ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ) ΣΗΜΕΙΩΜΑ



Σχετικά έγγραφα
"Κυβερνητικές πράξεις" και αρχή νοµιµότητας της διοικητικής δράσης: Η εξέλιξη της νοµολογίας του Συµβουλίου της Επικρατείας

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 58/2017

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα 09/06/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 44/2013

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Σελίδα 1 από 5. Τ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2014

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ) ΣΗΜΕΙΩΜΑ Όλγας Γεριτσίδου του Γεωργίου, Πολίτη της Ελλάδας, Ειδικής Εκπαιδευτικής Ψυχολόγου και Ερευνήτριας ΚΑΤΑ 1. του Γεωργίου Παπανδρέου του Ανδρέα, Πρωθυπουργού 2. του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Συζητείται ενώπιον Σας κατά την δικάσιμο της 30 11-2010 με αριθμό πινακίου 20 η από 28 5-2010 ( με αριθμό ΓΑΚ 103595/2010 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8762/2010 ) αίτηση μου ασφαλιστικών μέτρων κατά των καθ ων με την οποία βασίμως, τεκμηριωμένως και οριστικώς ζητώ το ασφαλιστικό μέτρο της Επίδειξης Εγγράφου ώστε να υποχρεωθούν οι καθ ων να μου παραδώσουν τα Έγγραφα απαντήσεις στις παρακάτω νομίμως και επισήμως απεσταλμένες επιστολές μου : 1. τη συστημένη επιστολή μου υπ αριθμώ ΕΛΤΑ Πόρτα- Πόρτα PP268078817/GR / 10-9-2009 ( σχετικά 1 και 2 ) 2. την ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ μου με αριθμό ΕΛΤΑ Πόρτα- Πόρτα PP275427362GR /4-11-2009 (σχετικό 3 ) 3. την εξώδικη ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΕΡΩΤΗΣΗ μου και της θυγατέρας μου κ. Τάνυας Μαρίας Γεριτσίδου με αριθμό επίδοσης Εξωδίκου 323Β/6-11-2009 ( σχετικό 4 ) Επίσης ζητώ να υποχρεωθούν οι καθ ων να μου παραδώσουν αντίγραφα με δική μου δαπάνη με πρωτόκολλο παραλαβής, καθώς και να απειληθούν στην σελ. 1 από 27

περίπτωση μη συμμόρφωσης τους με την απόφαση του Δικαστηρίου σας με χρηματική ποινή κατ άρθρον 946 Κ.Πολ.Δ. και να καταδικαστούν στην εν γένει χρηματική δαπάνη. Στο σημείωμα τους ( σχετικό 5 ) ενώπιον Σας οι καθ ων προβάλλουν σειρά ενστάσεων ώστε να καταφέρουν την απόρριψη της αιτήσεως μου, τις οποίες ενστάσεις με το παρόν σημείωμα και εκθέτοντας τα ακόλουθα βασίμως και αυτοτελώς καταρρίπτω : 1. οι καθ ων επικαλούνται έλλειψη δικαιοδοσίας πολιτικών δικαστηρίων επί της υπό κρίση διαφοράς : Οι καθ ων αυθαιρέτως και άνευ ουδενός επιχειρήματος ή ισχυρισμού ισχυρίζονται ότι η υπό κρίση αίτηση δεν αποτελεί διαφορά Ιδιωτικού Δικαίου υπαγόμενη στην κατ άρθρο 1 Κ.Πολ.Δ. δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων. Όμως με απλή ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου διαβάζουμε την ρητή υπαγωγή σε πολιτικά δικαστήρια όχι μόνο διαφορών Ιδιωτικού Δικαίου αλλά και υποθέσεων Δημοσίου Δικαίου. Επίσης, στο άρθρο 2 Κ.Πολ.Δ. ευθαρσώς αναφέρεται ότι ακόμα και σε διαφορές που μπορούν νομίμως να χαρακτηρισθούν Διοικητικές, επιτρέπεται στα Πολιτικά Δικαστήρια η εξέταση ζητημάτων που ανακύπτουν «παρεμπιπτόντως», δηλαδή απορρέουν ίσως από ζητήματα ή υποθέσεις που υπάγονται σε Διοικητικά Δικαστήρια, αφορούν όμως και εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων. Εξ άλλου οι καθ ων, ισχυρίζονται μεν άνευ αιτιάσεως ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι Ιδιωτικού Δικαίου, δεν εξηγούν όμως ούτε ορίζουν που κατ αυτούς υπάγεται το περιεχόμενο της υπό κρίση διαφοράς ούτε σε ποιο Δίκαιο κατ αυτούς υπάγεται, γεγονός που καθιστά την ένσταση τους τουλάχιστον αόριστη. σελ. 2 από 27

Επίσης, το άρθρο 903 Α.Κ. προβλέπει την εν γένει διαδικασία επίδειξης πράγματος και εγγράφου εν τούτοις δεν αναφέρεται στην μορφή δικαστικής προστασίας με την οποία μπορεί να επιδιωχθεί η συγκεκριμένη αξίωση. Η κατά το άρθρο 902 Α.Κ. αξίωση επίδειξης εγγράφου επιδιώκεται αυτοτελώς. Συνεπώς, και εφ όσον είναι δυνατόν να ασκηθεί με αγωγή, ήτοι πολιτική δίκη, και άρα δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, συνάγουμε ότι υπάγεται εκεί γενικώς. Επίσης, επειδή πρόκειται για αξίωση μη αποτιμητή σε χρήμα, αρμόδιο δικαστήριο κρίνεται Πολιτικό Δικαστήριο του τόπου κατοικίας του καθ ου. Επίσης, πέραν της νομικής φιλολογίας, η νομολογία [ ενδεικτικά και όχι περιοριστικά ΑΠ 1613/2000, ΕλλΔνη 2001.680ΠρΑθ(πρδρ)14495/1953, ΜΠρΘ 108/1971, ΕλλΔνη 1984.1227(1228) ] προσθέτει και την δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης της επίδειξης κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εκτός των άλλων Πολιτικών ( και ιδιαιτέρως των πολυμελών πρωτοδικείων ) Δικαστηρίων. Και το πράττει ορθώς αυτό καθ ότι η τακτική διαδικασία του πολυμελούς αντιστρατεύεται εξόφθαλμα το πνεύμα του Νόμου αφού τις περισσότερες φορές η επίδειξη εγγράφου αποτελεί απαραίτητο προθάλαμο για την άσκηση άλλου αναγκαίου ενδίκου μέσου. Συνεπώς, τόσο από την νομική φιλολογία όσο και από την ευρύτατη νομολογία, η ίδια η φύση του αιτήματος μου αυτοδικαίως το υπάγει στην δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, εξ άλλου ο κάτοχος του εγγράφου από τον οποίο αξιώνω επίδειξη εγγράφου εκτός από φυσικό μπορεί να είναι και νομικό πρόσωπο ή δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο που ασκεί διοίκηση ( ενδεικτικά και όχι περιοριστικά Εφ.Αθ. 2095/1971, Αρμ 1971.1073-1074 ΠρΑθ (πρδρ) 13678/1958, ΝοΒ 1958.1001 ), χωρίς να τίθεται θέμα δικαιοδοσίας των Πολιτικών Δικαστηρίων. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η συγκεκριμένη ένσταση των καθ ων και να κριθεί κανονικά ενώπιον Σας η αίτηση μου. σελ. 3 από 27

