Η κατά τόπο διαφορική γήρανση του πληθυσµού και παράγοντες αυτής Γεώργιος Σιάµπος, Καθηγητής, Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας ηµογραφικών Μελετών Λέξεις κλειδιά Μέγεθος οικισµού, µετανάστευση, αστικοποίηση, υποπληθυσµός υπαίθρου
Ο πληθυσµός της Ελλάδας είναι µεταξύ των περισσότερο γηρασµένων πληθυσµών της Ευρώπης. Κατά χρόνο, η εξέλιξη της γήρανσης της διόγκωσης της αναλογίας (%) των ηλικιωµένων (ηλικίας 65 ετών και άνω) στο συνολικό πληθυσµό υπήρξε ταχεία στη διάρκεια του δευτέρου ηµίσεως του 20ού αιώνα: το απόλυτο µέγεθος του πληθυσµού των ηλικιωµένων τριπλασιάσθηκε σχεδόν, αυξηθέν από την τάξη µεγέθους των 500 χιλιάδων σε εκείνη του 1,5 εκατοµµυρίου, και το σχετικό µέγεθος αυτού ως προς τον συνολικό πληθυσµό υπερδιπλασιάσθηκε, από 7% σε 18%. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, η γήρανση του πληθυσµού θα επιδεινωθεί, µε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωµένων σε 23% του συνολικού. (Βλέπε Σχήµα 1 και Πίνακα 1). Κατά τόπο, παρατηρείται έντονος διαφορισµός στη γήρανση του πληθυσµού. Η αναλογία γήρανσης είναι αντιστρόφως ανάλογη του µεγέθους του οικισµού. Ανέρχεται (έτος 1991) σε 18% στα χωριά, µειώνεται σε 13% στις κωµοπόλεις, και ακόµη χαµηλότερα σε 12% στις πόλεις. (Βλέπε Πίνακα 2 και Σχήµα 2). Μεταξύ των ηλικιωµένων (65 ετών και άνω) η οµάδα των υπερηλίκων (80 ετών και άνω), η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήµατα, λόγω του ότι τα άτοµα αυτά είναι στην πλειονότητά τους εξαρτηµένης ζωής, ακολουθεί αύξουσα τάση, µαζί µε την αύξηση της επιβίωσης: Ο απόλυτος αριθµός τους αυξήθηκε, στην 50ετία που πέρασε, από 80 χιλιάδες στις αρχές, σε 380 χιλιάδες στο έτος 2000. (Βλέπε Πίνακα 1). Αναµένεται δε ότι κάτω από συντηρητικές βελτιώσεις της προληπτικής και θεραπευτικής ιατρικής, µέσα στα επόµενα 25 έτη, θα αυξηθεί στην τάξη µεγέθους των 750 χιλιάδων ατόµων. Οι πρόοδοι όµως είναι πολύ πιθανόν να είναι αλµατώδεις (τόσο στην προληπτική όσον και τη θεραπευτική ιατρική). Οι παράγοντες της δηµογραφικής γήρανσης βρίσκονται στις συνιστώσες δυνάµεις της δηµογραφικής µεταβολής, ήτοι, στην θνησιµότητα, τη γεννητικότητα, την εξωτερική µεταναστευτική κίνηση και την εσωτερική µετανάστευση. Στην κατά χρόνο παρατηρούµενη αύξηση της γήρανσης, επέδρασαν οι εξής παράγοντες: η µείωση της θνησιµότητας και η επιµήκυνση της ζωής («γήρανση από την κορυφή»). η µείωση της γεννητικότητας, από την οποία ενσωµατώθηκαν στα κατώτερα κλιµάκια ηλικιών, ελλειµµατικές γενεές και συρρίκνωσαν
Πίνακας 1. είκτες της κατά ηλικία σύνθεσης του πληθυσµού της Ελλάδας 1951-2000 Οµάδες ηλικιών και δείκτες 1951 1961 1971 1981 1991 2000 Σύνολο 0-14 15-44 45-64 65 & άνω 80 & άνω 27,9 48,2 16,9 7,0 1,1 25,9 45,4 20,3 8,4 1,5 24,8 42,0 21,2 11,1 2,0 23,4 40,9 22,9 12,8 2,3 18,4 42,5 24,8 13,7 3,0 15,6 42,2 24,3 18,0 3,7 είκτης κοινωνικών βαρών -Παιδιών -Ηλικιωµένων είκτης γηράνσεως Αναλογία αντικαταστάσεως 53,6 42,8 10,8 25,1 3,5 52,2 39,4 12,8 32,4 2,3 56,8 39,2 17,6 44,7 1,6 56,7 36,6 20,1 54,7 1,8 48,6 27,8 20,8 74,9 1,2 50,6 23,5 27,1 115,4 0,86 Σχήµα 1. Πυραµίδες του κατά φύλο και ηλικία πληθυσµού της Ελλάδας, 1951-1991.
