187 Κ.Δ.Π. 53/89 Ο ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ

Σχετικά έγγραφα
ΟΙ ΠΕΡΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 2019 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ε.Ε.Παρ.ΠΙ(Ι) 3023 Κ.Δ.Π. 281/96 Αρ. 3088, Αριθμός 281 ΟΙ ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1963 ΕΩΣ 1995

3470 Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Κ.Δ.Π. 463/2017 Αρ. 5059,

Πειθαρχία και Διαχείριση Παραπόνων στην Επιχείρηση

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3480, 9/3/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3578, 22/2/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

E.E., Παρ. I, Αρ. 2659,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3459, 29/12/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4069, 17/2/2006

\ >ευδών ή παραπλανητικών αναφορικά με την πείρα ή την τάξη τους ή γενικά με το επάγγελμα τους.

E.E., Παρ. 1, Αρ. 2571, Ν. 3/91

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑIΚΗΣ EΝΩΣΗΣ 184(I)/2011

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4071, 24/2/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟ

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4282, 29/4/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΧΩΡΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

(ui) (iv) E.E:, Παρ. I, 1883 Ν. 199/91 Αρ. 2646,

E.E. Παρ. 1(1) 648 Ν. 25(Ι)/95 Αρ. 2962,

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 97(2)(η) ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΡΕΥΝΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

E.E. Παρ. ΠΙ (I) Αρ. 2806,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4193, 27/2/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΝΟΜΟ

E.E., Παρ. I, Αρ. 2284,

E.E. Παρ. Ill (I) Αρ. 2388, Κ.Δ.Π. 52/89

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΜΑΝΑΣ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ν. 216(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1996

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4527, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4137, 27/7/2007 Ο ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΗΧΟΥ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

175 Ν. 46(Ι)/96. "όροι εργασίας" σημαίνει τους όρους που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 5 και το άρθρο 6 του

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4231, 19/2/2010

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ. Εσωτερικός Κανονισμός. Αντιμετώπιση Παραπτωμάτων

Αριθμός 52(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΜΕΧΡΙ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4114, 23/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

132(Ι)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1973 ΕΩΣ (Αρ. 2) ΤΟΥ 2015

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

E.E. Παρ. 1(1) 1302 Ν. 75(Ι)/97 Αρ. 3170,

878 Κ.Δ.Π. 307/93 ΟΙ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1969 ΕΩΣ 1993

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4633,

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4514, (Ι)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΩΝ ΝΟΜΟ. στο εξής θα αναφέρεται ως «ο βασικός νόμος»).

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4085, 28/4/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4166, 13/6/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4316, 17/2/2012 2(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010

ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙ ΑΣ ΤΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, (Ι)/2014

831 Ν. 57(I)/92. Ε.Ε. Παρ. I (I), Αρ. 2724,

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3449, 17/11/2000

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Συνοπτικός τίτλος. Ερμηνεία. 32(1) του (1) του 1995

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4235, 19/3/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

528 Κ.Δ.Π. 129/99. Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3333,18.6.9

ΟΙ ΠΕΡΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ 2001 ΕΩΣ Απόφαση δυνάμει των άρθρων 22(2)(α), 24(4), 26(4) και (6)(β) και 26(7)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 2ας ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1994 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4083, 20/4/2006

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4162, 2/5/2008

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 11ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3610, 7/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3940, 31/12/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΑΥΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΠΩΑΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΟΣΣΩΝ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3622, 15/7/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4318, 2/3/2012 9(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ (ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/ (I)/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΗ) ΝΟΜΟ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (Εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου)

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4016, 22/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3513, 13/7/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4173, 18/7/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΚ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4214, 24/7/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 14ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας και τους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης

Transcript:

E.E. Παρ. ΙΠ (I) Αρ. 2388, 3.3.89 187 Κ.Δ.Π. 53/89 Αριθμός 53 Κανονισμοί οι οποίοι εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το άρθρο 10 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, και αφού κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίθηκαν από αυτή και δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ο ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το άρθρο 10 Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του δίνει το άρθρο 10 του περί Αστυνομίας Νόμου, εκδίδει, με τη συμβουλή του Κεφ. 285 Αρχηγού της Αστυνομίας, τους ακόλουθους Κανονισμούς: 2^ του J 9^ 21 του 1964 29 του 1966 59 του 1966 53 του 1968 43 του 1972 78 του 1986 18 του 1987 69 του 1987 248 του 1988 27 του 1989. 1. Οι παρόντες Κανονισμοί θα αναφέρονται ως οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989. 2. (1) Αφού τηρηθεί η παράγραφος (2), οι παρόντες Κανονισμοί εφαρμόζονται σε όλα τα μέλη της Δύναμης. (2) Οι Κανονισμοί 9 μέχρι 31, και των δύο Κανονισμών περιλαμβανομένων, δεν εφαρμόζονται σχετικά με αδικήματα Ανώτερων Αξιωματικών και οι Κανονισμοί 32 μέχρι 47, και των δύο Κανονισμών περιλαμβανομένων, εφαρμόζονται, εκτός αν προνοείται διαφορετικά στους Κανονισμούς 12 και 48, αποκλειστικά σε σχέση με αδικήματα των Ανώτερων Αξιωματικών. 3. Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει Ερμηνεία. διαφορετική έννοια «ακρόαση» περιλαμβάνει και επανακρόαση «Αστυνομικός Διευθυντής» περιλαμβάνει και Διοικητή Μονάδας «Βοηθός Διευθυντής» σημαίνει το Βοηθό Διευθυντή μιας Διεύθυνσης και στην περίπτωση Τμήματος ή Μονάδας οποιοδήποτε μέλος της Δύναμης βαθμού όχι κατώτερου του Ανώτερου Υπαστυνόμου που ορίζεται ως βοηθός του Τμηματάρχη ή ως Υποδιοικητής «Έγγραφο» σημαίνει οποιοδήποτε επίσημο βιβλίο, έγγραφο ή καταχώρηση «Επιτροπή» σημαίνει Επιτροπή που ορίζεται από τον Υπουργό σύμφωνα με την παράγραφο (1) του Κανονισμού 41 ή Επιτροπή που ορίζεται από τον Αρχηγό σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, ανάλογα με την περίπτωση «μισθός» σημαίνει το βασικό μισθό και περιλαμβάνει όλες τις συντάξιμες απολαβές «Προεδρεύων» σημαίνει μέλος της Δύναμης βαθμού όχι κατώτερου του Αστυνόμου Β' που ορίζεται για την ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης σύμφωνα με τον Κανονισμό 20 των παρόντων Κανονισμών.

Κεφ. 285 26 του 1959 19 του 1960 21 του 1964 29 του 1966 59 του 1966 53 του 1968 43 του 1972 78 του 1986 18 του 1987 69 του 1987 248 του 1988 27 του 1989. Συμμόρφωση σε διαταγές. Παράπονα προς Αστυνομικούς Διευθυντές. Αιτήσεις, κλπ. προς τον Αρχηγό. Αστικές διαδικασίες. Πειθαρχικά αδικήματα. Κεφ. 285 26 του 1959 19 του 1960 21 του 1964 29 του 1966 59 του 1966 53 του 1968 43 του 1972 78 του 1986 18 του 1987 69 του 1987 248 του 1988 27 του 1989. Πρώτος Πίνακας. Διενέργεια ερευνών. Κ.Δ.Π. 53/89 188 (2) Αφού τηρηθούν οι διατάξεις της παραγράφου (1) του παρόντα Κανονισμού, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, λέξεις ή εκφράσεις που περιέχονται στους παρόντες Κανονισμούς έχουν την έννοια που αποδίδεται σ' αυτές από τον περί Αστυνομίας Νόμο ή από οποιοδήποτε νόμο που τον τροποποιεί ή τον αντικαθιστά. 4. Οι Ανώτεροι Αξιωματικοί, οι Αξιωματικοί και Λοχίες θα είναι υπεύθυνοι για την αυστηρή συμμόρφωση και τήρηση όλων των διαταγών και εντολών που κατά καιρούς εκδίδονται από τον Αρχηγό και δε θα εκδίδουν οποιεσδήποτε διαταγές που δε θα συνάδουν με τις διαταγές και τις εντολές του Αρχηγού. 5. (1) Μέλος της Δύναμης που πιστεύει ότι έχει αδικηθεί ή έχει δίκαιη αιτία για υποβολή παραπόνου μπορεί να ζητήσει ακρόαση από τον Αστυνομικό Διευθυντή του, ο οποίος θα διερευνά την αδικία ή το παράπονο και, αν βρεί τούτο δικαιολογημένο, θα λαμβάνει τα κατά την κρίση του αναγκαία μέτρα για θεραπεία της αδικίας ή του παραπόνου. (2) Αν το μέλος της Δύναμης δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή μπορεί να προβεί σε παραστάσεις προς τον Αρχηγό. 6. Όλες οι αιτήσεις, επιστολές ή οποιασδήποτε μορφής γραπτή επικοινωνία από μέλη της Δύναμης προς τον Αρχηγό θα διαβιβάζονται μέσω του οικείου Αστυνομικού Διευθυντή. 7. Σε περίπτωση που μέλος της Δύναμης προτίθεται να εγείρει οποιαδήποτε αστική διαδικασία σε οποιοδήποτε δικαστήριο εναντίον άλλου μέλους της Δύναμης, υποβάλλει στον Αρχηγό γραπτή γνωστοποίηση για την πρόθεση του, όπως και τους λόγους για τους οποίους προβαίνει στην ενέργεια αυτή. 8. Μέλος της Δύναμης διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα (που στη συνέχεια στους παρόντες Κανονισμούς θα αναφέρεται ως «αδίκημα») αν διαπράξει ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα που εκτίθενται στον περί Αστυνομίας Νόμο ή στον Πρώτο Πίνακα των παρόντων Κανονισμών (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ο Πειθαρχικός Κώδικας»). 9. (1) Αφού τηρηθούν οι διατάξεις της παραγράφου (4), σε περίπτωση που υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της Δύναμης ενδεχόμενα διέπραξε πειθαρχικό αδίκημα, ενεργείται έρευνα από Αξιωματικό ή Ανώτερο Αξιωματικό (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ο Ερευνών Αξιωματικός») που ορίζεται από τον Αστυνομικό Διευθυντή.

