ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΗ KΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Aτμοσφαιρική και Γήινη Ακτινοβολία

Υπεύθυνη για τη γενική κυκλοφορία της ατμόσφαιρας. Εξατμίζει μεγάλες μάζες νερού. Σχηματίζει και διαμορφώνει το κλίμα της γης.

Τηλεπισκόπηση Περιβαλλοντικές Εφαρμογές. Αθανάσιος Α. Αργυρίου

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 2 ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Πολυτεχνική Σχολή ΘΕΜΑΤΙΚΗ : ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΗ. Εισαγωγή στη Φυσική της Ατμόσφαιρας: Ασκήσεις Α. Μπάης

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ. Εκπέμπεται από σώματα που έχουν θερμοκρασία Τ > 0 Κ. Χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος η τη συχνότητα

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Βασικές έννοιες Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης. Ηλεκτρομαγνητική Ακτινοβολία

Η θερμική υπέρυθρη εκπομπή της Γης

Ηλεκτροµαγνητικήακτινοβολία. ακτινοβολία. λmax (µm)= 2832/Τ(Κ) νόµος Wien. Ήλιος (Τ=6000 Κ) λmax=0.48 µm Γή (Τ=300 Κ) λmax=9.4 µm

ΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ

Εργαστήριο ΑΠΕ I. Ενότητα 3: Ηλιακοί Συλλέκτες: Μέρος Α. Πολυζάκης Απόστολος / Καλογήρου Ιωάννης / Σουλιώτης Εμμανουήλ

ΠΟΥ ΔΙΑΔΙΔΕΤΑΙ ΤΟ ΦΩΣ

Φαινόμενο θερμοκηπίου

Ατμοσφαιρική Ρύπανση

Κλιματική Αλλαγή. Χρήστος Σπύρου ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ 70, ΑΘΗΝΑ.

Κύμα, κάθε διαταραχή που μεταφέρει ενέργεια με ορισμένη ταχύτητα. Γραμμικό κύμα

4.1 Εισαγωγή. Μετεωρολογικός κλωβός

ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Ενότητα 6a: Αλληλεπίδραση με την ύλη ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ - ΥΛΗΣ. Δρ. Ν. Χρυσουλάκης Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ΙΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ: ΗΛΙΑΚΟΙ ΘΕΡΜΙΚΟΙ ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ (ΜΕΡΟΣ Α) Ώρες Διδασκαλίας: Τρίτη 9:00 12:00. Αίθουσα: Υδραυλική

Εκπομπή Φωτός Απορρόφηση φωτός

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

είναι τα μήκη κύματος του φωτός αυτού στα δύο υλικά αντίστοιχα, τότε: γ. 1 Β) Να δικαιολογήσετε την επιλογή σας.

Χαράλαμπος Φείδας Αν. Καθηγητής. Τομέας Μετεωρολογίας & Κλιματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας Α.Π.Θ.

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

ΥΛΙΚΑ ΓΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

Μέτρηση της Ηλιακής Ακτινοβολίας

ΦΑΣΜΑΤΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ

Μεταφορά Ενέργειας με Ακτινοβολία

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ. Ανάκλαση. Κάτοπτρα. Διάθλαση. Ολική ανάκλαση. Φαινόμενη ανύψωση αντικειμένου. Μετατόπιση ακτίνας. Πρίσματα

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: 1 η - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14/09/2014 ΘΕΜΑ Α

Η ατμόσφαιρα και η δομή της

Οι δύο θεμελιώδεις παράμετροι προσδιορισμού της ταχύτητας του φωτός στο κενό: Διηλεκτρική σταθερά ε0 Μαγνητική διαπερατότητα μ0

Μελέτη και κατανόηση των διαφόρων φάσεων του υδρολογικού κύκλου.

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ: Τα άτομα έχουν διακριτές ενεργειακές στάθμες ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ

Ραδιομετρία. Φωτομετρία

Οι κλιματικές ζώνες διακρίνονται:

Δx

ΟΡΟΣΗΜΟ ΘΕΜΑ Δ. Δίνονται: η ταχύτητα του φωτός στο κενό c 0 = 3 10, η σταθερά του Planck J s και για το φορτίο του ηλεκτρονίου 1,6 10 C.

Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. Μονάδες 5

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Ι ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ-2 Υ: ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Μέθοδοι έρευνας ορυκτών και πετρωμάτων

Διάδοση Θερμότητας. (Αγωγή / Μεταφορά με τη βοήθεια ρευμάτων / Ακτινοβολία)

Ανάκλαση Είδωλα σε κοίλα και κυρτά σφαιρικά κάτοπτρα. Αντώνης Πουλιάσης Φυσικός M.Sc. 12 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ

ΘΕΜΑ Β Β.1 Α) Μονάδες 4 Μονάδες 8 Β.2 Α) Μονάδες 4 Μονάδες 9

Διάλεξη 10: Ακτίνες Χ

ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ. Remote Sensing

Όλα τα θέματα των εξετάσεων έως και το 2014 σε συμβολή, στάσιμα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ανάκλαση - διάθλαση Η/Μ ΚΥΜΑΤΑ. Ερωτήσεις Πολλαπλής επιλογής

Κεφάλαιο 6 ο : Φύση και

EΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ ΑΝΑΚΛΑΣΗ ΔΙΑΘΛΑΣΗ ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΚΛΑΣΗ

ΡΑΔΙΟΧΗΜΕΙΑ 2. ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΔΟΣΗΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Είναι τρείς και σχηματικά φαίνονται στο σχήμα

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

papost/

Μοντέλα ακτινοβολίας Εργαλείο κατανόησης κλιματικής αλλαγής

I λ de cos b (8.3) de = cos b, (8.4)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

Απορρόφηση του φωτός Προσδιορισμός του συντελεστή απορρόφησης διαφανών υλικών

Λιμνοποτάμιο Περιβάλλον & Οργανισμοί

Το φως διαδίδεται σε όλα τα οπτικά υλικά μέσα με ταχύτητα περίπου 3x10 8 m/s.

Απορρόφηση φωτός: Προσδιορισμός του συντελεστή απορρόφησης διαφανών υλικών

ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ. Διάθλαση μέσω πρίσματος - Φασματοσκοπικά χαρακτηριστικά πρίσματος.

Κυματική οπτική. Συμβολή Περίθλαση Πόλωση

ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΩΝ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ. Δρ. Λυκοσκούφης Ιωάννης

Kεφάλαιο 10 ο (σελ ) Οι κλιµατικές ζώνες της Γης

ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ιάθλαση µέσω πρίσµατος Φασµατοσκοπικά χαρακτηριστικά πρίσµατος

Έδαφος και Πετρώματα

ΑΡΧΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ (Y2204) Βασιλάκης Εμμανουήλ Επίκ. Καθηγητής Τηλεανίχνευσης

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Φωτοτεχνία. Ενότητα 1: Εισαγωγή στη Φωτομετρία

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΑΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Όλα τα θέματα των εξετάσεων έως και το 2014 σε συμβολή, στάσιμα, ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ανάκλαση - διάθλαση ΑΝΑΚΛΑΣΗ ΔΙΑΘΛΑΣΗ

ΕΝΤΑΣΗ (ή λαμπρότητα - radiance)

ΒΙΟΦΥΣΙΚΗ. Αλληλεπίδραση ιοντίζουσας ακτινοβολίας και ύλης.

Φύση του φωτός. Θεωρούμε ότι το φως έχει διττή φύση: διαταραχή που διαδίδεται στο χώρο. μήκος κύματος φωτός. συχνότητα φωτός

Επαναλήψεις στα GIS. Χωρικές Βάσεις Δεδομένων και Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα

Κεφάλαιο Η Ακτινοβολία στην Ατμόσφαιρα Η Ηλιακή Ακτινοβολία και η Φύση της

Ακτίνες Χ (Roentgen) Κ.-Α. Θ. Θωμά

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ (SPECTROMETRIC TECHNIQUES)

ΠΡΟΤΥΠΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

ΟΡΟΣΗΜΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ. 7.1 Τι είναι το ταλαντούμενο ηλεκτρικό δίπολο; Πως παράγεται ένα ηλεκτρομαγνητικό

Βασικές διαδικασίες παραγωγής πολωμένου φωτός

προς τα θετικά του x άξονα. Ως κύμα η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (άρα και το φως) ικανοποιούν τη βασική εξίσωση των κυμάτων, δηλαδή: c = λf (1)

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΦΩΤΟΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Επιµέλεια: Οµάδα Φυσικών της Ώθησης

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Β. ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ

1. Η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ

β) Για ένα μέσο, όπου το Η/Μ κύμα έχει ταχύτητα υ

ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ-ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ

10. Το ορατό φως έχει μήκη κύματος στο κενό που κυμαίνονται περίπου από: α nm β. 400nm - 600nm γ. 400nm - 700nm δ. 700nm nm.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Σύγxρονη Φυσική II. Ακτίνες Χ - Lasers Διδάσκων : Επίκ. Καθ. Μ. Μπενής

Transcript:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΗ KΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Στοιχεία Η/Μ ακτινοβολίας Διάδοση ακτινοβολίας Μηχανισμοί εξασθένησης Η/Μ ακτινοβολίας. Διδάσκων. Κων/νος Καρτάλης Αν. Καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος ckartali@phys.uoa.gr 1

Kεφάλαιο 1. Στοιχεία Η/Μ ακτινοβολίας Διάδοση ακτινοβολίας Μηχανισμοί εξασθένησης Η/Μ ακτινοβολίας Ροή ακτινοβολίας, F (irradiance) σε μια διεύθυνση ορίζεται το ποσό της ενέργειας dε ακτινοβολίας από μια δέσμη παράλληλων ακτινών, που διέρχεται σε χρόνο dt μέσα από μία στοιχειώδη επιφάνεια da, η οποία είναι τοποθετημένη κάθετα στη διεύθυνση αυτή και δίνεται από τη σχέση: F de da dt Η ροή έχει μονάδα ισχύος στη μονάδα της επιφάνειας και εκφράζεται συνήθως σε W/m 2. (α) (β) O προηγούμενος ορισμός αναφέρεται σε ροή ακτινοβολίας για όλα τα μήκη κύματος της ακτινοβολίας, για το λόγο αυτό η ροή αυτή F καλείται και ολική ή ολοφασματική ροή (total irradiance). Αν θεωρήσουμε ακτινοβολία μήκους κύματος μεταξύ λ και dλ τότε το προηγούμενο μέγεθος αναφέρεται ως φασματική ροή ακτινοβολίας, F (λ) (spectral irradiance): με μονάδα μέτρησης το Wm -2 μm -1. F (λ) de (λ) da dt dλ Η ολοκλήρωση της φασματικής ροής ακτινοβολίας F (λ) για όλα τα μήκη κύματος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος μας δίνει την ολική ή ολοφασματική ροή F: 2

