ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΤΜΗΜΑ Γ ) Εισηγητής: κ. Ι. Παπαγιάννης ΥΠΟΜΝΗΜΑ Του Ανδρέα Γιαννακουδάκη του Δημητρίου, κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, οδός Παπανικολάου, αριθμ. 12 ΚΑΤΑ Του Ν.Π.Δ.Δ. με τον τίτλο «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» (Α.Π.Θ.), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρύτανη αυτού, κάτοικο Θεσσαλονίκης - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - Συζητήθηκε στο Δικαστήριό Σας στη δικάσιμο της 12-6- 2014 η από 23-5- 2014 και με αριθμ. κατάθ.2034/26-5- 2014 αίτησή μου ακυρώσεως, η οποία ζητώ να γίνει δεκτή για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθινούς λόγους. 1) Σχετικά με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως υποστηρίζουμε ότι οι υποψήφιοι που επιλέγησαν κατά παράλειψή μου κ.κ. Λογοθετίδης και Μήτκας, δεν διαθέτουν το τυπικό κριτήριο του νόμου, δηλ. της σημαντικής διοικητικής εμπειρίας, αφού ο μεν κ. Λογοθετίδης παρουσιάζει ως διοικητική εμπειρία τη θητεία του ως προέδρου Τμήματος Φυσικής (2005-2009), ενώ ο κ. Μήτκας της θητεία του ως προέδρου του Τμήματος ΤΗΜΜΥ (2011-2013), καθώς και τη συμμετοχή του σε επιτροπές. Μάλιστα, η ψήφος όλων των μελών του Σ.Ι. που τους προέκρινε, αιτιολογήθηκε με βάση το τυπικό αυτό κριτήριο και αξιολόγησαν την εμπειρία τους ως σημαντική, προκειμένου να διαθέτουν το τυπικό αυτό προσόν (ανεξαρτήτως, όπως θα παραθέσω παρακάτω, της μη νομίμου και ειδικής
2 αιτιολογίας ). Σημειωτέον όλα τα μέλη του Σ.Ι. που τους προέκριναν στήριξαν την κρίση τους αποκλειστικά στην εμπειρία των ανωτέρω, ως Πρόεδροι Τμήματος στο Α.Π.Θ. (μολονότι κατά προφανή πλάνη περί τα πράγματα στην αιτιολογία τους αναφέρουν ότι διατέλεσαν πρόεδροι και κοσμήτορες) και όχι στην εμπειρία, που τυχόν αποκτήθηκε από συμμετοχή τους σε επιτροπές ή εκτός ΑΠΘ. Με τις νομοθετικές επεμβάσεις των τελευταίων δέκα ετών είναι σαφής η νομοθετική επιλογή να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στην διοικητική και ακαδημαική λειτουργία των ΑΕΙ, με δεδομένο την διόγκωση της διοικητικής υποδομής των ΑΕΙ και τις ανάγκες ενός σύγχρονου πανεπιστημίου. Υπό την αντίληψη αυτή, τα ασκώντα ενεργό διοίκηση όργανα και ιδίως ο Πρύτανης θα πρέπει να έχουν ειδική γνώση και ικανότητα σε θέματα διοίκησης. Κατ αυτόν τον τρόπο, αυτό που αλλάζει με τον νόμο 4009/2011 είναι ότι δεν αρκεί, για την διεκδίκηση θέσης Πρύτανη, η ιδιότητα του εκπαιδευτικού του Ιδρύματος ή η ακαδημαϊκή αναγνώριση, αλλά απαιτούνται ειδικά προσόντα που, κατά το ένα σκέλος (σημαντική διοικητική εμπειρία) δεν συνδέονται με τα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ κατά το άλλο σκέλος (αναγνωρισμένο κύρος) δεν συνδέονται απαραίτητα ή τουλάχιστον μόνον με το ακαδημαϊκό κύρος. Ο Πρύτανης θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε καθήκοντα διοίκησης που δεν έχουν να κάνουν με την ακαδημαϊκή διαδικασία. Με την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 18 του ν 4009/2011 ορίζεται ότι: «18. Ο πρύτανης έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού, του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού: α) Προΐσταται του ιδρύματος και το διευθύνει, έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του, επιβλέπει την τήρηση των νόμων, του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού και μεριμνά για τη συνεργασία των οργάνων του ιδρύματος, των διδασκόντων και των φοιτητών. β) Εκπροσωπεί το ίδρυμα δικαστικώς και εξωδίκως. γ) Συγκαλεί τη Σύγκλητο, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, ορίζει ως εισηγητή των θεμάτων μέλος της Συγκλήτου, προεδρεύει των εργασιών της και εισηγείται τα θέματα για τα οποία δεν έχει ορίσει ως εισηγητή άλλο μέλος της Συγκλήτου. Μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεων της. 2
3 δ) Μετέχει χωρίς ψήφο στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου του ιδρύματος. Μπορεί, επίσης, να μετέχει χωρίς ψήφο στις συνεδριάσεις όλων των λοιπών συλλογικών οργάνων του ιδρύματος. ε) Καταρτίζει σχέδιο Οργανισμού και Εσωτερικού Κανονισμού, τους οποίους εισηγείται προς έγκριση στο Συμβούλιο του ιδρύματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο. στ) Καταρτίζει και αναμορφώνει τον ετήσιο τακτικό οικονομικό προϋπολογισμό και τελικό οικονομικό απολογισμό του ιδρύματος, καθώς και τους αντίστοιχους του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, τους οποίους υποβάλλει προς έγκριση στο Συμβούλιο. ζ) Καταρτίζει και αναμορφώνει τον ετήσιο απολογισμό των δραστηριοτήτων και της εν γένει λειτουργίας του ιδρύματος, τον οποίο υποβάλλει προς έγκριση στο Συμβούλιο. η) Προκηρύσσει τις θέσεις καθηγητών. θ) Εκδίδει τις πράξεις διορισμού του προσωπικού του ιδρύματος και χορηγεί τις άδειες απουσίας του προσωπικού. ι) Μπορεί να μεταβιβάζει το δικαίωμα υπογραφής εγγράφων στους προϊσταμένους των υπηρεσιών του ιδρύματος. ια) Μπορεί να ζητά από οποιοδήποτε όργανο, πλην του Συμβουλίου του ιδρύματος, στοιχεία και έγγραφα για κάθε υπόθεση του ιδρύματος. ιβ) Συγκαλεί οποιοδήποτε συλλογικό όργανο, πλην του Συμβουλίου του ιδρύματος, όταν αυτό παραλείπει παρανόμως να λάβει αποφάσεις, και προεδρεύει των εργασιών του χωρίς δικαίωμα ψήφου. ιγ) Λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, όταν τα αρμόδια όργανα διοίκησης του ιδρύματος, πλην του Συμβουλίου, αδυνατούν να λειτουργήσουν και να λάβουν αποφάσεις. ιδ) Είναι υπεύθυνος για τη λήψη μέτρων για την προστασία και ασφάλεια του προσωπικού και της περιουσίας του ιδρύματος. ιε) Τοποθετεί τους γενικούς διευθυντές του ιδρύματος. ιστ) Κατανέμει τις πιστώσεις στις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λοιπές δραστηριότητες του ιδρύματος στο πλαίσιο της αντίστοιχης συμφωνίας προγραμματικού σχεδιασμού. 3
4 ιζ) Οργανώνει και καταργεί τα προγράμματα σπουδών με απόφαση του, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Συγκλήτου και εγκρίνεται από το Συμβούλιο. ιη) Ασκεί όσες αρμοδιότητες δεν ανατίθενται από το νόμο ειδικώς σε άλλα Όργανα του ιδρύματος.» Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η λειτουργία του Πρύτανη είναι προεχόντως διοικητική και όχι ακαδημαϊκή και αντίστοιχα, επιλέγει ο νομοθέτης ότι πρέπει να είναι τα προσόντα του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι με την ακροτελεύτια ρύθμιση της διάταξης, εισάγεται σε σχέση με τον Πρύτανη τεκμήριο αρμοδιότητας, που προσιδιάζει μόνον σε διοικητική λειτουργία. Τα προσόντα αυτά πρέπει να ανταποκρίνονται στην λειτουργία του, ως διαχειριστή των διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων του Ιδρύματος, ως διατάκτη των δημοσίων δαπανών (άρθρ. 1 παρ. 3 Ν. 2083/1992), οπότε η επιλογή του νομοθέτη για «σημαντική διοικητική εμπειρία» είναι απολύτως κατανοητή και εύλογη. Επειδή η εμπειρία ενός διοικητικού οργάνου κρίνεται αναμφισβήτητα ως σημαντική ή απλή από τις αρμοδιότητες που το όργανο αυτό έχει. Η διοικητική εμπειρία είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα αντιστοιχούντα σε αυτήν διοικητικά καθήκοντα. Ειδικότερα: στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1268/1982 ορίζεται ότι όργανα του Τμήματος είναι η Γενική Συνέλευση, το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Πρόεδρος. Ο Πρόεδρος του Τμήματος εκλέγεται από τα μέλη ΔΕΠ και τα μέλη ΕΤΕΠ και ΕΕΔΙΠ του Τμήματος. Στην παρ. 4 περ. ε του ίδιου άρθρου 8 του Ν. 1268/1982 ορίζονται οι αρμοδιότητες του Προέδρου του Τμήματος: ι) Συγκαλεί τη ΓΣ και το ΔΣ, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη τους και προεδρεύει των εργασιών τους, ιι) εισηγείται στη ΓΣ για τα θέματα της αρμοδιότητάς της, ιιι) τηρεί μητρώα επιστημονικής δραστηριότητας κάθε μέλους του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού, iv) μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεων της ΓΣ και του ΔΣ v) συγκροτεί επιτροπές για τη μελέτη ή διεκπεραίωση συγκεκριμένων θεμάτων και προΐσταται των υπηρεσιών του Τμήματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, όργανα της Σχολής είναι η Γενική Συνέλευση, η Κοσμητεία και ο Κοσμήτορας. Επειδή από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, καθώς και αυτής του άρθρου 10 του Ν. 4009/2011 (η οποία παραπέμπει ως προς τα νομικό καθεστώς 4
5 των αρμοδιοτήτων του Προέδρου Τμήματος σε αυτές που ίσχυαν πριν την ισχύ του Ν. 4009/2011) και της διάταξης του άρθρου 3 του Ν. 2083/1992 προκύπτει αβίαστα ότι ο Πρόεδρος Τμήματος προΐσταται ακαδημαϊκής και όχι διοικητικής μονάδας, ενώ ιεραρχικά είναι κάτω από τον Κοσμήτορα και κάτω από τον Πρύτανη (ο οποίος προΐσταται όλου του Ιδρύματος) και τον Αντιπρύτανη. Τα καθήκοντά του είναι κατά βάση και προεχόντως εκπαιδευτικά και εν γένει ακαδημαϊκά. Για το λόγο εξάλλου αυτόν προβλέπεται η ύπαρξη γραμματείας του Τμήματος, που λειτουργεί σε επίπεδο οργανικής μονάδας τμήματος, ο δε προϊστάμενος αυτής, ως διοικητικός υπάλληλος υπόκειται στην διοικητική και όχι στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, είναι απλά υπεύθυνος απέναντι στον Πρόεδρο του Τμήματος για την λειτουργία της γραμματείας, χωρίς ο Πρόεδρος του Τμήματος να προΐσταται ιεραρχικά ή να είναι πειθαρχικά προϊστάμενος των υπαλλήλων της Γραμματείας του Τμήματος. Το αντίδικο βέβαια στην έκθεση απόψεών του «αγνοεί» εσκεμμένα και απαξιώνει την επιταγή του νόμου, που ορίζει ως κριτήριο επιλογής τη σημαντική διοικητική εμπειρία, και κάνει λόγο για διοικητική εμπειρία των ανωτέρω υποψηφίων εκ της θέσεώς τους ως Πρόεδροι Τμήματος, συνομολογώντας τον ισχυρισμό μας, ότι δηλ. δεν έχουν σημαντική διοικητική εμπειρία. Αναφέρει μάλιστα τη νομολογία του Δικαστηρίου Σας ότι το Τμήμα αποτελεί βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα. Σημειωτέον ότι τον ορισμό αυτό χρησιμοποίησαν στην ψήφο τους οι κ.κ. Παυλίδου, και Ταρλατζής. Πλην όμως η νομολογία αυτή εκδόθηκε στα πλαίσια δίκης που αφορά την κρίση για την ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αίτηση ακύρωσης μέλους ΔΕΠ, που ανήκει σε άλλο ή στο ίδιο Τμήμα σε σχέση με αυτό στο οποίο ανήκει η προς πλήρωση θέση, δηλ. θέμα ακαδημαϊκό και όχι διοικητικής φύσεως. Παρά ταύτα αποσιωπείται από το αντίδικο το πλήρες σκεπτικό της εν λόγω απόφασης (ΣτΕ 2303/2011), όπου ρητά αναφέρονται εκεί, προκειμένου να προσδοθεί ο όρος «βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα», οι αρμοδιότητες αυτών των οργανωτικών μονάδων : βλ. σκέψη 6: «και αφετέρου των διατάξεων, με τις οποίες καθορίζονται τα όργανα και οι αρμοδιότητες των ως άνω οργανωτικών μονάδων του Α.Ε.Ι». Περαιτέρω όμως ο όρος βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα δεν επιλύει το κρισιολογούμενο ζήτημα. Δεν υφίσταται μόνον στα Πανεπιστήμια η ιδιαιτερότητα της διαφοροποίησης της ακαδημαϊκής λειτουργίας από την 5
6 διοικητική. Και στα νοσηλευτικά ιδρύματα π.χ. η διοικητική λειτουργία διαφοροποιείται από την ιατρική υπηρεσία, που αποτελεί το αντικείμενο των υπηρεσιών που παρέχει ένα νοσοκομείο, ο διευθυντής οργανικών ιατρικών μονάδων δεν καλείται να ασκήσει ενεργό διοίκηση. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί και στα ΑΕΙ. Και βεβαίως ενόψει των ορισμών του άρθρου 16 παρ 5 του Συντάγματος η διοίκηση δεν θα μπορούσε παρά να ασκείται αποκλειστικά από μέλη ΔΕΠ, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο θητεύσας ως πρόεδρος Τμήματος έχει αποκτήσει αντίστοιχη εμπειρία, έχει γνώση δηλαδή σε θέματα διαγωνισμών, προμηθειών, οργάνωσης υπηρεσιών, σύνταξης προϋπολογισμών κοκ., κάτι που προκύπτει από την απλή αντιπαράθεση των αρμοδιοτήτων του Πρύτανη με του Κοσμήτορα. Επειδή σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητείται η ύπαρξη απλής διοικητικής εμπειρίας στους εν λόγω υποψηφίους, όπως αναληθώς και απαξιωτικώς αναφέρει το αντίδικο στην έκθεση απόψεών του (βλ. σελ. 2), αλλά η ύπαρξη σημαντικής διοικητικής εμπειρίας, την οποία έχει ένας Κοσμήτορας, ένας Αντιπρύτανης, ένα μέλος του Σ.Ι., ένας Πρύτανης, αλλά και ένας καθηγητής με σημαντική διοικητική εμπειρία εκτός ΑΠΘ. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις συναδέλφων που έχουν σημαντική διοικητική εμπειρία ένεκα κατοχής θέσεως σε δημόσιους οργανισμούς, σε ΝΠΔΔ, στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ, σε κυβερνητικά σχήματα, σε διεθνείς οργανισμούς κ.λ.π. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το μέλος του Σ.Ι. καθ. Ν. Παυλίδου ήταν στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές υποψήφια περιφερειάρχης για τη θέση του Περιφερειάρχη Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στην περίπτωση της εκλογής της δεν θα αποκτούσε από αυτή τη θέση σημαντική διοικητική εμπειρία; Δεν είναι τυχαίο ότι το «συμπλεκτικό» κριτήριο της σημαντικής διοικητικής εμπειρίας είναι το αναγνωρισμένο κύρος, διότι, είναι γνωστό ότι τα μέλη ΔΕΠ, έχουν έντονη, κατά κανόνα ανάμιξη, στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας από συμβουλευτικές και αποφασιστικές θέσεις Υπό την έννοια αυτή είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του αντιδίκου ότι, αν δεχθούμε ότι ο Πρόεδρος Τμήματος δεν έχει σημαντική διοικητική εμπειρία, τότε περιορίζεται υπέρμετρα ο κύκλος των προσώπων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τη θέση του Πρύτανη. Η επιχειρηματολογία αυτή σκοπίμως 6
