Ξένα Funds αναζητούν χρέη και δάνεια στην Κύπρο Michalis Persianis / 23/04/2013 Έντονο είναι το ενδιαφέρον ξένων οίκων hedge funds, επενδυτικοί οίκοι, όμιλοι εταιρειών και distress funds που αναζητούν προς αγορά προβληματικά ενεργητικά από τις τράπεζες (και δη την Τράπεζα Κύπρου) σε αναζήτηση ευκαιριών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον στρέφεται προς την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων σε «τιμή ευκαιρίας» που να επιτρέπει την εξασφάλιση κέρδους όταν θα αποπληρωθεί μερικώς η υποχρέωση από τον δανειζόμενο. Εάν, για παράδειγμα, μια μεγάλη εταιρεία έχει βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της τάξης των 130 εκατ. ευρώ (υπάρχει συγκεκριμένη περίπτωση) και υπολογίζεται πως η εταιρεία θα μπορεί να εξυπηρετήσει τους επόμενους 24 με 36 μήνες το 30% αυτού του ποσού (περίπου 40 εκατ. ευρώ), τότε το ταμείο θα μπορούσε να εξαγοράσει το δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου σε μια τιμή π.χ. 35 εκατ. ευρώ, εξασφαλίζοντας κέρδη 5 εκατ. ευρώ. Οι υπολογισμοί, φυσικά, είναι πολύ πιο πολύπλοκοι με βάση την καθαρή παρούσα αξία των υποχρεώσεων, αλλά παραμένει δεδομένο πως ένα ταμείο που αγοράζει μια σειρά εσόδων (π.χ. ένα δάνειο) τα οποία θα αναδιαρθρώσει με σκοπό να εισπράξει το ποσό που θεωρεί δυνατόν να εισπραχθεί, θα μπορούσε δυνητικά να εξασφαλίσει σημαντικά κέρδη. Κατά κανόνα, τα ταμεία που αγοράζουν τα δάνεια, προχωρούν σε αναδιάρθρωση του δανείου, με διαγραφές/κούρεμα και επιμήκυνση. Στόχος τους είναι πάντοτε να μπορέσει ο δανειολήπτης να πληρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα, γι αυτό και είναι προς το συμφέρον τους να αποπληρωθεί το δάνειο. Σε σπάνιες περιπτώσεις, πάντως, τα ταμεία προσβλέπουν σε αποτυχία του δανείου και απόκτηση των εξασφαλίσεων.
Το όφελος για την τράπεζα θα είναι πως «καθαρίζουν» τα βιβλία της, ξεκαθαρίζει το ποσό που θα μπορέσει να εισπράξει το οποίο εισπράττει σχεδόν άμεσα, χωρίς περαιτέρω ρίσκα και τελικά μπορεί να «ξεφορτωθεί» τις εξασφαλίσεις που διατηρεί στα βιβλία της. Πρόκειται για μια ορθόδοξη πρακτική που ακολουθείται πολύ συχνά από τράπεζες, ιδίως (όχι όμως αποκλειστικά) όταν αυτές αντιμετωπίζουν πιέσεις στην κεφαλαιοποίησή τους. Στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, το ξεφόρτωμα των προβληματικών δανείων θα συνέβαλλε σημαντικά στην ολοκλήρωση της ταλαιπωρημένης, ήδη, διαδικασίας απομόχλευσης και θα έβαζε τον Όμιλο σε θέση να επανέλθει ταχύτερα σε φυσιολογικούς ρυθμούς λειτουργίας. Ωστόσο, ξένοι επενδυτές σχολιάζουν στην «Κ» πως δεν υπάρχει θετική αντίδραση από την Τράπεζα Κύπρου. «Νομίζουν πως θα εισπράξουν όλα τα λεφτά και συνεχίζουν να κοστολογούν ακόμα και τα πιο προβληματικά δάνεια στο μάξιμουμ της αξίας», σχολίασε στέλεχος ξένου fund που αναζητά μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς εξαγορά. Η αγορά χρεών είναι ήδη μεγάλη και εκτιμάται πως το 2013 θα ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές. Σε μεγάλο βαθμό, η στροφή των ταμείων προς την Ευρώπη ξεκίνησε με την κρίση του ευρώ. Στην Ισπανία, μόνο πέρσι έγιναν συναλλαγές περίπου 18,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με έρευνα της KPMG. Οι πωλήσεις μόνο των προβληματικών εμπορικών αναπτύξεων υπολογίζονται στα 10 δισ. ευρώ για το 2013. Την ίδια ώρα, όμως, οι πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και άλλων προβληματικών ενεργητικών δεν αποτελούν μόνο φαινόμενο κρίσης. Στη Ρωσία, από την οποία εκφράζεται ήδη πολύ έντονο ενδιαφέρον, από πλευράς κολοσσού που αναζητά ευκαιρίες στην Κύπρο, πρόκειται για «συνήθεια», παρ όλο που τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως οι Ρώσοι αρέσκονται περισσότερο σε μικρότερες συναλλαγές, που κυμαίνονται μέχρι τα 200 εκατ. ευρώ. Με αυτό τον τρόπο, ξεκαθαρίζουν με μεγαλύτερη ευκολία τα «βιβλία» των τραπεζών, τα οποία μπορούν να επανέλθουν σε κερδοφορία μετά από ένα με τέσσερα τρίμηνα. Στην Ιρλανδία, μόνο η BOSI αποξενώθηκε ενεργητικά σε τιμές που προσεγγίζουν τα 3 δισ. ευρώ, ενώ η LoneStar δείχνει να είναι ιδιαίτερα δραστήρια στις αγορές των υπό διάσωση κρατών. Στην Ελλάδα, εταιρείες όπως η Rhone Capital και η Brevan Howard έχουν ήδη προχωρήσει σε μεγάλα ανοίγματα χαρτοφυλακίου, σε εισηγμένες εταιρείες, παρ όλο που το ενδιαφέρον για εξαγορές δανείων είναι πιο χλιαρό. Την ίδια ώρα, όμως, εκτός από τη Ρωσία και τις υπό πρόγραμμα χώρες, «καυτή» αγορά για προβληματικά ενεργητικά είναι και η Πολωνία, όπου καταγράφονται συνεχείς μεγάλες συναλλαγές. Ακόμα και στη Γερμανία, όπου τα προβλήματα των τραπεζών βγαίνουν πλέον στην επιφάνεια, παρατηρείται πλέον όρεξη για τέτοιες πωλήσεις. Τέτοιες πωλήσεις αφορούν σε δάνεια σχεδόν όλων των ειδών: καταναλωτικά, εμπορικά, επιχειρηματικά, ακόμα και οικιστικά, με εξασφάλιση ή και χωρίς εξασφάλιση, ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που, μαζί με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, πωλούνται και πολλά υγιή, με σκοπό να αυξηθεί η συνολική τιμή της πώλησης. Η έκπτωση επί της ονομαστικής τιμής των δανείων είναι συχνά πολύ
μεγάλη (μέχρι και 98% σε κάποιες περιπτώσεις), ενώ στην περίπτωση δανείων με εξασφαλίσεις, μπορεί η έκπτωση να περιοριστεί μέχρι και στο 3% με 5%. Σημειώνεται πως αυτές οι πωλήσεις δανείων αφορούν πολλές κατηγορίες πιστώσεων: καταναλωτικές, επιχειρηματικές, μικρομεσαίων, για αγορά αυτοκινήτων, οικιστικά δάνεια, δάνεια για αναπτύξεις ή και χρηματοδοτήσεις μεγάλων πρότζεκτ κ.ο.