F 0 F Γενικά η ροή σε ένα σημείο Ο για διάφορες διευθύνσεις είναι διαφορετική. Ο νόμος του συνημιτόνου του Lambert συνδέει τη ροή της ακτινοβολίας F z σε μια διεύθυνση Οz, με τη ροή F y της ίδιας ακτινοβολίας σε μια τυχαία διεύθυνση Ο. Δίνεται από τη σχέση: λ F y = F z συνθ dλ όπου θ η γωνία μεταξύ των δυο διευθύνσεων Οy και Oz. (α) (β) Ο ορισμός της ροής είναι επαρκής για την εκτίμηση της ενέργειας που μεταφέρεται από μια δέσμη παράλληλων ακτινών. Όταν όμως η ακτινοβολία διαδίδεται σε διάφορες διευθύνσεις τότε χρησιμοποιείται το μέγεθος της έντασης ακτινοβολίας. Ένταση ακτινοβολίας, I (radiative intensity or radiance) σε μια διεύθυνση ορίζεται το ποσό της ενέργειας dε ακτινοβολίας που διέρχεται σε χρόνο dt μέσα σε στερεά γωνία dω, μέσα από μία στοιχειώδη επιφάνεια da, η οποία είναι τοποθετημένη κάθετα στη διεύθυνση αυτή. Δίνεται από τη σχέση: με μονάδα μέτρησης το Wm -2 sr -1. de I dtdωda 3

O προηγούμενος ορισμός αναφέρεται στην ολική ή ολοφασματική ένταση ακτινοβολίας Ι (total radiance), δηλ. στην ένταση ακτινοβολίας για όλα τα μήκη κύματος της ακτινοβολίας. Αν θεωρήσουμε ακτινοβολία μήκους κύματος μεταξύ λ και dλ τότε το προηγούμενο μέγεθος αναφέρεται ως φασματική ή ειδική ένταση ακτινοβολίας, I (λ) (specific radiative intensity or spectral radiance): λ με μονάδα μέτρησης το Wm -2 sr -1 μm -1. I de λ dt dω dadλ Αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με την ύλη Όταν ακτινοβολία προσπίπτει σε ένα υλικό σώμα, τότε ένα μέρος αυτής απορροφάται από αυτό, ένα άλλο μέρος ανακλάται από το σώμα και το υπόλοιπο μέρος διέρχεται μέσα από αυτό. Παράλληλα το σώμα εκπέμπει ακτινοβολία. Οι διεργασίες αυτές περιγράφονται αμέσως παρακάτω: Ανάκλαση, εκπομπή, απορρόφηση και διαπερατότητα της ακτινοβολίας. Eρώτημα 1: Από τι εξαρτάται η παραπάνω παραδοχή; 4

Εκπομπή Κάθε υλικό σώμα ακτινοβολεί ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Το φαινόμενο αυτό καλείται εκπομπή (emission) ακτινοβολίας. Η ένταση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας εξαρτάται από τη θερμοκρασία του σώματος. Όσο πιο θερμό είναι ένα σώμα τόσο πιο έντονα ακτινοβολεί και μάλιστα σε πιο μικρά μήκη κύματος. Εκτός όμως από τη θερμοκρασία η ένταση της ακτινοβολίας ενός σώματος εξαρτάται και από τη φύση του σώματος. Για τη μελέτη της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από ένα υλικό σώμα χρησιμοποιείται η έννοια του μέλανος (μαύρου) σώματος. Μέλαν σώμα (blackbody) είναι το υποθετικό σώμα το οποίου η ένταση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, σε κάθε μήκος κύματος και σε κάθε θερμοκρασία, είναι η μέγιστη δυνατή. Το μέλαν σώμα απορροφά πλήρως την ακτινοβολία όλων των μηκών κύματος που προσπίπτει σε αυτό και είναι ισότροπη πηγή δηλ. εκπέμπει σταθερή ένταση ακτινοβολίας προς όλες τις διευθύνσεις. Τα περισσότερα υλικά σώματα δεν συμπεριφέρονται ως μέλανα σώματα. Για το λόγο αυτό εισάγεται η έννοια του συντελεστή εκπομπής, ο οποίος εκφράζει την ικανότητα του πραγματικού σώματος να εκπέμπει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε σχέση με αυτή του μέλανος σώματος. Ο συντελεστής εκπομπής ε (λ) (emissivity) ενός πραγματικού σώματος για ένα ορισμένο μήκος κύματος λ, ορίζεται από το πηλίκο της έντασης ακτινοβολίας Ι (λ) που εκπέμπει το σώμα σε θερμοκρασία Τ, προς την ένταση ακτινοβολίας Ι Μ(λ) του ιδίου μήκους κύματος που εκπέμπει το μέλαν σώμα στην ίδια θερμοκρασία. Ο συντελεστής εκπομπής εξαρτάται από τη θερμοκρασία του σώματος, το μήκος κύματος και τη διεύθυνση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας. Το εύρος των τιμών του κυμαίνεται από 0 έως 1. Ορίζουμε ως φαιό σώμα (graybody) ένα πραγματικό σώμα το οποίο έχει σταθερή ικανότητα εκπομπής ε (λ) για όλα τα μήκη κύματος, με τιμή μικρότερη της μονάδας. 5

Η φασματική κατανομή της ικανότητας εκπομπής ε (λ) μέλανος, πραγματικού και φαιού σώματος (Πηγή: Lillesand and Kiefer, 1979). Ο ολικός ή ολοφασματικός συντελεστής εκπομπής ε ολ αναφέρεται στην ακτινοβολία που εκπέμπεται από ένα πραγματικό σώμα θερμοκρασίας Τ σε όλα τα μήκη κύματος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος και υπολογίζεται από τη σχέση: ε ολ = 0 0 I I λ Μ(λ) όπου Ι η ολική ένταση ακτινοβολίας που εκπέμπει το πραγματικό σώμα δηλ. για όλα τα μήκη κύματος σε θερμοκρασία Τ, και Ι Μ η ολική ένταση ακτινοβολίας που εκπέμπει το μέλαν σώμα, στην ίδια θερμοκρασία. dλ dλ Ι Ι Μ Στην πραγματικότητα τα υλικά σώματα δεν συμπεριφέρονται ως μέλανα σώματα, καθώς έχουν συντελεστή εκπομπής η τιμή του οποίου είναι μικρότερη της μονάδος σε διάφορα μήκη κύματος. Aνάλογα όμως με την περίπτωση μπορούν να γίνουν ορισμένες προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, ο ήλιος μπορεί να θεωρηθεί μέλαν σώμα. Ένα πραγματικό όμως σώμα μπορεί να συμπεριφέρεται ως μέλαν σώμα σε ορισμένα μόνο μήκη κύματος. Για παράδειγμα, τα περισσότερα σώματα στη γη συμπεριφέρονται ως μέλανα σώματα στην περιοχή του θερμικού υπερύθρου (10-12 μm). 6

Απορρόφηση Όταν η ακτινοβολία προσπίπτει σε ένα σώμα, τότε ένα μέρος αυτής απορροφάται με αποτέλεσμα η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται. Το φαινόμενο αυτό καλείται απορρόφηση (absorption) της ακτινοβολίας. Το ποσό της ακτινοβολίας που απορροφάται από ένα σώμα εξαρτάται από τη θερμοκρασία του σώματος, τη φύση του υλικού και το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. Το μέλαν σώμα απορροφά πλήρως την ακτινοβολία όλων των μηκών κύματος. Τα πετρώματα της γης είναι καλοί απορροφητές σε αντίθεση με το χιόνι και τον πάγο. Ιδιαίτερα, το χρώμα του σώματος παίζει σημαντικό ρόλο στην απορρόφηση της ακτινοβολίας στο ορατό φάσμα. Είναι γνωστό ότι τα σώματα με σκούρο χρώμα είναι καλύτεροι απορροφητές της ορατής ακτινοβολίας από τα σώματα με ανοικτά χρώματα. Ο συντελεστής απορρόφησης α (λ) (absorptivity) ενός πραγματικού σώματος, για ένα ορισμένο μήκος κύματος λ, εκφράζει το ποσοστό της ακτινοβολίας που απορροφά το σώμα, όταν η ακτινοβολία προσπέσει σε αυτό. Ορίζεται από το πηλίκο της έντασης ακτινοβολίας Ι α(λ) που απορροφά το σώμα, προς την ένταση της προσπίπτουσας σε αυτό ακτινοβολίας Ι π(λ) : α (λ ) = Κατ αναλογία με τον ολικό συντελεστή εκπομπής ορίζεται και ο ολικός ή ολοφασματικός συντελεστής απορρόφησης α ολ ο οποίος αναφέρεται στο ποσοστό της ακτινοβολίας που απορροφάται από ένα πραγματικό σώμα σε όλα τα μήκη κύματος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος: α ολ = 0 όπου Ι π η ολική ένταση ακτινοβολίας που προσπίπτει στο σώμα δηλ. για όλα τα μήκη κύματος, και Ι α η ολική ένταση ακτινοβολίας που απορροφά το σώμα. 0 I I Ι Ι α α(λ) π(λ) λ π(λ) dλ dλ Ι Ι α π 7