την πυραµίδα του πληθυσµού στις νέες ηλικίες («γήρανση από την βάση»). η εξωτερική µεταναστευτική κίνηση, η οποία µε την αποδηµία αφαίρεσε από τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές κυρίως ηλικίες νέους και συρρίκνωσε την πυραµίδα του πληθυσµού στις ηλικίες αυτές, ενώ µε την παλιννόστηση πρόσθεσε κυρίως σε µεγαλύτερες ηλικίες πληθυσµό. ειδικότερα, η εισροή αλλοδαπών βραχυχρονίως φαίνεται ότι διογκώνει τον πληθυσµό στις παραγωγικές ηλικίες, πράγµα το οποίο ερµηνεύεται ως ανασταλτικό της γήρανσης του πληθυσµού. Μακροχρονίως, όµως, µε τη δηµιουργία οικογενειών εκ µέρους των αλλοδαπών και µε τη δυνατότητα πρόσκλησης άλλων µελών οικογενείας τους, εξανεµίζεται σχεδόν κάθε ευεργετική επίδραση στην αναστολή της δηµογραφικής γήρανσης. Η πυραµίδα του αλλοδαπού πληθυσµού θα γίνει παραπλήσια στη µορφή µε εκείνη του γηγενούς πληθυσµού προ δύο δεκαετιών. Στον κατά τόπο διαφορισµό του βαθµού γήρανσης του πληθυσµού η γεννητικότητα και η θνησιµότητα µικρές διαφορές επιπέδων κατά τόπον παρουσιάζουν και στην πραγµατικότητα συγκλίνουν. Αλλά και αν ληφθούν υπόψη τα κατά το παρελθόν υψηλότερα επίπεδα της γεννητικότητας και της θνησιµότητας των αγροτικών περιοχών, τούτο θα εσήµαινε χαµηλότερη γήρανση του πληθυσµού των αγροτικών περιοχών από εκείνη των αστικών περιοχών (των άλλων παραγόντων παραµενόντων σταθερών). Η εξωτερική µετανάστευση, όµως, µε την αποδηµία, συρρίκνωσε την πυραµίδα του αγροτικού κυρίως πληθυσµού στις νέες παραγωγικές και αναπαραγωγικές ηλικίες και µε την παλιννόστηση, προσέθεσε πληθυσµό στις παραγωγικές ηλικίες (σε κάπως ανώτερα κλιµάκια) της πυραµίδας του αστικού πληθυσµού. Πέρα από αυτές τις επιδράσεις, το σπουδαιότερο ρόλο έπαιξε η εσωτερική µετανάστευση από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα η οποία, κατά τη διάρκεια του δευτέρου ηµίσεως του 20ου αιώνα, έλαβε τη µορφή αφενός µεν της «εξόδου», από την ύπαιθρο η οποία έφθασε σε φαινόµενα εγκατάλειψης πλήθους χωριών, αφετέρου δε της συσσώρευσης στην περιφέρεια της Πρωτεύουσας κυρίως κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες, αλλά και σε άλλα αστικά κέντρα κατά τις δύο επόµενες δεκαετίες (του 1980 και του 1990). Η εσωτερική µετανάστευση εκίνησε µαζικά τους νέους, προς τα αστικά κέντρα και άφησε πίσω τους ηλικιωµένους στα χωριά. Με αυτόν τον τρόπο δηµιουργήθηκαν πληθυσµιακές πυραµίδες διογκωµένες στις παραγωγικές ηλικίες του πληθυσµού των πόλεων. Ένας διαφορισµός επίκτητος και παγκόσµιος, ένα φαινόµενο του 20ου αιώνα. (Βλέπε ενδεικτικά στοιχεία στον Πίνακα 3 και Σχήµα 2). Προκύπτει εποµένως, ότι στην 50ετία 1950-2000, η γήρανση του συνολικού πληθυσµού της χώρας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πτώση της γεννητικότητας (που συρρίκνωσε τον πληθυσµό στις ηλικίες των νέων) και της
