Περιοδικό Φιλοσοφεῖν Η έννοια της φυσικήής δύύναμης ως κράάτιστος γνώώμων της πολιτικής στον Θουκυδίδη και στον Σπινόζα Ηλίας Βαβούρας, Διδάάκτωρ Φιλοσοφίίας Αριστοτελείίου Πανεπιστημίίου Θεσσαλονίίκης «Ρωτάάτε τι είίναι καλόό; Μα, αυτόό που ανυψώώνει το ανθρώώπινο είίδος, η αίίσθηση της δύύναμης και της θέέλησης για δύύναμη. Και το κακόό; Αυτόό που είίναι ριζωμέένο στην αδυναμίία. Ρωτάάτε τι είίναι η ευτυχίία; Η αίίσθηση πως η δύύναμη αυξάάνεται, μαζίί με την αντίίσταση. Δεν είίναι η ικανοποίίηση μα η δύύναμη, δεν είίναι η ειρήήνη, βέέβαια, αλλάά ο πόόλεμος, δεν είίναι η αρετήή μα η αξίία» 1. Ο υπαρκτός κόσμος, όπως σημείωσε ο σκοτεινός Ηράάκλειτος, δεν είναι ένα αιώνιο, απαθές και α- κίνητο ον, αλλάά ένα πεδίο συνεχούς έριδας και πάάλης α- ντίθετων δυνάάμεων που φιλονείκως αγωνίζονται να επικρατήσουν. Η «ειρήνη», η αρμονία βρίσκεται στο μεταίχμιο της σύγκρουσης. Η αρμονία αποτελεί αποτέλεσμα ισορροπίας μεταξύ αντιθέτων και ως εκ τούτου, κατάά μία αντιφατική διατύπωση, ο πόλεμος είναι ο πατέρας της ειρήνης 2. Η 1 Nietzsche F., Ο Αντίίχριστος, Κεφ, 1. 2 Ἡράάκλ., Β. 53 DK: Πόόλεμος πάάντων μὲν πατήήρ ἐστι πάάντων δὲ βασιλεύύς καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώώπους τοὺς μὲν Copyright Φιλοσοφεῖν 36
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα ηρακλείτεια κοσμική σύγκρουση ως γεννήτωρ της αρμονικής ειρήνης αποκτάά με τον ιδρυτή του πολιτικού ἱστορεῖν Θουκυδίδη πολιτική υπόσταση και ερμηνεία. Ο πολιτικός κόσμος είναι εντός της θουκυδίδειας σύλληψης ένα πεδίο σύγκρουσης, έριδας και πολεμικής αντίθετων ατομικών ή πολιτικών δυνάάμεων που αγωνίζονται να επιβάάλλουν το δίκαιο της δικής τους φύσης στους αντιπάάλους τους. Επιπλέον η σύγκρουση των πολιτικών όντων δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο της πολιτικής ή στρατιωτικής αναμέτρησης αλλάά επεκτείνεται και στο χώρο του ίδιου του ιστορικού γίγνεσθαι. Το θουκυδίδειο πολιτικό ον αναμετράάται με την ίδια την ιστορία. Η ιστορία διέπεται από μια απαράάβατη αναγκαιότητα, από ένα πανίσχυρο πλέγμα φυσικών νόμων που είναι αενάάως εν ισχύι να καθυποτάάξουν την ανθρώπινη ή την κρατική οντότητα που υβριστικώς τους παραβαίνει. Στην υπερδύναμη των ιστορικών νόμων πρέπει να αντιπαρατεθεί μια πολιτική δύναμη ικανή όχι βέβαια να τους ανατρέψει - κάάτι που είναι φύσει αδύνατο - αλλάά να τους ερμηνεύσει με ακρίβεια και να τους δικαιώσει στην ιστορικοπολιτική πράάξη. Η ισχύς στο θουκυδίδειο ιστορικοπολιτικό σχεδίασμα ανάάγεται σε κύριο γνώμονα και συντελεστή της πολιτικής επικράάτησης ως κατευθυντήρια γραμμή της ιστορικής αλλαγής. Η ισχύς αυτή, όμως, που δικαιώνεται απρόσκοπτα και εμφατικάά σε κάάθε πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας α- πεκδύεται όλων των επίπλαστων συμβατικών χαρακτηριστικών της, για να αποδείξει το κατεξοχήν είδος της, να αποδείξει δηλαδή τη φυσική της υπόσταση και συνέχεια. Η ανθρώπινη ισχύς είναι συνέχεια της φυσικής ισχύος, είναι η ίδια η φυσική ισχύς εισερχόμενη στην ανθρώπινη κατάάσταση, η οποία κατάάσταση με τη σειράά της είναι μέρος του φυσικού κόσμου. Τα εννοιολογικάά ζεύγματα φύύσις-νόόμος, δούύλους ἐποίίησε τοὺς δὲ ἐλευθέέρους. Πρβλ. Β 8 DK: ἐκ τῶν διαφερόόντων καλλίίστην ἁρμονίίαν [καὶ πάάντα κατ ἔριν γίίνεσθαι]. Copyright Φιλοσοφεῖν 37
Ηλίίας Βαβούύρας ισχύύς-ασθέένεια, δικαιοσύύνη-συμφέέρον, λογικήή-πάάθη, τύύχηανάάγκη, λόόγος-πράάξη είναι δηλωτικάά αντιθετικών καταστάάσεων, οι οποίες καθορίζονται από το συσχετισμό της δύναμης μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών τους. Στην ανθρώπινη κατάάσταση η φυσική δύναμη οράάται υπό το πρίσμα τῆς ἀνθρωπείίας φύύσεως 3 βάάσει των εγγενών, πεφυκόότων - και άάρα αιώνιων - νόμων που την διέπουν και της νομοτελειακής αναπόδραστης αλληλεπίδρασης του φυσικού ανθρώπινου μικρόκοσμου με τον ιστορικό-φυσικό μακρόκοσμο. Εισερχόμενοι τώρα στο θουκυδίδειο κείμενο θα αναλάάβουμε το εγχείρημα ανάάδειξης και ερμηνείας της φυσικής δύναμης ως κρατίίστου γνώώμονος της πολιτικής. α) Η έννοια της φυσικής δύναμης νοηματοδοτείται μέσα από την νομοτελειακή υφή της άάχρονης ανθρώπινης φύσης. Τα ιστορικάά ή πολιτικάά γεγονότα είναι απόρροια των συσχετισμών δυνάάμεων ανάάμεσα σε αντιθετικάά δίπολα έριδας, που αποκτούν εμπράάγματη υπόσταση, μόνο ό- ταν είναι εγγενώς συνδεδεμένα με την ανθρώπινη κατάάσταση και φυσική λειτουργία. Όλα βαίνουν και ερμηνεύονται κατὰ τὸ ἀνθρώώπινον 4, η εκδίπλωση των ιστορικών γεγονότων, το ίδιο το ἱστορεῖν, και η πολεμική αντίθετων δυνάάμεων στερούνται νοήματος και περιεχομένου αποσυνδεμένα τῆς ἀνθρωπείίας φύύσεως. β) Η ανθρώπινη φύση ωθείται στη δράάση ή στην α- δράάνεια επηρεαζόμενη υπό τριών έμφυτων αιτιών, υπό τιμῆς καὶ δέέους καὶ ὠφελείίας. Η ισχύς κάάθε μορφής και έ- κτασης είναι θεμιτή, στο βαθμό που καθορίζεται από τα τρία αυτάά ελατήρια ως εγγενή χαρακτηριστικάά τῆς 3 Θουκ., 3.45.7. 4 Θουκ., 1.22.4: ὅσοι δὲ βουλήήσονται τῶν τε γενομέένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώώπινον τοιούύτων καὶ παραπλησίίων ἔσεσθαι ὠφέέλιμα κρίίνειν αὐτὰ ἀρκούύντως ἕξει. Copyright Φιλοσοφεῖν 38