Διαπερατότητα Στην περίπτωση που το σώμα είναι διαφανές στην προσπίπτουσα ακτινοβολία τότε ένα ποσοστό της προσπίπτουσας ακτινοβολίας διέρχεται μέσα από το σώμα. Το φαινόμενο αυτό καλείται διαπερατότητα (transmission). Η διαπερατότητα ενός σώματος μετράται με το συντελεστή διαπερατότητας t (λ) ο οποίος εκφράζει το ποσοστό της ακτινοβολίας που διαπερνά ένα σώμα, σε σχέση με την ακτινοβολία που δέχεται. Ορίζεται ως: α (λ) = Ι π(λ) όπου Ι π(λ) η προσπίπτουσα στο σώμα ακτινοβολία και Ι r(λ) η ανακλώμενη ακτινοβολία. Ι t(λ) -Ι r(λ) Η διαπερατότητα ενός σώματος εξαρτάται εκτός από τη φύση του σώματος και από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. Η ατμόσφαιρα, για παράδειγμα, είναι αρκετά διαπερατή στην ηλιακή ακτινοβολία ενώ αντίθετα η διαπερατότητα της σε ορισμένα μήκη κύματος στην περιοχή του θερμικού υπερύθρου είναι μηδενική. Σχέση μεταξύ των συντελεστών εκπομπής, διαπερατότητας και ανάκλασης Οι συντελεστές εκπομπής ε, διαπερατότητας t και ανάκλασης r συνδέονται με τη σχέση: ε = (1-t)(1-r) Για πλήρως αδιαφανή σώματα, όπως είναι η επιφάνεια της γης, είναι t = 0, οπότε ισχύει: ε = 1- r H προηγούμενη σχέση ερμηνεύεται ως εξής: ένας καλός ανακλαστήρας είναι κακός πομπός ακτινοβολίας και αντίστροφα. 8

Νόμοι της ακτινοβολίας Ο νόμος του Planck δίνει τη σχέση της ειδικής έντασης ακτινοβολίας του μέλανος σώματος (Ι (λ)m ) με την θερμοκρασία του Τ και το μήκος κύματος λ της ακτινοβολίας. Ο νόμος του Planck εκφράζεται από τη σχέση: I 1 λ Μ c 2 5 λ c λτ ( e 1) όπου c 1 = 3.7 10-16 Wm 2 και c 2 = 1.43 10-2 m K. Τα πραγματικά σώματα, όπως η γη και τα περισσότερα σώματα στη γη, δεν συμπεριφέρονται ως μέλανα σώματα διότι η ικανότητα εκπομπής της μεταβάλλεται με το μήκος κύματος, επηρεάζοντας έτσι την ολική ροή της ακτινοβολίας F. Συγκεκριμένα, η ειδική ένταση της ακτινοβολίας Ι (λ) ενός πραγματικού σώματος, με μήκος κύματος λ, εξαρτάται από την θερμοκρασία Τ, το μήκος κύματος λ της ακτινοβολίας και την ικανότητα εκπομπής ε (λ) στο συγκεκριμένο μήκος κύματος λ, σύμφωνα με την σχέση: I ( ) I ( ) ( ) ( ) c 5 λ( e 1 c2 λτ 1) Η φασματική κατανομή της έντασης ακτινοβολίας μέλανος, φαιού και ενός πραγματικού σώματος παρουσιάζεται ποιοτικά στην Εικόνα που ακολουθεί: 9

Η ικανότητα εκπομπής ε (λ) ενός σώματος, για ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος λ, αλλάζει με τη θερμοκρασία του. Το έδαφος της γης δεν συμπεριφέρεται ως μέλαν σώμα γιατί η ικανότητα εκπομπής του ε (λ) διαφέρει στα διάφορα μήκη κύματος, με αποτέλεσμα η ολική ικανότητα εκπομπής ε (ολ) να είναι διάφορη της μονάδας. Για τα μήκη κύματος από 8 έως 14 μm, τα οποία, κυρίως, ανιχνεύουν οι δορυφορικοί αισθητήρες, η επιφάνεια της γης, εκτός των αστικών πλεγμάτων, καθώς και τα πυκνά νέφη, έχουν ικανότητα εκπομπής που προσεγγίζει την τιμή της μονάδας, με αποτέλεσμα τα σώματα να συμπεριφέρονται ως φαιά σώματα. Υπάρχουν όμως ορισμένες εξαιρέσεις, όπως το χιόνι και η βλάστηση των οποίων οι ικανότητες εκπομπής και απορρόφησης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το μήκος κύματος και συνεπώς οι επιφάνειές τους δεν συμπεριφέρονται ως αληθινά φαιά σώματα. Το χιόνι απορροφά, σχετικά, ασθενώς στο ορατό και εγγύς υπέρυθρο φάσμα και έντονα στις υπόλοιπες περιοχές της υπέρυθρης ακτινοβολίας. Ο νόμος του Wien Νόμος του Wien δίνει τη σχέση του μήκους κύματος λ max, όπου η ειδική ένταση ακτινοβολίας Ι (λ)μ του μέλανος σώματος είναι μέγιστη, με την θερμοκρασία Τ του σώματος: C max T (1.26) λ 1 όπου C 1 = 2898 μm K. Σύμφωνα με την προηγούμενη σχέση το λ max μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα με την θερμοκρασία Τ του σώματος. Συνεπώς, σώματα με υψηλή θερμοκρασία εκπέμπουν ακτινοβολία με μικρά μήκη κύματος ενώ σώματα με χαμηλή θερμοκρασία εκπέμπουν μεγάλου μήκους κύματος ακτινοβολία. Αν γνωρίζουμε το μήκος κύματος λ max, τότε η θερμοκρασία που βρίσκεται από την επίλυση της προηγούμενης σχέσης ως προς Τ, λέγεται θερμοκρασία χρώματος (colour temperature). 10

Ο νόμος των Stefan Boltzmann Ο νόμος των Stefan Boltzmann δίνει την ολική ροή ακτινοβολίας μέλανος σώματος F Μ σε σχέση με την θερμοκρασία του Τ και εκφράζεται από την σχέση: F Μ = στ 4 όπου σ = 5.67 10-8 Wm -2 K -4 η σταθερά του Stefan - Boltzmann και Τ η θερμοκρασία σε βαθμούς Kelvin της πηγής. Η ολική ροή F της ακτινοβολίας ενός πραγματικού σώματος σε θερμοκρασία Τ και με ολική ικανότητα εκπομπής ε ολ, δίνεται από τη σχέση: F = ε ολ F Μ = ε ολ στ 4 Γνωρίζοντας την ολική ροή ακτινοβολίας F ή την ολική ροή ακτινοβολίας σε μια συγκεκριμένη περιοχή του φάσματος (π.χ στο θερμικό υπέρυθρο) και την αντίστοιχη ολική ικανότητα εκπομπής ε ολ, τότε η θερμοκρασία Τ ονομάζεται θερμοκρασία ακτινοβολίας ή λαμπρότητας (temperature radiation or brightness temperature). Η επίλυση της σχέσης ως προς Τ καθορίζει τη θερμοκρασία που θα είχε το σώμα αν ήταν μέλαν σώμα. Η θερμοκρασία αυτή καλείται ισοδύναμη θερμοκρασία ακτινοβολίας ή λαμπρότητας μέλανος σώματος (equivalent temperature radiation or brightness temperature). Το μέγιστο της ακτινοβολίας της επιφάνειας της γης και των πυκνών νεφών βρίσκεται ανάμεσα στα 10 και 12 μm, δηλαδή στο θερμικό υπέρυθρο. Σε αυτά τα μήκη κύματος η επιφάνεια της γης και τα πυκνά νέφη είναι δυνατόν να θεωρηθούν μέλανα σώματα 11

(ε ολ = 1) και, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τον νόμο των Stefan - Boltzmann η ακτινοβολία που εκπέμπουν μπορεί να μετατραπεί σε θερμοκρασία ακτινοβολίας ή λαμπρότητας, η οποία, στην περίπτωση αυτή, είναι ίση με την ισοδύναμη θερμοκρασία ακτινοβολίας η λαμπρότητας μέλανος σώματος. Η ακτινοβολία στο θερμικό υπέρυθρο καλείται και θερμική ακτινοβολία (thermal radiance), η οποία εξαρτάται άμεσα τόσο από την θερμοκρασία της πηγής, σύμφωνα με τον νόμο των Stefan - Boltzmann όσο και από την επίδραση της ατμόσφαιρας κατά την διέλευσή της μέσα από αυτήν. Ο νόμος του Beer-Lambert Όταν μια ακτινοβολία προσπέσει σε ένα υλικό που δεν είναι τέλειο σώμα, τότε ένα μέρος της θα σκεδαστεί, ένα μέρος θα απορροφηθεί και το υπόλοιπο θα περάσει μέσα από το σώμα. Σύμφωνα με το νόμο του Beer-Lambert, η μείωση της ειδικής έντασης της ακτινοβολίας di (λ) λόγω απορρόφησης κατά τη διέλευσή της μέσα από ένα ρευστό είναι ανάλογη της έντασης I (λ) της εισερχόμενης ακτινοβολίας, της πυκνότητας ρ του ρευστού και του μήκους διαδρομής dx μέσα στο ρευστό και εκφράζεται από τη σχέση: di λ όπου k o συντελεστής εξασθένησης λόγω απορρόφησης του ρευστού ο οποίος εξαρτάται από τη φύση του υλικού και το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. -I λ k απ λ ρ dx Αν πέραν της απορρόφησης υπάρχει και σκέδαση δηλ. απομάκρυνση των φωτονίων από την αρχική δέσμη και μεταβολή της διεύθυνσης κίνησής τους, τότε ο νόμος του Beer-Lambert θα δίνεται από τη σχέση: di λ -I λ k σκ λ ρdx όπου k o συντελεστής εξασθένησης λόγω σκέδασης. Αν σε ένα υλικό συμβαίνει και σκέδαση και απορρόφηση, τότε ο νόμος του Beer- Lambert εκφράζεται από τη σχέση: 12

di -I(k λ λ απ λ Οι προηγούμενες σχέσεις παίρνουν τη μορφή: Ι λ Ι e kλρx λο k σκ λ )ρdx όπου Ι λο η αρχική ένταση ακτινοβολίας, Ι λ η ένταση ακτινοβολίας μετά τη διέλευση απόστασης x μέσα στο υλικό, k λ ο συντελεστής εξασθένισης λόγω σκέδασης ή απορρόφησης ή και των δυο και ρ η μέση πυκνότητα του στρώματος x. H προηγούμενη σχέση πολλές φορές εκφράζεται ως: Ι λ Ι e u λο όπου u το οπτικό πάχος του ρευστού, το οποίο εξαρτάται από τη φύση του υλικού (k λ ), την περιεκτικότητα του σε σωματίδια (ρ) και το γεωμετρικό πάχος (x) του στρώματος. Η εξασθένηση ακτινοβολίας έντασης Ι λο κατά τη διέλευσή της μέσα από ρευστό με μήκος διαδρομής x. Αλληλεπίδραση ακτινοβολίας με το γήινο σύστημα Η ακτινοβολία που καταγράφουν οι δορυφορικοί αισθητήρες, έχει υποστεί αρκετές επιδράσεις κατά την διαδρομή της μέσα από το σύστημα γης - ατμόσφαιρας. Γενικά, η επίδραση της ύλης στην ακτινοβολία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Οι σημαντικότεροι αυτών, όπως η φυσική κατάσταση της ύλης (στερεά, υγρά ή αέρια) και το μήκος κύματος της ακτινοβολίας, καθορίζουν και το είδος της επίδρασης π.χ. σκέδαση, απορρόφηση και ανάκλαση. Το είδος της επίδρασης εξαρτάται από την φασματική περιοχή της διαδιδόμενης ακτινοβολίας. 13

