«ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΜΑΥΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ»

Σχετικά έγγραφα
Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Ν.

ΠΡΟΣ: Ειδικότερα, τα βασικά αδικήματα που ενδιαφέρουν τις φορολογικές αρχές είναι, σύμφωνα με το άρθρο 3 περίπτωση ιη του ν. 3691/2008, τα κάτωθι:

ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΡΙΘΜ. 2652/

B8-0551/2018 } B8-0552/2018 } RC1/Τροπ. 47

Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΚΤΙΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ

ΠΟΛ Αθήνα, 14 Νοεμβρίου Αριθ. Πρωτ /20056/ΔΕ-Ε

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αριθμ. απόφ. 35/ Τροποποίηση της απόφασης 1/506/

Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 38 του N. 3259/2004, σχετικά με τα επαναπατριζόμενα κεφάλαια. (Αρ. Πρ: /11321/Β0012)

ΑΔΑ: ΒΛ45Η-0Σ7 ΑΝΑΡΤΗΤΕΑΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Α.Α.Δ.Ε.

Συνοπτικός οδηγός για τα σημαντικότερα φορολογικά θέματα του νέου πολυνομοσχεδίου που έχει κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

A8-0326/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

Ζητήματα φορολογίας κατοίκων εξωτερικού - Η φορολόγηση κατοίκων Ελλάδας για εισοδήματα στο εξωτερικό - Μεταφορά επιχείρησης εκτός Ελλάδας.

ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Η νέα Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος

ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ Ν. 3691/2008 ΕΛΕΓΚΤΕΣ: ΕΠΟΠΤΗΣ:

ΑΠΟΦΑΣΗ 5/820/ τoυ Διοικητικού Συμβουλίου

ΠΟΛ ΑΔΑ: Αθήνα, 14 Αυγούστου 2014 ΠΡΟΣ : ΩΣ Π.Δ.

H ποινική ευθύνη του Διευθύνοντος Συμβούλου

ΔΕΛ Δ ΕΞ 2018/

ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΔΑ: 4Ι0ΡΗ-ΓΞ ΚΟ Ι Ν Η Α Π Ο Φ Α Σ Η. Β. ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ Διεύθυνση Είσπραξης Δημ. Εσόδων

Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς Ελληνική Ένωση Τραπεζών

Ενημερωτική εκδήλωση. Money Show 2018 Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2017, HILTON (Αίθουσα ΕΡΑΤΩ C) Ο ρόλος και η σημασία των Εποπτικών Αναφορών

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

ΧΡΗΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Εργαλείο Οικονομικής Ανάπτυξης και Απασχόλησης

γ) Την απόφαση 07927Ε=/ περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στον υφυπουργό Οικονομικών Γεώργιο Μαυραγάνη (ΦΕΚ.2574/Β/ ).

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΩ ΙΚΑ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 3742,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Πορεία υλοποίησης του σχεδίου δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. στην

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ. Πρόληψη και Καταστολή της νοµιµοποίησης εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ. Ταχ. Δ/νση: Καρ. Σερβίας 8 ΠΡΟΣ: Ταχ. Κώδ.: Αθήνα Τηλέφωνο: FAX:

ΥΠΕΡΑΚΤΙΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Μέχρι 30 Μαρτίου, ηλεκτρ. Υποβολή καταστάσεων παροχής Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτων

Είναι δυνατή η συμπόρευση του «Περιουσιολογίου» και η υποστήριξη της «Τέχνης»;

ΘΕΜΑ:«Παροχή πρόσθετων οδηγιών στο πλαίσιο χειρισμού των υποθέσεων φορολογουμένων που αποστέλλουν εμβάσματα στο εξωτερικό κατά τα έτη ».

Βασίλης Παναγιωτίδης Ειδικός Σύμβουλος ΕΕΤ. Νοέμβριος 2007

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

10.- ΕΙΔΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ OFF SHORE ΕΤΑΙΡΙΩΝ. Ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α ), όπως ισχύει. (Άρθρο 15 ) Ειδικός φόρος επί των ακινήτων

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ

Οι νέοι κωδικοί του E1 στη δήλωση του 2015

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

-Α εξάμηνο Η έγκαιρη δήλωση συμμετοχής (με όλα τα στοιχεία που ζητούνται) είναι απαραίτητη για την ομαλή διεξαγωγή των προγραμμάτων.

B8-0434/2017 } B8-0435/2017 } B8-0450/2017 } RC1/Τροπ. 50

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 4. Δήμητρα Πάσσιου. Η φορολογική μεταχείριση των εμπιστευμάτων (trusts) και των αλλοδαπών ιδρυμάτων (foundations)

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΌ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Νέοι έλεγχοι το Μάιο ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Νέοι έλεγχοι το Μάιο

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Οι συνηθέστεροι τρόποι διάπραξης φοροδιαφυγής από τα φυσικά πρόσωπα και ο εντοπισμός τους Περιουσιολόγιο και έμμεσες τεχνικές ελέγχου

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΌ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έννοια τόπου ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, κανόνας και εξαιρέσεις. Τριγωνικές πωλήσεις. Παραδείγματα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. της

Τεκμήρια - φωτιά από την 1 Ιανουαρίου 2014

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3016/2002

Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής

Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος Νόμος 4172/2013 Ισχύει από 1/1/2014. Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών Ν.4174/2013 Ισχύει από 1/1/2014

Ενάντια στο ξέπλυμα παράνομου χρήματος

15 years. Το νέο πλαίσιο της Φορολογίας Κινητών Αξιών. Παρουσίαση στο πλαίσιο του. Θεολόγης Γαϊτανίδης Γενικός Επιτελικός Διευθυντής Λειτουργειών

Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής

Αντικείμενο της φορολογίας εισοδήματος για τους φορολογικούς κατοίκους της Ελλάδας είναι το παγκόσμιο εισόδημα τους.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Διευκρινήσεις για θέματα ανάλωσης κεφαλαίου προηγουμένων ετών και προσαύξησης περιουσίας.

ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΩΝ Α' ΜΟΝΑΔΑΣ έτους 2013

Πότε η εφορία θεωρεί ότι υπάρχει αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας

Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/2006(INI)

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Ο Νόμος 4557/2018 «για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες»

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2110(INI)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΔΑ: Β4ΠΠΗ-ΧΔΣ. ΘΕΜΑ: Υποβολή µηνυτήριων αναφορών και αναφορών του ν. 2331/1995 και του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

P&V CY Fiduciary Services Ltd P.O.Box 30021, 5340 Ayia Napa, Cyprus Tel Fax

ΠΟΛ /12/ Υπαγωγή εταιρειών παροχής υπηρεσιών στο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τον οριστικό χαρακτήρα του διακανονισµού και τη σύσταση ασφαλειών

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΛΗΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΕΝΤΟΛΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

ATHOS ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ. Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Φορολογικό Δίκαιο. Φόρος εισοδήματος. Θ. Φορτσάκης Α. Τσουρουφλής Κ. Πέρρου Π. Πανταζόπουλος. ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ. ΘΕΜΑ: «Ρύθµιση του περιεχοµένου και του τρόπου άσκησης των ποιοτικών ελέγχων και κάθε άλλου σχετικού θέµατος»

9549/13 ΣΠΚ/μκ 1 DG G II

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α ΕΞ 2014/ Τροποποίηση και συμπλή


Jeppe Kofod, Peter Simon, Pervenche Berès, Paul Tang, Evelyn Regner, Virginie Rozière, Ramón Jáuregui Atondo εξ ονόματος της Ομάδας S&D

ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ Απλουστεύσεις και βελτιώσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου και άλλες διατάξεις. (ΦΕΚ Α' 330/24.12.

