IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ A. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων Διάκριση των συστημάτων δικαιοδοτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ανάλογα αν ο έλεγχος είναι: α) συγκεντρωτικός ή διάχυτος, β) κύριος ή παρεμπίπτων και γ) αφηρημένος ή συγκεκριμένος. Τα εθνικά συστήματα συνταγματικής δικαιοσύνης θα μπορούσαν να καταταχθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα συστήματα του διάχυτου ή αποκεντρωμένου ελέγχου, που συγκροτούν το αμερικανικό πρότυπο, και στα συστήματα του συγκεντρωτικού ελέγχου που ασκείται από το Συνταγματικά Δικαστήρια και συνθέτουν το αποκαλούμενο ευρωπαϊκό πρότυπο. 1. Το ευρωπαϊκό ή συγκεντρωτικό μοντέλο Το πρότυπο του συγκεντρωτικού ελέγχου, που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, εμφανίζει τα ακόλουθα γενικά γνωρίσματα: α) Συγκεντρωτικός Ο έλεγχος συγκεντρώνεται σ ένα ειδικό δικαστήριο, το συνταγματικό, που είναι επιφορτισμένο με την αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται και να επιλύει συνταγματικές διαφορές με τρόπους και διαδικασίες, που ποικίλουν από εθνικό σύστημα σε εθνικό σύστημα β) Κύριος Αντικείμενο της δίκης είναι άμεσα η αμφισβήτηση της συνταγματικότητας διάταξης νόμου, που ανέκυψε με ευθεία προσφυγή στο συνταγματικό δικαστήριο ή μετά από παραπομπή από ένα κοινό δικαστήριο, γ) Αφηρημένος Ο έλεγχος είναι κατά βάση αφηρημένος, διότι ασκείται τις περισσότερες φορές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαφορά ή συγκεκριμένη εφαρμογή του νόμου. δ) Αποφασιστικός Οδηγεί σε ακύρωση της αντισυνταγματικής διάταξης νόμου και ενεργεί έναντι πάντων.
2. Το αμερικανικό μοντέλο Ο έλεγχος είναι αποκεντρωμένος και υπάρχει ένας ενιαίος κλάδος, χωρίς διάκριση σε τακτική και συνταγματική δικαιοσύνη, όπως στο ευρωπαϊκό μοντέλο. Επίσης είναι συγκεκριμένος, υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια αποφασίζουν μόνο για τη συνταγματικότητα μιας διάταξης νόμου, όπως αυτή εφαρμόζεται στα συγκεκριμένα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου ακολουθούν στην Ευρώπη εκτός από την Ελλάδα, η Νορβηγία από τα τέλη του 19ο αιώνα, η Δανία, Πορτογαλία και Ρουμανία από τις αρχές του αιώνα, η Ιρλανδία, Ελβετία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και η Σουηδία σχετικά πρόσφατα, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1975. Β. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ισχύοντος στην Ελλάδα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων 1. Διάχυτος α. Έννοια Ο έλεγχος είναι διάχυτος ή αποκεντρωμένος, διότι ασκείται από όλα τα δικαστήρια ανεξάρτητα από βαθμό ή δικαιοδοσία, καθώς είναι εξοπλισμένα με τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, όταν καλούνται να εφαρμόσουν ισχύουσα διάταξη νόμου επιλύοντας διαφορά ή αίροντας αμφισβήτηση σε συγκεκριμένη υπόθεση. Νομιμοποιούνται να ασκούν έλεγχο επειδή δικάζουν και εφόσον δικάζουν επιτελώντας δικαιοδοτική λειτουργία 1, εξοπλισμένα με τα εχέγγυα της δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. β. Παραδείγματα από τη νομολογία i. ΣτΕ (Διοικ. Ολ.) 4/2001 «Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει ελεύθερα τη δυνατότητα παραπομπής του ζητήματος της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των νόμων από τα τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων στις οικείες ολομέλειες, χωρίς να τίθεται ζήτημα παράβασης του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς τα τμήματα και η ολομέλεια αποτελούν δικαστικούς σχηματισμούς του ίδιου δικαστηρίου. Μειοψηφία: Η τροποποίηση του ουσιαστικού περιεχομένου του άρθρου 93 παρ.4 του συντάγματος με προσθήκη διατάξεως στο άρθρο 100, αποτελεί παράβαση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110), καθώς η διάταξη της οποίας 1 Βλέπε εκτενέστερα, ΑΝΤ. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Τα νομιμοποιητικά θεμέλια της εξουσίας του δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σε Ο έλεγχος της συνταγματικότητας θέσεις και τάσεις της νομολογίας, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα 1992, σ. 11 70, ιδίως σ. 35 39, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. 2