(α) (β) (γ) Οι πιο σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ακτινοβολίας α) στο ορατό φάσμα β) στο υπέρυθρο φάσμα και (γ) στην περιοχή των μικροκυμάτων και της επιφάνειας της γης, της ατμόσφαιρας και των νεφών (τροποποιημένο σχήμα από Rao et al., 1990). 14

Αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με επιφάνειες στο έδαφος Η γήινη επιφάνεια ανακλά και απορροφά την ηλιακή (μικρού μήκους κύματος) και ατμοσφαιρική (υπέρυθρη) ακτινοβολία που δέχεται και παράλληλα εκπέμπει η ίδια υπέρυθρη ακτινοβολία (γήινη ακτινοβολία). Οι αισθητήρες των δορυφόρων καταγράφουν την ακτινοβολία που προέρχεται από την υπό διερεύνηση επιφάνεια και αποτελεί το αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων διεργασιών. Το ποσοστό της καταγραφόμενης ακτινοβολίας που αντιστοιχεί σε κάθε μια από τις παραπάνω διεργασίες εξαρτάται από τη φύση της προσπίπτουσας επιφάνειας, το μήκος κύματος της ακτινοβολίας και τη γωνία πρόσπτωσης. Ανάκλαση Η ανάκλαση (reflection) αξιοποιείται από τη δορυφορική τηλεπισκόπηση κυρίως για την καταγραφή του ορατού ή υπέρυθρου φάσματος της ηλιακής ακτινοβολίας. Η ανάκλαση χρησιμοποιείται επίσης και για την καταγραφή της μικροκυματικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται προς την επιφάνεια της γης από δορυφορικές συσκευές τύπου ραντάρ. Η ανάκλαση σε μια γήινη επιφάνεια εξαρτάται από την τραχύτητα της επιφάνειας σε σχέση με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας. Εάν η επιφάνεια είναι ομαλή και λεία σε σχέση με το μήκος κύματος, τότε η ανάκλαση είναι κατοπτρική (specular). Στην περίπτωση αυτή όλη ή μέρος της ακτινοβολίας επιστρέφει σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση με τη γωνία ανάκλασης να είναι ίση με την γωνία πρόσπτωσης. Στην κατοπτρική ανάκλαση η ένταση της ακτινοβολίας που φτάνει στον παρατηρητή δηλ. στο δορυφόρο εξαρτάται μόνο από τη γωνία πρόσπτωσης, τη γωνία παρατήρησης, και την απόσταση του παρατηρητή από την επιφάνεια. Στο ορατό φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας η κατοπτρική ανάκλαση εμφανίζεται σε λείες επιφάνειες όπως π.χ. σε ήρεμες υδάτινες επιφάνειες. Ανάκλαση μπορεί να λάβει χώρα και μεταξύ επιφανειών που βρίσκονται υπό γωνία και τότε καλείται διπλής αναπήδησης ανάκλαση ή γωνιακή ανάκλαση (doublebounce reflection or corner reflection). 15

Εάν η επιφάνεια είναι ανώμαλη σε σχέση με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας τότε έχουμε διάχυση (diffusion) με την ακτινοβολία να διασκορπίζεται προς όλες τις διευθύνσεις. Υπάρχουν πολλές επιφάνειες που προκαλούν διάχυση της ορατής ακτινοβολίας όπως π.χ. επιφάνειες καλυμμένες με γρασίδι και τα νέφη. Μια επιφάνεια η οποία διαχέει την ακτινοβολία ισόποσα προς όλες τις κατευθύνσεις ονομάζεται ισότροπη ή Λαμπερτιανή επιφάνεια. Μια τέτοια επιφάνεια έχει την ίδια λαμπρότητα με οποιαδήποτε γωνία παρατήρησης. Λόγω της απλότητας του μοντέλου αυτού, η έννοια της ισότροπης επιφάνειας χρησιμοποιείται συχνά ως μια προσέγγιση της οπτικής συμπεριφοράς των αντικειμένων που παρατηρούνται με τη βοήθεια της τηλεπισκόπησης. Το Λαμπερτιανό όμως μοντέλο σε πολλές περιπτώσεις απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα. Οι πραγματικές επιφάνειες ανακλούν με σύνθετο τρόπο την ακτινοβολία ο οποίος εξαρτάται από τη γεωμετρία της επιφάνειας π.χ. σχήμα, μέγεθος και προσανατολισμός της επιφάνειας (Campbell, 2002). Μερικές επιφάνειες συμπεριφέρονται ως ισότροποι ανακλαστήρες σε συγκεκριμένες γωνίες πρόσπτωσης αλλά παρουσιάζουν ιδιότητες μη ισότροπης επιφάνειας σε άλλες γωνίες. Υπάρχει μια συνάρτηση για κάθε επιφάνεια η οποία περιγράφει τις οπτικές της ιδιότητες σε σχέση με τη γωνία πρόσπτωσης της ακτινοβολίας και τη γωνία παρατήρησης και για αυτό το λόγο λέγονται δυ-διευθυνσιακές συναρτήσεις κατανομής της ανάκλασης (bidirectional reflectance distribution function, BRDF). Ανάκλαση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε διάφορες επιφάνειες (α) κατοπτρική ανάκλαση, (β) διάχυση σε επιφάνεια μικρής τραχύτητας, (γ) διάχυση σε επιφάνεια μεγάλης τραχύτητας, (δ) και (ε) γωνιακή ανάκλαση. 16

Εκπομπή Η επιφάνεια της γης απορροφά τη μικρού μήκους ηλιακή ακτινοβολία (ορατό, εγγύς και μέσο υπέρυθρο) και την επανεκπέμπει σε μεγαλύτερο όμως μήκος κύματος, στην φασματική περιοχή της υπέρυθρης ακτινοβολίας. H ακτινοβολία που εκπέμπεται από μια γήινη επιφάνεια καλύπτει τη φασματική περιοχή του υπερύθρου που εκτείνεται από 3 μm 3000 μm και καλείται θερμική υπέρυθρη ή μακρινή υπέρυθρη ή εκπεμπόμενη υπέρυθρη (thermal or far or emitted infrared radiance). Εκπεμπόμενη ακτινοβολία, με μικρότερη όμως ένταση, υπάρχει και σε μεγαλύτερα μήκη κύματος δηλ. στην περιοχή των μικροκυμάτων (λ > 3000 μm). Οι διαφορές στην εκπεμπόμενη θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία των σωμάτων εκφράζουν τις αντίστοιχες διαφορές στην ικανότητα των σωμάτων και των επιφανειών να απορροφούν μικρού μήκους κύματος ηλιακή ακτινοβολία (0.3 3μm) και ακολούθως να την επανεκπέμπουν με τη μορφή μεγάλου μήκους κύματος ακτινοβολίας στην περιοχή του θερμικού υπερύθρου. Έτσι, με εξαίρεση τη γεωθερμική ενέργεια, πυρκαγιές και ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας (π.χ. εργοστάσια), η κύρια πηγή της εκπεμπόμενης θερμικής υπέρυθρης ακτινοβολίας είναι η μικρού μήκους κύματος ηλιακή ακτινοβολία. Η ένταση της εκπεμπόμενης θερμικής ακτινοβολίας εξαρτάται άμεσα από τη θερμοκρασία και το συντελεστή εκπομπής του σώματος. Καταγράφοντας την εκπεμπόμενη θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία είναι δυνατόν να υπολογιστεί η θερμοκρασία λαμπρότητας του σώματος σύμφωνα με τον νόμο των Stefan Boltzmann, με την προϋπόθεση ότι είναι γνωστός ο συντελεστής εκπομπής του υλικού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία κατά τη διέλευσή της μέσα από την ατμόσφαιρα θα υποστεί σημαντική απορρόφηση από αέριες χημικές ενώσεις. Η απορρόφηση περιορίζεται στις περιοχές του θερμικού υπερύθρου που καλούνται ατμοσφαιρικά παράθυρα όπως αυτές που εκτείνονται από 3 έως 5 μm και από 10 έως 12 μm. Η περιοχή αυτή χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τους δορυφορικούς αισθητήρες και για ένα άλλο λόγο. Το έδαφος της γης και η θάλασσα γενικά δεν εκπέμπουν ως μέλανα σώματα. Ειδικότερα όμως στην περιοχή του θερμικού υπερύθρου που εκτείνεται από 10 έως 12 17

μm, η επιφάνεια της γης, εκτός των αστικών πλεγμάτων, καθώς και τα πυκνά νέφη, έχουν ικανότητα εκπομπής που προσεγγίζει την τιμή της μονάδας, με αποτέλεσμα, ανάλογα με τις ανάγκες της εφαρμογής για ακρίβεια, να θεωρούνται μέλανα σώματα. Η θερμοκρασία των σωμάτων στην επιφάνεια της γης εξαρτάται από: - το ποσό της ηλιακής ακτινοβολίας που είναι διαθέσιμο για τη θέρμανση του σώματος το οποίο είναι συνάρτηση του ύψους του ήλιου, των ατμοσφαιρικών συνθηκών (νέφη, υγρασία), της τοπογραφίας και του προσανατολισμού της επιφάνειας σε σχέση με τις ακτίνες του ήλιου. - τις θερμικές ιδιότητες του σώματος οι οποίες είναι συνάρτηση της σύστασής του. Καμπύλες της ενδοημερήσιας μεταβολής της θερμοκρασίας λαμπρότητας για διάφορες επιφάνειες (τροποποιημένο σχήμα από Sabins, 1996). Φασματικές ιδιότητες των επιφανειών Με τον όρο φασματική απόκριση εννοούμε την κατανομή της ανακλώμενης ή εκπεμπόμενης ακτινοβολίας από μια επιφάνεια σε σχέση με το μήκος κύματος λ. Κάθε υλικό παρουσιάζει διαφορετική φασματική απόκριση, η μελέτη της οποίας μας επιτρέπει τη διάκριση μιας επιφάνειας από κάποια άλλη και την εξαγωγή πληροφορίας σχετικά με το σχήμα, το μέγεθος, τις φυσικές ακόμη και χημικές ιδιότητες της. Η μορφή της καμπύλης της φασματικής απόκρισης μιας επιφάνειας σε σχέση με το μήκος κύματος λ καλείται φασματική υπογραφή (spectral signature) της επιφάνειας και είναι μοναδική για κάθε επιφάνεια. Η φασματική υπογραφή της κάθε επιφάνειας αποτελεί τη βάση για την αναγνώριση και τον μεταξύ τους διαχωρισμό. 18