7 εκλαμβάνει ότι η μόνη διοικητική εμπειρία που μπορεί να αποκτήσει μέλος ΔΕΠ είναι στα πλαίσια της ακαδημαϊκής λειτουργίας και ειδικότερα στα πλαίσια του Τμήματος.Η επιχειρηματολογία αυτή του αντιδίκου αντιστρέφεται και με το επιχείρημα ότι με την αιτιολογία που τελικώς ψήφισαν τα μέλη του Σ.Ι., δηλ. κρίνοντας το ερευνητικό, συγγραφικό, διδακτικό και εκπαιδευτικό έργο του υποψηφίου και δίνοντας βαρύτητα σ αυτό, απομειώνοντας τη σημαντική διοικητική εμπειρία, ένας καθηγητής που έχει συνεχή σημαντική διοικητική εμπειρία δεν μπορεί να εκλεγεί Πρύτανης, αν το ερευνητικό του έργο υπολείπεται κάποιου που έχει αφιερωθεί στην έρευνα, συνέδρια κ.λ.π.!!! Επειδή οι αρμοδιότητες του Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης, θέση που κατείχα από το 2006 έως το 2010 (ο οποίος εκλέγονταν από το σύνολο των μελών ΔΕΠ του Ιδρύματος, τα μέλη ΕΤΕΠ και ΕΕΔΙΠ, τους φοιτητές και τους διοικητικούς υπαλλήλους) είναι σαφώς διακεκριµένες, σαφώς σηµαντικές και προεχόντως διοικητικές, καθόσον η αρμοδιότητές του αφορούν ιδίως: 1. την εποπτεία των Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών και Τεχνικών Υπηρεσιών και Μηχανοργάνωσης. 2. την υπογραφή των προκηρύξεων, διακηρύξεων και συμβάσεων για την εκτέλεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, εφ` όσον αυτή δεν έχει μεταβιβαστεί σε άλλα όργανα. 3. την εποπτεία επί δωρεών και κληροδοτημάτων του Ιδρύματος 4. την υπογραφή των εντολών μετακίνησης των Κοσμητόρων και Προέδρων Σχολών, Τμημάτων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό για συμμετοχή σε συνέδρια, ανταλλαγές, διαπανεπιστημιακές συμφωνίες, έρευνα καθώς και για την εκπροσώπηση της Σχολής/Τμήματος ή του Πανεπιστημίου, με οικονομική επιβάρυνση για το Ίδρυμα. Επίσης την αναπλήρωση του Πρύτανη σε περίπτωση που αυτός κωλύεται ή απουσιάζει. (βλ. απόφαση Πρύτανη ΑΠΘ 499/2008, ΦΕΚ Β 873/13-5- 2008). Εξάλλου, ως μέλος του Πρυτανικού Συμβουλίου και υπό την ιδιότητά μου ως Αντιπρύτανη Οικονομικού Προγραμματισμού και Ανάπτυξης συμμετείχα σε θέματα που αφορούσαν την κατάρτιση του Οργανισμού του ΑΠΘ, του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του, την κατανομή των πιστώσεων, τη σύνταξη του ετήσιου προϋπολογισμού, τον τελικό οικονοµικό απολογισµό του Ιδρύµατος, καθώς και τον αντίστοιχο του προγράµµατος δηµοσίων επενδύσεων και άλλες αρμοδιότητες καθοριστικές για τη λειτουργία του Ιδρύματος. 7
8 Περαιτέρω, το ότι το έργο του Αντιπρύτανη είναι προεχόντως διοικητικό και ιδιαίτερα σημαντικό συνάγεται και από το ότι οι Αντιπρυτάνεις (και ο Πρύτανης) μπορούν να ζητήσουν την ολική απαλλαγή τους από τα διδακτικά τους καθήκοντα για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους, κάτι το οποίο δεν προβλέπεται για τους Προέδρους των Τμημάτων, ούτε τους Κοσμήτορες (βλ. άρθρ. 6 Ν. 2530/1997 και σχετική Εγκύκλιο περί διδακτικών και διοικητικών υποχρεώσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού ). Τη δυνατότητα βέβαια αυτή δεν χρησιμοποίησα όντας Αντιπρύτανης γιατί δεν ήθελα να αποκοπώ από το διδακτικό και εν γένει επιστημονικό μου έργο. Επιπλέον, οι αρμοδιότητες του Σ.Ι., στο οποίο είμαι εκλεγμένο μέλος από τον Φεβρουάριο 2013 καθορίζονται στη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 8 του Ν. 4009/2011, όπως ισχύει σήμερα και είναι οι εξής: α) η χάραξη στρατηγικής για την ανάπτυξη του ιδρύματος σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του στο πλαίσιο της Αποστολής και της πορείας του, μετά από εισήγηση της Συγκλήτου, β) η γενική εποπτεία και ο έλεγχος της λειτουργίας του ιδρύματος σύμφωνα με τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό, γ) η έγκριση της πρότασης για την έκδοση και αναθεώρηση του Οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 5, δ) η έγκριση και αναθεώρηση του Εσωτερικού Κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 6, ε) η ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύνδεση του ιδρύματος με την κοινωνία και την οικονομία, καθώς και τη συμβολή του στην ανάπτυξη της χώρας, στ) ο καθορισμός των κατευθύνσεων για την ανάπτυξη του ιδρύματος, επί τη βάσει των οποίων ο πρύτανης καταρτίζει το σχέδιο συμφωνιών προγραμματικού σχεδιασμού, την έγκριση των σχεδίων αυτών και την παρακολούθηση και τον έλεγχο της υλοποίησης των συμφωνιών σε ετήσια βάση, ζ) η έγκριση του ετήσιου τακτικού οικονομικού προϋπολογισμού και των τροποποιήσεων του, του τελικού οικονομικού απολογισμού του ιδρύματος, καθώς και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που αφορά το ίδρυμα, η) η έγκριση του ετήσιου προγραμματισμού και απολογισμού για την αξιοποίηση της περιουσίας του ιδρύματος, θ) η έγκριση του ετήσιου απολογισμού των 8
9 δραστηριοτήτων και της εν γένει λειτουργίας του ιδρύματος, ι) η παύση κοσμητόρων από τα καθήκοντα τους, ια) η εποπτεία του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που προβλέπεται στο άρθρο 58, η επιλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου του και την παύση τους από τα καθήκοντα τους, ιβ) η συγκρότηση επιτροπών για τη μελέτη ή διεκπεραίωση θεμάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του και ιγ) ο ορισμός ή μη διδάκτρων και του ύψους τους για τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών του ιδρύματος, ύστερα από γνώμη της κοσμητείας της σχολής μεταπτυχιακών σπουδών, ύστερα από γνώμη του Κοσμήτορα της αντίστοιχης σχολής. Τις αρμοδιότητες αυτές άσκησα μέχρι την 18-2- 2014, οπότε και απείχα από τις συνεδριάσεις του Σ.Ι., ως εκλεγμένο μέλος του, έχοντας μάλιστα έρθει δεύτερος σε ψήφους από το σύνολο των μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου μας. Επειδή από το σύνολο των παραπάνω αρμοδιοτήτων, σε αντιδιαστολή με τις αρμοδιότητες του Προέδρου Τμήματος συνάγεται ότι ο Πρόεδρος Τμήματος δεν έχει σημαντική διοικητική εμπειρία, στερείται δηλ. του τυπικού προσόντος επιλογής για την επίδικη θέση υποψηφίου Πρύτανη. Η διοικητική εμπειρία Προέδρου Τμήματος μπορεί να αποτελέσει τυπικό κριτήριο για την επιλογή υποψηφίου Κοσμήτορα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 4009/2011, όπου εκεί απαιτείται η διοικητική εμπειρία, όχι όμως και για την επιλογή υποψηφίου Πρυτάνεως. Εξάλλου, η μόνη διαφοροποίηση ως προς τα κριτήρια επιλογής υποψηφίων για τη θέση Κοσμήτορα και για τη θέση Πρύτανη είναι το κριτήριο της διοικητικής εμπειρίας, καθόσον το κριτήριο του αναγνωρισμένου κύρους απαιτείται και για τις δύο θέσεις. Επειδή η κρίση του διοικητικού οργάνου για το αν η διοικητική εμπειρία είναι ή δεν είναι σημαντική δεν είναι ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση, όπως υποστηρίζει το αντίδικο, διότι, η κρίση αυτή στηρίζεται σε εκ του νόμου οριοθετήσεις αρμοδιοτήτων, δηλαδή σε αντικειμενικά και με επιδεκτικά αμφισβήτησης δεδομένα ενώ σε κάθε περίπτωση ως κρίση διακριτικής ευχέρειας ελέγχεται ως προς την τήρηση των ακραίων ορίων της. Σε κάθε περίπτωση η κρίση περί 9
