ΚΛ.Π. 341/97 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. 3194 της 31ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1997 ΑΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις Αριθμός 341 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989) Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 5(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται σ' αυτό με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 5 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού 207του 1989. Νόμου του 1989, εκδίδει το παρόν Διάταγμα. 1. Το παρόν Διάταγμα θα αναφέρεται ως το περί Εξαιρέσεων κατά Κατηγορίες Συνοπτικός (Συμφωνίες, Αποφάσεις και Εναρμονισμένες Πρακτικές στον Τομέα των ΤΙτλος Ασφαλίσεων) Διάταγμα του 1997. 2. Στο παρόν Διάταγμα, εκτός αν από το,κείμενο προκύπτει διαφορετική Ερμηνεία, έννοια "όμιλοι συνασφάλισης" σημαίνει τους ομίλους εκείνους οι οποίοι συστήνονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες (α) συμφωνούν να αναλάβουν, εξ ονόματος και για λογαριασμό όλων των συμμετεχόντων, την ασφάλιση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων, ή (β) αναθέτουν την ανάληψη και τη διαχείρηση της ασφάλισης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων, εξ ονόματος τους και για λογαριασμό τους, σε μία από τις επιχειρήσεις αυτές, σε κάποιο κοινό μεσίτη ή σε κοινό οργανισμό ο όποιος έχει δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό (3253)
ΚΛ.Π. 341/97 3254 "όμιλοι αμοιβαίας αντασφάλισης" σημαίνει τους ομίλους που συστήνονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις ενδεχομένως με τη βοήθεια μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων αντασφάλισης (α) για την αμοιβαία αντασφάλιση του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων τους οι οποίες απορρέουν από μια συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνων, ή (β) για την περιστασιακή αποδοχή, εξ ονόματος και για λογαριασμό όλων των συμμετεχόντων, της αντασφάλισης της ίδιας κατηγορίας κίνδυνων. Συμφωνίες, 3. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 5 του Νόμου και υπό την επιφύλαξη των Τ^ νισυένέ π Ρ υποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν Διάταγμα, το άρθρο 4(1) του πρακτικές στον Νόμου κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες τομέα των πρακτικές στον τομέα των ασφαλίσεων οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την ^^^^ που πραγματοποίηση συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων σε σχέση με (α) Τον από κοινού καθορισμό των ασφαλίστρων, με βάση συλλογικά στατιστικά στοιχεία ή με βάση τον αριθμό των απαιτήσεων (β) την καθιέρωση τυποποιημένων όρων σε ασφαλιστήρια συμβόλαια (γ) την από κοινού κάλυψη ορισμένων τύπων ασφαλιστικών κινδύνων (δ) την καθιέρωση κοινά αποδεκτών κανόνων σχετικά με τον έλεγχο και την έγκριση συστημάτων ασφαλείας; Κοινά ασφάλιστρα, 4. Η εξαίρεση δυνάμει της υποπαραγράφου 3(α) εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες έχουν ως αντικείμενο (α) Τον υπολογισμό του μέσου όρου του κόστους κάλυψης κινδύνων (καθαρά ασφάλιστρα) ή την κατάρτιση και διανομή πινάκων θνησιμότητας και πινάκων που παρουσιάζουν τη συχνότητα ασθενείας, ατυχήματος και ανικανότητας σε σχέση με ασφαλίσεις που εμπεριέχουν στοιχείο κεφαλαιοποίησης τέτοιων πινάκων βασιζόμενων στη συλλογή στοιχείων που καλύπτουν ένα συγκεκριμένο αριθμό ετών κινδύνων που επιλέγεται ως περίοδος παρακολούθησης, τα οποία στοιχεία αφορούν ταυτόσημους ή συγκρίσιμους κινδύνους, και που είναι επαρκή σε αριθμό για τη σύσταση μιας βάσης που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για στατιστικούς σκοπούς και που επιτρέπει τον υπολογισμό, μεταξύ άλλων (ί) του αριθμού των απαιτήσεων κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου παρακολούθησης, (ii) του αριθμού των μεμονωμένων κινδύνων που ασφαλίζονται σε κάθε έτος κινδύνου της περιόδου παρακολούθησης που έχει επιλεγεί, (iii) των συνολικών ποσών που πληρώθηκαν ή είναι πληρωτέα σε σχέση με απαιτήσεις που έχουν εγερθεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, (iv) του συνολικού ποσού του κεφαλαίου που έχει ασφαλιστεί για κάθε έτος κινδύνου κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης που έχει επιλεγεί (β) τη διενέργεια μελετών αναφορικά με τις πιθανές επιπτώσεις από γενικές συνθήκες εξωγενείς προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, με θέμα τη συχνότητα ή την έκταση των απαιτήσεων ή την αποδοτικότητα των διάφορων ειδών επενδύσεων και τη διανομή των αποτελεσμάτων των μελετών αυτών.
