λόγω... ποίησης Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
Διονύσιος Σολωμός, Εις Φραγκίσκα Φράιζερ, 1849 Μικρός προφήτης έριξε σε Κορασιά τα μάτια και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτους είπε: «Κι αν για τα πόδια σου, καλή, κι αν για την κεφαλή σου, Κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν ο ήλιος, Δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος. Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!»
δύο ζωές 1 Με λένε Φράγκι, Φράγκι Φράιζερ, από το Φραγκίσκα που έλεγαν τη γιαγιά μου. Δεν ξέρω πολλά γι αυτήν, αλλά ξέρω ότι έχω πάρει τα γαλανά της μάτια, τα οποία ταιριάζουν με τα ξανθά μαλλιά μου. Αύριο είναι Πέμπτη και η τελευταία μου μέρα εδώ, γιατί θα φύγω για σπουδές στην Ιταλία. Θα μου λείψει πολύ το Λονδίνο, το σπίτι μου και η οικογένειά μου. Έχω δεθεί πολύ μ αυτή την πόλη και δε θέλω να την αποχωριστώ για να σπουδάσω φιλολογία σε κάποια άλλη χώρα. Τα πράγματά μου είναι έτοιμα αλλά κάνω ό,τι μπορώ για να καθυστερήσω. Στην Ιταλία έχω κληρονομήσει ένα διαμέρισμα από τη γιαγιά μου και θα μένω εκεί χωρίς να πληρώνω νοίκι. Έχει βραδιάσει πια και θα πάω για ύπνο. Είναι εξήμισυ και σε λίγο πρέπει να φύγω. Όλοι οι φίλοι μου με περιμένουν έξω από το σπίτι για να με χαιρετήσουν, όμως εμένα δε μου αρέσουν τέτοιου είδους αποχαιρετισμοί. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα με το που βλέπω τους φίλους μου να κρατούν μια μεγάλη κάρτα που γράφει: «θα μας λείψεις Φράγκι». Όλοι πάνε να με αγκαλιάσουν μόλις βγαίνω από την πόρτα αλλά εγώ τους πετάω ένα ξερό «αντίο» και μπαίνω στο ταξί. Μόλις μπήκα στο αεροδρόμιο και πίνω έναν καφέ στο μπαρ. Το αεροπλάνο θα φύγει σε λίγο γι αυτό πρέπει να κάνω γρήγορα. Καλά καλά δεν έχει απογειωθεί το αεροπλάνο κι έρχεται η αεροσυνοδός με το 11
καροτσάκι να μάς προσφέρει ένα ρόφημα. Πριν λίγο προσγειώθηκα στην Ιταλία και παίρνω ένα ταξί για να πάω στο σπίτι της γιαγιάς μου. Με το που φτάνω εκεί ανακαλύπτω με έκπληξη ότι αν κι εδώ και χρόνια δεν έχει πατήσει άνθρωπος, είναι πολύ τακτοποιημένο. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και κάτω από το μαξιλάρι νιώθω κάτι σκληρό. Το σηκώνω και αντικρίζω ένα παλιό τετράδιο με κιτρινισμένες σελίδες και ξεχαρβαλωμένο δέσιμο. Το παίρνω στα χέρια μου και βλέπω στο εξώφυλλο χαραγμένο με καλλιγραφικά γράμματα, το όνομα της γιαγιάς μου και μια χρονολογία: Φραγκίσκα Φράιζερ, (1808) 2 «Χριστέ μου, τι να λέει αυτό;» σκέφτομαι, και ανοίγω στην πρώτη σελίδα. Πέμπτη 23 Απριλίου 1808 Αγαπητό μου ημερολόγιο, Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα στην Ιταλία. Έχω έρθει για να σπουδάσω φιλολογία. Στο πανεπιστήμιο γνώρισα έναν πολύ συμπαθητικό