10 σημαντικής διοικητικής εμπειρίας πρέπει να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη, ιδίως όταν υπάρχει πρόδηλη υπεροχή ως προς το κριτήριο αυτό, όπως παραπάνω εκτενώς αναφέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο πρακτικό αριθμ. 14/20-5- 2014 καμία ειδικότερη, νόμιμη και επαρκής αιτιολογία δεν περιλαμβάνεται στη ψήφο των μελών του Σ.Ι. που επέλεξαν τους κ.κ. Μήτκα και Λογοθετίδη σχετικά με τον χαρακτηρισμό της εμπειρίας τους ως σημαντικής και πάντως ως σημαντικότερης ή εξίσου σημαντικής με τη δική μου. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τις τοποθετήσεις και τις αιτιάσεις των ψήφων των κ.κ. Πολυζωίδη και Ζαλίδη, καθώς και τις τοποθετήσεις στη συνεδρίαση αριθμ. 13/14-5- 2014 του Σ.Ι. των κ.κ. Ρεγκάκου και Μπιτζιλέκη ( ο οποίος δήλωσε ότι το διοικητικό έργο είναι συνάρτηση των αρμοδιοτήτων κάθε θέσης), θα έπρεπε τα μέλη του Σ.Ι. να αιτιολογήσουν ειδικά την κρίση τους αυτή, ότι δηλ. έχουν σημαντική διοικητική εμπειρία. 2) Σχετικά με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως ακυρώσεως. Επειδή η διακριτική ευχέρεια του Σ.Ι., προκειμένου να επιλέξει τους υποψηφίους πρυτάνεις ασκήθηκε καθ υπέρβαση των ακραίων ορίων της, καθόσον ασκήθηκε με μη νόμιμα κριτήρια ή και με κριτήρια εκτός της εννοίας του νόμου. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 18 του άρθρου 8 του Ν. 4009/2011, όπως ισχύει σήμερα, ο Πρύτανης είναι ο ακαδηµαϊκός ηγέτης του Ιδρύµατος και έχει την ευθύνη της διοίκησής του (βλ. και αιτιολογική έκθεση του Ν. 4009/2011). Εκπροσωπεί το Ίδρυμα δικαστικώς και εξωδίκως, καταρτίζει τον Οργανισµό, τον Εσωτερικό Κανονισµό, τον ετήσιο τακτικό οικονοµικό προϋπολογισµό και τον τελικό οικονοµικό απολογισµό του ιδρύµατος, καθώς και τον αντίστοιχο του προγράµµατος δηµοσίων επενδύσεων, τους οποίους υποβάλλει προς έγκριση στο Συµβούλιο. Προκηρύσσει τις θέσεις καθηγητών, εκδίδει τις πράξει διορισµού του προσωπικού του Ιδρύµατος, συγκαλεί οποιοδήποτε συλλογικό όργανο (πλην του Συµβουλίου του Ιδρύµατος), όταν αυτό παραλείπει παρανόµως να λάβει αποφάσεις και κατανέµει τις πιστώσεις στις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λοιπές 10
11 δραστηριότητες του Ιδρύµατος κατά τον αντίστοιχο προγραµµατικό σχεδιασµό του. Τοποθετεί τους γενικούς διευθυντές. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της περ. γ της παρ. 3 του άρθρου 117 του Ν. 3528/2007 ο Πρύτανης είναι πειθαρχικός προϊστάμενος για όλους τους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου. Από το σύνολο των παραπάνω αρμοδιοτήτων του δεν χωρεί ουδεμία αμφιβολία ότι οι αρμοδιότητες του Πρύτανη είναι διοικητικές ή προεχόντως διοικητικές. Παρά ταύτα η επίμαχη κρίση δεν στηρίχθηκε στην σημαντική διοικητική εμπειρία, που αποτελεί ένα εκ των δύο κριτηρίων επιλογής που ορίζονται σε παρατακτική σύνδεση στο νόμο, αλλά σε αξιολογικές έννοιες που δεν σχετίζονται ή δεν αποτελούν έννοιες είδους του αναγνωρισμένου κύρους και της σημαντικής διοικητικής εμπειρίας. Σημειώνω εν προκειμένω ότι η μόνη διαφοροποίηση ως προς τα κριτήρια επιλογής υποψηφίων για τη θέση Κοσμήτορα (άρθρ. 9 παρ. 2) και για τη θέση Πρύτανη (άρθρ. 8 παρ. 15) είναι το κριτήριο της διοικητικής εμπειρίας, καθόσον το κριτήριο του αναγνωρισμένου κύρους απαιτείται και για τις δύο θέσεις. Το θεμελιώδες ζήτημα που θέτει η λεγομένη «εξειδίκευση» των κριτηρίων είναι η νόθευση της διαδικασίας εκλογής. Η κρίση του Συμβουλίου αποτελεί καταρχήν μία κρίση διαπίστωσης τυπικών προσόντων και μόνον. Όταν οι υποψήφιοι είναι περισσότεροι από τρείς, καθίσταται αναγκαία η κατάταξή τους. Η κατάταξη όμως αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε υποκατάσταση του αποφασιστικού οργάνου, που είναι το «εκλογικό σώμα» εις τρόπον ώστε να εκφράζονται κρίσεις περί επιτυχούς ή αποτυχούς, αποτελεσματικού ή όχι σημαντικού διοικητικού έργου. Το σώμα του συνόλου των μελών ΔΕΠ που θα λάβει την απόφαση δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει την επιλογή του, αλλά εκλέγει με υποκειμενικά κριτήρια, τον, κατά την αντίληψη του κάθε μέλους ΔΕΠ, καταλληλότερο και έτσι μπορεί να κρίνει το ευδόκιμο της θητείας των υποψηφίων σε θέσεις διοίκησης, ή την προσωπικότητα του υποψηφίου, την ζωτικότητα, το όραμα, δηλαδή μπορεί να κρίνει υποκειμενικά, όπως κάθε εκλογικό σώμα. Μία τέτοια κρίση δεν μπορεί να εκφέρει το Συμβούλιο με την προκαταρκτική επιλογή τριών που διαθέτουν τα τυπικά προσόντα του νόμου, 11
12 αλλά οφείλει με βάση τον καταγραφή των προσόντων των υποψηφίων να κρίνει, εάν υφίσταται σημαντική διοικητική εμπειρία και αναγνωρισμένο κύρος, ανεξάρτητα μάλιστα από το κατά την αντίληψη του κάθε ενός μέλους του Συμβουλίου κάποιος έχει ευδόκιμη υπηρεσία ή όχι σε θέσεις ευθύνης, έχει όραμα κλπ. Εάν δεν επιδείξει το Συμβούλιο αυτοπειθαρχικά στο σημείο αυτό και εκδηλώσει μία πλήρη ουσιαστική κρίση, υποκαθιστά το κυριαρχικό όργανο, που εκδηλώνει την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Έτσι, ενώ εκλέχθηκα ένα περίπου χρόνο πριν (τον Φεβρουάριο 2013) δεύτερος στο Σ.Ι., απολαμβάνω δηλαδή, ως εκ του γεγονότος αυτού αποδοχής, κρίνομαι με την προσβαλλόμενη απόφαση από τα μέλη του Σ.Ι. ότι υστερώ και τελικώς δεν επιλέγομαι ως υποψήφιος Πρύτανης. Κατά συνέπεια, η κρίση μπορεί να γίνει μόνον επί τη βάσει του πίνακα των προσόντων που καταγράφει η Επιτροπή και δεν μπορεί περαιτέρω να ουσιαστικοποιηθεί με την διενέργεια ακρόασης, χωρίς να παραβιάζεται η διαδικασία. Ειδικότερα, η αιτιολογία των ψήφων των μελών του Σ.Ι. (για την οποία έλαβα γνώση την Τρίτη 10-6- 2014, οπότε και μου κοινοποιήθηκαν από το Σ.Ι., ύστερα από την κοινοποίηση την 23-5- 2014 σχετικής εισαγγελικής διαταγής, τα σχετικά πρακτικά) έχει ως εξής: 1) Καθ. Χ. Μπουντούλας, ομότιμος καθηγητής του Ohio State Unicercity, παθολογίας- καρδιολογίας. Στην τοποθέτησή του αναφέρει ότι: «ο πρύτανης εκτός των διοικητικών καθηκόντων πρέπει να είναι πνευματικός ηγέτης και να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για Διδακτικό/Ερευνητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου, καθώς και για τους φοιτητές. Ο πρύτανης πρέπει να διέπεται από υψηλές ηθικές αξίες, ακαδημαϊκό ήθος, να είναι συνεργάσιμος και να αποτελεί πρότυπο ακαδημαϊκού δασκάλου..μελέτησα λεπτομερώς τους φακέλους καθώς και άλλα στοιχεία που υπέβαλαν οι υποψήφιοι πρυτάνεις στο Συμβούλιο. Παρακολούθησα με προσοχή όλες τις συνεντεύξεις. Για την επιλογή των τριών επικρατέστερων υποψηφίων έλαβα υπόψη και τα εξής: το διδακτικό και ερευνητικό του έργο των υποψηφίων, τυχόν συνεργασία τους με άλλες ομάδες εντός του Πανεπιστημίου μας, με άλλα 12
