Η κρίση χτυπά τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Ευκαιρίες και απειλές Αγαπητοί Συνάδελφοι Κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα κατ αρχάς να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και να συγχαρώ τις Πρυτανικές αρχές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τη Σύνοδο των Πρυτάνεων για τη διοργάνωση και τη θεματολογία αυτής της εκδήλωσης. Η κρίση και οι συνέπειες της στο ελληνικό Πανεπιστήμιο επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο ένα από τα μείζονα θέματα της ελληνικής κοινωνίας και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. Η κρίση από μόνη της, ως κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο ανατροπής των προηγούμενων βεβαιοτήτων γέννησε την ανάγκη αλλαγών. Απελευθέρωσε την κριτική για τη φθορά των παλιών και παρωχημένων μοντέλων, προσέφερε γόνιμο έδαφος για ανατροπές και υπέδειξε νέες προοπτικές για την αναδιάταξη των διαχωρισμών και κυριαρχιών μεταξύ της προόδου και της συντήρησης. Δημιούργησε ταυτόχρονα νέες στρατηγικές νομιμοποιώντας μία συνολική και συχνά ισοπεδωτική αντίδραση απέναντι σε οτιδήποτε εθεωρείτο προϊόν της προηγούμενης παρακμής. Η διαδικασία υπήρξε από μόνη της ελπιδοφόρα, γιατί απλά δημιουργούσε τα τελευταία τρία χρόνια προσδοκίες εξόδου από την κρίση και οικοδόμησης του καινούργιου. Με αναφορά τα Πανεπιστήμια το ζητούμενο ήταν πάντα ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο με συνεκτική και στέρεα φιλοσοφία αλλαγής, σοβαρές πολιτικές υλοποίησής της, όραμα για το μέλλον, αλλά και επαφή με την πραγματικότητα.
Η κρίση ταυτόχρονα εμπεριείχε μία κατεξοχήν πολιτική χρήση για τα ίδια τα πολιτικά υποκείμενα που τη διαχειρίζονται, γιατί προσφέρει ένα λόγο μεταρρυθμιστικό, μία νέα αλήθεια. Αυτή η αλήθεια, όπως μας έχει δείξει, με άλλες αφορμές, ο Φουκώ, δεν χρειάζεται να επαληθευθεί. Υπάρχει γιατί αντλεί το ηθικό της υπόβαθρο από τη σύγκρουση με το παρελθόν και την προοπτική προβολή της στο μέλλον. Υπάρχει γιατί καταλαμβάνει μια αυτονόητη θέση ενόψει της νίκης που επιζητεί. Προβάλλεται ως «μοναδική αλήθεια» και καταγράφεται στο δημόσιο διάλογο ως βασική αναγκαιότητα αλλαγής και μεταρρυθμιστικής επιλογής. Το ερώτημα λοιπόν είναι οι όροι, οι προϋποθέσεις, καθώς και οι συνθήκες βάσει των οποίων επιχειρήθηκε η μεταρρύθμιση του δημόσιου ελληνικού Πανεπιστημίου στον καιρό της κρίσης στην Ελλάδα. Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα, κατά τη γνώμη μου, ξεκίνησε, το 2010, από μία λάθος πολιτική αφετηρία, αυτή της προσπάθειας διαμόρφωσης μίας νέας συλλογικής πεποίθησης, μίας «νέας» «αυταπόδεικτης» και «μοναδικής» αλήθειας, του Nothing works! Υποστηρίχθηκε μετ επιτάσεως ότι τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια πάσχουν συλλήβδην από φαινόμενα αναξιοκρατίας, αδιαφάνειας, διαφθοράς, πελατειακών εξαρτήσεων, πονηρών συναλλαγών και διασυνδέσεων με αθέατα κέντρα εξουσίας. Nothing works, επίσης, γιατί όλα αυτά συγκαλύπτονταν από κακές διοικήσεις, ανύπαρκτες, ή στην καλύτερη περίπτωση «ολίγες», ακαδημαϊκά και ερευνητικά, ανήμπορες να αντιδράσουν απέναντι στην παρακμή, γιατί απλά βρίσκονταν σε διαπλοκή συμφερόντων με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Η αφετηρία αυτή επενδυόμενη πολιτικά και επικοινωνιακά διαμόρφωσε αρχικά συνθήκες ρήξης με όρους απαξίωσης για τα Πανεπιστήμια και προφανώς δεν μπόρεσε να προσδώσει στο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα οποιοδήποτε προοδευτικό πρόσημο. Το λέω αυτό γιατί ήταν πάντα βαθειά πεποίθησή