2. Επίσης, οι καθ ων επικαλούνται ένσταση «απαραδέκτου», ισχυριζόμενοι ότι η υπό κρίση αίτηση μου δεν έχει κοινοποιηθεί τυπολατρικώς και κατά συνέπεια ζητούν την απόρριψη της ως προς το καθ ου γραφείο Πρωθυπουργού. Όμως, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ( ΑΕΔ 27/2004 ) έκρινε ότι η κοινοποίηση των δικογράφων, όπως ισχυρίζονται ότι όφειλε να διεκπεραιωθεί, μέσω κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών είναι μέτρο επαχθές. Επίσης, ότι οι δικονομικές προϋποθέσεις για το έγκυρο της άσκησης των ενδίκων μέσων και την πρόοδο της δίκης, για να είναι Συνταγματικώς ανεκτές, πρέπει να αποσκοπούν σε σκοπό συναρτώμενο προς την απονομή της Δικαιοσύνης και να μην υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα οποία τα μέτρα αυτά ισοδυναμούν με κατάλυση, άμεση ή έμμεση του ατομικού Δικαιώματος που προστατεύεται με την Συνταγματική διάταξη του άρθρου 20. Επίσης, το ΣτΕ έκρινε με την 991/ 2004 παραπεμπτική απόφαση του ότι το απαράδεκτο που θεσπίζουν οι διατάξεις επί μη κοινοποιήσεως δικογράφων και στον Υπουργό Οικονομικών είναι αντίθετο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι εφ όσον ο διάδικος υποχρεούται να κοινοποιήσει κάθε δικόγραφο επί ποινή απαραδέκτου στον αρμόδιο της δημόσιας υπηρεσίας, η υποχρέωση επιπλέον κοινοποιήσεως πάλι επί ποινή απαραδέκτου στον Υπουργό Οικονομικών συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της προάσπισης των συμφερόντων του Δημοσίου. Επιπλέον, το Ν.Δ. 26/1944 αναφέρεται στον Κ.Ε.Δ.Ε., δηλαδή γενικά οικονομικές υποθέσεις, ενώ η δική μου αίτηση ουδεμία σχέση έχει ούτε υπάγεται στον Κ.Ε.Δ.Ε. σε καμμία περίπτωση. Επομένως, η επίκληση των κα ων σε κάθε περίπτωση είναι άτοπη, αβάσιμη και ενέχει σοβαρά θέματα αντισυνταγματικότητας ούτως ή άλλως, εκτός του ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία άπτεται οικονομικών υποθέσεων. σελ. 4 από 27

Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση επί δικών του Δημοσίου δεν ανάγεται στην σφαίρα ευθύνης του Πολίτη ή του τρίτου να κοινοποιήσει το δικόγραφο και στον Υπουργό των Οικονομικών. Όπως ήδη αναφέραμε η διπλή κοινοποίηση είναι μία δικονομική προϋπόθεση ανομιμοποίητη. Η κοινοποίηση αυτή μπορεί και πρέπει να γίνεται ενδοϋπηρεσιακά ώστε να αποφεύγονται άκαμπτες δικονομικές προϋποθέσεις και να περιορίζονται τα έξοδα, όπως οφείλει να γίνεται στα πλαίσια του Κράτους Δικαίου ( ΑΕΔ 33/95 [NOMOS], ΕΔΔΔ 1997/51, βλέπε περιοδικό «Δίκη», Π. Ξυγκάκης, Μάιος 2005 ). Επομένως, και αυτή η ένσταση να απορριφθεί. Επιπροσθέτως, οφείλω να επισημάνω ότι με την θετική αποδοχή παραλαβή τους του δικογράφου, όπως φαίνεται από την έκθεση επίδοσης δικογράφου με αριθμό 1944Β ( σχετικά 6 & 7 ), υπήρξε παραλαβή από «εντεταλμένη, εξουσιοδοτημένη και αρμόδια για την παραλαβή δικογράφου κ. Λεμονιά Τραγουστή», γεγονός που σημαίνει ότι άτομο εξουσιοδοτημένο να λαβαίνει δικόγραφα που αφορούν το γραφείο του πρωθυπουργού υπέγραψε και παρέλαβε και άρα δέχτηκε νομίμως και εμπράκτως την επίδοση του δικογράφου. Εξ άλλου, το αυτό αποδεικνύεται και από την περίπτωση του τρίτου των καθ ων «εκπρόσωπο τύπου και δημοσίων σχέσεων του Πρωθυπουργού», όπου όπως φαίνεται από την βεβαίωση ματαίωσης επίδοσης δικογράφου της δικαστικής επιμελήτριας κ. Χρυσάνθης Σιαμπούλη ( σχετικό 8 ), δεν υπήρξε επίδοση καθ ότι κατέστη αδύνατη εφ όσον δεν υπήρχε άτομο εντεταλμένο / εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει δικόγραφα. Συνεπώς, η αποδοχή παραλαβή χωρίς ουδεμία ένσταση ή αντίρρηση από το καθ ου γραφείο Πρωθυπουργού νομιμοποιεί και αποδέχεται την συγκεκριμένη αίτηση. Τέλος, το γεγονός ότι το ΝΣΚ μέσω της παρέδρου του η οποία κατά την δικάσιμο παρουσιάστηκε για λογαριασμό τόσο του πρώτου όσο και του δευτέρου των καθ ων αποδεικνύει ότι ως οφείλουν οι δημόσιες υπηρεσίες, το σελ. 5 από 27