νεαρό που με βοήθησε να προσαρμοστώ. Ανταλλάξαμε διευθύνσεις και μου υποσχέθηκε ότι θα με επισκεφθεί σύντομα. Το όνομά του είναι Διονύσιος. Έχει καστανόξανθα μαλλιά και μελί μάτια. Σπουδάζει φιλολογία, όπως εγώ, και νομικά αλλά γράφει κι ωραία ποιήματα. Σήμερα στην τάξη διάβασε ένα ποίημα που έγραψε: Μικρός προφήτης έριξε σε Κορασιά τα μάτια και στους κρυφούς του λογισμούς χαρά γιομάτους είπε: «Κι αν για τα πόδια σου, καλή, κι αν για την κεφαλή σου, Κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν ο ήλιος, Δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος. Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!» Για ποια να το έγραψε άραγε; Τελοσπάντων. Είναι πολύ αργά και πρέπει να κοιμηθώ. Ξαφνικά ο νους μου πάει στην ώρα. Κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω ότι έχω αργήσει για το πανεπιστήμιο. Κλείνω βιαστικά το ημερολόγιο, παίρνω την τσάντα μου και φεύγω. 3 Με το που φτάνω στο πανεπιστήμιο νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι απ το τρακ. Καθώς μπαίνω μέσα, ένα αγόρι με πλησιάζει. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι λέει γιατί μιλάει ιταλικά, έπειτα όμως βλέπει το απορημένο μου ύφος και καταλαβαίνει ότι είμαι ξένη. - Γεια σου, μου λέει στ αγγλικά. Πώς σε λένε; - Φράγκι. Εσένα; 13
- Διονύση. Από πού είσαι; - Από την Αγγλία, αλλά έχω κι ελληνική καταγωγή. Εσύ; - Απ την Ελλάδα - Ωραία τότε μπορούμε να μιλάμε ελληνικά! Ανταλλάζουμε τηλέφωνα και με ξεναγεί στο πανεπιστήμιο. Αφού τελειώνει η ξενάγηση πηγαίνουμε για φαγητό σ ένα εστιατόριο. - Και πού μένεις τώρα που ήρθες στην Ιταλία; με ρωτάει ο Διονύσης. - Μένω σ ένα σπίτι που κληρονόμησα από τη γιαγιά μου. - Έμενε και η γιαγιά σου στην Ιταλία; - Ναι, είχε έρθει για σπουδές. Ωχ! Και τότε θυμάμαι το ημερολόγιο. - Τι έπαθες; - Τίποτα, απλώς είναι λίγο παράξενο Να, βρήκα το παλιό ημερολόγιο της γιαγιάς μου στο σπίτι της εδώ. Έγραφε ότι είχε γνωρίσει έναν Διονύσιο την πρώτη μέρα της για σπουδές στην Ιταλία ο οποίος τη βοήθησε να προσαρμοστεί. - Και η γιαγιά σου σού έχει πει τίποτα για το Διονύσιο; - Όχι, δεν πρόλαβε. Πέθανε μόλις γεννήθηκα. - Ωχ! Συγγνώμη δεν το ήξερα - Δεν πειράζει, έπρεπε κάποιος να μου το θυμίσει. Τώρα όμως πρέπει να πάω στο σπίτι γιατί έχω κάποιες δουλειές. - Αrrivederci Φράγκι! - Αrrivederci! Έτρεξα γρήγορα σπίτι ανυπόμονη ν ανοίξω το ημερολόγιο της γιαγιάς μου. 4 Φτάνω στο σπίτι μου και ανοίγω κατευθείαν το ημερολόγιο. Παρασκευή 24 Απριλίου 1808 Αγαπητό μου ημερολόγιο, Σήμερα κατάλαβα πόσο σημαντικός είναι ο Διονύσιος για μένα. Μου έστειλε το ποίημα που είχε διαβάσει χτες στην τάξη και μου το αφιέρωσε. Μαζί με το ποίημα, μου έστειλε ένα σημείωμα που έλεγε: Αγαπητή Φραγκίσκα, Πρέπει να πω πως από την πρώτη μέρα που σε είδα κατάλαβα πόσο σημαντική είσαι για μένα. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω να σε συναντήσω στο ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα. Πάντα δικός σου, Διονύσιος 15