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα ἀνθρωπείίας φύύσεως. Η ανθρώπινη φύση έλκεται από την τιμήή, από την δόόξα που κατακτάά, αλλάά αυτή η δόόξα είναι απόρροια του δέέους, του φόβου της επιβολής του δικαίίου του ισχυρόότερου που προκαλείται στους ασθενείς αντιπάάλους. Το αντιθετικό δίπολο τιμήή-δέέος, που μεταφράάζεται ως ισχύύς-αδυναμίία, είναι άάρρηκτα συνδεδεμένο με το δίπολο ωφέέλεια-βλάάβη. Η επιδίωξη της τιμήής μέσω της δύύναμης δεν γίνεται για λόγους ευφημίας αλλάά γιατί η ενδεχομένη μείωση της ισχύύος συνεπάάγεται μείωση του ζωτικού χώρου δράάσης και άάρα επιβλαβή μείωση της ισχύος της ανθρώπινης φύσης του ηττημένου μέρους. Η συνεχώς αυξανομένη πλεονεξίία συνάάδει με την συνεχώς αυξανομένη δύναμη υπό το κράάτος της επίτευξης της φυσικής ωφέέλειας και όχι της οδυνηρής βλάάβης. γ) Η επιβολή της δύναμης μετουσιωμένη σε πολιτική αρχή αποκτάά κεντρικό ρόλο στην διαμόρφωση του ιστορικού και πολιτικού ρου. Η επιβολή της δύναμής καθορίζεται από την αναγκαιότητα εκπλήρωσης των νομοτελειακών επιταγών της ανθρώπινης φύσης. Κάάθε ενέργεια είναι δίκαιη εφόσον συμφωνεί με το φυσικό δίκαιο και το φυσικό δίκαιο δεν είναι άάλλο από το δίκαιο της ανθρώπινης φύσης. Όποιος κατέχει τη δύναμη να εκπληρώνει τα ανθρώπινα φυσικάά κελεύσματα είναι ρυθμιστής του εαυτού του και των ιστορικοπολιτικών περιστάάσεων. Ως εκ τούτου το φυσικό δίκαιο ανάάγεται σε δίίκαιο του ισχυροτέέρου. Η πολιτική καθορίζεται ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείίου τρόόπου και συγκεκριμένα από το νομοτελειακό ζεύγμα ἀναγκασθέέντας ἂν ἢ ἄρχειν ἐγκρατῶς ἢ αὐτοὺς κινδυνεύύειν. Η πολιτική αρχή είναι φυσική ανάάγκη, δεν υπάάρχει μέση οδός, ή θα υπερισχύσει κανείς με τον πλέον πειστικό τρόπο ή υποταγμένος θα κινδυνεύει διαρκώς υπό το φόόβο-δέέος του βίαιου θανάάτουαφανισμού. Η αξία της πολιτικής εκπηγάάζει από την έκταση επιβολής της δύναμης κατάά τις επιταγές της ανθρώπινης φύσης, άάξιοι στον ιστορικό ή πολιτικό χώρο αναμέτρη- Copyright Φιλοσοφεῖν 39
Ηλίίας Βαβούύρας σης είναι αυτοί (οι μεμονωμένοι άάνθρωποι ή τα συλλογικάά κράάτη) που χρησάάμενοι τῇ ἀνθρωπείίᾳ φύύσει ὥστε ἑτέέρων ἄρχειν δικαιόότεροι ἢ κατὰ τὴν ὑπάάρχουσαν δύύναμιν γέένωνται 5. δ) Ο νόμος που απορρέει από την ανθρώπινη φύση και επιτάάσσει την κατάά το δυνατόν μέγιστη υπερίσχυση 5 Θουκ., 1.76.1-3: καὶ ἀναγκασθέέντας ἂν ἢ ἄρχειν ἐγκρατῶς ἢ αὐτοὺς κινδυνεύύειν. οὕτως οὐδ ἡμεῖς θαυμαστὸν οὐδὲν πεποιήήκαμεν οὐδ ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείίου τρόόπου εἰ ἀρχήήν τε διδομέένην ἐδεξάάμεθα καὶ ταύύτην μὴ ἀνεῖμεν ὑπὸ τριῶν τῶν μεγίίστων νικηθέέντες τιμῆς καὶ δέέους καὶ ὠφελίίας οὐδ αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούύτου ὑπάάρξαντες ἀλλ αἰεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέέρου κατείίργεσθαι ἄξιοίί τε ἅμα νομίίζοντες εἶναι καὶ ὑμῖν δοκοῦντες μέέχρι οὗ τὰ ξυμφέέροντα λογιζόόμενοι τῷ δικαίίῳ λόόγῳ νῦν χρῆσθε ὃν οὐδείίς πω παρατυχὸν ἰσχύύι τι κτήήσασθαι προθεὶς τοῦ μὴ πλέέον ἔχειν ἀπετράάπετο. ἐπαινεῖσθαίί τε ἄξιοι οἵτινες χρησάάμενοι τῇ ἀνθρωπείίᾳ φύύσει ὥστε ἑτέέρων ἄρχειν δικαιόότεροι ἢ κατὰ τὴν ὑπάάρχουσαν δύύναμιν γέένωνται. «και ότι θα ηναγκάάζεσθε να ασκήτε την επ' αυτών εξουσίαν με ισχυράάν πυγμήν, εάάν δεν ηθέλατε να εκτεθήτε οι ίδιοι εις κινδύνους. Επομένως, δεν εκάάμαμεν τίποτε το παράάδοξον ή αντίθετον προς την ανθρωπίνην φύσιν, εάάν εδέχθημεν την ηγεμονίαν προσφερομένην, και αφού άάπαξ την απεκτήσαμεν, αρνούμεθα να την παραιτήσωμεν, υπείκοντες εις τα ισχυρότατα των ελατηρίων - την δόξαν, τον φόβον και το συμφέρον. Ούτε άάλλωστε πρώτοι η- μείς εγκαινιάάσαμεν τοιαύτην πολιτικήν, αλλ' ανέκαθεν έχει κρατήσει η αρχή ότι ο ασθενέστερος υποκύπτει εις την θέλησιν του ισχυρότερου. Και ημείς, εξ άάλλου, νομίζομεν εαυτούς αξίους της ηγεσίας, και σεις μας εκρίνατε τοιούτους μέχρις ότου αιφνιδίως ε- σκέφθητε να προβάάλετε τώρα τας αρχάάς της δικαιοσύνης, ενώ πράάγματι αποβλέπετε εις τα συμφέροντάά σας. Ποτέ, τωόντι, άάνθρωπος, εις τον οποίον παρουσιάάσθη η ευκαιρία να απόκτηση κάάτι διάά της σκαιάάς βίας, δεν παρέλειψε να το κάάμη, προτιμήσας την (συμβατική) δικαιοσύνην. Και είναι άξιοι επαίνου εκείνοι, οι οποίοι, παρασυρόμενοι από την φυσικήν εις τον άνθρωπον φιλοδοξίαν του ν' άρχη επί άλλων, ήθελαν δειχθή δικαιότεροι παρ' όσον ε- πέτρεπεν εις αυτούς η δύναμις που διαθέτουν» (μτφρ. Ελ. Βενιζέλου). Copyright Φιλοσοφεῖν 40
