπόθεση, παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτει ρητά από το ίδιο το κείμενο της διάταξης του άρθρου 469 ΚΠΔ, ωστόσο, είναι σύμφωνη με το διορθωτικό επικουρικό 50 χαρακτήρα της προστασίας που παρέχει το επεκτατικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι θα πρέπει είτε να μη δικαιούνται εξ αρχής να ασκήσουν ένδικο μέσο 51, είτε να μη το άσκησαν αν και είχαν το δικαίωμα 52, είτε να το άσκησαν αλλά αυτό να απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή 48 Αντίθετα στο χώρο της Πολιτικής Δικονομίας η εν λόγω προϋπόθεση ορίζεται ρητά ακολούθως: «Αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους». 49 Βλ. αντίστοιχη προβληματική σε Οββαδία Ναμια, ό.π., σ. 489. 50 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 279. 51 Βλ. Μπουρόπουλο, ό.π., Καρρά, ό.π., Μαργαρίτη, ό.π., Παπαδαμάκη, ό.π., ΑΠ 915/1987, Νοβ 1987.1446, ΑΠ 1678/2000, ΠραξΛογΠΔ 2000.504. 52 Βλ. Κονταξή, ό.π., Μπουρόπουλο, ό.π., Μαργαρίτη, ό.π., ΑΠ 665/1975, ΠοινΧρ 1976.58, όπου απαιτείται να έχει παρέλθει άπρακτη και η προθεσμία άσκησής του. 13
ανυποστήρικτο 53. Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό πως αν το ένδικο μέσο που άσκησαν περισσότεροι κατηγορούμενοι απορρίφθηκε για κάποιους μόνο από αυτούς ως ανυποστήρικτο ή απαράδεκτο, το για κάποιον γενόμενο δεκτό ένδικο μέσο επεκτείνεται και στους υπόλοιπους 54, ενώ αν το ένδικο μέσο άσκησαν δύο συγκατηγορούμενοι και μεν για τον ένα η συζήτηση αναβλήθηκε για δε τον άλλο το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτο, θέμα επέκτασης τίθεται κατά τη μετ αναβολή συζήτηση 55. Προβληματική εμφανίζεται πάντως η περίπτωση που κάποιος κατηγορούμενος παραιτήθηκε από το ένδικο μέσο, στο βαθμό που γίνεται δεκτό και από μέρος της θεωρίας 56, ότι για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο επεκτατικό αποτέλεσμα δεν υπάρχει, με το επιχείρημα ότι με αυτό τον τρόπο αποδέχθηκε την απόφαση. Ενόψει του γεγονότος ότι έτσι αντιστρατεύεται η αρχή της οικονομίας της δίκης ενώ ταυτόχρονα ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης περιττών και αντιφατικών μεταξύ τους αποφάσεων, η συγκεκριμένη άποψη θα πρέπει να αποκρουστεί 57. Τέλος, γίνεται δεκτό από τη μεγαλύτερη μερίδα των θεωρητικών 58 και της νομολογίας 59, ότι προκειμένου να εφαρμοστεί το επεκτατικό αποτέλεσμα θα πρέπει ο επωφελούμενος συγκατηγορούμενος να μη διαθέτει ενεργό δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή να μην το έχει ασκήσει και εκκρεμεί ή να μην κρίθηκε στην ουσία του. Η παραπάνω αρνητική προϋπόθεση βρίσκεται σε συμφωνία αφενός με την επικουρικότητα του χαρακτήρα της προστασίας που παρέχει το επεκτατικό αποτέλεσμα και αφετέρου με την παραδοχή ότι ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος έχει 53 Βλ. Ζησιάδη, ό.π., σ. 189, Καρρά, ό.π., 257, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 280, Παπαδαμάκη, ό.π., 600, ΑΠ 202/2002, ΠοινΛογ 2002.170. 54 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 280. 