γραφείο Πρωθυπουργού κοινοποίησε ουσιαστικά το δικόγραφο στο κατάστημα του ΝΣΚ. Εξ άλλου, οι ίδιοι οι καθ ων περιγράφουν το καθ ου γραφείο Πρωθυπουργού ως «δημόσια υπηρεσία». Συνεπώς, ως δημόσια υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν2690/1999 (κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) και ιδίως στο άρθρο 1 α υποχρεούται : «οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματα τους μέσα σε προθεσμία 50 ημερών Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει μέσα σε τρείς (3) ημέρες να την διαβιβάσει στην αρμόδια και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο.» Συνεπώς, εφ όσον για οποιονδήποτε λόγο όπως ισχυρίζονται οι καθ ων η κρινόμενη αίτηση στρεφόταν αναρμοδίως τυπικά και όχι ουσιαστικά, καθ ότι οι εν λόγω επιστολές εστάλησαν και παρελήφθησαν από το συγκεκριμένο καθ ου γραφείο Πρωθυπουργού, όφειλε να κοινοποιήσει το δικόγραφο ορθώς και να με ενημερώσει περί τούτου. Άλλως, όφειλε να με ενημερώσει περί της μη σωστής ( αλλά άκρως λογικής ) επιδόσεως ώστε να μπορέσω να προβώ στην ορθή επίδοση και κοινοποίηση. Εξ άλλου, η υπό κρίση αίτηση μου όχι μόνο κοινοποιήθηκε πλέον του μηνός πρό της δικασίμου ( αντί για τις εκ του νόμου προβλεπόμενες 10 ημέρες ) αλλά επιπροσθέτως απέστειλα εξ επί τούτου συγκεκριμένη αίτηση μέσω τηλεομοιότυπο / fax ( σχετικό 9 ) με αριθμό πρωτοκόλλου 8337/1-11-2010 προς άμεση πληροφόρηση μου για την σωστή και έγκυρη κοινοποίηση όπου αυτή είναι απαραίτητη. Όχι μόνο δεν έλαβα απάντηση αλλά σε τηλεφώνημα για την ενημέρωση περί της ανταποκρίσεως των καθ ων στην αίτηση μου με αριθμό πρωτοκόλλου 8337/1-11-2020 από την θυγατέρα μου, της ειπώθηκε ρητώς από μέλος του γραφείου του κ. Παμπούκη όπου είχε προωθηθεί ότι δεν επρόκειτο ποτέ να λάβω απάντηση (σχετικό 10 ). Δηλαδή, υπήρξε εκ μέρους σελ. 6 από 27

των καθ ων σαφής αθέτηση της όποιας καλής πίστης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 42 ΚΔΔ και ιδίως παρ. 1 «οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι εκπρόσωποι και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, να τηρούν το καθήκον της αλήθειας και να αποφεύγουν ενέργειες που προδήλως παρελκύουν την δίκη». Είναι εμφανές με την παράθεση τόσο των στοιχείων όσο και της καταθέσεως της μάρτυρος μου περί της αρνήσεως των διευκολύνσεως της διαδικασίας ότι υπήρξε πρόθεση παρέλκυσης της δίκης και δημιουργίας συνθηκών για την παράθεση ένστασης, η οποία ένσταση δεν θα ήταν δυνατή εάν είχα ενημερωθεί κατ άρθρον 4 του νόμου 2690/1999 από την δημόσια υπηρεσία όπως αυτή ορίζεται από τους ίδιους τους καθ ων «γραφείο Πρωθυπουργού» και δεν θα υφίστατο. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ εζήτησα ζωτική πληροφόρηση δεν την έλαβα, ούτε βεβαίως και η δικαστική επιμελήτρια που επίσης έκανε την αντίστοιχη ερώτηση. Δεδομένων λοιπόν τόσο των γεγονότων που έλαβαν χώρα σχετικά αλλά και της σχετικής γνωμοδοτήσεως αποφάσεως ΑΕΔ επί του θέματος της αντισυνταγματικότητας ( τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία ) όταν προδήλως διαφαίνεται πρόθεση του Δημοσίου να μην αποσκοπεί σε σκοπό συναπτόμενο προς την απονομή της Δικαιοσύνης και επί του να μην υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα οποία τα μέτρα αυτά των δικονομικών προϋποθέσεων ισοδυναμούν με άμεση ή έμμεση κατάλυση του ατομικού Δικαιώματος που εγγυάται το 20Σ ( ΑΕΔ 27/2004, Β/α 2.,Μάιος 2005 περιοδικό «Δίκη» ) καθώς και του ότι η συγκεκριμένη αίτηση μου επίδειξης εγγράφου αποτελεί επικουρικό μέσο απόδειξης και όχι δίκη, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση των καθ ων ως πλήττουσα και εμμέσως και αμέσως τα Συνταγματικώς εγγυημένα ατομικά Δικαιώματα της παροχής έννομης προστασίας μου αφ ενός αλλά και τα Δικαιώματα της προηγούμενης Ακρόασης μου αφ ετέρου για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρα που λαμβάνονται εις βάρος των Δικαιωμάτων και συμφερόντων μου, όπως επί των θεμάτων που θίγω και θέτω στις επιστολές μου. σελ. 7 από 27