You create business We deliver solutions

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ Ν. 4337/2015 (ΦΕΚ Α 129/ )

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0101(NLE)

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Ηλεκτρονική σάρωση όλων των συναλλαγών από το ΥΠΟΙΚ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΤΟ ΞΕΠΛΥΜΑ ΜΑΥΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ» Ελευθερία Τζήκα Α.Μ. 2076/2012 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Ελένη Θεοχαροπούλου Κομοτηνή, Μάιος 2015 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή....σ.4 Α ΜΕΡΟΣ 1. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες - ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος....σ.6 i. Ορισμός του «μαύρου» χρήματος.. σ.6 ii. Το ξέπλυμα χρήματος ως οικονομικό έγκλημα.. σ.8 iii. Φορείς ξεπλύματος χρήματος..... σ.9 2. Μέθοδοι ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος... σ.9 i. Δάνεια Επενδύσεις... σ.9 ii. Κέρδη από τυχερά παιχνίδια... σ.10 iii. Εικονικές συναλλαγές.... σ.10 3. Η έμμεση διοχέτευση εσόδων μέσω των υπεράκτιων εταιριών σ.12 i. Υπεράκτιες εταιρίες offshore εταιρίες.... σ.12 ii. Φορολογικοί παράδεισοι...... σ.14 iii. Πλεονεκτήματα υπεράκτιων εταιριών.. σ.15 Β ΜΕΡΟΣ 1. Η αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στη διεθνή κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση... σ.16 i. οδηγία 1991/308/ΕΚ.. σ.16 ii. οδηγία 2001/97/ΕΚ.... σ.17 iii. οδηγία 2005/60/ΕΚ... σ.18 2. Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. σ.19 i. Ν.2331/1995.....σ.19 ii. Ν. 3424/2005....σ.19 iii. Ν.3691/2008....σ.19 2

3. Φορείς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σ.20 i. Υπόχρεα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3691/2008..σ.20 ii. Εποπτεύουσες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν.3691/2008..σ.23 iii. Λοιποί οργανισμοί και υπηρεσίες.....σ.24 Γ ΜΕΡΟΣ 1.Το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος ως βασικό αδίκημα. σ.32 i. Εγκληματικές δραστηριότητες Βασικά αδικήματα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.3691/2008 που συνιστούν ξέπλυμα χρήματος....σ.32 ii. Το αδίκημα της φοροδιαφυγής Φορολογία προσαύξησης περιουσίας...σ.34 iii. Ερμηνευτικά ζητήματα για την προσαύξηση περιουσίας.σ.39 2. Τρόποι περιστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. σ.45 i. Ανταλλαγή πληροφοριών.. σ.45 ii. Συνεργασία...σ.49 iii. Περιορισμός τραπεζικού απορρήτου...σ.50 3. Έλεγχος ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος.. σ.52 i. Έλεγχος υποθέσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τις φορολογικές αρχές... σ.52 ii. Ενδείξεις συναλλαγών ύποπτων για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Υποβολή αναφοράς από τη φορολογική αρχή.....σ.54 iii. Μέτρα και κυρώσεις για την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.σ.58 Επίλογος...σ.66 Βιβλιογραφία - Αρθρογραφία. σ.67 Παράρτημα Υπόδειγμα αναφοράς..σ.70 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Παγκοσμίως, παρατηρείται το φαινόμενο της μεταφοράς χρημάτων από τους πολίτες σε διάφορες χώρες προκειμένου να αποκρύψουν την πηγή προέλευσης των χρημάτων τους. Οι πολίτες λόγω των δυσβάστακτων φορολογικών υποχρεώσεων που τους επιβάλλει το κράτος, συχνά οδηγούνται σε απόκρυψη των εισοδημάτων τους. Έτσι, γίνονται πολύ επιρρεπείς στην τέλεση του αδικήματος του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, το οποίο πραγματεύεται η παρούσα εργασία. Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος αφορά τη διαδικασία με την οποία τα έσοδα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες μετατρέπονται σε νόμιμα. Ενόψει της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η πρόληψη και η καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των φορολογικών και των εποπτικών αρχών. Σ' αυτό πρέπει να στοχεύουν όλοι όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία νομιμοποίησης παράνομου χρήματος. Η παρούσα εργασία χωρίζεται σε τρία μέρη και το κάθε μέρος σε τρεις υποενότητες. Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στην έννοια και στη διαδικασία του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται συνήθως στη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και θα εξετάσουμε την έμμεση διοχέτευση των εσόδων μέσω των υπεράκτιων εταιριών. Στο δεύτερο μέρος θα παρουσιάσουμε το ευρωπαϊκό και το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και στις μεταβολές που επήλθαν στις επιμέρους διατάξεις, υπό το καθεστώς ισχύος των νόμων 2331/1995, 3424/2005 και του νέου νόμου 3691/2008 που αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. 4

Τέλος, θα εξετάσουμε τους φορείς που έχουν συσταθεί για την καταπολέμηση του φαινομένου. Είναι σημαντική η προσθήκη στο νόμο 3691/2008 νέων προσώπων που υποχρεούνται και ευθύνονται, λόγω της εμπλοκής τους στη διαδικασία νομιμοποίησης εσόδων, να αναφέρουν στην Αρχή αν αντιληφθούν οποιαδήποτε ύποπτη ή ασυνήθης συμπεριφορά ή συναλλαγή. Στο τρίτο μέρος, θα παρουσιάσουμε τις πράξεις που συνιστούν εγκληματικές δραστηριότητες και θα εξετάσουμε κυρίως το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Τέλος, θα αναφέρουμε τους τρόπους περιστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και θα εξετάσουμε τη διαδικασία του ελέγχου υποθέσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος από τις φορολογικές αρχές και τις ενδείξεις συναλλαγών που θεωρούνται ύποπτες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. 5

Α ΜΕΡΟΣ 1. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες - ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος i. Ορισμός του «μαύρου» χρήματος Ο όρος <<μαύρο χρήμα >> χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε έσοδο που δεν δηλώνεται από το φορολογούμενο, παραβαίνοντας την φορολογική νομοθεσία. Ο φορολογούμενος δεν δηλώνει τα έσοδα είτε γιατί προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες ή φορολογικές συναλλαγές (πχ εμπόριο όπλων, ναρκωτικών, λαθρεμπορία κλπ) και υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφθεί είτε γιατί προέρχονται από νόμιμες δραστηριότητες αλλά θέλει να αποφύγει την φορολογική επιβάρυνση. Έτσι το χρήμα διακρίνεται σε << καθαρό >> όταν προέρχεται από νόμιμες πράξεις, το οποίο δεν αποκρύπτεται και σε << βρώμικο >> όταν προέρχεται από παράνομες πράξεις, το οποίο αποκρύπτεται. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται μεταφορικά οι εκφράσεις μαύρο χρήμα και βρώμικο χρήμα. Ωστόσο δεν έχουν την ίδια ακριβώς σημασία. Το βρώμικο χρήμα προέρχεται μόνο από παράνομες πηγές (όπως εμπόριο ναρκωτικών ή όπλων) ενώ το μαύρο χρήμα μπορεί να προέρχεται και από νόμιμες δραστηριότητες. Το μαύρο χρήμα απλά δεν δηλώνεται στην ετήσια δήλωση εισοδήματος του φορολογικά υπόχρεου προσώπου κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας και δεν συνυπολογίζεται στο εισόδημά του και συνεπώς δεν φορολογείται, όπως για παράδειγμα όταν πραγματοποιείται αγορά προϊόντος χωρίς να κοπεί απόδειξη ή όταν ο εργοδότης δεν καταβάλλει τις νόμιμες εισφορές στον εργαζόμενο και δεν τον δηλώνει σε ασφαλιστικό φορέα. Με τον όρο << ξέπλυμα μαύρου χρήματος >> ή ( money laundering γνωστό στην αγγλική ορολογία ) χαρακτηρίζεται ή νοούνται οι μηχανισμοί και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση των εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Για παράδειγμα ως << ξέπλυμα μαύρου χρήματος >> θεωρείται η περίπτωση που κάποιος καταθέτει παράνομο χρήμα σε τράπεζα και στην συνέχεια πραγματοποιεί ανάληψη του ποσού για να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. 6

Σ αυτήν την περίπτωση κάποιος πραγματοποιεί οικονομική συναλλαγή διαθέτοντας «μαύρο» χρήμα και με νόμιμες πράξεις το μεταβάλλει σε καθαρό χρήμα και μπορεί να το δικαιολογήσει. Με αυτόν τον τρόπο ενώ έχει αποκρύψει την πραγματική πηγή προέλευσης των χρημάτων, τα χρήματα που έχει είναι δικαιολογημένα. Ξέπλυμα χρήματος υπάρχει και όταν κάποιος φέρνει χρήματα που προέρχονται από το εξωτερικό (εμβάσματα), τα οποία απέκτησε με παράνομο τρόπο. Πέρα από το ξέπλυμα μαύρου χρήματος υπάρχουν και άλλες μορφές εκδήλωσης φορολογικής παραβατικότητας όπως είναι η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η φοροκλοπή. Αν και θα αναφερθούμε στη συνέχεια διεξοδικά με τη φοροδιαφυγή, όπως αυτή έχει συμπεριληφθεί ως εγκληματική δραστηριότητα στο άρθρο 3 του νόμου 3691/2008, ωστόσο είναι σημαντικό να οριοθετήσουμε τις παραπάνω έννοιες. Ως φοροδιαφυγή ορίζεται το σύνολο των παράνομων ενεργειών (παράνομων πράξεων ή παραλείψεων) των φορολογουμένων με τις οποίες επιδιώκουν τη μείωση ή εξάλειψη της φορολογικής υποχρέωσης. Η φοροαποφυγή είναι μια πράξη η οποία συντελείται χωρίς παράβαση της νομοθεσίας σε αντίθεση με τη φοροδιαφυγή η οποία συντελείται με καταστρατήγηση των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας. Και στις δύο περιπτώσεις ο φορολογούμενος με πράξη ή παράλειψη επεμβαίνει στη διαδικασία προσδιορισμού του φόρου και έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να μην εξατομικευθεί ορθά η οφειλή από τις φορολογικές αρχές. Αυτό λοιπόν που διακρίνει τη φοροαποφυγή από τη φοροδιαφυγή είναι ότι στην περίπτωση της φοροαποφυγής ο φορολογούμενος κάνει νόμιμες ενέργειες και προσπαθεί να προσαρμόσει τα κρίσιμα πραγματικά δεδομένα εκμεταλλευόμενος τα κενά και τις δυνατότητες που του δίνει ο νόμος, ενώ στην περίπτωση της φοροδιαφυγής, ο φορολογούμενος προβαίνει σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις και δηλώνει ψευδή στοιχεία ή αποκρύπτει τα στοιχεία που συγκροτούν τα πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με την επιβολή του φόρου. 1 Μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους τελείται η φοροδιαφυγή είναι η απόκρυψη των εισοδημάτων από διάφορες πηγές με σκοπό την μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, η εμφάνιση υπερβολικά υψηλών δαπανών με σκοπό να αποκομίσει όφελος από εκπτώσεις φόρου, η δημιουργία εικονικών εταιριών κ.ά. 1 Αγαπητού, Γ., Το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, ΔΦΝ, 1997, σ. 1220 επ. 7