3255 Κ.Δ.Π. 341/97 5. Η εξαίρεση εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι Προϋποθέσεις (α) Οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα αποτελέσματα των μελετών, που ανα χωνκοινών 1 φέρονται στην παράγραφο 4, όταν ετοιμαστούν και διανεμηθούν περί ασφαλίστρων, λαμβάνουν δήλωση ότι είναι καθαρά ενδεικτικής φύσης (β) οι υπολογισμοί ή οι πίνακες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 4(α) δεν περιέχουν κατά οποιοδήποτε τρόπο επιβαρύνσεις για δυσμενείς παράγοντες, το εισόδημα που προκύπτει από τη διατήρηση αποθεμάτων, τα διοικητικά ή εμπορικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών που καταβάλλονται στους μεσάζοντες, τις φορολογικές εισφορές ή εισφορές πόυ προσομοιάζουν προς αυτές ή τα αναμενόμενα κέρ η των συμμετεχουσών επιχειρήσεων (γ) οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα αποτελέσματα των μελετών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στις οποίες αφορούν. 6. Η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται προς όφελος επιχειρήσεων ή ενώσεων επι Περιορισμοί χειρήσεων που συμφωνούν ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση μεταξύ τους ή ^ ^ j ^ 1 επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις την υποχρέωση να μη χρησιμοποιούν υπο ασφαλίστρων, λογισμούς ή πίνακες διαφορετικούς από εκείνους που διενεργούνται ή καταρτίζονται σύμφωνα με την υποπαράγραφο 4(α) ή να μην αποκλίνουν από τα αποτελέσματα των μελετών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 4(β). 7. (1) Η εξαίρεση δυνάμει της υποπαραγράφου 3(β) εφαρμόζεται στις συμ Τροποποιημένοι φωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, που έχουν ως αντικείμενο ^w^ D l Q τον καθορισμό και τη διανομή τυποποιημένων όρων σε ασφαλιστήρια συμβόλαια συμβόλαια, σε σχέση με την πρωτασφάλιση. (2) Η εξαίρεση εφαρμόζεται επίσης στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως αντικείμενο τον καθορισμό και διανομή κοινά αποδεκτών υποδειγμάτων που παρουσιάζουν ενδεικτικά τα κέρδη που θα πραγματοποιηθούν σε σχέση με ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εμπεριέχει το στοιχείο της κεφαλαιοποίησης. 8. (1) Η εξαίρεση εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι οι τυποποιημένοι Προϋποθέσεις όροι σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 7(1) Υ"* 6? 0^01! (α) Καθορίζονται και διανέμονται με τη ρητή δήλωση ότι είναι καθαρά μένων όρων σε ενδεικτικής φύσης ασφαλιστήρια 3 Ύ " συμβόλαια. (β) αναφέρουν ρητά τη δυνατότητα να συμφωνηθούν διαφορετικοί όροι* και (γ) είναι διαθέσιμοι σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να τους προμηθευτεί. (2) Η εξαίρεση εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι τα υποδείγματα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 7(2) καθορίζονται και διανέμονται μόνο για το σκοπό καθοδήγησης. 9. (1) Η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου οι τυποποιημένοι Περιορισμοί όροι σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 7(1) ^^ ε αί <? εστ» περιλαμβάνουν ρήτρες οι οποίες μένων όρων σε (α) Εξαιρούν από την κάλυψη ζημιές, που συνήθως σχετίζονται με τον κλάδο ^Φ^Λ^Ο" 1 ασφάλισης τον οποίο αφορούν, χωρίς να αναφέρουν ρητά ότι κάθε "*' ασφαλιστής διατηρεί το δικαίωμα να επεκτείνει την κάλυψη για τέτοια γεγονότα