θνησιµότητας (η οποία επέτρεψε την επιµήκυνση της µέσης προσδοκώµενης ζωής), καθώς επίσης και την εξωτερική µετανάστευση και ότι στις µικρότερες γεωγραφικές περιοχές της χώρας ο παρατηρούµενος διαφορισµός επιπέδων γήρανσης πρέπει να αποδοθεί κατά ένα µικρότερο µέρος στην εξωτερική µετανάστευση, κατά το µεγαλύτερο δε µέρος της στην εσωτερική µετανάστευση. Ο βαθµός δηµογραφικής γήρανσης στη χώρα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης 50ετίας του 20ού αιώνα, όπως τούτο φαίνεται στην αναλογία των ηλικιωµένων στο σύνολο, που αυξήθηκε από 7% σε 18% (ή στο δείκτη γήρανσης από 25 σε 115 ηλικιωµένους στα 100 παιδιά), ανήλθε µε ταχύτητα. Επιπλέον, παρουσίασε το φαινόµενο της γήρανσης εντός του πληθυσµού των ηλικιωµένων, δεδοµένου ότι η αναλογία στην οµάδα ηλικιών 65-79 ετών υπερδιπλασιάστηκε (αυξηθείσα από 5,8% σε 14,3%), ενώ υπερτριπλασιάστηκε στην οµάδα των υπερηλίκων 80 ετών και άνω (αυξηθείσα από 1,1% σε 3,7%). Σηµειωτέον ότι η τελευταία αυτή οµάδα αποτελείται κατά µέγα µέρος από εξαρτηµένης ζωής άτοµα (δηλαδή πρόσωπα τα οποία δεν µπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν) µε τα γνωστά προβλήµατα δαπανών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Συναφώς αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι τα 2,8% αυτών ζουν µόνοι, και ότι, σε σύγκριση µε τη µέση δαπάνη υγείας ενός ατόµου του πληθυσµού (ανεξαρτήτως ηλικίας), η δαπάνη είναι διπλάσια στην οµάδα 65-69 ετών, τριπλάσια στην οµάδα 70-74 ετών, τετραπλάσια στην οµάδα 75-79 ετών και πενταπλάσια στην οµάδα 80 ετών και άνω. (Βλέπε Πίνακα 1). Τα κοινωνικά βάρη, στη διάρκεια του δευτέρου ηµίσεως του 20ού αιώνα, όπως αυτά µετρώνται µε τον δείκτη εξαρτήσεως (αναλογών αριθµός εξαρτηµένων µελών παιδιών κάτω των 15 ετών και ηλικιωµένων 65 ετών και άνω ως προς 100 µέλη του παραγωγικού πληθυσµού ηλικίας 15-64 ετών) εξελίχθηκαν ταχέως αυξανόµενα για τους ηλικιωµένους γέροντες από 11 σε 27 ηλικιωµένους στα 100 µέλη των παραγωγικών ηλικιών. Αυτή είναι µια διατύπωση των κοινωνικών βαρών σε δηµογραφικούς όρους. (Βλέπε Πίνακα 1). Σε οικονοµικούς όρους, όµως, οπότε στη θέση του παραγωγικού πληθυσµού έρχεται το εργατικό δυναµικό, οι νέοι 15 ετών και άνω που παρακολουθούν τα παντός είδους σχολεία αφαιρούνται από τον παραγωγικό πληθυσµό και προστίθενται στα εξαρτηµένα µέλη. Οµοίως, οι αποσυρθέντες από την ενεργό οικονοµική ζωή κάτω των 65 ετών αφαιρούνται από τον παραγωγικό πληθυσµό και προστήθονται στα εξαρτηµένα µέλη, έστω και αν µερικοί ηλικιωµένοι εργάζονται στο µέτρο του δυνατού και έρχονται κατά κάποια έννοια ως µερικώς απασχολούµενοι στο εργασιακό δυναµικό. Οι γυναίκες ειδικότερα παρουσιάζουν µικρότερη συµµετοχή στο εργατικό δυναµικό µε τάση αυξανόµενη. Προκύπτει, εποµένως, ότι σε οικονοµικούς όρους τα βάρη επί των ηλικιωµένων είναι πολύ σηµαντικά και γίνονται
