ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ Α. ΘΑΛΗΣ



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Το παραμύθι της αγάπης

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ. Δεύτερος μύθος: Πίστευαν πως ο θεός Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινά του στη γη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Η ιστορία του δάσους

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ. Νηπιαγωγείο Ζεφυρίου - 10 ο Νηπιαγωγείο Αγίων Αναργύρων -3o Νηπιαγωγείο Αμαλιάδας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ» ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: Ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών μέσα από την εικονογράφηση και επεξεργασία (σελίδα-σελίδα) ενός βιβλίου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

THE CLASH OF TITANS Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Σχ. Έτος: Τάξη: Γ1 Μάθηµα: Πληροφορική Άθλοι του Ηρακλή

Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Transcript:

2

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΝΕΡΟ Α. ΘΑΛΗΣ Ένα από τα βασικά ερωτήματα στα οποία επιχείρησαν να απαντήσουν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ήταν αυτό της δομής του κόσμου. Ένας απ αυτούς ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.χ) ο πρώτος φιλόσοφος,που προσπάθησε να προσδιορίσει την αρχή του κόσμου και θεώρησε ότι ήταν το νερό, στηριζόμενος στην παρατήρηση και τη λογική. Κατα τις αντιλήψεις της εποχής του Θαλή, τέσσερα βασικά στοιχεία δομούν τη φύση : το νερό, η φωτιά, ο αέρας και η γη.όλα τα πράγματα είναι σύνθεση αυτών των στοιχείων και η τελική μορφή του σώματος εξαρτάται από την αναλογία με την οποία συνυπάρχουν τα στοιχεία αυτά. Υποθέτουμε ότι ο Θαλής παρατηρώντας ότι γύρω του το υγρό στοιχείο νερό ήταν σε πλεόνασμα λογικά κατέληξε ότι η δομή καί η αρχή του κόσμου είναι το συστατικό αυτό. Οσα γνωρίζουμε για τη φιλοσοφία του Θαλή, σωζόμενα από τη προφορική παράδοση,καταγράφηκαν από τον Αριστοτέλη, που αναφέρει για τη φιλοσοφική του θεώρηση περί αρχής του κόσμου μέσω του νερού «...εξ ου έστιν άπαντα τα όντα καί εξ ου γίνεται πρώτου καί ει ο φθείρεται τελευταίον, της μεν ουσίας υπομενούσης, τοις δε πάθεσι μεταβαλλούσης. Τούτο στοιχείο καί ταύτην αρχήν.» Από αυτό συνίσταται όλα τα όντα, απο αυτό αρχικά παίρνουν την υπόστασή τους καί σε αυτό τελικά επιστρέφουν φθειρόμενα,ενώ η ουσία διασώζεται μεταβαλλόμενη μόνο ως πρός τα εξωτερικά της στοιχεία.αυτή είναι η έννοια του στοιχείου καί αυτή η σημασία της αρχής. Διατύπωσε επίσης, τη δική του θεωρία για τους σεισμούς, αποδίδοντάς τους, στις διαταραχές της υδάτινης μάζας, που νόμιζε πως βρίσκεται κάτω από τη γή. Θεωρούσε επίσης πως οι πλημμύρες του Νείλου στην Αίγυπτο, προκαλούνται από τους ανέμους που με τη σφοδρότητά τους, εμπόδιζαν τα νερά του ποταμού να χυθούν στη Μεσόγειο. Β. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο Ηράκλειτος από την Εφεσο της Ιωνίας (544-480 π.χ) υποστήριζε ότι ο «πόλεμος» είναι η απαρχή των πάντων μιας καί ξεχωρίζει,τους ανθρώπους από τους θεο υς,τους ελεύθερους από τους δούλους καί λογω αυτής της αντιπαράθεσης «έριδας» υπάρχει μια αέναη κίνηση καί ασταμάτητη μεταβολή των πραγμάτων του κόσμου που προέρχεται από το πυρ. Η βασική φράση που προσάπτεται στον Ηράκλειτο είναι «τα πάντα ρεί» που δηλώνει ότι τίποτα δεν μένει στο σύμπαν σταθερό, όπως ακριβώς,συμβαίνει καί με την ροή ενός ποταμού που ενώ φαίνεται πάντα ο ίδιος αλλάζει ακατάπαυστα τα νερά του έτσι ώστε : «ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δίς τω αυτώ...σκίδνησι καί...συνάγει...συνίσταται καί απολείπει...πρόσεισι καί άπεισι...» 3

Δεν είναι δυνατό να μπεί κανείς δύο φορές μέσα στο ίδιο ποτάμι... τα νερά διασκορπίζονται και... μαζεύονται... ανταμώνουν και προσπερνούν πλησιάζουν και απομακρύνονται. Καί επίσης : «ποταμοίσι τοίσιν αυτοίσιν εμβαίνουσιν έτερα καί έτερα ύδατα επιρρεί» σε όσους μπαίνουν μέσα στα ίδια ποτάμια τρέχουν συνεχώς από πάνω διαφορετικά νερά. Εξέφρασε δε, την αντίληψη ότι τα νερά «σκοτώνουν τον νεκρό» καταργώντας την ανθρώπινη φύση του. («για τις ψυχές η μεταβολή σε νερό σημαίνει θάνατο»). Την ίδια παράδοση ακολούθησε και ο φιλόσοφος του 5 ου αιώνα, ο Ίππων ο Σαμιος, που υποστήριξε πως από το νερό προηλθε η φωτιά και από την κυριαρχία της φωτιάς στο νερό προέκυψε ο κόσμος. Γ. ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ Ο Εμπεδοκλής, θεωρούσε το νερό ένα από τα τέσσερα απλά στοιχεία της φύσης από τα οποία προηλθε ο κόσμος (τα ριζώματα). Το νερό για τον Εμπεδοκλή συμβολίζεται από τη Νηστη, μια σικελική θεότητα, που χύνοντας τα δάκρυα της δημιουργεί την πηγή της ζωης των θνητών. (Η λέξη νήστις προέρχεται από το ρήμα νάω που σημαίνει αναβλύζω). 4