Με εφαρμογή της εξαίρεσης σε ορισμένες συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές. Πρόσθετοι περιορισμοί στην εξαίρεση των τυποποιημένων όρων σε ασφαλιστήρια συμβόλαια. Κ.Δ.Π. 341/97 3256 (β) διαλαμβάνουν ότι η κάλυψη ορισμένων κινδύνων υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους, χωρίς να αναφέρουν ρητά ότι κάθε ασφαλιστής διατηρεί το δικαίωμα αναίρεσης τους (γ) επιβάλλουν περιεκτική κάλυψη, που περιλαμβάνει κινδύνους στους οποίους δεν εκτίθεται ταυτόχρονα ένας σημαντικός αριθμός κατόχων ασφαλιστηρίων, χωρίς να αναφέρεται ρητά ότι κάθε ασφαλιστής διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει ξεχωριστή κάλυψη (δ) καθορίζουν τα ποσά της κάλυψης ή μέρος αυτών, που ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου θα πρέπει να καταβάλει ο ίδιος (ποσό απαλλαγής) (ε) επιτρέπουν στον ασφαλιστή να διατηρεί σε ισχύ το ασφαλιστήριο συμβόλαιο στις περιπτώσεις όπου ακυρώνει μέρος της κάλυψης, αυξάνει το αφάλιστρο χωρίς να έχει διαφοροποιηθεί ο κίνδυνος ή η έκταση της κάλυψης (χωρίς να επηρεάζονται οι ρήτρες δεικτοποίησης), ή άλλως διαφοροποιεί τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του ασφαλιστηρίου (στ) επιτρέπουν στον ασφαλιστή να παρατείνει την περίοδο της ασφάλισης χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του κατόχου του ασφαλιστηρίου (ζ) επιβάλλουν στον κάτοχο του ασφαλιστηρίου, σε σχέση με τις ασφαλίσεις Γενικού Κλάδου, περίοδο ασφάλισης μεγαλύτερη από τρία έτη (η) επιβάλλουν, στην περίπτωση όπου το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανανεώνεται αυτόματα, περίοδο ανανέωσης μεγαλύτερη από ένα έτος, εκτός εάν δοθεί ειδοποίηση με τη λήξη μιας συγκεκριμένης περιόδου (θ) απαιτούν από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου να αποδεκτεί την επαναφορά ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η ισχύς του οποίου έχει ανασταλεί ως αποτέλεσμα της μη ύπαρξης του ασφαλισμένου κινδύνου, εάν ο κάτοχος του ασφαλιστηρίου εκτίθεται εκ νέου σε κίνδυνο της ίδιας φύσης (ι) απαιτούν από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου να εξασφαλίσει κάλυψη από τον ίδιο ασφαλιστή για οποιουσδήποτε διαφορετικούς κινδύνους (ια) απαιτούν από τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου, σε περίπτωση αποξένωσης του αντικειμένου της ασφάλισης, να επιβάλει στο δικαιοδόχο τη διατήρηση σε ισχύ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. (2) Η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται προς όφελος επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων που συμφωνούν ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση μεταξύ τους ή επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις την υποχρέωση να μη χρησιμοποιούν όρους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στην υποπαράγαφο 7(1). 10. Χωρίς να επηρεάζεται το ενδεχόμενο καθιέρωσης ειδικών ασφαλιστικών όρων για ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές κατηγορίες του πληθυσμού, η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες εξαιρούν την παροχή κάλυψης σε ορισμένες κατηγορίες κινδύνων, λόγω χαρακτηριστικών που έχουν σχέση με τον κάτοχο του ασφαλιστηρίου. 11. (1) Η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου, με την επιφύλαξη των νομικών υποχρεώσεων, τα ενδεικτικά υποδείγματα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 7(2) περιέχουν μόνο καθορισμένα επιτόκια ή αριθμητική ένδειξη των εξόδων διαχείρισης. (2) Η εξαίρεση δεν εφαρμόζεται προς όφελος επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων που συμφωνούν ή αναλαμβάνουν την υποχρέωση μεταξύ τους ή επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις την υποχρέωση να μη χρησιμοποιούν άλλα υποδείγματα που παρουσιάζουν τα οφέλη ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 7(2).