189 Κ.Δ.Π. 53/89 (2) Ο Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής δεν μπορεί να οριστεί Ερευνών Αξιωματικός, εκτός αν είναι το μόνο μέλος της Δύναμης που κατέχει το βαθμό του Υπαστυνόμου ή Ανώτερου Υπαστυνόμου στην επαρχία του. (3) Αν η αναφορά ή ο ισχυρισμός αφορά περισσότερα από ένα μέλη της Δύναμης που υπάγονται σε διαφορετικές Αστυνομικές Διευθύνσεις ή Μονάδες, ή αφορά ή υπάρχουν υπόνοιες εναντίον του Αστυνομικού Διευθυντή ή του Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή ή αν έστω και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι με οποιοδήποτε τρόπο αναμεμιγμένοι στην υπόθεση, η αναφορά ή ο ισχυρισμός υποβάλλεται στο Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης) που προβαίνει στον ορισμό Ερευνώντα Αξιωματικού για τη διενέργεια της έρευνας. (4) Ο Ερευνών Αξιωματικός δεν μπορεί να είναι του ίδιου ή κατώτερου βαθμού από το βαθμό του μέλους της Δύναμης εναντίον του οποίου ενεργείται η έρευνα με βάση την αναφορά που υποβλήθηκε ή τον ισχυρισμό που προβλήθηκε. (5) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, ο Ερευνών Αξιωματικός υποβάλλει το πόρισμα του με πλήρες αιτιολογικό και όλα τα σχετικά έγγραφα στον Αστυνομικό Διευθυντή, αν έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο (1), ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), αν έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο (3) (6) Η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατόν και συμπληρώνεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία λήψης της εντολής για διεξαγωγή έρευνας: Νοείται ότι ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) ή ο Αστυνομικός Διευθυντής, ανάλογα με την περίπτωση, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης από τον Ερευνώντα Αξιωματικό μπορεί να δώσει παράταση της προθεσμίας για τη συμπλήρωση της έρευνας. 10. Ο Ερευνών Αξιωματικός, το ταχύτερο δυνατόν, θα πληροφορεί Προσωπική γραπτώς το μέλος της Δύναμης για την αναφορά που υποβλήθηκε ή τον ΦΤΡΙ 01! ισχυρισμό που προβλήθηκε και θα του επιδίδει ειδοποίηση σύμφωνα με το έντυπο που φαίνεται στο Δεύτερο Πίνακα των παρόντων Κανονισμών Δεύτερος και θα πληροφορεί το μέλος αυτό ότι δεν είναι υποχρεωμένο να πει Πίνακας, οτιδήποτε αναφορικά με την υπόθεση, αλλά ότι μπορεί, αν το επιθυμεί, να δώσει γραπτή ή προφορική κατάθεση στον Ερευνώντα Αξιωματικό αναφορικά με την υπόθεση, προειδοποιώντας τον ότι η εν λόγω κατάθεση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε μελλοντική πειθαρχική διαδικασία. 11. (1) Μετά την υποβολή από τον Ερευνώντα Αξιωματικό του Πειθαρχικό πορίσματος και των άλλων σχετικών εγγράφων σύμφωνα με την παρά ενυπόγραφο (5) του Κανονισμού 9, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης), ανάλογα με την περίπτωση, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα άλλα έγγραφα, μπορεί να αποφασίσει τη μη πειθαρχική δίωξη του μέλους εναντίον του οποίου έγινε η έρευνα ή να το κατηγορήσει στο πειθαρχικό έντυπο που φαίνεται στον Τρίτο Πίνακα Τρίτος των παρόντων Κανονισμών, στο οποίο θα αναφέρεται η κατηγορία και Πίνακας, όλες οι σχετικές με αυτή λεπτομέρειες, ώστε το μέλος εναντίον του οποίου γίνεται η κατηγορία να μη βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την προσαπτόμενη εναντίον του κατηγορία, και προβαίνει στον ορισμό Προεδρεύοντα Αξιωματικού σύμφωνα με τον Κανονισμό 20.

Κ.Δ.Π. 53/89 190 (2) Αν ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) ανάλογα με την περίπτωση, μετά τη μελέτη της υπόθεσης κρίνει ότι αυτή είναι σοβαρής μορφής και ότι οποιαδήποτε ποινή που προνοεί ο Κανονισμός 22 είναι ανεπαρκής, υποβάλλει το πόρισμα μαζί με τα σχετικά έγγραφα στον Αρχηγό, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 12, αν δε ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) κρίνει ότι δεν είναι σοβαρής μορφής και ότι οποιαδήποτε ποινή που προνοεί ο Κανονισμός 22 είναι επαρκής, ορίζει Προεδρεύοντα Αξιωματικό για την εκδίκαση της σύμφωνα με τους Κανονισμούς 18 μέχρι 23. Μελέτη πορίσματος από τον Αρχηγό. (3) Αν ο Αστυνομικός Διευθυντής αποφασίσει ότι το μέλος δεν πρέπει να διωχθεί πειθαρχικά, αποστέλλει το φάκελο της υπόθεσης, στον οποίο εκφέρει τη γνώμη του και τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή στηρίζεται, στο Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ο οποίος τότε, είτε ύστερα από περαιτέρω έρευνα είτε όχι, μπορεί, αν διαφωνεί είτε να εκδικάσει την υπόθεση συνοπτικά είτε να ορίσει Προεδρεύοντα για την εκδίκαση της. (4) Σε περίπτωση που ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) ορίζει Ερευνώντα Αξιωματικό σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(3) και η έρευνα αφορά υπόνοιες κατά Αστυνομικού Διευθυντή ή Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή, θα παραπέμπει το πόρισμα, με τις απόψεις του στον Αρχηγό της Αστυνομίας για ενέργεια, σύμφωνα με τον Κανονισμό 12 ή 37. 12. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Κανονισμών 8 μέχρι 11, και των δύο περιλαμβανομένων, ο Αρχηγός μπορεί, οποτεδήποτε και προτού ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 11, να απαιτήσει να του αποσταλεί για μελέτη το πόρισμα της έρευνας μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα. (2) Αν ο Αρχηγός, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα έγγραφα, έχει τη γνώμη ότι (α) δεν έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα, θα διατάσσει να μην ασκηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον του υπό καταγγελία μέλους (β) έχει διαπραχθεί αδίκημα, αλλά τούτο μπορεί να εκδικαστεί ικανοποιητικά σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 18 μέχρι 24, και των δύο περιλαμβανομένων, θα διατάσσει να επιστραφεί η υπόθεση στον Αστυνομικό Διευθυντή ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης) ανάλογα με την περίπτωση, για να κατηγορηθεί το υπό καταγγελία μέλος σύμφωνα με τον Κανο^ νισμό 11 και στη συνέχεια να εκδικαστεί η υπόθεση σύμφωνα με τους Κανονισμούς 18 μέχρι 24 (γ) έχει διαπραχθεί αδίκημα, το οποίο, λόγω της σοβαρότητας του ή των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε, ενδείκνυται, κατά την κρίση του, να εκδικαστεί από Επιτροπή που ορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, θα διατάσσει να επιστραφεί η υπόθεση στον Αστυνομικό Διευθυντή ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ανάλογα με την περίπτωση, για να κατηγορηθεί το υπό καταγγελία μέλος και θα ορίζει, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, τα μέλη της Επιτροπής που θα εκδικάσει την υπόθεση.

