ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ. ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΧΟΛΑΡΓΟΥ»



Σχετικά έγγραφα
Κοιν.: Όπως πίνακας διανοµής ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Πληρ. : Χ. Παπαδοπούλου Τηλ.: c.papadopoulou@thessaloniki.gr

VI) ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Κυρίες και κύριοι να σας ευχαριστήσω θερμά που ανταποκριθήκατε στην. Ανεξάρτητης Αρχής για την παρουσίαση της ειδικής

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΑΠΟΦΑΣΗ 973 /2018. O ήµαρχος Μινώα Πεδιάδας, κ. Ζαχαρίας Καλογεράκης

Υπάλληλοι - εξεταστές για την δοκιμασία προσόντων και συμπεριφοράς των υποψηφίων οδηγών και οδηγών μοτοποδηλάτων, μοτοσικλετών και αυτοκινήτων.

Κέρκυρα 14/12/2015 Αριθµ.Πρωτ.: Θέµα: «Ανάθεση υπογραφής εγγράφων «Με εντολή ηµάρχου» στους Προϊσταµένους οργανικών µονάδων ήµου Κέρκυρας».

Αριθ. Αποφ. 02/2015 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΗΜΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΘΕΜΑ: Μείωση των υπογραφών στις διοικητικές πράξεις και στα διοικητικά έγγραφα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αρκαλοχώρι, 30/09/2016 ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΜΙΝΩΑ ΠΕΔΙΑΔΑΣ Αρ. πρωτ. οικ. : Δ Η Μ Α Ρ Χ Ο Σ ΑΠΟΦΑΣΗ 1489 /2016

Η αναγκαιότητα του Εσωτερικού Ελέγχου στη Δημόσια Διοίκηση

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

«Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ (ΦΕΚ Α )

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Η ΙΑΒΑΘΜΙ ΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

ΘΕΜΑ: «Πρόσληψης προσωπικού µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου (µε αντίτιµο)» ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΟΥ Ο.Π.Ε.Τ.Α.Κ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η αριθ. 8/2013 Ο ήµαρχος Κοµοτηνής

ΤΗΛ , FAX Αθήνα 28 Μαΐου 2008 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Στο σχέδιο νόμου «Ίδρυση Οργανισμού Βιβλίου και Πολιτισμού» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΕΙ ΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ

Πληρ. : Τ. Καραµάνη Τηλ.:

ΕΠΕΙΓΟΝ-FAX ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 2010 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ. Αριθ. Πρωτ.: οικ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η Ε Κ Η Λ Ω Σ Η Σ Ε Ν Ι Α Φ Ε Ρ Ο Ν Τ Ο Σ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7700-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 150/2013

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

8. Τις διατάξεις του Π.Δ. 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισµός των αρµοδιοτήτων του» (Α 213).

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ρόδος 7/11/2014 ΝΟΜΟΣ Ω ΕΚΑΝΗΣΟΥ Αριθµ. Πρωτ.: 1635 Ι ΡΥΜΑ ΗΜΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΗΜΟΥ ΡΟ ΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΑΔΑ: ΒΙΦΓ9-ΟΔ1.

ΘΕΜΑ: Παροχή πρόσθετων διευκρινίσεων για την ερµηνεία και εφαρµογή του άρθρου 24 του ν. 4479/2017 (Α 94).

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΥ ΑΛΙΑΡΤΟΥ ΘΕΣΠΙΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Αθήνα, 13 Μαρτίου 2007 Αρ. Πρωτ.: Χειριστές: Καλλιόπη Λυκοβαρδή Τηλ Έλενα Μάρκου Τηλ

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η Ο ΗΜΟΣ ΣΟΥ ΑΣ. Οι ως άνω 7 θέσεις µερικής απασχόλησης κατανέµονται στους κατωτέρω τοµείς κοινωνικών υπηρεσιών ως ακολούθως :

Αθήνα, 3 Νοεµβρίου 2017 Αριθµ. Πρωτ.:222881/48521/2017

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Για την πρόσληψη προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου με κάλυψη της δαπάνης από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους.

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η Ε Κ Δ Η Λ Ω Σ Η Σ Ε Ν Δ Ι Α Φ Ε Ρ Ο Ν Τ Ο Σ

Απόφαση Α2 757 (ΦΕΚ 2271/Β/ ) Ρύθμιση θεμάτων για την οργάνωση και λειτουργία των Κλιμακίων Ελέγχου Λαϊκών Αγορών και Υπαίθριου Εμπορίου.

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Αθήνα, 8 Αυγούστου 2018 Αριθ. Πρωτ. : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Κύριε εκπρόσωπε του Συμβουλίου της Ευρώπης, Κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 2 Ιουλίου 2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Α.Π:ΥΠΟΙΚ ΕΞ 2015 ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Η ισχύς του π.δ/τος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από

Υπηρεσιών.. µε θέµα «ΟΡΙΣΜΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

6/ 1 / / 8 /2014

Ο Χάρτης του εθελοντισµού προς τα παιδιά στην Ελλάδα του 21 ου αιώνα

Πληρ. : Β. Πασχαλίδου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

(Φ.Ε.Κ. 79/Α/ )

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ

Κ Α Λ Ε Ι Ε Ν Ι Α Φ Ε Ρ Ο Μ Ε Ν Ο Υ Σ Γ Ι Α Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Ω Σ Ε Ι Ι Κ Ο Ι Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Τ Ε Σ Μ Ε «Υ Π Η Ρ Ε Σ Ι Α Κ Η Α Ν Ε Ξ Α Ρ Τ Η Σ Ι Α»

ΕΙΣΗΓΗΣΗ. ΜΕΤΑΤΑΞΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥΣ ΟΤΑ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ν. 3852/2010

INFORMATICS DEVELOPMEN T AGENCY

1. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΧΩΡΙΣ Α ΕΙΑ

ΘΕΜΑ: Οδηγίες προς τις Πρωτοβάθµιες Επιτροπές του Ν.2643/1998 για τις τοποθετήσεις στις θέσεις εργασίας της προκήρυξης έτους 2002.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 03 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

5 η Διδακτική Ενότητα Οι βασικές αρχές και η σημασία της Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού στην περίπτωση των τουριστικών επιχειρήσεων

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ (Λήξη προθεσμίας διαβούλευσης ) τoυ Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠ.Ε.Ι.Α.

Διοικητικό Δίκαιο. Αρμοδιότητα. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΗΜΟΥ ΕΡΕΤΡΙΑΣ ΗΜΟΣΙΑ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ Α ΦΑΣΗΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ» ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΑΝΑΘΕΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΤΡΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ»

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Η ΣΧΟΛΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (ΓΚΠΔ) GENERAL DATA PROTECTION REGULATION 2016/679

ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΙΚΩΝ & ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΠΕ

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

22η ιδακτική Ενότητα ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ράσεις περιβαλλοντικού ισοζυγίου»

Proslipsis.gr. Το Σχέδιο Νόµου. ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ «Αναδιοργάνωση της δηµοτικής αστυνοµίας και ρυθµίσεις λοιπών θεµάτων αρµοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών»

Συνηµµένο και Παραρτήµατα

Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η 5/2014

«Ορισµός Αντιδηµάρχων και µεταβίβαση αρµοδιοτήτων» ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ήµαρχος Βοΐου

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Ε.Μ.Δ.Υ.Δ.Α.Σ. ΕΥΒΟΙΑΣ

ΑΔΑ: ΒΙΥ09-Τ93 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΕΝΙΑΙΟΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ

για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ για την υλοποίηση του ευρωπαϊκού προγράµµατος Η ΗΜΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΒΟΪΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ήµαρχος Θεσσαλονίκης

Οι θέσεις της Α Βάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την Διοικητική Οργάνωση των Δήμων

Ο ΗΜΑΡΧΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ. ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΧΟΛΑΡΓΟΥ» ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΠΟΥ ΑΣΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΠΑΣ Β` ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΑΘΗΝΑ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία πραγµατεύεται το θεσµικό ρόλο της ηµοτικής Αστυνοµίας στην Ελλάδα. Η πρώτη θεσµοθέτησή της έγινε στις αρχές της δεκαετίας του `80 υπό την µορφή Ειδικής Υπηρεσίας, υπαγόµενης στους πρωτοβάθµιους ΟΤΑ. Εν συνεχεία ακολούθησε η διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας, που είχε ως απώτερο σκοπό τον εκσυγχρονισµού του διοικητικού µηχανισµού, ώστε να µπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην σταδιακή εκχώρηση αρµοδιοτήτων προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Με το ισχύον Σύνταγµα του 1975/1986/2001 καθιερώθηκε το αποκεντρωτικό σύστηµα διοίκησης και διασφαλίζεται πλέον ρητά το τεκµήριο αρµοδιότητας των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Σ` αυτό το πλαίσιο διοικητικής αναδιάρθρωσης επανέρχεται ο θεσµός της «ηµοτικής Αστυνοµίας», ο οποίος συστήθηκε αρχικά το 1995 και αναβαθµίζεται το 2002, µε τη θέσπιση του νοµικού πλαισίου, όπου προσδιορίζονται οι αρµοδιότητες και ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων του προσωπικού της. Καθορίζονται επίσης ζητήµατα πρόσληψης, εκπαίδευσης και επιµόρφωσης των υπαλλήλων της ηµοτικής Αστυνοµίας. Ως νέος θεσµός αστυνόµευσης που δραστηριοποιείται σε τοπικό επίπεδο στοχεύει στην ενσωµάτωσή του στην κοινωνία, δηµιουργώντας κλίµα αµοιβαίας εµπιστοσύνης και συνεννόησης µε την τοπική κοινότητα, µιας και πρόκειται για έναν θεσµό που δεν θα έχει µόνο ελεγκτικό, αλλά και κοινωνικό ρόλο. Η αποτελεσµατικότητα του νέου αυτού θεσµού αστυνόµευσης έγκειται στο βαθµό αποδοχής του από τους πολίτες, αλλά και κατανόησης του νέου θεσµικού ρόλου τον οποίο καλείται να υπηρετήσει. Για την αποτελεσµατική άσκηση των καθηκόντων του προβλέπεται θεσµικά για το προσωπικό του να τηρεί ορισµένες γενικές αρχές, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας, της επιείκιας και της ίσης µεταχείρισης. Πρόκειται συνεπώς για έναν θεσµό φιλικό προς τον πολίτη, που αποβλέπει στην βελτίωση της καθηµερινότητάς του. Στην εργασία αναλύεται επίσης η σηµασία των ηµοσίων Σχέσεων στην εκπλήρωση του θεσµικού του ρόλου. Γίνεται αντιδιαστολή της δικαστικής και διοικητικής αστυνόµευσης, δεδοµένου του µικτού ρόλου που έχει η ηµοτική Αστυνοµία σήµερα, δρώντας µε προληπτικά, αλλά και µε κατασταλτικά µέσα. Επιχειρείται ακόµα µία προσέγγιση µε άλλους φορείς αστυνόµευσης σε τοπικό επίπεδο, µε ιδιαίτερα έµφαση στο θεσµό της Αγροφυλακής και διερευνάται η µεταξύ τους θεσµική σχέση. Μία άλλη προσέγγιση του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας αποτυπώνεται µέσα από την σύγκριση του θεσµού µε αντίστοιχους της αλλοδαπής, επικεντρώνοντας κυρίως στον 2

αντίστοιχο θεσµό που υπάρχει στη Γερµανία, δηλαδή σε ένα οµοσπονδιακό κράτος µε διαφορετική διοικητική διάρθρωση από την Ελλάδα. Εν συνεχεία προσεγγίζεται ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας µέσα από την παρουσίαση της Μελέτης Περίπτωσης της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού. Επειδή στελεχώνεται από ολιγοµελή προσωπικό αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγµα δράσης και λειτουργίας του θεσµού σε ένα µεγάλο αστικό κέντρο, όπως είναι η πρωτεύουσα. Μέσα από τη µελέτη περίπτωσης σκιαγραφούνται καλύτερα τα προβλήµατα που ταλανίζουν το νέο θεσµό και επικεντρώνονται στη διαµόρφωση της φυσιογνωµίας και της ταυτότητας που θέλει να προσδώσει ο νοµοθέτης στο συγκεκριµένο θεσµό και στη σύγχυση που παρατηρείται από τις αλληλοεπικαλύψεις αρµοδιοτήτων µε τους άλλους φορείς αστυνόµευσης. Για το λόγο αυτό προτείνονται µέτρα βελτίωσης και εµπλουτισµού του θεσµού, ώστε να γίνει µία πληρέστερη αποτίµησή του και να εξαχθούν ασφαλέστερα συµπεράσµατα αναφορικά µε τον θεσµικό του ρόλο. ΛΕΞΕΙΣ- ΚΛΕΙ ΙΑ Αγροφυλακή Ανακριτικά καθήκοντα Αρχή της αναλογικότητας ηµόσιες Σχέσεις ηµοτική Αστυνοµία ιαδηµοτική Αστυνοµία ικαστική Αστυνόµευση ιοικητική Αστυνόµευση Ειδικό ένστολο προσωπικό Επιστηµονικό προσωπικό Τεκµήριο αρµοδιότητας Τοπικά Συµβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας Τοπικός Αστυνοµικός 3

SUMMARY The current study deals with the institutional role of the Municipal Police in Greece. The first institutionalization took place at the beginning of the 80`s in the form of a Special Service, incorporated in the first degree of local government. In parallel with it, there was an administrative reconstruction whose ultimate goal was to modernize the administrative mechanism so as to respond to the real needs of the society more efficiently, which ultimately led to the gradual delegation of authority to the local government. Pursuant to the current Constitution of 1975/1986/2001, subsidiary was established and the jurisdiction of the local government over the management of local issues is explicitly secured. In this context of administrative reconstruction, the institution of Municipal Police, which was originally introduced in 1995 and amended in 2002 as regards the legal frame defining the responsibilities and the ways to discharge the personnel s duties, is reintroduced. Additionally, matters of employment, education and training of the staff are determined. As a new form of police force acting on a local basis, it aims at its integration in the local community, creating a sense of mutual trust and cooperation, for it will play not only a policing but also a social role. Its effectiveness lies in the acceptance of this new police force and the appreciation of the new institution it is meant to serve. As for the effective discharge of duties, the personnel are expected to maintain certain general principles, such as those of proportionality, leniency and equal treatment. It is a citizen-friendly institution, which aims to improve their daily routines. The importance of Public Relations to the fulfillment of its cause is highlighted. Furthermore, there is a differentiation between judicial and administrative policing, bearing in mind the double role the Municipal Police has today, that is, acting by means of precaution and repression. An approach to other forms of local police force is made, placing emphasis on the institution of Rural Police as well as examining their institutional relation. Another approach to the institution of the Municipal Police is made when comparing it to equivalent foreign institutions, placing greater emphasis on the equivalent institution in Germany, which is a federal country with a different administration from Greece. A case-study of the Police in the Municipality of Cholargos, is presented. Comprising few members, it is a typical example of operating in a large urban area that is the capital. 4

Through the case-study, the problems encountered by the new institution are better outlined, focusing on the profile the legislator attempts to attribute to the specific institution and the confusion that occurs due to the conflict of jurisdiction among various force of police force. It is recommended that improvement measures and amendments are introduced, so that a fuller evaluation and more reliable conclusions can be deduced. KEY-WORDS Administrative policing Intermunicipal Police Inquisitive duties Legal policing Local Delinquency s Prevention Council Local Police Officer Municipal Police Presumption of competence Proportionality principle Public Relations Rural Police Scientific personnel Special uniformed personnel 5