3257 K.AJI. 341/97 12. (1) Η εξαίρεση δυνάμει της υποπαραγράφου 3(γ) εφαρμόζεται στις Αποκοινού συμφωνίες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση και λειτουργία ομίλων ^ ^ ^ ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ομίλων συνασφάλισης) ή ομίλων ασφαλιστικών τύπων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων αντασφάλισης (ομίλων αμοιβαίας αντασφάλισης) '^ί λμ^ιχών για την από κοινού κάλυψη συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων με τη μορφή συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης. (2) Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (1) δύνανται να καθορίζουν (α) Τη φύση και τα χαρακτηριστικά των κινδύνων για τους οποίου παρέχεται κάλυψη από τη συνασφάλιση ή την αμοιβαία αντασφάλιση (β) τους όρους που διέπουν τη συμμετοχή στον όμιλο (γ) τα ατομικά ποσοστά συμμετοχής για ίδιο λογαριασμό των συμμετεχόντων στους συνασφαλιζόμενους ή αμοιβαία αντασφαλιζόμενους κινδύνους (δ) τους όρους που διέπουν τη μεμονωμένη απόσυρση των συμμετεχόντων (ε) τους κανόνες λειτουργίας και διαχείρισης του ομίλου. (3) Επιπρόσθετα, οι συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση και λειτουργία ομίλων αμοιβαίας αντασφάλισης δύνανται να καθορίζουν περαιτέρω (α) Το ποσοστό των κινδύνων για τους οποίους παρέχεται κάλυψη το οποίο οι συμμετέχοντες δεν εκχωρούν σε αμοιβαία αντασφάλιση (ίδιες κρατήσεις) (β) το κόστος της αμοιβαίας αντασφάλισης τό οποίο περιλαμβάνει τόσο τα έξοδα λειτουργίας του ομίλου όσο και την αμοιβή των συμμετεχόντων, υπό την ιδιότητα τους ως αμοιβαίοι αντασφαλιστές. 13. (1) Η εξαίρεση αφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι Προϋποθέσεις (α) Τα προϊόντα της ασφάλισης τα οποία ασφαλίζονται από τις συμμετέχουσες ίηςαπόκοννού επιχειρήσεις ή για λογαριασμό τους δεν αντιπροσωπεύουν σε οποιαδήποτε «άλυψης ορι, «.. ", σμένων τύπων από τις επηρεαζόμενες αγορές ασφαλιστικών (ί) στην περίπτωση των ομίλων συνασφάλισης, ποσοστό που υπερβαίνει κινδύνων το 10% του συνόλου των ασφαλιστικών προϊόντων, τα οποία είναι ταυτόσημα ή θεωρούνται ως παρόμοια σε σχέση με τους καλυπτόμενους κινδύνους και την παρεχόμενη κάλυψη, (ii) στην περίπτωση των ομίλων αμοιβαίας αντασφάλισης, ποσοστό που υπερβαίνει το 15% του συνόλου των ασφαλιστικών προϊόντων, τα οποία είναι ταυτόσημα ή θεωρούνται ως παρόμοια σε σχέση με τους καλυπτόμενους κινδύνους και την παρεχόμενη κάλυψη (β) κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση έχει το δικαίωμα να αποσυρθεί από τον όμιλο κατόπιν προειδοποίησης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, χωρίς η επιχείρηση να διατρέχει τον κίνδυνο επιβολής προς αυτήν οποιωνδήποτε κυρώσεων. (2) Κατά παρέκκλιση από την υποπαράγραφο (1), τα αντίστοιχα ποσοστά του 10% και τους 15% εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα των οποίων η κάλυψη αναλαμβάνεται από τον όμιλο, εξαιρουμένων ταυτόσημων ή παρόμοιων προϊόντων που έχουν ασφαλιστεί από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή για λογαριασμό τους και των οποίων η κάλυψη δεν αναλαμβάνεται από τον όμιλο, στην περίπτωση που ο όμιλος αυτός καλύπτει (α) Καταστροφικούς κινδύνους όπου οι απαιτήσεις παρουσιάζουν ταυτόχρονα μικρή συχνότητα αλλά μεγάλη έκταση,