ΘΕΟΓΟΝΙΑ Πολύ πριν τις θεωρίες του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Ηράκλειτου η μυθολογική ποίηση επιχείρησε να ικανοποιήσει την ανθρώπινη περιέργεια για το σχηματισμό του σύμπαντος και τη γέννηση των θεών. Σ αυτήν αναφέρεται ότι τα πάντα οφείλουν τη γέννηση τους στον Ωκεανό, που είχε σύζυγο την Τηθύ. Ο Ωκεανός είναι ο πατέρας, ο γεννήτορας και περιβάλλει ως απέραντος ποταμός τη ξηρά και τη θάλασσα, από αυτόν προέρχονται όλα τα νερά και δίνει ζωή σ όλη τη φύση με το «αθάνατο νερό» του. Στη Θεογονία του Ησίοδου, στο ήδη υπάρχον Χάος δημιουργείται η Γαία, το αιώνιο, ακλόνητο βάθρο η γήινη ύλη και ο Έρωτας η ελκτική δύναμη που αναγκάζει τα στοιχειώδη σωμάτια να συνδυαστούν και να συνθέσουν νέα. Έτσι γεννήθηκε το Έρεβος και η Νύχτα, που γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα, το Φως και μετά από λίγο γέννησε η Γαία τον Ουρανό και αργότερα τον Πόντο χωρίς να μεσολαβήσει ο Έρωτας, υποδηλώνοντας την αδυναμία γονιμότητας των νερών του σε αντίθεση με τα νερά που τρέφουν το χώμα. ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Ο Πόντος γέννησε τον Νηρέα, που τον φανταζόταν ως τον θαλάσσιο γέροντα (γέρων άλιος που κατοικούσε σε ένα λαμπρό και φωτεινό ανάκτορο στα βαθιά νερά. Χαρακτηρίζεται από καλοσύνη, δεν ξεχνά τους νόμους της δικαιοσύνης και κάνει σκέψεις πάντα δίκαιες και αγαθές. Είναι η προσωποποίηση της καλής όψης της θάλασσας, που δεν εξαπατά τον άνθρωπο με απατηλά θέλγητρα και υποσχέσεις,, ευνοεί τις δραστηριότητες και τις περιπετειώδης αναζητήσεις του μέσα σ αυτήν. Στις 50 κόρες του Νηρέα, τις Νηρηίδες, έχουν αποδοθεί ονόματα που εκφράζουν τη δύναμη, την αγαθότητα, τη γαλήνη, τη λαμπρότητα του κυανού χρώματος,τη ταχύτητα της κίνησης της θάλασσας αλλά και τα σπήλαια που σχηματίζει όπως εισέρχεται στη ξηρά, τις ακτές και τις αμμώδεις παραλίες, το παιγνίδισμα των κυμάτων και τους αρμονικούς τους ήχους. Σχετίζονται με τα αγαθά, που απορρέουν από τη θάλασσα και διευκολύνουν τον άνθρωπο στο θαλάσσιο εμπόριο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως όταν η αύρα δημιουργεί ελαφρύ κυματισμό οι Νηρηίδες από το ανάκτορο του πατέρα τους, αναδυόταν στην επιφάνεια των κυμάτων τραγουδώντας και χορεύοντας με πλήρη αρμονία. Ένας άλλος φιλαλήθης και αλάθητος γέροντας της θάλασσας ήταν ο Πρωτέας, που ο Ηρόδοτος όπως και ο Ευριπίδης λένε πως υπήρξε βασιλιάς στην Αίγυπτο, όμως, λατρεύτηκε ως ο ποιμένας των ζώων της θάλασσας, που κυριαρχεί ο Ποσειδώνας. Εκφράζει το φευγαλέο και ασύλληπτο κύμα που παίρνει από τις τρομακτικότερες μορφές μέχρι τις πιο γαλήνιες μέχρι να φτάσει στα παράλια. Ο Πρωτέας γνωρίζει ολόκληρη τη θάλασσα και τα πιο απρόσιτα μέρη της και μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια τους ναυτικούς στον προορισμό τους και εφόσον του ζητηθεί κατέχει την προφητική επιστήμη και δίνει πάντα αλάθητες οδηγίες. Άλλος «άλιος γέρων» είναι ο Φόρκυς, γιος του Πόντου, θεός των θαλάσσιων τεράτων, που εκφράζει την ταραχή και τον έντονο κυματισμό της θάλασσας. Κατά τον Πίνδαρο, απόγονοι του είναι οι Γοργόνες. 5

Ο Άτλαντας σχετίζεται με τους θαλάσσιους θεούς αποδίδονται σ αυτόν σοφία και γνώση των αβύσσων του ωκεανού, θεωρείται ο «επιμελητής» των στηλών που χωρίζουν τη γη από τον ουρανό, ενώ η θέση του ορίζει τα όρια του γνωστού κόσμου. Άλλος θαλασσινός μύθος με ποιο λαϊκό χαρακτήρα είναι αυτός του Γλαύκου, που αντιπροσωπεύει το κυανό χρώμα της ελληνικής θάλασσας. Απελπισμένος από τα γηρατειά γκρεμίζεται στην θάλασσα και γίνεται μάντης κακών, που στο άκουσμά τους, οι ψαράδες προσεύχονται και θυμιατίζουν ώστε να αποτρέψουν τα επερχόμενα δεινά. Το σώμα του είναι γεμάτο όστρακα και φύκια και προκαλεί φόβο. Ερωτεύεται τη Σκύλλα και προσπαθεί να τη συγκινήσει με δώρα αλλά η Κίρκη τη φαρμακώνει και μεταμορφώνεται σε τέρας που στριγκλίζει ασταμάτητα, ανάμεσα στο στενό της Σικελίας με τη Κάτω Ιταλία. ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ: «Ο άρχοντας των υδάτων», γιος του Κρόνου και μικρότερος αδερφός του Δία διαθέτει λαμπρό ανάκτορο σε φωτεινά νερά, άρμα και κέλητες, που σύρεται από ταχύτατους χαλκοπόδαρους ίππους με χρυσή χαίτη και με αυτό οργώνει όλη τη θάλασσα. Μπορεί να συναθροίζει τα σύννεφα να σηκώνει ισχυρά κύματα και θυελλώδεις ανέμους να τιμωρεί τους ασεβείς και να εξαπολύει εναντίον τους θαλάσσια τέρατα. Εξ αιτίας της βιαιότητας του η αφρισμένη αεικίνητη θάλασσα έχει διαβρώσει τα παράλια της γης, δημιουργώντας πολύπλοκους σχηματισμούς. Οι ψαράδες βλέποντας τους σκοπέλους, τα διαβρωμένα βράχια από την ορμή της θάλασσας και τους διάσπαρτους βράχους στις παραλίες θεωρούσαν πως ήταν τα αποτυπώματα του θεού, που είχαν προκληθεί με την τρίαινα του, έμβλημα και όπλο του. Στη διεκδίκηση της Αθήνας από την Αθηνά χτυπώντας με την τρίαινα του το έδαφος, ξεπετάχτηκε ένα άλογο σύμβολο ρώμης. Οι Έλληνες στο θεό της θάλασσας και γενικότερα των νερών που ανάβλυζαν από τη γη και της έδιναν ζωή, απέδιδαν και τους σεισμούς, ως αναταράξεις των νερών, που στηρίζουν τη γη και εκδήλωναν την οργή του. ΤΡΙΤΩΝΑΣ: Γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης με κορμό ανδρικό και σώμα τερατόμορφο είναι ισχυρός, γιγάντιος και εκφράζει τους ήχους της τρικυμιώδους θάλασσας. Κρατά κοχύλι που φυσά και παράγονται από αυτό δυνατοί ήχοι. ΣΕΙΡΗΝΕΣ: Θαλάσσια πτηνά με κεφαλή γυναίκας και σώμα πουλιού, που διακρίνονται για τη χάρη και την αρμονία τους. Θεωρούνται οι θαλάσσιες Μούσες και όπως αναφέρει η παράδοση σε διαγωνισμό με τις Μούσες νικήθηκαν από αυτές και έτσι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο στη θάλασσα. Η ήττα τους τις έκανε κακοποιά 6

