1 σ ε λ ί δ α Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας Αλήθεια πόσο υπέροχος είναι ο ήλιος και το αγεράκι το ανοιξιάτικο. Το ξέρω πως η ζωή μου είναι σύντομη. Σύντομη για τους ανθρώπους φυσικά. Κάποιος άνθρωπος σίγουρα θα έλεγε, κρίμα στην ομορφιά του! Τόσο λίγο να μπορεί να ζήσει; 2-3 βδομάδες κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη Μόνο που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Δεν γνωρίζουν τα σημαντικά της ζωής. Νιώθουν με το μυαλό. Μετρούν την αξία των πραγμάτων με αριθμούς Δεν ξέρουν πόσο πραγματικά αξίζει το άγγιγμα του ανέμου. Πόσο μετρά στην ψυχή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στα διάφορα είδη. Πόσο οι μυρωδιές σε ταξιδεύουν. Πόσο πραγματικά νιώθεις κομμάτι του πολύπλοκου και εύθραυστου ιστού της ζωής. Θα μου πείτε φιλοσοφίες! Πραγματικά αγαπημένοι φίλοι! Λουλουδοφιλοσοφίες! Έχω φτάσει στο τέλος της σύντομης ζωής μου, πολύ σύντομα θα ξεραθώ και θα πεθάνω. Είναι όμως το τέλος; Ή μήπως είναι απλά η αρχή; Η αρχή ενός καινούριου κύκλου; Τώρα λοιπόν, τόσο σοφό που έγινα, με τόσα που έζησα, θα σας πω το παραμύθι μου, το παραμύθι των τόσων και τόσων κύκλων που συνεχίζονται αιώνες τώρα. Το παραμύθι των κύκλων της ζωής μου ξεκινά λοιπόν Μια φορά και έναν καιρό Μα φίλοι μου, μήπως, λέω μήπως, θα έπρεπε κιόλας να σας συστηθώ; Μα σοφό όπως είμαι, θα σας πω με ένα τραγούδι το ποιο είμαι. Αν με μαντέψετε καλώς, γιατί το τραγούδι μου, είναι ένα τραγούδι γρίφος, για τους πραγματικά σοφούς. Για τους πραγματικά έξυπνους! Ναι, για σας! Ακριβώς αυτό εννοούσα αγαπημένοι φίλοι. «Το μέλι κρύβω στ όνομά μου και τις μέλισσες παίζω στα πέταλά μου!
2 σ ε λ ί δ α Σύγχυση σ εκείνες προκαλώ και έξυπνα πολλαπλασιάζομαι εγώ! Μάρτιο με Απρίλιο ανθοφορώ και είμαι πολύ μικρό φυτό. Άγρια και όμορφη ορχιδέα μοναδική, ενδημική κι ωραία!» Το βρήκατε εύκολα φίλοι μου ναι, είμαι το Μελισσάκι ή κατά το πιο επιστημονικό, το Ophrys Kotschyi. Μια άγρια και όμορφη ορχιδέα, μοναδική, ενδημική και ωραία Αλλά ας πάμε πίσω στο παραμύθι των κύκλων μου και στην απίστευτη ιστορία αγάπης με τη φίλη μου με τα κόκκινα πέταλα και τη μαύρη καρδιά. Για την μαύρη της καρδιά θα σας πω στην πορεία. Ο σπόρος μου ταξίδεψε, με τα πουλιά, με τα έντομα, με τα ζώα, με τον άνεμο. Αδέλφια μου Μελισσάκια, λίγα μα διαλεκτά, σε πολλά σημεία της Κύπρου μας. Ζήσαμε την ιστορία τούτου του τόπου. Γελάσαμε με τους ανθρώπους του στις μεγάλες και στις μικρές τους