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Εισαγωγή... 8 2: Το θεσµικό πλαίσιο της ηµοτικής Αστυνοµίας... 12 2.1. Ιστορική Αναδροµή... 12 2.2. Η εξέλιξη του νοµοθετικού πλαισίου... 13 2.2.1. Υφιστάµενο Νοµοθετικό Πλαίσιο... 14 3. Οργάνωση της ηµοτικής Αστυνοµίας... 18 4. Προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας... 19 4.1. Το θέµα των ποσοστώσεων... 21 5. Εκπαίδευση και επιµόρφωση της ηµοτικής Αστυνοµίας... 22 6. Τρόπος άσκησης αρµοδιοτήτων από το ειδικό ένστολο προσωπικό. Αρχές που διέπουν τη δράση του... 25 7. ιαδηµοτική Αστυνοµία... 29 8. Θεσµοί αστυνόµευσης και καταγραφής εγκληµατικότητας σε τοπικό επίπεδο... 31 8.1. Ο Κοινοτικός Αστυνόµος... 32 8.2. Η περίπτωση της Αγροφυλακής... 33 9. Κριτήρια επιλογής Ο.Τ.Α. για σύσταση και λειτουργία υπηρεσίας ηµοτικής Αστυνοµίας... 35 10. Η ένταξη των ηµοσίων Σχέσεων στη λειτουργία της ηµοτικής Αστυνοµίας... 36 10.1. υσκολίες για την ανάπτυξη θετικών ηµοσίων Σχέσεων... 37 10.2. Αντιπροσωπευτικές διαδικασίες προβολής και βελτίωσης της δηµόσιας εικόνας της ηµοτικής Αστυνοµίας... 38 11. Σύγκριση θεσµικού ρόλου ηµοτικής Αστυνοµίας µε αντίστοιχες υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.)... 40 11.1. Η ηµοτική Αστυνοµία στη Γερµανία... 40 11.2. Η ηµοτική Αστυνοµία σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες... 43 12. Μελέτη περίπτωσης: Η ηµοτική Αστυνοµία του ήµου Χολαργού... 45 12.1. Ίδρυση, οργάνωση και στελέχωση της υπηρεσίας... 46 12.2. Αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού... 48 12.3. Εκθέσεις πεπραγµένων της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού... 49 12.4. Το όραµα της πολιτικής ηγεσίας της ηµοτικής Αστυνοµίας... 52 12.5. Υφιστάµενα προβλήµατα της υπηρεσίας... 53 12.6. Προτάσεις βελτίωσης... 54 6

12.7. Επίµετρο... 55 13. Αποτίµηση του θεσµού και των δυσλειτουργιών της ηµοτικής Αστυνοµίας... 57 13.1. Η φυσιογνωµία της ηµοτικής Αστυνοµίας... 57 13.2. Αλληλοεπικαλύψεις και συντρέχουσες αρµοδιότητες... 59 14. Προτάσεις εµπλουτισµού του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας... 62 15. Τελευταίες εξελίξεις σχετικά µε το θεσµό της ηµοτικής Αστυνοµίας... 68 16. Συµπεράσµατα... 74 Πίνακας Συντµήσεων και Συντοµογραφιών... 77 Πίνακας Εικονογράφησης (Εικόνων και Πινάκων)... 78 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 79 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 81 7

«Ο θεσµικός ρόλος της ηµοτικής Αστυνοµίας. Μελέτη περίπτωσης της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού». 1. Εισαγωγή Ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας δηµιουργήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα µε την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όπου ανέλαβε καθήκοντα τοπικής αστυνόµευσης. Η έντονη ωστόσο αστικοποίηση οδήγησε το θεσµό στην κατάργησή του, µιας και δεν µπορούσε να συµβαδίσει µε τις τρέχουσες ιστορικές εξελίξεις και να ικανοποιήσει τις αυξηµένες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Στη σηµερινή εποχή, οι ίδιοι λόγοι, σε συνδυασµό µε τις τάσεις αποκέντρωσης στο διοικητικό µηχανισµό της χώρας και των οργανωτικών αλλαγών που απαιτούνταν στον τοµέα της αστυνόµευσης οδήγησαν στην ανάγκη επαναφοράς του θεσµού. Τελικά συστήθηκε µε το άρθρο 24 3 του Π.. 410/1995, ως υπηρεσία τοπικής αστυνόµευσης υπαγόµενη στους πρωτοβάθµιους Ο.Τ.Α.. Ακολουθούν νοµοθετικές πρωτοβουλίες µε σκοπό την αναβάθµιση του θεσµού, τον προσδιορισµό των αρµοδιοτήτων του και την αναδιαµόρφωση του συστήµατος πρόσληψης του προσωπικού του. Ωστόσο ο θεσµός δεν έχει ακόµα εµπεδωθεί από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, ενώ και το ισχύον νοµικό πλαίσιο λειτουργίας του παρουσιάζει ασάφειες, αλληλοεπικαλύψεις και δηµιουργεί συγχύσεις καθιστώντας το θεσµό δυσλειτουργικό. Ήδη, το νοµικό πλαίσιο που διέπει το φορέα βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης, ώστε να µπορέσει ο νεοπαγής θεσµός να εκπληρώσει την αποστολή του, που συνίσταται στην αστυνόµευση σε τοπικό επίπεδο, µέσα όµως από ένα πλαίσιο αµοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας µε την τοπική κοινωνία. Σκοπός της εργασίας αποτελεί η παρουσίαση του θεσµού µέσα από την ιστορικότητά του, ώστε να καταστεί κατανοητή η αναγκαιότητα επανεµφάνισής του καθώς και το ευρύτερο πλαίσιο διοικητικών αλλαγών, που ανέδειξε την ανάγκη επανασύστασης του θεσµού. Μέσα από την καταγραφή των αρµοδιοτήτων που ασκεί, την ιδιαίτερη σχέση του µε την τοπική κοινωνία και των σχέσεών του µε τους υπόλοιπους φορείς αστυνόµευσης αναδεικνύεται ο νέος θεσµικός ρόλος που αποσκοπεί να προσδώσει στο θεσµό ο κοινός νοµοθέτης. Στόχος της έρευνας αποτελεί η ανάδειξη του ρόλου που καλείται να επιτελέσει η ηµοτική Αστυνοµία µέσα από τον ελεγκτικό της ρόλο, αλλά και την ενασχόλησή του µε τα προβλήµατα και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, ως φορέας ενός νέου µοντέλου αστυνόµευσης. Καταγράφονται επίσης και αναλύονται τα προβλήµατα που προκύπτουν κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του, η δυνατότητα ανάληψης νέων καθηκόντων και η εν γένει 8

ανάγκη σαφής θεσµικής οριοθέτησης των αρµοδιοτήτων και της φυσιογνωµίας του επανεµφανιζόµενου θεσµού. Η µεθοδολογία που χρησιµοποιήθηκε µπορεί να επιµεριστεί σε δύο ενότητες: στις κύριες πηγές άντλησης στοιχείων και στις δευτερεύουσες- συµπληρωµατικές πηγές. Στις κύριες πηγές άντλησης στοιχείων συγκαταλέγονται: Α). Η Νοµοθεσία (Νόµοι, Π.., Υ.Α., αλλά και εισηγητικές εκθέσεις των Νόµων), η οποία ρυθµίζει τις αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας, το σύστηµα πρόσληψης και εκπαίδευσης του προσωπικού της, τις γενικές αρχές που διέπουν το φορέα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά και τις εν γένει τάσεις που διαµορφώνονται σχετικά µε τη φυσιογνωµία και την ταυτότητα που θέλει να προσδώσει στο θεσµό ο κοινός νοµοθέτης. Β). Η Μελέτη, που παρήγγειλε το ΥΠ.ΕΣ...Α. από την Ε.Ε.Τ.Α.Α. σχετικά µε την σύσταση και οργάνωση του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας και η οποία αποτελεί τη βασικότερη πηγή επιστηµονικής και συστηµατικής πληροφόρησης όσον αφορά το θεσµό, παρέχοντας στατιστικά στοιχεία, αξιολόγηση υφιστάµενης κατάστασης και προτάσεις για την εσωτερική οργάνωση, τη στελέχωση και τη λειτουργία του θεσµού. Γ). Η Βιβλιογραφία αποτέλεσε βασική πηγή για την καταγραφή των θεωρητικών προσεγγίσεων του θεσµού και του ευρύτερου πλαισίου αστυνόµευσης, στο οποίο εντάσσεται. ). Οι συνεντεύξεις µε το προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας παρείχε πλούσιο πρωτογενές υλικό, αναδεικνύοντας τα πραγµατικά προβλήµατα και τις βασικές ανάγκες που αντιµετωπίζουν οι φορείς πραγµάτωσης των στόχων του θεσµού, καταγράφοντας τις απόψεις τους και τις µελλοντικές ανησυχίες και επιδιώξεις τους. Ε). Τα υπηρεσιακά έγγραφα, όπως είναι οι ετήσιες εκθέσεις πεπραγµένων της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού, η χάρτα κανόνων συµπεριφοράς του προσωπικού της, οι αρµοδιότητες και τα καθήκοντα του προϊσταµένου ιεύθυνσης της ηµοτικής Αστυνοµίας, καθώς και η διάρθρωση και οι αρµοδιότητες του προσωπικού εσωτερικής και εξωτερικής υπηρεσίας αποτέλεσαν χρήσιµο πρωτογενές υλικό κατανόησης του θεσµού. Επίσης, το οργανόγραµµα της υπηρεσίας, ο κανονισµός λειτουργίας της, ο κανονισµός σπουδών των Σχολών της ηµοτικής Αστυνοµίας και το αναλυτικό πρόγραµµα εκπαίδευσης των ηµοτικών Αστυνοµικών στις Σχολές Εκπαίδευσης προσέφεραν αρκετές πληροφορίες και χρήσιµα δεδοµένα, συντελώντας στην πρόσκτηση µιας σφαιρικής άποψης λειτουργίας του θεσµού. ΣΤ). Οι αναφορές των πολιτών προς την Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Πολίτη παρείχε χρήσιµο πρωτογενές υλικό σχετικά µε την διαχρονική εξέλιξη υποθέσεων των πολιτών, που αφορούσαν το θεσµό και τις αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας. 9

Στις δευτερεύουσες- συµπληρωµατικές πηγές άντλησης στοιχείων συγκαταλέγονται: Α). Τα άρθρα και οι αναφορές στον ηµερήσιο και περιοδικό τύπο. Β). Οι διαδικτυακοί ιστότοποι προσέφεραν χρήσιµες πληροφορίες άντλησης στοιχείων, ιδίως για τις τελευταίες τάσεις σχετικά µε τον θεσµό της ηµοτικής Αστυνοµίας, καθώς και για την σύγκριση του θεσµού µε αντίστοιχους στον ευρωπαϊκό χώρο. Γ). Το ποινικό και διοικητικό δίκαιο παρείχε το νοµικό υπόβαθρο άντλησης πολύτιµων στοιχείων σχετικά µε τη διάκριση της διοικητικής και δικαστικής αστυνόµευσης και κατ` επέκταση µε τη φυσιογνωµία του θεσµικού ρόλου του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας. Η υπόθεση εργασίας βασίζεται στην µελέτη και παρουσίαση της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού. Αποτελεί µία υπηρεσία ολιγοµελή (οκτώ άτοµα προσωπικό) και γι` αυτό το λόγο πιο αντιπροσωπευτική όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας και των προβληµάτων και δυνατοτήτων που παρουσιάζει ο θεσµός στις τοπικές κοινωνίες της χώρας µας (ιδίως για τα αστικά κέντρα). Μέσα από την παρουσίαση του οργανογράµµατος της υπηρεσίας, των αρµοδιοτήτων που ασκεί, από τις εκθέσεις πεπραγµένων της και τις συνεντεύξεις µε το προσωπικό της αναδεικνύονται τα προβλήµατα και οι δυνατότητες του θεσµού, που βρίσκεται ακόµα υπό διαµόρφωση και εξέλιξη, µέσα από την οπτική γωνία των κύριων φορέων έκφρασης και λειτουργίας του θεσµού. Όσον αφορά τη διάρθρωση των κεφαλαίων έχει την εξής δοµή: Αρχικά, παρουσιάζεται το θεσµικό πλαίσιο λειτουργίας του θεσµού, µέσα από µία συνοπτική ιστορική αναδροµή του θεσµού, του νοµοθετικού πλαισίου που τον διέπει µέσα από την ιστορική εξέλιξή του, της διοικητικής διάρθρωσης και των ζητηµάτων σχετικά µε το προσωπικό του, την εκπαίδευσή του και την παρουσίαση των παράλληλων προς αυτόν θεσµών αστυνόµευσης σε τοπικό επίπεδο. Αναλύεται ακόµα το ζήτηµα των ηµοσίων Σχέσεων και η σηµασία του στη διαµόρφωση της φυσιογνωµίας του νέου θεσµού αστυνόµευσης, που θα βασίζεται στην επίλυση των προβληµάτων και αναγκών της τοπικής κοινωνίας, µέσα από την συνεργασία και την αµοιβαία κατανόηση µαζί της. Εν συνεχεία, παρουσιάζονται αντίστοιχοι θεσµοί αστυνόµευσης σε τοπικό επίπεδο στον ευρωπαϊκό χώρο, µε ιδιαίτερη έµφαση στους αντίστοιχους θεσµούς στη Γερµανία, δηλαδή σε ένα κράτος µε οµοσπονδιακό χαρακτήρα και διαφορετική διοικητική διάρθρωση από την Ελλάδα. Ακολουθεί η παρουσίαση της µελέτης περίπτωσης της ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Χολαργού. Στο επόµενο κοµµάτι παρουσιάζονται οι κυριότεροι προβληµατισµοί που προκύπτουν από την παρουσίαση και ανάλυση του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας. Οι συγκεκριµένοι 10

προβληµατισµοί επικεντρώνονται στην καθορισµό της φυσιογνωµίας του θεσµού, που βρίσκεται ακόµα υπό διαµόρφωση και στα προβλήµατα λειτουργίας του εξαιτίας των αλληλοεπικαλύψεων και της σύγχυσης στις αρµοδιότητες που υπάρχει µεταξύ της ηµοτικής Αστυνοµίας και των υπολοίπων φορέων αστυνόµευσης. Στο τελευταίο τµήµα της εργασίας προτείνονται µέτρα βελτίωσης και εµπλουτισµού του θεσµού, παρουσιάζονται οι τελευταίες νοµοθετικές εξελίξεις και διαφαινόµενες τάσεις, που αφορούν το θεσµό, ώστε να µπορούν να εξαχθούν όσο το δυνατόν ασφαλέστερα συµπεράσµατα, σχετικά µε τον νεοπαγή θεσµό και τον θεσµικό ρόλο που θέλει να του προσδώσει ο νοµοθέτης, αλλά και µε αυτόν που θα ικανοποιούσε αποτελεσµατικότερα τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις της κοινωνίας, ιδίως σε τοπικό επίπεδο. 11

2: Το θεσµικό πλαίσιο της ηµοτικής Αστυνοµίας 2.1. Ιστορική Αναδροµή Ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας έχει τις ρίζες του στις απαρχές δηµιουργίας του νεοελληνικού κράτους. Συγκεκριµένα, κατά την πρώτη εθνική συνέλευση (9/1/1822) συστήθηκαν οκτώ Υπουργεία, στα οποία συµπεριλαµβανόταν και Υπουργείο Αστυνοµίας. 1 Με το βασιλικό διάταγµα του 1833 συστήθηκαν οι ήµοι και οι Κοινότητες, στις οποίες ανατέθηκε αστυνοµική εξουσία, ενώ το ίδιο έτος δηµιουργήθηκε το σώµα της Χωροφυλακής. Εν συνεχεία, µε το Β.. της 31/12/1836 «περί ηµοτικής Αστυνοµίας» ιδρύθηκε η ηµοτική Αστυνοµία, που διαιρέθηκε σε δικαστική και διοικητική και είχε ως προϊστάµενη αρχή το δήµαρχο. Ωστόσο ο συγκεκριµένος αστυνοµικός τύπος εκφυλίστηκε σταδιακά (Παπακωνσταντής, 2003 σελ.119). Το 1849 ιδρύθηκε η ιοικητική Αστυνοµία στην Αθήνα και στον Πειραιά. Η αυξανόµενη αστυφιλία, µε τα σοβαρά προβλήµατα τάξης, που ανέκυψαν, οδήγησαν στην κατάργηση τόσο της ιοικητικής, όσο και της ηµοτικής αστυνοµίας το 1893. Αντικαταστάθηκαν από ένα νέο για όλο το κράτος σώµα, που ονοµάστηκε Στρατιωτική Αστυνοµία ή Αστυφυλακή. Το 1906 καταργείται και η Αστυφυλακή και αναλαµβάνει η Χωροφυλακή το έργο της αστυνόµευσης. Τα ταραγµένα χρόνια που ακολούθησαν, έχουµε αρχικά διάκριση Χωροφυλακής και Αστυνοµίας (1918) και εν συνεχεία την ίδρυση της Αστυνοµίας Πόλεων, που ήταν στα πρότυπα της Μητροπολιτικής Αστυνοµίας του Λονδίνου, χωρίς ωστόσο στρατιωτικό χαρακτήρα (Παπακωνσταντής, 2003 σελ. 124). Τελικά, η Αστυνοµία και η Χωροφυλακή ενοποιούνται το 1984, δηµιουργώντας την νέα ενιαία Αστυνοµία. Η ενοποίηση των δύο Σωµάτων Ασφαλείας αποτέλεσε το υπόβαθρο της «πρώτης µεγάλης µεταρρυθµιστικής κρατικής παρέµβασης, µε σκοπό τον εκσυγχρονισµό και τον εκδηµοκρατισµό της Αστυνοµίας», αυξάνοντας παράλληλα και την αποτελεσµατικότητα του αστυνοµικού έργου (Παπαϊωάννου, 2006 σελ.19). Σ` αυτό το πλαίσιο αναµόρφωσης της ελληνικής διοίκησης, βασικό συστατικό της οποίας αποτελούσε η σταδιακή ολοένα και περισσότερη εκχώρηση αρµοδιοτήτων προς την τοπική αυτοδιοίκηση επανεµφανίζεται ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας. Αρχικά προβλέπεται η 1 Έγγραφο της 24/9/1825 µε τίτλο «προσωρινά καθήκοντα των γενικών αστυνόµων» µεταξύ των άλλων αναφέρει: «να επαγρυπνεί..δια την ευταξίαν και ευνοµίαν της επαρχίας και την ασφάλειαν της ζωής, της τιµής και της ιδιοκτησίας εκάστου πολίτη», στο Παπακωνσταντής Γ., 2003, σελ.116. 12