Πίνακας 2. Αναλογία (%) ηλικιωµένων 65 ετών και άνω στο σύνολο του πληθυσµού στην Ελλάδα κατά περιοχές, 1961-2000. Περιοχές 1961 1971 1981 1991 2000 Σύνολο Ελλάδας 8,4 11,1 12,8 14,0 17,9 Αστικές 7,7 9,7 10,8 12,2 14,3 Ηµιαστικές 8,4 11,2 12,5 13,0 15,4 Αγροτικές 9,3 13,4 17,3 18,1 20,7 Πίνακας 3. Πληθυσµός, ποσοστό µεταβολής (εγκατασταθέντεςαναχωρήσαντες), αναλογία γήρανσης κατά Υπηρεσίες Περιφερειακής Ανάπτυξης. Απογραφή 1991. Υπηρησίες Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΥΠΑ) Εσωτερική µετανάστευση (+ ή -) % 1981 1991 Αναλογία (%) ηλικιωµένων 1991 είκτης γηράνσεως (%) 1991 Ι. Ανατ. Μακεδονίας-Θράκης -2,3-0,8 12,7 65,8 ΙΙ. Κεντρικής Μακεδονίας +0,8 +0,8 11,5 60,6 ΙΙΙ. υτικής Μακεδονίας -2,3-1,7 13,1 63,4 ΙV. Ηπείρου -0,5 +0,2 16,0 83,4 V. Θεσσαλίας -3,6-0,9 14,3 71,0 VI. Ιονίων Νήσων -4,0 +1,2 18,0 97,8 VII. υτικής Ελλάδας -3,3-0,4 14,5 68,2 VIII. Στερεάς Ελλάδας -1,2 +2,4 15,4 79,0 IX. Αττικής +3,4 +0,9 12,6 68,4 X. Πελοποννήσου -3,2 +1,7 18,1 98,0 XI. Βορείου Αιγαίου -3,6-0,7 20,1 114,3 XII. Νοτίου Αιγαίου -1,3 +1,5 13,2 62,3 XIII. Κρήτης -0,5 +1,4 15,1 70,7 ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑ ΑΣ 14,0 74,9
βαρύτερα µε την επιδείνωση της δηµογραφικής γήρανσης. Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας, στη χώρα µας αποτελούν το 16% του ΑΕΠ, η δε χρηµατοδότηση τους γίνεται κατά 72% από εισφορές των εργαζοµένων και εργοδοτών, κατά 19% από τη φορολογία και κατά υπόλοιπο 9% από άλλες πηγές. Ο κατά τόπο διαφορισµός στο βαθµό της δηµογραφικής γήρανσης όπως τούτο φαίνεται από την αναλογία ηλικιωµένων ή από τον δείκτη γήρανσης είναι έντονος. Κατά ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, όπως είναι οι Υπηρεσίες Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΥΠΑ) τα επίπεδα γήρανσης, µετρούµενα µε την αναλογία ηλικιωµένων ή και τον δείκτη γήρανσης, κλιµακώνονται (για το 1991) ως εξής: Άνω του µέσου επιπέδου, που είναι, όπως προαναφέρθηκε, εκείνο του συνόλου της χώρας, στην πρώτη θέση έρχεται η ΥΠΑ Βορείου Αιγαίου, µε 20 % και (δείκτη) δ. 114, στη δεύτερη θέση έρχονται η ΥΠΑ Ιόνιων Νήσων, µε 18% και δ. 97, και η ΥΠΑ Πελοποννήσου, µε 18% και δ. 98, στην τρίτη θέση έρχονται η ΥΠΑ Ηπείρου µε 16% και δ. 83, η ΥΠΑ Στερεάς Ελλάδας, µε 15% και δ. 79, και η ΥΠΑ Κρήτης, µε 15% και δ. 70. Πλησίον του µέσου επιπέδου βρίσκονται η ΥΠΑ Θεσσαλίας, µε 14% και δ. 71, και η ΥΠΑ υτικής Ελλάδας, µε 14% και δ. 68. Κάτω του µέσου επιπέδου έρχονται η ΥΠΑ Νοτίου Αιγαίου, µε 13% και δ. 62, η ΥΠΑ υτικής Μακεδονίας, µε 13% και δ. 63, και η ΥΠΑ Ανατολικής Μακεδονίας µε 13% και δ. 66. Τέλος, στο κατώτατο επίπεδο γήρανσης έρχονται η ΥΠΑ Νοµού Αττικής, µε 12,5% και δ. 68, και η ΥΠΑ Κεντρικής Μακεδονίας, µε 11,5% και δ. 60, επιπέδα που οφείλονται το µεν στο Πολεοδοµικό Συγκρότηµα Αθηνών το δε στο Π.