πνεύματα, που με τα τραγούδια τους προσελκύουν σε απόκρημνες ακτές τα πλοία και βυθίζονται. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ: Κακοποιείς θαλάσσιες δυνάμεις, που κατοικούν στον πορθμό της Σικελίας, που μέχρι σήμερα φέρει τα ονόματα τους. Προκαλούσαν τρόμο και φρίκη στους ναύτες και αντιπροσώπευαν τη μανιώδη θάλασσα που άλλοτε κομματιάζει τα πλοία χτυπώντας τα σε υφάλους ή βράχια και άλλοτε τα βυθίζει σε ισχυρές δίνες. Η ΓΟΡΓΟΝΑ H Γοργόνα ή Γοργώ ήταν φοβερό μυθικό τέρας, κόρη της Γαίας που τη γέννησε για να βοηθήσει τους γιούς της τους Γίγαντες, στον αγώνα εναντίον των Ολύμπιων θεών. Η Αθηνά όμως τη σκότωσε, φόρεσε το δέρμα της στο θώρακα της και τοποθέτησε το κεφάλι της στη μέση της ασπίδα της,για εκφοβισμό των εχθρών της. Στη θεογονία του Ησίοδου, εμφανίζεται ως τριάδα από τερατόμορφες αδελφές, τις Γοργόνες. Ήταν θαλάσσιοι δαίμονες με μορφή γυναίκας, η Ευρυάλη, η Σθενώ και η Μέδουσα. Κατά την παράδοση ήταν θυγατέρες του Φόρκους και της Κητούς και κατοικούσαν στην άκρη της γης, κοντά στις Εσπερίδες. Από τις τρεις γοργόνες η μόνη θνητή ήταν η Μέδουσα και όποιος την κοίταζε πέτρωνε. Την αποκεφάλισε ο Περσέας και δώρισε το κεφάλι της στην Αθηνά της οποίας έγινε ένα από τα σύμβολά της. Απ την αποκεφαλισμένη Μέδουσα, που ήταν έγκυος από τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο ήρωας Χρυσάορας και το φτερωτό άλογο Πήγασος. O Περσέας αποκεφαλίζει την Μέδουσα Απ την αποκεφαλισμένη Μέδουσα, που ήταν έγκυος από τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο ήρωας Χρυσάορας και το φτερωτό άλογο Πήγασος. Στις απεικονίσεις σε γλυπτά, αγγεία ή νομίσματα, οι γοργόνες, έχουν στρογγυλά μάτια, πλατιά μύτη, φίδια στο κεφάλι, μεγάλα δόντια κάπρου, χάλκινα χέρια και χρυσές φτερούγες. Στους μέσους χρόνους οι μύθοι για τη Γοργόνα είναι συγχώνευση των θρύλων της Μέδουσας και των Σειρήνων. Η γοργόνα ήταν θηρίο, μια προκλητική γυναίκα, ολόξανθη που τα μαλλιά της καταλήγουν σε κεφάλια φιδιών. 7

Το σώμα της ήταν γυμνό και πανέμορφο και όποιος την κοίταζε του προκαλούσε θάνατο. Κατοικούσε σε μακρινούς τόπους στα Δύση, γνώριζε όλες τις γλώσσες και τις φωνές των θηρίων. Όταν σκοτείνιαζε φώναζε πρώτα το λιοντάρι αλλά φοβούμενο το θάνατο δεν την πλησίαζε, όπως άλλωστε έκανε και ο δράκος και τα υπόλοιπα θηρία. γοργόνα Ο άνθρωπος γνώριζε την ώρα, που καλούσε τα θηρία, πήγαινε στο τόπο που κατοικούσε και στέκοντας μακριά της φώναζε να ανοίξει ένα βαθύ λάκκο όπου θα κρύψει το κεφάλι της απ αυτόν. Εκείνη από το πάθος της υπάκουε τρέχοντας και έκρυβε το κεφάλι της όμως άφηνε έξω το σώμα της και ο άνθρωπος τελικά την αποκεφάλιζε. Το κεφάλι της το τοποθετούσε σε αγγείο και το χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει τα άγρια ζώα. Στα νεότερα χρόνια η Γοργόνα είναι το θαλάσσιο «στοιχειό» της λαϊκής παράδοσης. Έχει διττό χαρακτήρα. Είναι αγαθοποιός μα και δαίμονας της θάλασσας με όμορφο σώμα γυναίκας μέχρι την μέση και αντί για πόδια έχει μια η πολλές φορές και δύο ουρές ψαριών. Η μορφή της είναι γλυκιά και η φωνή της μελωδική. Άλλος θρύλος, θέλει τη γοργόνα αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου και υπεύθυνη για το θάνατο του, επειδή ήπιε ή έχυσε το «αθάνατο νερό» που είχε ο αδελφός της. Γι αυτό ο Μ. Αλέξανδρος την καταράστηκε να γίνει ψάρι και να τριγυρνά στις θάλασσες. Η γοργόνα συναισθάνθηκε το σφάλμα της και όταν συναντά πλοίο στη θάλασσα το σταματά και ρωτά τους ναύτες αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Αν της απαντήσουν καταφατικά τότε γίνεται όμορφη κόρη που χάνεται στο πέλαγος, τραγουδώντας και παίζοντας τη λύρα της. Αν η απάντηση είναι αρνητική τότε προκαλεί τρικυμία χτυπώντας την ουρά της και πνίγει τους ναύτες βυθίζοντας το πλοίο. Οι παραδόσεις αυτές τροφοδότησαν τα θέματα της λαϊκής τέχνης και βρίσκουμε τη γοργόνα να στολίζει τα ακρόπρωρα των πλοίων, να ζωγραφίζεται σε τοίχους καφενείων, σε κεντήματα και ξυλόγλυπτα τέμπλα εκκλησιών. Συνήθως έχει δύο ψαροουρές που υψώνονται συμμετρικά στα πλάγια και συγκρατούνται από τα χέρια της ή κρατά στο χέρι της καράβι ή άγκυρα ή κουπί. Ξυλόγλυπτο τέμπλο με παράσταση γοργόνας 8

Ξυλόγλυπτες καλτσοβελόνες με παράσταση γοργόνας Στην ιερά μονή της Σκαφιδιάς υπάρχει τοιχογραφία του 17 ου αιώνα πάνω απ τον νάρθηκα και απέναντι απ την κύρια όπου η γοργόνα εικονίζεται στη θάλασσα και συνοδεύεται από πλήθος ψαριών ενώ πάνω απ το κεφάλι της υπάρχει καράβι. Επιγράφεται με ψαλμό : «αινείτε τον Κύριο επί της γης δράκοντες και πάσαι άβυσσοι, πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα του λόγου αυτού. Τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσσαι κέδροι, τα πτερωτά, βασιλείς της γης και πάντες λαοί». 9