δυνατότητα σύστασης µέσω του Οργανισµού Εσωτερικής Υπηρεσίας, Ειδικής Υπηρεσίας από τους ήµους και τις Κοινότητες (Π.. 434/1982), για την επιβολή προστίµων στη στάθµευση των οχηµάτων, που είχε προσφάτως ανατεθεί στις αρµοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης. 2 Εν συνεχεία, ο προηγούµενος, πια, ηµοτικός και Κοινοτικό Κώδικας (Π.. 410/1995) αποτελεί και τον ιδρυτικό της συγκεκριµένης Υπηρεσίας, µιας και προβλέπει τη συγκρότηση ηµοτικής Αστυνοµίας. 2.2. Η εξέλιξη του νοµοθετικού πλαισίου Ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας εφαρµόζεται σε εκτέλεση του άρθρου 24 3 του Π.. 410/1995. Συγκεκριµένα µε την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ορίζεται ότι η διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων ανήκει στην αρµοδιότητα των δήµων και κοινοτήτων, µε ενδεικτική απαρίθµηση ορισµένων αρµοδιοτήτων. 3 Στην επόµενη παράγραφο ορίζεται ότι για την άσκηση της αρµοδιότητας της περίπτωσης ιε της παραγράφου 1 4 ο δήµος µπορεί να προβλέπει στον οργανισµό εσωτερικής υπηρεσίας τη συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας. Η παράγραφος 3 αναφέρεται συγκεκριµένα στην ειδική υπηρεσία ως «ηµοτική Αστυνοµία». Είχε προηγηθεί βεβαίως ο Νόµος 1065/1980, στον οποίο ορίζεται ότι οι Ο.Τ.Α. µπορεί να συγκροτήσουν ειδική υπηρεσία για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων που αφορούν µεταξύ των άλλων και την κυκλοφορία και στάθµευση των οχηµάτων, έχοντας µάλιστα τη δυνατότητα επιβολής προστίµων. (άρθρο 26 2 του Ν. 1065/1980). Κατ` εξουσιοδότηση του παραπάνω νόµου εκδόθηκε το Π.. 434/1982, που αναφέρονταν στις αρµοδιότητες του προσωπικού της Ειδικής Υπηρεσίας των ήµων και Κοινοτήτων. Ακολούθησε η σύσταση της ηµοτικής Αστυνοµίας µε το Π.. 410/1995. Η αναδιάρθρωση του κράτους µε σκοπό την προσαρµογή των λειτουργιών του στα νέα δεδοµένα, οδήγησε σε διοικητική αναδιάρθρωση, που επηρέασε και την τοπική αυτοδιοίκηση και κατ` επέκταση και τις αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας. Σ` αυτό το πλαίσιο ο Νόµος 2503/1997 αναµορφώνει το ελληνικό διοικητικό πλαίσιο ενισχύοντας την περιφέρεια 2 Άρθρο 24 του Νόµου 1065/1980. 3 Ενδεικτικά αναφέρονται: λειτουργία εµποροπανηγύρεων, η χορήγηση αδειών µικροπωλητών και λειτουργίας κυλικείων σε κοινόχρηστους χώρους κοκ., άρθρο 24 1 του Π.. 410/1995. 4 Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την καθαριότητα, την κυκλοφορία και στάθµευση των οχηµάτων, την οικοδόµηση, την ύδρευση, την άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, την ρύπανση των θαλασσών από πηγές ξηράς, την προστασία των επίγειων και υπόγειων υδάτινων αποθεµάτων και την προστασία του περιβάλλοντος (περίπτωση ιε της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Π.. 410/1995). 13

και την αυτοδιοίκηση. Το άρθρο 11 του νόµου 2503/1997 τροποποιεί τις αρµοδιότητες τις ηµοτικής Αστυνοµίας, 5 όπως και στη συνέχεια το άρθρο 26 1 του Νόµου 2819/2000. Με το Π.. 23/2002, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 11 του Νόµου 2503/1997 καταργήθηκαν τα Π.. 434/1982 και 592/1984. 2.2.1. Υφιστάµενο Νοµοθετικό Πλαίσιο Η λειτουργία της συγκεκριµένης υπηρεσίας, οι αρµοδιότητες του προσωπικού, το σύστηµα προσλήψεων και οι υποχρεώσεις του προσωπικού που την στελεχώνει ρυθµίζονται από µια πληθώρα νοµοθετηµάτων 6, εκ των οποίων ιδιαίτερη έµφαση πρέπει να δοθεί στο Π.. 23/2002 που, σε συνδυασµό µε το άρθρο 35 12 του Νόµου 3274/2004. ρυθµίζει τις αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας. Οι αρµοδιότητες για τις οποίες έχει την ευθύνη άσκησής τους η ηµοτική Αστυνοµία σύµφωνα µε το άρθρο 2 του Π.. 23/2002, µπορούν να οµαδοποιηθούν στις εξής θεµατικές: 1. Έλεγχοι των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδουν τα ηµοτικά ή Κοινοτικά Συµβούλια. 2. Έλεγχοι κυκλοφορίας και στάθµευσης οχηµάτων. 3. Έλεγχοι καταστηµάτων, επιχειρήσεων και επαγγελµάτων. 4. Έλεγχοι για την προστασία του περιβάλλοντος, την καθαριότητα και την αισθητική των πόλεων. 5. Έλεγχοι οικοδοµών. 6. Έλεγχοι κοινόχρηστων χώρων και πλανόδιου εµπορίου. 7. Φύλαξη δηµοτικής περιουσίας και αρµοδιότητες Αγροφυλακής σε τοπικό επίπεδο. 8. ιοικητικές αρµοδιότητες. Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, οι αρµοδιότητες που έχουν ανατεθεί στη ηµοτική Αστυνοµία σύµφωνα µε το Π.. 23/2002 είναι ποικίλες και σχετίζονται µε πολλά αντικείµενα ελέγχου, που ρυθµίζονται από µία εκτεταµένη νοµοθεσία. Ενδεικτικά αναφέρονται: Κώδικας ήµων και Κοινοτήτων 5 «Οι ελεγκτικές αρµοδιότητες των Ο.Τ.Α. ασκούνται από τη δηµοτική αστυνοµία, την οποία µπορούν να συστήνουν οι δήµοι», αναφέρει το άρθρο 11 της Εισηγητικής έκθεσης του Νόµου 2503/1997. 6 Το συνολικό νοµοθετικό πλαίσιο που διέπει το φορέα βρίσκεται στο Παράρτηµα. 14

Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας Υγειονοµικός Κανονισµός Γενικός Οικοδοµικός Κανονισµός Ποινικό ίκαιο και Ποινική ικονοµία ιοικητικό ίκαιο Ωστόσο, από τις παραπάνω αρµοδιότητες η ηµοτική Αστυνοµία ασκεί υποχρεωτικά τις δώδεκα (12) και συγκεκριµένα αυτές των περιπτώσεων 1,2,3,6,10,12,13,16,26,29,31 και 33. 7 Οι συγκεκριµένες αρµοδιότητες είναι οι ακόλουθες: 1. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που διέπουν την καθαριότητα, την κυκλοφορία και στάθµευση των οχηµάτων, την οικοδόµηση, την ύδρευση, την άρδευση, την αποχέτευση, την ηχορύπανση, τη ρύπανση των θαλασσών από πηγές ξηράς, την προστασία των επίγειων υδάτινων αποθεµάτων και την προστασία του περιβάλλοντος (περίπτωση 1) 2. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία των εµποροπανηγύρεων (περίπτωση 2). 3. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη λειτουργία των πάσης φύσεως επιτηδευµάτων και επαγγελµάτων (περίπτωση 3). 4. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την δραστηριότητα γενικά των µικροπωλητών και τη λειτουργία κυλικείων σε κοινόχρηστους χώρους (άλση, κήπους κ.λπ.) {περίπτωση 6}. 5. Ο έλεγχος για την εφαρµογή των διατάξεων για την κοινή ησυχία, την καθαριότητα και αισθητική των πόλεων, ευκοσµία και ευταξία [Αστ. διατάξεις 6/1996, (Β 1028) και 3/1996, (Β 15) άρθρο 17 της Υγειονοµικής ιάταξης Υ1β/2000/1995 και άρθρο 417 Π.Κ.,(Β 343)] {περίπτωση 10}. 6. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την στάθµευση οχηµάτων [άρθρο 34 του ν.2696/1999 K.O.K., 8 (Α 57)] {περίπτωση 12}. 7. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τη σήµανση των εργασιών που εκτελούνται στις οδούς [άρθρο 9 του ν.2696/1999, (Α 57)] {περίπτωση 13}. 7 Το σύνολο των αρµοδιοτήτων της ηµοτικής Αστυνοµίας σύµφωνα µε το άρθρο 2 του Π.. 23/2002 βρίσκεται στο Παράρτηµα. 8 Όπως ισχύει, σε συνδυασµό µε το Νόµο 3542/2007 (Φ.Ε.Κ. 57 Α`) «Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας». 15

8. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις υποχρεώσεις αυτών που εκτελούν έργα και εναποθέτουν υλικά και εργαλεία στις οδούς, στο δηµοτικό ή κοινοτικό δίκτυο [άρθρο 47 του ν.2696/1999, (A 57)] {περίπτωση 16}. 9. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν τις κάθε είδους κανονιστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα ηµοτικά ή Κοινοτικά Συµβούλια, καθώς και την επιβολή των πάσης φύσεως προστίµων που καθορίζονται µε τις κανονιστικές αποφάσεις (άρθρο 37 πδ 410/95) {περίπτωση 26}. 10. Ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κατάληψη κοινόχρηστων χώρων [άρθρο 13 του β.δ. 24-9/20.10.1988 (Α 171), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 8 του Ν. 1080/1980 (A 246), το άρθρο 54 παρ. 4 του Ν. 1416/1984, (Α 18), το άρθρο 26 παρ. 4 του Ν. 1828/89, (Α 2) και το άρθρο 6 εδάφιο τρίτο του Ν. 1800/1990, (Α 125) σε συνδυασµό µε το άρθρο 458 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 παρ. 12 του Ν. 2207/1994 (Α 65) σε συνδυασµό µε διατάξεις που αναφέρονται στο υπαίθριο εµπόριο χωρίς άδεια επέκτασης καταστηµάτων] {περίπτωση 29}. 11. Η βεβαίωση µόνιµης κατοικίας για µεταδηµότευση [άρθρο 32 του ν. 1516/85 (Α 20) και άρθρο 18 του Π.. 410/95, (Α 231)] {περίπτωση 31}. 12. Η φύλαξη των δηµοτικών ή κοινοτικών εγκαταστάσεων και της δηµοτικής ή κοινοτικής περιουσίας {περίπτωση 33}. Οι υπόλοιπες ασκούνται στο σύνολό τους ή µεµονωµένα από` τη ηµοτική Αστυνοµία, ύστερα από απόφαση του αρµόδιου Γενικού Γραµµατέα Περιφέρειας. Η απόφαση αυτή εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου δηµοτικού συµβουλίου και γνώµη του αστυνοµικού διευθυντή του νοµού. Ως την έκδοση της παραπάνω απόφασης οι αρµοδιότητες ασκούνται από την Ελληνική Αστυνοµία (βλ. άρθρο 35 12 του Νόµου 3274/2004). Το σκεπτικό του νοµοθέτη ήταν να καθοριστούν οι αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας συνολικά. Ορισµένες από τις αρµοδιότητες απονεµήθηκαν για πρώτη φορά µε το προεδρικό διάταγµα και δεν προβλέπονταν στον ισχύοντα εκείνη την χρονική περίοδο.κ.κ. (Π.. 410/1995). Η συγκεκριµένη ενέργεια αποσκοπούσε στην λεπτοµερή καταγραφή των αρµοδιοτήτων της ηµοτικής Αστυνοµίας, ώστε να προβλέπεται να τις ασκήσει όλες, µόλις εξασφάλιζε επαρκή στελέχωση και διασφάλιζε τον αναγκαίο εξοπλισµό (Εισηγητική Έκθεση του Νόµου 3274/2004). Με το ίδιο άρθρο ανατέθηκε επιπλέον στη ηµοτική Αστυνοµία η δυνατότητα επιβολής των διοικητικών µέτρων του άρθρου 103 του Νόµου 2696/1999 16

(Κ.Ο.Κ.), για την παράνοµη στάθµευση των οχηµάτων και της εφαρµογής των διατάξεων που αναφέρονται στην κυκλοφορία οχηµάτων στους πεζόδροµους. 9 Με την υπουργική απόφαση 368/2007 ανατέθηκε στους πρωτοβάθµιους Ο.Τ.Α. η χορήγηση και ανάκληση των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας παιδότοπων εντός της χωρικής τους επικράτειας. Αρµόδιο ελεγκτικό όργανο είναι η ηµοτική Αστυνοµία, εφόσον βέβαια υπάρχει (άρθρο 10 της υπουργικής απόφασης 368/2007). Επειδή ωστόσο η συγκεκριµένη αρµοδιότητα δεν ανήκει σε εκείνες, που ασκούνται υποχρεωτικά από την ηµοτική Αστυνοµία 10, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκησή της είναι η µεταβίβαση της συγκεκριµένης αρµοδιότητας στη ηµοτική Αστυνοµία από το Γενικό Γραµµατέα της Περιφέρειας. Πάντως το προεδρικό διάταγµα βρίσκεται υπό αναθεώρηση και κατ` επέκταση και ο καθορισµός των αρµοδιοτήτων της ηµοτικής Αστυνοµίας. Η όλη διαδικασία τελεί σε συνάρτηση µε τη φυσιογνωµία που θέλει ο κοινός νοµοθέτης να προσδώσει σ` αυτό τον νεοπαγή θεσµό. Γιατί το ισχύον νοµικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από επικαλύψεις και ασάφειες, δηµιουργώντας εποµένως ένα ασαφές και θολό τοπίο, που επηρεάζει όχι µόνο το προσωπικό που επανδρώνει το νεοσύστατο θεσµό, αλλά και τους άµεσους αποδέκτες του, δηλαδή τους πολίτες. 11 Όµως για αυτό το ζήτηµα θα γίνει εκτενέστερη αναφορά στη συνέχεια (στο κεφάλαιο 13.2.). 9 Οι ανωτέρω αρµοδιότητες ασκούνται παραλλήλως και κατά περίπτωση από την Ελληνική Αστυνοµία (ΕΛ.ΑΣ. και το Λιµενικό Σώµα), σύµφωνα µε το άρθρο 35 12 του Νόµου 3274/2004. 10 Άρθρο 2 του Π.. 23/2002 σε συνδυασµό µε το άρθρο 35 12 του Νόµου 3274/2004. 11 Χαρακτηριστικό της ασάφειας είναι τα διάφορα αιτήµατα των πολιτών προς το Συνήγορο του Πολίτη σχετικά µε την παροχή πληροφοριών για το εάν η ηµοτική Αστυνοµία έχει δικαίωµα εφαρµογής διατάξεων του Κ.Ο.Κ., αν όχι για το σύννοµο της βεβαίωσης παραβάσεων ΚΟΚ και αφαίρεσης πινακίδων ( σύµφωνα µε το χρονολογικό στάδιο εξέλιξης υποθέσεων πολιτών από το Συνήγορο του Πολίτη από το 1999 έως σήµερα). 17