χαρές. Πονέσαμε με κάθε πόλεμο που σημάδευε το νησί μας. Ταξίδεψα από το Τρόοδος, στον σκλαβωμένο πενταδάκτυλο, για να καταλήξω σήμερα στο ακριτικό Μάμμαρι, ένα χωριό κοντά στη Λευκωσία. Ένα χωριό που τα 2/3 του είναι ζώνη νεκρή Ο σπόρος μου κρύφτηκε βαθιά στο χώμα. Εκεί στο σκοτάδι και στην υγρασία. Πέρασαν χρόνια και άλλα χρόνια. Έγινε διπλός βολβός και άνθισε. Όσο τα χέρια των ανθρώπων δεν με ξεριζώνουν Όσο τα πόδια τους δεν με τσαλαπατούν Όσο τα φυτοφάρμακά τους δε με δηλητηριάζουν Όσο τα γεωργικά τους μηχανήματα δεν με ξεσκίζουν
3 σ ε λ ί δ α κάνω τον κύκλο μου ξανά και ξανά και σκορπίζω τον σπόρο μου στους πέντε ανέμους με τα έντομα να με κουβαλούν παντού. Νέοι σπόροι, νέοι βολβοί, νέα φυτά. Κύκλοι και άλλοι κύκλοι ξανά και ξανά. Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, συναπαντήθηκα με τα παιδιά! Τα παιδιά που λάτρευαν τη φύση. Τα παιδιά που νοιάζονταν για τα ζώα. Τα παιδιά που αγαπούσαν τα λουλούδια. Τα παιδιά που είχαν καθαρή καρδιά. Τα παιδιά που φύτευαν σπόρους και περίμεναν με υπομονή να ξεπροβάλει το πράσινο κεφαλάκι! Και μετά είχαν και άλλη υπομονή να το φροντίζουν με νερό και φως και να περιμένουν να στρογγυλοκαθίσει στο πράσινο κορμί, το λουλουδάτο το κεφάλι. Και γέμιζε η καρδιά χαρά και ελπίδα γιατί ο σπόρος έγινε φυτό. Για να δώσει ξανά καινούριους σπόρους. Με το που με ανακάλυψαν, και ευτυχώς με ανακάλυψαν εγκαίρως, γιατί είχαν μάθει να βλέπουν που πατούν, με αγάπησαν. Έρχονταν και με έβλεπαν συχνά. Ξάπλωναν στο χώμα και άκουγαν τον άνεμο. Ένιωθαν τον παλμό της γης και γέμιζε η καρδιά τους κι άλλη αγάπη. Εγώ; Τι έκανα εγώ; Μα εγώ απλώς χαιρόμουν από καρδιάς τη συντροφιά τους. Και τους έλεγα ιστορίες για τον ήλιο τον μεγάλο πατέρα που αγκαλιάζει με αγάπη όλα του τα πλάσματα και τους δίνει τη δύναμη, την ενέργεια την απίστευτη, να μεγαλώσουν και να ζήσουν. Τους έλεγα και ιστορίες για το νερό, που και εκείνο κάνει τον κύκλο του ξανά και ξανά για να δροσίσει το διψασμένο χώμα και να δώσει δύναμη στο σπόρο μας να ξεπροβάλει από τη γη. Και για το χώμα τους μιλούσα ώρες πολλές. Για εκείνο το φίλο τον παντοτινό, που μέσα του στηρίζουμε τις ρίζες μας μέχρι να βγούμε να αντικρίσουμε το φως. Μια μέρα που οι ιστορίες μου πήραν να τελειώνουν, ένα αγοράκι με μάτια στο χρώμα της απέραντης γαλάζιας θάλασσας, ένα κεφαλάκι πιο ξανθό και από τον μεγάλο πατέρα τον ήλιο, και ένα χαμόγελο πιο ζεστό και από τη φωτιά, με δρόσισε με τα δάκρυά του.