Φοροκλοπή είναι η μη απόδοση στο Δημόσιο του ποσού του φόρου που έχει εισπράξει ο υπόχρεος σε απόδοση από κάποιο τρίτο. ii. Το ξέπλυμα χρήματος ως οικονομικό έγκλημα Για να δούμε αν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων θα εξετάσουμε τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το οικονομικό έγκλημα. Το οικονομικό έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή εγκλήματος και οι πράξεις που το αποτελούν απαιτούν οργάνωση, μεθόδευση και σχεδιασμός. Το περιεχόμενό του είναι οικονομικό και γίνεται σε βάρος είτε ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης είτε σε βάρος ολόκληρης της κοινωνίας. Το μέσο με το οποίο τελείται το οικονομικό έγκλημα δεν είναι η βία και δεν εμφανίζει όμοια χαρακτηριστικά με ένα κοινό ποινικό έγκλημα. Η απόκτηση παράνομου οικονομικού οφέλους είναι το βασικό κίνητρο του οικονομικού εγκλήματος. Οικονομικό έγκλημα τελείται όταν για παράδειγμα ένας επιχειρηματίας μεθοδικά και συστηματικά δεν κόβει αποδείξεις, παρακρατά τον ΦΠΑ και δεν τον αποδίδει καθώς και όταν δεν εκδίδει παραστατικά πώλησης, δεν λαμβάνει παραστατικά αγοράς, εκδίδει ή λαμβάνει πλαστά και εικονικά τιμολόγια. Επίσης, οικονομικός εγκληματίας χαρακτηρίζεται και όποιος δεν ασφαλίζει τους εργαζόμενους της επιχείρησής του και όταν δεν τους καταβάλλει κανονικά κανονικά ούτε τα δώρα ούτε και τα επιδόματα που δικαιούνται. Δεν είναι όμως οικονομικός εγκληματίας όποιος λόγω οικονομικής αδυναμίας βρίσκεται σε δυσχερή θέση και δεν μπορεί να πληρώσει τις οφειλές του στο Δημόσιο ή σε τρίτους. Γι' αυτό και η αντιμετώπισή τους και η τιμωρία τους δεν πρέπει να είναι ίδια. Οι μεγάλες φορολογικές παραβάσεις εντάσσονται στην κατηγορία των βασικών οικονομικών εγκλημάτων. Επομένως, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, το οποίο αποτελεί προσπάθεια νομιμοποίησης των χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα του οικονομικού εγκλήματος, από το οποίο αποκτά οικονομικό όφελος. 8

iii. Φορείς ξεπλύματος χρήματος Φορείς ξεπλύματος μαύρου χρήματος είναι τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και τα νομικά πρόσωπα είτε είναι ιδιωτικού είτε δημοσίου δικαίου. 2. Μέθοδοι ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος Υπάρχουν πολλές μέθοδοι οι οποίες χρησιμοποιούνται για την νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Οι πιο δημοφιλείς μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος είναι η δήλωση κερδών από τα κερδοφόρα δελτία Τζόκερ, από τα δελτία Στοιχήματος και από τα λαχεία, καθώς και οι μαζικές αγορές ακινήτων. Η διαδικασία μετατροπής των παράνομων εσόδων σε νόμιμα γίνεται κυρίως μέσω των τραπεζών και των εταιρειών επενδύσεων. i. Δάνεια Επενδύσεις Οι επενδύσεις σε αγαθά υψηλής αξίας όπως π.χ. είδη πολυτελείας, βοηθάνε εύκολα στην απόκρυψη μεγάλων χρηματικών ποσών. Επίσης, η αγορά χρυσού αποτελεί ελκυστικό τρόπο ξεπλύματος χρήματος καθώς, λόγω του μικρού όγκου και της μεγάλης ενσωματωμένης αξίας, προσφέρει τη δυνατότητα να τον μετατρέψει κανείς σε μετρητό χρήμα χωρίς να γίνει αντιληπτή η συναλλαγή. Με το νόμο 4146/2013 δόθηκε η δυνατότητα σε πολίτες μη Ευρωπαϊκής Ένωσης να πάρουν άδεια παραμονής με την προϋπόθεση να πραγματοποιήσουν αγορά ακινήτων άνω των 250.000 ευρώ και έτσι η Ελλάδα αποτέλεσε το κατάλληλο έδαφος για ξέπλυμα χρήματος στα ακίνητα. Οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού στην αγορά και η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων δημιουργούν γόνιμο έδαφος προκειμένου να γίνουν επενδύσεις ξένου κεφαλαίου και να είναι πιο εύκολο σε κάποιον να νομιμοποιήσει έσοδα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες με αυτόν τον τρόπο. Άλλη μέθοδος την οποία χρησιμοποιούν όσοι στοχεύουν σε παράνομη νομιμοποίηση εσόδων είναι οι επενδύσεις σε αγορές ακινήτων τα οποία στη συνέχεια τα πωλούν και συνάπτουν συμβόλαιο πώλησης μεγαλύτερο από το πραγματικό. 9

Χρησιμοποιούν τα χρήματα που απέκτησαν από παράνομες δραστηριότητες για την αγορά ακινήτων και έτσι μέσω επενδυτικής δραστηριότητας μετατρέπουν το μαύρο χρήμα σε νόμιμο χρήμα. ii. Κέρδη από τυχερά παιχνίδια Ένας νομιμοφανής τρόπος νομιμοποίησης παράνομων εσόδων είναι η δικαιολόγηση μεγάλων ποσών μετρητών ως κέρδη από τυχερά παιχνίδια και από κληρώσεις λαχείων. Αυτός που θέλει να ξεπλύνει μαύρο χρήμα, αγοράζει τα δελτία ή τα λαχεία από το πρόσωπο που είναι ο πραγματικά τυχερός και στη συνέχεια τα εξαγοράζει ο ίδιος και έτσι εμφανίζεται να αποκτά χρήματα από νόμιμη πλέον πηγή. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται το φαινόμενο να αιτιολογούν τα έσοδά τους από κερδισμένα δελτία του ΟΠΑΠ, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν από τους πραγματικούς τυχερούς, αφού τα δελτία δεν είναι ονομαστικά. ΟΠΑΠ ονομαστικά δελτία 2. Το ΣΔΟΕ έχει ξεκινήσει έρευνες για ξέπλυμα χρήματος στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ αλλά και στον ίδιο τον Οργανισμό για να εντοπίσει όσους εμπλέκονται στο κύκλωμα που διευκολύνει με το αζημίωτο τους φορολογουμένους που δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τις τραπεζικές καταθέσεις ή να καλύψουν το πόθεν έσχες στην περίπτωση αγοράς ακριβών ακινήτων, σκαφών αναψυχής, πολυτελών αυτοκινήτων. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι τα κέρδη που αποκτά κανείς από το καζίνο όπου αυτός που στοχεύει στο ξέπλυμα χρήματος έχει τη δυνατότητα να ελέγχει το ποσό που θέλει να εμφανίσει ως κέρδος και το ανταλλάσσει με μάρκες, τις οποίες θα τις αλλάξει στη συνέχεια με μετρητά, τα οποία μπορεί να καταθέσει στην τράπεζα του καζίνο και να λάβει τραπεζική επιταγή, δικαιολογώντας έτσι την πηγή προέλευσης των χρημάτων. iii. Εικονικές συναλλαγές Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μπορεί να πραγματοποιηθεί με εικονικές συναλλαγές και έτσι επιτυγχάνεται μικρότερη φορολόγηση ενώ παράλληλα δικαιολογείται ένα μεγάλο ποσό για το οποίο η φορολόγηση θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Επίσης, πολύ συχνά στο ξέπλυμα χρησιμοποιείται η μέθοδος της 2 www.taxheaven.gr/new/view/id/8512/hl/ 10

