Άνευ, περιοδικό Λόγου, Τέχνης και Προβληματισμού, τ. 58, Άνοιξη 2016 Αιμίλιου Σολωμού, Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση Τα οικονομικά προβλήματα που ταλανίζουν την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια άνοιξαν τη συζήτηση γύρω από τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, αίτια πολιτικά, πολιτισμικά, αξιακά που σίγουρα δεν είναι σύγχρονα και σημερινά. Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να απέχει από αυτή τη συζήτηση. Με τα δικά της λογοτεχνικά μέσα επιχειρεί άλλοτε να αφηγηθεί και άλλοτε, στην καλύτερη περίπτωση, να ερμηνεύσει αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Το καινούριο βιβλίο του Αιμίλιου Σολωμού «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» ανήκει στην κατηγορία εκείνων των βιβλίων που δεν εξαντλούνται μόνο στην περιγραφή μίας κατάστασης, στην αποτύπωση μιας εποχής, αλλά, υιοθετώντας μια πιο διεισδυτική οπτική, αναζητούν τις αιτίες των πραγμάτων και επιχειρούν να προτείνουν μια ερμηνεία για τα τεκταινόμενα. Ο Αιμίλιος Σολωμού με το πέμπτο βιβλίο του βάζει ένα στοίχημα με τον εαυτό του: να μιλήσει για όσα συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια, όχι για να γράψει ακόμα ένα βιβλίο για την κρίση, μα για να τα ξορκίσει, αναζητώντας τις αιτίες που τα προκάλεσαν όχι μόνο στους συνήθεις υπόπτους - τους ξένους - μα και στις δικές μας διαχρονικές κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες. Καταρχάς θέλω να ξεκινήσω από τον τίτλο: Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση. Ο τίτλος, όπως εμφανίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου, είναι ένα σύνθημα γραμμένο σε έναν τοίχο. Μόνο που δεν είναι το μοναδικό. Παραδίπλα διαβάζουμε «τα λεφτά σας στάζουν αίμα» και «they forgotten us», ενώ στο οπισθόφυλλο διακρίνεται αυτό που επαναλαμβάνει συχνά ένας από τους ήρωες του βιβλίου: «Οι ληστές άφησαν τα βουνά και κατέβηκαν στις πόλεις». Όλα αυτά φαντάζομαι πώς δεν μπήκαν εκεί τυχαία. Επιχειρούν να περιγράψουν μια κατάσταση ή ακόμα και μια εποχή. Αλλά γεννούν και ερωτήματα: το μίσος, που οπλίζει το χέρι του ήρωά μας, στρέφεται αποκλειστικά και μόνο σ αυτούς τους ληστές των πόλεων ή πηγάζει από τις διαχρονικές παθογένειες της κοινωνίας που τον εξέθρεψε; Ας το αφήσουμε όμως αυτό για αργότερα. Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση είναι ένα βιβλίο που μοιράζεται ανάμεσα στο σήμερα (2013) και το 1870. Η πλοκή του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από δύο γεγονότα: ένα ιστορικό και ένα μυθοπλαστικό. 21 η Απριλίου 1870: Μια συμμορία ληστών οι Αρβανιτάκηδες απαγάγουν και τελικά σφαγιάζουν τέσσερις ξένους περιηγητές (τρεις Άγγλους και έναν Ιταλό), ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών εναντίον της Ελλάδας. Ιστορικό γεγονός: η Σφαγή στο Δήλεσι. Εκατό σαράντα τρία χρόνια μετά, στις 21 Απριλίου 2013, στην Αθήνα, τέσσερις εκπρόσωποι της Τρόικα θα βρεθούν δολοφονημένοι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διαμένουν, θέτοντας τους πάντες σε συναγερμό. Ο χρόνος θα κυλήσει ξανά αντίστροφα και αόρατα νήματα θα συνδέσουν τις ζωές των ηρώων, υπαρκτών και φανταστικών. Είναι τα υπόγεια γεωλογικά στρώματα της ιστορίας που θα διαταραχτούν ξανά από τα μίση, τα πάθη, την εκδίκηση, την απελπισία και τον έρωτα. Το βιβλίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος: τα ανυποψίαστα θύματα, τον θύτη-εκτελεστή που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, τον