13 Πανεπιστήμια της Ελλάδος και του εξωτερικού, καθώς και τη διεθνή ακτινοβολία και απήχηση των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από την επιστημονική τους παρουσία και δραστηριότητα. Για τη διοικητική εμπειρία έλαβα υπόψη τις επιτυχίες, τις αποτυχίες καθώς και ό,τι άλλο ήταν εφικτό να γίνει κατά τη διάρκεια της θητείας του υποψηφίου στη διοικητική θέση που κατείχε..κατά τη συνέντευξη- ακρόαση έλαβα υπόψη μου τη γνώση που έχει ο υποψήφιος όσον αφορά τα προβλήματα του πανεπιστημίου αλλά και τις προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα «προσγειωμένες» λύσεις που προτείνει για την επίλυσή τους. Επίσης, για να κρίνω το πώς διοικητικά θα λειτουργήσει ένας πρύτανης σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον έλαβα υπόψη μου τις απαντήσεις των υποψηφίων σε θέματα». Καταρχάς όλα τα παραπάνω (υψηλές ηθικές αξίες, συνεργασιμότητα, επιτυχία ή αποτυχία διοικητικού έργου, εφικτό ή όχι αυτού, «προσγειωμένες» λύσεις προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα) είναι κριτήρια που δεν ορίζονται στο νόμο και εσφαλμένα εφαρμόστηκαν από το Σ.Ι.. Επίσης αξιοσημείωτο είναι το πώς ο κ. Μπουντούλας, ομότιμος καθ. του Πανεπιτημίου του Ohio, εξωτερικό μέλος του Σ.Ι., είναι σε θέση να γνωρίζει για το επιτυχές ή όχι διοικητικό έργο των υποψηφίων, το οποίο για μεν εμένα αρχίζει από το έτος 2003 έως και το 2014, για τους δε κ. κ.λογοθετίδη από το έτος 2005 έως 2009, Μήτκα από το έτος 2011-2013, Παπαδογιάννη από το έτος 1999-2003 (ως Πρόεδρος Τμήματος) και από το έτος 2006 έως 2010 (ως Κοσμήτορας). Πώς έγινε αυτή η αξιολόγηση, με ποια κριτήρια και σε ποιό συμπέρασμα κατέληξε; Πότε και με ποια ιδιότητα γνωρίζει το επιτυχές ή όχι έργο του κάθε υποψήφιου; Είναι φανερό ότι όχι μόνο αδιαφορεί για το υπαρκτό και αντικειμενικά μετρήσιμο σημαντικό διοικητικό έργο μου, αλλά εμμέσως (διά του αποκλεισμού μου) προβάλει και τις προσωπικές του εκτιμήσεις για την αναποτελεσματικότητά του, αλλά και την αποτελεσματικότητα των υπολοίπων που προκρίνει, χωρίς όμως να αιτιολογεί ειδικώς την κρίση του αυτή. Η δυσμενής κρίση του για την «αποτυχία» του έργου μου ή σε περίπτωση συγκρίσεως (πράγμα που δεν μπορεί να γίνει διότι δεν μπορεί να είναι συγκρίσιμα, λόγω των διαφορετικών αρμοδιοτήτων που έχουν) ή λιγότερο επιτυχές, όπως τεκμαίρεται από την αιτιολόγηση της ψήφου του, δεν αιτιολογείται ειδικώς, όπως θα έπρεπε. 13
14 Αντιθέτως, τόσο από την επανειλημμένη και συνεχόμενη εκλογή μου σε υψηλές θέσεις διοικητικής ευθύνης εντός του Α.Π.Θ. (Πρόεδρος του Τμήματος για δύο συνεχείς θητείες, ακαδ. έτη 2003-2005, 2005-2007, Αντιπρύτανης του Α.Π.Θ ακαδ. έτη 2006-2010, Πρόεδρος Τμήματος ακαδ. έτη 2011-2013, εκλεγμένο εσωτερικό μέλος του Σ.Ι. το έτος 2013 με θητεία 4 ετών), όσο και από την έκθεση πεπραγμένων της Πρυτανικής Αρχής 2006-2010, την οποία κατέθεσα στο φάκελο της υποψηφιότητάς μου (τον οποίο, κατά δήλωσή του ο κ. Μπουντούλας έλαβε υπόψη του ), αποδεικνύεται ότι το έργο μου είναι και σημαντικό και επιτυχές, αφού οι συνάδελφοί μου με έκριναν για αυτό και με εξέλεγαν μάλιστα για συνεχείς φορές. Σημειώνω ότι η συνεχής εκλογή μου σε σημαντικές διοικητικές θέσεις ευθύνης δεν έγινε μόνο από τους συναδέλφους της Σχολής μου, αλλά από το καθολικό εκλεκτορικό σώμα των μελών ΔΕΠ του Α.Π.Θ., που με εξέλεξε ως Αντιπρύτανη, αλλά ιδίως ως εκλεγμένο εσωτερικό μέλος του Σ.Ι., έχοντας έρθει δεύτερος σε ψήφους, και το σημαντικότερον, έχοντας κριθεί το επιτυχές του έργου μου από το σύνολο όλων των συναδέλφων μου στο Α.Π.Θ., αφού η εν λόγω εκλογή έγινε 2,5 χρόνια μετά τη λήξη της θητείας μου ως Αντιπρύτανης. Επικαλούμαι στο σημείο αυτό την αιτιολόγηση της ψήφου του μέλους Κ. Πολυζωίδη : «Να σημειωθεί ότι η θητεία του ως Αντιπρύτανης επιδοκιμάστηκε με την μετέπειτα εκλογή του ως Πρόεδρος του Τμήματός του και ως μέλος του Συμβουλίου του Ιδρύματος». Και αφού έλαβε υπόψη τα παραπάνω κατέληξε στην επιλογή αλφαβητικά των κ.κ. Λογοθετίδη, Μήτκα και Παπδογιάννη αιτιολογώντας την ψήφο τους ως εξής: «Οι τρεις προτεινόμενοι υποψήφιοι διαθέτουν σημαντική διοικητική εμπειρία, αφού έχουν διατελέσει Κοσμήτορες και Πρόεδροι Τμημάτων στο Α.Π.Θ.» Ο κ. Μπουντούλας αναφέρει ότι και οι τρεις υποψήφιοι που προτείνει διαθέτουν σημαντική εμπειρία, αφού έχουν διατελέσει Κοσμήτορες και Πρόεδροι Τμημάτων. Σημειωτέον ότι επαναλαμβάνει την ίδια φράση με άλλα μέλη, προκειμένου να δείξει ότι έχει λάβει υπόψη του (προσχηματικά) την απαίτηση του νόμου. Από τους τρεις όμως μόνο ο κ. Παπαδογιάννης διετέλεσε Κοσμήτορας. Συνεπώς, η κρίση του αυτή οφείλεται σε πλάνη περί τα πράγματα. 14
15 Ενδιαφέρον όμως έχει η πρωτοεμφανιζόμενη, ως ακαδημαϊκή άποψη, που καταργεί την διοικητική ιεραρχία λέγοντας (για να απομειώσει τη δική μου σημαντική διοικητική εμπειρία και να δικαιολογήσει τη μη σημαντική αυτών που προτείνει) ότι «Εξάλλου, η κατάληψη μιας ανώτερης θέσης διοικητικά δεν σημαίνει υποχρεωτικά και μεγαλύτερη διοικητική εμπειρία. Αυτή κυρίως κρίνεται από την αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων που είχα να αντιμετωπίσει ο καθένας κατά τη διάρκεια της θητείας του σε διοικητική θέση, καθώς και από την εισαγωγή καινοτόμων ιδεών στη διοίκηση του Πανεπιστημίου». Επομένως, ο χαρακτηρισμός "σημαντική" διοικητική εμπειρία που απαιτεί ως κριτήριο επιλογής ο νόμος, απαξιώνεται και επαναπροσδιορίζεται από τον κ. Μπουντούλα με διαφορετικό εντελώς από τον αυτονόητο τρόπο που απαιτεί ο νομοθέτης (σημαντική και όχι απλά διοικητική εμπειρία). Η διοικητική εμπειρία όμως είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα αντιστοιχούντα σε αυτήν διοικητικά καθήκοντα (βλ. και τοποθέτηση καθ. Μπιτζιλέκη στη συν. του Σ.Ι. αριθμ. 13/14-5- 2014). Διοικητική εμπειρία έχει και ένας διαχειριστής πολυκατοικίας και ένας διευθυντής λυκείου και ένας διευθυντής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένας δημοτικός σύμβουλος και ένας δήμαρχος και ένας περιφερειάρχης και ένας υπουργός κ.ο.κ. Όλοι αυτοί θα κριθούν ομοίως για το σημαντικό της διοικητικής τους εμπειρίας από την αποτελεσματικότητά τους;;;!!!! Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ουδεμία ειδική αιτιολογία για την αναποτελεσματικότητα του έργου μου ή, σε περίπτωση ποιοτικής συγκρίσεως των διοικητικών θέσεων (πράγμα που δεν μπορεί να γίνει, ως προς την αποτελεσματικότητα) τη λιγότερη αποτελεσματικότητά του. Συνεχίζοντας λέει "οι προτεινόμενοι υποψήφιοι, εκτός της σημαντικής διοικητικής εμπειρίας που διαθέτουν, υπερέχουν σαφώς των άλλων δυο υποψηφίων κατά την εν γένει επιστημονική παρουσία και συγγραφικό έργο. Και εδώ όμως ο κ. Μπουντούλας πλανάται περί τα πράγματα, διότι, όπως αναφέρω και στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης υπερέχω και ως προς την επιστημονική παρουσία και ως προς το συγγραφικό έργο και ως προς το εκπαιδευτικό (το οποίο ο κ. Μπουντούλας δεν λαμβάνει υπόψη του!!!) και εν γένει ακαδημαϊκό έργο, ιδίως του κ. Μήτκα, παρά την πολύχρονη ενασχόλησή μου με το διοίκηση του Α.Π.Θ. Το έργο μου αυτό αποτυπώνεται και στον πίνακα που κατέθεσε η επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού, ο οποίος βέβαια ουδέποτε μου γνωστοποιήθηκε, 15