4 σ ε λ ί δ α -Τι έχεις φίλε μου καλέ τον ρώτησα; Τι έκανε τις θάλασσες των ματιών σου να ξεχειλίσουν; - Κλαίω για μια φίλη αγαπημένη που είναι μόνη. - Και γιατί κλαις και δεν της λες να έρθει κατά δω; - Δε γίνεται! - Δεν υπάρχει τίποτα που να μην γίνεται αν το θέλουμε πραγματικά! - Δεν μπορεί να περπατήσει! - Ε και τι μ αυτό! Σε τροχοκάθισμα βρίσκεται; Να το τσουλήσεις εσύ λοιπόν μέχρι να φτάσει εδώ. - Δεν είναι άνθρωπος η φίλη μου η αγαπημένη, Μελισσάκι. Είναι φυτό με ρίζες στο χώμα σαν και σένα. - Και αν δεν μπορεί να περπατήσει, ας έρθει με τον άνεμο, με το νερό, με τα ζώα και τα έντομα και ας φυτρώσει εδώ. - Δεν γίνεται σου λέω! Όλα αυτά τα σκέφτηκα και εγώ Μα ζει στη ζώνη τη νεκρή, εκεί που δεν μπορώ να μπω. Και δωσ του κι άλλα δάκρια να τρέχουν ποταμός. - Όλα γίνονται θα μιλήσω εγώ με τους φίλους μου τα έντομα να κουβαλήσουνε το σπόρο κατά δω. - Αυτό τώρα γιατί δεν το σκέφτηκα εγώ; Ίσως γιατί δεν έμαθα με έντομα ακόμα να μιλώ. Λοιπόν, αν κατεβείς την πλαγιά και περπατήσεις, ουπς, και πετάξεις εννοώ, ευθεία κατά τον πενταδάκτυλο, στο τελευταίο μικρό λοφάκι, εκεί που ξεκινά η ζώνη η νεκρή, εκεί θα την βρουν οι φίλοι σου. - Το μήνυμα αγόρι μου καλό στα έντομα θα ταξιδέψει στο λεπτό! Τα φώναξα τα έντομα με τα λαμπερά μου χρώματα, και μαζεύτηκαν γύρω μου σωρό. Τους εξήγησα επακριβώς, το πού, το πότε και το πώς! Και η αποστολή ξεκίνησε την ίδια στιγμή. Μπήκε ο σπόρος βαθιά μέσα στη γη. Και άρχισε η αγωνία και η αναμονή. Βλέπετε δεν ρώτησα να μάθω ποια ήταν η φίλη με τα κόκκινα πέταλα και την μαύρη καρδιά. Περνούσαν οι χειμώνες, ερχόταν η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο Έκανα τον κύκλο μου ξανά και ξανά, χάρη στα παιδιά τους φίλους μου, τους φρουρούς της αγάπης, που δεν άφηναν τίποτα και κανένα να με βλάψει.
5 σ ε λ ί δ α Πέρασαν κύκλοι πολλοί. Το αγοράκι με τα θαλασσιά μάτια και το ζεστό χαμόγελο, μεγάλωσε και άφησε και εκείνο τον δικό του σπόρο στη ζωή. Ερχόταν πλέον να με δει με ένα μικρό κοριτσάκι, που είχε το ίδιο ζεστό χαμόγελο με εκείνον. Εκείνον που άντρας πια είχε σταματήσει να δακρύζει αλλά ήξερε, ευτυχώς ακόμη να αγαπά. Και εκείνη την άνοιξη έγινε το θαύμα. Φύτρωσε η φίλη με τα κόκκινα πέταλα και τη μαύρη καρδιά. Και φυσικά αγαπηθήκαμε βαθιά. Ήταν αυτό που λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά. Που έγινε φυσικά αγάπη βαθιά, όταν μιλήσαμε από καρδιάς και μοιραστήκαμε τους κύκλους της ζωής μας. Μου είπε για την μαύρη τη σκλαβιά και για τη μοναξιά που έζησε στη ζώνη τη νεκρή. Της είπα και εγώ για το αγόρι που την αγάπησε βαθιά και με την αγάπη και την υπομονή του κατάφερε να τη φέρει κοντά του. Έτσι φίλοι αγαπημένοι συναντήθηκε το ελεύθερο Μελισσάκι, εγώ δηλαδή, με την σκλαβωμένη Τουλίπα την Κυπριακή. Και η ιστορία μας είναι μια ιστορία ελπίδας και αγάπης. Μια ιστορία που αποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, εκεί που τίποτα δεν τελειώνει και όλα γεννιούνται ξανά. Να αφήσουμε την φίλη μου με τα κόκκινα πέταλα και τη μαύρη καρδιά, να πει όμως το δικό της τραγούδι: «Είμαι φυτό περήφανο μικρό, μα τιμημένο. Κόκκινα τα πέταλά μου μαύρο στρόγγυλο η καρδιά μου. Ανοιξιάτικα ανθίζω Τον εχθρό σαν αντικρίζω θλίβομαι μα και δακρύζω» Και ζήσαμε εμείς καλά φίλοι αγαπημένοι, να ζήσετε καλύτερα να στε ευτυχισμένοι
6 σ ε λ ί δ α Στον σπόρο που φυτέψατε τώρα υποσχεθείτε τη φύση που αγαπήσατε να μην την αρνηθείτε