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα του ισχυρού εναντίoν του ανίσχυρου δεν περιορίζεται μόνο στο ανθρώπινο πολιτικό μικρόκοσμο, αλλάά αποτελεί φυσικό αέναο νόμο που διέπει το σύνολο των όντων του μακρόκοσμου ως σχεδόν θεϊκή επιταγή. Οι Αθηναίοι στον φημισμένο διάάλογό τους με τους Μηλίους σημειώνουν εμφατικάά δικαιολογώντας την ακατάάπαυτη ορμή τους για την ο- λοσχερή καθυπόταξη της αδύναμης Μήλου: τὰ δυνατὰ δ' ἐξ ὧν ἑκάάτεροι ἀληθῶς φρονοῦμεν διαπράάσσεσθαι, ἐπισταμέένους πρὸς εἰδόότας ὅτι δίίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείίῳ λόόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάάγκης κρίίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύύχοντες πράάσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν. 6 Ο ορισμός αυτός της δικαιοσύνης εκλαμβάάνεται σαφώς ως αποτέλεσμα του ανθρώπινου ορθολογισμού με την ευκρινή διατύπωση ἐν τῷ ἀνθρωπείίῳ λόόγῳ και θέτει τη δικαιοσύνη στο μέσο δύο ισοσθενών δυνάάμεων που πασχίζουν να επικρατήσουν, η δικαιοσύνη ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάάγκης κρίίνεται. Η δικαιοσύνη ως ισονομία εν μέσω του τρόμου ε- πιβολής της ισχύος δεν διαρκεί για πολύ, διότι δυνατὰ δὲ οἱ προύύχοντες πράάσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν, η δικαιοσύνη δεν αποτελεί εν τέλει ισότητα αλλάά αντικατοπτρίζει το φυσικό δίκαιο του ισχυροτέρου. Όποιος εκλαμβάάνει την δικαιοσύνη ως κάάτι άάλλο είναι παράάλογος, μακριάά από την ανθρώπινη ορθολογική σύλληψη του δικαίου. Όλα αυτάά συγκροτούν και επεκτείνουν αυτό που οι Α- θηναίοι είχαν διατυπώσει στην αρχή του θουκυδίδειου έργου, 7 αἰεὶ καθεστῶτος τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέέρου 6 Θουκ., 5. 89. «Έχουμε την αξίωση να ενεργήσει ο καθένας από εμάάς ανταποκρινόμενος στις πραγματικές του δυνατότητες σύμφωνα με όσα και οι δύο πλευρές σχεδιάάζουμε στη σκέψη μας, αφού εξίσου γνωρίζουμε και γνωρίζετε καλάά ότι, κατάά τους έλλογους υπολογισμούς των ανθρώπων, η δικαιοσύνη ανακύπτει όταν τα αντίπαλα μέρη διαθέτουν ισοσθενή εξαναγκαστικάά μέσα για την επιβολή της, οι ισχυροί όμως εξαντλούν κάάθε δυνατότητα κυριαρχίας, οι ανίσχυροι υποχωρούν» (μτφρ. Ηλ. Βαβούρας). 7 Θουκ. 1.76.1-3. Copyright Φιλοσοφεῖν 41
Ηλίίας Βαβούύρας κατείίργεσθαι, θέτοντας τα όρια και τη μορφή της φυσικής και κατ επέκταση ανθρώπινης δίκαιης ισχύος. Αυτό το αἰεὶ καθεστῶτος δεικνύει την αιωνιότητα του φυσικού δικαίου. Το φυσικό δίκαιο του ισχυροτέρου αποτελεί αιώνια αναπόδραστη φυσική επιταγή που καθορίζει την ανθρώπινη δράάση και πολιτική προοπτική. Τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέέρου κατείίργεσθαι δεν αποτελεί συμβατική, παροδική ανθρώπινη θέσπιση αλλάά μέρος της αέναης φυσικής νομοτέλειας που ίσχυε πριν την εμφάάνιση των Αθηναίων στην ιστορία και μετάά μεγίστης βεβαιότητος θα εξακολουθήσει να ισχύει μετάά την εξαφάάνισή τους από αυτή. Οδηγούμαστε λοιπόν ακολουθώντας τις κειμενικές σημάάνσεις στην κατ άάλλους κυνική αλλάά απολύτως κεντρική και ευλόγως φυσική, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, απόφανση των Αθηναίων στους Μήλιους που επισφραγίζει έναν από τους κορυφαίους διαλόγους περί του φυσικού δικαίου: καὶ ἡμεῖς οὔτε θέέντες τὸν νόόμον οὔτε κειμέένῳ πρῶτοι χρησάάμενοι, ὄντα δὲ παραλαβόόντες καὶ ἐσόόμενον ἐς αἰεὶ καταλείίψοντες χρώώμεθα αὐτῷ, εἰδόότες καὶ ὑμᾶς ἂν καὶ ἄλλους ἐν τῇ αὐτῇ δυνάάμει ἡμῖν γενομέένους δρῶντας ἂν ταὐτόό. Τῆς μὲν τοίίνυν πρὸς τὸ θεῖον εὐμενείίας οὐδ' ἡμεῖς οἰόόμεθα λελείίψεσθαι οὐδὲν γὰρ ἔξω τῆς ἀνθρωπείίας τῶν μὲν ἐς τὸ θεῖον νομίίσεως, τῶν δ' ἐς σφᾶς αὐτοὺς βουλήήσεως δικαιοῦμεν ἢ πράάσσομεν. ἡγούύμεθα γὰρ τόό τε θεῖον δόόξῃ τὸ ἀνθρώώπειόόν τε σαφῶς διὰ παντὸς ὑπὸ φύύσεως ἀναγκαίίας, οὗ ἂν κρατῇ, ἄρχειν. 8 8 Θουκ., 5. 105. «Τον νόμο αυτό ούτε εμείς τον θεσπίσαμε ούτε, ενώ ίσχυε, εμείς πρώτοι τον εφαρμόσαμε, αλλάά τον βρήκαμε να ισχύει και θα τον κληροδοτήσουμε να υπάάρχει παντοτινάά, και τον εφαρμόζουμε γνωρίζοντας με σαφήνεια ότι και εσείς και οποιοιδήποτε άάλλοι στην εκδοχή που θα συγκεντρώνατε την ίδια δύναμη με εμάάς θα ενεργούσατε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Αλλάά εμείς νομίζουμε ότι δεν θα μας λείψει η ευμένεια των θεών διότι δεν διεκδικούμε τίποτε ούτε ενεργούμε αντίθετα από τις αντιλήψεις των ανθρώπων για το θείο ή τη θέλησή τους στις αναμεταξύ τους σχέσεις. Θεωρούμε δη- Copyright Φιλοσοφεῖν 42