55 Βλ. ΑΠ 608/1999: «Ποινική Νομολογία» ΑΠ 1999 σε: Βιβλιοθήκη ΠοινΔικ 1999.183. 56 Βλ. Μπουρόπουλο, ό.π., σ. 150, Ζησιάδη, ό.π., σ. 188, Κονταξή, ό.π., σ. 2005. 57 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 281, Ζαχαριάδη, ό.π., σ. 444. 58 Βλ. Δέτση, ό.π., Καρρά, ό.π., σ.757, Κονταξή, ό.π., σ. 1996-1997, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 280, Παπαδαμάκη, ό.π., σ. 560. 59 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 691/1993, Υπερ 1993.887, ΑΠ 219/1987 ΠοινΧρ 1987.404, ΕφΑθ 1308-1309/1981, ΠοινΧρ 1981/181, ΑΠ 1205/1982, ΠοινΧρ 1983.460, ΑΠ 505/1971, ΠοινΧρ 1972.59, ΕφΑθ 8/1984, ΠοινΧρ 1984.864. 14
δικαίωμα να απαιτήσει με την άσκηση δικού του αυτοτελούς δικαιώματος την παροχή δευτεροβάθμιας δικαστικής κρίσης. Ωστόσο, με την παραπάνω παραδοχή αναδύεται και πάλι ορατός ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, κίνδυνος ο οποίος παρακάμπτεται στην πράξη με την αναβολή της εκδίκασης της χρονικά προγενέστερης υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο και συγκεκριμένα σε εκείνη για την οποία έχει προσδιοριστεί η εκδίκαση του ένδικου μέσου, το οποίο άσκησε ο άλλος συγκαταδικασθείς, έτσι ώστε να επιτευχθεί η συνεκδίκασή τους 60. Αντίθετα, στο χώρο της Πολιτικής Δικονομίας σε περίπτωση που κατά το χρόνο που εκδίδεται η απόφαση που κάνει δεκτή την έφεση του εκκαλούντος εκκρεμεί έφεση των ομοδίκων του που δεν έχει ακόμη συζητηθεί, τότε η τελευταία καθίσταται άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καθώς επεκτείνεται το ευνοϊκό δεδικασμένο υπέρ των ομοδίκων του εκκαλούντος 61. Σε κάθε περίπτωση όμως τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί θα πρέπει να βασιστεί η θεωρία στην πρακτική λύση της αναβολής, όσον αφορά τουλάχιστον το χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, και να μην προχωρήσει σε μία διασταλτική ερμηνεία της εφαρμογής του επεκτατικού αποτελέσματος, ώστε να αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες διαδικαστικών εμπλοκών, όπως αποτελεί η παρακάτω περίπτωση: Έστω ότι οι Α και Β συγκατηγορούμενοι για το αδίκημα της κλοπής του άρθρου 372 εδ. α ΠΚ κατά του Γ καταδικάζονται σε πρώτο βαθμό. Έστω ότι ο Α κατά την ακροαματική πρωτοβάθμια διαδικασία ήταν αγνώστου διαμονής και δικάστηκε ερήμην. Στον Β, γνωστής διαμονής, επιδίδεται η απόφαση και ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, ενώ στον Α, άγνωστης διαμονής, δεν επιδίδεται η απόφαση και άρα δεν ξεκινά η προθεσμία για την 60 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π. 61 Έχει υποστηριχθεί, όμως, και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία εάν οι ομόδικοι του εκκαλούντος άσκησαν έφεση που εκκρεμεί θα πρέπει για να εφαρμοστεί το 537 ΚΠολΔ κατά το χρόνο έκδοσης της ευνοϊκής απόφασης επί της εφέσεως του εκκαλούντος να έχει ήδη απορριφθεί για τυπικούς λόγους η εκκρεμής έφεση των ομοδίκων. Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 188-189. 15