Περιορισμοί του ανταγωνισμού που δυνατό να επιβληθούν σας επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε όμιλο συνασφάλισης. Περιορισμοί του ανταγωνισμούπου δυνατό να επιβληθούν στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε όμιλο αμοιβαίας αντασφάλισης. ΚΛ.Π. 341/97 3258 fr.\ CTrrtifcrHiciimir vi.v*yi*tvr»iir n νλ'λιηιιη rnwi mrr\inwt mk/pttf'ivptm. 11 PvrA ivrcr»crπιθανότητες για την έγερση απαίτησης, λόγω των χαρακτηριστικών του ασφαλισμένου κινδύνου. (3) Η παρέκκλιση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (2) υπόκειται στους ακόλουθους όρους (α) Καμιά από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν συμμετέχει σε οποιοδήποτε άλλο όμιλο που καλύπτει κινδύνους στην ίδια αγορά και, (β) όσον αφορά τους ομίλους που καλύπτουν επαυξημένους κινδύνους, ότι τα προϊόντα των οποίων η κάλυψη αναλαμβάνεται από τον όμιλο δεν αντιπροσωπεύουν ποσοστό που υπερβαίνει το 15% όλων των ταυτόσημων ή παρόμοιων προϊόντων που έχουν ασφαλιστεί από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή για λογαριασμό τους στην επηρεαζόμενη αγορά. 14. Εξαιρουμένων των υποχρεώσεων πού αναφέρονται στην παράγραφο 12, δεν μπορεί να επιβληθεί στις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν σε όμιλο συνασφάλισης οποιοσδήποτε περιορισμός σε σχέση με τον ανταγωνισμό εκτός οποία) Την υποχρέωση, ώστε να ικανοποιούνται τα κριτήρια συμμετοχής στον όμιλο συνασφάλισης (i) να λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα πρόληψης, (ii) να χρησιμοποιούν τους γενικούς ή τους ειδικούς ασφαλιστικούς όρους που είναι αποδεκτοί από τον όμιλο, (iii) να χρησιμοποιούν τα εμπορικά ασφάλιστρα που έχουν καθοριστεί από τον όμιλο* (β) την υποχρέωση να υποβάλλουν για έγκριση στον όμιλο κάθε διακανονισμό απαίτησης που σχετίζεται με ένα συνασφαλισμένο κίνδυνο* (γ) την υποχρέωση να αναθέτουν στον όμιλο την διαπραγμάτευση συμφωνιών αντασφάλισης εκ μέρους όλων των ενδιαφερόμενων μερών* (δ) την απαγόρευση να αντασφαλίζουν το ατομικό τους ποσοστό στο συνασφαλισμένο κίνδυνο. 15. Εξαιρουμένων των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 12, δεν μπορεί να επιβληθεί στις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν σε όμιλο αμοιβαίας αντασφάλισης οποιοσδήποτε περιορισμός σε σχέση με τον ανταγωνισμό εκτός από (α) Την υποχρέωση, ώστε να ικανοποιούνται τα κριτήρια συμμετοχής στον όμιλο αμοιβαίας αντασφάλισης (i) να λαμβάνουν υπόψη τα μέτρα πρόληψης* (ii) να χρησιμοποιούν τους γενικούς ή τους ειδικούς ασφαλιστικούς όρους που είναι αποδεκτοί από τον όμιλο* (iii) να χρησιμοποιούν κοινά ασφάλιστρα κινδύνου για την πρωτασφάλιση, τα οποία έχουν υπολογιστεί από τον όμιλο λαμβάνοντας υπόψη το πιθανό κόστος της κάλυψης του κινδύνου ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει αρκετή εμπειρία για τον καθορισμό τέτοιων ασφαλίστρων, ένα ασφάλιστρο κινδύνου το οποίο είναι αποδεκτό από τον όμιλο* (iv) να συμμετέχουν στο κόστος της αμοιβαίας αντασφάλισης (β) την υποχρέωση να υποβάλλουν για έγκριση στον όμιλο το. διακανονισμό απαιτήσεων οι οποίες σχετίζονται με τους αμοιβαία αντασφαλισμένους
' 3259 Κ.Δ.Π. 341/97 κινδύνους που υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ποσό, ή να αναθέτουν στον όμιλο το διακανονισμό των απαιτήσεων αυτών (γ) την υποχρέωση να αναθέτουν στον όμιλο τη διαπραγμάτευση των συμφωνιών επανεκχώρησης εκ μέρους όλων των ενδιαφερόμενων μερών (δ) την απαγόρευση να αντασφαλίζουν την ατομική τους κράτηση ή να επανεκχωρούν το ατομικό τους ποσοστό στον αμοιβαία αντασφαλισμένο κίνδυνο. 