κ. Στις πωλήσεις τους, πέρα από το ύψος εξασφαλίσεων και την κατάσταση εξυπηρέτησης των δανείων, καθοριστικοί για την τελική τιμή είναι και άλλοι παράγοντες, όπως οι προθέσεις των αγοραστών για το δάνειο, οι εξασφαλίσεις ή ακόμα και το μέλλον του δανειολήπτη. Θέλουν επενδύσεις Σημαντικό στοιχείο, όμως, στην όλη υπόθεση είναι πως οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για την αγορά μελλοντικών εσόδων υπό τη μορφή δανείων. Ένας δεύτερος, πολύ συνηθισμένος σκοπός τέτοιων συναλλαγών είναι συχνά και η αναδιάρθρωση των δανειοληπτών. Πρόσφατα, η Barclays πώλησε το χαρτοφυλάκιο που αφορούσε στην ανάπτυξη 2.500 διαμερισμάτων στην Deutsche Wohnen, έναντι 1,24 δισ. ευρώ. Παρόμοιες πωλήσεις αφορούσαν αγορά της TAG από την LBBW Immobilien, αξίας 1,4 δισ. δολαρίων, ενώ στην αγορά βρίσκονται αναπτύξεις όπως το αποτυχημένο Project Pivot (για 400 εκατ. ευρώ) και το Project Harrogate που θέλει να ξεφορτωθεί η Lloyds, για 625 εκατ. στερλίνες. Τέτοιες ευκαιρίες, όπως είναι προφανές, υπάρχουν και στην Κύπρο, ιδίως όσον αφορά σε μεγάλα έργα ανάπτυξης γης που χρηματοδοτούνται από συγκεκριμένες τράπεζες (και ιδίως την Τράπεζα Κύπρου), αλλά φαίνεται πως οδεύουν προς την αποτυχία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, στόχος των αγοραστών δεν είναι τόσο η αναδιάρθρωση του χρέους και η αποκόμιση ενός σπρεντ μεταξύ της τιμής αγοράς του δανείου και των τελικών εσόδων από αυτό, αλλά η εξασφάλιση συμμετοχής στο ίδιο το πρότζεκτ. Εάν μια εταιρεία έχει δάνειο ύψους 500 εκατ. ευρώ για μια ανάπτυξη που δεν πάει καλά, με αποτέλεσμα να αναμένεται αποπληρωμή μόνο των 100 εκατ. ευρώ, για παράδειγμα, τότε δημιουργείται μια ευκαιρία. Αν ο επενδυτής αγοράσει αυτό το δάνειο από την τράπεζα, τότε μπορεί να προσεγγίσει την εταιρεία με μια προσφορά: Αντί να αποπληρώσει η εταιρεία στον επενδυτή το σύνολο του δανείου των 500 εκατ. ευρώ που πλέον χρωστά σε αυτόν αντί στην τράπεζα, μπορεί να τον κάνει συνέταιρο στην ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο, κερδισμένοι είναι και οι τρεις εμπλεκόμενοι. Η τράπεζα εισπράττει ένα ποσό, διαγράφει το δάνειο και απελευθερώνει προβλέψεις, η εταιρεία ανάπτυξης αποκτά έναν συνέταιρο ικανό να διασώσει την κατάσταση και το ταμείο μπαίνει φθηνά σε ένα πρότζεκτ από το οποίο αναμένει όφελος. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται πάντα για «καθαρή» συμμετοχή στα πρότζεκτ, αλλά η όλη συναλλαγή συνεπάγεται κάποιο συνδυασμό μεταξύ αναδιάρθρωσης του δανείου, κουρέματος εις βάρος του ταμείου και μερικής συμμετοχής στο πρότζεκτ. Στην περίπτωση της Κύπρου, υπάρχουν αρκετά τέτοια πρότζεκτ που ενδιαφέρουν τους επενδυτές, τόσο μαρίνες όσο και άλλες μεγάλες αναπτύξεις γης στη δυτική