Για παράδειγμα είναι χαρακτηριστική η φασματική υπογραφή της υδάτινης επιφάνειας η οποία ανακλά ελάχιστα και μόνο στο ορατό φάσμα (0.4 0.7 μm) με μέγιστο στο πράσινο. Φασματικές υπογραφές τριών βασικών επιφανειών (έδαφος, βλάστηση, υδάτινη επιφάνεια). Φασματικές υπογραφές πέντε μεταλλευμάτων (Πηγή: Spectral International Inc.). 19

Αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με υδάτινες επιφάνειες Και οι υδάτινες επιφάνειες ανακλούν και απορροφούν την ηλιακή ακτινοβολία που δέχονται και εκπέμπουν θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία, αλλά με διαφορετικό τρόπο από τις γήινες επιφάνειες. Οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος που φτάνει στον δορυφορικό αισθητήρα είναι η ανάκλαση από την υδάτινη επιφάνεια, η απορρόφηση από τα μόρια του νερού και το φυτοπλαγκτόν, η σκέδαση από τα μόρια του νερού και τα αιωρούμενα σωματίδια, η ατμοσφαιρική σκέδαση και σε ορισμένες περιπτώσεις η σκέδαση από το βυθό. Ανάκλαση Το ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας που ανακλάται από την επιφάνεια του νερού είναι μικρό (< 9%) και εξαρτάται από τη γωνία παρατήρησης, μεταφέρει δε μικρό ποσό πληροφορίας για το ίδιο το νερό. Είναι όμως χρήσιμο για την άντληση πληροφορίας σχετικά με την κατάσταση της επιφάνειας του νερού και κατ επέκταση για τον άνεμο και τα κύματα. Η κυματώδης υδάτινη επιφάνεια ανακλά μεγαλύτερο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας προς τον αισθητήρα σε σχέση με την ήρεμη και ομαλή επιφάνεια, ιδιαίτερα στο ορατό φάσμα. Απορρόφηση Η ηλιακή ακτινοβολία απορροφάται από την υδάτινη μάζα με δυο τρόπους: από τα μόρια του νερού, αυξάνοντας έτσι τη θερμοκρασία του, και από το φυτοπλανκτόν κατά τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Η απορρόφηση του ορατού φωτός εξαρτάται από το μήκος κύματος. Συγκεκριμένα, το μπλε και το πράσινο απορροφούνται ελάχιστα στα καθαρά νερά ενώ από το πορτοκαλί προς το κόκκινο και το υπέρυθρο η απορρόφηση είναι σημαντική. Αυτό σημαίνει ότι το μπλε έχει τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα ενώ το κόκκινο και περισσότερο το υπέρυθρο απορροφώνται στα πρώτα μέτρα διάδοσής τους μέσα στο νερό. 20

Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τα φασματικά χαρακτηριστικά μιας υδάτινης μάζας. Απορρόφηση και σκέδαση της ηλιακής ακτινοβολίας σε διάφορα βάθη μέσα στη θάλασσα. 21

Σκέδαση Παράλληλα, η ηλιακή ακτινοβολία σκεδάζεται πρωτίστως από τα μόρια του νερού και δευτερευόντως από διάφορα αιωρούμενα σωματίδια (κυρίως αιωρούμενα ιζήματα). Η σκέδαση αυτή καλείται και ως ανάκλαση της υδάτινης μάζας (volume reflection). Όπως αναφέρθηκε, η ανάκλαση του ηλιακού φωτός από μια υδάτινη επιφάνεια είναι πολύ μικρή και εξαρτάται από τη γωνία παρατήρησης. Έτσι σε μια δορυφορική εικόνα που καταγράφει την ορατή ακτινοβολία, η θάλασσα διακρίνεται πιο σκοτεινή από τη ξηρά. Ουσιαστικά η ακτινοβολία που καταγράφει ο αισθητήρας είναι κυρίως η σκεδαζόμενη από την υδάτινη επιφάνεια στα διάφορα μήκη κύματος. H ακτινοβολία αυτή μεταφέρει πληροφορία για τα φασματικά χαρακτηριστικά του νερού (π.χ. χρώμα). Κάθε μήκος κύματος όμως προέρχεται από διαφορετικό στρώμα της θάλασσας καθώς η διείσδυση του φωτός μέσα στο νερό εξαρτάται από το μήκος κύματος. Έτσι, σε καθαρά νερά, στη φασματική ζώνη του μπλε και πράσινου η πληροφορία που καταγράφει ο δορυφορικός αισθητήρας προέρχεται από τα πρώτα 10-15 m. Στο κόκκινο προέρχεται από τα 2-5 m και στο εγγύς υπέρυθρο μόλις από 0.5 m. Συχνά λοιπόν για εφαρμογές βαθυμετρίας παράκτιων υδάτων χρησιμοποιείται η μπλεπράσινη ακτινοβολία η οποία προέρχεται από την ανάκλαση της στον πυθμένα του βυθού. Πρέπει να σημειωθεί ότι η πληροφορία αυτή μεταβάλλεται ανάλογα με τη θολερότητα των νερών δηλ. την περιεκτικότητα του νερού σε διάφορα αιωρούμενα σωματίδια, γεγονός που επιτρέπει την καταγραφή της ποιότητας των νερών, την κατανομή του φυτοπλαγκτόν κ.α. Όσο αυξάνεται η θολερότητα του νερού αυξάνεται και η σκέδαση του ορατού φωτός και έτσι η υδάτινη μάζα παύει να συμπεριφέρεται ως ένα μαύρο αντικείμενο. Παράλληλα, το μέγιστο της σκέδασης μετακινείται από την περιοχή του μπλε στην περιοχή του πράσινου. Αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με την ατμόσφαιρα Η ακτινοβολία που εκπέμπεται ή ανακλάται από μια επιφάνεια στη γη, για να καταγραφεί από το δορυφορικό αισθητήρα θα πρέπει πρώτα να διαπεράσει την ατμόσφαιρα της γης, η οποία επιδρά με διάφορους τρόπους σε αυτή. 22

Τα σώματα που βρίσκονται σε υγρή ή στερεά κατάσταση στην ατμόσφαιρα (υδροσταγόνες και παγοκρύσταλλοι) σκεδάζουν, απορροφούν και εκπέμπουν σε μία ευρεία περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. H επίδραση της ατμόσφαιρας στην ηλιακή ακτινοβολία που ανακλάται σε μια επιφάνεια της γης έχει ως αποτέλεσμα μέρος της ακτινοβολίας να σκεδαστεί, να απορροφηθεί ένα άλλο και το υπόλοιπο να φτάσει στο δορυφορικό αισθητήρα. Η ακτινοβολία θα φτάσει στον δορυφορικό αισθητήρα είτε κατ ευθείαν από την ατμόσφαιρα είτε ανακλώμενη στην επιφάνεια του εδάφους και σε νέφη και καλείται ακτινοβολία διαδρομής (path radiance). H ακτινοβολία που φτάνει στο δορυφορικό αισθητήρα, αποτελεί το άθροισμα όλων αυτών των ακτινοβολιών. Η θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο από την ατμόσφαιρα καθώς η σκέδαση από τα συστατικά της ατμόσφαιρας είναι μικρή ενώ αντίθετα η απορρόφηση από αυτά είναι σημαντική σε σχέση με την απορρόφηση της μικρού μήκους κύματος ηλιακής ακτινοβολίας. Η επίδραση της ατμόσφαιρας στην ηλιακή ακτινοβολία και τη θερμική υπέρυθρη ακτινοβολία που φτάνει στον δορυφορικό αισθητήρα. 23

Επίδραση των νεφών Τα νέφη στην ατμόσφαιρα επηρεάζουν ισχυρά την ακτινοβολία που διαδίδεται στην ατμόσφαιρα ή εκπέμπεται από τα ίδια τα νέφη. Η επίδραση των νεφών, στην ορατή και υπέρυθρη ακτινοβολία, εξαρτάται άμεσα από το πάχος τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι, για την πλήρη περιγραφή της επίδρασης ενός νεφικού στρώματος στην διερχόμενη ακτινοβολία, πρέπει να ληφθεί υπόψη πέραν του μεγέθους των υδροσταγόνων και το οπτικό πάχος του νέφους. Η έννοια του οπτικού πάχους συνδυάζει το γεωμετρικό πάχος με το περιεχόμενο σε νερό του νέφους. Στην περιοχή του ορατού φάσματος, η ακτινοβολία η οποία διαδίδεται μέσα από τα νέφη και ανακλάται από αυτά, προέρχεται κυρίως από την πολλαπλή σκέδαση της ακτινοβολίας κατά την διαδρομή της μέσα από το νέφος η οποία εξαρτάται από το μέγεθος R των υδροσταγόνων και το οπτικό πάχος τ του νέφους. Για μία σφαιρική υδροσταγόνα, η κατανομή της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας υπολογίζεται με την θεωρία του Mie. Στην περιοχή του θερμικού υπερύθρου η μέγιστη ικανότητα εκπομπής εξαρτάται αποκλειστικά από το οπτικό πάχος του νέφους καθώς το μέγεθος των υδροσταγόνων δεν επηρεάζει σημαντικά την εκπεμπόμενη θερμική ακτινοβολία. Συγκεκριμένα, η ικανότητα εκπομπής του νέφους αυξάνεται με την αύξηση του οπτικού πάχους και τείνει προς την μονάδα για τα πολύ πυκνά νέφη (Rao et al., 1990). Κατά συνέπεια τα πυκνά νέφη εκπέμπουν στο θερμικό υπέρυθρο ως μέλανα σώματα στην θερμοκρασία των υδροσταγόνων ή των παγοκρυστάλλων που βρίσκονται στις κορυφές τους. Το μεγάλο εύρος των θερμοκρασιών, που παρουσιάζουν οι κορυφές των νεφών, έχει ως αποτέλεσμα η εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία στο ατμοσφαιρικό παράθυρο (10.5-12μm) να εξαρτάται άμεσα από το ύψος της κορυφής τους. 24