το κανονιστικό περιεχόμενο τροποποιείται δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτές που προτάθηκαν για αναθεώρηση από την πρώτη βουλή. Εξάλλου, ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί το κύριο στήριγμα της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου, συγκαθορίζει τη βάση του πολιτεύματος και αποτελεί μη αναθεωρητέα διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 110 του συντάγματος». ii. ΣτΕ (Διοικ. Ολ.) 4/2007 «Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί θεμελιώδη θεσμό του κράτους και αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος με μακρά και επιτυχή ιστορική παράδοση, που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η πρόταση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Χώρα μας ενός ξένου προς την ελληνική συνταγματική παράδοση και ιστορία θεσμού η οποία κατατίθεται σε εποχή ομαλού πολιτικού βίου, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζεται ούτε η συγκρότησή του, ούτε ο τρόπος αναδείξεως των μελών του, στοιχειοθετεί την ριζικότερη δυνατή ανατροπή στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα και άγει σε περιορισμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια και θα οδηγήσει σε μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης». Βλ. επίσης ΠΠρωτΑθ 1101/2012 (ΕΕΤΗΔΕ «χαράτσι») αμέσως πιο κάτω. iii. ΣτΕ 1659/2008, Ολ. (ΕΔΔΔ 3/2008. 720) Υπάρχει υποχρέωση παραπομπής στην Ολομέλεια, ως δικαστικό σχηματισμό, ζητήματος συνταγματικότητας τυπικού νόμου για τον οποίο έχει διατυπωθεί κρίση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου σε Συμβούλιο, κατά την άτυπη, αφηρημένη και πάντως εκτός του πλαισίου του άρθρου 5 του Συντάγματος εξέταση από αυτήν του ίδιου ζητήματος. iv. ΣτΕ 1502/2009 «κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, που προστέθηκε με το από 6 4 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής (Α` 84), δεν επιβάλλεται η παραπομπή από το Τμήμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου, όταν η Ολομέλεια ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει για τη συνταγματικότητα άλλης μεν διατάξεως τυπικού νόμου, πλην ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με την εφαρμοστέα, ώστε, στην περίπτωση αυτή, να πρόκειται αναμφιβόλως για το αυτό κατ` ουσίαν νομικό ζήτημα (Σ.Ε. 1476/2004 Ολομ)» 2. Παρεμπίπτων α. Έννοια Η αντισυνταγματικότητα μπορεί να τεθεί με πρωτοβουλία των διαδίκων και να προβληθεί ως νομικός ισχυρισμός στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και να συνδεθεί με την ίδια τη βάση της αγωγής ή να αποτελέσει αυτοτελή λόγο ακυρώσεως ή να προβληθεί κατ ένσταση ή και να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε οποιαδήποτε φάση της δίκης, 3
σε πρώτο ή δεύτερο για πρώτη φορά βαθμό ή ακόμη και στην αναιρετική δίκη, υπό την προϋπόθεση της κάταρξης της δίκης, δηλ της συνδρομής των όρων του παραδεκτού και της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος. β. Παραδείγματα από τη νομολογία i. ΣτΕ 106/1991 (ΔιΔικ 1992. 1053) Δεν εξετάζεται λόγος αντισυνταγματικότητας τον οποίο ο αιών δεν μπορεί να προβάλει μετ εννόμου συμφέροντος, δηλαδή παραδεκτώς. ii. ΣτΕ 173/1998 ΕΔΔΔ 1998.296 Αντίθετη από την προηγούμενη απόφαση, στην οποία κρίθηκε ότι ο αιτών δύναται να επικαλεστεί διάταξη νόμου αντισυνταγματική, έστω και αν ο ίδιος είχε ωφεληθεί από την εφαρμογή της (δεν συμβιβάζεται η ρύθμιση με τον ορθολογικό σχεδιασμό που επιτάσσει το άρθρο 24 παρ.2). iii. ΠΠρωτΑθ 1101/2012 (ΕΕΤΗΔΕ «χαράτσι») Διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 η οποία ορίζει ότι «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων». Η απόφαση του ΣτΕ δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Η ως άνω διάταξη, αφορά στην επίλυση διοικητικών διαφορών ουσίας και όχι διαφορών υπαγομένων στα πολιτικά δικαστήρια τα οποία εν προκειμένω παραδεκτώς και αρμοδίως επιλαμβάνονται επί της αναφυόμενης διαφοράς και μπορούν να κρίνουν τη συνταγματικότητα του νόμου 4021/2011, καθόσον ο συνταγματικός έλεγχος είναι διάχυτος. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, ως ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και των ισορροπιών, που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα, αποτελεί θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου θεσμό και συνιστά αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του ελληνικού δικαιοδοτικού συστήματος. Το σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια, που ισχύει στην Χώρα μας. θεμελιώθηκε νομολογιακά ήδη από τον 19 αιώνα, υπήρξε πρωτοποριακό για τον ευρωπαϊκό χώρο, ενσωματώνει μακρά και επιτυχή ιστορική παράδοση της ελληνικής εννόμου τάξεως, που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και αποτυπώνεται πλέον και ρητά από το ισχύον Σύνταγμα 3. Συγκεκριμένος α. Έννοια Ο έλεγχος είναι συγκεκριμένος, επειδή ασκείται με αφορμή την εφαρμογή και ερμηνεία της κρίσιμης νομοθετικής διάταξης ή των κρίσιμων διατάξεων σε μια συγκεκριμένη διαφορά και η κρίση για την αντισυνταγματικότητα διατυπώνεται, πάντα, αυτό είναι το πιο 4
ουσιώδες ενόψει των πραγματικών και νομικών περιστατικών της επίδικης διαφοράς και για τις ανάγκες επίλυσής της. Η κρίση περιορίζεται άρα αποκλειστικά στην κρίσιμη διάταξη και στο νόημα που αυτή αποκτά για την επίλυση της διαφοράς. β. Παραδείγματα από τη νομολογία i. ΣτΕ 10/1988, Ολομ., Αρμ. 268 (=ΤοΣ 1988.117 παρατηρήσεις Γλ. Σιούτη) πολεοδομικό κεκτημένο, επιδείνωση των όρων διαβίωσης βλ. και αρνητική κρίση του δικαστηρίου ως προς την επιδείνωση των όρων διαβίωσης στην ΣτΕ 4544/1988, Αρμ 1989.274 ii. ΣτΕ 1159/1989 (ΝοΒ 1989.939 =ΤοΣ 1989. 315 με εισήγηση Γεραρή) iii. ΣτΕ 3618/1995, ΕΔΔΔ 1998. 296 αντισυνταγματικότητα και της νέας ρύθμισης μετά από παρεμβολή της γνώμης της ΕΠΑΕ iv. ΣτΕ 3194/1990 Αρμ. 1991. 78, και ΣτΕ 1466/1995 (Ολομ.) ΕΔΔΔ 1996.542) v. ΣτΕ 527/2003 Αίτηση ακυρώσεως κατά της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης να κινήσει τη διαδικασία μετάθεσης του αιτούντος, από το δικηγορικό σύλλογο Χίου στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών κατ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 24 παρ.5 του ν. 1868/1989. Με βάση ένα νέο για το δικαστήριο δεδομένο, κρίθηκε αντισυνταγματική διάταξη και μεταστράφηκε η προγενέστερη αντίθετη σχετική του ίδιου δικαστηρίου που πρόβλεπε την απαγόρευση μετάθεσης δικηγόρου από την περιφέρεια στην Αθήνα, ως αντικειμένη πλέον στο άρθρο 4 παρ. 1Σ. 4. Δηλωτικός ή διαπιστωτικός α. Έννοια Ο δικαστής δεν έχει εξουσία να ακυρώσει την αντισυνταγματική διάταξη, την οποία απλώς θεωρεί «ανίσχυρη» για την υπόθεση που δικάζει, παραμερίζοντάς την, και δεν την εφαρμόζει στη συγκεκριμένη διαφορά, οπότε και τίθεται το ερώτημα ποια θα είναι στην περίπτωση αυτή η εφαρμοστέα διάταξη. Η απόφαση δε συνεπάγεται αυτόματα την erga omnes ακύρωση της κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και μπορεί να εφαρμοστεί από άλλο δικαστήριο. Η δικαστική κρίση για την αντισυνταγματικότητα της κρινόμενης διάταξης περιέχεται στο σκεπτικό, στη μείζονα πρόταση, και όχι στο διατακτικό της απόφασης. Δεσμεύει όσο δεσμεύει και ένα νομολογιακό προηγούμενο, η ηθικο δικαιική δεσμευτικότητα του οποίου αυξάνει όσο υψηλότερου βαθμού είναι και το δικαστήριο που κρίνει. Άλλωστε αυτό που κρίνεται 5