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα Οι Αθηναίοι ισοπεδώνοντας ολοκληρωτικάά με την απαράάμιλλη ισχύ τους την αδύναμη Μήλο δεν θα είναι υ- πόλογοι όσον αφοράά τη δικαιοσύνη ούτε απέναντι στους θεούς ούτε απέναντι στους ανθρώπους, διότι ότι ισχύει στον «μεγάάλο» φυσικό κόσμο τον θεών ισχύει κατ επέκταση στον «μικρό» κόσμο των ανθρώπων. Η ευμένεια των θεών στρέφεται προς το μέρος της ισχυρής πλευράάς, η πραγματική όψη της πολιτικής επιτάάσσει την εξίσωση της δικαιοσύνης με την ισχύ κατάά τον αιώνιο νόμο της δύναμης που κληροδοτεί η φύση στη θεϊκή ή ανθρώπινη κατάάσταση σαφῶς διὰ παντὸς ὑπὸ φύύσεως ἀναγκαίίας, οὗ ἂν κρατῇ, ἄρχειν. Η πολιτική αρχή ταυτίζεται με τη δύναμη, δεν υ- πάάρχει πολιτική διακυβέρνηση, δεν υφίσταται κράάτος, εκεί που απουσιάάζει η δυνατότητα επιβολής της δύναμης και αυτό είναι το πραγματικό νόημα του φυσικού ανθρώπινου δικαίου. Συνεπώς η αξία της πολιτικής συνεπάάγεται απρόσκοπτη άάσκηση της αρχής, ἄξιοίί τε ὄντες ἅμα ἄρχομεν, 9 μπορούμε να αποκαλούμαστε άάξιοι μόνο στην εκδοχή που εφαρμόζουμε την αρχή που εκπορεύεται από τη δύναμη. Δεν μπορούμε, επιπλέον, να αποφύγουμε αυτή την αναγκαία συνθήκη επιδίωξης της αρχής δια της δύναμης, διότι ὅσῳ δυνατώώτεροι αὐτοὶ αὑτῶν ἐγίίγνοντο καὶ ἡμεῖς ἐρημόότεροι, 10 όσο αυξάάνεται η ισχύς του ενός μέρους, τόσο αυξάάνεται και η κυριαρχία του και τόσο ακριβώς μειώνεται ισχύς και η αρχή (και άάρα και η απομόνωση) της αντίπαλης πλευράάς. ε) Επομένως, ποια μπορεί να είναι η αντίδραση της ανθρώπινης φύσης στα νομοτελειακάά δεσμάά που θέτει η λαδή ότι και ο Θεός, κατάά την γνώμη των ανθρώπων και ο άάνθρωπος αποδεδειγμένα, κυριαρχεί σε κάάθε περίπτωση, όπου η δύναμή του είναι επικρατέστερη, ωθούμενος από μία φυσική αναγκαιότητα» (μτφρ. Ηλ. Βαβούρας). 9 Θουκ., 6. 83. 10 Θουκ., 3. 11. Copyright Φιλοσοφεῖν 43
Ηλίίας Βαβούύρας ίδια στον εαυτό της; Ο άάνθρωπος και τα πολιτικάά του θεσπίσματα εμπίπτουν στο τραγικόόν της διάά της ισχύος ανάάπτυξης ή φθοράάς ὑπὸ φύύσεως ἀναγκαίίας ή υφίσταται μία οδός απεγκλωβισμού της ιστορίας από τα δεσμάά της ανθρώπινης φύσης και τις πραγματώσεις της ισχύος; Η απόφανση του Θουκυδίδη σ αυτό το απόρημα είναι μια κατεξοχήν πολιτική απόφανση. Η αντίδραση στο τραγικόόν της δυνάάμεως δεν είναι δυνατό να συνεπάάγεται κατάάργηση της δυνάάμεως, κάάτι τέτοιο είναι αδύνατο μπροστάά στη φυσική αναγκαιότητα που υποστηρίζει το αέναο δίκαιο της ισχύος. Η αντίδραση στο τραγικόόν συνεπάάγεται έλεγχο και ορθή διαχείριση της δυνάάμεως. Η ορθή άάσκηση της πολιτικής λαμβάάνει στο θουκυδίδειο σχεδίασμα μια μορφή έλλογης πρόγνωσης και διαχείρισης της δύναμης με ταυτόχρονη προσαρμογή στις εναλλαγές ή πτυχώσεις των ιστορικών περιστάάσεων. Ο πολιτικός φορέας είτε πρόκειται για μεμονωμένο πολιτικό ηγέτη 11 είτε για πολιτικό κράάτος 12 που αναλαμβάάνει ωθούμενος ὑπὸ φύύσεως ἀναγκαίίας να επιβάάλει την ισχύ του στα ιστορικάά δρώμενα πρέπει να ισχυροποιήσει την ίδια τη φύση του, ώστε να υπερβεί την ισχύ των γεγονότων και των αντιπάάλων του. Η υπερνίκηση της τραγικόότητας της δύναμης επιτυγχάάνεται μέσω της ισχυροποίησης της ανθρώπινης φύσης. Ο προγνοὺς τὴν δύύναμιν θα ελέγξει την δύναμη και, αν βέβαια ενεργήσει με πολυπράάγμονα αποφασιστικότητα, θα αποβεί κράάτιστος γνώώμων των ιστορικών και πολιτικών συνθηκών. Εἰδέέναι δὲ χρὴ ὅτι ἀνάάγκη πολεμεῖν, 13 πρέπει άάλλωστε να γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος αποτελεί αναγκαία, αναπόδραστη συνθήκη, διότι ἐκ πολέέμου μὲν γὰρ εἰρήήνη μᾶλλον βεβαιοῦται, 14 και, όποιος 11 Θουκ., 1. 138, Θεμιστοκλής Θουκ., 2. 65, Περικλής. 12 Θουκ., 1. 70, όπου αναπτύσσεται το δόγμα της πολυπραγμοσύύνης σε αντίθεση με το δόγμα της ησυχίίας σε επίπεδο πολιτικών κρατών. 13 Θουκ., 1. 144. 14 Θουκ., 1. 124. Copyright Φιλοσοφεῖν 44