άσκηση της έφεσης. Η έφεση του Β προσδιορίζεται σε σύντομη δικάσιμο και εκδικάζεται, όπου και αθωώνεται για αντικειμενικούς λόγους, όπως για παράδειγμα επειδή αποδείχθηκε ότι τα φερόμενα ως κλοπιμαία είχαν πωληθεί νόμιμα στους Α και Β. Ακολούθως, επιδίδεται η πρωτόδικη απόφαση και στον Α, ο οποίος ασκεί αυτοτελώς έφεση κατά της απόφασης. Λογικά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιλαμβανόμενο της μεταγενέστερης έφεσης του Α και έχοντας στο φάκελο της δικογραφίας την αθωωτική απόφαση του Β, θα εκδώσει απαλλακτική απόφαση για τον Α. Ωστόσο, ερωτάται: Γιατί θα πρέπει να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η έκδοση αθωωτικής δικαστικής απόφασης και να μη δεσμεύεται αυτό από ένα δικονομικό κανόνα που να επιβάλλει και εδώ την επέκταση του επωφελούς αποτελέσματος; Ή γιατί να πρέπει να επιβαρύνονται αφενός τα ήδη επιβεβαρυμένα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων και αφετέρου οι δικαστικοί λειτουργοί με επιπλέον όγκο δικογραφιών; Εφόσον και στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει η ανάγκη της ικανοποίησης των λόγων για τους οποίους έχει θεσπιστεί το επεκτατικό αποτέλεσμα και από κανένα στοιχείο της διάταξης του άρθρου 469 ΚΠΔ δεν προκύπτει η αναγκαιότητα της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής, ενώ επιπρόσθετα με την εφαρμογή του μπορεί να αποφορτιστεί από όγκο υποθέσεων η ποινική δικαιοσύνη, έστω και στο ελάχιστο βαθμό, θεωρούμε προκριτέα εκείνη την ερμηνεία με βάση την οποία η ωφέλεια πρέπει να επεκτείνεται και σε εκείνους τους συγκατηγορούμενους, οι οποίοι είχαν αυτοτελές ένδικο μέσο 62. Τρίτη προϋπόθεση αποτελεί το ότι το ένδικο μέσο που άσκησε ένας από τους κατηγορούμενους θα πρέπει να έχει συζητηθεί στην ουσία του. Όπως έχει ήδη ειπωθεί η ωφέλεια του μη ασκήσαντος το ένδικο μέσο συγκατηγορούμενου είναι αντανακλαστική - εξαρτώμενη και όχι αυτοδύναμη ανεξάρτητη. Συνεπώς το ένδικο μέσο θα πρέπει να έχει συζητηθεί στην ουσία του και να έχει γίνει δεκτό, διαφορετικά δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Αντίστοιχη προϋπόθεση τίθεται και στα πλαίσια του άρθρου 537 ΚΠολΔ, όπου απαιτείται να ασκήθηκε παραδεκτή έφεση από 62 Βλ. αντίστοιχες σκέψεις σε Οββαδία Ναμια, ό.π., σ. 488 και Δέτση Μιχάλη, «Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική διαδικασία», ΝοΒ 1987σ. 1527. 16
έναν ή περισσότερους ομόδικους, όχι όμως από όλους, και στη συνέχεια να εκδόθηκε απόφαση που την έκανε δεκτή. Ειδικά στο χώρο της ποινικής δικονομίας η εν λόγω προϋπόθεση προβλέπεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 3 ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, παύει η επέκταση των αποτελεσμάτων του 63. Επέκταση επίσης δεν υπάρχει όταν εκείνος που άσκησε το ένδικο μέσο στη συνέχεια παραιτηθεί από αυτό 64, καθώς και όταν το ένδικο μέσο απορριφθεί ως ανυποστήρικτο 65. Ωστόσο, στην τελευταία περίπτωση, αν οι συμπαραπεμφθέντες ή συνεκδικασθέντες εμφανισθούν και συμμετάσχουν στη δίκη αποκτούν όλα τα δικαιώματα που έχει ο ασκήσας το ένδικο μέσο, μεταξύ των οποίων και το της προσβολής της εκδοθησόμενης απόφασης με