191 ΚΛ.Π. 53/89 13. (1) Η Επιτροπή αποτελείται από τρία μέλη της Δύναμης οριζόμενα από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού, ο οποίος ορίζει και τον Πρόεδρο της. (2) Τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να είναι Ανώτεροι Αξιωματικοί και ο Πρόεδρος να φέρει το βαθμό τουλάχιστον Ανώτερου Αστυνόμου. (3) Ο Πρόεδρος και ένα τουλάχιστον από τα μέλη της Επιτροπής δεν θα προέρχονται από την Αστυνομική Διεύθυνση ή τη Μονάδα ή το Τμήμα στην οποία ή στο οποίο υπηρετεί το υπό κατηγορία μέλος. (4) Η Επιτροπή έχει δικαιοδοσία να εκδικάζει υποθέσεις εναντίον των μελών της Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, η δε ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, κατά το δυνατόν, με τον ίδιο τρόπο, όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά. (5) Το υπό κατηγορία μέλος έχει το δικαίωμα να υπερασπίζεται με ή χωρίς συνήγορο. (6) Η Επιτροπή συγκαλείται με νέα σύνθεση σε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφέσεων διατάσσει την επανεκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του Κανονισμού 29. 14. (1) Η Επιτροπή έχει εξουσία (α) να καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευση τους, όπως και την προσέλευση του μέλους εναντίον του οποίου γίνεται η ακρόαση, (β) να απαιτεί την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία, περιλαμβανομένου και του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του μέλους, (γ) να αναβάλλει την ακρόαση από καιρό σε καιρό, νοουμένου ότι η υπόθεση προχωρεί το ταχύτερο δυνατόν, και να διατάσσει τους παρόντες μάρτυρες να εμφανιστούν κατά τη νέα δικάσιμο, και (δ) να χορηγεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μη μέλος της Δύναμης, που κλήθηκε ως μάρτυρας στην ακροαματική διαδικασία, οποιοδήποτε ποσό, που θα καταβάλλεται από τα Κεφάλαια του Προϋπολογισμού που αφορούν τη Δύναμη και που κατά την κρίση της Επιτροπής θα μπορούσε λογικά να αντιπροσωπεύει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το πρόσωπο αυτό, σε σχέση με την κλήση του ως μάρτυρα. (2) Οποιοδήποτε πρόσωπο αρνείται χωρίς εύλογη αιτία να συμμορφωθεί προς εντολές της Επιτροπής που προνοούνται στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου (1) του παρόντα Κανονισμού ή αρνείται σε οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που νόμιμα τίθεται σ* αυτό, θα είναι ένοχο αδικήματος, σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί Αστυνομίας Νόμου. 15. (1) Η Επιτροπή με απόφαση της μπορεί (α) να βρει το μέλος ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος για το οποίο κατηγορείται και να επιβάλει σ' αυτό για κάθε κατηγορία οποιαδήποτε από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στον Κανονισμό 16, (β) να απαλλάξει το μέλος από τις κατηγορίες, Ορισμός Επιτροπής. Εξουσίες Επιτροπής. Κεφ. 285 26 του 1959 19 του 1960 21 του 1964 29 του 1966 59 του 1966 53 του 1968 43 του 1972 78 του 1986 18 του 1987 69 του 1987 248 του 1988 27 του 1989. Απόφαση Επιτροπής.

Κ.Δ.Π. 53/89 192 Ποινές. Μεταβίβαση εξουσιών. Έγγραφα που παρέχονται σε κατηγορούμενο. (γ) όταν η μαρτυρία αποδεικνύει αδίκημα άλλο από αυτό για το οποίο κατηγορείται και μπορεί να γίνει τροποποίηση χωρίς ζημιά σε βάρος του κατηγορουμένου, να τροποποιήσει την κατηγορία και να επιβάλει τέτοια ποινή, που κατά την άποψη της είναι η αρμόζουσα για την τέτοια άλλη κατηγορία. (2) Όλες οι αποφάσεις της Επιτροπής πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες, λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και υπογράφονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής. 16. (1) Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές: (α) (β) (γ) (δ) (ε) (στ) (ζ) (η) Απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση, υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης, χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών, πειθαρχική μετάθεση, αυστηρή επίπληξη, επίπληξη. (2) Μέλος της Δύναμης, πλην των Ειδικών Αστυφυλάκων που καταδικάζεται για αδίκημα για παράβαση της παραγράφου 12 του Πειθαρχικού Κώδικα θα στερείται κάθε δικαιώματος μισθού και επιδομάτων κατά τη διάρκεια της απουσίας του χωρίς άδεια. 17. Ο Αστυνομικός Διευθυντής μπορεί να μεταβιβάσει στο Βοηθό Αστυνομικό Διευθυντή την εξουσία να αποφασίσει, σύμφωνα με τον Κανονισμό 11, κατά πόσο το μέλος της Δύναμης θα κατηγορηθεί για αδίκημα και, σε περίπτωση μεταβίβασης της εξουσίας αυτής, οποιαδήποτε αναφορά στους Κανονισμούς 9 και 11 των παρόντων Κανονισμών στον Αστυνομικό Διευθυντή θα θεωρείται ως αναφορά στο Βοηθό Αστυνομικό Διευθυντή: Νοείται ότι ο Αστυνομικός Διευθυντής δε θα προβαίνει στην εν λόγω μεταβίβαση εξουσίας, σε περίπτωση που ο Βοηθός του είναι ο Ερευνών Αξιωματικός σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Κανονισμού 9. 18. Όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον μέλους της Δύναμης, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) το ταχύτερο δυνατόν, παρέχει ή μεριμνά να παρασχεθούν στον κατηγορούμενο: (ι) Αντίγραφο κάθε γραπτής κατάθεσης που ο κατηγορούμενος τυχόν έδωσε σύμφωνα με τον Κανονισμό 10, όπως επίσης και αντίγραφο των εκθέσεων σχετικά με οποιαδήποτε προφορική (u) (ιιι) (ιν) (ν) κατάθεση που τυχόν έδωσε σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό αντίγραφο του πειθαρχικού εντύπου αντίγραφο της αναφοράς ή του ισχυρισμού πάνω στο οποίο εδράζεται η κατηγορία, όπως και όλες τις σχετικές με αυτή αναφορές, αν δε αυτές είναι εμπιστευτικές, δίδονται μόνο όταν σκοπείται να προσαχθούν ως αποδεικτικά στοιχεία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αντίγραφο των καταθέσεων που αφορούν την κατηγορία και έχουν δοθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξάρτητα με το αν θα κληθεί ή όχι ως μάρτυρας κατηγορίας, όπως επίσης και το όνομα και η διεύθυνση του προσώπου αυτού' αντίγραφο οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που αφορά ή και έχει σχέση με την κατηγορία, αν ζητηθεί από τον κατηγορούμενο.

193 Κ.Δ.Π. 53/89 19. (1) Ο κατηγορούμενος καλείται από τον Ερευνώντα Αξιωματικό να καταθέσει, μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία που του χορηγείται το αντίγραφο του Πειθαρχικού Εντύπου και όλες οι άλλες σχετικές καταθέσεις και έγγραφα, γραπτώς στο Πειθαρχικό Έντυπο, αν παραδέχεται ή αρνείται την κατηγορία που του προσάπτεται. (2) Ο κατηγορούμενος καλείται από τον Ερευνώντα Αξιωματικό να καταθέσει γραπτώς στο Πειθαρχικό Έντυπο, αν επιθυμεί να επιλέξει μέλος της Δύναμης ως συνήγορο τού ή άλλο συνήγορο μη μέλος της Δύναμης. (3) Ο κατηγορούμενος καλείται από τον Ερευνώντα Αξιωματικό να καταθέσει γραπτώς στο Πειθαρχικό Έντυπο τα ονόματα και τις διευθύνσεις οποιωνδήποτε μαρτύρων των οποίων επιθυμεί όπως την προσέλευση κατά την ακρόαση της υπόθεσης λάβει μέτρα να εξασφαλίσει ο Προεδρεύων ή η Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση. (4) Αν ο μάρτυρας του οποίου ο κατηγορούμενος επιθυμεί την προσέλευση είναι μέλος της Δύναμης, θα διατάσσεται να εμφανιστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης αν ο μάρτυρας δεν είναι μέλος της Δύναμης, θα δίδεται κατάλληλη ειδοποίηση για την προσέλευση του και σ' αυτή θα αναφέρεται ο χρόνος και ο τόπος της ακρόασης της υπόθεσης. 20. Μέλος της Δύναμης βαθμού όχι κατώτερου του Αστυνόμου Β' που ορίζεται από τον Αστυνομικό Διευθυντή ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ανάλογα με την περίπτωση, ενασκεί καθήκοντα Προεδρεύοντα Αξιωματικού προς εκδίκαση της υπόθεσης. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει άλλο μέλος της Δύναμης, εκτός από τον Αστυνομικό Διευθυντή, που να κατέχει βαθμό Αστυνόμου Β' ή Ανώτερου, καθήκοντα Προεδρεύοντα Αξιωματικού ασκεί ο Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής: Νοείται ότι δεν μπορεί να οριστεί ως Προεδρεύων Αξιωματικός ο Ερευνών Αξιωματικός: Νοείται επίσης ότι όταν ο κατηγορούμενος είναι Υπαστυνόμος ή Ανώτερος Υπαστυνόμος, καθήκοντα Προεδρεύοντα Αξιωματικού ασκεί μέλος της Δύναμης βαθμού Ανώτερου Αστυνόμου, εξαιρουμένου του Αστυνομικού Διευθυντή του, που ορίζεται από το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης). 21. (1) Ο Προεδρεύων Αξιωματικός έχει τις ακόλουθες εξουσίες: (α) Να διατάσσει τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης (β) να καλεί μάρτυρες να αξιώνει την προσαγωγή όλων των εγγράφων που σχετίζονται με την υπόθεση (γ) να αναβάλλει την ακρόαση από καιρό σε καιρό και να (δ) διατάσσει τους παρόντες μάρτυρες να εμφανιστούν κατά τη νέα δικάσιμο (ε) να χορηγεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μη μέλος της Δύναμης, που κλήθηκε και παρέστη ως μάρτυρας στην ακροαματική διαδικασία, οποιοδήποτε ποσό που καταβάλλεται από τα Κεφαλαία του Προϋπολογισμού που αφορούν τη Δύναμη και που κατά την κρίση του θα μπορούσε λογικά να αντιπροσωπεύσει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το πρόσωπο αυτό σε σχέση με την κλήση του ως μάρτυρα. Ερωτήσεις Πειθαρχικού Εντύπου.