Συντελεστής διαπερατότητας, ανακλαστικότητας και ικανότητα εκπομπής σε σχέση με το οπτικό πάχος (τ) για δυο διαφορετικά μεγέθη σφαιρικών υδροσταγόνων (r) και μήκη κύματος λ = 3.75 μm (επάνω) και λ = 11.14 μm (κάτω) (τροποποιημένο σχήμα από Rao et al., 1990). Συνοπτική περιγραφή της επίδρασης των νεφών στην ορατή κα υπέρυθρη ακτινοβολία. Ορατό Ανακλάται και διαδίδεται μέσα από το νέφος μέσω πολλαπλών σκεδάσεων οι οποίες εξαρτώνται από το μέγεθος των υδροσταγόνων και το οπτικό πάχος τ του νέφους. Η σκέδαση και η απορρόφηση της ορατής ακτινοβολίας εξαρτώνται ελάχιστα από το μήκος κύματος. Υπέρυθρο Τα πυκνά νέφη εκπέμπουν ως μέλανα σώματα στην θερμοκρασία των κορυφών τους. Η εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία στο ατμοσφαιρικό παράθυρο (10.5-12μm) εξαρτάται άμεσα από το ύψος των κορυφών τους. Η ανακλαστικότητα της θερμικής ακτινοβολίας είναι ασήμαντη. 25

Αλληλεπίδραση της ακτινοβολίας με τις αέριες χημικές ενώσεις της ατμόσφαιρας Η ακτινοβολία που εκπέμπεται ή ανακλάται από μια επιφάνεια της γης διέρχεται από την ατμόσφαιρα πριν φτάσει στο δορυφορικό αισθητήρα. Αν η ακτινοβολία είναι στο ορατό φάσμα, τότε ένα ποσό αυτής απορροφάται και ένα άλλο σκεδάζεται από άτομα, μόρια, ιόντα της ατμόσφαιρας. Αν είναι υπέρυθρη ακτινοβολία τότε ένα ποσό αυτής απορροφάται από τα μόρια της ατμόσφαιρας και ένα άλλο ποσό προστίθεται σε αυτή λόγω εκπομπής. Απορρόφηση. Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία απορροφάται κυρίως από το CO 2, το Η 2 Ο και το Ο 3, ανάλογα με το μήκος κύματος λ. Τα μόρια των αέριων χημικών ενώσεων αλληλεπιδρούν με την ακτινοβολία σε συγκεκριμένα μήκη κύματος ή περιοχές του φάσματος, σε αντίθεση με τα μόρια των στερεών και των υγρών που αλληλεπιδρούν με το σύνολο σχεδόν του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Λόγω της απορροφούμενης ή εκπεμπόμενης ενέργειας, τα μόρια των αέριων χημικών ενώσεων μεταπίπτουν σε διακριτές επιτρεπόμενες ενεργειακές καταστάσεις, οι οποίες καθορίζονται από την δομή του μορίου. Η θερμοκρασία ενός αερίου καθορίζεται από την μέση ταχύτητα των μορίων. Η αλληλεπίδραση των μορίων και της ακτινοβολίας έχει σαν αποτέλεσμα την μεταφορά ενέργειας από το πεδίο ακτινοβολίας στα μόρια, η οποία αλλάζει τόσο την ενεργειακή κατάσταση των μορίων όσο και την ίδια την ακτινοβολία. Όταν απορροφάται ακτινοβολία, τότε το άτομο διεγείρεται με την απορρόφηση ενός ή περισσοτέρων φωτονίων. Το μόριο τότε μετατρέπει την ενέργεια σε θερμότητα, η οποία μεταφέρεται μέσω των συγκρούσεων διαδοχικά στα υπόλοιπα μόρια. Ακολούθως, τα μόρια που θερμάνθηκαν απελευθερώνουν ενέργεια εκπέμποντας φωτόνια. Στην περίπτωση που απορροφάται ένα υψηλής ενέργειας φωτόνιο, τότε εκπέμπονται αρκετά φωτόνια χαμηλότερης ενέργειας σε μεγαλύτερα μήκη κύματος. Αντιθέτως, στη σκέδαση εκπέμπεται ακτινοβολία στο ίδιο μήκος κύματος με αυτό της ακτινοβολίας την οποία δέχτηκε αρχικά το μόριο. Τα μήκη κύματος, στα οποία συμβαίνει απορρόφηση ενέργειας, αντιστοιχούν σε γραμμές απορρόφησης (absorption bands). Η απορρόφηση εξαρτάται από το μήκος κύματος λ: Η ορατή ακτινοβολία (0.38 < λ < 0.72 μm) απορροφάται ασθενώς κυρίως από το όζον (Ο 3 ) και το οξυγόνο (Ο 2 ). Η υπέρυθρη ακτινοβολία ( λ > 0.72) απορροφάται κυρίως από τους υδρατμούς (Η 2 Ο) και δευτερευόντως από το διοξείδιο του άνθρακα (CO 2 ) ενώ το όζον (Ο 3 ) απορροφά ελάχιστη από αυτή (γύρω στα 10 μm). Η ατμοσφαιρική υγρασία (Η 2 Ο) 26

συγκρατεί ένα μεγάλο ποσοστό (έως και 80%) της ακτινοβολίας με μήκη κύματος από 5.5 έως 7 μm αλλά και πέραν των 13 μm. Το CO 2 απορροφά μήκη κύματος μεγαλύτερα των 2 μm δηλ στο μέσο και θερμικό υπέρυθρο. Η φασματική κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας στο όριο της ατμόσφαιρας, στην επιφάνεια της θάλασσας, καθώς και για μέλαν σώμα θερμοκρασίας 5900 C. Οι καμπύλες του Planck για τη γη και τον ήλιο σε σχέση με τα φάσματα απορρόφησης του Ο 3, του CO 2, του Η 2 Ο και συνολικά της ατμόσφαιρας. Η σκιασμένη φασματική περιοχή Δ χρησιμοποιείται κυρίως από την δορυφορική τηλεπισκόπηση. 27

Όταν η υπέρυθρη ακτινοβολία ενός σώματος διέρχεται από ένα στρώμα της ατμόσφαιρας, τότε ένα ποσό απορροφάται από τα μόρια του στρώματος και παράλληλα, ένα άλλο ποσό προστίθεται σε αυτή λόγω εκπομπής. Η συνολική αλλαγή, που θα υποστεί η ακτινοβολία, καθορίζεται από την θερμοκρασία, τη συγκέντρωση και το είδος των αερίων που περιέχονται στο στρώμα και την απορροφούν ή τη σκεδάζουν. Η ακτινοβολία, που καταγράφει ο δορυφόρος, στο μήκος κύματος που βρίσκεται στο κέντρο των μεγάλων γραμμών απορρόφησης, προέρχεται κυρίως από την κορυφή της ατμόσφαιρας. Αντιθέτως, η αντίστοιχη ακτινοβολία που εκπέμπεται από τα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας (κυρίως από τα νέφη) και την επιφάνεια της γης, συνήθως απορροφάται πλήρως. Τα αέρια της ατμόσφαιρας απορροφούν σε όλο το εύρος του φάσματος. Υπάρχουν όμως μερικές περιοχές του φάσματος μεταξύ των γραμμών απορρόφησης, κυρίως στο υπέρυθρο, όπου η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν διάφανη. Οι περιοχές του φάσματος που παρουσιάζουν μικρή ατμοσφαιρική απορρόφηση καλούνται ατμοσφαιρικά παράθυρα. Η δορυφορική τηλεπισκόπηση αξιοποιεί, κυρίως, τα ατμοσφαιρικά παράθυρα στο φάσμα του θερμικού υπερύθρου για να ελαχιστοποιήσει την επίδραση της ατμόσφαιρας στην μετρούμενη ακτινοβολία. Στο φάσμα του υπερύθρου τα πιο σημαντικά ατμοσφαιρικά παράθυρα είναι από 3.5 μm έως 4.1 μm και από 10.5 έως 12.5 μm. Το δεύτερο ατμοσφαιρικό παράθυρο (10.5-12.5 μm) είναι το πιο σημαντικό επειδή ταυτίζεται με την περιοχή μέγιστης γήινης ακτινοβολίας. Στην περίπτωση που τα ατμοσφαιρικά παράθυρα δεν είναι πλήρως απαλλαγμένα από την ατμοσφαιρική απορρόφηση, τα αέρια της ατμόσφαιρας απορροφούν και εκπέμπουν ακτινοβολία, η οποία αλλάζει τα χαρακτηριστικά της ακτινοβολίας που μετράται από τον δορυφορικό αισθητήρα. Το φαινόμενο αυτό, συχνά απαιτεί την εφαρμογή της διαδικασίας ατμοσφαιρικής διόρθωσης των δορυφορικών καταγραφών. Σκέδαση. Η υπέρυθρη ακτινοβολία δεν σκεδάζεται από τα αέρια της ατμόσφαιρας. Η ορατή ακτινοβολία σκεδάζεται από τα άτομα, μόρια και ιόντα της ατμόσφαιρας σύμφωνα με τη σκέδαση Rayleigh. H σκέδαση Rayleigh απαντάται όταν τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα έχουν ακτίνα R πολύ μικρότερη του μήκους κύματος λ της ακτινοβολίας (2πR/λ < 0.1). Τέτοια σωματίδια μπορεί να είναι μικρά κομμάτια σκόνης, μόρια ατμοσφαιρικών αερίων, όπως άζωτο (Ν 2 ) και οξυγόνο (Ο 2 ), και άτομα ή ιόντα ατμοσφαιρικών αερίων, όπως ατομικό οξυγόνο (Ο). 28

(α) (β) (α) Σαρωτής με εγκάρσια στην τροχιά διεύθυνση. (β) Σαρωτής κατά μήκος της τροχιάς. Περάσματα και τρόποι σάρωσης δορυφόρων πολικής τροχιάς. Αριστερά: εγκάρσια στη τροχιά σάρωση. Δεξιά: σάρωση κατά μήκος της τροχιάς (Τροποποιημένο σχήμα από Rao, 1990). Η κυκλική κίνηση που εκτελεί το κάτοπτρο για τη σάρωση μιας γραμμής, μετρημένη σε μοίρες, καλείται γωνιακό πεδίο κατόπτευσης (angular field of view) και καθορίζει το εύρος του περάσματος (swath) του δορυφόρου. 29