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα ανθρώπινος ή κρατικός παράάγων καθυποτάάξει την ανθρώπινη φύση διάά της γνώσης της ίδιας της ανθρώπινης φύσης και των διανοητικών και εμπράάγματων απολήξεών της, θα γίνει κύριος των καιρών και των πολιτικών συνθηκών. Το νήμα της ουσιαστικής επαναδιαπραγμάάτευσης της πολιτικής δύναμης που απορρέει από την ανθρώπινη φύση ακολουθεί και ο κατάά πολύ μεταγενέστερος χρονικάά αλλάά θεωρητικάά πλησίον του Θουκυδίδη, Σπινόζα. Στο έργο του Πολιτικήή Πραγματείία 15 ο Σπινόζα ανάάγει τη φυσικήή δύύναμη σε καθοριστικό παράάγοντα σύστασης και ανάάπτυξης της πολιτικής. α) Η πολιτική εκλαμβάάνεται από τον Σπινόζα ως ανθρώπινη, φυσική και αναγκαία απόληξη. 16 Το ανθρώπινο πολιτικό δίκαιο δομείται κατ επέκταση του φυσικού δικαίου, η πολιτικήή είναι γέννημα της ανθρώώπινης φύύσης και των νόμων που τη διέπουν. Τα ανθρώπινα πάάθη δεν αποτελούν ανθρώπινες παρεκβάάσεις ή αμαρτήματα εν αντιθέσει με τη λογική, αλλάά αντικατοπτρίζουν το είναι του ανθρώπου, τον έμφυτο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, τον άάνθρωπο, όπως είναι, και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. 17 Ο λόόγος και τα πάάθη αποτελούν την ενιαία σύσταση της ανθρώπινης φύσης, που υπάάρχει και δρα σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο. 18 Δεν υπάάρχει ατομικό ή πολιτικό δίκαιο που να θεμελιώνεται μόνο στο λόγο σε αντίθεση με τα πάάθη. Το φυσικό δίκαιο κάάθε φυσικού όντος ισούται με τη δύναμη που έχει κάάθε ον να διατηρηθεί στην ύπαρξη, ισούται με τη δύναμη που έχει κάάθε ον να εξακολουθήσει να υπάάρχει και να ενεργεί: 15 Σπινόζα Μπ., Πολιτικήή Πραγματείία (Tractatus Politicus), μτφρ. Α. Ι. Στυλιανού, Πατάάκης, Αθήνα 1996. 16 Ό.π. Κεφ. 1. 3, 6. 1. 17 Ό.π., Κεφ. 1. 1, 1. 4. 18 Ό.π., Κεφ. 2. 5. Copyright Φιλοσοφεῖν 45
Ηλίίας Βαβούύρας «Συνεπώώς, με τον όόρο δίίκαιο της φύύσης εννοώώ τους ίίδιους τους νόόμους ήή κανόόνες της φύύσης σύύμφωνα με τους ο- ποίίους παράάγονται όόλα τα πράάγματα, δηλαδήή την ίίδια τη δύύναμη της φύύσης. Γι αυτόό και το φυσικόό δίίκαιο ολόόκληρης της φύύσης και, κατάά συνέέπεια, του κάάθε ατόόμου εκτείίνεται ως εκείί που εκτείίνεται η δύύναμήή του. Κατάά συνέέπεια, οτιδήήποτε κάάνει έένας άάνθρωπος χάάρη στους νόόμους της φύύσης του, το κάάνει δυνάάμει του υπέέρτατου δικαίίου της φύύσης, και έέχει μέέσα στη φύύση τόόσο δίίκαιο όόση έέχει και δύύναμη». 19 β) Η ανθρώπινη ύπαρξη θεμελιώνεται πάάνω στο α- ντιθετικό ζεύγος δύύναμη-αδυναμίία, όσο αυξάάνεται η δύναμη τόσο αυξάάνεται και διατηρείται η ύπαρξη και αντίθετα όσο μειώνεται η δύναμη τόσο μειώνεται η δυνατότητα ύ- παρξης και διατήρησης του φυσικού είναι. Συνεπώς κάάθε ανθρώπινη ενέργεια είτε εκπορεύεται από το λόόγο είτε από τα πάάθη τείνει προς την εφαρμογή του φυσικούύ δικαίίου, τείνει δηλαδή προς την αύύξηση της δύύναμης και ταυτόχρονης διατήήρησης της ύύπαρξης. 20 γ) Η φυσική ισχύς ταυτίζεται με τη φυσική ελευθερίία, όσο μεγαλύτερη είναι η δύναμη ενός φυσικού όντος, όπως του ανθρώπου, τόσο μεγαλύτερη είναι και ελευθερία του με αποκορύφωμα την υπέρτατη ελευθερία του υπέρτατου φυσικού όντος, του Θεού, ο όποιος υπάάρχει, νοεί και ενεργεί με απόλυτη ελευθερία, και άάρα με απόλυτη δύναμη. 21 Η 19 Ό.π., Κεφ. 2. 2, 2. 4. 20 Ό.π., Κεφ. 2. 5. 21 Ό.π., Κεφ. 2. 7: «Κανείίς δεν μπορείί να αρνηθείί το γεγονόός όότι ο άάνθρωπος, όόπως και τα υπόόλοιπα όόντα, προσπαθείί, όόσο εξαρτάάται απόό τον ίίδιο, να διατηρήήσει το είίναι του. Αν μπορούύσε να γίίνει αντιληπτήή εδώώ κάάποια διαφοράά, αυτήή θα έέπρεπε να προέέρχεται απόό το όότι ο άάνθρωπος έέχει δήήθεν ελεύύθερη βούύληση. Αλλάά, όόσο περισσόότερο νοούύμε τον άάνθρωπο ως ελεύύθερο, τόόσο περισσόότερο είίμαστε αναγκασμέένοι να σκεφτούύμε όότι πρέέπει κατ' ανάάγκην να αυτοσυντηρείίται και να είίναι κύύριος του εαυτούύ του πράάγμα που εύύκολα θα μου αναγνωρίίσει οποιοσδήήποτε δεν συγχέέει την ελευθερίία με το τυχαίίο. Πράάγματι, η Copyright Φιλοσοφεῖν 46