Κ.Δ.Π. 53/89 194 (2) Οποιοσδήποτε που έχει κλητευθεί ως μάρτυρας σύμφωνα με την παράγραφο (1) παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να εμφανιστεί κατά το χρόνο και τόπο που αναγράφεται στην κλήση ή κατά την αναβολή της υπόθεσης ή αρνείται να απαντήσει σ' οποιαδήποτε ερώτηση που νόμιμα Κεφ. 285 του τίθεται, θα είναι ένοχος αδικήματος σύμφωνα με το άρθρο 29 του?9 του i960 περί Αστυνομίας Νόμου. 21 του 1964 29 του 1966 59 του 1966 53 του 1968 43 του 1972 78 του 1986 18 του 1987 69 του 1987 248 του 1988 27 του 1989. (3) Κατά την ακρόαση της υπόθεσης τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας. Ποινές. 22. (1) Ο Προεδρεύων Αξιωματικός έχει εξουσία επιβολής μιας από τις πιο κάτω ποινές για κάθε κατηγορία, σε μέλος της Δύναμης που καταδικάστηκε για πειθαρχικό αδίκημα (ι) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης (ιι) χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών (ιιι) πειθαρχική μετάθεση (ιν) αυστηρή επίπληξη (ν) επίπληξη. (2) Μέλος της Δύναμης, πλην των Ειδικών Αστυφυλάκων, που καταδικάστηκε για αδίκημα για παράβαση της παραγράφου 12 του Πειθαρχικού Κώδικα, θα στερείται κάθε δικαιώματος μισθού και επιδομάτων κατά το διάστημα της απουσίας του χωρίς άδεια. (3) Η απόφαση του Προεδρεύοντα Αξιωματικού θα είναι αιτιολογημένη, θα καταγράφεται στο Πειθαρχικό Έντυπο και θα κοινοποιείται στον κατηγορούμενο το ταχύτερο δυνατόν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Διαδικασία 23. (1) Ο Προεδρεύων Αξιωματικός ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προεδρεύοντα ακ λουθεί, κατά το δυνατόν, την ίδια διαδικασία που ακολουθείται κατά ή Επιτροπής, τη συνοπτική εκδίκαση ποινικών υποθέσεων. (2) Την υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου θα παρουσιάζει μέλος της Δύναμης, εξαιρουμένου του Αστυνομικού Διευθυντή ή του Βοηθού Αστυνομικού Διευθυντή, που θα ορίζεται από το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης) ή τον Αστυνομικό Διευθυντή, ανάλογα με την περίπτωση. (3) Ο Προεδρεύων Αξιωματικός ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα εξηγεί στον κατηγορούμενο την εναντίον του κατηγορία και αν ο κατηγορούμενος δεν παραδέχεται την κατηγορία, η ακρόαση θα προχωρεί σε ακρόαση. (4) Μετά το πέρας της ακρόασης των μαρτύρων κατηγορίας, ο Προεδρεύων Αξιωματικός ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα πληροφορεί τον κατηγορούμενο ότι μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε κατάθεση αυτός επιθυμεί αναφορικά με την εναντίον του κατηγορία και να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης ή ότι μπορεί να δώσει μαρτυρία ενόρκως αλλ* ότι στην τελευταία περίπτωση θα υπόκειται σε αντεξέταση. (5) Όλες οι υποθέσεις μετά την εκδίκαση θα υποβάλλονται στον Αστυνομικό Διευθυντή, ο οποίος στη συνέχεια θα τις διαβιβάζει στο Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης).

195 ΚΛ.Π. 53/89 24. (1) Ο κατηγορούμενος δικαιούται να παρευρίσκεται σ' όλη τη Παρουσία διάρκεια της ακρόασης, νοουμένου ότι συμπεριφέρεται με τον πρέποντα κατηυ 0 τρόπο σ' αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο Προ κατάτην εδρεύων Αξιωματικός, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να διατάξει ακρόαση, την απομάκρυνση του και να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του, λαμβάνοντας όλα τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για να πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος για τα διεξαγόμενα κατά την ακρόαση, ώστε να γίνει δυνατή η υπεράσπιση του. (2) Αν ο κατηγορούμενος δεν παρίσταται κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η ακρόαση μπορεί, κατά την κρίση του Προέδρου της Επιτροπής ή του Προεδρεύοντα Αξιωματικού, ανάλογα με την περίπτωση, να διεξαχθεί και διεκπεραιωθεί στην απουσία του: Νοείται ότι (ι) αν ο κατηγορούμενος βρίσκεται υπό κράτηση σύμφωνα με διαταγή Δικαστηρίου, σε φυλακή ή άλλο ίδρυμα και επιθυμεί να προβεί σε παραστάσεις κατά την ακρόαση, καμιά απόφαση δε θα εκδίδεται, μέχρις ότου ο κατηγορούμενος μπορέσει να προβεί σε τέτοιες παραστάσεις* (ιι) αν ο Πρόεδρος της Επιτροπής ή ο Προεδρεύων Αξιωματικός πεισθεί από ή από μέρους του κατηγορουμένου ότι δικαιολογημένα ο κατηγορούμενος αδυνατεί να παραστεί στην ακρόαση για οποιοδήποτε λόγο, πλην της περίπτωσης που ο κατηγορούμενος κρατείται όπως προβλέπεται πιο πάνω, η ακρόαση θα αναβάλλεται* (3) Αν, εξαιτίας της απουσίας του κατηγορουμένου, δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στους Κανονισμούς 10, 18, 19 στην παράγραφο (2) του Κανονισμού 23 και στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 24, η διαδικασία αυτή δε θα εφαρμόζεται. 25. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Κανονισμών 9 μέχρι 24, Συνοπτική και των δυο περιλαμβανομένων, σε περίπτωση κατά την οποία, ύστερα εκδίκαση από υποβολή αναφοράς ή προβολή ισχυρισμού, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι μέλος της Δύναμης ενδέχεται να έχει διαπράξει αδίκημα, το οποίο κατά την κρίση του Αστυνομικού Διευθυντή θα ετιμωρείτο ικανοποιητικά με χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις 5. ή άλλη μικρότερη ποινή, ο Αστυνομικός Διευθυντής ή ο από αυτόν οριζόμενος Βοηθός Αστυνομικός Διευθυντής μπορεί να διεξάγει έρευνα κατά την κρίση του και, αφού προηγουμένως πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για το αδίκημα και για την εναντίον του εκ πρώτης όψεως υπόθεση και τον ακούσει, να εκδώσει απόφαση για την υπόθεση αυτή και, αν είναι καταδικαστική, να του επιβάλει ποινή μέχρι 5. ή μικρότερη ποινή. Κατά τη συνοπτική εκδίκαση τηρούνται πρακτικά: Νοείται ότι στην περίπτωση που το μέλος αμφισβητεί την αναφορά ή τον ισχυρισμό, ο Αστυνομικός Διευθυντής διατάσσει έρευνα σύμφωνα με τον Κανονισμό 9. (2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου "(1) του παρόντα Κανονισμού (α) Όταν ο Αστυνομικός Διευθυντής γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης τη διάπραξη αδικήματος από μέλος της Δύναμης που τελεί υπό τη διοίκηση του, μπορεί, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο, να του επιβάλει ποινή που δε θα υπερβαίνει τις 5. ή άλλη μικρότερη ποινή χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας*