Τέλος, σε κάθε περίπτωση η ένσταση δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο τον δεύτερο των καθ ων και όχι τον πρώτο των καθ ων αφού ο καθ ου Γεώργιος Παπανδρέου του Ανδρέα είναι φυσικό πρόσωπο στο οποίο απηύθυνα επιστολές απευθυνόμενες σε αυτόν αναλόγως των ιδιοτήτων του τόσο πρίν ( όσο ήταν υποψήφιος για αξίωμα Πολίτης ιδιώτης και όχι κάτοχος οιουδήποτε κυβερνητικού θώκου ) όσο και αφού εξελέγη Πρωθυπουργός και άρα ούτως ή άλλως δεν υπάγεται ο ίδιος στις συγκεκριμένες επικαλούμενες διατάξεις, και συνεπώς η αίτηση μου ιδίως ως προς αυτόν δεν πρέπει να απορριφθεί. 3. Επίσης, οι καθ ων επικαλούνται ένσταση απαραδέκτου και αβασίμου ισχυριζόμενοι ότι η ικανοποίηση του αιτήματος μου βρίσκεται εκτός του ασφαλιστέου Δικαιώματος. Αυτό όμως δεν ισχύει για πολλούς λόγους : Αφ ενός, το ασφαλιστικό μέτρο επίδειξης εγγράφου, ιδίως στην περίπτωση αποτροπής επικείμενου κινδύνου, αποτελεί θεωρητικά και τελολογικά ορθότερη νομολογιακή εκδοχή παρά τον κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. καθ ότι η αξίωση επίδειξης εγγράφου δεν έχει προφανώς τον χαρακτήρα διαρκούς έννομης σχέσης και επιτρέπεται να διαταχτεί για την προσωρινή θέση σε λειτουργία εριζόμενων διαρκών έννομων σχέσεων ( ΜΠρΑθ 14720/1989, Δ 1990. 155, με ενημ. Σημ Κ. Παναγόπουλου ΜΠρΚαρπεν 13/1994, Δ 1996. 1200, με ενημ. Σημ. Κ. Παναγόπουλου ΜΠρΘεσ 2945/1996, ΕλλΔνη 1997. 177-178 ). Η δικονομική αξίωση για επίδειξη τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 20 Σ αλλά και του άρθρου 6 ΕΣΔΑ αφού μέσα από την υλοποίηση του Δικαιώματος απόδειξης ικανοποιεί τον σκοπό της Δίκαιης Δίκης που όπως περιγράφω στην αίτηση μου επιδιώκω ( ΑΠ 422/2002, Δ 2003, 243 ). Η νομολογία παρεμβαίνοντας διορθωτικά, ορθά προτείνει την εξώδικη επιδίωξη της επίδειξης και την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ώστε να αποφεύγεται η τακτική διαδικασία του Πολυμελούς για προπαρασκευαστικές αξιώσεις όπως αυτές για την επίδειξη εγγράφου. Η δικαστική πρακτική σελ. 8 από 27

αποδέχεται την έννοια του κατεπείγοντος όταν τα εν λόγω ζητούμενα έγγραφα προς επίδειξη έχουν χαρακτηριστικές ιδιότητες που προσομοιάζουν κατ αρχήν με εκείνες που απαιτεί το Δίκαιο Απόδειξης για όλα τα αποδεικτικά μέσα ακόμα και για δίκη στο απώτερο μέλλον ( ΜΠρΛεβ 8/1981, Δ 1981. 39, ΜΠρΑθ 17453/1983. ΕλλΔνη 1984. 1227-1228. ). Δεδομένου ότι η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων προβλέπει την δυνατότητα υποβολής σχετικής αγωγής εντός 30 ημερών από την απόφαση επί αυτών, με την οποία αγωγή τα ασφαλιστικά μέτρα είναι αμέσως συνδεδεμένα, ισχύει σύμφωνα με τα ανωτέρω η έννοια του κατεπείγοντος και λανθασμένα επικαλούνται οι καθ ων ότι δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση, ειδικά για την περίπτωση του ασφαλιστικού μέτρου της επίδειξης εγγράφου όπως αυτό υποστηρίζεται από την πλειοψηφία της νομολογίας. Η νομολογία εξ άλλου θέτει ως βασική αρχή ότι οι δικονομικές διατάξεις για την επίδειξη εγγράφων εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την συνδρομή των προϋποθέσεων της ουσιαστικής ρύθμισης στις οποίες αποπειράται να βασιστεί η συγκεκριμένη ένσταση των καθ ων [ ενδεικτικά και όχι περιοριστικά ΑΠ 1059/1977, ΝοΒ 1978. 930-931. ΑΠ 780/1978, ΝοΒ 1979. 563. ΕφΑθ 9208/1982, ΕλλΔνη 1983. 101(102). Πεντ/λες ΕφΑθ 16072/1988, ΕλλΔνη 1993. 1366 (1367). ΕφΑθ 3239/2001, ΔΕΕ 2002.87 (91). ΕλλΔνη 2003. 608-609. ] Συνεπώς, ο ισχυρισμός των καθ ων στην 3 α ένσταση τους, στην σελίδα 2 του σημειώματος τους, δεν αποτελεί σωστή εφαρμογή ούτε του Νόμου ούτε της σχετικής νομολογίας όπως εξέθεσα. Εξ άλλου, η αξίωση επίδειξης εγγράφου δεν μπορεί να θεωρηθεί καθυστερημένη και μάλιστα προς υποστήριξη δήθεν ελλείψεως επείγουσας περίπτωσης, καθ ότι η επείγουσα περίπτωση προκύπτει πρωτίστως λόγω της έννομης σχέσης μου με τα έγγραφα των οποίων την επίδειξη ζητώ, αλλά και από τον στόχο άντλησης πληροφοριών πρίν την έναρξη εκκρεμοδικίας μέσω της συντηρητικής απόδειξης. ( ενδεικτικά και όχι περιοριστικά ΜΠρΘεσ 594/1972, ΕλλΔνη 1972. 617, ΕλλΔνη 2003. 618. ) σελ. 9 από 27

Εξ άλλου, και βάσει των ανωτέρω ισχύει το άρθρο 902 Α.Κ. αφού τα έγγραφα των οποίων ζητώ επίδειξη πιστοποιούν έννομη σχέση που με αφορά και σχετίζεται με τέτοιες διαπραγματεύσεις. Μάλιστα, η νομολογία δέχεται ότι το έννομο συμφέρον μπορεί να είναι περιουσιακής / ηθικής φύσεως έως και Δημοσίου Δικαίου έτσι ώστε η επίδειξη να επιδιώκεται και με σκοπό την προστασία Πολιτικών Δικαιωμάτων ή για υποστήριξη μήνυσης ( Γ. Ράμμος προηγ. σημ. Π. Ζέπο, Ενοχδικ, Ειδμερ, Β 27, σ. 679 ΜΠρΑθ 11719/1972, ΕΕΝ 1973. 91-92, ΕφΑθ 757 /1966, ΝοΒ 1966. 936. ΠρΑθ(πρδρ)13678/1958, ΝοΒ 1958.1001, ΜΠρΜυτ 428/1997, ΑρχΝ 1998. 816 ). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση περί αβασίμου και απαραδέκτου των αιτημάτων μου ούτως ή άλλως. Κατ αρχάς, διαθέτω πρόδηλη ύπαρξη Δικαιώματος στην παροχή πληροφοριών, τόσον στα πλαίσια της ειδικότερης επιταγής του Κράτους Δικαίου όσο και την ανίχνευση / ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, για τον οποίο σκοπό η Συνταγματική και νομοθετική κατοχύρωση της Ελευθερίας της Πληροφόρησης αποτελεί έναν από τους κύριους μοχλούς. Εξ άλλου, το καθήκον της αληθείας όπως αυτό προωθείται και προστατεύεται από το άρθρο 42 ΚΔΔ σε συνδυασμό με την υποχρέωση σύμπραξης του διαδίκου ( σε αυτή την περίπτωση των καθ ων ) στην αποδεικτική προσπάθεια του αντιδίκου θεμελιώνεται και στα ευρύτερα όρια της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης ( 174 4 ΚΔΔ αλλά και 174 ΚΔΔ γενικώς ). Με τις επιστολές μου, ζητώ από τον πλέον και μοναδικό αρμόδιο την παροχή ζωτικότατων πληροφοριών οι οποίες θα μου επέτρεπαν και θα μου επιτρέψουν την ισότιμη συμμετοχή μου στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Έχει επισημανθεί ότι η κατοχή ενδεδειγμένων πληροφοριών προσφέρει ισχύ ενώ αντίθετα ο μη πληροφορημένος βρίσκεται σε μειονεκτική και ανασφαλή θέση. Άρα, στα αιτήματα μου προς τους καθ ων προς απάντηση και παροχή πληροφοριών και πράξεων επιδιώκω μέσω της ορθής πληροφόρησης να δημιουργήσω βάση διαπίστωσης της ουσιαστικής κατάστασης ύπαρξης σελ. 10 από 27

Δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης και του πλήθους των ενστάσεων που έχουν επισήμως κατατεθεί από έγκριτους νομικούς όπως τον Πρόεδρο ΔΣΑ και πλήθος άλλων νομικών εκπροσώπων ως προς την νομιμότητα και Συνταγματικότητα της διοίκησης υπό την εκτελεστική εξουσία του καθ ου, οι απαντήσεις στις επιστολές μου αυτές συνιστούν συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας και / ή διενέργειας αδικοπραξιών. ( βλέπε Α. Μανιτάκη Γνμδ ΕλλΔνη 2033. 367 ). Άρα, ο καθ ου έχει υποχρέωση επίδειξης των προσδιοριζομένων στην αίτηση μου εγγράφων στα πλαίσια του Συνταγματικά προστατευομένου Δικαιώματος Απόδειξης αφού ο Γ. Α. Παπανδρέου είναι ο μόνος ικανός και αρμόδιος να μου χορηγήσει έγκυρες και αδιαμφισβήτητες απαντήσεις επί των θεμάτων που θίγω σε αυτές. Εξ άλλου, στον χώρο του ουσιαστικού Δικαίου έγκριτοι αστικολόγοι εδράζουν παρομοίως την υποχρέωση αυτή όπου δεν προβλέπεται ήδη ρητά και στην υπέρτατη Δικαιική της καλής πίστης ( άρθρο 200, 281, 288 ΑΚ ), δεδομένου ότι σε διάφορα κεφάλαια του ΑΚ γίνεται λόγος άλλοτε για Δικαίωμα και άλλοτε για υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Συνεπώς, συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδοχής της αιτήσεως μου σε όλα μου τα αιτήματα. Επίσης, ψευδώς και εσφαλμένως ισχυρίζονται οι καθ ων ότι δεν έχει εφαρμογή το αιτούμενο από εμένα μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης και απειλής χρηματικής ποινής κατ άρθρο 946 ΚΠολΔ και οι διατάξεις περί επίδειξης εγγράφου 450-451 ΚΠολΔ και 902 903 ΑΚ, καθ ότι αναφέρονται συγκεκριμένα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη : Είναι σαφές και ευρέως γνωστό ότι κάθε γραπτό αίτημα προς το Δημόσιο και την διοίκηση που έχει μοναδικό αριθμό ( όπως στην περίπτωση των συστημένων και των εξωδίκων ) αυτομάτως πρωτοκολλείται και βάσει του πρωτοκόλλου αυτού δημιουργείται έγγραφο απάντησης εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων όπως αυτά ορίζονται από τον Νόμο. σελ. 11 από 27

Συνεπώς, και με την πάροδο των χρονικών ορίων συνετάχθησαν συγκεκριμένες απαντήσεις στις επιστολές μου οι οποίες οφείλουν να φέρουν συγκεκριμένο αριθμό πρωτοκόλλου. Σαφώς, η άρνηση των καθ ων να μου επιδείξουν / αποστείλουν τα εν λόγω έγγραφα που οφείλουν να έχουν συντάξει σύμφωνα με τον Νόμο μου έχει μεν αφαιρέσει την δυνατότητα να αναφέρω συγκεκριμένους αριθμούς πρωτοκόλλου, έχω όμως την δυνατότητα να τα ταυτοποιήσω οριστικά και ασφαλώς ως «απαντητικά έγγραφα» στις συγκεκριμένες με αριθμό και ημερομηνία επιστολές μου και άρα ο ισχυρισμός των καθ ων ότι δεν έχω αναφέρει συγκεκριμένα έγγραφα των οποίων ζητώ την επίδειξη είναι ψευδής και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι και περιγράφονται επαρκώς τα επιδεικτέα έγγραφα ως προς το περιεχόμενο τους, και άρα εξατομικεύονται όπως απαιτεί η νομολογία ( ΕφΘεσ 1150/2001, Μανιτάκης ΕλλΔνη 44/370 ) και είναι προδήλως καθορισμένο ότι βρίσκονται στην κατοχή των καθ ων : οι προϋποθέσεις δηλαδή σύμφωνα με την νομολογία ώστε να είναι ορισμένη η αίτηση μου ( ΑΠ 1341/00 ΕλλΔνη 43.407, ΑΠ 1071/00 ΕλλΔνη 42.402 ). Επίσης οι καθ ων επικαλούνται και πάλι ψευδώς και στρεβλωμένα, όπως θα αποδείξω κατωτέρω, ότι η υπό κρίση αίτηση μου είναι αβάσιμη επικαλούμενοι περιέργως και υπόπτως ότι οι συγκεκριμένες τρείς (3) επιστολές μου δεν αποτελούν αναφορές (!), στην προφανώς απεγνωσμένη τους προσπάθεια να αποφύγουν να μου επιδείξουν τα έγγραφα που νομίμως Δικαιούμαι παντοιοτρόπως, για λόγους που προφανώς οι ίδιοι γνωρίζουν αλλά και που και εμείς σύμφωνα και με τον νομοθέτη ( βλέπε άρθρο 42 ΚΔΔ ) μπορούμε να υποψιαστούμε ότι έχουν για την παρακώλυση της εύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας και / ή την παρακώλυση δυνατότητας θεμελίωσης κατάστασης πιθανής αδικοπραξίας εκ μέρους των. Άλλως, ουδείς δύναται να κατανοήσει την απόπειρα να πείσουν την Έδρα να αγνοήσει την νομολογία ΑΠ που ορίζει ως αναφορές που υπόκεινται στο άρθρο 10 Σ παρ. 2 κάθε έγγραφο που : σελ. 12 από 27