υπερτιμολόγησης (ξεπλένεται έτσι το υπερβάλλον) ή της τιμολόγησης εμπορικών συναλλαγών με πλαστά παραστατικά εταιρειών, νόμιμων ή εικονικών, ξεπλένοντας έτσι το σύνολο του καταβαλλόμενου ποσού. Όσοι επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν παράνομα έσοδα συνήθως συνάπτουν εικονικές συμβάσεις και δημιουργούν συναλλαγές χρησιμοποιώντας ψευδή παραστατικά και έγγραφα π.χ. εικονικά τιμολόγια, πλαστές συμφωνίες και πράξεις. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουν μειωμένο δηλώσιμο εισόδημα και φορολογούνται με την πιο χαμηλή φορολογική κλίμακα. Επίσης, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος επιτυγχάνεται μέσω της δημιουργίας νόμιμων επιχειρήσεων που εμφανίζουν έσοδα σε μετρητά και στη συνέχεια γίνεται ταυτόχρονη κατάθεση τόσο των πραγματικών ποσών που αντιστοιχούν στις εισπράξεις όσο και των ανύπαρκτων κερδών των παράνομων εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές πράξεις. Οι παράνομες δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται το «μαύρο χρήμα» είναι συνήθως η εμπορία ναρκωτικών, η φοροδιαφυγή και η λαθρεμπορία. Η διαδικασία ξεπλύματος μαύρου χρήματος γίνεται κυρίως σε τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο ο φορολογούμενος πραγματοποιεί τραπεζικές καταθέσεις και είναι σημαντικό το ποσό των χρημάτων που θα καταθέσει γιατί αν είναι πολύ μεγάλο θα κινήσει υποψίες. Το δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει τη μεταφορά χρημάτων σε μια αλυσίδα οικονομικών συναλλαγών προκειμένου να είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Συνήθως ο φορολογούμενος κάνει διάφορες τραπεζικές συναλλαγές και αναλήψεις σε διαφορετικά ονόματα ή μέσω εμβασμάτων σε διαφορετικές χώρες καθώς επίσης να πραγματοποιεί αγορές προϊόντων μεγάλης αξίας με στόχο να μην μπορεί να εντοπιστεί η προέλευση των χρημάτων και η πορεία μεταφορά τους. Τέλος στο τρίτο στάδιο τα χρήματα είναι πλέον νόμιμα καθώς η πηγή προέλευσης τους είναι νόμιμη και πραγματοποιείται η τελική μεταφοράς τους σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό μιας επιχείρησης. Συχνά χρησιμοποιούνται για τις καταθέσεις των χρημάτων στις τράπεζες << αχυράνθρωποι >> οι οποίοι συγκεντρώνουν το παράνομο χρήμα και το καταθέτουν σε διαφορετικούς προσωπικούς λογαριασμούς που διαθέτουν σε διάφορες τράπεζες και μέσω τραπεζικών επιταγών τα μεταφέρουν στους δικαιούχους. 11

Οι τράπεζες και όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ελέγχουν τα στοιχεία του προσώπου που προβαίνει σε κατάθεση χρημάτων και δέχονται την κατάθεση χρημάτων μόνο εφόσον γνωστοποιούνται σ αυτήν τα στοιχεία του καταθέτη. Όσοι στοχεύουν να νομιμοποιήσουν έσοδα που προέρχονται από παράνομες πράξεις εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αναζητούν καινοτόμες μεθόδους που βασίζονται στη νέα τεχνολογία όπως συμβαίνει με το ηλεκτρονικό χρήμα και με τα τυχερά παιχνίδια μέσου διαδικτύου. Οι παραδοσιακοί μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ήταν τα δάνεια, οι αγοροπωλησίες ακίνητης περιουσίας, τα κέρδη από τυχερά παιχνίδια και η απόκρυψη των νομίμων κατόχων περιουσιακών στοιχείων και επιχειρηματικών κερδών. Επίσης αξίζει να σημειωθεί και η νεότερη τεχνική μεταφοράς χρημάτων που γίνεται μέσω της νέας τεχνολογίας του διαδικτύου. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα γρήγορης μεταφοράς χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό και τη δυνατότητα πραγματοποίησης τραπεζικών συναλλαγών σε διαφορετικές χώρες. Έτσι ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες ανίχνευσης της πηγής προέλευσης των χρημάτων 3. Η έμμεση διοχέτευση εσόδων μέσω των υπεράκτιων εταιριών i. Υπεράκτιες εταιρίες offshore εταιρίες Τα παράνομα έσοδα διοχετεύονται τόσο με άμεσο όσο και με έμμεσο τρόπο. Με άμεσο τρόπο προωθείται άμεσα το χρήμα με τη φυσική του μορφή και με έμμεσο τροποποιείται, μέσω μεθόδων, σε άλλες μορφές. Μια συνήθης πρακτική έμμεσης διοχέτευσης εσόδων είναι η διοχέτευση μέσω υπεράκτιων οικονομικών κέντρων. Εκμεταλλεύονται την ανωνυμία των υπεράκτιων εταιριών για να κρύψουν τις οικονομικές τους συναλλαγές. Ο ρόλος των υπεράκτιων κέντρων στο ξέπλυμα χρήματος είναι σημαντικός καθώς συμβάλλουν στην νομιμοποίηση του παράνομου χρήματος, η οποία επιτυγχάνεται με την πώληση μετοχών ή την πώληση ακινήτου ιδιοκτησίας της offshore εταιρείας και έτσι επανεντάσσεται το χρήμα στους οικονομικούς κύκλους μέσα από νόμιμες συναλλαγές. 12

Το κρίσιμο ζήτημα σε σχέση με τις υπεράκτιες εταιρίες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για ξέπλυμα μαύρου χρήματος είναι ο εντοπισμός του πραγματικού δικαιούχου, του φυσικού προσώπου που κρύβεται πίσω από τις εταιρίες αυτές. Είναι ιδιαίτερα δυσχερής η έρευνα για το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος όταν πραγματοποιείται μέσω υπεράκτιας εταιρείας ή μέσω κατοίκου εξωτερικού και για λογαριασμό του οποίου ενεργεί θεσμικός επενδυτής. Η δυσχέρεια έγκειται στο γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίζει το <<προφίλ>> του τελικού επενδυτή που αγοράζει μετοχές σε υπεράκτια εταιρεία με παράνομα χρήματα τα οποία αναλώνονται από την εταιρεία σε επενδύσεις και στην συνέχεια προβαίνει σε πωλήσεις σε άλλο αγοραστή και σε εκ νέου αγορές με συνέπεια να χάνεται η πηγή προέλευσης των χρημάτων. Η επιλογή του τόπου εγκατάστασης που θα επιλέξει μια επιχείρηση μπορεί να της δώσει φορολογικά προνόμια και ευκαιρία να φοροαποφύγει. Η κατάχρηση των πολυάριθμων δυνατοτήτων που παρέχουν οι κανόνες του διεθνούς φορολογικού δικαίου, κυρίως μέσω της δημιουργίας υπεράκτιων εταιριών (offshore) σε χώρες με χαμηλό έως μηδενικό επίπεδο φορολογίας, η οποία αποσκοπεί στη νόμιμη αποφυγή πληρωμής φόρων οδηγεί στον ανταγωνισμό των φορολογικών συστημάτων και στη μείωση της φορολογικής υποχρέωσης 3. Η δημιουργία υπεράκτιων εταιριών αποτελεί σημαντική επινόηση για αποφυγή ή για μείωση της καταβολής φόρου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν.3091/2002 «ως εξωχώρια εταιρεία εννοείται η εταιρεία που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χωρά και με βάση την νομοθεσία της δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης». Οι υπεράκτιες εταιρίες ή εξωχώριες εταιρίες 4 δημιουργούνται για συγκεκριμένο σκοπό που είναι η επίτευξη διεθνών δραστηριοτήτων με το όσο δυνατόν μικρότερο κόστος φορολόγησης. 3 Φινοκαλιώτης, Μπάρμπας, (2001), σελ. 36. 4 Δουβής, (2003), σελ. 287. 13