Γοργόνεια: Ήταν μικρά φυλακτά με τη μορφή της Μέδουσας στην αρχαιότητα και πίστευαν ότι τους προφυλασαν από το κακό μάτι.τα τοποθετούσαν στα ρουχα,στα κοσμήματα, στον οπλισμό και στα εργαλεία τους.αργότερα, η μορφή της Μέδουσας αντικατασταθηκε από τη Γοργόνα, που είχε ευγενεστερη μορφή. Κεντητός ποδόγυρος με παράσταση γοργόνας ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ένωση του Ωκεανού με τη Τηθύ έφερε στη ζωή πολλά ποτάμια,που λατρεύτηκαν στην Αρχαία Ελλάδα ως θεοί. Η λατρεία αυτή είναι κατανοητή μια και τους ευεργετούσαν συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ζωής και ταυτόχρονα προκαλούσαν το θαυμασμό τους με τη συνεχή ροή του νερού τους. Απέδιδαν στους ποταμούς αγαθοεργείς, σωτήριες και εξαγνιστικές δυνάμεις. Απεικονίζονται συνήθως με σώμα ταύρου εκφράζοντας την ορμητικότητα τους και με κεφάλι ρωμαλέου άνδρα, που από το στόμα του εξέρχεται νερό και στο μέτωπο φέρει κέρατα, σύμβολο των ελιγμών και διακλαδώσεων τους, αλλά και της γονιμοποιού δύναμης τους. Μεταξύ των ποτάμιων θεών που λατρεύτηκαν ήταν ο Ενιπέας ο ωραιότερος των ποτάμιων θεών και ο Αλφειός. Ο Αλφειός ερωτεύτηκε την Άρτεμη χωρίς ανταπόκριση και την ακόλουθό της την Αρέθουσα,που την κυνήγησε μέχρι τις Συρακούσες. Η Αρέθουσα για να γλιτώσει έγινε πηγή και ο Αλφειός ποτάμι. 10

Ένας άλλος πόταμος,που λατρεύτηκε στην περιοχή μας ήταν ο Πηνειός ο λεγόμενος Μηνιος, τα νερά του οποίου χρησιμοποίησε ο Ηρακλής για να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία. Οι Νύμφες, ήταν κόρες του Δία και σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκαν από τα νερά του ουρανού, που πέφτουν στη γη. Είχαν ποικίλες χάρες και θετική επίδραση στη βλάστηση, εξαγνιστικές,θεραπευτικές και μαντικές ιδιότητες. Αποπλανούν τους ανθρώπους, όπως οι μεσαιωνικές νεράιδες με τη γοητεία και τη μαγεία τους. Οι Νύμφες που ζούσαν σε σπήλαια, σε κοιλότητες βράχων από τις οποίες ανάβλυζαν νερά ήταν οι Ναϊάδες. Υπήρχαν, όμως και Νύμφες των πηγών, που προστάτευαν τη νεότητα, τις παρθένους, τη γονιμότητα και το νερό εξασφάλιζε στους λουόμενους υγεία και μακροζωία. 11

ΜΥΘΟΙ - ΘΡΥΛΟΙ 1. Η λίμνη του Καϊάφα Η λίμνη του Καϊάφα, ήταν άλλοτε, πολιτεία που εβούλιαξε. Σήμερα στη μέση της λίμνης, καμιά φορά, στον πάτο, φαίνονται τα σπίτια. (Ανδρίτσαινα) 2. Το φίδι και η γουστερίτσα (Καρκαβίτσας) Πρώτα ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλός και τον έγλυφαν τα βόιδια, το φίδι από φθόνο άναψε μεγάλη φωτιά για να τον κάψει. Η καλόγνωμη γουστερίτσα όμως, αν και είναι από την ίδια γενιά με το φίδι, εβοήθηκε τον ουρανό και έφερνε νερό με το στόμα της από τη θάλασσα και έσβησε τη φωτιά. Και τότες. Ο ουρανός εθύμωσε με την κακία των γειτόνων του και εζήτησε ύψος από τη θάλασσα, να της δώκει και αυτός βάθος. Η θάλασσα το εδέχτηκε, τον εβοήθησε να σηκωθεί αψηλά και τότες ο ουρανός ανέβηκε εκεί που τον βλέπουμε σήμερα. (Λεχαινά) 3. Η νεράιδα μάννα Ήσαν δύο Νεράιδες αδελφάδες και όταν επέθανε ο πατέρας τους εμοίρασε τα κάστρα, η μια πήρε το Χλομούτσι και η άλλη το Σανταμέρι. Και οι δύο αδελφάδες είχαν μια χαρά και μια λύπη η καθεμιά. Η νεράιδα που πήρε το Σανταμέρι ελυποταν γιατί ήταν άσχημη, μα εχαιρόταν γιατί είχε παιδιά κ όταν εσυλλογίζοταν την ασχήμια της, είχε παρηγοριά πως τα νιάτα της τα δωκε στα παιδιά της. Η νεράιδα από το Χλομούτσι πώς να παρηγορηθεί; Μια μέρα που πήγε στο Σανταμέρι να ιδεί την αδελφή της ζήτησε να της δώσει ένα παιδί να το χει συντροφιά. Η αδελφή της με τα πολλά παρακάλια της έδωσε το ύστερο κορίτσι της, πολύ όμορφο και που το αγάπαγε πολύ. Το πήρε η νεράιδα και πήγε στο Χλομούτσι. Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδελφή της, μήτε την κόρη της είδε η άσκημη. Χάνει την υπομονή της και κινάει να πάει στο κάστρο Χλομούτσι-χτυπάει τις πόρτες- μα δεν της άνοιξαν γιατί η αδελφή της δεν ήθελε να της δώσει πίσω το κορίτσι, ήθελε να το χει αυτή να παίζει, να γελά μαζί του. Πάει ξανά η μάννα, χτυπιέται έξω, δέρνεται, τα ίδια. Ακόμα και τώρα δεν έχασε την ελπίδα και πηγαίνει συχνά στο κάστρο με σκοπό να πάρει την κόρη της. Πηγαίνει πάντα με χαρές και γέλια, με τραγούδια γλυκά, που όλος ο κάμπος δε σείεται δεν αναδεύεται φύλλο. Μα σαν κουραστεί η άσκημη μάννα χτυπώντας τις πόρτες του κάστρου και βραχνιάσει από τις φωνές και το κλάμα, θυμάται και τ άλλα της παιδιά στο Σανταμέρι και γυρίζει πίσω. Στο γυρισμό δεν είναι η χαρούμενη μάννα που πάει να πάρει το παιδί της, μα οργισμένη Νεράιδα, σίφουνας, που είναι τόσο δυνατός και συνεπαίρνει στο διάβα ότι τύχει και φέρνει νερό απ το πέλαγος και πλημμυρίζει ο κάμπος. 12