Με συγκίνησε πολύ που το αφιέρωσε σ εμένα. Θα είναι το πρώτο μου ραντεβού. Αναρωτιέμαι τι να βάλω. Μάλλον την κόκκινη τουαλέτα μου ή το μαύρο μου ριχτό φόρεμα. Όχι, πολύ επίσημο! Θα είναι νωρίς και δίπλα στη θάλασσα! Αχ! Δεν ξέρω. Είμαι μπερδεμένη. Μάλλον από το άγχος θα ναι Βαθιές ανάσες Ωχ, είναι αργά, πρέπει να φύγω γιατί θ αργήσω στο ραντεβού μου. Κλείνω το ημερολόγιο γιατί ακούω έναν ήχο από τον υπολογιστή μου. Είναι ένα e-mail από το Διονύση, που γράφει: Buonasera signorina! Καλησπέρα Φράγκι, πώς είσαι; Ελπίζω να είσαι καλά, γιατί θέλω να πάμε για φαγητό σ ένα εστιατόριο. Θα έρθω να σε πάρω κατά τις 21:00. Επίσης θέλω να σου αφιερώσω ένα παλιό ποίημα που βρήκα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου και μου έκανε εντύπωση: Κρίνους ο λίθος έβγανε, χρυσό στεφάν ο ήλιος, Δώρο δεν έχουνε για Σε και για το μέσα πλούτος. Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος!» Μου φαίνεται πολύ περίεργο το ότι μου έστειλε e- mail αμέσως, από την πρώτη μέρα. Από την άλλη και η γιαγιά μου στο ημερολόγιο παρέλαβε επίσης ένα γράμμα από το Διονύσιο... Άραγε τι να γράφει η γιαγιά μου για το δείπνο της με το Διονύσιο στο ταβερνάκι; Ανοίγω το ημερολόγιο και αρχίζω να διαβάζω: Παρασκευή 24 Απριλίου 1808 Αγαπητό μου ημερολόγιο, Το δείπνο μου με το Διονύσιο ήταν υπέροχο. Μάλιστα μου πρόσφερε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο και στο τέλος μου αφιέρωσε ένα όμορφο γαλλικό τραγούδι. Πέρασα καταπληκτικά αυτό το βράδυ. Αφού τελειώσαμε το φαγητό, κάναμε μια ρομαντική βόλτα στην παραλία και μετά με πήγε στο σπίτι μου όπου αποχαιρετιστήκαμε μ ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κουδούνι. Είναι ο Διονύσης κι εγώ δεν έχω ετοιμαστεί! Του ανοίγω την πόρτα και τον αντικρίζω. Αρχίζει να γελάει χωρίς σταματημό. Τότε καταλαβαίνω πως είμαι ακόμα με τις πιτζάμες. Του λέω να περάσει μέσα, να καθίσει για να πάω να ετοιμαστώ και του προσφέρω ένα ποτήρι νερό. Ντύνομαι στα γρήγορα και πηγαίνω στο σαλόνι. Με βλέπει και μένει με το στόμα ανοιχτό. Παίρνω την τσάντα μου, βγαίνουμε έξω και μπαίνουμε στο αυτοκίνητό του. Φτάνουμε στο εστιατόριο, καθόμαστε σ ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε. Μόλις τελειώνουμε το φαγητό μας μου δίνει ένα λευκό τριαντάφυλλο (το αγαπημένο μου)! Αργότερα κι ενώ η ορχήστρα παίζει, μου αφιερώνει ένα τραγούδι, το «La vie en rose». Όταν το τραγούδι 17