3. Οργάνωση της ηµοτικής Αστυνοµίας Η ηµοτική Αστυνοµία λειτουργεί ως Αυτοτελής Υπηρεσία, σύµφωνα µε τον νέο Κώδικα ήµων και Κοινοτήτων (άρθρο 76 3 α του Νόµου 3463/2006). Οργανώνεται σε επίπεδο ιεύθυνσης και διαρθρώνεται σε Τµήµατα και Γραφεία, στα οποία προΐστανται υπάλληλοι της ηµοτικής Αστυνοµίας. Εντάσσεται στη συνολική διαδικασία αλλαγών που παρατηρείται στην ελληνική αστυνοµία τα τελευταία χρόνια. Στοχεύει στην αλλαγή της διοικητικής και οργανωτικής δοµής της αστυνοµίας, ώστε να απαγκιστρωθεί από τον γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό χαρακτήρα που την διακρίνει. Μ` αυτό τον τρόπο θα αποκτήσει έναν περισσότερο κοινωνικό και προληπτικό ρόλο, γεγονός που αποτελεί εξάλλου και το ουσιαστικό διακύβευµα στην εποχή µας. Σηµαντικό βήµα προς αυτή την κατεύθυνση της αποκέντρωσης και της προσέγγισης της αστυνοµίας και του αστυνοµικού έργου στην κοινωνία, αποτελεί και η επανίδρυση της ηµοτικής Αστυνοµίας (Παπακωνσταντής, 2003, σελ.333). Η «κοινωνικοποίηση» της αστυνοµίας θα προκύψει µόνο µέσα από την απεξάρτηση της αστυνοµίας από τον αυστηρό πολιτικό και ιδίως κοµµατικό έλεγχο και από την θέσπιση αλλαγών, που θα στοχεύουν τόσο στην οργανωτική αποτελεσµατικότητά της, όσο και στην κοινωνικοποίηση του ρόλου και της δράσης της. Σ` αυτό το πλαίσιο εκσυγχρονισµού και εκδηµοκρατισµού του αστυνοµικού έργου, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα, αποσκοπεί και η σταδιακή εκχώρηση αρµοδιοτήτων προς τη ηµοτική Αστυνοµία, ιδίως σε θέµατα «ήπιας αστυνόµευσης», που θα βασίζεται στην εµπέδωση ενός κλίµατος κοινωνικής συναίνεσης, συνεργασίας και εµπιστοσύνης. 18

4. Προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας Το προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας διακρίνεται αφενός στο ειδικό ένστολο και αφετέρου στο επιστηµονικό και υποστηρικτικό προσωπικό. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση θέσεων προσωπικού είναι η τροποποίηση του Οργανισµού Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου ήµου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του Νόµου 1188/1981 (Άρθρο 1 2 του Π.. 23/2002). Το ειδικό επιστηµονικό προσωπικό προσλαµβάνεται µέσω Α.Σ.Ε.Π. (Νόµος 2190/1994) και αποτελείται κατά κύριο λόγο από µηχανικούς, επόπτες υγείας, προσωπικό διοικητικής υποστήριξης και βοηθητικό προσωπικό. Αντιθέτως, η διαδικασία πρόσληψης του ειδικού ένστολου προσωπικού δεν εντάσσεται σε αυτή τη διαδικασία, αλλά καθορίζεται στο Π.. 135/2006. Σύµφωνα λοιπόν µε τις διατάξεις του τελευταίου, οι υποψήφιοι για τις θέσεις ειδικού ένστολου προσωπικού πρέπει να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: Να είναι Έλληνες πολίτες και να έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις ή να έχουν απαλλαγεί νοµίµως από αυτές Να έχουν συµπληρώσει το εικοστό πρώτο (21 ) έτος της ηλικίας τους και να µην έχουν υπερβεί, προκειµένου για τους κλάδους ΠΕ23 και ΤΕ23, το 30ό έτος της ηλικίας τους και για τον κλάδο Ε23, το 26 έτος της ηλικίας τους. Να µην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για συγκεκριµένα αδικήµατα. 12 Να µην έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώµατα. Να µην έχουν τεθεί σε δικαστική συµπαράσταση (άρθρο 1666 Α.Κ.). Να έχουν ανάστηµα, χωρίς υποδήµατα, τουλάχιστον 1,67 µ. οι γυναίκες και 1,70 µ. οι άνδρες. Να διαθέτουν γνώση τουλάχιστον µίας εκ των γλωσσών Αγγλικής, ή Γαλλικής, ή Ιταλικής, ή Γερµανικής, ή Ισπανικής σε επίπεδο τουλάχιστον «Πολύ Καλά» προκειµένου για τους αποφοίτους ΑΕΙ και ΤΕΙ και «Καλά» προκειµένου για τους αποφοίτους δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης. Να έχουν γνώση χειρισµού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Να είναι κάτοχοι ερασιτεχνικής άδειας οδήγησης αυτοκινήτου ή δίκυκλης µηχανής, τουλάχιστον 50 κ.ε. Επιπλέον, η πρόσληψη του ειδικού ένστολου προσωπικού γίνεται µε σύστηµα αντικειµενικών κριτηρίων (µόρια), κατά το οποίο λαµβάνονται υπόψη ο γενικός βαθµός του πτυχίου ή του 12 Βλ. αναλυτική περιγραφή άρθρο 1 1γ του Π.. 135/2006. 19

Απολυτηρίου τίτλου σπουδών, η εντοπιότητα, η ιδιότητα του πολυτέκνου ή του τέκνου πολυτέκνου και η γνώση επιπλέον ξένης γλώσσας, πέραν εκείνης που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. 13 Οι υποψήφιοι κρίνονται εν συνεχεία ικανοί από την αρµόδια Υγειονοµική Επιτροπή και καλούνται να υποβληθούν στις ακόλουθες αθλητικές δοκιµασίες: α). ρόµο 100µ. σε χρόνο 16 (µία προσπάθεια) β). ρόµο 1.000µ. σε χρόνο 4 και 20 (µία προσπάθεια) γ). Άλµα σε ύψος µε φόρα τουλάχιστον 1.00µ. (τρεις προσπάθειες) δ). Άλµα σε µήκος µε φόρα τουλάχιστον 3.60µ. (τρεις προσπάθειες) ε). ρίψη σφαίρας (7,275χλγ.) σε απόσταση τουλάχιστον 4.50µ. ως µέσο όρο ρίψης µε το δεξί και το αριστερό χέρι (τρεις προσπάθειες ανά χέρι). Στη συνέχεια οι επιτυχόντες υποβάλλονται σε ψυχοτεχνικές δοκιµασίες (είναι το λεγόµενο τεστ προσωπικότητας Minnesota) και σε συνέντευξη, ενώπιον Τριµελούς Επιτροπής, που συγκροτείται µε απόφαση του Γενικού Γραµµατέα της Περιφέρειας. Με την ανωτέρω διαδικασία επιδιώκεται να ελεγχθεί η κρίση, η προσαρµοστικότητα στις µεταβαλλόµενες καταστάσεις και απαιτήσεις, η αυτοκυριαρχία, η συναισθηµατική φόρτιση, η σκέψη και η αντίληψη των υποψηφίων. Ακολουθεί η κατάρτιση του τελικού πίνακα κατάταξης βάσει των αντικειµενικών κριτηρίων και η δηµοσίευσή του στο κατάστηµα της ιεύθυνσης της Περιφέρειας, που υποβλήθηκαν τα δικαιολογητικά των υποψηφίων. Όσον αφορά την αναλογία που πρέπει να υπάρχει µεταξύ του ειδικού ένστολου και του επιστηµονικού προσωπικού, ο κοινός νοµοθέτης προβλέπει ότι το ειδικό ένστολο προσωπικό δεν µπορεί να είναι κατώτερο του ¼ του συνολικού αριθµού των υπηρετούντων στη ηµοτική Αστυνοµία (άρθρο 1 4 του Π.. 23/2002). Το ειδικό ένστολο προσωπικό φέρει κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του ειδική ενδυµασία, σύµφωνα µε το άρθρο 11 του Π.. 135/2006 14, ενώ δεν µπορεί να µεταταγεί σε αντίστοιχη υπηρεσία άλλου Ο.Τ.Α., αν δεν παρέλθει δεκαετία από την πρόσληψή του (άρθρο 19 3 του Π.. 23/2002). 13 Βλ. αναλυτική περιγραφή άρθρο 2 του Π.. 135/2006. Σε σχέση µε το προηγούµενο νοµοθέτηµα που καθόριζε το σύστηµα πρόσληψης µε αντικειµενικά κριτήρια του ειδικού ένστολου προσωπικού (Άρθρο 4 του Π.. 23/2002) παρατηρείται ότι έχει αφαιρεθεί απ` τα κριτήρια η επιτυχής συµµετοχή αθλητών ανδρών και γυναικών στις µεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. 14 Η ενότητα που αναφέρεται στη Στολή, στο ιακριτικό Σήµα και στην Ταυτότητα υπήρχε ήδη στο Π.. 434/1982 (άρθρο 5) χωρίς να καταργηθεί και παρέµεινε και στα υπόλοιπα νοµοθετήµατα για τη ηµοτική Αστυνοµία (άρθρο 17 του Π.. 23/2002 και πλέον άρθρο 11 του Π.. 135/2006). 20

4.1. Το θέµα των ποσοστώσεων Με το Νόµο 3448/2006 καταργήθηκε η ποσόστωση εις βάρος των γυναικών στη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού στη ηµοτική Αστυνοµία. Συγκεκριµένα, το άρθρο 30 1 του παραπάνω Νόµου καταργεί την πρόβλεψη ποσοστού 15% για την πρόσληψη γυναικών στη ηµοτική Αστυνοµία. Εξάλλου η συγκεκριµένη ποσόστωση ήταν αντισυνταγµατική, αφού ερχόταν σε αντίθεση µε τη γενική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 2 του Συντάγµατος), αλλά και τη δυνατότητα λήψης πρόσθετων, θετικών µέτρων υπέρ των γυναικών (άρθρο 116 2 του Συντάγµατος), ώστε να αποκατασταθεί η υφιστάµενη ανισότητα εις βάρος των γυναικών και να επιτευχθεί η ουσιαστική ισότητα µεταξύ των δύο φύλων. Μ` αυτό τον τρόπο εµπλουτίζεται η έννοια της ουσιαστικής ισότητας και προσδίδει ουσιαστικό περιεχόµενο σ` αυτήν. Σ` ένα κράτος δικαίου, η εδραίωση της ουσιαστικής ισότητας σε όλους τους τοµείς της ζωής αποτελεί ζήτηµα ποιότητας δηµοκρατίας, κοινωνικής ευαισθησίας και ανάπτυξης. Εξάλλου η εφαρµογή ευνοϊκών ρυθµίσεων υπέρ των γυναικών δεν συνιστά αντίθεση προς την αρχή της ισότητας. Τουναντίον, η δυσµενής εξαιρετική παράλειψη θα συνιστούσε αντίθεση στη γενική αρχή της ισότητας. Η πρόβλεψη ποσοστού εις βάρος των γυναικών ήταν αντίθετη και µε την κοινοτική οδηγία περί της εφαρµογής της αρχής της ίσης µεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελµατική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 9 ης Φεβρουαρίου 1976), που ενσωµατώθηκε στο ελληνικό δίκαιο µε το Νόµο 1414/1984 «Εφαρµογή της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις και άλλες διατάξεις» (Αιτιολογική Έκθεση του Νόµου 3448/2006). Σύµφωνα πάντως µε το Π.. 135/2006, σχετικά µε τα κριτήρια πρόσληψης του ειδικού ένστολου προσωπικού, παρατηρείται ότι το όριο για τις αθλητικές δοκιµασίες είναι το ίδιο και για τα δύο φύλα, καταστρατηγώντας έτσι εµµέσως το ζήτηµα της ισότητας των δύο φύλων. 21

5. Εκπαίδευση και επιµόρφωση της ηµοτικής Αστυνοµίας Η εκπαίδευση του ειδικού ένστολου προσωπικού της ηµοτικής Αστυνοµίας πραγµατοποιείται πλέον µε ευθύνη του Εθνικού Κέντρου ηµόσιας ιοίκησης & Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ...Α.) και διαρκεί έξι (6) µήνες, εκ των οποίων οι τέσσερις (4) µήνες αποτελούν θεωρητική και οι δύο (2) µήνες πρακτική εκπαίδευση (άρθρο 10 1 του Π...135/2006). Σύµφωνα µε το ίδιο νοµοθέτηµα, οι εκπαιδευόµενοι διορίζονται στους Ο.Τ.Α. για τους οποίους έχουν προκηρυχθεί οι θέσεις, µετά την επιτυχή αποφοίτησή τους από τις Σχολές της ηµοτικής Αστυνοµίας. Αρχικά, είχε ανατεθεί η εκπαίδευση του ένστολου προσωπικού στη Σχολή Αστυφυλάκων και πραγµατοποιούνταν στις εγκαταστάσεις των Αστυνοµικών Σχολών ή εκτός αυτών, αλλά µε ευθύνη της Σχολής. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν Σχολές Εκπαίδευσης Ειδικού Ένστολου Προσωπικού στους ήµους Τσοτυλίου του Νοµού Κοζάνης και Κόνιτσας του Νοµού Ιωαννίνων, που λειτουργούν ως αµιγείς δηµοτικές επιχειρήσεις (άρθρο 1 της υπ` αριθµ. οικ. ΚΥΑ 14671 του 2004). Με το Νόµο 3345/2005 προστίθεται στις παραπάνω και η Σχολή ηµοτικής Αστυνοµίας του ήµου Πτολεµαΐδας (βλ. άρθρο 30 5 του Νόµου 3274/2004). Η παροχή δυνατότητας εξάλλου στο προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας να εκπαιδευθεί σύµφωνα και µε τα οριζόµενα στο Π.. 23/2002 στις κατά τόπο Σχολές της Ελληνικής Αστυνοµίας κρίθηκε επιβεβληµένη για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας. ιότι δεν θα πρέπει να λησµονείται, ότι αρκετά στελέχη της υπηρετούν ήδη σε οργανικές θέσεις της ηµοτικής Αστυνοµίας και σε πολλές περιπτώσεις επί σειρά ετών (Άρθρο 30 της Εισηγητικής Έκθεσης του Νόµου 3274/2004). Σύµφωνα µε το αρχικό νοµοθέτηµα (Π.. 23/2002) η εκπαίδευση του ένστολου προσωπικού διαρκούσε οκτώ (8) µήνες και διαιρούνταν σε δύο κύκλους. Στον πρώτο κύκλο διάρκειας τεσσάρων (4) µηνών διδάσκονταν τα αντικείµενα που περιλαµβάνονται στα αντίστοιχα προγράµµατα των δόκιµων αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνοµίας. Στον δεύτερο κύκλο παρέχονταν οι γνώσεις που πρέπει να αποκτήσει το ειδικό ένστολο προσωπικό, που αναφέρονται στις διατάξεις των νόµων, διαταγµάτων και διοικητικών πράξεων, που ρυθµίζουν τα αντικείµενα των αρµοδιοτήτων της ηµοτικής Αστυνοµίας (άρθρο 16 1 του Π.. 23/2002). Ωστόσο, ως το 2002 παρατηρείται µειωµένη ζήτηση από τους ήµους για σύσταση ηµοτικής Αστυνοµίας, παρά τη σχετική νοµοθετική δυνατότητα. Η αλλαγή του θεσµικού πλαισίου, µε την εµφάνιση του Π.. 23/2002 έδωσε µεγαλύτερη ώθηση στο θεσµό. Ανασταλτικό παράγοντα αποτέλεσε ωστόσο το γεγονός, ότι η εκπαίδευση του προσωπικού πραγµατοποιούνταν µε δαπάνες των Ο.Τ.Α. (άρθρο 16 2 του Π.. 23/2002), γεγονός που 22