16 προκειμένου να προβάλω τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις μου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα μέλη του Σ.Ι., κατέχοντας διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα το καθένα, (εν προκειμένω ο κ. Μπουντούλας ιατρός) ΔΕΝ δύνανται να αξιολογήσουν, ούτε να συγκρίνουν το επιστημονικό, ερευνητικό, συγγραφικό έργο των υποψηφίων, οι οποίοι υπηρετούν και αυτοί διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, τα οποία δεν μπορεί να είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους. Δεν πρόκειται, εν προκειμένω, για κρίση μέλους ΔΕΠ, αλλά για ειδική κρίση σε διοικητική θέση, ρητά προβλεπόμενη στο νόμο και υπό των περιοριστικών κριτηρίων που θέτει ο νόμος, χωρίς το Σ.Ι. να έχει αρμοδιότητα να τα εξειδικεύσει ή να προσθέσει άλλα (βλ. γνμδ ΝΣΚ 83/2014 και γνμδ Νομικής Επιτροπής του Α.Π.Θ. αριθμ. 1746/23-4- 2014). Αναφέρομαι στο σημείο αυτό στην εισήγηση Ρεγκάκου, που κατέθεσε στη συνεδρίαση του ΣΙ αριθμ. 13/14-5- 2014. Συνεχίζοντας την αιτιολόγηση της ψήφου του ο κ. Μπουντούλας αναγάγει, όλως αυθαιρέτως, την οργάνωση συνεδρίων σε σημαντική διοικητική εμπειρία(!!!) Τέλος, θεωρεί ότι οι τρεις επιλεγέντες από αυτόν υποψήφιοι : «εκτός της διοικητικής εμπειρίας, έχουν μια ισχυρότερη ακαδημαϊκή παρουσία, μια μεγαλύτερη «ακτινοβολία» και αναγνώριση στην ελληνική και διεθνή επιστημονική κοινότητα, στοιχεία απαραίτητα για έναν ακαδημαϊκό ηγέτη, ο οποίος πρέπει να αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για το διδακτικό/ερευνητικό προσωπικό και φοιτητές». Η κρίση του αυτή όχι μόνον δεν είναι αιτιολογημένη, αλλά είναι και αντιφατική, αφού στην προηγούμενη συνεδρίαση αριθμ. 13/14-5- 2014 ο ίδιος δήλωσε ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να γνωρίζει κατά πόσο οι καθηγητές αυτοί (δηλ. όλοι οι υποψήφιοι) αποτελούν ως ακαδημαϊκοί και δάσκαλοι παραδείγματα προς μίμηση (βλ. πρακτικά της συνεδρίασης αριθμ. 13/14-5- 2014, σελ. 6, προτελευταία παράγραφος).!!! Εν κατακλείδι, ο κ. Μπουντούλας, στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει την προειλημμένη απόφασή του συγχέει την κρίση υποψηφίου Πρυτάνεως με την κρίση μέλους ΔΕΠ, ταυτίζει μη νόμιμα την σημαντική διοικητική εμπειρία με το διοικητικό έργο, αποφεύγει δε στην αιτιολόγηση της ψήφου του να επικαλεστεί το «αναγνωρισμένο κύρος» ως κριτήριο επιλογής, ενώ το κριτήριο της σημαντικής διοικητικής εμπειρίας δεν το λαμβάνει ουδόλως υπόψη. 16
17 2) Καθ. Κ.Ε. Πάσχος, ομότιμος καθηγητής Univercity of Dortmund, φυσικός. Στην τοποθέτησή του αναφέρεται ότι: «Μελέτησα τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας, δηλ. τους φακέλους των υποψηφίων, τους εκτενείς πίνακες που προετοίμασε η επιτροπή διενέργειας των εκλογών και τις θέσεις που διατύπωσαν οι υποψήφιοι στις συνεντεύξεις. Στην τελική επιλογή πρόσθεσα και την πείρα μου από προηγούμενες εκλογές και αξιολογήσεις». Συνεπώς, ο ίδιος συνομολογεί ότι η επιλογή του βασίστηκε και στην πείρα του από εκλογές και αξιολογήσεις, χωρίς να αναφέρει όμως τι είδους εκλογές και αξιολογήσεις ήταν αυτές που επηρέασαν την κρίση του, με δεδομένο μάλιστα ότι ο ίδιος είναι ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου του εξωτερικού. Η απόφασή του όπως λέει ήταν "πολύ δύσκολη", πλην όμως εκτιμώντας τα ουσιαστικά προσόντα θεωρεί ότι υπερέχουν οι τρεις τελικώς επιλεγέντες. Την ψήφο του αιτιολογεί λέγοντας ότι το κύρος αντανακλάται στην επιρροή του έργου, τη διεθνή αναγνώρισή τους, τον αριθμό των citations, τις τιμητικές διακρίσεις, τον συντονισμό ελληνικών και διεθνών ερευνητικών προγραμμάτων, ειδικά στα πρόσφατα χρόνια. Μάλιστα, εκφράζει την κρίση ότι οι εν λόγω υποψήφιοι «θα αντιπροσωπεύσουν επιτυχώς το Α.Π.Θ. στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα». Επαναλαμβάνει στην αιτιολόγηση της ψήφου του το ίδιο λάθος ότι δηλ. ".Για την διοικητική εμπειρία και οι τρεις διετέλεσαν πρόεδροι και κοσμήτορες και ως εκ τούτου έχουν την πείρα για να λύσουν τα πολύ σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας και να ασχοληθούν με θέματα πέραν της καθημερινότητας». Αναφέρομαι στο σημείο αυτό όσα παραπάνω ανέπτυξα σχετικά με τη σημαντική διοικητική εμπειρία και την πλάνη περί τα πράγματα στο σχολιασμό της ψήφου του κ. Μπουντούλα. Οι πρόεδροι βέβαια και οι κοσμήτορες (που εξάλλου δεν διετέλεσαν όλοι, παρά μόνο ο κ. Παπαδογιάννης) δεν ασχολούνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά τα καθήκοντά τους είναι μόνο ακαδημαϊκά, όπως ανωτέρω, ανέφερα. Ουδείς λόγος για σημαντική διοικητική εμπειρία στην αιτιολογία της ψήφου του. Επιπλέον, ο κ. Πάσχος τελείως υποκειμενικά και αυθαίρετα, χωρίς ουδεμία αιτιολόγηση προς τούτο, οριοθετεί το αναγνωρισμένο κύρος επιλεκτικά σε κριτήρια, όπως η διεθνής (και όχι και η εγχώρια αναγνώριση), ο αριθμός των 17
18 δημοσιεύσεων, ο αριθμός των citations, οι τιμητικές διακρίσεις (!!!), ο συντονισμός ερευνητικών προγραμμάτων ιδίως τα πρόσφατα χρόνια (!!!). Βέβαια, οι τιμητικές διακρίσεις μπορούν να συνεισφέρουν στο αναγνωρισμένο κύρος. Όμως από μία απλή ανάγνωση του πίνακα της επιτροπής ο κ. Παπαδογιάννης, καίτοι επιλεγείς, δεν έχει καμία τέτοια διάκριση, ενώ η επιλογή του κ. Λογοθετίδη στηρίζεται σε βραβεύσεις των φοιτητών του!!!. Σχετικά με τα citations, δηλ. τις αναφορές των επιστημονικών εργασιών στις εργασίες άλλων επιστημόνων, που είναι δημοσιευμένες σε περιοδικά, λεκτέα τα εξής: τα citations και οι δείκτες αυτών αφορούν ΜΟΝΟ το ίδιο γνωστικό αντικείμενο του ίδιου επιστημονικού πεδίου. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει σύγκριση citations μεταξύ επιστημόνων με διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο. Επιπλέον, η αξιολόγηση των citations γίνεται μόνο από επιστήμονες του ίδιου γνωστικού και επιστημονικού αντικειμένου και όχι διαφορετικού. Η κρίση των citations αφορά κρίση για εκλογή ή εξέλιξη μέλους ΔΕΠ, όπου εκεί το εκλεκτορικό σώμα, αλλά και η εισηγητική επιτροπή είναι του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου. Όλως επικουρικώς, και ως προς τα citations υπερέχω ως προς τον επιλεγέντα κ. Μήτκα, όπως εξάλλου προκύπτει και από τον πίνακα της επιτροπής (τον οποία, όπως προείπα δεν μου κοινοποίησαν, ώστε να δύναμαι να τοποθετηθώ επ αυτού). 3) Καθ. Φ- Ν. Παυλίδου, καθηγήτρια Πολυτεχνικής Σχολής. Παρόλο που η κ. Παυλίδου απουσίαζε από τις συνεντεύξεις (λόγω της υποψηφιότητάς της ως Περιφεριάρχης Κεντρικής Μακεδονίας) εντούτοις επικαλείται τις "συνεντεύξεις" και τις "προφορικές συζητήσεις - ακροάσεις των υποψηφίων" δυο φορές στην τοποθέτησή της ως παράμετρος που επηρέασε την κρίση της! Η κ. Παυλίδου δηλώνει ότι για τη θέση του Πρύτανη απαιτείται "αναγνωρισμένο κύρος και διοικητική εμπειρία" ΟΧΙ σημαντική διοικητική εμπειρία! Συνεπώς, αφού η κρίση της βασίζεται σε αυτό, η αιτιολογία της απόφασής της είναι μη νόμιμη, καθόσον ο νόμος απαιτεί σημαντική διοικητική εμπειρία. Βέβαια, στη συνέχεια διαπιστώνει ότι οι καθηγητές: "Σ. Λογοθετίδης, Π. Μήτκας, Ι. Παπαδογιάννης... διαθέτουν σημαντική διοικητική εμπειρία αφού χρημάτισαν Κοσμήτορες και Πρόεδροι Τμημάτων..." (μόνον όμως ο κ. 18