Σ. Θεσσαλονίκης (Βλέπε Πίνακα 3). Κατά νοµούς, η δηµογραφική γήρανση παρουσιάζεται περισσότερο έντονη. Η αναλογία (%) των ηλικιωµένων (για το 1991) παρουσιάζει εύρος τιµών µεγαλύτερο εκείνου των ΥΠΑ, εκτεινόµενο από της ελάχιστης τιµής 10% (νοµός Ξάνθης) µέχρι της µέγιστης τιµής της 22% (νοµός Λευκάδας). Το µέσο επίπεδο της αναλογίας αυτής το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ανέρχεται στο 14%, χωρίζει την κατά φθίνουσα σειρά της αναλογίας ηλικιωµένων κατάταξη των νοµών της χώρας σε δύο µέρη: άνω αυτής περιλαµβάνονται 34 νοµοί, κάτω δε αυτής 19 νοµοί (Βλέπε Σχήµα 2). Κατά δήµους, η δηµογραφική γήρανση θα παρουσιάσει µεγαλύτερο εύρος η αναλογία ηλικιωµένων, εκτεινόµενη άνω του 22% και κάτω του 10%. Αυτό θα συµβαίνει κυρίως στους νοµούς που βρίσκονται πλησίον του επιπέδου των 22% και κάτω των 10%: Το πρώτο µπορεί να συµβαίνει στα χωριά που εγκαταλείπονται και µειώνεται ή και µηδενίζεται ο παιδικός και ο παραγωγικός πληθυσµός πρέπει να λάβουµε υπόψη ότι πολυάριθµα είναι τα χωριά, στα οποία έκλεισε το σχολείο και σε άλλα που µεταναστεύουν όλα ή σχεδόν όλα τα µέλη των παραγωγικών ηλικιών, οπότε εκεί η αναλογία των ηλικιωµένων τείνει στο 100%. Το δεύτερο άκρο µπορεί να συµβαίνει στους νεοϊδρυόµενους οικισµούς (χωριά) στους οποίους εγκαθίστανται νέοι των παραγωγικών ηλικιών
µε τα παιδιά τους ενδεχοµένως, οπότε η αναλογία των ηλικιωµένων τείνει προς το 0% (µηδέν). Σχήµα 2. Αναλογία (%) ηλικιωµένων 65 ετών και άνω και ποσοστό της καθαρής εσωτερικής µετανάστευσης (εγκατασταθέντες αναχωρήσαντες) στο σύνολο του πληθυσµού, κατά νοµό, σε φθίνουσα σειρά του βαθµού γήρανσης. Απογραφή 1991.
Πίνακας 4. Προσδοκώµενη ζωή κατά φύλο σε ορισµένες ηλικίες στην Ελλάδα, 1950-1990. Άρρενες Θήλεις Πίνακες Επιβιώσεως Επιλεγείσες ηλικίες Επιλεγείσες ηλικίες 0 65 75 0 65 75 1950 63,4 13,0 7,8 66,7 14,4 8,3 1960 67,3 13,4 7,7 70,4 14,8 8,3 1970 70,1 13,9 7,9 73,6 15,3 8,4 1980 72,2 14,6 8,8 76,6 16,7 10,3 1990 74,6 15,7 9,3 79,4 17,9 10,4 Ο παρατηρηθείς έντονος κατά τόπο διαφορισµός στο βαθµό της δηµογραφικής γήρανσης, σε συνδυασµό µε το µέγεθος του κατά τόπο πληθυσµού αντιστοίχως, µπορεί να δώσει το µέγεθος και την γεωγραφική κατανοµή των ηλικιωµένων στη χώρα. Με τη βοήθεια του Πίνακα 1 µπορεί να γίνει µια προσέγγιση του αριθµού των ηλικιωµένων και των υπερηλίκων µεταξύ αυτών. Τα στοιχεία αυτά µετρούν το µέγεθος των κατά τόπο αναγκών για υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Οι ΥΠΑ σε συνεργασία µε τις οικείες Νοµαρχίες και οι τελευταίες µε τους ήµους, µπορούν να γνωρίζουν το µέγεθος των αναγκών µέχρι και το τελευταίο αποµακρυσµένο χωριό ή και γειτονιά. Η απογραφή πληθυσµού της 18ης Μαρτίου του 2001, από την ΕΣΥΕ, θα δώσει διαφωτιστικά στοιχεία για της ένταση και τη γεωγραφική κατανοµή της δηµογραφικής γήρανσης. Εποµένως, οι διοικητικές µονάδες και η τοπική αυτοδιοίκηση θα µπορούν να κατευθύνουν τις υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας αναλόγως της κατά τόπο έντασης των προβληµάτων της δηµογραφικής γήρανσης (µέχρι τα αποµακρυσµένα και αποµονωµένα µέρη της χώρας ). Οπωσδήποτε και τα Κ.Α.Π.Η. θα µπορούν να παίξουν το ρόλο τους. Ας έχουµε υπόψη µας το του Γαληνού (131-210 µ.χ.) απόφθεγµα «Κωλύσαι το γήρας αδύνατον, υπισχείν το τάχος αυτού δυνατόν». ηλαδή: Να εµποδιστεί το γήρας είναι αδύνατο, να συγκρατήσουµε δε την ταχύτητα αυτού είναι δυνατό.
