ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Α ν ε ξ ά ρ τ η τ η Α ρ χ ή Αρμόδιος: Δημήτρης Μάρκου Αναπληρωτής Συνήγορος του Καταναλωτή Αθήνα 12 Ιουλίου 2012 Αριθ. Πρωτ. :6693 ΠΡΟΣ: 1. HSBC Bank plc. Λ. Μεσογείων 109-111 115 26 Αθήνα 2.......... ΘΕΜΑ: Η από 25.6.2010 αναφορά του κ.... Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μας, κατ άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004 (ΦΕΚ 259 Α ), με σκοπό τη συναινετική επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε, κατόπιν της από 25.6.2010 αναφοράς του καταγγέλλοντα... (αριθμ. πρωτ. εισερχ. 2035Α /30.6.2010), σας αποστέλλουμε την παρούσα, για να σας γνωρίσουμε τα κάτωθι: Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ Η Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή» δέχθηκε την αναφορά του Καταγγέλλοντα, στην οποία δόθηκε ο αριθμ. πρωτ. Α/2035/30.6.2010. Στην ως άνω έγγραφη αναφορά του, ο καταναλωτής καταγγέλλει την HSBC Bank για παραπλανητική προσυμβατική ενημέρωση κατά την αγορά ομολόγου εκδόσεως της τράπεζας Landsbanki, καθώς και για ελλιπή ενημέρωσή του κατά το διάστημα μετά την αγορά του ομολόγου σχετικά με τη συνεχόμενη αρνητική μεταβολή της ισλανδικής οικονομίας, την πτώση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας από τους διεθνείς οίκους και για την κρατικοποίησή της στις 7/10/2007 από την Ισλανδική Οικονομική Εποπτική Αρχή, καθώς και για την εκκίνηση της διαδικασίας εκκαθάρισης και την εξ αυτής πλήρη απαξίωση του επίμαχου ομολόγου. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καταναλωτή ο τελευταίος αντιλήφθηκε τον e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 1
κίνδυνο που περιέκλειε η επένδυσή του, όταν η εκδότρια εταιρεία του ομολόγου (Landsbanki Islands) σταμάτησε την καταβολή των τοκομεριδίων τον Ιανουάριο του 2009. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω η αποτίμηση του ομολόγου βρίσκεται σε μηδενικά πλέον επίπεδα με το ανάλογο αρνητικό αντίκτυπο επί του αρχικώς επενδεδυμένου κεφαλαίου. Με το υπ αριθμ. πρωτ. Α/5736/7.7.2010 έγγραφό του, ο «Συνήγορος του Καταναλωτή» διαβίβασε στην HSBC Bank την παραπάνω αναφορά και ζήτησε να εκτεθούν εγγράφως οι απόψεις της. Επί του ανωτέρω εγγράφου, η εταιρία απάντησε την υπ αριθμ. πρωτ. εισερχομένου Α/7013/31.8.2010 απαντητική επιστολή της, στην οποία ανέφερε ότι ο καταναλωτής μετά την αγορά του ομολόγου λάμβανε τακτική έγγραφη ενημέρωση σχετικά με την πορεία της αξίας του ομολόγου, καθώς και ότι πρόκειται για έμπειρο επενδυτή και ότι, επίσης, η ίδια δεν έχει πρωτογενή πρόσβαση αναφορικά με τη διαδικασία εκκαθάρισης της Landsbanki Islands. Την απάντησή της αυτή, ο «Συνήγορος του Καταναλωτή» διαβίβασε στον καταγγέλλοντα με το υπ αριθμ. πρωτ. Α/7144/7.9.2010 έγγραφό του. Επ αυτής ο καταγγέλλων απάντησε με την υπ αριθμ. πρωτ. εισερχομένου Α/9049/12.11.2010 επιστολή του, επί της οποίας η καταγγελλόμενη Τράπεζα διατύπωσε τις απόψεις της με το υπ αριθμ. πρωτ. εισερχομένου Α/1519/25.2.2011 έγγραφο ισχυριζόμενη ότι ο αντισυμβαλλόμενος του καταγγέλλοντος δεν είναι η ίδια, αλλά η εταιρεία με την επωνυμία «Northbay Properties Ltd». Εν συνεχεία, μετά από πρόσκληση της Αρχής, έλαβε χώρα συζήτηση στα γραφεία του «Συνηγόρου του Καταναλωτή» μεταξύ των παρισταμένων και υπεγράφη το υπ αριθμ. πρωτ. Α/2912/13.4.2011 Πρακτικό Συνάντησης, με το οποίο ο «Συνήγορος του Καταναλωτή» επιφυλάχθηκε να συνεχίσει τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ακολούθως, με το υπ αριθμ. πρωτ. Α/5425/14.7.2011 έγγραφο ο «Συνήγορος του Καταναλωτή» διαβίβασε την υπόθεση για διερεύνηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία μετέπειτα την διαβίβασε περαιτέρω στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (αριθμ. πρωτ. Α/8665/15.11.2011). Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της Τράπεζας (υπ αριθμ. πρωτ. εισερχομένου Α/1519/25.2.2011) διαβιβάστηκαν στον καταγγέλλοντα με το υπ αριθμ. πρωτ. Α/25/2.1.2012 έγγραφο και αυτός απάντησε με την από 19/3/2012 επιστολή του. Β. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του κεφαλαίου Α της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚΑ 277/18.11.2002) τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν :«Να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές». Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 αναφέρεται ότι: «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κατ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης. e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 2
Σ ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε : Αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κ.λ.π), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον «Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΥΑ 122/1997, ΦΕΚ Β 340 1997) και πιο συγκεκριμένα βάση της τρίτης Αρχής (εδάφιο (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 3): «Οι εταιρίες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές». Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 6 της ΥΑ 122/1997: «Όταν μία εταιρία παρέχει αμέσως η εμμέσως επενδυτική συμβουλή σε πελάτες ευθύνεται, σύμφωνα με την Τρίτη αρχή, για την καταλληλότητα της παρεχόμενης συμβουλής ως προς τον πελάτη. Η καταλληλότητα της συμβουλής συναρτάται τόσο προς τον πελάτη όσο και προς τον επενδυτικό του στόχο για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Η εταιρία ευθύνεται για την ενημέρωση του πελάτη, με τρόπο εύλογο καταληπτό, ως προς τα ειδικά χαρακτηριστικά των επενδυτικών του επιλογών, εφιστώντας σε κάθε περίπτωση τη προσοχή του στους αναλαμβανόμενους κινδύνους, το κόστος και τη ρευστότητα της επένδυσης, την επίπτωσή της στη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου επενδύσεών του, τα χαρακτηριστικά που την διαφοροποιούν από άλλες επενδύσεις τις οποίες έχει κάνει ο πελάτης προηγουμένως καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που θα ήταν απαραίτητο σε επενδυτή με τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου πελάτη για τη διαμόρφωση της επενδυτικής του απόφασης. Χωρίς αυτό να περιορίζει με οποιονδήποτε τρόπο την ευθύνη των εταιριών (και των καλυπτόμενων προσώπων) για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τρίτη αρχή, συνιστάται ενδεικτικά ότι κάθε εταιρία οφείλει: α) Να κατατάσσει τους πελάτες ανά κατηγορία οικονομικής επιφάνειας και επενδυτικής εμπειρίας και να υιοθετεί διαδικασίες για την παρακολούθηση της παρεχομένης πληροφόρησης ανά κατηγορία, β) να λαμβάνει με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου ή με άλλο έγγραφο μέσο, πριν από την παροχή της συμβουλής και σε περιοδική βάση με συχνότητα όχι μικρότερη του έτους, τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίησή τους και τη διαμόρφωση των παρεχομένων προς αυτούς πληροφοριών και συμβουλών, γ) να λαμβάνει με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου ή με άλλο πρόσφορο έγγραφο e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 3