Κ.Δ.Π. 53/89 196 Αναστολή έρευνας ή διαδικασίας. Συμβούλιο Εφέσεων. Εφέσεις. (β) (γ) όταν ο Βοηθός Αρχηγός γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης τη διάπραξη αδικήματος από μέλος της Δύναμης, μπορεί, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο, να του επιβάλει ποινή που δε θα υπερβαίνει τις 5. ή άλλη μικρότερη ποινή χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας * όταν ο Αρχηγός ή ο Υπαρχηγός γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης τη διάπραξη αδικήματος από μέλος της Δύναμης, μπορεί, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο, να του επιβάλει ποινή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 22 χωρίς τη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας. (3) Οποιαδήποτε ποινή επιβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό κοινοποιείται στον κατηγορούμενο κατά το χρόνο της επιβολής της ή το ταχύτερο δυνατόν μετά από αυτή. (4) Στον παρόντα Κανονισμό η έκφραση «μέλος της Δύναμης» σημαίνει οποιοδήποτε μέλος της Δύναμης βαθμού Ανώτερου Υπαστυνόμου ή κατώτερου βαθμού. 26. Ο Αρχηγός μπορεί σ 3 οποιοδήποτε στάδιο έρευνας ή διαδικασίας για πειθαρχικό αδίκημα, και εν πάση περιπτώσει προτού επιβληθεί ποινή, με γραπτή εντολή του να διατάξει την αναστολή της έρευνας ή διαδικασίας, αν κατά την κρίση του η περαιτέρω διενέργεια έρευνας ή διαδικασίας θα είναι επιζήμια για τη Δύναμη, σε περίπτωση δε τέτοιας αναστολής το υπό κατηγορία μέλος της Δύναμης απαλλάσσεται από αυτή: Νοείται ότι, αν η έρευνα ή η διαδικασία είναι εναντίον Υπαστυνόμου ή Ανώτερου Υπαστυνόμου, ο Αρχηγός δεν μπορεί να την αναστείλει χωρίς την προηγούμενη προς τούτο συναίνεση του Υπουργού. 27. Καθιδρύεται Συμβούλιο Εφέσεων, το οποίο θα αποτελείται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ως Πρόεδρο, ένα Ανώτερο Αξιωματικό, βαθμού τουλάχιστον Ανώτερου Αστυνόμου, τον οποίο θα ορίζει ο Υπουργός, και ένα Νομικό Λειτουργό οριζόμενο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το οποίο θα επιλαμβάνεται όλων των εφέσεων σε πειθαρχικές υποθέσεις, στις οποίες ο κατηγορούμενος είναι μέλος της Δύναμης μέχρι του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, περιλαμβανομένου. 28. (1) Μέλος της Δύναμης βαθμού μέχρι του Ανώτερου Υπαστυνόμου, περιλαμβανομένου, εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση ή επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή από Προεδρεύοντα Αξιωματικό ή Επιτροπή, δύναται να εφεσιβάλει την καταδίκη ή την ποινή ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία που του γνωστοποιήθηκε η καταδίκη ή η ποινή. (2) Σε περίπτωση που ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) θεωρήσει ότι σε οποιαδήποτε υπόθεση για αδίκημα η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανεπαρκής, μπορεί να την εφεσιβάλει ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιβολής της ποινής. (3)(α) Οποιαδήποτε έφεση, που ενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (1) του παρόντα Κανονισμού, πρέπει να είναι γραπτή, να περιέχει με λεπτομέρεια τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή εδράζεται και να υποβάλλεται μέσω του Αστυνομικού Διευθυντή στον Αρχηγό. (β) Οποιαδήποτε έφεση, που ενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του παρόντα Κανονισμού, πρέπει να είναι γραπτή, να περιέχει με λεπτομέρεια τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή εδράζεται

197 Κ.Δ.Π. 53/89 και να υποβάλλεται από τον Αστυνομικό Διευθυντή μέσω του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) ή το Βοηθό Αρχηγό (Διοίκησης), ανάλογα με την περίπτωση στον Αρχηγό. 29. Το Συμβούλιο Εφέσεων στην άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 28 μπορεί (α) να διατάξει επανεκδίκαση της υπόθεσης με νέα σύνθεση της Επιτροπής, (β) να μετατρέψει, να αυξήσει ή να μειώσει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί, (γ) όταν η μαρτυρία αποδεικνύει αδίκημα άλλο από αυτό για το οποίο κατηγορείται και μπορεί να γίνει τροποποίηση χωρίς ζημιά σε βάρος του κατηγορουμένου, να τροποποιήσει την κατηγορία και την απόφαση και να επιβάλει τέτοια ποινή που να υποκαθιστά εκείνη που έχει επιβληθεί, που κατά την άποψη του είναι η αρμόζουσα για την τέτοια άλλη κατηγορία, (δ) να απορρίψει την έφεση, (ε) να ακυρώσει την απόφαση και ποινή. 30. (1) Η ποινή εφαρμόζεται αμέσως με την επιβολή της, εκτός από τις περιπτώσεις όπου αυτή υπόκειται σε έφεση δυνάμει των παρόντων Κανονισμών, οπότε η εκτέλεση της αναστέλλεται μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας για άσκηση έφεσης ή μέχρις ότου εκδικαστεί η έφεση, αν αυτή έχει εφεσιβληθεί. (2) Η εφαρμογή της ποινής της πειθαρχικής μετάθεσης εκτελείται μετά πάροδο 15 ημερών από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας για άσκηση της έφεσης ή από την περάτωση της έφεσης, ανάλογα με την περίπτωση. 31. Οποιοσδήποτε Αστυνομικός Διευθυντής μπορεί, με την έγκριση του Αρχηγού, υποχρεούται δε κατόπιν εντολής του Αρχηγού, να θέσει σε διαθεσιμότητα οποτεδήποτε οποιοδήποτε μέλος της Δύναμης βαθμού κατώτερου του Αστυνόμου Β' κατά τη διάρκεια έρευνας αναφορικά με τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος δυνάμει των παρόντων Κανονισμών ή οποιουδήποτε Νόμου. Ειδοποίηση περί της διαθεσιμότητας θα δίνεται γραπτώς το ταχύτερο δυνατόν στο ενδιαφερόμενο μέλος, το δε μέλος αυτό δεν παύει, λόγω διαθεσιμότητας, να είναι μέλος της Δύναμης: Νοείται ότι (α) η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, (β) οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα με τα οποία περιβάλλεται ως μέλος της Δύναμης θα αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου διαθεσιμότητας, αλλά το μέλος θα εξακολουθεί να υπέχει τις ίδιες ευθύνες, να υπόκειται στην ίδια πειθαρχία και τιμωρία και στην εξουσία, σαν να μην είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, (γ) μέλος που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα δε δικαιούται, για την περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε διαθεσιμότητα, μισθό ή οποιοδήποτε επίδομα, εκτός του επιδόματος ενοικίου, και του χορηγήματος (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «χορήγημα διαθεσιμότητας») όχι μικρότερο από το μισό μισθό του, όπως ο Αρχηγός ήθελε ορίσει, (δ) για να τεθεί σε διαθεσιμότητα Υπαστυνόμος ή Υπαστυνόμος απαιτείται επικύρωση του Υπουργού, Ανώτερος Εξουσίες Συμβουλίου Εφέσεων. Έναρξη και εφαρμογή της ποινής. Διαθεσιμότητα.