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα κυριαρχίία με κάάθε τρόπο (δια της βίας ή της απάάτης) ενός ανθρώπου επί άάλλων ανθρώπων είναι σύμφωνη με το φυσικό δίκαιο, εφόσον αποσκοπεί στην κατάά το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση της ισχύος του κυρίαρχου που θα του επιτρέψει την επωφελή διατήρηση της ύπαρξής του. 22 Η κυριαρχία αποτελεί την επιβολή του δικαίου του κυρίαρχου ανθρώπου στον κυριαρχούμενο, ο πρώτος αυξάάνει και διατηρεί τη δύναμη της ύπαρξής του και της ελευθερίας του, ο δεύτερος αναγνωρίζει ως μόνο δίκαιο το δίκαιο του κυριάάρχου, και η ύπαρξή του εξαρτάάται από τη βούληση του κυριάάρχου. Η ισχυρότερη μορφή κυριαρχίας είναι αυτή που εξουσιάάζει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του αρχόμενου μέρους, τουλάάχιστον για όσο διάάστημα διαρκεί ο φόόβος ή η ελπίίδα που εμφυσάά ο ισχυρός στον ανίσχυρο. 23 ελευθερίία αποτελείί αρετήή ήή τελειόότητα: συνεπώώς, οτιδήήποτε δηλώώνει την αδυναμίία του ανθρώώπου δεν μπορείί να συσχετίίζεται με την ε- λευθερίία του. Αν λοιπόόν ο άάνθρωπος μπορείί να ονομαστείί ελεύύθερος, δεν είίναι επειδήή μπορείί να μην υπάάρχει ήή επειδήή μπορείί να μην κάάνει χρήήση του λόόγου, αλλάά μόόνο στον βαθμόό που έέχει την εξουσίία να υπάάρχει και να ενεργείί σύύμφωνα με τους νόόμους της ανθρώώπινης φύύσης. Άρα, όόσο περισσόότερο θεωρούύμε έέναν άάνθρωπο ελεύύθερο, τόόσο λιγόότερο μπορούύμε να πούύμε πως αυτόός μπορείί να μην κάάνει χρήήση του λόόγου ήή να επιλέέγει τα κακάά αντίί για τα καλάά γι' αυτόό και ο Θε- όός, ο όόποιος υπάάρχει, νοείί και ενεργείί με απόόλυτη ελευθερίία, υπάάρχει, νοείί και ενεργείί επίίσης με απόόλυτη αναγκαιόότητα: αυτήήν των νόόμων της φύύσης του. Γιατίί δεν χωρείί αμφιβολίία όότι ο Θεόός ενεργείί με την ίίδια ελευθερίία με την όόποια και υπάάρχει όόπως λοιπόόν υπάάρχει απόό την αναγκαιόότητα της φύύσης του, έέτσι και δρα απόό την αναγκαιόότητα της φύύσης του, δηλαδήή δρα απολύύτως ελεύύθερα». 22 Ό.π. Κεφ. 2. 8. 23 Ό.π., Κεφ. 2. 10: «Ένας άάνθρωπος έέχει έέναν άάλλον υπόό την εξουσίία του όόταν τον κρατάά αλυσοδεμέένο όόταν τούύ έέχει αφαιρέέσει τα όόπλα του και τα μέέσα για να αυτοαμυνθείί ήή να δραπετεύύσει όόταν τούύ έέχει εμφυσήήσει φόόβο όόταν τον έέχει τόόσο πολύύ υποχρεώώσει με κάάποια ευεργεσίία, ώώστε ο ευεργετημέένος να προτιμάά να υποτάάσσεται στις επιθυμίίες τούύ ευεργέέτη παράά στις δικέές του, και να ζει όόχι κατάά την κρίίση Copyright Φιλοσοφεῖν 47
Ηλίίας Βαβούύρας δ) Δεν υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ φυσικήής και πολιτικήής κατάάστασης. Η πολιτική κατάάσταση του ανθρώπου συνεχίζει να αποτελεί μια εξολοκλήρου φυσική συνθήκη. 24 Δεν υπάάρχει φυσικό ανθρώπινο δίκαιο που να καθορίζεται από την ισχύ κάάθε ανθρώπου ξεχωριστάά, δεν υπάάρχει ανθρώπινη ύπαρξη άάνευ πολιτικής προοπτικής. Στην εκδοχή που η μεμονωμένη ανθρώπινη ύπαρξη ισοδυναμεί με αφανισμό και άάρα η ισχύς κάάθε ανθρώπου είναι μηδενική υπό το πρίσμα του αλληλοαφανισμού δια της διαρκούς σύγκρουσης αντίθετων δυνάάμεων που αγωνίζονται να διατηρήσουν και να αυξήσουν την ύπαρξη, την ισχύ και την ε- λευθερία τους, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το φυσικό δίκαιο που προσιδιάάζει στο ανθρώπινο είδος είναι το δίκαιο της πολιτικήής κοινωνίίας, διότι όσο περισσότερη ισχύ έχει η πολιτική ένωση των ανθρώπων τόσο περισσότερο δίκαιο έχουν. Το δίκαιο που ορίζεται από το σύνολο των ενωμένων πολιτών καλείται πολιτικόό Κράάτος: «γίίνεται φανερόό όότι το δίίκαιο του κράάτους ήή το δίίκαιο του ανώώτατου άάρχοντος δεν είίναι άάλλο απόό το ίίδιο το δίίκαιο της φύύσης. Το δίίκαιο αυτόό καθορίίζεται απόό την δύύναμη, όόχι πλέέον του κάάθε ατόόμου, αλλάά του πλήήθους, το οποίίο καθοδηγείίται σαν απόό έένα κοινόό πνεύύμα πράάγμα που σημαίίνει όότι, όόπως ακριβώώς στην φυσικήή κατάάσταση το κάάθε άάτομο, έέτσι και το σώώμα και η ψυχήή όόλου του κράάτους έέχουν τόόσο δίίκαιο όόση και δύύναμη. Γι' αυτόό και κάάθε πολίίτης ήή υπήήκοος έέχει τόόσο λιγόότερο δίίκαιο όόσο περισσόότερο το πολιτικόό σώώμα του αλλάά κατάά την κρίίση τούύ ευεργέέτη. Οποίίος έέχει έέναν άάλλον στην εξουσίία του με τον πρώώτο ήή τον δεύύτερο τρόόπο, εξουσιάάζει το σώώμα του αλλάά όόχι την ψυχήή του- με τον τρίίτο όόμως ήή τον τέέταρτο τρόόπο, εξουσιάάζει τόόσο την ψυχήή όόσο και το σώώμα του, τουλάάχιστον για όόσο διάάστημα διαρκείί ο φόόβος ήή η ελπίίδα: όόντως, όόταν το έένα ήή το άάλλο συναίίσθημα εξαφανιστείί, ο εξουσιαζόόμενος υπόόκειται, στο έέξης, στο δικόό του δίίκαιο». 24 Ό.π., Κεφ. 2. 15, 16, 17. Copyright Φιλοσοφεῖν 48