Η προσδοκώµενη ζωή παρουσιάζει αύξουσα τάση όχι µόνο κατά τη γέννηση αλλά και στις άλλες ηλικίες της παιδικής και της ενεργού ζωής, καθώς επίσης και της τρίτης ηλικίας (Βλέπε Πίνακα 4). Εάν αυτό οφείλεται στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου, και στη βελτίωση των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, ας φροντίσουµε, ώστε τα αγαθά αυτά να φθάσουν σε όλους τους τόπους που ζουν ηλικιωµένοι και των οποίων η φωνή δεν ακούγεται, ιδίως όταν πρόκειται περί των τελευταίων επιζώντων σε χωριά που εγκαταλείπονται και όταν µάλιστα ζουν σε µονοπρόσωπα νοικοκυριά. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αµηρά Α., Γεωργιάδη Ε., Τεπέρογλου Α., (1986) «Ο θεσµός της ανοικτής προστασίας των ηλικιωµένων στην Ελλάδα» Υπουργείο Υγείας Πρόνοιας ΕΚΚΕ, Αθήνα. Βιολάκη-Παρασκευά Μ. (1989) «Τρίτη Ηλικία», Πρακτικά Πανελλήνιο Συνέδριο Γεροντολογίας-Γηριατρικής, Αθήνα 8-9/12/89, σελ, 11-14. οντάς Α., (1991) «Η παροχή υπηρεσιών πρόνοιας-υγείας στους ηλικιωµένους είναι ηθικά παραδεκτή;» στο Ακαδηµία Αθηνών, Οι νέοι και η τρίτη ηλικία, Αθήνα, σελ. 22-29. Έµκε-Πουλοπούλου Ήρα, «Έλληνες Ηλικιωµένοι Πολίτες Παρελθόν Παρόν και Μέλλον» Εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 1999. Κοτζαµάνης Β., Μαρούτσου Λ., Τεπέρογλου Α., Τζωρτζινόπουλου Α., (Επιµ), (1998) «Γήρανση και Κοινωνία, Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών» Αθήνα. Κουβέλη Α.(1996), «Κοινωνικο-οικονοµικές ανισότητες στον τοµέα της στέγασης: Ηλικιωµένες γυναίκες που ζουν µόνες τους» στο Β. Κοτζαµάνης κ.ά. (Επιµ), Γήρανση και Κοινωνία, ΕΚΚΕ, Αθήνα, σελ.239-268. Κυριαζή-Άλλισον Ελισάβετ, «Εσωτερική Μετανάστευση στην Ελλάδα του 1990», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 96-97, Β -Γ 1998, σελ.279-309. Κυριόπουλος Γ. (1991) «Τρίτη ηλικία και υγεία», Τα Νέα, 23/7/91 Σιάµπος Γ. (1997), «ηµογραφική γήρανση και συνέπειες αυτής στην Ελλάδα» Εισήγηση στο Συνέδριο Γεροντολογίας-Γηριατρικής 11-13/12/97, Αθήνα. Συµεωνίδου Χ. (1995) «ηµογραφική Γήρανση και φροντίδα των ηλικιωµένων στην Ελλάδα» στο Κυριόπουλος κ.ά., Υγεία και κοινωνική Πρόνοια στην Τρίτη ηλικία, Κ.Κ.Ε.Υ., Αθήνα, σελ.39-50.