Α) περιλαμβάνει αιτιάσεις κατά ενεργείας ή παραλείψεως κάποιας αρχής ή οργάνου της Β) περιέχει συγχρόνως εμμέσως ή αμέσως αίτημα για επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης Γ) απευθύνεται σε αρχή που ασκεί εξουσία και είναι από τον Νόμο αρμόδια και υπόχρεη να επανορθώσει ή να αποτρέψει τις επιζήμιες συνέπειες που επήλθαν από την ενέργεια ή παράλειψη που έγινε. ( Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά ΑΠ 495/1995, ΟλΑΠ 1241/1984 ). Απλή και επιφανειακή ανάγνωση και των τριών επιστολών μου μετά των συνημμένων των, θα δείξει ότι τα περιεχόμενα κείμενα σε αυτές πληρούν υπέρ το δέον και τις τρείς παραμέτρους καθ ότι : Α) περιλαμβάνουν αιτιάσεις κατά κυρίως παραλείψεων ενεργειών και καταγγελίες ενεργειών εκ μέρους του Πρωθυπουργού ως διοικητικώς προϊστάμενο του Δημοσίου στα πλαίσια της εκτελεστικής φύσεως της εξουσίας που ασκεί ( ενδεικτικά βλέπε μέρος Α και Β της από 3-11-2009 ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ μου, σελίδα 1 της από 4-11-2009 και σημείο 2 στην από 4-11-2009 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΟΥ και τα σημεία 1 δ, 2 β & γ, 3 β & δ, 4 α, β & γ, 5 α & β, 6 α, β & γ του συνημμένου εγγράφου στην από 10-9-2009 ΕΚΚΛΗΣΗ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ). Β) περιέχει συγχρόνως και εμμέσως και αμέσως αιτήματα για επανόρθωση και αποτροπή περαιτέρω ηθικής και υλικής βλάβης τόσο σε άμεσο προσωπικό όσο και το γενικότερο απορρέον επίπεδο ( ενδεικτικά σημεία 1 έως 3 της από 4-11- 2009 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ μου, σελίδα 4 της από 3-11-2009 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ μου, σελίδα 4 της από 10-9-2009 ΕΚΚΛΗΣΗΣ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ, καθώς και σελίδα 13 και 14 του συνημμένου στην από 10-9-2009 ΕΚΚΛΗΣΗ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ ) σελ. 13 από 27

Γ) απευθύνονται σε αρχή ή μελλοντική αρχή που ασκεί εξουσία και είναι από τον νόμο αρμόδια και υπόχρεη να επανορθώσει και να αποτρέψει τις επιζήμιες συνέπειες που επήλθαν από την ενέργεια ή παράλειψη που έγινε, εφ όσον απευθύνονται στον εντεταλμένο από το Σύνταγμα να κατευθύνει τις ενέργειες της Κυβέρνησης και των δημοσίων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο Συνταγματικό πλαίσιο (82 Σ ) και οι εν λόγω επιστολές αναφορές του αναφέρουν πληθώρα παραβιάσεων αυτού ακριβώς του πλαισίου εμμέσως ή αμέσως ( βλέπε ενδεικτικά την σελίδα 12 και 13 του συνημμένου στην από 10-9-2009 ΕΚΚΛΗΣΗ ΕΜΠΡΑΚΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗΣ εγγράφου και τα μέρη Α και Β της από 3-1-2009 ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ καθώς και το σύνολο της από 4-11-2009 ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ μου ). Συνεπώς, πρωτίστως οι εν λόγω επιστολές στις οποίες ζητώ επίδειξη της απαντήσεως είναι αδιαμφισβήτητα αναφορές και η παροχή πληροφοριών που ζητείται γενικώς σε αυτές εν δυνάμει θεμέλια για έννομη αξίωση προστασίας ζωτικών ατομικών και γενικώς Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μου στο πλαίσιο του άρθρου 6 αλλά και 10 ΕΣΔΑ, 19 ΔΣΑΠΔ και βεβαίως 13 ΕΣΔΑ, 2 ΔΣΑΠΔ πέραν του Συνταγματικώς κατοχυρωμένου Δικαιώματος στην πληροφόρηση κατά άρθρο 5 α Σ. Η επίκληση δε του Ν.Δ. 796/1971 της περιόδου της δικτατορίας είναι παντελώς αντισυνταγματική και άτοπη όπως πολλάκις έχει αποφανθεί η νομολογία, προτάσσει δε την δικαιολογία των «κυβερνητικών πράξεων» για να αποφύγει να μου επιδείξει τις απαντήσεις που Δικαιούμαι και να μου καταπατήσει έτσι με το ομολογουμένως, από έγκριτους νομικούς αναλυτές, κατάλοιπο από ολοκληρωτικά και αστυνομοκρατούμενα καθεστώτα θέμα / αιτίαση της «κυβερνητικής πράξης» ως αυθαίρετη τοποθέτηση του εαυτού των υπεράνω του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, διαπράττοντας έτσι απόπειρα κατάχρησης δικαιωμάτων / εξουσίας στα χέρια τους. σελ. 14 από 27

Το ΣτΕ έχει κρίνει ότι στην κατηγορία των "κυβερνητικών πράξεων" ανήκουν, ιδίως, εκείνες που αναφέρονται στις σχέσεις ανάμεσα στα κρατικά όργανα, όπως είναι λ.χ. το διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (ΣτΕ 250/1930, 1596/1951, 1789/1951 318/1956, 1810/1961, 484/1978, 1299/1986, 1398/2000), προκήρυξης δημοψηφίσματος (ΣτΕ 2468/1968), αποδοχής παραιτήσεως υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή σχηματισμού της Κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/1967, 1631/1975), η άσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 102/1930, 347/1937). Έχει κριθεί, ακόμη, ότι στην ίδια κατηγορία των "κυβερνητικών πράξεων" ανήκουν και οι πράξεις που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας (λ.χ. ΣτΕ 2389/1953, 1317/1972), όπως για παράδειγμα είναι η σύναψη και εκτέλεση διεθνών συνθηκών (ΣτΕ 210/1933, 873/1934, 678/1939, 3235/1969) και γενικότερα εκείνες που άπτονται της ρυθμίσεως των διεθνών σχέσεων της χώρας και της διπλωματικής προστασίας ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό (ΣτΕ 796/1931). Δεν χωρεί, ασφαλώς, αμφιβολία ότι ο χαρακτηρισμός μιας εκτελεστής διοικητικής πράξεως ως "κυβερνητικής" περιορίζει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, θίγοντας, μάλιστα, τον πυρήνα του. Παράλληλα, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δοκιμάζει τα κανονιστικά όρια συνταγματικών αρχών, όπως είναι η κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως (άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.), η αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσεως και, σε απώτερη αλλά ορατή αναγωγή, η αρχή του κράτους δικαίου. Για το λόγο αυτό, η θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο φειδωλό και περιορισμένο. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας (in dubio) πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η πράξη δεν είναι "κυβερνητική". Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η ερμηνεία σελ. 15 από 27