μέσο, πριν από την παροχή της συμβουλής και σε περιοδική βάση με συχνότητα όχι μικρότερη του έτους, λεπτομερή ενημέρωση για τους επενδυτικούς τους στόχους, δ) να προσφέρει στους πελάτες της κατά την παροχή της συμβουλής έγγραφη αναλυτική παρουσίαση των επενδυτικών κινδύνων, τουλάχιστον ως προς τις επενδύσεις που επιλέγουν να υλοποιήσουν μέσω αυτής. Σύμφωνα με την τέταρτη Αρχή του «Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΥΑ 122/1997): «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς». Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 της ΥΑ 122/1997: «Η απόφαση του πελάτη για την ανάθεση στην εταιρία της παροχής των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να βασίζεται σε πλήρη και επαρκή πληροφόρηση ως προς τα επιμέρους στοιχεία της συναλλαγής. Βασικό στοιχείο της πληροφόρησης που θα πρέπει να παρέχει η εταιρία κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων είναι το καθεστώς λειτουργίας της και οι υπηρεσίες που δικαιούται και δύναται να παρέχει, με τρόπο ώστε, μεταξύ άλλων, να είναι σαφής η διαφοροποίηση της εταιρίας από κάθε άλλη μορφή εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα επιμέρους στοιχεία των προσφερομένων υπηρεσιών και οι όροι της συμβατικής σχέσης μεταξύ της εταιρίας και του πελάτη». Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 της ΥΑ 122/1997: «γ)η εταιρία οφείλει να συνάπτει με τον πελάτη αναλυτική σύμβαση από την οποία να προκύπτουν με τρόπο σαφή οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο πελάτης έναντι της εταιρίας και οι προβλεπόμενοι περιορισμοί της ευθύνης της εταιρίας αναφορικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Οι συμβάσεις αυτές πρέπει να προσδιορίζουν, τουλάχιστον: (αα) την ακριβή φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, για το σύνολο των επενδυτικών προϊόντων,. (θθ) τις πάσης φύσης υποχρεώσεις της εταιρίας για την παροχή πληροφοριών στον πελάτη ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες με αναλυτική παρουσίαση του περιεχομένου και της περιοδικότητας των πληροφοριών που θα παρέχονται καθώς και κάθε άλλου απαραίτητου στοιχείου». Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του». Ειδικότερα, με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο εθνικό μας δίκαιο, η οποία πραγματοποιήθηκε με το Ν. 2251/1994, διευρύνθηκε η έννοια του καταναλωτή, ώστε σε αυτή να εμπίπτουν και τα νομικά πρόσωπα, που είναι τελικοί αποδέκτες των προσφερομένων στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών. Η εν λόγω ρύθμιση του εθνικού μας νομοθέτη, η οποία επαναλήφθηκε και στο μεταγενέστερο τροποποιητικό Ν 3587/2007, είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε στο άρθρο 8 της ως άνω Οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών-μελών για επέκταση της προστασίας της, ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή. Ενόψει των ανωτέρω, στο θεμιτώς και e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 4