τελειώνει ο Διονύσης με πλησιάζει και πριν καλά καλά το καταλάβω ακουμπάει τα χείλη του στα δικά μου. Το φιλί του με ξάφνιασε... Δεν το περίμενα τόσο νωρίς. Εννοώ, μόλις γνωριστήκαμε και εντάξει το παραδέχομαι, μου αρέσει! Τον ρωτάω: - Αυτό τώρα τι σημαίνει; - Δεν δεν ξέρω! απαντάει εκείνος φανερά ξαφνιασμένος. Ε, Φράγκι, θέλω να σου πω κάτι από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Πάγωσα. Μήπως πριν καλά καλά τελειώσω την σκέψη μου μού λέει: - Θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου; - Ε κοκκίνισα. Εγώ - Καλά αν δε θέλεις, εγώ δε θα σε πιέσω και θα - Όχι, όχι, Διονύση θέλω, θέλω να γίνω το κορίτσι σου, κι έπειτα τον πλησιάζω και τον φιλάω. Μετά από μία ρομαντική βόλτα στην παραλία, καθόμαστε και κοιτάμε τ άστρα. Είμαστε σιωπηλοί στην αμμουδιά κι ακούμε τον ήχο που κάνει η θάλασσα καθώς χαϊδεύει τα κάτασπρα βότσαλα! Ο Διονύσης σπάει τη σιωπή ρωτώντας με: - Με αγαπάς; - Ναι. Ξέρεις είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει κάτι τέτοιο! Αλλά τώρα πρέπει να πάω σπίτι γιατί είναι αργά και είμαι κουρασμένη. Τον αποχαιρετάω με ένα πεταχτό φιλί και φεύγω. Οι μέρες περνούν και η ζωή στην Ιταλία είναι υπέροχη με το Διονύση. Έχει περάσει ένας μήνας ήδη. Δε νοιάζομαι για τίποτε άλλο παρά για εκείνον. Μια μέρα, φτάνοντας στο σπίτι παρατηρώ το ημερολόγιο της γιαγιάς παραπεταμένο στο κομοδίνο μου. Το ανοίγω για συντροφιά. Έχει κι εκείνη μέρες να γράψει. Διαβάζω: Δευτέρα 25 Μαΐου 1808 Αγαπητό ημερολόγιο, Είμαι πολύ λυπημένη. Ο Διονύσιος μου έστειλε ένα γράμμα που έγραφε: Γλυκιά μου Φραγκίσκα, Με λύπη σου ανακοινώνω ότι φεύγω για τη Ζάκυνθο. Δεν αντέχω άλλο. Η Ιταλία είναι ωραία, δε λέω, αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με την υπέροχη Ελλάδα. Φεύγω, amore mio, φεύγω και θα μου λείψεις αλλά θα αλληλογραφούμε. Έτσι δεν είναι; Πάντα δικός σου, Διονύσιος Παγώνω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή πως ό,τι συμβαίνει στο ημερολόγιο της γιαγιάς μου συμβαίνει και στην πραγματική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να το αφήσω να συμβεί. Παίρνω το μπουφάν μου και τρέχω στο σπίτι του Διονύση. Στην πόρτα βρίσκω ένα γράμμα. Είναι για 19
μένα. Δεν έχω χρόνο να το διαβάσω οπότε το χώνω στην τσέπη μου και τρέχω προς το αεροδρόμιο. Με το που φτάνω εκεί, βλέπω τον Διονύση να μπαίνει στο αεροπλάνο. Με βλέπει και σηκώνει το χέρι του να με χαιρετήσει, εγώ τρέχω προς τις σκάλες του αεροπλάνου. Πριν καλά καλά φτάσω εκεί, κλείνουν οι πόρτες του αεροπλάνου κι απογειώνεται. Από την πολλή πίεση πέφτω κάτω και Την επόμενη μέρα ξυπνώ στο νοσοκομείο με ένα κολάρο στο λαιμό. - Τι συμβαίνει; ρωτάω το γιατρό. - Τίποτα το σπουδαίο, μερικά τραβήγματα