Παλιόπολη (Ίλιδα) Χλομούτσι-Χλεμούτσι(Φράγκικο Φρούριο) 4.Τα βοϊδοκέφαλα φίδια Πάνε χρόνια που η λίμνη του Φονιά, είχε πολλά νερά, τα χώνεψαν οι καταβόθρες και τα βγάλαν στο κεφαλόβρυσο του Ρουφιά και μαζί με τα νερά βγήκαν και φίδια. Θεόρατα φίδια με κάτασπρο λαιμό και με κεφάλι που μοιαζε με βοϊδιού, που από του Ρουφιά ρουφούσαν το νερό και το πήγαιναν ίσα στη θάλασσα. Οι περαματάρηδες,που ήταν στο Ρουφιά έτρεξαν και δώσαν λόγο στο Πύργο. Πολλοί πήγαν να κυνηγήσουν τα φίδια αυτά. Μα δεν μπόρεσαν να πιάσουν κανένα. (Πύργος) 5.Γιατί ο γάιδαρος κατουρεί όπου βρει νερό ΟΙ γάιδαροι έκαμαν παράπονα στο Θεό ότι είναι πολύ περιφρονημένοι από τους ανθρώπους και τους δίνουν μόνο κλήματα για φαγητό. Τότε ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώκει πολλά καλά και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κάτουρό τους κάμουν ποτάμι. Έτσι,όπου δουν νερό τρεχούμενο, νομίζουν ότι είναι από τα άλλα γαιδούρια και κατουρούν να αυγατίσει, να γίνει ποτάμι. (Σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου και στην Ηλεία) 6.Εβυθός ή του παπα τ αλώνια Ήτανε της Παναγιάς της Καψοδεματούσας του Αλωνάρη (2 Ιουλίου) και ο παπα-βασίλης, που ήταν διορισμένος εφημέριος στα τέσσερα χωριά, Ζογκα, Ζουλατικα, Μάζ, Ρετούνη, αντί να πάει στη λειτουργιά του, ήθελε να πιάσει δουλειά και πήγε στ αλώνι ν αλωνίσει. Σαν ελαιμάριασε τα έξι άλογα του και τα δεσε στο στυγερό, άρχισε ν αλωνίζει και από πίσω από τα άλογα, βαστώντας τα γκέμια και χτυπώντας το καμουτσίκι, του εφώναζε: «Άπλα, άπλα, άπλα». Ήρθε μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε και ο παπάς δεν έπαυε το αλώνισμα, μόν έτρεχε πίσω από τα άλογα σαν δαιμονισμένος φωνάζοντας πάντα «Απλα» Απ την κάψα και την πολλή κούραση έσκασαν σε λίγο τα δυο του άλογα. Εκείνος από το θυμό του εβλαστήμησε την Παναγία, Εφασκέλωσε τον ουρανό και αφού έσπρωξε έξω από τα αλώνι τα σκασμένα άλογα, έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και χτυπώντας τα άλογα άρχισε να γυρίζει μαζί στο στυγερό. Μα δεν εγύρισε πολύ. Άξαφνα, ακούει μια βουή τρομαχτική, γυρίζει και βλέπει μακριά, γύρω στ αλώνι του κάτι σαν κοπάδια κάτασπρα. Σαν κοίταξε πάλι είδε πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό που ερχότανε, αφρισμένο απάνω του και του έζωνε τα αλώνια. Πέρα εφαίνονταν οι κάμποι πρασινισμένοι, ο ουρανός ξάστερος. Ο παπάς δεν εδείλιασε αμέσως. Μα σαν είδε πως το νερό ετράυαε μπρος και τον έζωνε ολούθε τα χρειάστηκε και έπεσε στα γόνατα και είπε: Ημαρτον Θεέ μου. Ο 13

Θεός όμως δεν τον άκουγε τώρα, δεν ήταν καιρός. Το νερό επλάκωσε τα αλώνι και ο παπάς για να γλιτώσει ανέβηκε πάνω στο στυγερό. Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε και σε λίγο εσκέπασε και το στυγερό κι ένα κύμα ήρθε και τον έριξε κάτου και επνίγηκε. Εκεί που πνίγηκε ο παπάς κάθε χρόνο της Παναγιάς, μεσ το μεσημέρι, ακούγονται χλιμιντρίσματα αλόγων και οι φωνές του παπά Άπλα, άπλα. Το μέρος που επνίγηκε λέγεται Εβυθός ή του Παπά τα αλώνια είναι μια λίμνη μια ώρα μακριά από τα Λεχαινά, ανατολικά και στη μέση είναι άπατη. Όταν φυσάει βοριάς το νερό της αλμυρίζει, γιατί έχει συγκοινωνία υπογείως με τη θάλασσα. (Διασκευή από τον Α. Καρκαβίτσα) 7. Η αδικία Ένας μια βολά έδιαε πολύ μακριά στα ξένα και έγινε κρασόπουλος, αλλά δεν ήτανε καλός, ήτανε άδικος κι έριχνε στο κρασί νερό. Εκέρδισε λοιπόν πολλά χρήματα και αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα του με τα κερδισμένα χρήματα. Μια μαϊμού άξαφνα αρπάζει τα χρήματα και ανεβαίνει στο ψηλότερο κατάρτι, ανοίγει τη σακούλα και αρχινάει να πετάει φλωρί στη θάλασσα κι ένα μέσα στο πλοίο ώστε του έμειναν τα μισά χρήματα. Τότε ο κρασόπουλος είπε: Το νερό τα ήφερε, το νερό τα πήρε. (Ανεμομαζώματα-Ανεμοσκορπίσματα) 8. Η κακή γυναίκα Ένας μια βολά επήρε μια κακή γυναίκα, ότι κι αν της έλεγε εκείνη έλεγε το όχι. Μια φορά της λέγει ο άντρας της Πάρε το δραπάνι να πάμε να θερίσουμε. Εκείνη του είπε ότι Δε θερίζουνε με δρεπάνι, θερίζουνε με ψαλίδι. Καλά και σώνει, δεν ημπόρηγε να την καταφέρει. Τότε σκέπτεται να την ξεκάνει, άπλωσε την κάπα του απάνω στο πηγάδι και της λέει ότι Τήρα καλά μη πας και καθίσεις απάνω στην κάπα. Εκείνη έδιαε και έπεσε μέσα στο πηγάδι κι επειδή ήτανε μέσα στο πηγάδι ο διάβολος τον καβαλάει, σκούζει ο διάβολος να τον αφήσει, της τάζει πράματα, αλλά εκείνη επιμένει, δεν τον αφήνει, δεν ακούει. Έρχεται ο άντρας της και της λέει Μην τον αφήνεις. Εκείνη του λέει Για το σκάσιμό σου θα τον αφήσω, τον αφήνει και πνίγεται. (Οι βρύσες, τα πηγάδια έχουν τους φυλακές τους νεράιδες, λάμιες ή διαβόλους) 9.Οι νεράιδες των βρυσώνε Ολούθε, όπου βγαίνει νερό εκεί μένει και νεράιδα, για τούτο ο άνθρωπος τη νύχτα που ήθελε να περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό δε μίλαγε καθόλου, για να μην του πάρει η νεράιδα τη φωνή του, Αλλά κάμποσες βολές (φορές) και τούτο το λένε κάμποσοι γέροι ότι το είδανε, το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε μένει χωρίς να κινηθεί 14