αντισυνταγματικό είναι το νόημα της κρίσιμης ή των κρίσιμων διατάξεων που προκύπτει από την εφαρμογή και ερμηνεία τους στην επίδικη διαφορά και μόνον αυτό. Η απόφαση δεν επιφέρει την αυτόματη ακύρωση των διοικητικών πράξεων που ακολούθησαν τη δημοσίευση του νόμου και στηρίχθηκαν στην αντισυνταγματική διάταξη. Αν πρόκειται για κανονιστικές πράξεις, μπορούν να ελεγχθούν παρεμπιπτόντως οποτεδήποτε, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας ευθείας προσβολής τους με αίτηση ακύρωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου ατομικών πράξεων οι οποίες εκδόθηκαν έχοντας ως βάση τις παραπάνω, ερειδόμενες σε αντισυνταγματικό τυπικό νόμο, κανονιστικές πράξεις. Αν όμως πρόκειται για ατομικές πράξεις, παραδοσιακά γινόταν δεκτό ότι εκείνες, μετά την πάροδο της προθεσμίας ευθείας προσβολής τους, δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε παρεμπιπτόντως 2, έστω κι αν η ενδεχόμενη πλημμέλειά τους συνίσταται στην αντίθεσή τους προς συνταγματικές διατάξεις 3. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση αλλά απλή ευχέρεια να ανακαλεί τις, έστω και παράνομες, πράξεις της. 4 β. Παραδείγματα από τη νομολογία i. ΕφΑθ 7623/1981 ΤοΣ 1982.236 ii. ΣτΕ 370/1997 Αρμ 1997. 580 Υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλεί πράξεις της που στηρίζονται σε διάταξη νόμου που έχει κριθεί με απόφαση του ΣτΕ ή με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου αντίθετη στο Σύνταγμα ή ότι στερείται εξουσιοδοτικού ερείσματος. iii. ΣτΕ Ολ 527/2003 Όριο ηλικίας διορισμού δικηγόρων. Αρχή της ισότητας. Έλεγχος του σκοπού της νομοθετικής ρύθμισης. Δηλωτικός χαρακτήρας του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Δέσμευση από νομολογιακό προηγούμενο. iv. ΣτΕ 2176/2004 Ολ Υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλέσει τις ομοίου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν με νόμιμο έρεισμα την ίδια διάταξη τυπικού νόμου που έχει κριθεί αντισυνταγματική από το ΣτΕ. Κάμψη του δηλωτικού χαρακτήρα ενόψει των επιταγών που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου. v. ΣτΕ 1207/2012 Το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 περί εντόκου επιστροφής του φόρου μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του επομένου μήνα της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή 26. Βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 11 η έκδ. Αθήνα Κομοτηνή 2001, σ. 117 επ. 27. ΣτΕ 2281/1992, Ολ., ΤοΣ 1992, 593, ΣτΕ 2562/2000, ΤοΣ 2001, 609 κ.ά. 4 Βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, ό.π., σ. 191 επ. 6
της απόφασης του δικαστηρίου, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ο δικαστής υποχρεούται να μην εφαρμόζει νόμο αντισυνταγματικό, δεν μπορεί όμως να νομοθετήσει ο ίδιος. γ. Εφαρμοστέος κανόνας μετά τον παραμερισμό του αντισυνταγματικού i) εφαρμογή του γενικού νομοθετικού κανόνα και πλήρωση του κενού, που δημιουργείται, μετά τον παραμερισμό της αδικαιολόγητης εξαίρεσης ή της δυσμενούς μεταχείρισης μιας κατηγορίας πολιτών. (:ΑΠ 1771/1981 ΝοΒ 1982. 1066 [επίδομα δημοσίων υπαλλήλων υπερωριακή απασχόληση] και ΑΠ 20/1989 ΝοΒ 1990.620 (=ΕλλΔνη 1990.809). ii) αναβίωση αυτόματη της προγενέστερης ευμενούς ειδικής ρύθμισης μετά τον παραμερισμό νεότερης δυσμενούς άνισης μεταχείρισης iii) επέκταση του ευνοϊκού κανόνα και εφαρμογή του σε κατηγορία περιπτώσεων, όπως η επίδικη, που είχαν αντισυνταγματικά κατά παράβαση της αρχής της ισότητας αποκλεισθεί ή δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ειδική ευνοϊκή ρύθμιση. (Νομ. παρδ. ΑΠ 1751/1984 ΝοΒ 1985.639 (=ΤοΣ 1985. 517), ΑΠ 1104/1986, ΕλλΔνη 1987.96, με αγόρευση εισαγγελέα Σταμάτη, (=ΤοΣ 1987.513) [επίδομα αντί χρήσεως αυτοκινήτου μη εφαρμογή διάταξης που παραγράφει αξιώσεις δικαστικά αναγνωρισμένες], ΑΠ 8, 12, 14/1988 (Όλομ), ΕΕργΔ. 1988, [επέκταση της απονομής αποδοχώναποκαταστατική ισότητα η ισότητα ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα] και 18, 19 20/1989, ΝοΒ 1990.616 622 [=δυσμενής διάκριση σε σχέση με το γενικό κανόνα αντισυνταγματική η νομοθετική παραγραφή αξιώσεων που θεμελιώνονται σε κανόνα δικαίου κατ επέκταση της αρχής της ισότητας επεκτατική ισότητα παρέκκλιση από το άρθρο 80 παρ.1 προς παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας άσκησης πλήρους ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων]. 