Το γωνιακό πεδίο κατόπτευσης των σαρωτών που φέρονται από δορυφόρους είναι σχετικά μικρό (10-20º) λόγω του μεγάλου ύψους στο οποίο βρίσκονται. Επειδή η απόσταση του αισθητήρα από την επιφάνεια της γης αυξάνει προς τις άκρες της γραμμής σάρωσης, το κελί ανάλυσης μεγαλώνει εισάγοντας έτσι γεωμετρικές παραμορφώσεις στην εικόνα. β. Οπτικο-ηλεκτρονικοί σαρωτές (optical-electronic), οι οποίοι κατευθύνουν άμεσα την ακτινοβολία που προέρχεται από τη σκηνή μέσω του φακού σε γραμμική ή επίπεδη συστοιχία ανιχνευτών. Οι οπτικο-ηλεκτρονικοί σαρωτές ανήκουν στην κατηγορία των σαρωτών κατά μήκος της τροχιάς (along-track scanners) οι οποίοι χρησιμοποιούν την κίνηση του δορυφόρου για την καταγραφή διαδοχικών γραμμών σάρωσης κάθετων στη διεύθυνση της τροχιάς και τη σύνθεση μιας δισδιάστατης εικόνας. Αντί για κάτοπτρο σάρωσης, χρησιμοποιούν μια γραμμική συστοιχία ανιχνευτών τοποθετημένων στο εστιακό επίπεδο της εικόνας που δημιουργείται από τους φακούς, η οποία ωθείται κατά μήκος της διεύθυνσης τροχιάς του δορυφόρου. Τα συστήματα αυτά καλούνται και ως σαρωτές σκούπας (pushbroom scanners), αφού η κίνηση της συστοιχίας ανιχνευτών είναι ανάλογη με την κίνηση των τριχών μιας σκούπας η οποία σκουπίζει το πάτωμα. Κάθε ανιχνευτής της συστοιχίας μετρά την ενέργεια που προέρχεται από ένα κελί ανάλυσης. Για την καταγραφή διάφορων φασματικών περιοχών χρησιμοποιούνται επιπλέον συστοιχίες ανιχνευτών. 30

Kεφάλαιο 2. Μέθοδοι υπολογισμού βροχόπτωσης Βροχόπτωση Η εκτίμηση της βροχόπτωσης με δορυφορικούς αισθητήρες πραγματοποιείται με τρεις μεθόδους: 1/ με τη μέθοδο κατωφλίου σε εικόνες στο υπέρυθρο κανάλι πολυφασματικών ραδιομέτρων, 2/ με εικόνες παθητικού ραδιόμετρου στη συχνότητα των μικροκυμάτων, και 3/ με ενεργητικούς αισθητήρες ραντάρ. Eκτίμηση βροχόπτωσης με τη μέθοδο κατωφλίου σε εικόνες στο υπέρυθρο Αρκετές τεχνικές έχουν αναπτυχθεί για την έμμεση εκτίμηση της βροχόπτωσης από δορυφορικά δεδομένα στο ορατό και στο υπέρυθρο κανάλι. Οι περισσότερες από αυτές τις τεχνικές βασίζονται στην παραδοχή ότι τα κατακόρυφης ανάπτυξης νέφη παράγουν περισσότερη βροχόπτωση από τα υπόλοιπα είδη νεφών και στη διαπίστωση ότι το ύψος βροχής συσχετίζεται με φωτεινές και ψυχρές κορυφές νεφών στο ορατό και στο υπέρυθρο αντίστοιχα. Μια από τις τεχνικές αυτές είναι η Griffith-Woodley Technique (GWT) (Griffith et al. 1976, 1978, 1981) στην οποία χρησιμοποιούνται εμπειρικές σχέσεις μεταξύ της χρονικής μεταβολής της έκτασης του νέφους στις εικόνες του ορατού, και της βροχόπτωσης που μετράται από επίγειους σταθμούς και ραντάρ. Η βασική αρχή στις μεθόδους αυτές είναι η εξής: 1/ Αρχικά απομονώνονται στην υπέρυθρη εικόνα των πολυφασματικών ραδιομέτρων όλα τα εικονοστοιχεία των νεφών με θερμοκρασία λαμπρότητας μικρότερη από μια τιμή. 2/Ακολούθως υπολογίζεται η έκταση που καταλαμβάνουν τα εικονοστοιχεία αυτά στην εικόνα και εφαρμόζεται αλγόριθμος υπολογισμού της βροχόπτωσης που βασίζεται κυρίως στη μεταβολή της έκτασης αυτής με το χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρονται τρεις από αυτές τις μεθόδους: α. Μέθοδος ARKT Η πιο απλή μέθοδος εκτίμησης της βροχόπτωσης από δεδομένα στο υπέρυθρο, προτάθηκε από τον Arkin (1979) (Arkin Technique, ARKT) για τις τροπικές περιοχές. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στη σχέση μεταξύ της βροχόπτωσης που κατέγραψαν επίγεια ραντάρ και της θερμοκρασίας των κορυφών των νεφών στο κανάλι του υπερύθρου. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι υπάρχει μέγιστη συσχέτιση μεταξύ της θερμοκρασίας λαμπρότητας (TB) των νεφών και της έντασης βροχόπτωσης των 3 mm/ώρα, εάν η θερμοκρασία λαμπρότητας είναι μικρότερη των 235 Κ. 31

Ουσιαστικά, η μέθοδος ARKT αρχικά μετατρέπει τις ψηφιακές τιμές στο υπέρυθρο σε θερμοκρασίες λαμπρότητας TB και αποδίδει σταθερή ένταση βροχόπτωσης R i = 3 mm/ώρα σε κάθε εικονοστοιχείο i με θερμοκρασία λαμπρότητας μικρότερη των 235 Κ (Εικόνα α). Δηλαδή εάν TB i 235 K τότε R i = 3.0 mm/ώρα εάν TB i > 235 K τότε R i = 0.0 mm/ώρα Κατά συνέπεια αν η ανάλυση αυτή γίνεται σε ωριαίες εικόνες, στα εικονοστοιχεία της κάθε εικόνας που έχουν θερμοκρασία λαμπρότητας μικρότερη των 253 Κ αποδίδεται ύψος βροχής ίσο με 3 mm, ενώ αν οι εικόνες λαμβάνονται ανά ημίωρο τότε αποδίδεται ύψος βροχής 1.5 mm. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέθοδος αυτή είναι απλή και δεν έχει σχεδιαστεί για τη στιγμιαία εκτίμηση της έντασης βροχής σε μια εικόνα, αλλά δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα μόνο όταν τα ύψη βροχής υπολογίζονται για μεγάλες χρονικές περιόδους και για μεγάλες περιοχές της τάξης των 2.5. Έχει βρεθεί επίσης ότι η ARKT μέθοδος έχει την τάση να υποεκτιμά το ύψος βροχής που προκαλείται από ισχυρές καταιγίδες. β. Μέθοδος NAWT Η μέθοδος που ανέπτυξαν οι Negri et. al. (1984) (Negri-Arkin-Wetzel Technique, NAWT) βασίζεται στην ανάλυση της εξέλιξης της έκτασης των νεφών που περικλείονται από την ισόθερμη των 253 K στο κανάλι του υπερύθρου. Συγκεκριμένα (βλ. Εικόνα β): 32

(α) Αρχικά εντοπίζονται τα εικονοστοιχεία i του νέφους με θερμοκρασία λαμπρότητας TB i < 253 K και τα οποία αποτελούν μια οντότητα που καλείται νεφικός πυρήνας. (β) Μια θερμοκρασία Τ 10% αποδίδεται στο ψυχρότερο 10% της έκτασης A του νεφικού πυρήνα, η οποία ουσιαστικά αντιστοιχεί στη θερμοκρασία του εικονοστοιχείου με τη μικρότερη θερμοκρασία λαμπρότητας για την περιοχή αυτή. Ομοίως, μια θερμοκρασία Τ 50% αποδίδεται στο ψυχρότερο 50% της έκτασης A του νέφους. (γ) Η ένταση της βροχόπτωσης R i που αντιστοιχεί σε κάθε εικονοστοιχείο i υπολογίζεται με βάση τη θερμοκρασία λαμπρότητας του TB i σε διαδοχικές εικόνες ως εξής: αν T i < Τ 10% τότε R i = 9.0 mm/ώρα αν Τ 10% < T i < Τ 50% τότε R i = 1.8 mm/ώρα αν T i > Τ 50% τότε R i = 0.0 mm/ώρα Νεφικοί πυρήνες με έκταση Α < 2000 km 2 θεωρούνται μη βροχοφόροι. 33

Ουσιαστικά η τεχνική NAWT χρησιμοποιεί δυο κατώφλια θερμοκρασίας, τα οποία δεν είναι σταθερά όπως στη μέθοδο ARKT, αλλά εξαρτώνται από την κατανομή της θερμοκρασίας λαμπρότητας της κορυφής των νεφών. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των τεχνικών αυτών είναι ότι βασίζονται μόνο στα δεδομένα του υπερύθρου των γεωστάσιμων δορυφόρων (Meteosat, GOES κ.α.) τα οποία έχουν μεγάλη γεωγραφική κάλυψη (από τον ισημερινό έως τις εύκρατες περιοχές) και μεγάλη χρονική ανάλυση (15 έως 30 ) με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η παρακολούθηση της εξέλιξης ενός φαινομένου μέχρι τις 60 γεωγραφικό πλάτος. Η μεγαλύτερη αδυναμία είναι ότι η εκτίμηση της βροχόπτωσης γίνεται έμμεσα με βάση τη θερμοκρασία της κορυφής των νεφών και βρίσκεται μακριά από τη φυσική του μηχανισμού παραγωγής της βροχής. Η εφαρμογή των τεχνικών αυτών στις εύκρατες περιοχές συνήθως υπερεκτιμά τη βροχόπτωση λόγω της παρουσίας στρωμάτων πυκνών και υψηλών νεφών που συνδέονται με μέτωπα, τα οποία δεν είναι βροχοφόρα, αν και οι θερμοκρασίες λαμπρότητας των κορυφών τους είναι πολύ χαμηλές. Για το λόγο αυτό απαιτείται η εκ νέου βαθμονόμηση των μεθόδων αυτών στην περιοχή εφαρμογής με βάση επίγειες μετρήσεις. Γεωγραφική κατανομή του ύψους βροχής για δυο 12-ωρα στην Ελλάδα. Αριστερά: εκτίμηση με τη δορυφορική τεχνική NAWT. Δεξιά: Χωρική παρεμβολή με βάση τις καταγραφές των επίγειων σταθμών (πηγή: Feidas, 2006). 34