19 Παπαδογιάννης χρημάτισε Κοσμήτορας και όχι οι άλλοι δύο). Συνεπώς, η κρίση της αυτή οφείλεται σε πλάνη περί τα πράγματα. Προς αποφυγή επαναλήψεων αναφέρομαι σε όσα σχετικά υποστήριξα παραπάνω. Στη συνέχεια της τοποθέτησής της αναφέρεται στα πρόσθετα κριτήρια που όρισε το Σ.Ι., προσπαθώντας να τα νομιμοποιήσει, λέγοντας ότι το Σ.Ι. ανακοίνωσε εγκαίρως το συγκεκριμένο πλαίσιο που αποφάσισε για τη διαδικασία εκλογής και έθεσε τις ίδιες ερωτήσεις στις συνεντεύξεις τους (στην δική μου δεν ήταν παρούσα). Σχετικά με τη «διοικητική αποστολή» του Πρύτανη εκφράζει μία τελείως υποκειμενική κρίση, η οποία βέβαια απέχει πολύ της πραγματικότητας και των αρμοδιοτήτων του Πρύτανη, όπως αυτές καθορίζονται στο νόμο. Κατά την άποψή της η διοικητική αυτή αποστολή του συνδέεται με το αναγνωρισμένο κύρος, υπό την έννοια ότι ο Πρύτανης διαχειρίζεται υψηλά ειδικευμένο προσωπικό και προγράμματα σπουδών (!!!) και έχει διεθνή επιστημονική συνεργασία. Μάλιστα, για τα πιο «απλά διοικητικά καθήκοντα» (οικονομική διαχείριση, καθημερινή λειτουργία) (!!!) θεωρεί ότι ο πρύτανης εφόσον θα επικουρείται από ικανό προσωπικό, το οποίο μάλιστα ΘΑ επιλεγεί με βάση την αξιολόγηση Δομών και Προσωπικού που ΘΑ ολοκληρωθεί με τον Οργανισμό του Ιδρύματος, δεν χρειάζεται σημαντική διοικητική εμπειρία. Η κρίση της αυτή είναι πέραν των ορίων του νόμου, στον οποίο ορίζονται οι αρμοδιότητες του Πρύτανη και οριοθετούν και τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Με βάση λοιπόν, όπως ρητά αναφέρει, τα πιο πάνω κριτήρια (τα οποία βρίσκονται εκτός των ορίων του νόμου) (βλ. σελ. 5 του επίμαχου πρακτικού), καταλήγει στη συγκριτική υπεροχή των τριών επιλεγέντων στα ουσιαστικά κριτήρια «που θέτει ο νόμος»!!! Και η κ. Παυλίδου πλανάται περί τα πράγματα θεωρώντας ότι «οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι διαθέτουν σημαντική διοικητική εμπειρία, αφού χρημάτισαν Κοσμήτορες και Πρόεδροι Τμημάτων, βασικών δηλ. ακαδημαϊκών μονάδων, η οποία δεν υπολείπεται εκείνης των άλλων δύο που χρημάτισαν αντιπρυτάνεις στο Α.Π.Θ.». Στη σύγκριση που επιχειρεί παραποιεί την αλήθεια, διαστρεβλώνει πραγματικά γεγονότα και δεδομένα, που πολύ καλά γνωρίζει ως εκ της θέσεώς της. Είναι προφανές ότι το διοικητικό έργο ενός Αντιπρυτάνεως και 19
20 ενός Προέδρου Τμήματος ή Κοσμήτορα δεν είναι το ίδιο, ούτε είναι καν συγκρίσιμο. Πόσο δε μάλλον ενός Αντιπρυτάνεως και μέλους του Σ.Ι. Στη συνέχεια, η κ. Παυλίδου αοριστολογώντας επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα εξήγηση της διοικητικής εμπειρίας αναλόγως με την αποτελεσματικότητά του στην επίλυση των προβλημάτων που διαχειρίζεται κάποιος από τη θέση που κατέχει. Προβλήματα φυσικά που δεν γνωρίζει, ούτε ποσοτικά, ούτε ποιοτικά, απλά υποθέτει. Υπάρχει, όμως, μέλος της κοινότητας του μεγαλύτερου Πανεπιστημίου στην Ελλάδα (με 45 Τμήματα), που να θεωρεί ίσης βαρύτητας τα οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα που διαχειρίζεται ένας Αντιπρύτανης ενός τόσο μεγάλου Πανεπιστημίου (ακόμη και σε ειδικές καταστάσεις κρίσεως) σε σχέση με τα ασυγκρίτως λιγότερα και μόνο ακαδημαϊκής φύσης θέματα που αντιμετωπίζει ένας Πρόεδρος Τμήματος (δηλ. ένας από τους 45 του Πανεπιστημίου) ή ακόμη σε σχέση με τα διακοσμητικά καθήκοντα (ορκωμοσίες - τελετές), που ασκούσε ο Κοσμήτορας με βάση τον προηγούμενου νόμο; Σύμφωνα με τη θεωρία της κ. Παυλίδου η διοικητική εμπειρία κρίνεται, όλως αορίστως, από την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των προβλημάτων και όχι από την κατάληψη ιεραρχικά ανώτερης θέσης. Βέβαια, και ο διαχειριστής πολυκατοικίας διαχειρίζεται προβλήματα και ο διευθυντής ενός σχολείου και ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης κ.ο.κ., όμως οι αρμοδιότητές τους ούτε συγκρίσιμες είναι, ούτε, εκ του λόγου αυτού, μπορεί να συγκριθεί η αποτελεσματικότητά τους. Εξάλλου η κ. Παυλίδου ΟΥΔΕΝ αναφέρει για τυχόν μη αποτελεσματικότητα των δικών μου διοικητικών θέσεων που κατείχα και ως εκ τούτου η κρίση της είναι αυθαίρετη και εξ αυτού του λόγου εντελώς αναιτιολόγητη. Προς αποφυγή επαναλήψεων αναφέρομαι σε όσα παραπάνω υποστήριξα για το σημαντικό διοικητικό έργο και την αποτελεσματικότητα αυτού και την επιχείρηση απομείωσης της σπουδαιότητας του κριτηρίου «σημαντικό διοικητικό έργο». Τέλος, η κ. Παυλίδου επιχειρώντας από τη συγκριτική αξιολόγηση να καταλήξει- αιτιολογήσει το αποτέλεσμα της επιλογής της δίνει τη δική της διάσταση στο κριτήριο «αναγνωρισμένο κύρος», στο οποίο, κατά την άποψή της πλεονεκτούν οι τρεις επιλεγέντες, το οποίο ορίζει ως «επιστημονικό- συγγραφικό και ερευνητικό έργο καθώς και στη διεθνή παρουσία και αναγνωρισιμότητα, όπως η τελευταία προκύπτει από τις ξενόγλωσσες επιστημονικές δημοσιεύσεις αλλά και τις 20
21 προσκλήσεις και συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια». Η κρίση της αυτή είναι εντελώς επιλεκτική και αυθαίρετη, είναι δε και πεπλανημένη, διότι ως προς το συγγραφικό έργο υπερτερώ, ενώ αυθαίρετος είναι και ο περιορισμός μόνο σε διεθνή συνέδρια. Το ότι ένας Αντιπρύτανης έχει συμμετάσχει σε πλείστα συνέδρια, Συνόδους Πρυτάνεων, συνεδριάσεις με Υπουργούς, διεθνείς Συνόδους Πρυτάνεων, πέραν των λοιπών καθηκόντων του, δεν συνιστούν για την κ. Παυλίδου «αναγνωρισμένο κύρος»!!! 4) Καθ. Κ. Πολυζωίδης, καθηγητής Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. Ο κ. Πολυζωίδης έλαβε υπόψη του μόνον τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος, δηλ. το αναγνωρισμένο κύρος και τη σημαντική διοικητική εμπειρία και ψήφισε τον κ. Λογοθετίδη με το αιτιολογικό ότι το επιστημονικό του έργο και η διεθνής αναγνωρισιμότητα υπερκαλύπτει τις σχετικές ελλείψεις στο διοικητικό τομέα. Τον κ. Παπαδογιάννη, του οποίου την υποψηφιότητα θεωρεί, όλως αναιτιολογήτως ως την πλέον ισορροπημένη από πλευράς αναγνωρισιμότητας και διοικητικής εμπειρίας. Και εμένα αναγνωρίζοντας την ευρύτατη διοικητική εμπειρία μου στην οποία μάλιστα κρίνει ότι υπερέχω έναντι των άλλων υποψηφίων. Σημειώνει μάλιστα ότι : «η θητεία του ως Αντιπρύτανης επιδοκιμάστηκε με την μετέπειτα εκλογή του ως Πρόεδρος του Τμήματός του και ως μέλος του Σ.Ι.». 5) Καθ. Κ. Σιούτας, καθηγητής Univercity of Southern California, μηχανολόγος μηχανικός. Ο κ. Σιούτας ταυτίζει μη νόμιμα το αναγνωρισμένο κύρος με το επιστημονικό έργο: «όλοι οι υποψήφιοι είχαν και διοικητική εμπειρία και επιστημονικό έργο.» Κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι έχουν τα δυνατά και αδύναμα σημεία τους σε διαφορετικό βαθμό και μορφή, αλλά και όλοι διαθέτουν τα απαιτούμενα κριτήρια. Και καταλήγει: «Με αυτό σαν γνώμονα ψηφίζω κατ αλφαβητική σειρά τους καθ. κ.κ Λογοθετίδη, Π. Μήτκα και Ι. Παπδογιάννη». Για την κρίση τους βασίστηκε στο «όραμα» και στην ακαδημαϊκή αριστεία, την οποία ταυτίζει με την έρευνα, ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις σε περιοδικά με μεγάλο δείκτη απήχησης, διαλέξεις στην αλλοδαπή, διοργάνωση διεθνών συνεδρίων, δημιουργία ερευνητικών χώρων, 21