ολότελα και τότε πλια η νεράιδα είναι εκεί όξω στο νερό και στέκει, αλλά για να φύγει η νεράιδα και να τρέξει το νερό πετάει μια πέτρα στο νερό και τότε η νεράιδα αμέσως φεύγει και το νερό τρέχει. Τη νεράιδα τότε ούλοι δε τη βλέπουνε, τα άλογα τη βλέπουνε και φρουμάζουνε και ξαφνιάζονται και δε θέλουν να περάσουνε από κει καθώς και τα σκυλιά, όσα όμως είναι τεσσαρομάτικα, δηλαδή έχουνε σημάδι απάνου από τα φρύδια, τα μαύρα άσπρο και τα άσπρα μαύρο, όλα τα άλλα δε βλέπουνε. (Από τους Γορτυνίους που μένουν στην Ηλεία) 10.Το στοιχειό του γιοφυριού Τα κακά ποτάμια εγκρεμίζανε τα γιοφύρια, ένα από δαύτα ήτανε και ο Λάδωνας, όπου ποτές δεν εστέριωνε γιοφύρι αλλά μια κυρά, που φαίνεται να ναι Τούρκα, εφοβέρισε τους μαστόρους και οι μαστόροι επιάσανε κι εκαρφώσανε έναν αράπη και μια γυναίκα και από τότενες και στερνά εστέριωσε το γιοφύρι και ότανες κατεβάζει το ποτάμι κι έχει φουρτούνα τη νύχτα, ο αράπης και η γυναίκα σκούζουνε Βάστα γυναίκα, Βάστα κι εσύ αράπη, που πάει να πει πως εστοιχειώσανε. 11.Το γεφύρι του Φαναριού Οι μαστόροι που χτίζανε το μεγάλο γιοφύρι που ναι στο Φανάρι, κοντά στο Παχυπόδι, ήσαν όλοι σταυραδέλφια κι είχανε μαζί τους και σταυραδελφή, τσιούπα απάρθενη, που τους κουβαλούσαν αδιάκοπα νερό να δροσίζονται απ τη μεγάλη δίψα, γιατί δουλεύανε με το λιοπύρι. Φτιάνανε οι μαστόροι το γιοφύρι πανώριο και ασάλευτο ως τη μέση, μα τότες ξάφνου γκρεμιζότανε. Φανταστήκανε ότι κάποιος πρέπει να θεμελιωθεί από τους δουλευτάδες για να στεριώσει ακέριο το γιοφύρι. Βάζουνε κλήρο και πέφτει στη σταυραδέλφη. Δεν της λένε τίποτα, Μα μ απάτη μια νύχτα απάνου που κοιμότανε την πήρανε και τη θεμελιώσανε στο γιοφύρι. Ξύπνησε η δόλια, σαν ένιωσε κατάκρυες και βαριές πέτρες να της βάζουνε απάνω της, αρχίζει τις σκούζες, παρακαλά τους μαστόρους να τη ξεθεμελιώσουν, τους ξορκίζει σα σταυραδέλφια της, μα αυτοί κοιτάζουν το χτίσιμο τους. Η θεμελιωμένη βογκάει και κλαίει συνέχεια και οι κλάψες και τα κούφια βογκητά της ακούγονται τις νύχτες. (Ανδρίτσαινα) 12.Της γριάς οι μέρες Οι τρεις στερνές μέρες του Μάρτη λέγονται της γριάς ημέρες, γιατί μια γριά είχε το χειμώνα τα πρόβατα της στους κάμπους (ξεχειμαδιάζε). Τη στερνή μέρα του Μαρτιού στις εικοσιοχτώ γιατί 28 ημέρες είχε τότε ο Μάρτης, ερχότανε η γριά από τα χειμαδιά κι έπιασε χιόνι. Τότε η γριά είπε Στη μπομπή σου Μάρτη μου, τ αρνοκατσικάτσια μου τα βγαλα. Τότε ο Μάρτης επείσμωσε κι εδανείστηκε τρεις μέρες από τον ερχόμενο Φλεβάρη κι έριξε χιόνια πολλά και από τα πολλά χιόνια η γριά 15

απιστόμισε το λεβέτι κι εχώθηκε από κάτου. Τότε η γριά, το λεβέτι και τα πρόβατα εγινήκανε λιθάρια και από τότε ο Μάρτης έχει 31 ημέρες και ο Φλεβάρης 28 και για τούτο λένε Μάρτης ή τρεις καλές ή τρεις καλές. (Οι μέρες της γριάς συναντάται και στη Β. Ευρώπη, όπως και στα Βαλκάνια.) 16

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Οι νύμφες των νερών Οι νύμφες των νερών, οι Ναϊάδες και της θάλασσας οι Νηρηϊδες ζωντανεύουν με το πρόσωπο των Νεράιδων, των δράκων και της λάμιας, που φυλάνε τις βρύσες, τα πηγάδια και τα ποτάμια, μέσα στα παραμύθια που οι γιαγιάδες και οι παππούδες λένε μέχρι και σήμερα. Η λάμια εμφανίζεται, άλλοτε, ως πανέμορφη νέα και άλλοτε ως πανάσχημη γριά. Είναι μυθικό πρόσωπο, που ερωτεύτηκε ο Δίας και απ τη ζήλια της η Ήρα την καταράστηκε να γεννά νεκρά τα παιδιά της. Η λάμια για να την εκδικηθεί άρπαζε άλλες γυναίκες και σκότωνε τις ίδιες και τα παιδιά της. Ο Γιάννος και η λάμια Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένα βασιλόπουλο που το λεγαν Γιάννο και του άρεσε πολύ να πηγαίνει για κυνήγι. Μια φορά που είχε πάει για κυνήγι, από τη μανία του να σκοτώσει όσο το δυνατό περισσότερα πουλιά, είχε μπει τόσο βαθιά στο δάσος, που νυχτώθηκε εκεί. Από το μέρος που ήταν, είδε μακριά ένα φως και αποφάσισε να πάει προς τα κει για να δει από πού ερχόταν αυτό το φως. Μόλις έφτασε εκεί, είδε ένα μεγάλο αρχοντικό που μέσα έμεναν μια λάμια με τη μάνα της και τη θεία της. Την ώρα που το βασιλόπουλο έφτασε, είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Άκουσε τότε τη μάνα και τη θεία να λένε στη λάμια: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, ρίξε τα μαλλιά σου κάτω να ανεβούμε. Η λάμια είχε τόσο μακριά μαλλιά, που έφταναν από το ψηλό σπίτι μέχρι κάτω και, καθώς το σπίτι δεν είχε σκάλα, έριξε τα μαλλιά της κάτω κι έτσι ανέβηκαν η μάνα της και η θεία της. Το βασιλόπουλο, που δεν μπορούσε ν ανεβεί πάνω, έμεινε έξω από το σπίτι της λάμιας ξάγρυπνο. Μέχρι να βρει ξύλα ν ανάψει φωτιά, είδε το φεγγάρι να βγαίνει κι άρχισε να σκέφτεται με τι τρόπο θ ανέβαινε πάνω στο σπίτι. Ψάξε από δω, ψάξε από κει, ξημέρωσε και τότε το βασιλόπουλο άκουσε τη μάνα και τη θεία της λάμιας να λένε: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, ρίξε τα μαλλιά σου κάτω να κατεβούμε. Έριξε τότε τα μαλλιά της η λάμια και η μάνα της με τη θεία της κατέβηκαν κι έφυγαν. Τότε το βασιλόπουλο, νηστικό και άυπνο όπως ήτανε, είπε στη λάμια: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, ρίξε τα μαλλιά σου κάτω ν ανεβώ. Μόλις το βασιλόπουλο είπε αυτά τα λόγια, είδε τη λάμια να ρίχνει τα μαλλιά της κι ανέβηκε απάνω. Όταν το είδε η λάμια, το καλοδέχτηκε και το περιποιήθηκε. Κι αυτό, όταν έφαγε και ξεκουράστηκε, δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της λάμιας, γιατί η ομορφιά της τον είχε τόσο θαμπώσει, που είπε μέσα του πως, αν δεν την έκανε γυναίκα του, δε θα φευγε από κει. Η λάμια και το βασιλόπουλο άρχισαν να κουβεντιάζουν και καθώς περνούσαν πολύ όμορφα ξεχάστηκαν. Ξαφνικά, κοίταξαν έξω και είδαν πως ο 17