προσηλωμένο στο καθήκον αστυνόμο που, ωστόσο, δεν παύει να αναζητά τις ισορροπίες ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια, τις απαραίτητες ανατροπές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι εκτενείς αναφορές στη Σφαγή στο Δήλεσι, και μάλιστα από διαφορετικές οπτικές γωνίες (είτε των ληστών που συμμετείχαν είτε των απογόνων τους που δρουν στην Αθήνα του σήμερα), προσδίδουν στο βιβλίο χαρακτηριστικά ιστορικού μυθιστορήματος. Από την άλλη στο βιβλίο είναι διάχυτη η απελπισία, η απόγνωση, η ανέχεια της σημερινής Ελλάδας που εκτρέφουν το μίσος και τη δίψα για εκδίκηση. Αλλά νομίζω ότι ο στόχος του Σολωμού δεν ήταν να γράψει ένα ακόμη βιβλίο για την κρίση και την επικαιρότητα. Η σύνδεση της μυθοπλαστικής δολοφονίας των τροϊκανών με το ιστορικό γεγονός της Σφαγής στο Δήλεσι εξυπηρετεί κατά την άποψή μου έναν άλλο σκοπό: επιχειρεί να εξετάσει τις ομοιότητες του παρελθόντος με το παρόν, να ανιχνεύσει τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους και να καταδείξει ότι οι λόγοι που παρεμπόδισαν την προοδευτική μετεξέλιξη της χώρας σε ένα πιο σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος είναι οι ίδιοι που την οδήγησαν στο σημερινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο. Άρα εν τέλει ίσως να έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο με έντονο το πολιτικό στοιχείο. Θα αποφύγω να περιγράψω την πλοκή του βιβλίου και θα προσπαθήσω να επικεντρωθώ στους χαρακτήρες που αναδύονται μέσα από αυτή την πλοκή. Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Αλέξης Σοκαρδής, νεαρός φοιτητής της Φιλοσοφικής από την Κύπρο, μακρινός απόγονος ενός από τους ληστές που συμμετείχαν στη Σφαγή στο Δήλεσι και ο εκτελεστής των τροΐκανών. Ο Σοκαρδής είναι ταυτόχρονα θύτης και θύμα. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του θα ανασυρθούν οι τραυματικές μνήμες από την παιδική του ηλικία που σημάδεψαν τη ζωή του και έθρεψαν το μίσος για τους αίτιους της σημερινής κατάστασης: τους δανειστές, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους τραπεζίτες. Θα θυμηθεί τη διήγηση του πατέρα του για το πώς έφτασε, παιδί, μέσα από τις φλόγες του πολέμου, στις ελεύθερες περιοχές, κατά την τούρκικη εισβολή του 1974, κρατώντας στα χέρια το γιαταγάνι και την κουμπούρα του Δράκου του περιβόητου ληστή. (Να επισημάνω εδώ ότι το επίθετο Σοκαρδής είναι μερικός αναγραμματισμός του Δράκος). Πάμφτωχος ο πατέρας του Αλέξη Σοκαρδή, ζώντας στους προσφυγικούς συνοικισμούς, εκεί που πέθαναν οι γονείς του, θα καταφέρει, νεαρός ακόμα, να φτιάξει από το τίποτα μια αυτοκρατορία με καταστήματα ειδών αλιείας, κάνοντας το χόμπι του, το ψάρεμα δηλαδή, επάγγελμα. Αλλά, είναι η εποχή του χρηματιστηρίου. Όπως και τόσοι άλλοι θα παίξει και θα χάσει. Το 1999 η αυτοκρατορία του θα