περιόρισε την εκδήλωση ενδιαφέροντος αρκετών Ο.Τ.Α. και ιδίως των πληθυσµιακά πιο µικρών και λιγότερο εύπορων. Κατ` εξουσιοδότηση του παραπάνω διατάγµατος εκδίδεται η κοινή υπουργική απόφαση 14671/2004 («Περί εκπαίδευσης ειδικού ένστολου προσωπικού της ηµοτικής Αστυνοµίας»). Ωστόσο, το Π.. 135/2006, που είναι το ισχύον νοµικό πλαίσιο για την εκπαίδευση του ειδικού ένστολου προσωπικού επέφερε ορισµένες αλλαγές ως προς την εκπαίδευσή του. Η εκπαίδευση πραγµατοποιείται πια µε ευθύνη του Εθνικού Κέντρου ηµοσίας ιοίκησης & Αυτοδιοίκησης, ενώ ο χρόνος εκπαίδευσης µειώνεται κατά δύο (2) µήνες και διαρκεί πλέον έξι (6) µήνες. Επιπλέον, σε περίπτωση υποβολής αίτησης παραίτησης από θέση του ειδικού ένστολου προσωπικού πριν την παρέλευση της δεκαετίας, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει τη δαπάνη εκπαίδευσής του στον οικείο Ο.Τ.Α. (άρθρο 10 6 του Π.. 135/2006). Η απόφαση 14671/2004 ίσχυε ως την έκδοση νέας απόφασης, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 10 του Π.. 135/2006. Η νέα υπουργική απόφαση (αριθµ. οικ. 1049/2008) ορίζει ότι η ευθύνη της εκπαίδευσης των επιτυχόντων ανήκει στο Εθνικό Κέντρο ηµόσιας ιοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ...Α.). Επιπλέον, ορίζεται συγκεκριµένα, ότι η αρµοδιότητα για τον σχεδιασµό και τον ανασχεδιασµό των εκπαιδευτικών προγραµµάτων ανατίθεται στην Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Τ.Α.). Η διάρκεια της εκπαίδευσης παραµένει έξι (6) µήνες και προέρχεται από εκπαιδευτές ενταγµένους στο Μητρώο του Κύριου ιδακτικού Προσωπικού του Ε.Κ...Α.. Σύµφωνα µε το άρθρο 2 της υπουργικής απόφασης, το εκπαιδευτικό πρόγραµµα καταρτίζεται από ενιαίο Εκπαιδευτικό Συµβούλιο, ύστερα από γνώµη της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Τ.Α.). Το Εκπαιδευτικό Συµβούλιο αποφασίζει για την επιλογή των εκπαιδευτικών από το Μητρώο Εκπαιδευτών του Ε.Κ...Α., των εκπαιδευτικών συγγραµµάτων και εκδίδει τον Κανονισµό Σπουδών των Σχολών ηµοτικής Αστυνοµίας. 15 Η θεωρητική εκπαίδευση περιλαµβάνει µαθήµατα, όπως δικαίο, θέµατα τροχαίας ή δυναµικής οµάδας 16. Στο δεύτερο στάδιο οι εκπαιδευόµενοι εξέρχονται απ` τις Σχολές Εκπαίδευσης και πραγµατοποιούν πρακτική άσκηση σε 15 Πρόεδρός της ορίζεται ο εκπρόσωπος της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Τ.Α.). Απαρτίζεται από τον ιευθυντή καθεµίας από τις Σχολές Εκπαίδευσης, από τον προϊστάµενο της ιεύθυνσης Οργάνωσης και Λειτουργίας Ο.Τ.Α. του Υπουργείου Εσωτερικών, έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών αρµοδιότητας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνοµίας, έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έναν εκπρόσωπο της Κ.Ε..Κ.Ε. και από έναν εκπρόσωπο των εκπαιδευοµένων των οικείων Σχολών Εκπαίδευσης (άρθρο 3 1 της υπουργικής απόφασης 1049 του 2008). 16 Συγκεκριµένα, ο πρώτος κύκλος βασικής εκπαίδευσης (θεωρητική) για τις κατηγορίες ΠΕ-ΤΕ έχει ως εξής: 1. Στοιχεία ικαίου, 2. Πρακτικές εφαρµογές ικαίου, 3. Θέµατα Τροχαίας και Αγορανοµίας, 4. Υγεία- ηµόσια Υγιεινή- Πρώτες Βοήθειες, 5. Στοιχεία Μεταναστευτικής Πολιτικής, 6. Πρόληψη- Εθελοντισµός- Μ.Κ.Ο., 7. ιοίκηση και ανθρώπινο δυναµικό, 8. Νέα Ελληνική Γλώσσα και σύνταξη υπηρεσιακών εγγράφων, 9. Εργαστήριο Κοινωνικών Θεµάτων (µαθήµατα µε βαθµό) και 1. υναµική οµάδας, 2. Πολιτική Προστασία, 3. Αθλητισµός- Αυτοάµυνα (µαθήµατα χωρίς βαθµό), σύµφωνα µε το άρθρο 8 α της υπουργικής απόφασης 1049 του 2008. 23

Αστυνοµικά Τµήµατα της περιοχής του ήµου, όπου θα προσληφθούν ή σε υπηρεσίες που θα καθοριστούν από τον οικείο Γενικό Γραµµατέα της Περιφέρειας (άρθρο 8 της ΥΑ 1049 του 2008). Σύµφωνα µε το άρθρο 1 2 της παραπάνω απόφασης «η εκπαίδευση αποσκοπεί να αναπτύξει τις ψυχικές, πνευµατικές και σωµατικές ικανότητες του προσωπικού της ηµοτικής Αστυνοµίας και να δώσει σ` αυτούς την επαγγελµατική κατάρτιση που είναι αναγκαία για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους». Όσον αφορά την επιµόρφωση του ειδικού ένστολου προσωπικού µπορεί να λάβει χώρα µε εντολή και δαπάνη του οικείου Ο.Τ.Α. σε Σχολές των Ενόπλων υνάµεων, της Ελληνικής Αστυνοµίας και του Λιµενικού Σώµατος, ανάλογα µε τις ειδικότερες ανάγκες αποστολής τους και του Ο.Τ.Α. στον οποίον υπηρετούν (άρθρο 10 4 του Π.. 135/2006). 24

6. Τρόπος άσκησης αρµοδιοτήτων από το ειδικό ένστολο προσωπικό. Αρχές που διέπουν τη δράση του. Ως θεσµός αστυνόµευσης η ηµοτική Αστυνοµία διέπεται από το αστυνοµικό δίκαιο, που αποτελεί υποκατηγορία του διοικητικού δικαίου. Η οργάνωση και η αποστολή των φορέων της ρυθµίζεται από το δίκαιο της δηµόσιας τάξης, που αποτελεί κλάδο του διοικητικού δικαίου και στοχεύει στη θεραπεία του δηµόσιου συµφέροντος. Για λόγους συστηµατικούς και πρακτικούς η αστυνόµευση διακρίνεται σε διοικητική και δικαστική. Ωστόσο, η παραπάνω διάκριση δεν είναι απόλυτη, µιας και στη χώρα µας διαπιστώνεται συχνά διασταύρωση των αρµοδιοτήτων της διοικητικής αστυνοµίας µε τις αρµοδιότητες της δικαστικής (Παπαϊωάννου Ζ., 2006). Η «διοικητική αστυνόµευση ασκεί έργο ιδίως προληπτικό» (Τάχος Α. 1990, σελ.61), ενώ η δικαστική αστυνόµευση έχει κυρίως κατασταλτικό χαρακτήρα. Περιλαµβάνει όλες τις ανακριτικές λειτουργίες που ασκούν τα διοικητικά όργανα, που είναι επιφορτισµένα µε αστυνοµικές αρµοδιότητες. Εποµένως, ορισµένα διοικητικά όργανα µε την ευρεία έννοια είναι επιφορτισµένα µε καθήκοντα γενικού και ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου ενώ άλλα ασκούν χρέη γενικού και ειδικού δηµόσιου κατηγόρου. Σ` αυτά τα διοικητικά όργανα συµπεριλαµβάνεται και το ειδικό ένστολο προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας, που είναι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι κατά το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, για αδικήµατα που εµπίπτουν στη σφαίρα των αρµοδιοτήτων τους (άρθρο 15 του Π.. 23/2002). Η προανάκριση ενεργείται πάντοτε υπό τη διεύθυνση και την εποπτεία του εισαγγελέα πληµµελειοδικών. Τα αστυνοµικά όργανα µπορούν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων τους να προβαίνουν σε νοµικές και υλικές ενέργειες, ώστε να εκπληρώσουν την αποστολή τους, που συνίσταται στη διασφάλιση της δηµόσιας τάξης και την προστασία της δηµόσιας ασφάλειας. Η αποτελεσµατική άσκηση των καθηκόντων τους και η προστασία του δηµοσίου συµφέροντος προσδίδει συχνά στα αστυνοµικά όργανα ένα ρόλο συγκρουσιακό ανάµεσά τους και στους πολίτες, αφού συχνά αναγκάζονται να επέµβουν στα ατοµικά δικαιώµατα των τελευταίων. Εξάλλου, το αστυνοµικό δίκαιο «κυριαρχείται από µία τεταµένη και συνεχή σχέση µεταξύ της ατοµικής ελευθερίας και του κρατικού καταναγκασµού» (Παπαϊωάννου Ζ. 2006, σελ. 21). Εποµένως, λόγω της φύσης της αστυνοµικής αρµοδιότητας, που χαρακτηρίζεται από την επέµβαση στη σφαίρα των ατοµικών δικαιωµάτων και ελευθεριών του πολίτη, η οποία συχνά µπορεί να είναι έντονη, όταν επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις ή κάνει χρήση των όπλων, θα 25

πρέπει το αστυνοµικό δίκαιο να ερµηνεύεται στενά και σύµφωνα µε τις γενικότερες και ειδικότερες αρχές που το διέπουν και ιδίως της αρχής της αναλογικότητας. Σ` ένα κράτος δικαίου κάθε ερµηνεία αόριστων εννοιών, όπως είναι η δηµόσια τάξη ή το δηµόσιο συµφέρον, πρέπει να ερµηνεύεται στενά και σε καµία περίπτωση διασταλτικά. Ειδάλλως έχουµε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των αστυνοµικών αρχών, αν όχι εσφαλµένη χρήση της (Παπαϊωάννου Ζ., 2003²). Βασικές γενικές αρχές που διέπουν το αστυνοµικό δίκαιο, και κατ` επέκταση και τη ηµοτική Αστυνοµία, είναι η αρχή της νοµιµότητας, της ισότητας, της υπεροχής του δηµοσίου συµφέροντος, της αµεροληψίας και της αναλογικότητας. Ιδιαίτερη έµφαση πρέπει να δοθεί στην αρχή της αναλογικότητας, µιας και η αστυνοµική αρµοδιότητα ασκείται κατά κανόνα κατά διακριτική ευχέρεια και όχι ως δέσµια αρµοδιότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι τοιουτοτρόπως εξασφαλίζεται η ευελιξία και η γρηγορότερη προσαρµοστικότητα των αστυνοµικών υπαλλήλων κατά την προσπάθεια δράσης τους, ώστε να διαφυλαχθεί αποτελεσµατικότερα το γενικό δηµόσιο συµφέρον και η δηµόσια τάξη. Βεβαίως, η διακριτική ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη, αλλά προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία διασφαλίζεται συνταγµατικά και διέπει τη δράση όλων των διοικητικών οργάνων (άρθρο 25 1 του Συντάγµατος). Η αρχή της αναλογικότητας εµφανίζεται σε τρεις εκφάνσεις: α). Ως αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου µέσου β). Ως αρχή της αποφυγής ασύµµετρων ή δυσανάλογων συνεπειών γ). Ως απαγόρευση της χρονικής ασυνέπειας ή υπερβολής (Παπαϊωάννου Ζ., 2003²). Η πρώτη έκφανση δηλώνει ότι όταν ασκείται αστυνοµική εξουσία θα πρέπει να επιλέγεται το ηπιότερο µέσο προς την επίτευξη του συγκεκριµένου σκοπού και µόνο όταν αυτό δεν είναι δυνατόν να µεταβεί στο αµέσως επαχθέστερο µέσο ή µέτρο. Απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου και αποτελεί σύνθεση της αρχής της ισότητας και της επιεικείας (Παπαϊωάννου Ζ., 2003²). Η δεύτερη έκφανση παραπέµπει στη στάθµιση κόστους- οφέλους κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας, εξετάζοντας το προσφορότερο µέσο προς την επίτευξη του συγκεκριµένου σκοπού. ηλαδή, «οι αναµενόµενες δυσµενείς συνέπειες του µέτρου πρέπει, συγκρινόµενες µε τον επιδιωκόµενο από το νόµο σκοπό, να τελούν σε αναλογία προς αυτόν (Παπαϊωάννου Ζ., 2003², σελ. 37). Η τρίτη έκφανση θέτει χρονικό περιορισµό στη δράση της αστυνοµικής αρχής, η οποία θα πρέπει να τερµατιστεί, όταν θα έχει αποτραπεί ο κίνδυνος, για την αποφυγή του οποίου ανέλαβε δράση. Στην ελληνική έννοµη τάξη ο έλεγχος της αναλογικότητας µε τη στενή έννοια αποτελεί κατά κύριο λόγο µία στάθµιση κόστους- οφέλους. Αν και δεν εφαρµόζεται και στις τρεις εκφάνσεις 26

του στη χώρα µας, η χρησιµότητά του διαφαίνεται ιδίως κατά την άσκηση δικαστικής φύσεως αστυνοµικών αρµοδιοτήτων. Επειδή η στάθµιση κόστους- οφέλους παραπέµπει στην εκάστοτε στάθµιση πραγµατικών περιστατικών και εποµένως συνιστά κατ` ουσία έλεγχο σκοπιµότητα, η αρχή της αναλογικότητας δρα ως ανασταλτικός παράγοντας. Αποτελεί συνεπώς έναν σηµαντικό περιορισµό κατά την άσκηση της αστυνοµικής εξουσίας προσδίδοντας ουσιαστικό νόηµα στο περιεχόµενο της έννοιας του «κράτους δικαίου». 17 Το προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας οφείλει να τηρεί εποµένως τις διατάξεις του Συντάγµατος, του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και της σχετικής νοµοθεσίας που διέπει τη δράση του. Οι ειδικότερες αρχές που θα πρέπει επιπρόσθετα να διέπουν τη δράση του ειδικού ένστολου προσωπικού της ηµοτικής Αστυνοµίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της είναι η αρχή της αµεροληψίας και η αρχή της ίσης µεταχείρισης και επιείκειας, µε σεβασµό στη νοµιµότητα και στην προσωπικότητα των πολιτών (άρθρο 15 του Π.. 23/2002). Λόγω της ιδιάζουσας περίπτωσης της αστυνοµικής επέµβασης είναι επακόλουθο να τη διέπουν επίσης η αρχή της δράσης, της διαρκούς ετοιµότητας, ενώ «θεωρείται ότι βρίσκονται σε διατεταγµένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέµβασή τους» (άρθρο 15 8 του Π.. 23/2002). Εποµένως, οι βασικές αυτές αρχές προσδιορίζουν και καθορίζουν τον τρόπο άσκησης των αρµοδιοτήτων του προσωπικού της ηµοτικής Αστυνοµίας. Παράλληλα, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι θα πρέπει να εµπεδωθούν σχέσεις εµπιστοσύνης και συνεργασίας µε τους πολίτες. Η αποδοχή τους από τους τελευταίους θα σηµατοδοτήσει και την αποτελεσµατικότητα του νεοπαγούς θεσµού, δίνοντάς του νέα ώθηση και ανοίγοντας νέες προοπτικές. Σ` αυτή την κατεύθυνση θα συµβάλλει η «κοινωνικοποίηση» της ιδιότητάς τους και της ιδιαίτερης και ευαίσθητης αποστολής τους από τους ίδιους τους ηµοτικούς Αστυνοµικούς. Αυτό θα επιτευχθεί όταν θα γνωρίζουν σε τέτοιο επίπεδο την αποστολή τους και τις βασικές αρχές που διέπουν τη δράση τους, ώστε να λειτουργούν αντανακλαστικά κάθε φορά που θα χρειάζεται. Οµοίως, το προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας θα πρέπει να επιδεικνύει σεβασµό κατά τη διάρκεια διενέργειας ελέγχων, δηλώνοντας την ιδιότητά του, το σκοπό του ελέγχου, επιδεικνύοντας την ταυτότητά του, και εν γένει να περιορίζεται αποκλειστικά στις απαραίτητες ενέργειες προς επίρρωση της αποστολής του (άρθρο 15 2 του Π.. 23/2002). Βάσει της κείµενης νοµοθεσίας (άρθρο 33 του Π.. 23/2002), δικαιούται το 17 «Το είδος και η έκταση της κρατικής επέµβασης δικαιολογείται ως µέσο επίτευξης του επιδιωκόµενου σκοπού, δηλαδή της προστασίας του γενικού συµφέροντος, µόνο εφόσον τελεί σε σχέση αναλογίας προς τούτο», στο Τάχος Α., 1990, σελ. 57. 27

προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της αποστολής τους, να εισέρχονται σε αυλές, ανεγειρόµενες οικοδοµές και πάσης φύσεως κτίσµατα προκειµένου να πραγµατοποιήσει τους απαραίτητους ελέγχους. Προκειµένου για την προστασία του περιβάλλοντος, της εύρυθµης λειτουργίας των πόλεων και οικισµών, αλλά και την γενικότερη ασφάλεια και ποιότητα ζωής των κατοίκων της εισέρχονται εποµένως σε ανεγειρόµενες οικοδοµές, ελέγχουν αποχετεύσεις, τα νερά που χύνονται στους χείµαρρους ώστε να µην εµπεριέχουν λύµατα. Στον έλεγχο υπόκεινται οικίες, ξενοδοχεία, καταστήµατα, νοσοκοµεία, βιοµηχανίες και βιοτεχνίες. Εποµένως και οι πολίτες πρέπει να συµµορφώνονται προς τις υποδείξεις της ηµοτικής Αστυνοµίας, «άλλως υποπίπτουν στο αδίκηµα της απείθειας κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα» (άρθρο 15 3 του Π.. 23/2002). Μέσω της προληπτικής αστυνόµευσης της ηµοτικής Αστυνοµίας, επικοινωνώντας και πείθοντας την τοπική κοινωνία, ότι αποτελεί συµµέτοχο στο κοινωνικό γίγνεσθαι της τοπικής τους κοινωνίας θα επιτύχει την απαιτούµενη αναγνώριση και θα επέλθει η αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ της τοπικής κοινωνίας και της ηµοτικής Αστυνοµίας. 28

7. ιαδηµοτική Αστυνοµία Οι σύγχρονες ανάγκες σε συνδυασµό µε την γεωγραφική και κοινωνική ιδιοµορφία της ελληνικής επικράτειας (ορεινές, νησιωτικές, φθίνουσες πληθυσµιακά ή µειονεκτικές περιοχές) οδήγησαν τον συντακτικό νοµοθέτη στη λήψη πρόσθετων ειδικών µέτρων για τις συγκεκριµένες περιοχές. Οµοίως ο νέος Κώδικας ήµων και Κοινοτήτων (Κ Κ, Νόµος 3463/2006) προκρίνει τη διαδηµοτική συνεργασία. Η ολοένα και µεγαλύτερη εκχώρηση και αποκέντρωση αρµοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί αποτελεσµατικά από αρκετούς ήµους και ιδίως από τους πληθυσµιακά πιο µικρούς και οικονοµικά πιο αδύναµους. Συνεπώς στο άρθρο 76 του Κ Κ ορίζεται ότι οι αρµοδιότητες που ανήκουν στους πρωτοβάθµιους Ο.Τ.Α. µπορούν να ασκηθούν σε διαδηµοτικό επίπεδο ή διαδηµοτική συνεργασία. Ήδη µε τον προηγούµενο Κώδικα ήµων και Κοινοτήτων (Π.. 410/1995) οριζόταν στο άρθρο 19, ότι οι διατάξεις για τους πρωτοβάθµιους Ο.Τ.Α. «εφαρµόζονται αναλόγως και όταν οι αρµοδιότητες της δηµοτικής αστυνόµευσης ασκούνται είτε µε συµβάσεις διαδηµοτικής συνεργασίας, είτε από αντίστοιχη υπηρεσία ( ιαδηµοτική Αστυνοµία) των Συµπολιτειών αυτών. Όµοια νοµοθετική πρόβλεψη υπάρχει στο Νόµο 2946/2001 18, όπου η άσκηση αρµοδιοτήτων από τη ηµοτική Αστυνοµία «προσαρµόσθηκε στις νέες συνθήκες που δηµιουργήθηκαν µε τη δηµιουργία των Συµπολιτειών ήµων και Κοινοτήτων» (Παπαϊωάννου Ζ., 2006, σελ. 59). Αναγνωρίζοντας ο κοινός νοµοθέτης, ότι ο εµπλουτισµός των πρωτοβάθµιων Ο.Τ.Α. µε νέες αρµοδιότητες (όπως είναι εν προκειµένω η αρµοδιότητα και ο έλεγχος των Ο.Τ.Α. σε θέµατα προβολής υπαίθριων διαφηµίσεων στην περιφέρειά τους) δεν είναι δυνατόν να ασκούνται από όλους τους ήµους, λόγω του σηµαντικού κόστους που απαιτείται για την άσκησή τους ή της ανάγκης σύστασης αντίστοιχων υπηρεσιών. Συνεπώς οι αρµοδιότητες αυτές µπορεί να ασκούνται από σχήµατα ευρύτερα των πρωτοβάθµιων Ο.Τ.Α. (Εισηγητική Έκθεση του Νόµου 2946/2001). Αντίστοιχη νοµοθετική πρόβλεψη υπάρχει και στο κύριο νοµοθέτηµα, που αφορά τις αρµοδιότητες της ηµοτικής Αστυνοµίας. Στο άρθρο 19 του Π.. 23/2002 αναφέρεται ότι το Π.. ισχύει αναλόγως και για τη ιαδηµοτική Αστυνοµία, εφόσον φυσικά υπάρχει Συµπολιτεία ήµων & Κοινοτήτων. Με το νέο Κώδικα ήµων και Κοινοτήτων (Νόµος 3463/2006) κρίθηκε περιττός ο θεσµός της Συµπολιτείας, που είχε εν τω µεταξύ πλήρως αδρανοποιηθεί. Εξάλλου οι στόχοι και οι σκοποί του καλύπτονταν πλέον από το θεσµό των Συνδέσµων (Αιτιολογική Έκθεση του Νόµου 3463/2006). Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν επηρεάζει το θεσµό της ιαδηµοτικής 18 Νόµος 2946/2001: Υπαίθρια διαφήµιση, Συµπολιτείες ήµων και Κοινοτήτων. 29

Αστυνοµίας, αφού όπως αναφέρθηκε προηγουµένως, οι αρµοδιότητες των ήµων µπορούν να ασκηθούν σε διαδηµοτικό επίπεδο ή διαδηµοτική συνεργασία (άρθρο 76 του Κώδικα ήµων και Κοινοτήτων). Σκοπός είναι εξάλλου η αποτελεσµατικότερη άσκηση των αρµοδιοτήτων που ανήκουν στους Ο.Τ.Α. από τους ίδιους και κατά συνέπεια και ο αποτελεσµατικότερος έλεγχος της εφαρµογής των συγκεκριµένων αρµοδιοτήτων από τα αρµόδια όργανα, που εν προκειµένω είναι η ιαδηµοτική Αστυνοµία. 30

8. Θεσµοί αστυνόµευσης και καταγραφής εγκληµατικότητας σε τοπικό επίπεδο Η ύστερη νεωτερικότητα, µε την διεθνικοποίηση της οικονοµίας και την αύξηση του µεταναστευτικού ρεύµατος µετέτρεψε τη χώρα µας, σε χώρα υποδοχής µεταναστών, διαφοροποιώντας τον κοινωνικό ιστό των πόλεων και των οικισµών. Αφενός εµπλουτίστηκε η ελληνική κοινωνία µε νέο ανθρώπινο δυναµικό, αφετέρου αναδύθηκαν νέα προβλήµατα, τα οποία επηρέασαν το αστυνοµικό φαινόµενο στην Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται «από ένα έλλειµµα ανάπτυξης σχέσεων µε την κοινότητα» (Βιδάλη Σ., 2007, σελ.971). Σ` αυτό το πλαίσιο αναδύονται νέοι θεσµοί ελέγχου και διαχείρισης του εγκλήµατος ή υπηρεσίες µε «διαµεσολαβητικό» χαρακτήρα, µεταξύ των πολιτών και των αστυνοµικών υπηρεσιών. Θα επιχειρηθεί µία σύντοµη αναφορά και σκιαγράφηση αυτών για να διαφανεί η σχέση τους µε την τοπική κοινωνία και να αναδυθούν από µία άλλη, διαφορετική οπτική γωνία το τοπικό πλαίσιο και οι ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας, την οποία καλείται να υπηρετήσει, µεταξύ των άλλων, και η ηµοτική Αστυνοµία. Με σκοπό τη δόµηση σχέσεων εµπιστοσύνης µε την τοπική κοινότητα, αλλά και την πρόληψη της µικροεγκληµατικότητας, δηµιουργήθηκε µε το Π.. 254/2003 ο «αστυνοµικός της γειτονιάς» 19 (Βιδάλη Σ., 2007, σελ. 946), θεσµός που αντικατοπτρίζει τη νέα φιλοσοφία που υπάρχει στο θέµα της αστυνόµευσης. Εντούτοις, ο συγκεκριµένος θεσµός δεν κατάφερε να καθιερωθεί και ενώ τυπικά συνεχίζει να υφίσταται, ουσιαστικά έχει ατονήσει. Για την πρόληψη της παραβατικότητας στο πλαίσιο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δηµιουργήθηκαν επίσης τα Τοπικά Συµβούλια Πρόληψης της Εγκληµατικότητας (Το.Σ.Π.Ε.) 20. Πρόκειται για µία προσπάθεια ενεργοποίησης και συµµετοχής της τοπικής κοινωνίας στην αντιµετώπιση του εγκλήµατος. Έχουν αρµοδιότητες «καταγραφής της εγκληµατικότητας, συντονισµού των φορέων της περιοχής στον τοµέα της πρόληψης και ανάπτυξη προγραµµάτων πρόληψης σε διάφορους τοµείς, όπως είναι στην οργάνωση δικτύων στελεχών πρόληψης» (Βιδάλη Σ., 2007, σελ. 947). ιοργανώνουν επίσης ηµερίδες, σεµινάρια και συναφείς εκδηλώσεις ευαισθητοποίησης και ενηµέρωσης της κοινής γνώµης. Μετά το 2004 µετονοµάσθηκαν σε Τοπικά Συµβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας (Το.Σ.Π.Π.). Αποτελούν συµβουλευτικά, γνωµοδοτικά όργανα για την ανάπτυξη µιας εναλλακτικής, αντιπαραβατικής πολιτικής, προσαρµοσµένης στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις των τοπικών αναγκών, µε νοµοθετική κατοχύρωση και στον Κώδικα ήµων και 19 Πρόκειται για µία πρωτοβουλία του Υ Τ που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο αλλαγών, προς την κατεύθυνση της «αστυνόµευσης της εγγύτητας». 20 Με το Νόµο 2713/1999 (ΦΕΚ τ. Α` 89/ 30.4.1999). 31

Κοινοτήτων (άρθρο 84 του Νόµου 3463/2006). Παρά την ύπαρξη ενός νοµοθετικού πλαισίου λειτουργίας των Τοπικών Συµβουλίων η ανταπόκριση έως τώρα των Ο.Τ.Α. δεν ήταν η αναµενόµενη. Πάντως η συγκεκριµένη προσπάθεια εντάσσεται σε ένα άνοιγµα προς την κοινωνία και µία ουσιαστική ένταξη της λειτουργίας της Αστυνοµίας µέσα στην κοινωνία, προς όφελος της κοινωνίας. Παράλληλα εντάσσεται σε µία συνολική αλλαγή φιλοσοφίας, όπου εκχωρούνται ολοένα και περισσότερες αρµοδιότητες προς την τοπική αυτοδιοίκηση, που ενεργοποιεί και ευαισθητοποιεί την τοπική κοινότητα, επιδιώκοντας να την καταστήσει κοινωνό των τοπικών προβληµάτων και ισότιµο συµµέτοχο στην αποτελεσµατική επίλυσή τους. Η ένταξη της αστυνόµευσης µέσα στην τοπική κοινωνία, θα έχει ως κύρια αποστολή την πρόληψη και τη διαµεσολάβηση µε αυτήν. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η προσαρµογή της αστυνοµικής κουλτούρας στις τοπικές ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες, ώστε να επιτύχει σταδιακά την κοινωνική αποδοχή και αναγνώριση. Σ` αυτό το πλαίσιο είχε προταθεί ήδη το 1999 η ίδρυση µιας υπηρεσίας «κοινοτικής διαµεσολάβησης» στο δήµο, µε σκοπό την κοινωνική συµφιλίωση και κοινοτική παρέµβαση, ώστε να ενδυναµωθεί η κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη σε τοπικό επίπεδο (Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ., 2001, σελ. 72). 8.1. Ο Κοινοτικός Αστυνόµος Ο Κοινοτικός Αστυνόµος θα είναι βαθµοφόρος της Ελληνικής Αστυνοµίας και θα εγκαθίσταται µόνιµα στις έδρες των Ο.Τ.Α., όπου δεν προβλέπεται αστυνοµικό τµήµα, όπως είναι οι Κοινότητες. Αναµένεται βέβαια να θεσµοθετηθεί µε την προσθήκη του άρθρου 32 Α στο Π.. 141/1999 (ΥΠ.ΕΣ...Α.- Ε.Ε.Τ.Α.Α.³). Θα πρόκειται για έναν φορέα, σύµφωνο µε την νέα φιλοσοφία που ενυπάρχει στην ελληνική αστυνοµία και η οποία συνίσταται στο άνοιγµα της αστυνοµίας προς την κοινωνία, στο πλαίσιο ενός κοινωνικού µοντέλου αστυνόµευσης, προσαρµοσµένο στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Οι αρµοδιότητές του θα αφορούν την διεκπεραίωση υποθέσεων καθηµερινότητας του πολίτη, διενεργώντας και επείγουσες προανακριτικές πράξεις. Εποµένως, είναι σηµαντικό να υπάρχει καλή συνεργασία µεταξύ του Κοινοτικού Αστυνόµου και της ηµοτικής Αστυνοµίας, ώστε µέσα από τη σύσφιξη των σχέσεών τους και την συνεργασία να προσφέρουν αποτελεσµατικές υπηρεσίες στην τοπική κοινότητα, δείχνοντας εµπράκτως ότι χειρίζονται τα καθηµερινά προβλήµατα µε 32

κοινωνική ευαισθησία. Ωστόσο, ούτε ο συγκεκριµένος θεσµός κατάφερε να καθιερωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας και έχει ουσιαστικά περιέλθει σε αδράνεια. 8.2. Η περίπτωση της Αγροφυλακής Το 2007 επανασυστάθηκε η Αγροφυλακή, που αποτελεί αυτοτελή υπηρεσία µε τοπική αρµοδιότητα και έχει ως βασική αποστολή την αστυνόµευση και την προστασία του αγροτικού περιβάλλοντος καθώς και την πρόληψη και καταστολή αγροτικών, περιβαλλοντικών και άλλων αδικηµάτων, που διαπράττονται σε αγροτικές εκτάσεις και αγροτικά κτήµατα (άρθρο 1 του Νόµου 3585/ 2007). Η ιστορική εξέλιξη του θεσµού της αγροτικής ασφάλειας χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες συστάσεις και καταργήσεις του θεσµού της «Αγροφυλακής», ενώ το βασικό έννοµο αγαθό το οποίο καλείται να διασφαλίσει ο καινοφανής θεσµός, έχει περιέλθει πλέον στο πεδίο αρµοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα, ο θεσµός της αγροτικής ασφάλειας έχει τις απαρχές του το 1833, όπου θεσπίστηκαν αρµοδιότητες «υποστήριξης της Αγρονοµίας» 21. Το 1924 η αυτοτελής υπηρεσία του Υπουργείου Εννόµου Τάξεως, που ήταν επιφορτισµένη µε την αγροτική ασφάλεια, µετατράπηκε σε Σώµα Ασφαλείας. Το 1984 καταργήθηκε το Σώµα της Ελληνικής Αγροφυλακής και οι αρµοδιότητές του ενσωµατώθηκαν στη νέα ενιαία Ελληνική Αστυνοµία (Νόµος 1481/1994). Επανασυστάθηκε το 1990 για να καταργηθεί εκ νέου το 1994. Το ίδιο έτος ανατέθηκε η τοπική αγροτική ασφάλεια στις Νοµαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (Νόµοι 2218/1994 και 2240/1994). Με το Π.. 410/1995 επανασύστασης της ηµοτικής Αστυνοµίας δόθηκε η δυνατότητα µεταφοράς αρµοδιοτήτων αγροφυλακής στη ηµοτική Αστυνοµία. Η τελική επανασύσταση της Αγροφυλακής το 2007 αποσκοπεί στην αποτελεσµατικότερη φρούρηση των αγροτικών κτηµάτων, καθώς και στην αστυνόµευση για την ορθή εφαρµογή των διατάξεων, που σχετίζονται µε τοµείς δραστηριότητας µείζονος κοινωνικής σηµασίας, όπως η προστασία από την µόλυνση και ρύπανση του περιβάλλοντος. Θα αποτελεί εποµένως τον οικολογικό επόπτη και φύλακα του περιβάλλοντος, των οικοσυστηµάτων, της βιοποικιλότητας και της οικολογικής ισορροπίας τους. Θα πρόκειται σε τελική ανάλυση για µία ενεργή «αστυνοµία της οικολογίας» (Αιτιολογική Έκθεση του Νόµου 3585/2007). 21 Β.. της 3.4.1833 «Περί του σχηµατισµού και της αρµοδιότητας της επί των Εσωτερικών Γραµµατείας». 33