ήλιος είχε βασιλέψει. Μετά από λίγο άκουσαν τη μάνα και τη θεία της να φωνάζουν: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, κάνε τα μαλλιά σου σκάλες, ρίχ τα κάτω ν ανεβούμε. Τότε η λάμια είπε στο Γιάννο: -Ήρθε η μάνα μου με τη θεία μου και, αν σε βρουν εδώ, θα σε φάνε. Γι αυτό πρέπει να σε κρύψω. Και τι λέτε ότι έκανε, παιδιά; Έδωσε έναν μπάτσο στο Γιάννο, τον έκανε σκούπα κι έβαλε τη σκούπα πίσω από την πόρτα. Μετά έριξε τα μαλλιά της κάτω και ανέβηκαν, απάνω η μάνα της και η θεία της. Μόλις ανέβηκαν, άρχισαν να ρουφάνε τη μύτη τους και να λένε: -Ανθρώπινο αίμα μας μυρίζει. Και η λάμια τους είπε: -Σ ανθρώπους πάτε, ανθρώπους τρώτε, ανθρώπινο αίμα σας μυρίζει. Και αυτές τότε κοιμήθηκαν ήσυχες και το πρωί έφυγαν πάλι. Έδωσε τότε ένα μπάτσο η λάμια στη σκούπα και το βασιλόπουλο έγινε ξανά άνθρωπος. Η λάμια και ο Γιάννος άρχισαν πάλι να συζητούν. Και καθώς η λάμια μιλούσε για τη μάνα και τη θεία της και το βασιλόπουλο για το κυνήγι στο δάσος και για το παλάτι του, ο ήλιος βασίλεψε και άκουσαν τότε τη μάνα και τη θεία της να φωνάζουν: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, ρίξε τα μαλλιά σου κάτω να ανεβούμε. -Ω! είπε η λάμια. Γιάννο, πρέπει να σε κρύψω, γιατί, αν σε βρουν εδώ η μάνα μου και η θεία μου, θα σε φάνε. Αμέσως η λάμια του δωσε έναν μπάτσο, τον έκανε λάμπα και τον έβαλε πάνω στο τραπέζι για να φωτίζει το δωμάτιο. Χαρούμενη τότε η λάμια έκανε τα μαλλιά της σκάλα και τα ριξε κάτω για ν ανεβούν η θεία της με τη μάνα της. -Χμ! λένε η μάνα της και η θεία της. Ανθρώπινο αίμα μας μυρίζει. -Ω καημένες κι εσείς, τους απαντάει η λάμια. Σ ανθρώπους πάτε, ανθρώπους τρώτε, ανθρώπινο αίμα σας μυρίζει. Έτσι σκεπτόμενες αποκοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα ξύπνησαν πρωί πρωί και, αφού είπαν στη λάμια να κάνει τα μαλλιά της σκάλα, κατέβηκαν κι έφυγαν. Αμέσως τότε έτρεξε η λάμια, έδωσε έναν μπάτσο στη λάμπα κι έκανε ξανά άνθρωπο το βασιλόπουλο. Ο Γιάννος και η λάμια άρχισαν πάλι να κουβεντιάζουν. Όμως κι αυτή τη φορά ξεχάστηκαν, η μέρα πέρασε, ο ήλιος βασίλεψε και τότε άκουσαν τη μάνα με τη θεία της να λένε: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, ρίξε τα μαλλιά σου κάτω να ανεβούμε. Έδωσε έναν μπάτσο η λάμια στο Γιάννο και τον έκανε τραπέζι. Αμέσως έτρεξε κι έριξε τα μαλλιά της για να ανεβούν η θεία της με τη μάνα της. -Χμ! λένε. Ανθρώπινο αίμα μας μυρίζει. Και όση ώρα έτρωγαν, επαναλάμβαναν συνέχεια ότι τους μύριζε ανθρώπινο αίμα. -Ε, καημένες! Τους είπε η λάμια. Σ ανθρώπους πάτε, ανθρώπους τρώτε, ανθρώπινο αίμα σας μυρίζει. Μα αυτές, συνεχίζοντας να λένε η μια στην άλλη ότι τους μύριζε ανθρώπινο αίμα, αποκοιμήθηκαν. Το πρωί που ξύπνησαν είπαν βιαστικά στη λάμια να κάνει σκάλα τα μαλλιά της, κατέβηκαν και έφυγαν. Αμέσως η λάμια έδωσε έναν μπάτσο στο τραπέζι και ξανάκανε άνθρωπο το βασιλόπουλο. Μετά απ όλ αυτά του είπε: 18