των συνταγματικών εκείνων κανόνων που δεν εξαιρούν ρητά ορισμένες πράξεις του ελέγχου αυτού αλλά τον υπαινίσσονται. Δεν πρέπει, εξάλλου, να παραβλέπεται ότι η θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη λειτουργία του Δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Είναι δυνατόν να αποτελέσει, έτσι, όχημα για την παραβίαση Δημοκρατικών και Δικαιοκρατικών θεσμών. Υπό το πρόσχημα της θεωρίας αυτής, έτσι, έχουν παραβιασθεί ουσιαστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο δικτατορικών καθεστώτων. Επισημαίνουμε, παραδειγματικά, την ΣτΕ 2528/1974 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της Αμαλίας Φλέμιγκ κατά της αποφάσεως της Δικτατορίας για την απέλασή της. Το Δικαστήριο υιοθέτησε στην περίπτωση αυτή τη θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" κρίνοντας ότι, ενόψει της "αντικυβερνητικής δράσεως της αιτούσης και της διεθνούς αυτής φήμης, η λήψη κατ' αυτής κατασταλτικών μέτρων υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως θα δημιουργούσε προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις της Χώρας". Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή και η ΣτΕ 448/1939 (Ολομ.), με την οποία κρίθηκε ότι αποτελεί κυβερνητική πράξη η διάλυση με διάταγμα των δημοτικών συμβουλίων και η αντικατάστασή τους από διοικούσες επιτροπές με βάση σχετικούς αναγκαστικούς νόμους. Κατά τη σχετική αιτιολογία της αποφάσεως, η πράξη αυτή "αποσκοπούσε εις ευρυτάτην και ριζικήν εφαρμογήν του υπό της Κυβερνήσεως διαγραφέντος και εφαρμοζομένου περί των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως συστήματος, προσέλαβε χαρακτήρα προεχόντως Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την επί προσφυγή εις το Συμβούλιον της Επικρατείας ακύρωσιν". Κατά την ΣτΕ 1537/1951, εξάλλου, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην ελευθερία του τύπου και στην ελευθερία της ανταποκρίσεως με βάση διάταγμα το οποίο εκδόθηκε κατόπιν σχετικού Ψηφίσματος, αποτελούν κυβερνητικές πράξεις και, ως εκ τούτου, εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου. σελ. 16 από 27

Από τα τελευταία αυτά παραδείγματα αναδεικνύονται οι κίνδυνοι που ελλοχεύει η εν λόγω θεωρία των "κυβερνητικών πράξεων" για το Κράτος Δικαίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, τον περιορισμό δηλαδή των περιπτώσεων εφαρμογής της θεωρίας αυτής, κινείται η νομολογία του ΣτΕ την τελευταία εικοσαετία. Αναφέρονται χαρακτηριστικά οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που αρνούνται το χαρακτηρισμό ως "κυβερνητικών πράξεων" της άρνησης της Κυβέρνησης να χορηγήσει τηλεοπτικό χρόνο στα πολιτικά κόμματα (ΣτΕ 1288/1992 Ολ.), της απαγόρευσης πρόσβασης των ενδιαφερομένων στους ατομικούς φακέλους πολιτικών φρονημάτων (ΣτΕ 2139/1993 Ολ.), της απέλασης αλλοδαπού (ΣτΕ 2181/1987, 3149/1987). Σε κάθε περίπτωση, οι "κυβερνητικές πράξεις" δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο, γεγονός που θα τις τοποθετούσε εκτός και υπεράνω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αρχές της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου. Οι πράξεις αυτές μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά παρεμπιπτόντως, ιδιαίτερα στο πλαίσιο δίκης επί αγωγής αποζημιώσεως κατά του ελληνικού Δημοσίου (βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, ό.π., σ. 1483, Λ. Θεοχαρόπουλου, Η αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη και η αστική ευθύνη του Κράτους, σ. 218 επ., Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του δημοσίου, τ. II, σ. 120 επ., Επ. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τ. I, 1993, σ. 98). Κατά σταθερή νομολογία τόσο του γαλλικού όσο και του ελληνικού ΣτΕ, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί μια πράξη ως κυβερνητική να έχει εκδοθεί από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας ή το υπουργικό συμβούλιο ή να έχει εγκριθεί από τη Βουλή. Εξ άλλου, η όλη έννοια της κυβερνητικής πράξης χάνει την σημασία της υπό το ισχύον Σύνταγμα του οποίου το άρθρο 82 ορίζει ότι ο καθορισμός και η κατεύθυνση της γενικής πολιτικής, το σημαντικότερο της κυβερνητικής σελ. 17 από 27