Ο κοινός νοµοθέτης προσπάθησε να καθορίσει τη σχέση του νέου θεσµού µε την ηµοτική Αστυνοµία. Σύµφωνα µε το Π.. 23/2002 η ηµοτική Αστυνοµία µπορεί να αναλάβει τις αρµοδιότητες της Αγροφυλακής σε τοπικό επίπεδο (άρθρο 28 του Π.. 23/2002). Ωστόσο δεν ανήκει στις αποκλειστικές της αρµοδιότητες. Η επανασύσταση του θεσµού της Αγροφυλακής δεν σκοπεύει να προκαλέσει σύγχυση µε τη δράση της στη ηµοτική Αστυνοµία. Αντιθέτως, επιδιώκεται η διασύνδεση και η συνεργασία µε τους υπόλοιπους φορείς αστυνόµευσης. Εξάλλου, πρόκειται για ένα ένοπλο αστυνοµικό σώµα, µε την ιδιότητα του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου και µε καθήκοντα δηµόσιου κατηγόρου, που θεωρείται ότι ευρίσκεται σε διατεταγµένη υπηρεσία (άρθρα 4 και 37-51 του Νόµου 3585/2007). Εποµένως, επειδή η προστασία του αγροτικού περιβάλλοντος, των αγροτικών εκτάσεων και των αγροτικών κτηµάτων αποτελεί και αρµοδιότητα της ηµοτικής Αστυνοµίας, σκόπιµο είναι να αναλάβει η Αγροφυλακή την αστυνόµευση που θα εµπεριέχει και ανακριτικά καθήκοντα, ενώ η ηµοτική Αστυνοµία να περιοριστεί σε προληπτικά καθήκοντα. Αυτό προϋποθέτει νοµοθετική προσαρµογή, ώστε η ηµοτική Αστυνοµία να ασκεί γενική διοικητική αστυνόµευση, που εν προκειµένω θα συνεργάζεται µε την επιφορτισµένη µε δικαστικές αρµοδιότητες Αγροφυλακή, αποφεύγοντας τις τριβές και τις επικαλύψεις µεταξύ τους, µε σκοπό την αποτελεσµατικότερη διαφύλαξη του αγροτικού περιβάλλοντος και την εφαρµογή των κείµενων διατάξεων (ΥΠ.ΕΣ...Α- Ε.Ε.Τ.Α.Α.³). 34

9. Κριτήρια επιλογής Ο.Τ.Α. για σύσταση και λειτουργία υπηρεσίας ηµοτικής Αστυνοµίας Το Υπουργείο Εσωτερικών ανέθεσε στην Ε.Ε.Τ.Α.Α. την εκπόνηση µελέτης σύστασης και οργάνωσης ηµοτικής Αστυνοµίας. 22 Με βάση την συγκεκριµένη µελέτη και επειδή δεν είναι φυσικά δυνατόν να ιδρυθεί και να λειτουργήσει σε όλους τους ήµους ο θεσµός, τέθηκαν ορισµένα κριτήρια µε βάση τα οποία ορισµένοι πρωτοβάθµιοι Ο.Τ.Α. θα λειτουργήσουν κατά προτεραιότητα υπηρεσίες ηµοτικής Αστυνοµίας. Σύµφωνα µε την µελέτη τα κριτήρια που επιλέχθηκαν είναι τα ακόλουθα: Πληθυσµιακά: ήµοι µε πληθυσµό άνω των 10.000 κατοίκων, ιοικητικά: ήµοι- πρωτεύουσες νοµών, Γεωγραφικά: ήµοι και Κοινότητες που βρίσκονται σε παραµεθόριες περιοχές (χερσαία σύνορα), Οικονοµικά: ήµοι και Κοινότητες µε αυξηµένη τουριστική δραστηριότητα (διανυκτερεύσεις, καταλύµατα, λοιπές τουριστικές δραστηριότητες). Τα παραπάνω κριτήρια πληρούν συνολικά 396 Ο.Τ.Α. (38%). Από αυτούς οι 115 ήµοι (29%) διαθέτουν ήδη υπηρεσίες ηµοτικής Αστυνοµίας. Οι υπόλοιποι 281 Ο.Τ.Α. δεν διαθέτουν ηµοτική Αστυνοµία αν και πληρούν τα κριτήρια προτεραιότητας(250 ήµοι και 31 Κοινότητες). 23 Επιπλέον, προτείνεται για τους παραµεθόριους Ο.Τ.Α. καθώς και για τους τουριστικούς (ιδίως για τα νησιά) να λειτουργήσει η ηµοτική Αστυνοµία µέσω διαδηµοτικών συνεργασιών. Το ίδιο προτείνεται και για τους πολύ µικρούς ήµους (κάτω των 4.000 κατοίκων), που δεν πληρούν το δείκτη στελέχωσης για την πρόσληψη προσωπικού ηµοτικής Αστυνοµίας. Αποτελούν το 43% του συνόλου των Ο.Τ.Α. ενώ τη δυνατότητα ανάπτυξης διαδηµοτικών συνεργασιών την προβλέπει και ο νέος Κώδικας ήµων και Κοινοτήτων (Νόµος 3463/2006). 22 Τα στοιχεία της συγκεκριµένης µελέτης αναφέρονται σε στοιχεία που έχουν εξαχθεί ως και το έτος 2005 (βλ. ΥΠ.ΕΣ...Α.- Ε.Ε.Τ.Α.Α., 2005). 23 Σ` αυτούς συγκαταλέγονται και 12 πρωτεύουσες νοµών: ράµα, Κοµοτηνή, Μυτιλήνη, Βαθύ, Κιλκίς, Πολύγυρος, Ναύπλιο, Τρίπολη, Καλαµάτα, Καρπενήσι, Λαµία, Άµφισσα. 35

10. Η ένταξη των ηµοσίων Σχέσεων στη λειτουργία της ηµοτικής Αστυνοµίας Ο νεοπαγής θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας αποσκοπεί στην εµπέδωση κλίµατος εµπιστοσύνης και συµφιλίωσης µε την τοπική κοινωνία. Η διοικητική αποκέντρωση, µε την θεσµική κατοχύρωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την κατοχύρωση του τεκµηρίου αρµοδιότητας των τοπικών υποθέσεων από την τελευταία, σε συνδυασµό µε την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και την ενίσχυση του εθελοντικού τοµέα δηµιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για συµµετοχή της τοπικής κοινωνίας στις διαδικασίες αστυνόµευσης. Ήδη προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται τα Τοπικά Συµβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας. Η αποκέντρωση του αστυνοµικού έργου θα επιφέρει και το άνοιγµά της αστυνοµίας στην κοινωνία. Καταλυτική παράµετρος της «κοινωνικοποίησης» του αστυνοµικού έργου θα είναι η συµπεριφορά και η δράση του ηµοτικού Αστυνόµου. Μέσω της δράσης του θα πρέπει να αποδείξει εµπράκτως ότι επιτυγχάνεται η αποτελεσµατική αστυνόµευση της τοπικής κοινωνίας, που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της. Η επιτυχία του συγκεκριµένου εγχειρήµατος απαιτεί αµοιβαίες προσπάθειες και συντονισµένες πολιτικές προσέγγισης, ώστε να δηµιουργηθεί ένα κλίµα εµπιστοσύνης και συνεργασίας. Από την πλευρά της ηµοτικής Αστυνοµίας είναι απαραίτητο να κατανοηθούν τα πρακτικά και πολλαπλασιαστικά οφέλη των ηµοσίων Σχέσεων, που θα αποτελούν στρατηγικό στόχο του θεσµού. Η αναγκαιότητα ένταξης των ηµοσίων Σχέσεων στη λειτουργία της ηµοτικής Αστυνοµίας θα την υποβοηθήσει, ώστε να επιτύχει τους στόχους της. Η εξασφάλιση της δηµόσιας αναγνώρισης και αποδοχής κρίνεται επιβεβληµένη. Η επιτυχία του νέου θεσµού έγκειται σε µεγάλο βαθµό στην υιοθέτηση µιας νέας φιλοσοφίας και νοοτροπίας σχετικά µε το αστυνοµικό έργο και τον τρόπο οργάνωσής της. Σύµφωνα µ` αυτήν υιοθετείται το µοντέλο της αποκεντρωτικής και προσωποποιηµένης αστυνόµευσης, που παρέχει τις υπηρεσίες της προς τους πολίτες, κυρίως µέσω προληπτικής δράσης και αναλαµβάνοντας ο καθένας την προσωπική του ευθύνη. 24 Αποσκοπεί στην άµεση, καθηµερινή επαφή µε τους πολίτες της συγκεκριµένης περιοχής. Βασίζεται στην ελπίδα ότι θα ξεπεραστεί η παθητικότητα και θα παγιωθεί η ενεργοποίηση τόσο του προσωπικού του νέου θεσµού, όσο και των πολιτών. Γιατί η επιτυχία του νέου µοντέλου έγκειται σε µεγάλο βαθµό από την αλλαγή της νοοτροπίας και των πολιτών, που θα πρέπει να δεχτούν την συνυπευθυνότητα, ως καθοριστικό παράγοντα που θα αυξήσει την ποιότητα ζωής στις 24 Πρόκειται δηλαδή για την υιοθέτηση ενός νέου µοντέλου αστυνόµευσης, που άρχισε να κάνει την εµφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και είναι γνωστό µε τον όρο «Κοινοτική Αστυνόµευση». 36

τοπικές κοινωνίες. Οπότε και το προσωπικό της ηµοτικής Αστυνοµίας θα πρέπει να είναι µπολιασµένο µε τις αντίστοιχες ιδέες και αντιλήψεις. Θα πρέπει να αντιλαµβάνεται τη θέση του και την αποστολή του ως τµήµα της τοπικής κοινωνίας και όχι ξέχωρα από αυτήν. Θα δίνει έµφαση στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, διατηρώντας στενή επαφή και συνεργαζόµενο µαζί της. 10.1. υσκολίες για την ανάπτυξη θετικών ηµοσίων Σχέσεων Οι βασικές δυσκολίες που έχει να αντιµετωπίσει η ηµοτική Αστυνοµία στην ανάπτυξη των ηµοσίων Σχέσεων εστιάζονται κυρίως στην παγιωµένη νοοτροπία που επικρατεί για τους φορείς αστυνόµευσης, τόσο από τους ίδιους, όσο και από την κοινωνία. Σύµφωνα µε αυτή ο αστυνόµος αποτελεί σύµβολο εξουσίας, µε δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, που περιορίζουν την ελεύθερη έκφραση των κυριαρχικών τους ατοµικών δικαιωµάτων. Συχνά στην πράξη έχουµε καταχρηστική άσκηση του παραπάνω δικαιώµατος από τους φορείς έκφρασης της αστυνοµικής εξουσίας. Εποµένως, είναι αναπόφευκτο να δηµιουργούνται τριβές και εντάσεις µεταξύ τους, που συχνά εκδηλώνονται µε ακραίες αντιδράσεις έκφρασης αντιπάθειας και µίσους. Η εστίαση των Μ.Μ.Ε. στην προβολή των «κακώς κειµένων» επιτείνει την αρνητική στάση του κοινού προς την αστυνοµική εξουσία. Σ` αυτή συντελεί και το µορφωτικό επίπεδο και το επίπεδο εκπαίδευσης των αστυνοµικών. Η έλλειψη επικοινωνίας µεταξύ αστυνοµίας και πολιτών επιτείνει την συγκρουσιακή µεταξύ τους σχέση. Εξάλλου και οι ίδιοι οι αστυνοµικοί βρίσκονται συχνά σε σύγχυση σχετικά µε το ρόλο τους. Η Αστυνοµία ως µηχανισµός του κράτους, συνδέεται άρρηκτα µαζί του. Οπότε οι αστυνοµικοί ως άτοµαπολίτες, είναι µέλη της κοινωνίας και των προβληµάτων της. Ως αστυνοµικοί όµως, συνθέτουν την Αστυνοµία και συντάσσονται µε το κράτος, του οποίου αποτελούν οι άµεσοι εκφραστές υλοποίησης της θέλησής του (Παπακωνσταντίνου Γ., 2003). Βρίσκονται εποµένως κατά την διάρκεια της υπηρεσίας τους στην αντίπερα όχθη µε το κοινωνικό σύνολο. Αυτή την νοοτροπία και αντίληψη, που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη εποικοδοµητικών ηµοσίων Σχέσεων έχει να αντιµετωπίσει και η ηµοτική Αστυνοµία. Ωστόσο µπορεί να την υπερκεράσει διαχωρίζοντας το ρόλο της και προβάλλοντας τη δική της ταυτότητα και κουλτούρα. Σύµφωνα µε αυτή, θα είναι λιγότερο γραφειοκρατική και απόµακρη από το κοινωνικό σύνολο και τις ανάγκες του. Έχοντας γνώση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, καταστάσεων και αναγκών θα πρέπει µέσω των ηµοσίων Σχέσεων να 37

ενηµερώσει την τοπική κοινωνία για τις δραστηριότητες και τη δράση της και κυρίως να πείσει την τοπική κοινωνία για την αποτελεσµατικότητά της και την ανάγκη συνέργειας και δηµιουργίας κλίµατος αµοιβαίας εµπιστοσύνης. Η νοµοθεσία, που εφαρµόζει η ηµοτική Αστυνοµία θα πρέπει να είναι προσιτή στους πολίτες και γι` αυτό χρειάζεται και συχνή ενηµέρωση και πληροφόρηση από την ηµοτική Αστυνοµία. Άλλωστε οι πολίτες αποτελούν τους αποδέκτες εφαρµογής της συγκεκριµένης νοµοθεσίας και τους «χρήστες των υπηρεσιών της» (ΥΠ.ΕΣ...Α.- Ε.Ε.Τ.Α.Α.³, σελ.56). Σε τελική ανάλυση, θα είναι πιο εύκολο το έργο της ηµοτικής Αστυνοµίας και πιο αποτελεσµατική η δράση της, που συχνά θα διαδραµατίζει εξισορροπητικό ρόλο ανάµεσα στις κοινωνικές αντιθέσεις και τις επιµέρους κοινωνικές οµάδες που συνθέτουν την ελληνική κοινωνία. 10.2. Αντιπροσωπευτικές διαδικασίες προβολής και βελτίωσης της δηµόσιας εικόνας της ηµοτικής Αστυνοµίας Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζονται ορισµένες ενδεικτικές ενέργειες που θα συµβάλλουν στη βελτίωση της εικόνας του θεσµού της ηµοτικής Αστυνοµίας µέσα από την θετική αξιοποίηση των ηµοσίων Σχέσεων: α). Ανάπτυξη πρωτοβουλιών από τους Ο.Τ.Α. και τη ηµοτική Αστυνοµία µε στόχο την γνωριµία, την εξοικείωση και την αύξηση των θετικών επαφών µεταξύ αστυνοµικών και πολιτών. β). Επικοινωνία µε µαθητές και επαγγελµατίες της περιοχής και συµµετοχή τους στις δραστηριότητες της τοπικής κοινωνίας (πχ. από κοινού πολιτιστικές εκδηλώσεις, προγραµµάτων δενδροφύτευσης, ανακύκλωσης κοκ.). γ). Καθηµερινή πεζή αστυνόµευση, ώστε να εξοικειωθούν οι πολίτες µε την παρουσία της ηµοτικής Αστυνοµίας. Εξάλλου η καθηµερινή τους παρουσία θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τυχόν µικροεγκληµατικές ενέργειες, ενώ παράλληλα θα αποκτήσει σταδιακά η τοπική κοινωνία το αίσθηµα της καθηµερινής ασφάλειας και τήρησης της δηµόσιας τάξης. δ). Κατάλληλη χωροκατανοµή της έδρας της ηµοτικής Αστυνοµίας, αλλά και των υπηρεσιών του προσωπικού της, ώστε να είναι εύκολα προσβάσιµοι από τους πολίτες. ε). Λειτουργία ιστοσελίδας, µε τακτική επικαιροποίηση σε κάθε ηµοτική Αστυνοµία, όπου θα ενηµερώνονται οι πολίτες για το ρόλο της ηµοτικής Αστυνοµίας, τις αρµοδιότητες που αναλαµβάνει, τις γενικότερες δράσεις της και τον τρόπο επικοινωνίας του µαζί της. Σ` αυτό 38