-Πρέπει να φύγουμε από δω δεν μπορούμε να καθίσουμε άλλο, γιατί, αν σ οσμιστούν η θεία μου και η μάνα μου, θα σε φάνε. Κι έτσι πήραν χτένια και μιτάρια και, αφού άφησε η λάμια το «έχε γεια» σ όλα τα πράγματα του σπιτιού, έφυγε μαζί με το βασιλόπουλο. Όταν όμως ο ήλιος βασίλεψε, ήρθαν η μάνα και η θεία της κι άρχισαν να φωνάζουν: -Άσπρη μου σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το βερτζί, μαύρα μάτια σαν ελιές, κάνε τα μαλλιά σου σκάλα να ανεβούμε. Κανονικά, αφού η λάμια είχε φύγει με το βασιλόπουλο, δε θα έπρεπε να μιλήσει κανείς. Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ένα κουτάλι παλιοκούταλο-, που ήτανε παραπεταμένο και ξεχασμένο, είπε με ανθρώπινη φωνή: -Άδικα φωνάζετε η λάμια έφυγε μ ένα βασιλόπουλο που ήτανε μέρες εδώ. Πριν φύγει όμως, άφησε σ όλα τα πράγματα του σπιτιού το «έχε γεια». Μόνο σ εμένα δεν τ άφησε, γιατί ήμουν παραπεταμένο και δε με είδε. Τότε η μάνα και η θεία της αποφάσισαν να πάνε να τη βρουν. Μα καθώς το βασιλόπουλο και η λάμια είχαν πάρει πολύ δρόμο και πολύ δρόμο είχαν αφήσει, δεν μπορούσαν να τους προφτάσουν. Το απογιοματάκι όμως, κουρασμένοι καθώς ήτανε, είπαν να καθίσουν λίγο να ξεκουραστούν. Τότε η λάμια είπε στο βασιλόπουλο -Γιάννο, πριν καθίσουμε, κοίτα πίσω να δεις αν έρχονται η μάνα και η θεία μου, γιατί αν κοιτάξω εγώ, θα μας φάνε. Το βασιλόπουλο γύρισε, κοίταξε και είπε: -Λάμια μου, βλέπω ένα μπλε-μαύρο σύννεφο να μας ακολουθεί. Τότε η λάμια του είπε: -Ρίξε, Γιάννο, τα χτένια με τα μιτάρια πίσω μας. Πράγματι ο Γιάννος έριξε τα χτένια με τα μιτάρια και αμέσως έγιναν λόγκοι και βουνά. Έτσι ήταν δύσκολο να περάσουν η μάνα και η θεία της. Μετά απ αυτά ο Γιάννος και η λάμια συνέχισαν το δρόμο τους. Σε μια στιγμή η λάμια είπε στο βασιλόπουλο: -Γιάννο, κοίτα πίσω μας να δεις μήπως έρχονται η μάνα μου και η θεία μου, γιατί, αν κοιτάξω εγώ, θα μας πιάσουν και θα μας φάνε. Πράγματι η μάνα και η θεία της είχαν περάσει τους λόγκους και τα βουνά και κόντευαν να τους προφτάσουν. Τότε το βασιλόπουλο της είπε: -Λάμια μου, ένα μπλε-μαύρο σύννεφο μας πλάκωσε. -Γιάννο, του πε τότε η λάμπα, ρίξε τα μιτάρια πίσω μας. Αμέσως ο Γιάννος τα ριξε πίσω τους και ξαφνικά έγινε μια μεγάλη λίμνη. Τότε η λάμια τον κοίταξε και του πε: -Γιάννο, θα σου δώσω έναν μπάτσο και θα γίνεις πάπιος. Έπειτα θα μου δώσεις κι εσύ έναν μπάτσο και θα γίνω και εγώ πάπια, γιατί όπου να ναι θα ρθει η μάνα μου με τη θεία μου και θα μας πιάσουν. Πάπιος εσύ, πάπια εγώ, θα πλέουμε μαζί μέσα στη λίμνη κι έτσι δε θα κινδυνεύουμε. Αυτές θα μας πετάνε ζαχαρωτά. Πρόσεχε όμως μη φας, γιατί θα μας πιάσουν. Τότε η λάμια έδωσε έναν μπάτσο στο Γιάννο και έγινε πάπιος. Της έδωσε κι αυτός έναν μπάτσο και η λάμια έγινε πάπια. Έπειτα μπήκαν πολύ βαθιά μέσα στη λίμνη κι άρχισαν να επιπλέουν. Μετά από λίγο έφτασαν εκεί η μάνα και η θεία της και, καθώς ο πάπιος και η πάπια, δηλαδή ο Γιάννος και η λάμια, ήταν στη μέση της λίμνης, δεν μπορούσαν να τους πιάσουν. Άρχισαν τότε να τους πετάνε ζαχαρωτά και να τους λένε: -Πι πι, πα πα, παπάκια μου, φάτε και κανένα ζαχαρωτό. 19

Όμως ο Γιάννος και η λάμια δεν πλησίαζαν τα ζαχαρωτά. Μόνο αν έπεφτε κανένα στα πόδια τους τ άρπαζαν και το τρωγαν. Τότε η μάνα της λάμιας, θυμωμένη καθώς ήτανε, καταράστηκε την κόρη της να μεταμορφωθεί σε σκυλίτσα και να μη γίνει ποτέ ξανά η πεντάμορφη λάμια ούτε να παντρευτεί το βασιλόπουλο αν δεν της έδινε η ίδια την ευχή της. Μόλις η μάνα της ξεστόμισε αυτή την κατάρα, έφυγε μαζί με την αδερφή της για να πάνε στο παζάρι και να ξεμοναχιάσουν κανέναν άνθρωπο. Όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά, τα παπιά βγήκαν στην όχθη της λίμνης. Έδωσε τότε έναν μπάτσο η πάπια στον πάπιο κι αυτός έγινε αμέσως το ωραίο βασιλόπουλο. Έπειτα έδωσε το βασιλόπουλο έναν μπάτσο στην πάπια κι εκείνη έγινε σκυλίτσα, όπως ακριβώς την είχε Καταραστεί η μάνα της. Η λάμια-σκυλίτσα-όπως ήτανε τώρα- μπορούσε να μυρίζει τον αέρα. Έτσι σιγά σιγά πήρε ντορό, αχνάρι τ αχνάρι, της μάνας της και της θείας της και τις βρήκε στο παζάρι να ψάχνουν κανέναν άνθρωπο για να τον ξεμοναχιάσουν. Πήγε τότε η λάμια και την παρακαλούσε να της δώσει την ευχή της. Η μάνα της όμως ήτανε τόσο οργισμένη, που με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να της δώσει της ευχής της. Από τα πολλά γύρισε η αδερφή της κα της είπε -Οχ, μωρέ αδερφή! Αρκετά την ταλαιπώρησες! Δεν της δίνεις την ευχή σου να μας ξεφορτωθεί για να μπορέσουμε κι εμείς να ξεμοναχιάσουμε κανέναν άνθρωπο; Επειδή και οι δυο είχαν βαρεθεί να ακούνε το γάβγισμα της σκυλίτσας, η μάνα της της έδωσε την ευχή της κι έτσι η σκυλίτσα έγινε πάλι η πεντάμορφη λάμια. Μετά απ όλα αυτά η μάνα και η θεία της συνέχιζαν να τρώνε ανθρώπους και να τους μυρίζει ανθρώπινο αίμα, το βασιλόπουλο παντρεύτηκε τη λάμια και την πήγε στο παλάτι και αυτοί έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα και όχι, όπως μου έλεγε ο παραμυθάς, ότι αυτοί ζήσανε στ αγκάθια κι εμείς στα μπαμπάκια. Της γης ο αφαλός Μια φορά και έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς που χε τέσσερα παιδιά. Μια μέρα ο βασιλιάς καθότανε με τα τέσσερα παιδιά του και συζητούσαν για τη βασίλισσα που χε χαθεί. Τότε ο μεγάλος γιος του τον ρώτησε τι είχε συμβεί και η μάνα τους είχε χαθεί. Και ο βασιλιάς τους απάντησε: -Παιδιά μου ένα βράδυ που είχαμε μια γιορτή στο παλάτι και ήτανε μαζεμένος πολύς κόσμος, η μάνα σας χάθηκε ξαφνικά, χωρίς να μάθει ποτέ κανείς τι συνέβη. Εγώ έψαξα παντού, όμως δεν τη βρήκα πουθενά. Τότε ο μεγάλος γιος είπε στον πατέρα του πως θα φευγε, για να πάει να τη βρει. Ο πατέρας του, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, ευχαριστήθηκε και, αφού του δωσε την ευχή του, διέταξε τους αυλικούς του να σελώσουν για χάρη του το καλύτερο άλογο με την ωραιότερη σέλα. Αμέσως ο νέος ανέβηκε πάνω στ άλογο και, αφού χαιρέτησε τον πατέρα και τα αδέρφια του, έφυγε. Τη νύχτα, το φως του φεγγαριού έκανε τα πάντα να λάμπουν και τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομορφιά του βασιλόπουλου, που καθότανε στην ωραία σέλα του πανέμορφου αλόγου του. Το παλικάρι, στενοχωρημένο και σκεφτικό, προχωρούσε μέρες και νύχτες στους ατέλειωτους δρόμους, περνούσε από πολλές πόλεις και χωριά και ρωτούσε τους περαστικούς, προσπαθώντας να μάθει κάτι για τη μάνα του. 20