Κύπρο, οι οποίες πλέον θεωρούνται αποτυχημένες και τα δάνειά τους δεν αναμένεται να αποπληρωθούν. Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τους διαχειριστές αυτών των ταμείων, το ενδιαφέρον τους εστιάζεται μεταξύ άλλων και στον τουρισμό, αλλά και σε αναπτύξεις οι οποίες μετά από κάποιες αλλαγές θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες αγορές. Με παρόμοιο τρόπο κοιτάζουν οι επενδυτές και πολλά από τα μεγάλα ξενοδοχεία του τόπου, ιδίως (όχι όμως αποκλειστικά) στη Λεμεσό. Πρόσφατες πωλήσεις δανεικών χαρτοφυλακίων (ανά χώρα συναλλαγής) «Αν είχαμε τρία με τέσσερα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μεγάλες δουλειές, μέσα από οικονομίες κλίμακας και συνέργειες», σχολίασε ενδιαφερόμενος προς την «Κ». Το ίδιο στέλεχος δεν απέφυγε να σχολιάσει πως πολλά από τα πολλά υποσχόμενα ξενοδοχεία «δεν υπάρχει τρόπος να αποπληρώσουν τα χρέη τους». Αναζητούν και «καθαρές» πωλήσεις Πέρα από την αγορά χρεών που αφορά σε μεγάλες αναπτύξεις και σε προβληματικά δάνεια, έντονο είναι και το ενδιαφέρον για καθαρές αγορές ολόκληρων επιχειρήσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται μια μεγάλη γκάμα εταιρειών και αναπτύξεων που ενδιαφέρουν τους επενδυτές, οι οποίοι κοιτάζουν, μεταξύ άλλων, και προς τις επόμενες κινήσεις που αφορούν στις ιδιωτικοποιήσεις ημικρατικών οργανισμών. Σύμφωνα με πηγές των ίδιων των επενδυτών, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για απόκτηση συμφερόντων στους ημικρατικούς που θα μετοχοποιηθούν, όπως η ΑΗΚ και η Cyta. Σε αυτό το ενδιαφέρον αποδίδεται και η πρόταση των ίδιων των οργανισμών να καταβάλουν στο κράτος τα χρήματα που εκτιμάται πως θα αποκομίσει η Κύπρος από τις ιδιωτικοποιήσεις, προς αποφυγή της εισόδου στρατηγικού επενδυτή, ο οποίος προφανώς θα βάλει φραγμό σε συγκεκριμένες πρακτικές που ακολουθούνται από τους συγκεκριμένους μονοπωλιακούς οργανισμούς. Το ενδιαφέρον των επενδυτών έχει ως κύριες βάσεις του τον Καναδά και τη Ρωσία, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως πρόταση για εξαγορά ποσοστού μόλις κάτω του 25%
στους οργανισμούς είχε γίνει στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης στην Κύπρο το φθινόπωρο του 2010. Πέρα από αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, ενδιαφέρον εκφράζεται και για την απόκτηση επιχειρήσεων στα πλαίσια της απομόχλευσης των τραπεζών. Μεταξύ αυτών είναι και η Uniastrum, αλλά και άλλα συμφέροντα της τέως Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου στο εξωτερικό. Στην περίπτωση της ρωσικής παρουσίας της Τράπεζας Κύπρου, μάλιστα, είναι χαρακτηριστικά τα σχόλια επενδυτών, οι οποίοι ενδιαφέρονται κατά βάση για την απόκτηση των πληροφοριών (μεταξύ των οποίων και το πελατολόγιο) της Τράπεζας Κύπρου, με πρόθεση το σχεδόν ολοκληρωτικό ξήλωμα της υπόλοιπης επιχείρησης, η οποία θεωρείται προβληματική και χωρίς προοπτικές. Σε παρόμοια πλαίσια κινείται και το ενδιαφέρον για μικρότερες τράπεζες στην Κύπρο, όπου οι επενδυτές ενδιαφέρονται περισσότερο για ενεργητικά όπως το δίκτυο, η παρουσία εντός ευρωζώνης, το πελατολόγιο και η άδεια λειτουργίας, ενώ δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για τις ίδιες τις εργασίες των συγκεκριμένων τραπεζών.