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα είίναι δυνατόότερο απ' αυτόόν (βλ. παράάγραφο 16 του προηγούύμενου κεφαλαίίου) και, συνεπώώς, κανέένας πολίίτης δεν κάάνει και δεν κατέέχει οτιδήήποτε σύύμφωνα με το δίίκαιο, αν δεν μπορείί να το διεκδικήήσει δυνάάμει μιας κοινήής απόόφασης τούύ πολιτικούύ σώώματος». 25 Εκ των άάνωθεν διαπιστώσεων καθίσταται σαφές ότι όσο ισχυρότερο είναι το δίκαιο του κράάτους που μεταφράάζεται σε δίκαιο της ανώτατης κυβερνητικής αρχής, τόσο α- νίσχυρο είναι το δίκαιο του κάάθε ανθρώπου-πολίτη ξεχωριστάά. Συνεπώς, εφόσον το δίκαιο του κράάτους καθορίζεται από τη δύναμη υπεροχής έναντι των υπηκόων του και των υπολοίπων πολιτικών κρατών και το πολιτικό κράάτος έχει τόσο δίκαιο όσο και δύναμη, μπορούμε να μιλάάμε για την συνέχιση του φυσικού δικαίου που διέπει τη φυσική κατάάσταση. 26 Ακολούθως το κράάτος ως υπέρτατη κυβερνητική αρχή οφείλει να διατηρεί το φυσικό δίκαιο της δικής του δύναμης με κάάθε τρόπο εμφυσώντας στους υπηκόους του ή τους εχθρούς του το δέέος ή την ελπίίδα, διότι «εκείίνοι που δεν φοβούύνται ούύτε ελπίίζουν τίίποτε υπόόκεινται στο δικόό τους δίίκαιο και άάρα είίναι εχθροίί του κράάτους, το οποίίο δικαιούύται να τους καταστείίλει». 27 ε) Η οριοθέτηση και εγκαθίδρυση του φυσικού δικαίου όσον αφοράά το σύνολο του πολιτικού σώματος γίνεται με τον τρόπο που συμβαίνει στην φυσική κατάάσταση. Η εγκα- 25 Ό.π., Κεφ. 3. 2. 26 «Με ρωτάάς ποια διαφοράά υπάάρχει στον Χομπς και σε μέένα όόσον α- φοράά την πολιτικήή: η διαφοράά αυτήή συνίίσταται στο όότι εγώώ διατηρώώ πάάντοτε το φυσικόό δίίκαιο και, σε οποιαδήήποτε πολιτείία, δεν αναγνωρίίζω στον ανώώτατο άάρχοντα κανέένα δίίκαιο επίί των υπηκόόων, παράά μόόνο στο μέέτρο που αυτόός το κατακτάά με τη δύύναμη: πρόόκειται για τη συνέέχιση της φυσικήής κατάάστασης» (Επιστολή 50 στον Jelles), Σπινόζα Μπ., Πολιτικήή Πραγματείία (Tractatus Politicus), μτφρ. Α. Ι. Στυλιανού, Πατάάκης, Αθήνα 1996, σελ. 79. 27 Σπινόζα Μπ., Πολιτικήή Πραγματείία (Tractatus Politicus), μτφρ. Α. Ι. Στυλιανού, Πατάάκης, Αθήνα 2003, Κεφ. 3. 9. Copyright Φιλοσοφεῖν 49
Ηλίίας Βαβούύρας θίδρυση του πολιτικού κράάτους επιδιώκει να καταργήσει τον κοινό φόβο των ανθρώπων-πολιτών που συνομολογούν στην πολιτική ένωση και να δημιουργήσει προοπτικές επίτευξης της συνολικής και κατ επέκταση ατομικής ωφέλειας-ευδαιμονίας, αφού η ωφέλεια του ατόμου ταυτίζεται με τη συνολική ωφέλεια. Συνεπώς η πολιτική κοινωνία έχει ως μέγιστη επιδίωξη αυτό που θα προσπαθούσε μάάταια να πετύχει ο κάάθε άάνθρωπος κατάά τους νόμους της φύσης του στην φυσική κατάάσταση, καθοδηγούμενος από το λόόγο. 28 Η ωφέλεια του ενός ανθρώπου στην φυσική κατάάσταση ταυτίζεται ορθολογικάά με τη συνολική ωφέλεια όλων των ανθρώπων στην πολιτική κοινωνία. Η πολιτική κοινωνία, το πολιτικό κράάτος είναι προϊόν του ανθρώώπινου λόόγου, ο ο- ποίος διέπεται από το φυσικό νόμο που επιτάάσσει μεταξύ δύο κακών να επιλέγεται αυτό που προξενεί τη μικρότερη βλάάβη. Η πολιτική κοινωνία, λοιπόν, αποτελεί λιγότερο ε- πιβλαβή συνθήκη από την φυσική κατάάσταση, διότι είναι προτιμότερο να εκτείνει κανείς τη δύναμή του με ασφάάλεια, μέχρι εκεί που εκτείνεται η δύναμη του πολιτικού σώματος παράά να μην έχει καθόλου δύναμη ή να απειλείται διαρκώς από το φόβο του βίαιου θανάάτου. Η μετριασμένη ελευθερία υπό το καθεστώς του πολιτικού κράάτους είναι σαφώς ορθολογικάά προτιμότερη από την σκιώδη α- πόλυτη ελευθερία της φυσικής κατάάστασης υπό το καθεστώς του διαρκώς επερχόμενου αφανισμού. Έπεται ότι η πολιτική κοινωνία κατάά τις επιταγές του φυσικού δικαίου υπακούει στους κανόνες ενός κοινού ορθού λόγου, ο οποίος ασκεί την εξουσία στους επιμέρους πολίτες επιδιώκοντας και υπηρετώντας τον κοινό σκοπό της συνολικής ασφάάλειας-διατήρησης της ύπαρξης, ελευθερίας και κατ επέκταση ομόνοιας, 29 διότι, αν ένα μέρος του πολιτικού συνόλου σφετεριστεί ιδιοτελώς την εξουσία απομακρυνόμενο 28 Ό.π., Κεφ. 3. 6. 29 Ό.π., Κεφ. 3. 4, 7, Κεφ. 5. 2., Κεφ. 6. 4. Copyright Φιλοσοφεῖν 50
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα από τις επιταγές του κοινού ορθού λόγου, παύει να υφίσταται πολιτική κοινωνία και επιστρέφουμε στη συνθήκη της φυσικής απολιτικής κατάάστασης. 30 Η πολιτική διακυβέρνηση πρέπει να υπακούει σ έναν συλλογικό ορθολογισμό που κατάά το φυσικό δίκαιο επιδιώκει τη διατήρηση της ύπαρξης του συνόλου, δηλαδή την αύξηση της συνολικής φυσικής δύναμης του κράάτους που ισοδυναμεί με την συνολική πολιτική ελευθερία. Εν κατακλείδι τα πολιτικάά πράάγματα και για τον Θουκυδίδη και για τον Σπινόζα είναι γιγνόόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόόμενα ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύύσις ἀνθρώώπων ᾖ αλλάά τοῖς εἴδεσι διηλλαγμέένα, 31 και ο ανθρώώπινος ορθόός λόόγος αποτελεί τον μοναδικό, κράάτιστο γνώώμονα έποψης, ελέγχου και διακυβέρνησης υπό την έλλογη ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης που δεικνύει το κατάά φύση ορθό την πολιτική συνθήκη και ταυτόχρονα επεκτείνει την φυσική δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης. 30 Ό.