Κ.Δ.Π. 53/89 198 (ε) σε περίπτωση που το μέλος που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα τελεί υπό κράτηση δυνάμει καταδίκης δικαστηρίου, σε φυλακή ή σε οποιοδήποτε άλλο ίδρυμα ή τελεί υπό κράτηση (είτε σε φυλακή είτε αλλού) μεταξύ της καταδίκης από δικαστήριο και επιβολής ποινής, δε θα καταβάλλεται χορήγημα διαθεσιμότητας ή επίδομα ενοικίου σε σχέση με την περίοδο της εν λόγω κράτησης, (στ) σε περίπτωση που το μέλος τέθηκε σε διαθεσιμότητα, επειδή απουσίασε από τα καθήκοντα του και ο τόπος στον οποίο βρισκόταν ήταν άγνωστος στο Αρχηγό, δε θα καταβάλλεται χορήγημα διαθεσιμότητας σ' αυτό σχετικά με την περίοδο κατά την οποία ο Αρχηγός δε γνώριζε τον τόπο στον οποίο το μέλος βρισκόταν, (ζ) σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντα του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν (ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή (ιι) όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί: Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχο και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει, (η) από το μισθό και τα επιδόματα του μέλους θα αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό του καταβλήθηκε ως χορήγημα διαθεσιμότητας σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό. Αναφορά κλπ. για αδίκημα. Χρονικά όρια έρευνας. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΑΝΩΤΈΡΟΥς ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΎς 32. (1) Σε περίπτωση που υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι Ανώτερος Αξιωματικός ενδεχόμενα διέπραξε πειθαρχικό αδίκημα, ενεργείται έρευνα από Ανώτερο Αξιωματικό (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ο Ερευνών Αξιωματικός»), (2) Ο Ερευνών Αξιωματικός ορίζεται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού και πρέπει να είναι ανώτερου βαθμού από τον Ανώτερο Αξιωματικό εναντίον του οποίου υποβλήθηκε η αναφορά ή προβλήθηκε ο ισχυρισμός. 33. Η έρευνα διεξάγεται το συντομότερο δυνατόν και συμπληρώνεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία λήψης της εντολής για διεξαγωγή έρευνας: Νοείται ότι ο Αρχηγός μπορεί, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση του Ερευνώντα Αξιωματικού, να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας για συμπλήρωση της έρευνας.

199 Κ.Δ.Π. 53/89 34. Ο Ερευνών Αξιωματικός κατά τη διεξαγωγή της έρευνας έχει εξουσία να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο που δυνατόν να γνωρίζει οτιδήποτε από τα γεγονότα της υπόθεσης. Για το σκοπό αυτό θα ακολουθείται η ίδια διαδικασία που ακολουθείται στη λήψη καταθέσεων σε ποινικές υποθέσεις. 35. (1) Ο Ερευνών Αξιωματικός θα πληροφορεί το συντομότερο δυνατόν τον Ανώτερο Αξιωματικό γραπτώς για την αναφορά ή τον ισχυρισμό και θα του επιδίδει ειδοποίηση σύμφωνα με το έντυπο του Δεύτερου Πίνακα των παρόντων Κανονισμών και θα τον πληροφορεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος να πει οτιδήποτε που να αφορά το ζήτημα αλλά ότι μπορεί, αν επιθυμεί, να δώσει γραπτή ή προφορική κατάθεση προς τον Ερευνώντα Αξιωματικό σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. (2) Οποιαδήποτε τέτοια προφορική ή γραπτή κατάθεση που δόθηκε στον Ερευνώντα Αξιωματικό μπορεί να γίνει δεκτή ως μαρτυρία σε ενδεχόμενη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του. 36. Ο Ερευνών Αξιωματικός, μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, υποβάλλει το πόρισμα του με πλήρες αιτιολογικό και όλα τα σχετικά έγγραφα στον Αρχηγό. 37. Ο Αρχηγός, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν, μπορεί να αποφασίσει τη μη πειθαρχική δίωξη του Ανώτερου Αξιωματικού ή να διατυπώσει εναντίον του κατηγορία στην οποία θα περιγράφεται το αδίκημα και όλες οι σχετικές με αυτό λεπτομέρειες, έτσι ώστε ο Ανώτερος Αξιωματικός εναντίον του οποίου γίνεται η κατηγορία να μη βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την προσαπτόμενη εναντίον του κατηγορία. Σε περίπτωση που ο Ανώτερος Αξιωματικός θα κατηγορηθεί και η υπόθεση θα εκδικαστεί από τον Αρχηγό, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 38, ο Αρχηγός παρέχει ή μεριμνά για να παρασχεθούν στον Ανώτερο Αξιωματικό αντίγραφο του πορίσματος, των σχετικών εγγράφων και της εναντίον του κατηγορίας και των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας. 38. Ο Αρχηγός έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα εναντίον Ανώτερου Αξιωματικού, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε είναι τέτοιες, ώστε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ποινές να είναι επαρκής και νοουμένου ότι ο Ανώτερος Αξιωματικός συγκατατίθεται στην εκδίκαση ή παραδέχεται τις κατηγορίες. Μετά το πέρας της εκδίκασης της υπόθεσης και σε περίπτωση που η απόφαση του είναι καταδικαστική ο Αρχηγός μπορεί να επιβάλει: (α) Κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης για χρονική περίοδο που δε θα υπερβαίνει τους έξι μήνες (β) χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις 25" (γ) αυστηρή επίπληξη (δ) επίπληξη. 39. Σε περίπτωση που ο Υπουργός δε ζητά την υποβολή σ' αυτόν του πορίσματος σύμφωνα με τον Κανονισμό 40, αν ο Αρχηγός, μετά τη μελέτη τούτου και των υποβληθέντων εγγράφων, κρίνει ότι το αδίκημα που διαπράχθηκε είναι σοβαρής μορφής και ότι οποιαδήποτε ποινή που προνοείται στον Κανονισμό 38 δε θα ήταν επαρκής ή αν ο Ανώτερος Αξιωματικός δε συγκατατίθεται στην εκδίκαση της υπόθεσης από τον Αρχηγό ή αρνείται τις κατηγορίες, υποβάλλει το πόρισμα μαζί με τα σχετικά έγγραφα στον Υπουργό, ο οποίος παραπέμπει την υπόθεση για εκδίκαση σε Επιτροπή που ορίζει ο ίδιος σύμφωνα με τον Κανονισμό 41. Εξουσίες Ερευνώντα Αξιωματικού. Προσωπική εξήγηση. Δεύτερος Πίνακας. Πόρισμα έρευνας στον Αρχηγό. Έγγραφα στον κατηγορούμενο. Συνοπτική εκδίκαστη από τον Αρχηγό. Παραπομπή σε Επιτροπή.

Κ.Δ.Π. 53/89 200 Σε τέτοια περίπτωση ο Υπουργός παρέχει ή μεριμνά να παρασχεθούν στον Ανώτερο Αξιωματικό αντίγραφο του πορίσματος, των σχετικών εγγράφων και της εναντίον του κατηγορίας Και των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, αν αυτά δεν του έχουν ήδη χορηγηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 37. Μελέτη πορίσματος από τον Υπουργό. Ορισμός Επιτροπής. 40. (1) Ο Υπουργός μπορεί οποτεδήποτε και προτού ο Αρχηγός ενεργήσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 37 να του ζητήσει όπως του υποβάλει το πόρισμα της έρευνας μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα που σχετίζονται με πειθαρχική δίωξη εναντίον Ανώτερου Αξιωματικού για μελέτη. (2) Ο Υπουργός, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα έγγραφα, αν έχει τη γνώμη ότι: (α) Δε διαπράχθηκε οποιοδήποτε πειθαρχικό αδίκημα, δίνει εντολή να μην ασκηθεί οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη εναντίον του υπο καταγγελία Ανώτερου Αξιωματικού (β) διαπράχθηκε μεν αδίκημα, αλλά τούτο μπορεί να εκδικαστεί ικανοποιητικά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 38, δίνει εντολή να επιστραφεί η υπόθεση στον Αρχηγό για να κατηγορήσει τον Ανώτερο Αξιωματικό σύμφωνα με τον Κανονισμό 37 και να εκδικάσει την υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 38: Νοείται ότι, αν ο Ανώτερος Αξιωματικός δεν παραδέχεται τις κατηγορίες ή δεν συγκατατίθεται στην εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 38, η υπόθεση παραπέμπεται για εκδίκαση από Επιτροπή, όπως προνοείται από τον Κανονισμό 39' (γ) διαπράχθηκε αδίκημα το οποίο λόγω της σοβαρότητας του ή των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε θα έπρεπε, κατά την κρίση του, να εκδικαστεί από Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 41 διατυπώνει τις σχετικές κατηγορίες, ορίζει την Επιτροπή και παραπέμπει την υπόθεση σ' αυτή για εκδίκαση. Στην περίπτωση αυτή ο Υπουργός παρέχει ή μεριμνά να παρασχεθούν στον υπό κατηγορία Ανώτερο Αξιωματικό αντίγραφο του πορίσματος των σχετικών εγγράφων και της εναντίον του κατηγορίας καθώς και των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας. 41. (1) Ο Υπουργός ορίζει Επιτροπή που θα αποτελείται από: (α) Ένα πρόσωπο που κατέχει θέση στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, (β) ένα πρόσωπο που κατέχει θέση στην Αστυνομική Δύναμη, και (γ) ένα νομικό λειτουργό οριζόμενο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Η ιεραρχική τάξη ή η οργανική θέση των μελών της Επιτροπής πρέπει να είναι ανώτερη εκείνης του κατηγορουμένου. (2) Η Επιτροπή έχει εξουσία να εκδικάσει την υπόθεση εναντίον του Ανώτερου Αξιωματικού και η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, κατά το δυνατόν, με τον ίδιο τρόπο, όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που δικάζεται συνοπτικά: Νοείται ότι ο Ανώτερος Αξιωματικός έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί με ή χωρίς συνήγορο.