22 επίβλεψη μεγάλου αριθμού διδακτορικών και μεταπτυχιακών εργασιών, σημαντικά ερευνητικά προγράμματα, ιδίως διεθνή! Και στην περίπτωση αυτή ισχύουν όσα αναφέρω περί μη δυνατότητας λήψης υπόψιν τέτοιων κριτηρίων και για το λόγο ότι το γνωστικό αντικείμενο του κ. Σιούτα ουδόλως σχετίζεται με το δικό μου. Ο κ. Σιούτας ουδέν αναφέρει περί σημαντικού διοικητικού έργου, ούτε η ψήφος του στηρίχθηκε στο κριτήριο αυτό, όπως άλλωστε και ο ίδιος επισημαίνει : «Καταλήγοντας λοιπόν, επισημαίνω ότι η ψήφος μου βασίστηκε στην ακαδημαϊκή αριστεία και τα κριτήρια που πηγάζουν από αυτή». Δηλ. η ψήφος του βασίστηκε εξολοκλήρου σε κριτήρια που δεν ορίζονται στο νόμο ή όλως επικουρικώς, μόνον σε ένα από αυτά. Επίσης αφαιρεί τον χαρακτηρισμό του "σημαντικού" από το διοικητικό έργο, προκειμένου να εξισώσει ως προς αυτό τους κρινόμενους. Εισάγει ως κριτήριο "το σεβασμό που θα εμπνέει το πρόσωπο" του Πρύτανη. Ορίζει μάλιστα ως κριτήρια επιλογής το "σεβασμό" και την πειθώ που θα έχει ο πρύτανης να ακολουθήσουν οι λοιποί καθηγητές το όραμά του, ακόμη και αν δεν συμφωνούν. Επικαλείται και αυτός την τοποθέτηση της κ. Παυλίδου, η οποία αναφέρεται μάλιστα και στις συνεντεύξεις από τις οποίες απουσίαζε, όπως και ο κ. Σιούτας. 6) Καθ. Β. Ταρλατζής, αν. Πρόεδρος του Σ.Ι., καθ. Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. Ο κ. Ταρλατζής επαναλαμβάνει ότι η σημαντική διοικητική εμπειρία δεν αξιολογείται απλά από την κατοχή της διοικητικής θέσης, αλλά και από την επιτυχή και αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων. Προς αποφυγή επαναλήψεων αναφέρομαι σε όσα παραπάνω υποστήριξα σχετικά με την άποψη αυτή. Επισημαίνω μόνο ότι η σημαντική διοικητική εμπειρία είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα αντιστοιχούντα σε αυτήν διοικητικά καθήκοντα και αρμοδιότητες. Εξάλλου, το επιτυχές ή όχι αυτού δεν μπορεί να κριθεί από το Σ.Ι., όπως επισημαίνει στην τοποθέτησή του το μέλος κ. Γ. Ζαλίδης, αλλά από το καθολικό σώμα που θα εκλέξει τον Πρύτανη. Σε κάθε περίπτωση και όλως επικουρικώς το διοικητικό μου έργο και σημαντικό είναι και επιτυχές, με δεδομένη την επανεκλογή μου σε πολλές διοικητικές θέσεις και μάλιστα επαλλήλως. Στην κρίση του βασίζεται και αυτός στις συνεντεύξεις, αλλά και στο όραμά τους. Επαναλαμβάνει ότι οι επιλεγέντες υπερτερούν, καθόσον διαθέτουν σημαντική 22
23 διοικητική εμπειρία μια και ήταν Πρόεδροι και Κοσμήτορες. Η κρίση αυτή βασίζεται σε πλάνη περί τα πράγματα, αφού Κοσμήτορας ήταν μόνο ο Παπαδογιάννης. Κρίνει περαιτέρω ότι η εμπειρία τους αυτή δεν υπολείπεται των άλλων δύο υποψηφίων, που διετέλεσαν Αντιπρυτάνεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ότι ολοκλήρωσα τη θητεία μου ως Αντιπρύτανης το 2010 και από τον Φεβρουάριο 2013 εξελέγην από το σύνολο των μελών ΔΕΠ μέλος του Σ.Ι.. Πέραν του ότι η θητεία μου αυτή δεν ελήφθη διόλου υπόψη, η επανεκλογή μου 2,5 χρόνια περίπου μετά τη λήξη της θητείας μου ως Αντιπρύτανη σημαίνει ότι κρίθηκα από το σύνολο των μελών ΔΕΠ για το έργο μου. Ουδεμία ειδική αιτιολόγηση υπάρχει για την μη λήψη υπόψη της υπεροχής του διοικητικού μου έργου ή, στην περίπτωση που θεωρήθηκε αυτό ως μη αποτελεσματικό ή λιγότερο αποτελεσματικό (αν και δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση), ουδεμία σχετική ειδική αιτιολόγηση υπάρχει. 7) Καθ. R. Hunder, Πρόεδρος του Σ.Ι., καθηγητής του Univercity of Cambridge, καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Το κριτήριο του ακαδημαϊκού κύρους ισχυρίζεται ότι "προσμετρήθηκε με βάση διεθνώς ισχύοντες ακαδημαϊκούς δείκτες, όπως ο αριθμός των δημοσιεύσεων σε διεθνή περιοδικά, ετεροαναφορές (δηλ.citations), συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια κ.κ.ο. ". Θα όφειλε να γνωρίζει ότι αυτοί οι δείκτες αφορούν συγκεκριμένα ερευνητικά πεδία και μόνο ως επιστημονικά κριτήρια του ίδιου γνωστικού αντικειμένου μπορούν να χρησιμοποιηθούν συγκριτικά. Είναι αντίθετο με κάθε ακαδημαϊκή δεοντολογία να αξιολογεί το ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο ενός Χημικού, ένας Φιλόλογος, για του οποίου μάλιστα το ερευνητικό έργο δεν ισχύουν οι διεθνείς δείκτες που αναφέρονται. Προς αποφυγή επαναλήψεων αναφέρομαι σε όσα παραπάνω υποστήριξα σχετικά. Στην κρίση του αυτή ο κ. Hunter δεν αξιολογεί το συγγραφικό, εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο. Συνεχίζοντας ισχυρίζεται ότι "η διοικητική εμπειρία αξιολογήθηκε με βάση την υπηρεσία σε υψηλές διοικητικές θέσεις εντός πανεπιστημίου". Βέβαια, το αποτέλεσμα που έχει εξαχθεί από αυτήν την "αξιολόγηση" δεν αναφέρεται πουθενά. Μάλιστα στο τέλος κρίνει με βάση «το όραμα και την επιθυμία να οδηγήσουν το Πανεπιστήμιο σε νέες κατευθύνσεις», 23
24 κριτήριο που είναι εντελώς αόριστο και υποκειμενικό και ασφαλώς δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο επιλογής. 8) Καθ. Λ. Χριστοφόρου, ομότιμος καθηγητής Univercity of Tennessee, καθηγητής Φυσικής. Για την αιτιολόγηση της ψήφου του επικαλείται τα όσα ανέφεραν οι κ.κ. Παυλίδου και Ταρλατζής. Επιπλέον, κρίνει τους επιλεγέντες κ.κ. Λογοθετίδη και Μήτκα με βάση τη συνεργασιμότητά τους!!! Επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι παρασύρεται και διαπιστώνει ότι ο κ. Παπαδογιάννης υπερτερεί "στη γνώση της διοίκησης και των προβλημάτων του Α.Π.Θ.", προφανώς ως εκ της θέσεώς του ως πρώην Κοσμήτορας. Υπό τη λογική αυτή, η δική μου υποψηφιότητα ως εκ της θέσεώς μου ως πρώην Αντιπρύτανης και νυν εκλεγμένο μέλος του Σ.Ι. υπερτερεί όλων των άλλων. Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι ο κ. Χριστοφόρου δεν προβαίνει σε ουδεμία συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ των πέντε υποψηφίων, αλλά συγκρίνει τους τρεις επιλεγέντες μεταξύ τους, κατατάσσοντάς τους μάλιστα, παρά το νόμο, σε αξιολογική σειρά, αφού προκρίνει τους κ.κ. Λογοθετίδη και Μήτκα λέγοντας ότι: «Είναι κατά την άποψή μου, ό,τι καλό για τη θέση του πρύτανη του ΑΠΘ». 9) Αν. Καθ. Χ. Ελευθεριάδης, Τμήμα Φυσικής Α.Π.Θ. Στην αιτιολόγηση της ψήφου του ΔΕΝ λαμβάνει καθόλου υπόψη τη σημαντική διοικητική εμπειρία. Και τούτο παρά την τοποθέτησή του στη συνεδρίαση του Σ.Ι. αριθμ. 13/14-5- 2014 στην οποία εξέφρασε την άποψη ότι η έκταση της ανάλυσης των στοιχείων κατά κανένα τρόπο δεν αποτελεί στάθμιση της βαρύτητας των στοιχείων και αξιολόγηση της σοβαρότητάς τους. Περαιτέρω, την συγκριτική αξιολόγηση κάνει μόνο για το αναγνωρισμένο κύρος, το οποίο ο ίδιος θεωρεί ότι παρέχει ΜΟΝΟ η εν γένει επιστημονική τους παρουσία (αόριστη έννοια), το συγγραφικό έργο - κυρίως ξενόγλωσσο- (γιατί αυτός ο περιορισμός; Πώς αιτιολογείται;), αλλά και τη συμμετοχή και διοργάνωση διεθνών συνεδρίων. 24