γ. Μέθοδος CST Οι Adler and Negri (1988) ανέπτυξαν την τεχνική Convective-Stratiform Technique (CST) η οποία εκτιμά τη βροχόπτωση που προέρχεται τόσο από νέφη ανοδικών ρευμάτων (convective) όσο και από στρωματόμορφα νέφη (stratiform) κάτω από τους άκμονες ώριμων συστημάτων κατακόρυφης ανάπτυξης. Στην τεχνική αυτή αρχικά εντοπίζονται όλα τα τοπικά ελάχιστα θερμοκρασίας (T min ) με T min < 253 K (Εικόνα α). Με βάση τη μέση θερμοκρασία E(T) των εικονοστοιχείων που γειτονεύουν με κάθε ελάχιστο υπολογίζεται η παράμετρος κλίσης S = E(T) T min (έλεγχος κλίσης). Εάν το S υπερβαίνει μια κρίσιμη τιμή, υπολογισμένη εμπειρικά, τότε το σημείο του αντίστοιχου ελάχιστου T min θεωρείται ως κέντρο ανοδικών ρευμάτων και αντιστοιχίζεται σε αυτό μια ένταση και μια έκταση βροχής η οποία εξαρτάται από τη θερμοκρασία T min. Τέλος, αποδίδεται βροχόπτωση έντασης 2 mm/h στα στρωματόμορφα νέφη του άκμονα που οριοθετούνται από ένα κατώφλι θερμοκρασίας καθοριζόμενο από τη μέση τιμή της θερμοκρασίας λαμπρότητας των εικονοστοιχείων γύρω από το T min (Εικόνα β). 35

Η τεχνική αυτή είναι περισσότερο σύνθετη από τις άλλες δυο και σχετίζεται περισσότερο με τις γεωκλιματικές συνθήκες του τροπικού περιβάλλοντος για το οποίο αρχικά αναπτύχθηκε. Παραστατική απεικόνιση της εφαρμογής της μεθόδου CST σε ένα νέφος μιας εικόνας υπερύθρου. (α) Με κίτρινο χρώμα σημειώνεται η περιοχή του νέφους που περικλείεται από την ισόθερμη των 253 Κ. Τα μπλε σημεία είναι τα τοπικά ελάχιστα θερμοκρασίας που εντοπίζονται από τον αλγόριθμο και με πορτοκαλί τα γειτονικά εικονοστοιχεία που χρησιμοποιούνται στον έλεγχο κλίσης. (β) Με κόκκινο είναι τα εικονοστοιχεία που αποδίδεται βροχόπτωση μεγάλης έντασης (convective) και με πράσινο η περιοχή του νέφους στην οποία αποδίδεται στρατόμορφη βροχόπτωση 2 mm/ώρα. Επισημαίνεται ότι: Οι περισσότερες τεχνικές εκτίμησης της βροχόπτωσης που χρησιμοποιούν δεδομένα στο κανάλι του υπέρυθρου έχουν αναπτυχθεί και ελεγχθεί σε τροπικές κυρίως περιοχές και οποιαδήποτε μεταφορά τους σε άλλη περιοχή προϋποθέτει την εκ νέου βαθμονόμηση τους για την προσαρμογή τους στις γεωκλιματικές συνθήκες της περιοχής μελέτης. Οι τεχνικές αυτού του είδους βρίσκουν ιδιαίτερη εφαρμογή σε κλιματικές μελέτες. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι η μέθοδος CST μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη της χωρικής κατανομής της βροχόπτωσης σε μηνιαία και εποχική βάση. Ειδικότερα η εφαρμογή της βαθμονομημένης μεθόδου CST σε εικόνες Meteosat-7 για την εκτίμηση της χωρικής κατανομής της αθροιστικής μηνιαίας και εποχιακής βροχόπτωσης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, έδειξε ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να αναπαραστήσει με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα τη χωρική μεταβλητότητα της αθροιστικής βροχόπτωσης του καλοκαιριού στην Ελλάδα. 36

Η χωρική κατανομή της αθροιστικής βροχόπτωσης για: (α) το καλοκαίρι και (β) το φθινόπωρο του 2005 όπως αυτή προέκυψε με την εφαρμογή της βαθμονομημένης CST σε εικόνες Meteosat-7 (Φείδας κ.α., 2006). Εκτίμηση βροχόπτωσης με βάση μετρήσεις στη συχνότητα των μικροκυμάτων α. Παθητικά ραδιόμετρα Η εκτίμηση της έντασης βροχόπτωσης από παθητικό αισθητήρα μικροκυμάτων βασίζεται στη μέτρηση είτε της εκπεμπόμενης είτε της σκεδαζόμενης από τις βροχοσταγόνες μικροκυματικής ακτινοβολίας. Οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται χωρίζονται αντίστοιχα σε αλγόριθμους εκπομπής και ανάκλασης. Αλγόριθμοι εκπομπής. Στις χαμηλές συχνότητες (19 έως 37 GHz) η εκπομπή ακτινοβολίας από τις σταγόνες βροχής επικρατεί της σκέδασης. Στην περίπτωση αυτή η ένταση της βροχόπτωσης απαιτεί υπολογισμούς που βασίζονται στο νόμο του Planck για μέλαν σώμα (ε ολ =1) σύμφωνα με τον οποίο υπολογίζεται η θερμοκρασία ενός σώματος όταν είναι γνωστή η ένταση ακτινοβολίας που εκπέμπει. Όσες περισσότερες βροχοσταγόνες υπάρχουν τόσο πιο «θερμή» παρουσιάζεται η περιοχή που εκδηλώνεται η βροχόπτωση σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο δημιουργώντας έτσι μια σχέση μεταξύ της έντασης της βροχής και της θερμοκρασίας λαμπρότητας σε μια εικόνα μικροκυμάτων. Οι περισσότεροι αλγόριθμοι υπολογισμού της έντασης της βροχόπτωσης από καταγραφές στην περιοχή των μικροκυμάτων εφαρμόζονται μόνο πάνω από υδάτινες επιφάνειες (θάλασσες και ωκεανούς). Είναι αλγόριθμοι που βασίζονται στην εκπομπή μικροκυμάτων από τις βροχοσταγόνες. Αλγόριθμοι ανάκλασης. Ορισμένα φασματικά χαρακτηριστικά της βροχής βοηθούν στην εκτίμηση της έντασής της ακόμη και πάνω από τη ξηρά. Συγκεκριμένα, τα υψηλής συχνότητας μικροκύματα (85.5 GHz) που εκπέμπονται από τη γήινη επιφάνεια σκεδάζονται πολύ έντονα από τους παγοκρυστάλλους που βρίσκονται σε πολλά βροχοφόρα νέφη. Η σκέδαση αυτή εξασθενεί τη μικροκυματική ακτινοβολία που φτάνει στο δορυφόρο από τη γήινη επιφάνεια με αποτέλεσμα η βροχή να φαίνεται πιο «ψυχρή» σε σχέση με τη «θερμή» ξηρά στις συχνότητες αυτές. 37

Στην περίπτωση αυτή, σε μια εικόνα ενός παθητικού ραδιόμετρου που καταγράφει σε αυτή τη συχνότητα των μικροκυμάτων, οι περιοχές χωρίς βροχόπτωση πάνω από θαλάσσιες επιφάνειες θα παρουσιάζουν υψηλές τιμές λαμπρότητας και κατά συνέπεια μεγάλη αντίθεση με τις χαμηλής λαμπρότητας περιοχές με βροχόπτωση. Εκτός από την ένταση της βροχόπτωσης, χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο αλγόριθμο μπορεί να εκτιμηθεί το περιεχόμενο του νέφους σε νερό (cloud liquid water) και η ποσότητα των υδρατμών που περιέχονται σε μια στήλη μοναδιαίας διατομής στην ατμόσφαιρα (columnar water vapor). 38

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Ασκηση Μία περιοχή επί της επιφάνειας της Γης δέχεται ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος (ορατό και εγγύς υπέρυθρο) και εκπέμπει ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος (θερμικό υπέρυθρο). α) Κατηγοριοποιείστε, με βάση τον παρακάτω Πίνακα τις φυσικές παραμέτρους και τους μηχανισμούς που καθορίζουν τη διάδοση της Η/Μ ανά φασματική περιοχή. Ακτινοβολία Κύρια (-ες) παράμετρος (-οι) ενδιαφέροντος Μικρού μήκους Μεγάλου μήκους Κύριος μηχανισμός Δευτερεύων μηχανισμός β) Επαναλάβετε το σκέλος α), κατατάσσοντας στην τελευταία στήλη τα εξής: αιωρούμενα σωματίδια, στρατοσφαιρικό όζον, υδρατμοί, όζον στο οριακό στρώμα, οξείδια του αζώτου στη στρατόσφαιρα, οξείδια του αζώτου στην τροπόσφαιρα. Ακτινοβολία Μικρού μήκους Μεγάλου μήκους Κύρια παράμετρος ενδιαφέροντος Κύριος μηχανισμός Χημική ένωση 39

2. Θέματα Ιουνίου 2013 Eξετάσεις μαθήματος «ΦΥΣΙΚΗ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΙΙ» Περίοδος Ιουνίου 2013 1. Πως ορίζεται η φασματική υπογραφή και ποιά η σημασία της στην επεξεργασία μετρήσεων Η/Μ ακτινοβολίας; Δώστε σχετικά παραδείγματα.(3 μονάδες) 2. Ενας ερευνητής θέλει να προσδιορίσει τη λευκαύγεια μίας περιοχής με τη χρήση δορυφορικών μετρήσεων. Περιγράψτε και τεκμηριώστε τα βήματα που θα ακολουθήσει. (5 μονάδες) 3. Πως, και γιατί, επηρεάζουν τα νέφη τη διάδοση της Η/Μ ακτινοβολίας; (2 μονάδες). ΑΠΑΝΤΑΤΕ ΚΑΙ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ. 40