201 Κ.Δ.Π. 53/89 42. Η Επιτροπή έχει εξουσία: (α) Να καλέσει μάρτυρες και να απαιτήσει την προσέλευση τους, όπως επίσης και την προσέλευση του Ανώτερου Αξιωματικού εναντίον του οποίου γίνεται η ακρόαση, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται σε ποινική δίκη, (β) να απαιτήσει την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία περιλαμβανομένου του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του Ανώτερου Αξιωματικού, (γ) να αναβάλει την ακρόαση από καιρό σε καιρό, νοουμένου ότι η ακρόαση προχωρεί το ταχύτερο δυνατόν, (δ) να χορηγήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μη μέλος της Δύναμης, που κλήθηκε σαν μάρτυρας στην ακροαματική διαδικασία, οποιοδήποτε ποσό που θα καταβάλλεται από τα Κεφάλαια του Προϋπολογισμού που αφορούν τη Δύναμη που κατά την κρίση της Επιτροπής θα μπορεί λογικά να αντιπροσωπεύει τα έξοδα που το πρόσωπο αυτό υποβλήθηκε σχετικά με την κλήση του ως μάρτυρα. 43. Η Επιτροπή με απόφαση της μπορεί να βρει τον Ανώτερο Αξιωματικό ένοχο οποιουδήποτε αδικήματος για το οποίο κατηγορείται και να επιβάλει σ' αυτόν οποιαδήποτε από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στον Κανονισμό 44 ή να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες. Οι αποφάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένες, λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και υπογράφονται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής. 44. Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές: (α) Απόλυση (β) εξαναγκασμό σε παραίτηση (γ) υποβιβασμό σε κατώτερο βαθμό ή τάξη (δ) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης (ε) χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών (στ) πειθαρχική μετάθεση (ζ) αυστηρή επίπληξη (η) επίπληξη. 45. Κατά την ακρόαση υπόθεσης από τον Αρχηγό ή την Επιτροπή τηρούνται πρακτικά διαδικασίας. 46. Ανώτερος Αξιωματικός εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση σύμφωνα με τους Κανονισμούς 43 και 44 μπορεί, μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία της απόφασης αυτής, να την εφεσιβάλει ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου. 47. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξης του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας και μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης. (2) Ο Ανώτερος Αξιωματικός που τίθεται σε διαθεσιμότητα ειδοποιείται γραπτώς το ταχύτερο, προς τούτο δε οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του Ανώτερου Αξιωματικού αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου διαθεσιμότητας, θα υπόκειται όμως στις ίδιες ευθύνες, πειθαρχία και τιμωρία σαν να μην είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Εξουσίες Επιτροπής. Απόφαση Επιτροπής. Ποινές. Πρακτικά διαδικασίας Εφέσεις. Διαθεσιμότητα.

Κ.Δ.Π. 53/89 202 Συνεκδίκαση. (3) Ο Ανώτερος Αξιωματικός, για την περίοδο που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα, δε θα λαμβάνει μισθό ή οποιοδήποτε επίδομα, εκτός του επιδόματος ενοικίου (αν έπαιρνε τέτοιο επίδομα κατά το χρόνο που τέθηκε σε διαθεσιμότητα), και μέρος του μισθού και άλλων απολαβών της θέσης του (η πληρωμή αυτή στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «χορήγημα διαθεσιμότητας») όχι μικρότερου από το μισό του μισθού του και των άλλων απολαβών, όπως ο Υπουργός ήθελε ορίσει. (4) Σε περίπτωση που ο Ανώτερος Αξιωματικός τελεί υπό κράτηση δυνάμει καταδίκης δικαστηρίου σε φυλακή ή σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή τελεί υπό κράτηση (είτε σε φυλακή είτε αλλού) μεταξύ καταδίκης από Δικαστήριο και επιβολής ποινής, δε θα καταβάλλεται χορήγημα διαθεσιμότητας ή επίδομα ενοικίου σε σχέση με την περίοδο της εν λόγω κράτησης. (5) Σε περίπτωση που ο Ανώτερος Αξιωματικός τέθηκε σε διαθεσιμότητα επειδή απουσίασε από τα καθήκοντα του και ο τόπος που βρισκόταν ήταν άγνωστος στον Αρχηγό δε θα καταβάλλεται επίδομα διαθεσιμότητας σχετικά με την περίοδο που ο Αρχηγός δε γνώριζε τον τόπο που βρισκόταν, εκτός αν ο Υπουργός ήθελε ορίσει διαφορετικά. (6) Αν από την έρευνα δεν αποδειχτεί υπόθεση κατά του Ανώτερου Αξιωματικού ή αν αυτός απαλλαγεί από την κατηγορία, ο Ανώτερος Αξιωματικός δικαιούται ολόκληρο το ποσό των απολαβών που θα λάμβανε αν δεν ετίθετο σε διαθεσιμότητα. (7) Αν ο Ανώτερος Αξιωματικός βρεθεί ένοχος και του επιβληθεί η ποινή του υποβιβασμού σε κατώτερο βαθμό ή κατώτερη τάξη, του εξαναγκασμού σε παραίτηση ή της απόλυσης, το ποσό του μισθού και των άλλων απολαβών του που κατακρατήθηκε κατάσχεται. Στην περίπτωση επιβολής οποιασδήποτε άλλης ποινής, το ποσό που κατακρατήθηκε κατάσχεται ή τούτο ή μέρος τούτου επιστρέφεται στον Ανώτερο Αξιωματικό, όπως ο Υπουργός ήθελε ορίσει. 48. Σε περίπτωση κατά την οποία η αναφορά που υποβάλλεται ή ο ισχυρισμός που προβάλλεται για ενδεχόμενη διάπραξη αδικήματος αφορά μαζί με τον Ανώτερο Αξιωματικό και άλλο μέλος της Δύναμης που δεν είναι Ανώτερος Αξιωματικός, οι Κανονισμοί 32 μέχρι 47, και των δύο περιλαμβανομένων, θα εφαρμόζονται αποκλειστικά και στο μέλος αυτός της Δύναμης σχετικά με το αδίκημα αυτό και η εφαρμογή των Κανονισμών αυτών θα γίνεται τόσο για τον Ανώτερο Αξιωματικό όσο και το άλλο μέλος της Δύναμης. Δίωξη δύο φορές δε χωρεί. Επιβολή μιας ποινής μόνο. Δίωξη μέλους που παΰθηκε. Πειθαρχική δίωξη μετά από αθώωση σε ποινικό αδίκημα. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 49. Πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον μέλους της Δύναμης για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο τούτο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε. 50. Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχικές ποινές. 51. Καμιά πειθαρχική δίωξη δεν ασκείται εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, αφότου τούτο έπαυσε να είναι μέλος της Δύναμης. 52. Μέλος της Δύναμης που δικάστηκε για ποινικό αδίκημα και δε βρέθηκε ένοχο δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά με την ίδια κατηγορία, αλλά μπορεί να διωχθεί για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από τη διαγωγή του η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως η κατηγορία κατά την ποινική δίωξη.