μου ότι η μεταρρύθμιση από μόνη δεν έχει αυθύπαρκτο και αυτονόητο περιεχόμενο, αλλά σηματοδοτείται και χαρακτηρίζεται από την κατεύθυνση των αλλαγών που επιχειρεί, από τις δυνάμεις που συνεγείρει και τις δομικές αναδιατάξεις στις οποίες στοχεύει. Το ζητούμενο στο ελληνικό Πανεπιστήμιο ήταν και παραμένει εξελικτικά μία προοδευτική μεταρρύθμιση, με συμμετοχικές διαδικασίες στην επίτευξη των αλλαγών και συφωνημένους πολιτικά, ακαδημαϊκά και κοινωνικά στόχους. Υπήρχε τότε αλήθεια μέσα στη «νέα αλήθεια»; Προφανώς, πολλά από τα φαινόμενα που προανέφερα ήταν και ως ένα σημείο είναι υπαρκτά στο Πανεπιστήμιο, όπως και στην κοινωνία ή σε πολλούς άλλους θεσμούς. Αυτά τα φαινόμενα μπορούν και πρέπει να καταπολεμηθούν με τα εργαλεία της νομιμότητας που διαθέτει το Κράτος Δικαίου. Αυτό που απαιτείται είναι θεσμικός προγραμματισμός, έλεγχος και λογοδοσία. Ωστόσο, η στοχοποίησή τους δεν μπορεί να αποτελεί, από μόνη της, σχέδιο ή πρόταγμα αλλαγής, όπως και ο κατ εξακολούθηση εξορκισμός τους δεν προσδίδει αναγκαστικά εξαγνιστικές ιδιότητες στους προκαθήμενους ενός τέτοιου τελετουργικού. Αυτά τα φαινόμενα δεν χαρακτηρίζουν την ερευνητική, επιστημονική και ακαδημαϊκή παραγωγή του δημόσιου ελληνικού Πανεπιστημίου, γιατί αν αυτό γινόταν, πολύ απλά, θα είχαν οδηγήσει τον ίδιο τον οργανισμό του Πανεπιστημίου σε μία παρακμή που θα ακύρωνε την απόδοσή του. Κάτι τέτοιο δεν επαληθεύεται ούτε από τις διεθνείς κατατάξεις ούτε από την επιστημονική και ερευνητική ανταγωνιστικότητα των ελληνικών Πανεπιστημίων, αντίθετα επιβεβαιώνει ότι στα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν έχουμε απλά «θύλακες» αριστείας, αλλά ερευνητικές και ακαδημαϊκές συσσωματώσεις και συνέργειες που επιδιώκουν σταθερά και κατακτούν ευρωπαϊκές και διεθνείς αναγνωρίσεις. Οι παθογένειες ενός συστήματος μπορούν να ανατραπούν και να θεραπευθούν με ουσιαστικές συστημικές αλλαγές, σαφές και προοδευτικό
μεταρρυθμιστικό σχέδιο, καθώς και με μέτρα που διαμορφώνουν συνθήκες συμμετοχής της πανεπιστημιακής κοινότητας στην υλοποίηση του σχεδίου. Η λογική που επιβάλλει το ότι «αν δεν θέλεις αυτή τη μεταρρύθμιση, τότε δεν θέλεις καθόλου μεταρρύθμιση» δεν είναι πολιτική, λειτουργεί σε βάρος της συναίνεσης και τελικά προς όφελος του χαοτικής απορρύθμισης. Παρά ταύτα, η ενεργός και συνειδητή συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας στη λειτουργία των Ιδρυμάτων και την εφαρμογή του εν μέρει τροποποιημένου μετά το 2012 θεσμικού πλαισίου απέδειξε ότι οι αλλαγές χτίζονται με διάλογο και συναίνεση που διευκολύνουν εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης. Η εισαγωγή της νέας διοικητικής δομής των Πανεπιστημίων με την συλλειτουργία των Συμβουλίων Ιδρυμάτων και των Πρυτανικών Αρχών επιδέχεται και σήμερα βελτιώσεων και αλλαγών, όπως άλλωστε αυτό έγινε σε άλλα ευρωπαϊκά συστήματα, για την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ Δημοκρατίας-Λογοδοσίας και Αποδοτικότητας Το δεύτερο ζήτημα το οποίο συνυφαίνεται με την κρίση είναι αυτό της χρηματοδότησης του μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Μεταρρύθμιση, ακόμα και μονοδιάστατα θεσμική, δεν μπορεί να επιτύχει με την περικοπή των πηγών χρηματοδότησης