ii. Φορολογικοί παράδεισοι Παρατηρείται το φαινόμενο να διοχετεύονται παράνομα χρήματα σε offshore εταιρείες, σε μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα, γνωστά ως φορολογικοί παράδεισοι καθώς εξασφαλίζεται διακριτικότητα και μυστικότητα, αφού στους φορολογικούς παραδείσους τα μέτρα της νομοθεσίας για το τραπεζικό απόρρητο είναι αυστηρά. Οι χώρες που είναι γνωστές ως φορολογικοί παράδεισοι απολαμβάνουν προνόμια από την κυβέρνηση τους, δεν έχουν καθόλου σχεδόν φόρους, χαρακτηρίζονται από οικονομική και πολιτική σταθερότητα, οι φορολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές έχουν ελάχιστους κυβερνητικούς ελέγχους και υπάρχει ελευθερία στην εισαγωγή πρώτων υλών ενώ ελεύθερη είναι και η εξαγωγή των κερδών. Τα κράτη που λειτουργούν ως << φορολογικοί παράδεισοι >> παρόλο που είναι μικρά, χωρίς οικονομικούς και φυσικούς πόρους που να τους δίνουν την δυνατότητα να είναι οικονομικά αυτοτελής, ωστόσο προσελκύουν ξένους επενδυτές καθώς τους παρέχουν επιχειρηματικές διευκολύνσεις και ευνοϊκό περιβάλλων για την άσκηση των οικονομικών δραστηριοτήτων τους, με ιδιαίτερα μειωμένους φορολογικούς συντελεστές. Οι υπεράκτιες εταιρίες ιδρύονται σε χώρες που χαρακτηρίζονται ως «φορολογικοί παράδεισοι», δηλαδή σε χώρες που έχουν πιο ήπιο φορολογικό καθεστώς και διαθέτουν ειδική φορολογική πολιτική με χαμηλή φορολογία για τους ξένους επενδυτές που ιδρύουν εκεί εταιρείες, μεταφέρουν τα κεφάλαια ή τα περιουσιακά τους στοιχεία με σκοπό να επωφεληθούν το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς 5. Απώτερος σκοπός τους είναι να επιβαρυνθούν με όσο το δυνατόν χαμηλότερο φόρο και έτσι να απαλλαγούν από τη φορολογία που προβλέπεται στη χώρα της μόνιμης διαμονής τους. Δεν είναι παράνομες, η σύστασή τους γίνεται σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς των δικαιοδοσιών των υπεράκτιων εταιρειών. Υπάρχει διάσταση μεταξύ του τόπου ίδρυσης κα του τόπου λειτουργίας τους. Οι υπεράκτιες εταιρίες διενεργούν εργασίες και δραστηριότητες αποκλειστικά εκτός της χώρας εγκατάστασής τους. 5 Φωτόπουλος, Ι., Φωτόπουλος, Γ., (2001), σελ. 1070. 14

iii. Πλεονεκτήματα Σύμφωνα με τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι εταιρείες που μεταφέρουν τα κέρδη από τη χώρα όπου παρήχθησαν σε φορολογικούς παραδείσους 6.Θα αναρωτιέται κανείς που οφείλεται η ραγδαία αύξηση της ίδρυσης κάποιας υπεράκτιας εταιρίας. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που τις καθιστούν ακόμη πιο ελκυστικές όπως η εξοικονόμηση χρήματος καθώς ιδρύονται με χαμηλό κόστος συνήθως και απαιτείται ελάχιστο κεφάλαιο, η ταχύτητα καθώς συστήνονται πολύ γρήγορα και η εχεμύθεια καθώς αποτελεί κίνητρο στον επιχειρηματία το γεγονός ότι οι μετοχές ή οι τίτλοι παραστατικοί ιδιοκτησίας είναι κατά κανόνα ανώνυμοι 7. Τα κράτη αντιδρούν στο φαινόμενο της λειτουργίας των υπεράκτιων εταιρειών και οι αντιδράσεις τους εστιάζονται στη διάβρωση που παρατηρείται στη φορολογική βάση των φορολογικά ανεπτυγμένων κρατών μέσω της αναπτυσσόμενης φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής από φυσικά ή νομικά πρόσωπα των κρατών αυτών, στη νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες μέσα από το ξέπλυμα χρήματος και στη δημιουργία προβλημάτων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα 8. Ο νομοθέτης πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούνται εξαιτίας των υπεράκτιων εταιριών όπως είναι η μεταφορά κερδών σε «φορολογικούς παραδείσους», μέσω υπερτιμολόγησης των αγορών και υποτιμολόγησης των πωλήσεων προς τις χώρες αυτές, η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με στόχο την αποφυγή του φόρου κληρονομιών, δωρεών κ.λ.π. και η αποφυγή τεκμηρίων που προβλέπονται στη φορολογία εισοδήματος, με στόχο τη μείωση ή και την αποφυγή του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος 9. 6 Φωτόπουλος, Ι., Φωτόπουλος, Γ., (2001), σελ. 1070. 7 Σαβαϊδου, ΔΦΝ τεύχος 1471 (Α Αυγούστου 2011), σελ. 1109. 8 Φωτόπουλος, Ι., Φωτόπουλος, Γ., (2001), σελ. 1088. 9 Παπακυριάκου, (2005), σελ.185. 15

Β ΜΕΡΟΣ 1. Η αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες στη διεθνή κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση i. οδηγία 1991/308/ΕΚ Η καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος από παράνομες δραστηριότητες απασχόλησε παγκοσμίως τα κράτη εδώ και πολλές δεκαετίες και είναι σημαντικό να αναφέρουμε το νομοθετικό πλαίσιο που θεσπίσθηκε σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο διαμορφώθηκε με βάση το νόμο, τις οδηγίες και τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη το 1988 στη Βιέννη από 67 κράτη, η οποία περιοριζόταν σε κύρια αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά, υποχρεώθηκαν τα κράτη να λάβουν μέτρα για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Με το νόμο 1990/1991 κυρώθηκε η Σύμβαση αυτή και από την Ελλάδα και αποτελεί το πρώτο νομοθέτημα με το οποίο επιχειρήθηκε να τεθεί η βάση και να ορισθούν βασικές έννοιες που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Στη συνέχεια το 2000 με τη δεύτερη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που υπεγράφη στο Παλέρμο και από την Ελλάδα, έγινε εμφανής η συνάρτηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος με το οργανωμένο έγκλημα. Το Συμβούλιο της Ευρώπης υπέγραψε το 1990 στο Στρασβούργο τη Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες την οποία η Ελλάδα κύρωσε μετά από οκτώ χρόνια με το νόμο 2655/1998. Με το νόμο 2655/1998 άρχισε να οριοθετείται το αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος, αφού είχε προηγηθεί η ψήφιση του νόμου 2331/1995 ο οποίος ουσιαστικά παρέμεινε ανενεργός. Το κανονιστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο διαμορφώθηκε με βάση την οδηγία 91/308/ΕΟΚ, την οδηγία 2001/97/ΕΚ, την οδηγία 2005/60/ΕΚ, που αφορούσαν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τον κανονισμό ΕΚ 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. 16

Η οδηγία 91/308/ΕΟΚ εκδόθηκε βασιζόμενη στις 40 Συστάσεις της F.A.T.F. και στόχευε στην ενιαία, από όλα τα κράτη μέλη, αντιμετώπιση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Η σύσταση της διεθνούς διακυβερνητικής Επιτροπής Οικονομικής Δράσης, γνωστής ως F.A.T.F. (Financial Action Task Force on Money Laundering) ή Ομάδας Χρηματοπιστωτικής δράσης, το 1989 κατά τη σύνοδο του Παρισιού από τα επτά ισχυρότερα οικονομικά κράτη, γνωστά ως G7, συνέβαλλε σημαντικά στην καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καθώς στόχευε μέσω των μέτρων που έλαβε και μέσω των συστάσεων που εξέδωσε να καταπολεμήσει συστηματικά και συντονισμένα το φαινόμενο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Πιο συγκεκριμένα, το 1990 εξέδωσε έναν κατάλογο από 40 Συστάσεις ο οποίος αναθεωρήθηκε το 1996 και το 2003 προκειμένου να προσαρμοσθεί στις αλλαγές που επιβάλλουν οι νέες μέθοδοι νομιμοποίησης παράνομου χρήματος. Οι 40 Συστάσεις της F.A.T.F. δεν δεσμεύουν τα κράτη αλλά αποτελούν αρχές δράσης που στοχεύουν στην καταπολέμηση του φαινομένου, τονίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων για τη διαμόρφωση κοινού νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και καταστολή του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες πράξεις και της προώθησης της διακρατικής συνεργασίας. Η Ελλάδα καθυστέρησε να ενσωματώσει την οδηγία 91/308/ΕΟΚ στη νομοθεσία της, καθώς ενσωματώθηκε το 1995 με την ψήφιση του νόμου 2331/1995. ii. οδηγία 2001/97/ΕΚ Λόγω των υφιστάμενων κενών και λόγω της ανάγκης προσαρμογής της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος στα σύγχρονα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα και στις νομοθετικές αλλαγές που επήλθαν με την αναθεώρηση των 40 Συστάσεων της F.A.T.F. θεσπίστηκε η δεύτερη οδηγία 2001/97/ΕΚ με την οποία τροποποιήθηκε η οδηγία 91/308/ΕΚ και η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με την ψήφιση του νόμου 3424/2005. Οι πιο σημαντικές διατάξεις της οδηγίας 2001/97/ΕΚ σε σχέση με την πρώτη οδηγία είναι η διεύρυνση της έννοιας της αξιόποινης συμπεριφοράς του ξεπλύματος μαύρου χρήματος που προέρχεται από τη διάπραξη και άλλων αδικημάτων και όχι μόνο από το αδίκημα του εμπορίου ναρκωτικών, η επέκταση των υποχρεώσεων καταπολέμησης του φαινομένου σε περισσότερες κατηγορίες επαγγελμάτων και 17