μόνο. Μπορείς να πας σπίτι σου αν θες. Αν θέλω λέει; Και βέβαια θέλω να διαβάσω το ημερολόγιο να δούμε τι άλλο θα μου συμβεί! Πάω σπίτι κι αρχίζω να διαβάζω: Σάββατο 25 Ιουλίου 1808 Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ο Διονύσιος πεθαίνει. Μου το είπε στο γράμμα που μου έστειλε. Λέει ότι υποφέρει από μια πολύ σπάνια αρρώστια, τη φυματίωση. Δεν ξέρω πώς θα ζήσω χωρίς αυτόν και Κλείνω το ημερολόγιο με φόρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω μια τσάντα, βάζω μέσα το ημερολόγιο και μια αλλαξιά ρούχα και φεύγω για το αεροδρόμιο. Στο ημερολόγιο της γιαγιάς μου έχουν περάσει δύο μήνες. Έχω χρόνο! Στο αεροπλάνο ξεδιπλώνω το γράμμα του Διονύση, το διαβάζω αν και ξέρω ήδη πού πηγαίνει Στη Ζάκυνθο! 5 Φτάνω στη Ζάκυνθο και βλέπω το Διονύση στη μέση ενός δρόμου κι ένα αυτοκίνητο να κατευθύνεται προς τα πάνω του. Τρέχω προς αυτόν, τον σπρώχνω στο πεζοδρόμιο κι έτσι το αυτοκίνητο δε μας χτυπάει, αλλά από το τράνταγμα χάνω τις αισθήσεις μου. Το επόμενο πρωί ξυπνάω στο σπίτι του Διονύση. Είμαι ξαπλωμένη σ ένα μεγάλο κρεβάτι. Τα πατζούρια είναι κλειστά και μπαίνει μόνο λιγοστό φως από την κλειδαρότρυπα. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και αρχίζω να παρατηρώ τη διακόσμηση του δωματίου, καμία σχέση με την Αγγλία. Κάδρα με χρυσές κορνίζες που απεικονίζουν τοπία, πόλεις παλαιάς εποχής και ιστορικές παραστάσεις, όπως η μάχη της Σαλαμίνας. Πριν καλά καλά παρατηρήσω την υπόλοιπη διακόσμηση μπαίνει μέσα ο Διονύσης: - Είσαι καλύτερα; με ρωτάει. - Ναι, μόνο έναν ελαφρύ πονοκέφαλο έχω, του απαντάω, και πραγματικά είχα. - Εντάξει, amore mio! Όποτε νιώσεις 21
καλύτερα πάμε μια βόλτα να μιλήσουμε. - Πάμε τώρα. Λίγος αέρας θα μου κάνει καλό. Παίρνω το σακίδιό μου και βγαίνουμε έξω. Πηγαίνουμε μια βόλτα μέχρι το λιμάνι και μέχρι να φτάσουμε του εξηγώ ό,τι συνέβη μέχρι τώρα: για το ημερολόγιο, για τη γιαγιά μου και το Διονύσιο. Όταν φτάνουμε στο λιμάνι η κοιλιά μου αρχίζει να γουργουρίζει. - Πεινάς; με ρωτάει ο Διονύσης. - Ναι λίγο, του απαντάω. - Ωραία πάμε να φάμ - Όχι, Διονύση, τον διακόπτω. Μη μου θυμώσεις αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. - Εντάξει, σε καταλαβαίνω, θα σε συναντήσω στην ταβέρνα σε λίγο, λέει και φεύγει. Στο νου μου έχω το ημερολόγιο. Το βγάζω από την τσάντα μου, το πετάω στη θάλασσα και φεύγω! Βρίσκω το Διονύση να με περιμένει χαμογελαστός: - Τα βάσανά μας τελείωσαν, του λέω και τον φιλάω
λόγω... ποίησης Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ τάξης 2010-2011 Επιμέλεια εικόνων: Πέτρος Φιλίππου Επιμέλεια κειμένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2011 Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.