ένδικο μέσο, και αυτής ακόμα που απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη 66. Τέλος, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι σε περίπτωση θανάτου αυτού που άσκησε το ένδικο μέσο, διατηρείται το επεκτατικό αποτέλεσμα και αυτός που ευνοήθηκε μπορεί να παραστεί και να υποστηρίξει το ένδικο μέσο που άσκησε ο αποβιώσας 67. Ωστόσο, η άποψη αυτή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς σε περίπτωση επέλευσης θανάτου ενός από τους συγκατηγορουμένους το ένδικο μέσο δε συζητείται στην ουσία του αλλά το δικαστήριο με απόφασή του παύει οριστικά την ποινική δίωξή 68. Για να μπορέσει να λειτουργήσει το επεκτατικό αποτέλεσμα του ασκηθέντος από ένα συγκατηγορούμενο ένδικο μέσο, θα πρέπει, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 469 ΚΠΔ, οι προτεινόμενοι λόγοι να είναι αντικειμενικοί, δηλαδή να μην αναφέρονται αποκλειστικά στο 63 ΑΠ 465/1984, ΠοινΧρ 1984.904. 64 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 281, ΑΠ 125/2006, ΠοινΧρ 2006.708, ΠεντΕφΛαρ. 6/2000, ΠραξκΛογ 2001.157. 65 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σ. 282, ΑΠ 1670/1988, ΠοινΧρ 1989.510, ΑΠ 438/1998: «Ποινική Νομολογία» ΑΠ 1999 σε Βιβλιοθήκη ΠοινΔικ 1998.182. 66 ΑΠ 125/2006, ΠοινΧρ 2006.708. 67 Βλ. Δέτση, ό.π., Ζησιάδη, ό.π., σ. 232, Μπουρόπουλο, ό.π., σ. 149, Οικονομόπουλο, «Η κατ άρθρον 469 ΚΠΔ ωφέλεια του κατηγορούμενου εκ της υπό μόνου του συμμετόχου ασκήσεως ενδίκου μέσου», ΝοΒ 1953.505. 68 Βλ. διάταξη άρθρου 370 στοιχ. β ΚΠΔ. 17
πρόσωπό του. Περαιτέρω, η συγκεκριμένη διάταξη διαχωρίζει τις περιπτώσεις της συμμετοχής και της αλληλεξάρτησης από αυτήν της συνάφειας ως εξής: Προκειμένου περί συμμετοχής ή αλληλεξάρτησης οι προβαλλόμενοι με το ένδικο μέσο λόγοι αρκεί να είναι αντικειμενικοί ανεξάρτητα από τη δικονομική ή ουσιαστική φύση τους. Προκειμένου περί συνάφειας οι προβαλλόμενοι λόγοι πέρα από το ότι θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί θα πρέπει επιπλέον να αφορούν παραβιάσεις της διαδικασίας, με άλλα λόγια να είναι δικονομικοί. Στους αντικειμενικούς, δηλαδή τους μη αρμόζοντες αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο, λόγους μπορούν να υπαχθούν οι παρακάτω περιπτώσεις: η μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος 69, η τροποποίηση του νόμου προς το επιεικέστερο 70, η ανάκληση της έγκλησης ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου 71, το μη αξιόποινο της πράξης είτε εξ αρχής είτε ύστερα από την επέλευση νεότερου νόμου 72, η έλλειψη επαρκών ενδείξεων για όλους τους συγκατηγορούμενους 73, η ασάφεια ως προς την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής για όλους τους συγκατηγορουμένους 74, η άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης 75, η τέλεση απόπειρας και όχι ολοκληρωμένου εγκλήματος 76. 69 Βλ. ΑΠ 197/2006, ΑΠ 1119/2005 Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (σε συμβούλιο) 318/2002 ΠοινΛογ 2002.256. 