αρμοδιότητας, πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των Νόμων. Έχει κριθεί κατά καιρούς ότι είναι κυβερνητικές πράξεις και ότι επομένως δεν προσβάλλονται παραδεκτώς στο Συμβούλιο της Επικρατείας τα διατάγματα που αφορούν στη διάλυση της βουλής ( ΣτΕ 1810/1961 ), την προκήρυξη γενικών ή αναπληρωματικών εκλογών [ ΣτΕ 250/1930, 1596/51, 1789/51, 318/56, 1810/61 (ως προς τον ορισμό της ημέρας διεξαγωγής των εκλογών) ], τον καθορισμό των βουλευτικών εδρών της κάθε περιφέρειας [Υπάρχει σχετική απόφαση του Εκλογοδικείου (1/1930): Έγινε αναπληρωματική εκλογή χωρίς να υφίσταται κενή βουλευτική έδρα. Για την υπόθεση αυτή βλ. Ράικο, Δικονομικόν εκλογικόν δίκαιον, σελ. 98-102, στον ίδιο, Β Συμπλήρωμα του Δικονομικού εκλογικού δικαίου, σελ. 35-36, Συνταγματικό δίκαιο, τ.ι, τεύχος Α, σελ. 380-181. Κατά τον Ράικο η θεωρία των κυβερνητικών πράξεων δεν εφαρμόζεται στο εκλογικό δίκαιο ], τη σύγκληση της νέας βουλής ( ΣτΕ 1810/61.), την αναστολή των εργασιών της, την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/67), την αποδοχή παραίτησης της κυβέρνησης (ΣτΕ 3605/71, 1631/75, 484/78, 1199/86. ), την αποδοχή παραίτησης υπουργού (ΣτΕ 2275/1966). Κυβερνητικές είναι και οι πράξεις που αφορούν στην άσκηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας, δηλαδή η υποβολή ή μη νομοσχεδίου προς ψήφιση στη βουλή (ΣτΕ 102/1930), η άρνηση της διοίκησης να εισηγηθεί την τροποποίηση κάποιου νόμου (ΣτΕ 347/1937), η παράλειψη έκδοσης κανονιστικού διατάγματος εις εκτέλεση νόμου (ΣτΕ 747/1930), η έκδοση νόμου, η προκήρυξη δημοψηφίσματος (ΣτΕ 2468/1968,). Το ΣτΕ έχει κρίνει ότι οι πράξεις που εκδόθηκαν για να εκτελεστεί εσωτερικός νόμος που με τη σειρά του εκδόθηκε σε εφαρμογή διεθνούς συμβάσεως δεν είναι κυβερνητικές ( ΣτΕ 727/1930, 561/1930, 749/1930, 763/1930, 275/1931, 454/1931, 352/1938, 678/1939, 237/1956,). σελ. 18 από 27

Συγκεκριμένα επί του θέματος του Δικαιώματος της Αναφοράς : Από τον κανόνα ότι οι κυβερνητικές πράξεις δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως δεν προκύπτει ότι σ' αυτές δεν έχει εφαρμογή η αρχή της νομιμότητας ή ότι δεν χωρεί κατ' αυτών δικαστική προστασία. Το άρθρο 20 1 του Συντάγματος εξασφαλίζει στο διοικούμενο μια δίοδο δικαστικής προστασίας και όταν ακόμη η χρησιμοποίηση του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως δεν είναι δυνατή [Βλ. Δένδια, Αι πράξεις κυβερνήσεως εν τη ελληνική νομοθεσία και νομολογία, σελ. 51 επ. Παυλόπουλο, Η συνταγματική κατοχύρωση της αιτήσεως ακυρώσεως, σελ. 265-266, Δαγτόγλου, Γενικό διοικητικό δίκαιο, σελ. 141 και 807-808, Κόρσο, όπ. π., σελ. 101-102, Σπηλιωτόπουλο, όπ. π., σελ. 98 ( ο οποίος υποστηρίζει ότι δε γεννάται μόνο ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση αλλά θεμελιώνεται και ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας και των υπουργών που υπέγραψαν ή προσυπέγραψαν τις παράνομες κυβερνητικές πράξεις)]. Επιπλέον το άρθρο 4 1 Σ καθιερώνει την αρχή της ισότητας των πολιτών ενώ το άρθρο 4 5 την υποχρέωσή τους να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Βάσει των συνταγματικών αυτών διατάξεων ο διοικούμενος που υπέστη οικονομικές θυσίες υπέρ της κρατικής ολότητας, πέρα από τις δυνάμεις του, λόγω της κυβερνητικής πράξης, έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προς ανόρθωση της ζημίας του (101 Βλ. Ανδρεάδη, όπ. π., σελ. 170-173, Δένδια, Διοικητικόν δίκαιον, σελ. 158-159, Θεοχαρόπουλο, όπ. π., σελ. 215-221, Μανωλεδάκη, Παρατηρήσεις στην ΕφΑθ 2448/69, Αρμ. 1970, σελ. 237 επ. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο καθεστώς της αντικειμενικής ευθύνης. Δεν απαιτείται δηλαδή παρανομία.). Τέλος είναι αβάσιμο το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής της αστικής ευθύνης δεν μπορεί να ελέγξει παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της σελ. 19 από 27

κυβερνητικής πράξης, επειδή απόρριψη ως απαράδεκτης ενδεχόμενης αίτησης για ακύρωση παράγει δεδικασμένο. Και τούτο, γιατί το δεδικασμένο από μία τέτοια απόφαση καλύπτει μόνο το χαρακτηρισμό της πράξης ως κυβερνητικής και τις συνακόλουθες δικονομικές συνέπειες. Δεν καλύπτει ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα της κυβερνητικής πράξης που μπορούν να ερευνηθούν παρεμπιπτόντως από το δικαστή που κρίνει την καταψηφιστική αγωγή προς αποζημίωση. Την άποψη αυτή δέχεται και η ελληνική νομολογία [ ΕφΑθ 1725/1966 (ΝοΒ 15 σελ. 341) και ΕφΑθ 2448/1969 (Αρμ. 1970, σελ. 236). Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν βλάβη διοικουμένου από πράξη της διοίκησης με την οποία απαγορεύθηκε σε ένδειξη πένθους η λειτουργία των θεάτρων για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημέρας του θανάτου του Βασιλέως Παύλου ως την κηδεία του. Η συγκεκριμένη πράξη θεωρήθηκε κυβερνητική αλλά αναγνωρίστηκε και η αστική ευθύνη του κράτους.]. Η επίκληση του Ν.Δ. 796/1971 και η γενική επίκληση των καθ ων περί κυβερνητικών πράξεων για να αποφύγουν να συμμορφωθούν με τις Συνταγματικές επιταγές δεν μπορεί να πείσει για δύο λόγους : Πρώτον, εν όψει του άρθρου 111 του Συντάγματος κατά το οποίο "κάθε διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της ισχύος του". Και δεύτερον εν όψει του νέου άρθρου 20 1 Σ, το οποίο κατοχυρώνει ανεξαιρέτως τη δικαστική προστασία (Βλ. Σαρμά, όπ. π., σελ. 376, Δαγτόγλου, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, σελ. 55 και 59.). Η παροχή ένδικης προστασίας αποτελεί μία βασική υποχρέωση του Κράτους Δικαίου, η οποία ανταποκρίνεται στην απαγόρευση της αυτοδικίας και στο κρατικό μονοπώλιο της εξουσίας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και για τις διαφορές των διοικουμένων με τα κρατικά όργανα. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο E. Schmidt-Assman, "αν το κράτος υπάρχει για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος -όπως προκύπτει αυτό άμεσα από την αρχή της σελ. 20 από 27