καταστραφεί. Κι ένα απόγευμα, ο Γιώργος Σοκαρδής θα προχωρήσει στην αυτοχειρία του. Μάνα και γιος θα αντικρίσουν τον νεκρό στο γραφείο. Η φρικτή εικόνα με το θρυμματισμένο κρανίο εντυπώνεται ανεξίτηλα στη μνήμη του Αλέξη Σοκαρδή. Από τότε αρχίζει να γεννιέται το μίσος και σιγά σιγά, στη μνημονιακή εποχή, η επιθυμία του νεαρού να εκδικηθεί χρηματιστές, τραπεζίτες και πολιτικούς. Για να συντηρήσει και να ενισχύσει το μίσος του, ο Σοκαρδής περιπλανιέται στην Αθήνα της ανέχειας, της απελπισίας, συναντώντας ανθρώπους του περιθωρίου, τους αποσυνάγωγους της πόλης, ο πόνος των οποίων θρέφει το μίσος του. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Κύπρο μετά τον Μάρτιο του 2013 θα τον πείσει ότι δεν πάει άλλο. Ο Σοκαρδής θα πάψει να είναι το θύμα της
διαχρονικής κατάστασης που μαστίζει τη χώρα και την κοινωνία και θα μετατραπεί σε θύτη. Στην πραγματοποίηση του σχεδίου του θα τον συνδράμει (άθελα της;) η Ρουμπίνη με την οποία είναι ερωτευμένος ο Σοκαρδής. Η Ρουμπίνη με την αλλοπρόσαλλη κυκλοθυμική συμπεριφορά της, τον ελκύει, τον γοητεύει, αλλά η σχέση μαζί της δεν είναι αρκετή για να κατασιγάσει το πάθος του για εκδίκηση, να αποτρέψει το αναπόφευκτο. Άλλωστε μετά τη δολοφονία τω τροΐκανών, όταν ο Σοκαρδής θα την χρειάζεται στο πλάι του, αυτή θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Είναι αλήθεια πως το παθιασμένο μίσος μπορεί να δώσει νόημα σε μια άδεια ζωή; Μπορεί άραγε η εκδίκηση να φέρει τη λύτρωση; Tη δολοφονία των τροΐκανών καλείται να διαλευκάνει ο αστυνόμος Αποστόλου, επικεφαλής του τμήματος ανθρωποκτονιών. Πολύ γρήγορα θα αντιληφθεί «πως τα γεγονότα είναι απόρροια άλλων γεγονότων, που το ωστικό τους κύμα φτάνει μέχρι το σήμερα, τα σημάδια τους είναι ακόμα ορατά γύρω μας, μέσα μας». Ο Αποστόλου είναι ένας άνθρωπος του καθήκοντος, για χάρη του οποίου παραμελεί την οικογένειά του. Ακόμα κι όταν ο πατέρας του στην Άνδρο περνά δύσκολες στιγμές στο νοσοκομείο, αυτός θα επιλέξει να παραμείνει πιστός στο καθήκον. Αυτή η προσήλωση στο καθήκον αποτελεί και την κύρια αιτία των προστριβών του με τη γυναίκα του Άννα. Πολλές και άστατες ώρες στο γραφείο, απουσία από το σπίτι, συνεχής αθέτηση υποσχέσεων. Η σχέση του με την Άννα, όπως είναι φυσικό, δεν πάει καλά. Αυτή όμως, πιο δυνατή, θα σταθεί δίπλα του, θα τον στηρίξει, κρατώντας τη σχέση ζωντανή, παρά τους πειρασμούς που την περιτριγυρίζουν. Ο Αποστόλου μπορεί να είναι προσηλωμένος στο καθήκον, έχει, ωστόσο, μια οδό διαφυγής, μία ερωμένη. Η «Γερμανίδα ερωμένη» του, όπως την αποκαλεί είναι η φωτογραφική του μηχανή μάρκας Leica. Η μόνη του παρηγοριά είναι η μανία του για την τέχνη της φωτογραφίας και το όνειρό του να εκδώσει ένα λεύκωμα με δικές του φωτογραφίες. Ο καθηγητής Ρωμανός Σεργίδης είναι η φωνή της συνείδησής μας που εξεγείρεται. Είναι ο άνθρωπος που εξ επαγγέλματος, όντας ιστορικός στο πανεπιστήμιο, ψάχνει, αναζητά, συνδυάζει πληροφορίες και γεγονότα, αλλά δεν μένει ως εκεί. Με θάρρος και παρρησία καταγγέλλει ανοικτά πολιτικούς και τραπεζίτες για την κατάντια της χώρας. Στις διαλέξεις του, με τις ιστορικές αναδρομές από το 1821 και σε όλο τον 19 ο αιώνα, και τις