203 Κ.Δ.Π. 53/89 53. Σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με τους παρόντες Κανονισμούς, η ποινή που επιβλήθηκε σε μέλος για πειθαρχικό αδίκημα είναι του εξαναγκασμού σε παραίτηση, ή εξ αιτίας της εν λόγω ποινής παραίτηση του μέλους θα θεωρείται, για σκοπούς σύνταξης, ως τερματισμός υπηρεσίας προς το δημόσιο συμφέρον και δε θα αποστερεί το μέλος από το δικαίωμα του για σύνταξη που χορηγείται με βάση τον τερματισμό υπηρεσίας προς το δημόσιο συμφέρον. 54. Στο Επαρχιακό Αρχηγείο κάθε Αστυνομικής Διεύθυνσης θα τηρείται βιβλίο στο οποίο θα καταχωρείται κάθε αναφορά ή ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι μέλος της Δύναμης ενδεχόμενα διέπραξε αδίκημα, μαζί με τις λεπτομέρειες των ενεργειών που έχουν γίνει σχετικά. 55. Στο γραφείο του Αρχηγού θα τηρείται πειθαρχικό βιβλίο στο οποίο θα καταγράφεται κάθε κατηγορία που θα γίνεται εναντίον μέλους, μαζί με την απόφαση του Προεδρεύοντα Αξιωματικού και της τυχόν έφεσης σχετικά με την εν λόγω κατηγορία. 56. (1) Ο Αρχηγός μπορεί να εξουσιοδοτήσει την έκδοση εντάλματος για σύλληψη οποιουδήποτε μέλους της Δύναμης εναντίον του οποίου υπάρχει εύλογη υποψία ότι διέπραξε οποιοδήποτε αδίκημα. (2) Η σύλληψη οποιουδήποτε μέλους της Δύναμης θα αναφέρεται αμέσως στον Αρχηγό, ο οποίος θα αναφέρει τη σύλληψη αμέσως στον Υπουργό, αν ο συλληφθείς είναι βαθμού Υπαστυνόμου ή ανώτερου. (3) Μέλος της Δύναμης που συλλήφθηκε σχετικά με ισχυριζόμενη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος θα τελεί υπό κράτηση μόνο για όσο χρόνο είναι απόλυτα αναγκαίος για τη συμπλήρωση της έρευνας και εν πάση περιπτώσει όχι πέραν των 24 ωρών, εκτός αν παρίσταται ανάγκη περαιτέρω κράτησης του, οπότε θα εξασφαλίζεται δικαστικό διάταγμα προσωποκράτησης. (4) Μέλος της δύναμης που συλλαμβάνεται θα παραδίδει αμέσως τη σφυρίκτρα, ρόπαλο, όπλο και πυρομαχικά. 57. (1) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(2) των παρόντων Κανονισμών, όταν υποβληθεί παράπονο εναντίον μελών της Δύναμης αναφορικά με κακομεταχείριση προσώπου κατά τη διάρκεια της κράτησης ή της ανάκρισης του, το παράπονο θα αναφέρεται στον Αρχηγό της Αστυνομίας ο οποίος θα το παραπέμπει στο Συμβούλιο Παραπόνων για εξέταση. (2) Το Συμβούλιο αποτελείται από (α) ένα νομικό λειτουργό οριζόμενο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (β) δύο πρόσωπα που κατέχουν θέση στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, που ορίζονται από τον Υπουργό και (γ) ένα Ανώτερο Αξιωματικό που δε θα προέρχεται από την Αστυνομική Διεύθυνση ή τη Μονάδα ή το Τμήμα στην οποία ή στο οποίο υπηρετεί το υπό κατηγορία μέλος, που ορίζεται από τον Υπουργό. (3) Ο Υπουργός ορίζει τον Πρόεδρο του Συμβουλίου: Νοείται ότι ο Υπουργός θα ορίζει ως Πρόεδρο του Συμβουλίου τον κατέχοντα τη μισθοδοτική κλίμακα με το ψηλότερο ανώτατο όριο: Νοείται περαιτέρω ότι, αν την εν λόγω κλίμακα κατέχουν περισσότερα από ένα πρόσωπα, ως Πρόεδρος θα ορίζεται ο αρχαιότερος. Επηρεασμός σύνταξης. Βιβλίο καταγγελιών. Πειθαρχικό βιβλίο. Σύλληψη μέλους της Δύναμης. Σύνθεση και αρμοδιότητες του Συμβουλίου Παραπόνων.

KAJl. 53/89 204 Κεφ. 44 37 του 1982. Κατάργηση. Δ.Π. 280/58 474/58 313/60 375/68 Κ.ΔΠ 30/73 178/75 40/76 19/77 273/82. (4) Το Συμβούλιο θα εξετάζει το παράπονο που υποβλήθηκε και θα ετοιμάζει το πόρισμα του το οποίο θα υποβάλλει στον Υπουργό. (5) Το Συμβούλιο, κατά την εξέταση του παραπόνου, έχει τις εξουσίες που προβλέπονται από το άρθρο 7 του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου. (6) Ο Υπουργός, αφού μελετήσει το πόρισμα του Συμβουλίου, θα αποφασίζει: (α) Αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι το μέλος διέπραξε ποινικό αδίκημα, θα παραπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για μελέτη. (β) Αν από το πόρισμα δε φαίνεται να διαπράχθηκε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, αλλά έχει διαπραχθεί πειθαρχικό αδίκημα, θα παραπέμπει το πόρισμα στον Αρχηγό για πειθαρχική δίωξη. (γ) Αν από το πόρισμα δε φαίνεται να διαπράχθηκε ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα, θα επιστρέψει το πόρισμα στο Συμβούλιο, μέσω του Αρχηγού, για να πληροφορείται το πρόσωπο που υπέβαλε το παράπονο. 58. Οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1958 μέχρι 1982 καταργούνται. ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ (Κανονισμός 8) 3. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΝΑΡΜΟΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης ενεργεί κατά τρόπο απρεπή ή επιζήμιο για την πειθαρχία ή κατά τρόπο που εύλογα είναι δυνατόν να δυσφημήσει τη Δύναμη. ΑΠΕΙΘΕΙΑ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης: (α) Δείχνει απείθεια με λόγια, πράξεις ή συμπεριφορά. (β) Δεν υπακούει στις νόμιμες διαταγές ανωτέρου του, και αν ακόμα θεωρεί τον εαυτό του αδικηθέντα σε διαταγή που του έχει δοθεί, ή παραλείπει ή αμελεί, χωρίς εύλογη αιτία, να εκτελέσει τις νόμιμες διαταγές ανωτέρου του. ΚΑΤΑΠΙΕΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης: (α) Είναι ένοχο καταπιεστικής ή τυραννικής συμπεριφοράς προς κατώτερο του κατά βαθμό, (β) Χρησιμοποιεί αισχρή, υβριστική ή προσβλητική γλώσσα προς άλλο μέλος της Δύναμης, (γ) Επιτίθεται εναντίον άλλου μέλους της Δύναμης.

205 Κ.Δ.Π. 53/89 4. ΠΑΡΑΒΑΣΗ Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε πρόνοια του περί Αστυνομίας Νόμου ή με οποιαδήποτε πρόνοια Κανονισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο. 5. ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης: (α) Αμελεί ή χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία παραλείπει να αναλάβει ή να εκτελέσει με προθυμία και επιμέλεια τα καθήκοντα του ως μέλος της Δύναμης. (β) Δείχνει νωθρότητα ή οκνηρία ή φλυαρεί, όταν βρίσκεται σε καθήκον, σε παράταξη ή κατά την παρακολούθηση εκπαιδευτικής διάλεξης ή εκπαιδευτικής σειράς μαθημάτων. (γ) Παραλείπει να εκτελέσει περιπολία στον τομέα του σύμφωνα με τις διαταγές που του δόθηκαν ή εγκαταλείπει την περιπολία του ή το σημείο ή την άλλη θέση καθήκοντος στην οποία διατάχθηκε να παραμείνει χωρίς αρμόδια έγκριση ή εύλογη αιτία. (δ) Εξαιτίας απροσεξίας ή αμέλειας τους παρέχει δυνατότητα σε κρατούμενο να αποδράσει. (ε) Ενώ γνωρίζει το μέρος, όπου οποιοσδήποτε παραβάτης είναι δυνατόν να βρεθεί, παραλείπει να το αναφέρει ή να προβεί στις αναγκαίες προσπάθειες για να αχθεί ο εν λόγω παραβάτης ενώπιον της δικαιοσύνης, (στ) Παραλείπει να αναφέρει οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο εκ καθήκοντος οφείλει να αναφέρει. (ζ) Παραλείπει να αναφέρει οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά με εγκληματική πράξη ή παραλείπει να αποκαλύψει οποιαδήποτε μαρτυρία που το μέλος ή άλλο πρόσωπο γνωστό στο μέλος μπορεί να δώσει υπέρ ή εναντίον οποιουδήποτε κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση. (η) Παραλείπει να προβεί σε οποιαδήποτε αναγκαία καταχώρηση σε αστυνομικό έγγραφο. (θ) Αμελεί ή χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία παραλείπει να εκτελέσει οποιεσδήποτε εντολές ιατρικού λειτουργού που ορίζεται από τη Δύναμη ή την κυβέρνηση ή, ενώ απουσιάζει από το καθήκον λόγω ασθένειας, προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή συμπεριφέρεται κατά τρόπο που τείνει να επιβραδύνει την επάνοδο του στο καθήκον. 6. ΨΕΥΔΟΣ Ή ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ Ή ΑΠΟΚΡΥΨΗ ΑΛΗΘΕΙΑΣ Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης: (α) Εν γνώσει του προβαίνει σε ή υπογράφει ψευδή καταχώρηση σε επίσημο έγγραφο. (β) Εσκεμμένα ή από αμέλεια προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή, παραπλανητική ή ανακριβή κατάθεση. (γ) Εσκεμμένα ή από αμέλεια προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή καταγγελία ή κατάθεση εναντίον οποιουδήποτε άλλου μέλους της Δύναμης. (δ) Χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία καταστρέφει ή τεμαχίζει επίσημο έγγραφο ή αλλοιώνει ή εξαλείφει οποιαδήποτε καταχώρηση σ' αυτό. (ε) Χωρίς εύλογη και επαρκή αιτία αποκρύπτει ή παρασιωπά αναφορά ή ισχυρισμό εναντίον οποιουδήποτε μέλους της Δύναμης.