π., Κεφ. 3. 3: «Αν το πολιτικόό σώώμα παραχωρήήσει σε κάάποιον το δίίκαιο και, κατάά συνέέπεια, την εξουσίία (διόότι διαφορετικάά, σύύμφωνα με την παράάγραφο 12 τούύ προηγούύμενου κεφαλαίίου, δίίνει μόόνο λόόγια) να ζει σύύμφωνα με την ιδιοσυγκρασίία του, τόότε παραιτείίται απόό το δίίκαιόό του και το μεταβιβάάζει σ' αυτόόν στον όόποιο δίίνει μίία τέέτοια εξουσίία. Αν πάάλι δώώσει σε δύύο ήή σε περισσόότερους μίία τέέτοια εξουσίία, να ζουν δηλαδήή καθέένας σύύμφωνα με την ιδιοσυγκρασίία του, τόότε το κράάτος διασπάάται αν, τέέλος, δώώσει μίία τέέτοια εξουσίία σε κάάθε πολίίτη, τόότε αυτοκαταστρέέφεται: δεν υφίίσταται πλέέον πολιτικόό σώώμα, αλλάά όόλα επανέέρχονται στην φυσικήή κατάάσταση. Όλα αυτάά είίναι προφανέέστατα, σύύμφωνα με όόσα είίπαμε προηγουμέένως. Γι' αυτόό και είίναι απολύύτως αδιανόόητο οι θεσμοίί τούύ πολιτικούύ σώώματος να επιτρέέπουν σε κάάθε πολίίτη να ζει σύύμφωνα με την ιδιοσυγκρασίία του κατάά συνέέπεια, το φυσικόό δίίκαιο, σύύμφωνα με το οποίίο καθέένας είίναι κριτήής του εαυτούύ του, αναγκαστικάά παύύει να υφίίσταται στην πολιτικήή κοινωνίία». 31 Θουκ., 3.82.2. Copyright Φιλοσοφεῖν 51
Ηλίίας Βαβούύρας Βιβλιογραφικές ενδείξεις Allison Henry, Benedict de Spinoza: An Introduction, Yale University Press, New Haven 1987. Balibar Etienne, Spinoza and Politics, Verso, London 1998. Bennett Jonathan, A Study of Spinoza's Ethics, Hackett Publishing, Indianapolis 1984. Della Rocca Michael, Spinoza, Routledge, London and New York 2008. Donagan Alan, Spinoza, University of Chicago Press, Chicago 1988. Edmunds Lowell, Chance and Intelligence in Thucydides, Harvard University Press 1975. Forde Steven, "Thucydides on the Causes of Athenian Imperialism," The American Political Science Review, τόμος 80, σσ. 433-448. Garrett Don, ed., The Cambridge Companion to Spinoza, Cambridge University Press, Cambridge and New York 1996. Johnson Laurie M., Thucydides, Hobbes, and the Interpretation of Realism, Northern Illinois University Press 1993. June Allison W., Power and Preparedness in Thucydides, Johns Hopkins University Press 1989. Kokaz Nancy, "Moderating Power: a Thucydidean perspective," Review of International Studies, τόμος 27, σσ. 27-49. Monoson, S. Sara, and Michael Loriaux, The Illusion of Power and the Disruption of Moral Norms: Thucydides' Critique of Periclean Policy, The American Political Science Review, τόμος 92 (1998), σσ. 285-297. Nadler Steven, Spinoza's Ethics: An Introduction, Cambridge University Press, Cambridge 2006. Orwin Clifford, The Humanity of Thucydides, Princeton University Press 1994. Palmer Michael, Love of Glory and the Common Good: Aspects of the Political Thought of Thucydides, Rowman & Littlefield, 1992. Popkin Richard, Spinoza, One World, Oxford 2004. Pouncey Peter R., The Necessities of War: A Study of Thucydides' Pessimism, Columbia University Press, 1980. Reeve, C. D. C., Thucydides on Human Nature, Political Theory, τόμος 27 (1999), σσ. 435-446. Spinoza, Opera, Carl Gebhardt (επιμ.), 5 τόμοι, Carl Winters, Heidelberg 1925, 1972 [τόμος 5, 1987]. Copyright Φιλοσοφεῖν 52
Η έννοια της φυσικήής δύύναμης στον Θουκυδίδη και τον Σπινόζα Verbeek Theo, Spinoza's Theologico-Political Treatise: Exploring the Will of God, Ashgate, London 2003. Wolfson Harry, The Philosophy of Spinoza, 2 τόμοι, Harvard University Press, Cambridge, MA 1934. Woodhead Arthur Geoffrey, Thucydides on the Nature of Power, Harvard University Press 1970. Θουκυδίδης (Thucydide) La guerre du peloponnese (Πελοποννησιακόός Πόόλεμος), μτφρ. L. Bodin-J. De Romilly Les Belles Lettres, Paris 1963. Θουκυδίδης (Thucydides) Historiae (Ιστορίίαι), επιμ. H. Stuart Jones, τόμ. B' (3) Clarendon Press, Oxford 1960. Θουκυδίδης (Thucydides) Historiae (Ιστορίίαι), επιμ. H. Stuart Jones, τόμ. Α' (2) Clarendon Press, Oxford 1966, 1970. Θουκυδίδης, Ιστορίία, μτφρ. Ελ. Βενιζέλος Εστία, Αθήνα, χ.χ. Μανιάάτης Γ., «Ο Σπινόζα και η πολιτική φιλοσοφία», Ουτοπίία, Τεύχος 61, σσ. 89-100. Μπαγιόνας Αυγ., «Η ελευθερία στο Σπινόζα», Ουτοπίία, Τεύχος 61, σσ. 43-48. Σπινόζα Μπ., Πολιτικήή πραγματείία Κεφ. 2. 4., μτφρ. Α. Ι. Στυλιανού Πατάάκης, Αθήνα 2003. Copyright Φιλοσοφεῖν 53