16. Η εξαίρεση δυνάμει της υποπαραγράφου 3(δ) εφαρμόζεται στις συμφωνίες, Συστήματα αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τον ao< i,axaa s καθορισμό, αναγνώριση και διανομή (α) Τεχνικών προδιαγραφών, κυρίως τέτοιων προδιαγραφών που προορίζονται να καθοριστούν ως μελλοντικά Ευρωπαϊκά πρότυπα, καθώς και διαδικασιών που σχετίζονται με την αξιολόγηση και την πιστοποίηση της συμμόρφωσης συστημάτων ασφαλείας με τις προδιαγραφές αυτές καθώς και την εγκατάσταση και συντήρηση τέτοιων συστημάτων (β) κανόνων για την αξιολόγηση και έγκριση των επιχειρήσεων εγκατάστασης ή συντήρησης 17. Η εξαίρεση εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι Προϋποθέσεις για εξαίρεση (α) Οι τεχνικές προδιαγραφές για τα συστήματα ασφαλείας, καθώς και των συστημάτων οι διαδικασίες που σχετίζονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ασ< Ρ αλειαζ τους με τέτοιες προδιαγραφές έχουν καθοριστεί με σαφήνεια, είναι αιτιολογημένες από τεχνικής άποψης και είναι ανάλογες με τις αποδόσεις που αναμένεται να επιτευχθούν από ένα συγκεκριμένο σύστημα ασφαλείας (β) οι κανόνες για την αξιολόγηση των επιχειρήσεων εγκατάστασης και συντήρησης είναι αντικειμενικοί, σχετίζονται με την τεχνική ικανότητα και ειδικότητα των επιχειρήσεων αυτών και εφαρμόζονται χωρίς οποιαδήποτε διάκριση (γ) τέτοιες προδιαγραφές και κανόνες καθορίζονται και διανέμονται με τη ρητή δήλωση ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα να αποδέχονται άλλα συστήματα ασφαλείας ή να εγκρίνουν άλλες επιχειρήσεις εγκατάστασης και συντήρησης που δε συμμορφώνονται με τις προδιαγραφές ή τους κανόνες αυτούς^ (δ) τέτοιες προδιαγραφές και κανόνες παρέχονται σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο απλά εκδηλώνει επιθυμία απόκτησης τους (ε) τέτοιες προδιαγραφές περιλαμβάνουν ταξινόμηση που βασίζεται στο επίπεδο της απόδοσης που επιτυγχάνεται (στ) αίτηση για αξιολόγηση είναι δυνατό να υποβληθεί από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο ανά πάσα στιγμή (ζ) η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις τεχνικές προδιαγραφές δε συνεπάγεται την καταβολή από τον αιτητή οποιωνδήποτε εξόδων που είναι δυσανάλογα με το κόστος της διαδικασίας έγκρισης
Κ.Δ.Π. 341/97 3260 s (η) τα συστήματα ασφαλείας καθώς και οι επιχειρήσεις εγκατάστασης και συντήρησης που ικανοποιούν τα κριτήρια συμμόρφωσης λαμβάνουν σχετικό πιστοποιητικό χωρίς οποιαδήποτε διάκριση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εκτός εάν τεχνικοί λόγοι δικαιολογούν μια εύλογη πρόσθετη προθεσμία (θ) το γεγονός της συμμόρφωσης ή της έγκρισης πιστοποιείται γραπτώς (ι) οι λόγοι για την άρνηση έκδοσης πιστοποιητικού συμμόρφωσης δίνονται γραπτώς, επισυνάπτοντας διπλό αντίτυπο των αποτελεσμάτων των δοκιμών και ελέγχων που έχουν διενεργηθείσα) οι λόγοι για την άρνηση να ληφθεί υπόψη μια αίτηση για αξιολόγηση δίνονται γραπτώς (ιβ) οι προδιαγραφές και οι κανόνες εφαρμόζονται από οργανισμούς που τηρούν τις κατάλληλες διατάξεις που σχετίζονται με τα πρότυπα ΕΝ 45000. Συμμετέχουσες 18. (1) Οι διατάξεις του παρόντος Διατάγματος εφαρμόζονται επίσης στην επιχειρήσεις. περ πτωσ η όπου οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις καθορίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις με τις οποίες είναι συνδεδεμένες. Τα μερίδια αγοράς, οι νομικές πράξεις ή ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών των συνδεδεμένων επιχειρήσεων θα θεωρούνται ότι είναι αυτές των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. (2) «Συνδεδεμένες επιχειρήσεις» για τους σκοπούς του παρόντος