70 Βλ. ΑΠ 967/2006, ΑΠ 353/2006, ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΑθ. 712/2003, ΠοινΔ/νη 2004.143, ΑΠ 471/2002, ΠοινΛογ 2002.582, ΔΦορΝ 2003.333, ΑΠ 2291/2002 ΠοινΛογ 2002.2546, ΑΠ 1693/2002 ΠοινΛογ 2002.1949, ΑΠ 1526/2002 ΠοινΛογ 2002.1552, ΝοΒ 2003.517, ΑΠ 1510/2002, ΠοινΛογ 2002.1525. 71 Βλ. ΕφΘεσ. 1810/2002, Αρμ 2003.83, ΝοΒ 2003.537. 72 Βλ. ΕφΑθ. 2143/1991, ΕλλΔ/νη 192.231. 73 Βλ. ΣυμβΕφΘεσ. 104/2002, ΠοινΔ/νη 2003.19. 74 Βλ. 347/2006, ΝΟΜΟΣ. 75 Βλ. ΑΠ 650/1981, ΠοινΧρ 1981.790. 76 Βλ. Contra ΕφΘεσ. 1823/1986, Αρμ 1987.864 (με αντίθετες αλλά ορθές παρατηρήσεις Καλφέλη). 18
Στους υποκειμενικούς, δηλαδή τους αρμόζοντες αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο, λόγους, οι οποίοι υπάγονται στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, μπορούν να υπαχθούν οι ακόλουθες περιπτώσεις: η μετατροπή της επιβληθείσας ποινής σε χρηματική χωρίς προηγούμενη έρευνα για τη συνδρομή λόγων αναστολής 77, η έλλειψη δόλου 78 ή δόλιας προαίρεσης 79, η πλήρης ανικανότητα ή μειωμένη ικανότητα καταλογισμού 80, η πλάνη 81, η έμπρακτη μετάνοια 82 και η υπαναχώρηση από απόπειρα 83. Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή, καθώς κάποιοι ουσιαστικοί λόγοι λειτουργούν άλλοτε αντικειμενικά και άλλοτε υποκειμενικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγου ο οποίος λειτουργεί και με τους δύο τρόπους αποτελεί η παραγραφή, η οποία καταρχήν αποτελεί αντικειμενικό λόγο. Δεδομένου περαιτέρω ότι χρόνος τέλεσης της συμμετοχικής πράξης είναι ο χρόνος τέλεσης της κύριας πράξης από την οποία δανείζονται και τον αξιόποινο χαρακτήρα τους, είναι λογικό η οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής να επεκτείνεται και σε όσους δεν άσκησαν το ένδικο μέσο 84. Εξαίρεση στην αντικειμενικότητα του χαρακτήρα της παραγραφής θα πρέπει να γίνει δεκτή σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου είτε ο χρόνος παραγραφής είτε ο χρόνος της κατ άρθρο 113 ΠΚ αναστολής της παραγραφής είναι διαφορετικός 85. 77 Βλ. 957/2006, ΝΟΜΟΣ. 78 Βλ. ΑΠ 2190/2003, ΠοινΛογ 2003.2407, ΑΠ 602/2002, ΠοινΛογ 2002/710, ΝοΒ 2002/1744 79 Βλ. ΣυμβΕφΘεσ. 289/2001, ΠοινΔ/νη 2003.28. 80 Βλ. 568/1977, ΠοινΧρ 1977.864. 81 Βλ. ΑΠ 393/1980, ΠοινΧρ 1980.579. 82 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., Ζησιάδη, ό.π., σ.236, Κονταξή, ό.π., σ. 2011, Μαργαρίτη, ό.π., σ. 214. 83 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., Μαργαρίτη, ό.π. 84 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 353/2006, ΝΟΜΟΣ, ΓΝΜΔ ΝΣΚ 85/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (σε συμβούλιο) 402/2005, ΠοινΛογ 2005.405, ΑΠ 59/2004, ΠοινΛογ 2004.86, ΑΠ (σε συμβούλιο) 1464/2003, ΠοινΛογ 2003.2407, ΑΠ 2291/2002, ΠοινΛογ 2002.2546, ΑΠ 1184/2002, ΠοινΛογ 2002.1329, ΝοΒ 2002/2055, ΑΠ (σε συμβούλιο) 618/2000, ΠοινΧρ 2000.1008. 85 Βλ. ΤρΠλΚαλαμάτας 555/2003, ΠοινΔ/νη 2004.157, όπου η παραγραφή αντιμετωπίζεται ορθά ως υποκειμενικός λόγος, καθώς η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία επήλθε λόγω της έλλειψης ακριβούς καθορισμού της πράξης για την οποία κατηγορείται 19