εγκύρως υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου διευρυμένο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν 2251/1994 συγκαταλέγεται και το νομικό πρόσωπο, εφόσον είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών-προϊόντων. Όμως, η παραπάνω κατ άρθρο 1 ν. 2251/1994 υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ. αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Όπως, λοιπόν, υποστηρίζεται από την κρατούσα γνώμη, το ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η μη κατ επάγγελμα ιδιότητα του ως αποδέκτη του αγαθού, σχετικά με τη συγκεκριμένη συναλλαγή Επιπροσθέτως, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 έως 4 του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει: «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του. Για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως.. α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της.. δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας,». Γ. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Από τα υπάρχοντα στο φάκελο στοιχεία προκύπτουν τα ακόλουθα: Το 2004 ο καταγγέλλων μετά από ρητές διαβεβαιώσεις των στελεχών της HSBC Premier προέβη στη διενέργεια επένδυσης αγοράζοντας ομόλογο της δεύτερης μεγαλύτερης Ισλανδικής Τράπεζας, της Landsbanki Islands HF. Ο τίτλος αυτός ήταν ονομαστικής αξίας εκατόν τριάντα χιλιάδων Ευρώ (130.000,00 ), εκδόσεως την 24/09/2004 και λήξεως την 24/09/2014, με κυμαινόμενο επιτόκιο, πληρωτέο ανά τρίμηνο και με επιτόκιο εκδόσεως 4,50%, αντί τιμήματος εκατόν μία χιλιάδων εκατόν ογδόντα οκτώ Ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (101.188, 75 ) και έφεραν ως ένδειξη της Τράπεζας HSBC τον αριθμό 382972. Όμως, ο ως άνω τίτλος δεν αγοράστηκε από τον ίδιο προσωπικά τον καταγγέλλοντα, ως φυσικό πρόσωπο, αλλά διά της off-shore εταιρείας συμφερόντων του με την επωνυμία «Northbay Properties Ltd». Η εταιρεία αυτή, η οποία συστήθηκε την 8/1/1993 με έδρα το Γιβραλτάρ, δεν ανέπτυξε εν τοις πράγμασι κανενός είδους επιχειρηματική ή εμπορική δραστηριότητα, αλλά εξυπηρετούσε τα ατομικά οικονομικά συμφέροντα e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 5
του καταγγέλλοντα, ταυτιζόμενη εξ ολοκλήρου με το πρόσωπό του. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, ήταν σε γνώση της καταγγελλόμενης Τράπεζας, η οποία ουδέποτε απέστειλε τα σχετικά μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα στο Γιβραλτάρ, που ήταν η έδρα της εταιρείας, αλλά μόνο στην κατοικία του καταγγέλλοντος στην Αθήνα. Ακολούθως, περί τις αρχές του έτους 2007 και κατόπιν τηλεφωνικής εντολής του καταγγέλλοντος, ο επίμαχος τίτλος μεταφέρθηκε στον προσωπικό του λογαριασμό με την διαδικασία της αγοραπωλησίας και μάλιστα χωρίς χρέωση, καθόσον η εταιρεία «Northbay Properties Ltd» μεταβίβασε χωρίς αντάλλαγμα το ομόλογο στην καταγγελλόμενη Τράπεζα και η τελευταία το αναμεταβίβασε στον ίδιο τον καταγγέλλοντα, επίσης, χωρίς αντάλλαγμα. Ενόψει αυτού, προκύπτει ότι η καταγγελλόμενη Τράπεζα ενεργούσε τελώντας σε πλήρη γνώση και αποδεχόμενη σιωπηρά το γεγονός ότι η off-shore εταιρεία «Northbay Properties Ltd» ταυτιζόταν με το πρόσωπο του καταγγέλλοντος, ούσα ο τελικός αποδέκτης του ομολόγου και εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του, μη έχοντας αναπτύξει κανενός άλλου είδους επιχειρηματική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, η ως άνω εταιρεία θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή κατ άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2251/1994, καθόσον υπήρξε το 2004 τελικός αποδέκτης του τίτλου, αφού δεν τον απέκτησε με σκοπό μεταπώλησης σε τρίτο πρόσωπο, ασκώντας επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο ενός εμπορικού σκοπού, αλλά η μετέπειτα μεταβίβαση από την εν λόγω εταιρεία στον καταγγέλλοντα έχει τυπικό χαρακτήρα, εφόσον αυτός είναι εξ αρχής ο πραγματικός δικαιούχος του τίτλου. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τα κατατεθέντα στη Αρχή μας έγγραφα των μερών, δεν προσκομίστηκε κανένα προσυμβατικό ενημερωτικό έγγραφο για την αγορά των τίτλων, στο οποίο αναφέρεται το ποσό, η ημερομηνία λήξης αυτών και το όνομα του εκδότη. Επίσης, δεν υφίσταται καμιά άλλη έγγραφη προσυμβατική πληροφόρηση αναφορικά με τους: α) όρους του τραπεζικού ομολόγου (επιτόκιο, τιμή κτήσης, δυνατότητα ανάκλησης από τον εκδότη, ημερομηνίες εκκαθάρισης τοκομεριδίων, ύπαρξη εγγυητή) β) κινδύνους που εμπεριέχονται στην συγκεκριμένη επένδυση γ)στοιχεία του εκδότη του ομολόγου (κλάδος και τόπος δραστηριοποίησης, οικονομικά στοιχεία, θέση στην αγορά). Ακόμα, δεν προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία κανενός είδους κατηγοριοποίηση του πελάτη αναφορικά με τον κίνδυνο που είναι διατεθειμένος να αναλάβει, τον χρονικό ορίζοντα που είναι διατεθειμένος να επενδύσει αλλά και τις επενδυτικές του γνώσεις και στόχους. Τέλος, κατά το διάστημα μετά την αγορά των τίτλων, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ενημέρωση του καταγγέλλοντος από την Τράπεζα σχετικά με την πορεία της επένδυσής του, πλην καταστάσεων κίνησης, τις οποίες του απέστελλε η τελευταία σε μηνιαία βάση. Συνεπώς, η καταγγελλόμενη Τράπεζα παρέλειψε να ενημερώσει τον καταγγέλλοντα σχετικά με την εθνικοποίηση της εκδότριας Τράπεζας και τη θέση της σε εκκαθάριση ως όφειλε, με αποτέλεσμα εν τω μεταξύ την πλήρη απαξίωση των αγορασθέντων τίτλων και την εξ αυτής πρόκληση περιουσιακής ζημίας στον καταγγέλλοντα, ανερχόμενης στο τίμημα αγοράς των τίτλων, δηλαδή στο ποσό των εκατόν μία χιλιάδων εκατόν ογδόντα οκτώ Ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (101.188, 75 ). e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 6
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΥΣΤΑΣΗ Κατόπιν των ανωτέρω, με σκοπό τη συμβιβαστική επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, ο Συνήγορος του Καταναλωτή: Ι) Απευθύνει σύσταση σύμφωνα με τις διατάξεις της 5 του άρθρου 4 του ν. 3297/2004, προς την εταιρεία HSBC Bank Plc να προβεί σε αποκατάσταση του επενδυμένου κεφαλαίου του κ.,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, ως αποζημίωση βάση της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2251/1994. II) Καλεί την εταιρεία HSBC Bank Plc και τον κ...., να γνωστοποιήσουν στην Αρχή εγγράφως, εντός δέκα (10) ημερών, εάν αποδέχονται τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα έγγραφη σύσταση. ΙΙΙ) Αποφασίζει ότι σε περίπτωση που η HSBC Bank Plc δεν αποδεχθεί τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα σύσταση, τότε ο Συνήγορος του Καταναλωτή δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3297/2004 (ΦΕΚ Α 259/23.12.04). Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ Ευάγγελος Ζερβέας e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 7
ΚΟΙΝ: 1. Γενική Γραμματεία Καταναλωτή Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή Τμήμα Β' Πλατεία Κάνιγγος 101 81 Αθήνα 2. Τράπεζα της Ελλάδος Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος Τομέας Διαφάνειας Τραπεζικών Συναλλαγών Ε. Βενιζέλου 21 102 50 Αθήνα 3............. Εσωτερική Διανομή: Γραφείο Αναπληρωτή Συνηγόρου του Καταναλωτή κ. Δημήτρη Μάρκου e-mail: grama@synigoroskatanaloti.gr 8