το σηµείο θα ήταν σκόπιµο να προβλεφθεί ένας αριθµός τηλεφώνου γνωστού στους πολίτες, ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση µαζί τους (ΥΠ.ΕΣ...Α.- Ε.Ε.Τ.Α.Α.³). στ). Συνεργασία και προβολή από τα τοπικά Μ.Μ.Ε. (τοπική εφηµερίδα, ραδιοτηλεοπτικά µέσα). 39

11. Σύγκριση θεσµικού ρόλου ηµοτικής Αστυνοµίας µε αντίστοιχες υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) Σε αυτό το κεφάλαιο θα διερευνηθεί ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, µε µεγαλύτερη έµφαση στη Γερµανία, δηλαδή σε ένα κράτος µε οµοσπονδιακή διάρθρωση και διαφορετική διοικητική δοµή από την Ελλάδα. 11.1. Η ηµοτική Αστυνοµία στη Γερµανία Η έννοια της αστυνοµίας είχε αρκετά ευρύ περιεχόµενο ως τις αρχές του 18 ου αιώνα. Σύµφωνα µε την επικρατούσα θεωρία, η έννοια της «αστυνοµίας» περιλάµβανε δύο κύριες κρατικές αρµοδιότητες: την εγγύηση της ασφάλειας και την προώθηση της γενικής ευηµερίας (www.wikipedia.de, 6/10/2008). Η σταδιακή συγκεκριµενοποίηση του περιεχοµένου της αστυνόµευσης οδήγησε σε µία τριµερή διάκριση της αστυνόµευσης: α). Αστυνοµία υπό ουσιαστική έννοια ( Polizei im materiellen Sinn), που αναφέρεται στις δραστηριότητες του κράτους για την αντιµετώπιση των κινδύνων. β). Αστυνοµία υπό θεσµική ή οργανωτική έννοια (Polizei im institutionellen oder organisatorischen Sinn), που αφορά ως επί τω πλείστον τη δοµή και οργάνωση των αστυνοµικών αρχών και λόγω ιστορικών συγκυριών παρουσιάζει διαφορές µεταξύ των κρατιδίων. γ). Αστυνοµία υπό τυπική έννοια (Polizei im formellen Sinn), µε την οποία νοούνται όλες οι αρµοδιότητες και δράσεις που αναλαµβάνει και εκτελεί σύµφωνα µε το νόµο η αστυνοµία υπό θεσµική έννοια, ανεξαρτήτως αν είναι προληπτικού ή κατασταλτικού χαρακτήρα (Παπαϊωάννου Ζ., 2006 και www.wikipedia.de, 6/10/2008). Στη Γερµανία τείνει να επικρατήσει η θεσµική έννοια της αστυνοµίας από την ουσιαστική έννοια. Αυτό σηµαίνει ότι πολλά από τα καθήκοντα που ως τότε εντάσσονταν στην πρόληψη των κινδύνων (λχ. άδεια κατασκευής βιοµηχανίας) τις ακούν πλέον ειδικές αρχές και όχι η Αστυνοµία (Παπαϊωάννου Ζ., 2006). Παρατηρείται επίσης µία «προσπάθεια αποσυµφόρησης των κρατικών αστυνοµικών υπηρεσιών από τις άσχετες, διοικητικής κυρίως φύσεως, αρµοδιότητες» (Παπαϊωάννου Ζ., 2006, σελ. 4). Το οµοσπονδιακό σύστηµα της Γερµανίας παρέχει στα κρατίδια αυξηµένες εξουσίες, που τις ασκούν εντός των διοικητικών τους ορίων. Σχετικά µε τις αστυνοµικής φύσεως αρµοδιότητες, 40

η γερµανική νοµοθεσία περιορίζει το πεδίο δράσης των οµοσπονδιακών αστυνοµικών αρχών (Bundesbehörden) σε τέσσερις τοµείς: Στην προστασία των συνόρων (Bundesgrenzschutz), Στην αστυνοµία των σιδηροδροµικών µεταφορών (Bahnpolizei), Στις κεντρικές υπηρεσίες πληροφοριών (Bundesamt für Verfassungsschutz) και Στην προστασία των τελωνείων (Zollgrenzdienst). Οπότε στη δικαιοδοσία των κρατιδίων συγκεντρώνεται η πλειονότητα των καθηκόντων πρόληψης των κινδύνων, που ασκείται από τις δικές τους αστυνοµικές αρχές (Landesbehörden). Γι` αυτό εξάλλου απασχολούνται στα κρατίδια περίπου 230.000 αστυνοµικοί υπάλληλοι, ενώ οι αντίστοιχοι οµοσπονδιακοί αστυνοµικοί ανέρχονται µόλις στις 60.000 (Παπαϊωάννου Ζ., 2006). Η αστυνοµία στα κρατίδια επιδέχεται ενός βασικού διαχωρισµού: σε διοικητική αστυνοµία (Ordnungsbehörden), που ασκεί τα καθήκοντά της µε διοικητικά και γραφειοκρατικά µέσα και σε αστυνοµικές αρχές(polizeibehörden) ή την εκτελεστική αστυνοµία (Vollzugspolizei), που ασκούν τα καθήκοντά τους µε προληπτικά και κατασταλτικά µέσα. Η διοικητική αστυνοµία έχει ως αποστολή την αποσόβηση των κινδύνων για την δηµόσια τάξη και ασφάλεια και γι` αυτό ονοµάζεται και αστυνοµία υπό την ουσιαστική έννοια. Μετά το Β` παγκόσµιο πόλεµο και την συνακόλουθη αποστρατικοποίηση της αστυνοµίας, η αποσόβηση των κινδύνων ανήκει µόνο στη διοικητική αστυνοµία. Επειδή ανήκει στις αρµοδιότητες τις διοικητικής αστυνοµίας η αποσόβηση των κινδύνων, αυτή έχει και την αρµοδιότητα να εκδίδει άδειες εντός των διοικητικών τους ορίων για περιπτώσεις όπως η ίδρυση επιχειρήσεων, για οικοδοµές, για τήρηση των συνθηκών υγιεινής, για άδεια παραµονής αλλοδαπών και για την τήρηση διαφόρων κανονιστικών διατάξεων, όπως είναι η τήρηση της ησυχίας(www.wikipedia.de, 6/10/2008). Οι αστυνοµικές αρχές (Polizeibehörden) επεµβαίνουν µόνο σε περιπτώσεις που χρειάζεται άµεση επέµβαση. Οι αρµοδιότητες των αστυνοµικών αρχών έχουν ορισµένα σταθερά χαρακτηριστικά σε όλα τα γερµανικά κρατίδια. Οι αστυνοµικές αρχές επεµβαίνουν άµεσα, επί τόπου, αποφεύγοντας τους γραφειοκρατικούς σκοπέλους προκειµένου να αντιµετωπίσει τους διάφορους κινδύνους. Η δράση τους χαρακτηρίζεται από αµεσότητα, εξωτερική εργασία, εγγύτητα στα γεγονότα και έλλειψη γραφειοκρατικών δοµών. Η διοικητική αστυνοµία χαρακτηρίζεται από εσωτερική εργασία, απόσταση από τα συµβάντα και από γραφειοκρατικές δοµές. Οι αστυνοµικές αρχές δρούν επικουρικά προς την διοικητική αστυνοµία. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπάρχουν παράλληλες αρµοδιότητες. Ως επί το πλείστον όµως ανήκει στη διοικητική αστυνοµία η αποσόβηση των κινδύνων. Μετά τη δράση των 41

αστυνοµικών αρχών ακολουθεί η ενηµέρωση της διοικητικής αστυνοµίας, ώστε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, εφόσον χρειάζεται. Παράλληλα οι αστυνοµικές αρχές οφείλουν να τους παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Η διοίκηση της αστυνοµίας είναι αποκεντρωµένη στη Γερµανία. Σε πρώτο βαθµό η διοικητική αστυνοµία εντάσσεται στη διοικητική οργάνωση των τοπικών υποθέσεων (Παπαϊωάννου Ζ., 2006). ηλαδή η οργάνωση των αρχών της διοικητικής αστυνοµίας ξεκινά από τις τοπικές κοινότητες και καταλήγει ως τον αρµόδιο υπουργό κάθε κρατιδίου, χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι υπάρχουν και διαφορές µεταξύ των διαφόρων κρατιδίων. Μπορούν ωστόσο να οµαδοποιηθούν σε δύο κύριες τάσεις: στα κρατίδια, στα οποία εφαρµόζεται το ενιαίο ή µικτό σύστηµα («Einheits- bzw. Mischsystem»), και σ` αυτά, που εφαρµόζεται το διαφοροποιηµένο σύστηµα («Trennungssystem») [www.juraforum.de, 6/10/2008]. 25 Και στα δύο συστήµατα ανήκει στη διοικητική αστυνοµία το τεκµήριο αρµοδιότητας αποσόβησης των κινδύνων. Η βασική διαφορά έγκειται στο γεγονός, ότι στα κρατίδια που εφαρµόζουν το ενιαίο σύστηµα, νοείται καταρχήν θεσµικά ως Αστυνοµία, τόσο η διοικητική αστυνοµία, όσο και η οι αστυνοµικές αρχές, και εν συνεχεία ακολουθεί ο διαχωρισµός τους. Επίσης, οι αστυνοµικές αρχές αναλαµβάνουν δράση στις περιπτώσεις, που δεν µπορεί να αναλάβει έγκαιρα δράση η διοικητική αστυνοµία. Στα κρατίδια που εφαρµόζεται το διαφοροποιηµένο σύστηµα υπάρχει κατευθείαν διαχωρισµός µεταξύ τους. Μία ακόµα διαφορά αφορά την διοικητική οργάνωση της διοικητικής αστυνοµίας και το εύρος των αρµοδιοτήτων, που µπορεί να αναλάβει. Στα κρατίδια, που εφαρµόζουν το διαφοροποιηµένο σύστηµα, η τοπική διοικητική αστυνοµία αναλαµβάνει τις τοπικές υποθέσεις σε επίπεδο δήµου (Gemeinde), σε επίπεδο νοµού η αντίστοιχη διοικητική αστυνοµία (Kreisordnungsbehörde) και σε τελικό βαθµό αναλαµβάνει η διοικητική αστυνοµία των οµόσπονδων κρατιδίων (Landesordnungsbehörde). Μ` άλλα λόγια, η ανώτερη διοικητική βαθµίδα αναλαµβάνει τις αστυνοµικές αρµοδιότητες της τήρησης της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, µε βάση το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει και δρώντας επικουρικά προς τις αρµοδιότητες της υποδεέστερης βαθµίδας, αναλαµβάνοντας δράση, µόνο όταν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν τα αναµενόµενα αποτελέσµατα, από την υποδεέστερη διοικητικά βαθµίδα. Στα κρατίδια που εφαρµόζουν το παραπάνω σύστηµα οργάνωσης, η τοπική διοικητική αστυνοµία έχει περισσότερες και διευρυµένες αρµοδιότητες σε σχέση µε τις αρµοδιότητες της τοπικής 25 Το ενιαίο ή µικτό σύστηµα ακολουθούν η Βάδη-Βυρτεµβέργη, η Βρέµη, το Σάαρλαντ και η Σαξωνία, ενώ το διαφοροποιηµένο σύστηµα ακολουθούν η Ρηνανία-Βεστφαλία, η Θουριγγία, η Βαυαρία και το Βραδεµβούργο. 42

διοικητικής αστυνοµίας των κρατιδίων που εφαρµόζουν το ενιαίο ή µικτό σύστηµα αστυνόµευσης. Τέλος, οι αστυνοµικοί υπάλληλοι (τόσο το προσωπικό της διοικητικής αστυνοµίας, όσο και το προσωπικό της εκτελεστικής αστυνοµίας) ακολουθούν µία ορισµένη ιεραρχική κλίµακα, ανήκουν στο γενικό σώµα των δηµοσίων υπαλλήλων και χαίρουν µονιµότητας (Παπαϊωάννου Ζ., 2006). 11.2. Η ηµοτική Αστυνοµία σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες Σ` αυτό το κοµµάτι θα σκιαγραφηθεί πώς λειτουργεί ο θεσµός της ηµοτικής Αστυνοµίας σε µερικές ευρωπαϊκές χώρες. Βέλγιο Στο Βέλγιο η τοπική αστυνοµία εντάσσεται στην τοπική διοίκηση και έχει ως προϊστάµενο το δήµαρχο. Υπάρχουν 589 τοπικές αστυνοµίες, που διαχωρίζονται σ` αυτές που έχουν αστικά καθήκοντα και σ` αυτές µε αγροτικά καθήκοντα. Υπηρετούν 15.704 υπάλληλοι στην τοπική αστυνοµία, προβλέπεται η οπλοφορία και έχουν παρεµφερή καθήκοντα µ` αυτά της Χωροφυλακής (Gendarmerie), όπως η διατήρηση της δηµόσιας τάξης, η εφαρµογή των νοµοθετικών διατάξεων και ο έλεγχος της κυκλοφορίας (Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ., 2001). Ισπανία Στην Ισπανία προβλέπεται βάσει συντάγµατος η σύσταση τοπικής αστυνοµίας σε πόλεις µε πληθυσµό άνω των 5.000 κατοίκων. Υπάγονται στο δήµαρχο και δεν προβλέπεται να οπλοφορούν. Ολλανδία Στην Ολλανδία η τοπική αστυνόµοι είναι ανισοµερώς διασκορπισµένοι στις 148 αυτόνοµες κοινότητες του κράτους. Υπάγονται στον δήµαρχο και η δοµή της διάρθρωσής τους προσιδιάζει µε αυτή της κανονικής αστυνοµίας. 43

Γαλλία Στο γαλλικό δίκαιο κυριαρχεί η διάκριση ανάµεσα σε διοικητική και δικαστική αστυνόµευση. Στη Γαλλία η τοπική αστυνοµία αποσκοπεί στη διασφάλιση της δηµόσιας τάξης σε τοπικό επίπεδο, ενώ πολλοί δήµαρχοι έδωσαν σε δηµοτικά αστυνοµικά όργανα την ιδιότητα του βοηθού ανακριτικού υπαλλήλου, ώστε να συνεπικουρούν τη δικαστική αστυνοµία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της (Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ., 2001). Η άσκηση διοικητικής αστυνόµευσης για θέµατα τοπικού ενδιαφέροντος και εντός των διοικητικών τους ορίων έχει ανατεθεί στη σφαίρα αρµοδιοτήτων του δηµάρχου. Ωστόσο, οι εξουσίες του ασκούνται υπό τον έλεγχο του οικείου νοµάρχη, ο οποίος µπορεί να τον υποκαταστήσει σε ορισµένες περιπτώσεις. Εποµένως, η ηµοτική Αστυνοµία υπάγεται κατ` ουσίαν στον νοµάρχη και µπορεί να ασκεί «οιονεί αστυνοµικά καθήκοντα, ενώ µπορούν υπό ορισµένους όρους να οπλοφορούν» (Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ., 2001, σελ. 71). 44

12. Μελέτη περίπτωσης: Η ηµοτική Αστυνοµία του ήµου Χολαργού Εικόνα 1 Εικόνα 2 Εικόνα 3 45