δραστηριοτήτων (όπως ελεγκτές, εξωτερικοί λογιστές, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, καζίνο και κτηματομεσίτες), η μέθοδος πληρωμής μεγάλων χρηματικών ποσών με μετρητά, η πληροφόρηση και η ανταλλαγή στοιχείων που αφορούν το ξέπλυμα μαύρου χρήματος μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και η επέκταση του καθήκοντος αναφοράς ύποπτων συναλλαγών στους δικηγόρους. iii. οδηγία 2005/60/ΕΚ Σημαντικό μέρος του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου αποτελούν επίσης η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και ο κανονισμός 1781/2006 που ισχύει από τον Ιανουάριο του 2007. Η τρίτη οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στόχευε στην καταπολέμηση της κατάχρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων 10. Τα πρόσωπα που σκοπεύουν να νομιμοποιήσουν έσοδα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, εκμεταλλεύονται την αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να ανιχνεύσει τις μεταφορές χρηματικών ποσών σε οποιοδήποτε νόμισμα ή σε άλλους λογαριασμούς και γενικότερα την αδυναμία να ασκεί αποτελεσματικά εποπτικό ρόλο στις συναλλαγές. Έτσι, λοιπόν, για λόγους πρόληψης και εντοπισμού ξεπλύματος μαύρου χρήματος, με τον κανονισμό ΕΚ 1781/2006 11 θεσπίστηκαν κανόνες προκειμένου να διασφαλισθεί η διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τον καταθέτη ή τον παραλήπτη (όπως ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, αριθμό λογαριασμού) οι οποίες πρέπει να συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών που αποστέλλονται ή παραλαμβάνονται και τις τραπεζικές συναλλαγές. 10 ΕΕ L 309/15 της 25.11.2005, Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. 11 ΕΕ L 345/1 της 8.12.2006, Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές των χρηματικών ποσών. 18

2. Το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες i. Ν.2331/1995 Οι νόμοι 2331/1995 και 3424/2005 αποτέλεσαν νομοτεχνικά πρόχειρες νομοθετικές πρωτοβουλίες με τις οποίες προσπάθησε ο νομοθέτης να αντιμετωπίσει την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επήλθαν σημαντικές αλλαγές του νόμου 3424/2005 σε σχέση με το νόμο 2331/1995. ii. Ν. 3424/2005 Οι πιο σημαντικές είναι α) ότι ο νόμος 3424/2005 απαριθμεί τις εγκληματικές δραστηριότητες σε δύο κατηγορίες, στην κατηγορία βασικά εγκλήματα, τα οποία περιορίζει σε 16 υποκατηγορίες εγκλημάτων και στην κατηγορία γενικά και αφηρημένα προβλεπόμενα εγκλήματα, τα οποία εντάσσει με κριτήριο την ποινή που προβλέπεται για το καθένα και το ύψος της περιουσίας που προέκυψε από τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης ενώ με το νόμο 2331/1995 απαριθμούνταν περιοριστικά 24 επιμέρους κατηγορίες εγκλημάτων και β) ότι με το νόμο 3424/2005 προστέθηκαν νέα πρόσωπα προκειμένου να βοηθήσουν τις αρχές στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων όπως είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι ελεγκτικές εταιρίες, οι φορολογικοί σύμβουλοι, τα καζίνο, οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας, οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι ταχυδρομικές εταιρίες. iii. Ν. 3691/2008 Ο νομοθέτης στις μέρες μας έχει ως πρωταρχικό ζήτημα την αντιμετώπιση της νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες όπως φαίνεται από το γεγονός ότι ενώ στην αρχή υπήρχε ένα άρθρο στον ποινικό κώδικα, σήμερα έχει θεσπιστεί ξεχωριστός νόμος για την καταπολέμηση του φαινομένου. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα διαμορφώθηκε με την ψήφιση του νόμου 3691/2008, ο οποίος κάλυψε τα κενά που υπήρχαν από τα προηγούμενα νομοθετήματα και ενσωμάτωσε τις διατάξεις της τρίτης οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αποτελεί εφαρμοστικό μέτρο της οδηγίας 2005/60/ΕΚ. 19

Με το νόμο 3691/2008 αναβαθμίστηκαν σημαντικά οι μηχανισμοί πρόληψης του ξεπλύματος χρήματος. Με την ψήφιση του νόμου 3932/2011 επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις του νόμου 3691/2008 που αφορούν στη διάρθρωση της Αρχής Καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και τις διαδικασίες δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που υπόκεινται σε συγκεκριμένες οικονομικές κυρώσεις. Ο νόμος 3691/2008 αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο μέχρι σήμερα νομοθέτημα το οποίο ρυθμίζει όλα όσα προβλέπει η διεθνής νομοθεσία για την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν στη διάταξη του άρθρου 3 περίπτωση ιη' του νόμου 3691/2008, με το άρθρο 68 παράγραφος 1 του νόμου 4174/2013, παρατηρούμε τη σημασία που αποδίδεται στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες καθώς απαλείφει περιπτώσεις φοροδιαφυγής χαμηλού ενδιαφέροντος και εξαιρεί από τον ορισμό των βασικών αδικημάτων ορισμένα αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή χαμηλότερη της γενικής ρήτρας 12 και προσθέτει ως βασικό αδίκημα, το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο λόγω της σημασίας του στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος. 3. Φορείς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες i. Υπόχρεα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3691/2008 Σύμφωνα με το νέο νόμο για το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος, υποχρεωμένα να ενημερώνουν τις Αρχές για ύποπτης προέλευσης ποσά είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 5 του Ν.3691/2008. Βασική προϋπόθεση για να καταπολεμηθεί το ξέπλυμα μαύρου χρήματος είναι να αυξηθούν οι εποπτικοί έλεγχοι από τους αρμόδιους φορείς. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα πρόσωπα, που εμπλέκονται στη διαδικασία νομιμοποίησης (τραπεζικοί υπάλληλοι, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, κτηματομεσίτες κλπ.). 12 Εξαιρέθηκαν από τον ορισμό των βασικών αδικημάτων, τα αδικήματα για τα οποία η ποινή μπορεί να είναι χαμηλότερη των 6 μηνών φυλάκισης. 20

Οι εποπτικές δυνατότητες του κράτους διευρύνθηκαν με την ψήφιση του νόμου 3691/2008 καθώς ανατέθηκε η ευθύνη σε νέες κατηγορίες υπόχρεων προσώπων, τα οποία αν αντιληφθούν πράξη ξεπλύματος μαύρου χρήματος ή παράνομη προέλευση χρήματος, υποχρεούνται να το αναφέρουν στην Αρχή ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση τέτοιων περιστατικών. Προστέθηκαν στα υπόχρεα πρόσωπα οι δικηγόροι, οι οποίοι σε περίπτωση που έχουν υπόθεση που έχει τις ενδείξεις και υπάρχει υπόνοια για νομιμοποίηση χρημάτων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες οφείλουν να υποβάλουν αναφορά στην Επιτροπή Δικηγόρων. Με την εγκύκλιο ΠΟΛ1196/2012 τροποποιήθηκαν οι οδηγίες της ΠΟΛ 1067/2011 και προβλέφθηκε υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από τους λογιστές. Η εγκύκλιος ΠΟΛ. 1067/2011 παρείχε διευκρινήσεις όσον αφορά την υποχρέωση των προσώπων του άρθρου 6, παρ. 2, περ. ε' του νόμου 3691/2008 για αποστολή αναφορών στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της περ. γ' του άρθρου 29 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ορίζεται η υποχρέωση των υπόχρεων προσώπων να υποβάλλουν στην Αρχή του άρθρου 7 του νόμου 3691/2008 αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να συνδέονται με αδικήματα φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, καθώς και με λοιπά αδικήματα αρμοδιότητας ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. που υπάγονται στα βασικά αδικήματα του άρθρου 3 του ίδιου νόμου. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να υποβάλλουν αναφορά στην Αρχή όταν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή τη διενέργεια συναλλαγής με πελάτη τους, (σε περίπτωση για παράδειγμα παροχής υπηρεσιών, πώλησης αγαθών κλπ), εκτιμούν, αντιλαμβάνονται ή διαπιστώνουν ύποπτες συναλλαγές, δηλαδή συναλλαγές οι οποίες ενδεχομένως υποκρύπτουν νομιμοποίηση προϊόντος εγκλήματος (μετατροπή, μεταβίβαση, κατοχή, χρησιμοποίηση κ.λπ.), το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα, από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 3691/2008 (π.χ. δωροδοκία, σωματεμπορία, εμπορία ναρκωτικών, 21