Διατάγματος σημαίνει (α) Τις επιχειρήσεις στις οποίες μια συμμετέχουσα επιχείρηση, άμεσα ή έμμεσα (i) κατέχει περισσότερο από το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου ή των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης ή (ii) κατέχει περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου ή (iii) έχει την εξουσία να διορίζει περισσότερο από το ήμισυ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή των σωμάτων που εποπτεύουν ή που εκπροσωπούν νομικά την επιχείρηση ή (iv) έχει το δικαίωμα να διευθύνει τις υποθέσεις της επιχείρησης (β) τις επιχειρήσεις που, άμεσα ή έμμεσα, έχουν σε μια συμμετέχουσα επιχείρηση, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) (γ) τις επιχειρήσεις στις οποίες μια επιχείρηση η οποία αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) έχει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α). (3) Επιχειρήσεις στις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ή οι επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες μ' αυτές, έχουν, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (2)(α), θεωρούνται ως συνδεδεμένες με κάθε μία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.
3261 Κ.Δ.Π. 341/97 19. Η Επιτροπή δύναται να άρει το ευεργέτημα της εφαρμογής του παρόντος AQOXI tov ευερ * Διατάγματος αν διαπιστώσει ότι, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, μια συμφωνία, εφαρμογής του απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία εξαιρείται δυνάμει του παρόντος Διατάγματος Διατάγματος καταλήγει, παρ' όλα αυτά, σε τέτοια αποτελέσματα, που δε ^jw Επιτροπή. συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου και ιδιαίτερα όπου- (α) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4,5, και 6, οι μελέτες στηρίζονται σε αβάσιμες υποθέσεις (β) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7, 8,9,10 και 11, οι τυποποιημένοι όροι σε ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνουν ρήτρες, διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο 9(1) οι οποίες δημιουργούν σε βάρος του κατόχου του ασφαλιστηρίου σημαντική ανισότητα μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση (γ) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 12,13,14 και 15- (i) οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε όμιλο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τα χαρακτηριστικά και την έκταση των σχετικών κινδύνων, δε θα αντιμετώπιζαν από μόνες τους οποιεσδήποτε σημαντικές δυσκολίες στη διεξαγωγή εργασιών στην επηρεαζόμενη αγορά, αν δεν είχαν οργανωθεί στα πλαίσια ενός ομίλου (ii) μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε όμιλο ασκούν καθοριστική επιρροή στην εμπορική πολιτική σε περισσότερους από ένα ομίλους στην ίδια αγορά (iii) η σύσταση ή η λειτουργία ενός ομίλου, είναι δυνατό σαν αποτέλεσμα των όρων συμμετοχής πόυ ισχύουν, της φύσης των κινδύνων που πρόκειται να ασφαλιστούν, των συμφωνιών επανεκχώρησης ή με κάθε άλλο τρόπο, να οδηγήσει σε μια κατανομή των αγορών για τα αντίστοιχα ασφαλιστικά προϊόντα ή στη δημιουργία συγγενικών προϊόντων (ΐν) ένας ασφαλιστικός όμιλος που υπάγεται στις διατάξεις της υποπαραγράφου 13(2) κατέχει τέτοια θέση όσον αφορά τους επαυξημένους κινδύνους, ώστε οι κάτοχοι των ασφαλιστηρίων να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην εξεύρεση κάλυψης εκτός του ομίλου αυτού. Τυπώθηκε στο Τυπογραφείο της Κυπριακής Δημχ>κρατίας, Λευκωσία.
'//*