5. Αυτεπάγγελτος i. ΣτΕ 1386/2010 Το διοικητικό δικαστήριο δύναται μεν να προβεί και αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο της συνταγματικότητας ή της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων, κατ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, υποχρεούται όμως να περιορίσει τον έλεγχο αυτό επί του κεφαλαίου της πράξεως που αμφισβητήθηκε με την προσφυγή και εντός των ορίων του αιτήματος της τελευταίας (μειοψ.). ii. ΣτΕ 3718/2003 (ΕΔΔΔΔ 2004, σ. 524) Αυτεπάγγελτος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων και των διοικητικών πράξεων. 7
iii. ΣτΕ 3195/2000 (ΤοΣ 2001, σ. 172) Ζήτημα αντισυνταγματικότητας ενός κανόνα δικαίου δύναται να θέσει, πλην των διαδίκων, όχι μόνον ο εισηγητής δικαστής αλλά και οποιοδήποτε μέλος του δικαστηρίου κατά τη διάσκεψη. Σε αυτές μόνον τις περιπτώσεις το δικαστήριο υποχρεούται να εκφέρει ειδική κρίση επί του ζητήματος στο κείμενο της αποφάσεως του. 6. Ποιες πράξεις αποκλείονται του ελέγχου α. οι αμφισβητήσεις που αφορούν πράξεις ή αποφάσεις (ή και παραλείψεις) της Βουλής που δεν ανάγονται στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας β. πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ως άσκηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων γ. Κυβερνητικές πράξεις δ. πράξεις που αφορούν τις σχέσεις κυβέρνησης και Βουλής 7. Μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελέγχου α. ΑΕΔ i. ΑΕΔ 3/2006 Για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων θα πρέπει οι αποφάσεις αυτές να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό θέμα, βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Δεν υπάρχει ταυτότητα νομικού ζητήματος όταν κάθε δικαστήριο, αν και ερμήνευσε την ίδια διάταξη, την αντιμετώπισε στα πλαίσια διαφορετικού θέματος, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις. ΕΔΚΑ 2006, σ. 666. ii. Α.Ε.Δ 1/2008 Για να υπάρχει, ως προς την έννοια τυπικού νόμου, αντίθεση μεταξύ αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων, πρέπει οι αποφάσεις αυτές να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα, βάσει των αυτών διατάξεων, η δε αντίθεση να προκύπτει από τις αιτιολογίες τους εκείνες που είναι αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού τους. β. Η αίτηση ακύρωσης και αναίρεσης (ά 94 95 Σ) γ. Το ά 100 παρ 5 Σ 8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βενιζέλος Ε Κ Χρυσόγονος, Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Αντ Σάκκουλα 2006 Βενιζέλος Ε, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αντ Σάκκουλς 2008, σελ. 243 256 Κασιμάτης Γ, Συνταγματική Δικαιοσύνη, Αντ.Σάκκουλα, 1999, ιδίως σελ. 13 39 Μανιτάκη Αντ, Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, Σάκκουλας 2008 Μανιτάκης A, Οι αυτοδεσμεύσεις του δικαστή από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων, Το Σύνταγμα, 2/2006. 402 429. Μανιτάκης Α, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα Θεσσαλονίκη: εκδ Σάκκουλα, σελ. 443 468 Μανιτάκης Α, Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας στην Ελλάδα Μαρκαντωνάτου Σκαλτσά Α, Ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στο ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα, ΕΔΔΔ 2005 Όμιλος Αρ Μάνεσης, Το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας, Σάκκουλας 2008 Σκουρής B, Συστήματα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ 1982, σ. 507 544 Σκουρής Β Ευ.Βενιζέλου, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Σάκκουλας, 1985, σ. 26 48 Σταθόπουλος Μ, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ΝοΒ 1989, σ. 1 επ. Χρυσόγονος Κ, Η αναγκαιότητα ίδρυσης ΣυνταγματικούΔικαστηρίου στην Ελλάδα 9