φοροδιαφυγή που συνιστά φορολογικό αδίκημα, αδικήματα λαθρεμπορίας κ.λπ.), και όχι για αυτήν καθ' αυτήν την εγκληματική πράξη. Αντικείμενο αναφορών των υπόχρεων προσώπων στην Αρχή, θα πρέπει να αποτελεί η απλή ή γενική υπόνοια ή η υποψία τέλεσης συγκεκριμένης και εξειδικευμένης αξιόποινης πράξης (π.χ. φοροδιαφυγή, απάτη ή υπεξαίρεση ή κλοπή κ.λπ.), και όχι κατ' ανάγκη η αποδεδειγμένη πραγματοποίηση αυτής. Έτσι, για παράδειγμα, όταν λογιστές, ιδιώτες ελεγκτές και οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι παρατηρήσουν ή υποπέσει στην αντίληψή τους κατά την άσκηση του λογιστικού, ελεγκτικού ή συμβουλευτικού έργου τους, ότι πελάτες τους ενδεχομένως προβαίνουν σε πράξεις φοροδιαφυγής γενικώς (π.χ. δεν έχουν περιλάβει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέρος των εισοδημάτων τους από οποιαδήποτε πηγή και σε πράξεις ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων (ξέπλυμα χρήματος) που προέρχονται από τη συγκεκριμένη εγκληματική δραστηριότητα, (π.χ. δεν έχουν αποδώσει τους οφειλόμενους φόρους, τέλη, εισφορές ή έχουν εκδώσει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή είναι λήπτες εικονικών στοιχείων κ.λ.π.), τότε οφείλουν να αποστείλουν σχετική αναφορά στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει. Οι λογιστές φοροτεχνικοί ευθύνονται έναντι του εντολέα τους και έναντι του Δημοσίου για πράξεις και παραλείψεις στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους 13. Συνεπώς οι λογιστές, λόγω της ειδικής φύσεως του αδικήματος της φοροδιαφυγής, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η διαπίστωση φοροδιαφυγής ή πράξεων που υποκρύπτουν φοροδιαφυγή συνεπάγεται ταυτόχρονα και αυτόθροα την ύπαρξη ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων χωρίς να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός του ύποπτου χαρακτήρα αυτών. Ως εκ τούτου, οι λογιστές οφείλουν να υποβάλουν αναφορά στην Αρχή άπαξ και σχηματίσουν υποψίες ή υπόνοιες τέλεσης πράξεων φοροδιαφυγής (και όχι βεβαιωμένη κατ' ανάγκη φοροδιαφυγή) από πελάτες τους κατά την εκτέλεση του έργου τους. Η ανωτέρω υποχρέωση αποστολής αναφοράς στην Αρχή σε περίπτωση υποψίας ή υπόνοιας τέλεσης του αδικήματος της φοροδιαφυγής ισχύει ανάλογα και για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών 13 Α. ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ, ΔΦΟΡΝ 2011, σ. 1551 22

Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (περ. ε', παρ. 2 αρθ. 6 του ν.3691/2008, όπως ισχύει). ii. Εποπτεύουσες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν.3691/2008 Η πρόληψη και η καταπολέμηση του << ξεπλύματος μαύρου χρήματος >> βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του κράτους και πιο συγκεκριμένα των αρχών που ασκούν εποπτικό ρόλο και ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με το ζήτημα αυτό. Το ενδιαφέρον εντείνεται ακόμη περισσότερο ενόψει της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Καθίσταται επιτακτική ανάγκη οι υπάλληλοι των πιστωτικών ιδρυμάτων να επικαιροποιούν τις γνώσεις τους προκειμένου να είναι αποτελεσματική η συμβολή τους στην αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου ζητήματος. Στο άρθρο 6 του Ν.3691/2008 ορίζονται οι αρμόδιες αρχές οι οποίες ασκούν εποπτικό ρόλο για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου από τα υπόχρεα πρόσωπα όπως αναφέρονται στο άρθρο 5. Επιγραμματικά οι εποπτευόμενοι φορείς είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές εταιρίες, η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών του ν.3229/2004, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να εποπτεύει ιδρύματα για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) και όχι να διερευνά την ουσία των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται από τα εποπτευόμενα ιδρύματα. Αποκλειστικά αρμόδια για τον έλεγχο των αναφορών είναι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και των διωκτικών και δικαστικών αρχών. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει στείλει στα εποπτευόμενα ιδρύματα εκτενή τυπολογία ύποπτων συναλλαγών με βάση την ελληνική πραγματικότητα και τη διεθνή φορολογία. 23

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 με τις οποίες τροποποιήθηκε στο άρθρο 6 του ν. 3691/2008, οι εταιρείες κεφαλαίου επιχειρηματικών συμμετοχών και οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου εποπτεύονται πλέον από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δεν περιλαμβάνονται στα υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης. Οι Δ.Ο.Υ. και τα ελεγκτικά κέντρα, όταν διενεργούν φορολογικό έλεγχο σε υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, οφείλουν υποχρεωτικά και ταυτόχρονα, να διενεργούν και εποπτικό έλεγχο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 3691/2008 και να ενημερώνουν σχετικά την ηλεκτρονική εφαρμογή της Διεύθυνσης Ελέγχων 14. Επίσης, ο έφορος μόλις ολοκληρωθεί ο έλεγχος από τις φορολογικές αρχές έχει την υποχρέωση σε κάθε περίπτωση φοροδιαφυγής να υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά στην εισαγγελική αρχή για να ασκηθεί άμεσα ποινική δίωξη σε βάρος των φορολογουμένων που έχουν τελέσει αδικήματα φοροδιαφυγής και δεν άσκησαν προσφυγή. Στην περίπτωση που το αδίκημα αφορά την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση των φορολογικών στοιχείων και ο έλεγχος έγινε από το ΣΔΟΕ, τότε ασκείται άμεσα ποινική δίωξη με βάση τον φορολογικό έλεγχο. iii. Λοιποί οργανισμοί και υπηρεσίες Η Ομάδα Χρηματοπιστωτικής Δράσης (F.A.T.F.) είναι ο πλέον αναγνωρισμένος διεθνής φορέας για τη θέσπιση διεθνών κριτηρίων και προτύπων για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος. Κεντρικός συντονιστικός φορέας ορίστηκε το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με το άρθρο 8 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του νόμου 3923/2011 και είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των διατάξεων για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για το συντονισμό των αρμόδιων αρχών και των μηχανισμών που φροντίζουν για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3691/2008. Επίσης, το Υπουργείο Οικονομικών εξετάζει τις εκθέσεις που υποβάλλουν οι αρμόδιες Αρχές και συγκροτεί ομάδες εργασίας προκειμένου να υποβάλλουν προτάσεις αναθεώρησης του θεσμικού πλαισίου για το ξέπλυμα χρήματος. 14 ΠΟΛ 1127/31.8.2010 24

Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3691/2008 είναι η Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Και οι Επιτροπές που συστήνονται από το Υπουργείο Οικονομικών. Αρχικά με το νόμο 2331/1995 είχε συσταθεί Επιτροπή η οποία με το νόμο 3424/2005 αντικαταστάθηκε από την Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Σήμερα με το νόμο 3691/2008 15 ονομάζεται Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης ή Αρχή όπως αποκαλείται. Σύμφωνα με το άρθρο 7 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου 3923/2011 συστάθηκε η Αρχή με σκοπό να λάβει μέτρα για την πρόληψη και καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και για να προβεί σε έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Η Αρχή είναι διοικητικά και λειτουργικά ανεξάρτητη και αποτελείται από τρεις αυτοτελείς μονάδες, έκαστη των οποίων έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ειδικότερα, η Α' Μονάδα διερεύνησης και χρηματοοικονομικών πληροφοριών είναι αρμόδια για τη συγκέντρωση και τον έλεγχο των αναφορών ύποπτων συναλλαγών που τους υποβάλλουν τα υπόχρεα πρόσωπα, για την έρευνα των πληροφοριών που τους διαβιβάζονται από άλλους φορείς και για τη λήψη απόφασης να η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η Β' Μονάδα οικονομικών κυρώσεων κατά ύποπτων τρομοκρατίας έχει ως αρμοδιότητα να ελέγχει τις πληροφορίες που διαβιβάζονται από τις αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές και αφορούν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και να αξιολογεί τις πληροφορίες από αλλοδαπούς φορείς. Η Γ' Μονάδα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης είναι αρμόδια για την παραλαβή των Δηλώσεων των υπόχρεων προσώπων που υποβάλλουν δήλωση του νόμου 3213/2003 και για τον έλεγχο των πληροφοριών για την υποβολή ή την ανακριβή υποβολή των δηλώσεων. 15 άρθρο 7 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παράγραφο 1 του νόμου 3923/2011 25