αναφορές στις παθογένειες του ελληνικού κράτους, ξεσκεπάζει τον διαχρονικό ρόλο των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Ο Σεργίδης θα αποκρυπτογραφήσει σε άρθρο του σε εφημερίδα τα νοήματα πίσω από τις λέξεις που κρύβονται στο περίεργο μήνυμα που άφησαν οι δολοφόνοι των τροϊκανών. Θα συνδέσει το σήμερα (21 η Απριλίου 2013) με το παρελθόν, την αποφράδα μέρα της 21 ης Απριλίου 1870, εντοπίζοντας τις ομοιότητες. Ως ιστορικός έχει ασχοληθεί διεξοδικά με τη Σφαγή στο Δήλεσι και είναι σε θέση όχι μόνο να αντιληφθεί τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού κράτους, αλλά και να τις καταγγείλει δημόσια συμπυκνώνοντας τις μέσα από τη φράση «Οι ληστές άφησαν τα βουνά, κατέβηκαν στις πόλεις». Είναι όμως δυνατόν οι ληστές των πόλεων να αφήσουν μια τέτοια φωνή ανενόχλητη;
Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα ξαναζωντανέψει 143 χρόνια μετά τη διάλυσή της. Η αφήγηση κινείται μπρος πίσω. Μέσα από τις ιστορίες του Σεργίδη (το ενδιαφέρον του ερευνητή-ιστορικού), του Αποστόλου (που προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της σχέσης ανάμεσα στη Σφαγή του Δήλεσι και τις δολοφονίες των τροϊκανών) και του Αλέξη Σοκαρδή (το προσωπικό ενδιαφέρον του απόγονου του ληστή Γεώργιου Δράκου) αναδεικνύονται διάφορες πτυχές για το γεγονός της Σφαγής στο Δήλεσι. Βασικός χαρακτήρας της εποχής εκείνης ο ληστής Χρήστος Αρβανιτάκης, ο οποίος αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με τον νεαρό Φρέντερικ Βάινερ, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας κατά τη διάρκεια της ομηρίας του. Ο Χρήστος θα ερωτευτεί την αδελφή του Βάινερ. Θα τη δει μια μέρα στην Κηφισιά και από τότε ονειρεύεται, μέσα στην αφέλειά του, να παρατήσει τον ληστρικό βίο και να ζήσει μαζί της. Με τον Δράκο, πρόγονό του Αλέξη Σοκαρδή, θα φύγουν για την Αθήνα για να τη συναντήσει, παρά την έντονη αντίδραση του αδελφού του Τάκου, αρχηγού της συμμορίας. Μετά από δυο μέρες όμως θα επιστρέψουν σχεδόν κυνηγημένοι στον Ωρωπό λίγο πριν την τραγωδία: τη Σφαγή των ομήρων στο Δήλεσι και τον δικό του θάνατο. Οι ήρωες του Αιμίλιου Σολωμού είναι θύματα των καταστάσεων που τους περιβάλλουν. Ασφυκτιούν γιατί δεν μπορούν να ξεφύγουν, να ζήσουν τη ζωή τους όπως την ονειρεύτηκαν. Ο Σοκαρδής κατατρύχεται από την εικόνα του αυτόχειρα πατέρα του. Όταν μετά τον Μάρτιο του 2013 αναγκάζεται να εγκαταλείψει το όνειρό του να συνεχίσει τις σπουδές, το μίσος του γιγαντώνεται και η εκδίκηση μοιάζει να είναι η μοναδική διέξοδος. Ο καθηγητής Σεργίδης αντιλαμβάνεται καλύτερα ίσως από όλους το πλέγμα της διαπλοκής που διαχρονικά στέκεται εμπόδιο στην πρόοδο της χώρας και απεγνωσμένα προσπαθεί να το καταγγείλει. Ο αστυνόμος Αποστόλου, δέσμιος του καθήκοντος, ψάχνει τις δικές του ισορροπίες. Ακόμα και ο λήσταρχος Αρβανιτάκης ονειρεύεται μια ήσυχη ζωή στην πόλη. Όπως αναφέρει ο Anthony Burgess στο επίλογο της ευρωπαϊκής έκδοσης του βιβλίου «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» «δεν έχει στην πραγματικότητα πολύ νόημα να γράψεις ένα μυθιστόρημα, αν δεν δείξεις την πιθανότητα της ηθικής μεταστροφής ή της κατάκτησης της σοφίας να επιδρά στον πρωταγωνιστή ή στους χαρακτήρες σου». Και οι ήρωες του Σολωμού δεν παραιτούνται, δρουν, ο καθένας με τον τρόπο του, επιδιώκοντας την αλλαγή που θα τους συμφιλιώσει πρώτα απ όλα με τον εαυτό τους. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ένα μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της Σφαγής στο Δήλεσι. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο πλούτος των πληροφοριών που παρατίθενται στο βιβλίο τόσο για την εποχή όσο και για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της τραγικής κατάληξης. Ακόμα και η γλώσσα επιστρατεύεται για να αποδώσει σωστά την εποχή. Διαβάζοντας, για παράδειγμα, την κατάθεση του Περικλή Λιώρη που παρατίθεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης σχηματίζει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια αυθεντική κατάθεση της εποχής που ανακάλυψε ο Σολωμού στα πλαίσια της έρευνας που έκανε. Κι όμως δεν είναι έτσι. Πρόκειται για μυθοπλαστική μετεγγραφή στο ιδίωμα της εποχής από τον ίδιο το συγγραφέα. Βέβαια ο άρτιος χειρισμός της γλώσσας είναι μία από τις πολλές αρετές του βιβλίου. Ο Αιμίλιος Σολωμού επιστρατεύει και άλλες αφηγηματικές τεχνικές για να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως η εναλλαγή ανάμεσα σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση και οι πρόδρομες αναφορές που του επιτρέπουν να αναλύσει σε βάθος τους χαρακτήρες του. Τέλος κλείνει συνωμοτικά το μάτι
στον αναγνώστη είτε επιστρατεύοντας ήρωες από προηγούμενα βιβλία του, όπως ο καθηγητής Δουκαρέλης από το «Ημερολόγιο μία απιστίας», είτε «προτείνοντας» βιβλία και συγγραφείς όπως η «Βουή και η Μανία» του Κάρλος Φουέντες, το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» του Φίλιπ Ροθ ή τα γραπτά της Τόνι Μόρισον. Το βιβλίο του Αιμίλιου Σολωμού είναι ένα καλογραμμένο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που προέκυψε μετά από διεξοδική μελέτη και έρευνα, με στέρεη δομή και άρτια γλώσσα. Αναμφίβολα επιδιώκει και καταφέρνει να καταδείξει τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, τη διαπλοκή ανάμεσα στα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που χρόνια τώρα στέκονται εμπόδιο στην πρόοδο. Παράλληλα όμως γεννά και ερωτήματα: μπορεί το μίσος να δώσει νόημα σε μια άδεια ζωή; Μπορεί να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για την αλλαγή; Η εκδίκηση μπορεί να φέρει έστω και πρόσκαιρα τη λύτρωση; Και για να κλείσω με το ερώτημα που έθεσα στην αρχή: για αυτό το μίσος, που πηγάζει από τις διαχρονικές παθογένειες της κοινωνίας μας και θρέφει το πάθος για εκδίκηση εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη; Σε μια από τις βόλτες του ο Αλέξης Σοκαρδής συναντά έναν άστεγο ο οποίος λέει: «Πού είχε το νου τόσον καιρό αυτός ο κόσμος; Γιατί τους ψήφιζε, γιατί τους έβγαζε κυβέρνηση; Γιατί συνεργούσε και τρωγόπινε τα αποφάγια σε όλο αυτό το τσιμπούσι; Ρουσφέτι, φακελάκι, αυθαίρετα, κομπίνες, αρπαχτές, φοροδιαφυγή, δάνεια. Όχι, φίλε μου τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Εγώ πλήρωσα, πληρώνω, τελείωσα. Φτάνει πια! Πολλή σκαρταδούρα αδελφάκι αυτός ο τόπος». Παντελής Μάκη