Διενεργεί δειγματοληπτικό έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων και λαμβάνει απόφαση για το εάν η υπόθεση θα τεθεί στο αρχείο ή θα παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ο δειγματοληπτικός έλεγχος προβλέφθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 80 του νόμου 3842/2010, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 7 του νόμου 4141/2013. Οι υποθέσεις που επιλέγονται για έλεγχο, επιλέγονται με βάση τις αρχές ανάλυσης κινδύνου (risk analysis), όπως αναφέρει η εγκύκλιος ΠΟΛ 1178/2011, η οποία παρέχει οδηγίες σχετικά με τα κριτήρια επιλογής που διεξάγεται μέσω του συστήματος Elenxis 16. Είναι πολύ σημαντικό ότι όλες οι Μονάδες έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κάθε αρχείο Δημόσιας Αρχής ή Οργανισμού και μπορούν να λαμβάνουν απαραίτητες πληροφορίες. Δεν ισχύει για τις μονάδες αυτές ούτε το τραπεζικό, ούτε το φορολογικό 17, ούτε το χρηματιστηριακό απόρρητο. Στο Υπουργείο Οικονομικών λειτουργεί Επιτροπή Επεξεργασίας στρατηγικής και πολιτικών για το ξέπλυμα χρήματος, όπως προβλέφθηκε στο άρθρο 9 του νόμου 3691/2008, η οποία είναι αρμόδια για το σχεδιασμό συγκεκριμένων πολιτικών για την αντιμετώπιση αδυναμιών του μηχανισμού της χώρας για το ξέπλυμα και τη λήψη νομοθετικών μέτρων για τη βελτίωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Παρακολουθεί τις εξελίξεις για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος σε διεθνές επίπεδο και το βαθμό της συμμόρφωσης της χώρας με αποφάσεις ή οδηγίες Διεθνών Οργανισμών και Φορέων και φροντίζει για την ανάπτυξη της συνεργασίας των Υπουργείων και των Φορέων που μετέχουν στην Επιτροπή και για την ανάπτυξη συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, συγκροτήθηκε Φορέας διαβούλευσης ιδιωτικού τομέα για το ξέπλυμα χρήματος με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών 18 και η αρμοδιότητά του είναι η συνεργασία με τους συμμετέχοντες, η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων για τα προβλήματα και τις διεθνείς εξελίξεις και ο εντοπισμός των κλάδων που είναι ευάλωτοι για την απόπειρα ή τέλεση παράνομων δραστηριοτήτων. 16 Οι λίστες με τους φορολογούμενους υψηλής μοριοδότησης θα αποστέλλονται στους Προϊσταμένους των ελεγκτικών υπηρεσιών μέσω του συστήματος Elenxis ώστε να εκδοθεί εντολή ελέγχου. 17 Ανααστασόπουλος, Φορτσάκης, Φορολογικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2003, β'έκδοση, σ.496 18 όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του νόμου 3691/2008 26

Επίσης, παρέχει διευκρινήσεις στα υπόχρεα πρόσωπα για την αντιμετώπιση τεχνικών θεμάτων και συγκροτεί ομάδες εργασίας για την αποτελεσματικότητα διαδικασιών που εφαρμόζονται για τον εντοπισμό ύποπτων ή ασυνήθιστων συναλλαγών και τη βελτίωσή τους. Σύμφωνα με το άρθρο 34 του νόμου 3691/2008 συστάθηκε Επιτροπή Δικηγόρων η οποία είναι αρμόδια για την παραλαβή των αναφορών των δικηγόρων για ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή δραστηριότητες καθώς και για τον έλεγχο των υποβαλλόμενων αναφορών εάν συμφωνούν με τις διατάξεις του νόμου 3691/2008. Τα διάφορα κράτη προκειμένου να αντιμετωπίσουν φαινόμενα παραγωγής μαύρου χρήματος θεσπίζουν κατάλληλες νομοθεσίες για την πάταξή τους, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι η δημιουργία ειδικών ελεγκτικών υπηρεσιών, η επιβολή περιορισμών στην ελεύθερη διακίνηση χρήματος, κ.λπ. Λόγω αδυναμιών των τοπικών ελεγκτικών μηχανισμών, η αρμοδιότητα του ελέγχου μεταφέρθηκε σε μεγάλα ελεγκτικά κέντρα προκειμένου να διενεργηθεί γρήγορα. Η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων είναι το ανώτατο ελεγκτικό όργανο, το οποίο βρίσκεται υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 8 του νόμου 3943/2011. Μεταξύ των υπόλοιπων ελεγκτικών της αρμοδιοτήτων 19, έχει την αρμοδιότητα να διατάζει σε ειδικές περιπτώσεις και επανέλεγχο από τις ελεγκτικές υπηρεσίες που βρίσκονται υπό την εποπτεία του. Επίσης, είναι αρμόδια για τον καθορισμό κριτηρίων για την ανάλυση κινδύνου, για την κατάρτιση σχεδίων είσπραξης εσόδων και ληξιπρόθεσμων οφειλών και για την εισήγηση έκδοσης αποφάσεων και εγκυκλίων σχετικά με την εγγραφή φορολογουμένων στο μηχανογραφικό σύστημα και την ποινική τιμωρία των αδικημάτων της φοροδιαφυγής. Με τις διατάξεις του άρθρου 34 του νόμου 4141/2013 συστάθηκαν το (Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου) ΚΕΦΟΜΕΠ και το (Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων) ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ, τα οποία διεξάγουν ελέγχους σε μεγάλες επιχειρήσεις. 19 Οι αρμοδιότητες της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ορίζονται στο άρθρο 55 του νόμου 4002/2011. 27

Το ΚΕΦΟΜΕΠ είναι αρμόδιο να ελέγχει υποθέσεις φορολογουμένων που απέστειλαν εμβάσματα στο εξωτερικό ποσού 50.000 ευρώ και άνω κατά τα έτη 2009-2011. Το ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ είναι αρμόδιο να ελέγχει φορολογούμενους με ετήσια ακαθάριστα έσοδα έως 25.000 ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε το 2009 και να ελέγχει ειδικότερα τραπεζικές εταιρίες, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία λειτουργούν και εταιρίες με μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) αποτελεί ειδική ελεγκτική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Στις αρμοδιότητες του ΣΔΟΕ περιλαμβάνονται η έρευνα, ο εντοπισμός και η καταστολή οικονομικών παραβάσεων ιδιαίτερης βαρύτητας και σημασίας, όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), οι παραβάσεις που σχετίζονται με προμήθειες, επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις, οι παράνομες χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και γενικά οι οικονομικές απάτες σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης. Επίσης, το ΣΔΟΕ είναι αρμόδιο να διενεργεί προληπτικό έλεγχο 20 προκειμένου να ελέγξει την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας καθώς και να διενεργεί προσωρινό φορολογικό έλεγχο, ιδίως στους παρακρατούμε νους και επιρριπτόμενους φόρους, με έμφαση στο Φ.Π.Α. Διενεργεί έρευνα προκειμένου να αποκαλύψει και να καταπολεμήσει παράνομες συναλλαγές, απάτες και δραστηριότητες που πραγματοποιούνται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, του διαδικτύου και νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά οι υποθέσεις που διερευνά το ΣΔΟΕ είναι υποθέσεις που σχετίζονται με παράνομες επιστροφές ΦΠΑ, με τη φοροδιαφυγή που επιτυγχάνεται μέσω μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε υπεράκτιες εταιρείες (offshore) και με το λαθρεμπόριο καυσίμων και επίσης, ελέγχει τους ελεύθερους επαγγελματίες που αποκρύπτουν εισοδήματα στη φορολογική τους δήλωση (π.χ. γιατροί, συμβολαιογράφοι, κλπ). 20 Πανταζόπουλος, Π., Τα Συνταγματικά όρια του Φορολογικού Ελέγχου, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.26 28