στην έρευνα, στη διδασκαλία, στην καινοτομία και στην διοικητική αναδιάρθρωση. Ακόμα και ο απλός εξορθολογισμός των δομών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χρειάζεται σημαντικούς πόρους για να είναι αναπτυξιακός και όχι απλά διαχειριστικός. Αυτό δεν επετεύχθη λόγω της κρίσης, αλλά και των κεντρικών επιλογών ούτε στην περίοδο 2010-12, αλλά ούτε και μετέπειτα και παραμένει ένα σημείο αυτοκριτικής σε συλλογικό πολιτικό επίπεδο, ιδιαιτέρως για τα ευρωπαϊκά κονδύλια που παρέμειναν ανανενεργά και αφορούσαν στη διοικητική μεταρρύθμιση των Πανεπιστημίων. Οι λόγοι ήταν πολλοί και κάποιοι από αυτούς ισχυροί, αλλά το αποτέλεσμα αποδείχθηκε ελλειμματικό. Στο ζήτημα αυτό η ελληνική Πολιτεία δεν
ακολούθησε άλλα διεθνή και ευρωπαϊκά παραδείγματα, τα οποία εν καιρώ κρίσης προέταξαν την επένδυση στη γνώση και στην καινοτομία ως μοχλό ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση. Η απαγκίστρωση της Παιδείας από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας ήταν και αποτελεί ακόμα περισσότερο σήμερα ένα βασικό πολιτικό διακύβευμα για τη μετάβαση στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Η χρηματοδότηση της αναπτυξιακής προοπτικής του δημόσιου ελληνικού Πανεπιστημίου χρειάζεται να συμπορεύεται με την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, για να μπορέσει να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της γνώσης και να αναδείξει την υγιή δυναμική της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας. Πεποίθησή μου είναι ότι η γενναία επένδυση στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, χωρίς αδιέξοδες δολιχοδρομίες προς ιδιωτικές μορφές παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα στηρίξει τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία και πάνω από όλα θα στηρίξει το μέλλον των φοιτητών και της νέας γενιάς, παρέχοντας ένα αξιόπιστο αναβαθμισμένο δημόσιο αγαθό. Το τρίτο ζήτημα που επηρεάζεται από την κρίση είναι η εξεύρεση της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ Δημοκρατίας-Λογοδοσίας- Αποδοτικότητας στο ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο. Η δημοκρατία προτάσσει τη συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας σε ένα αυτορυθμιζόμενο πλαίσιο λειτουργίας, το οποίο πρέπει να έχει θεσπισμένους και αναγνωρισμένους κανόνες. Πιστεύω ότι καμία πλευρά, ούτε το Πανεπιστήμιο, αλλά ούτε και το Υπουργείο, δεν μπορεί να ανακαλύπτει και να διαχειρίζεται το αυτοδιοίκητο ή τη διοικητική αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου α λα κάρτ, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Η λογοδοσία και η αξιολόγηση, ως βασική μέθοδο λειτουργίας συμπεριλαμβάνει το σύνολο των παραγόντων της πανεπιστημιακής κοινότητας και απελευθερώνει την αυτενέργεια των Ιδρυμάτων, ώστε να αναβαθμίσουν την αποδοτικότητά και την ανταγωνιστικότητά τους στο
ευρωπαϊκό και διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον με κοινώς αποδεκτά κριτήρια. Αν η αναγνώριση του παραπάνω τριπτύχου δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να τίθεται πλέον σε αμφισβήτηση, άλλο τόσο δεν υπάρχει χώρος για μεθόδους εκτάκτου ανάγκης όσο και για συντεχνιακές πρακτικές που εξωθούν τα Ιδρύματα σε οριακές συνθήκες λειτουργίας και ακυρώνουν στην πράξη τις διαδικασίες αξιολόγησης και αποδοτικότητας. Η σημερινή κρίση, από μόνιμη και υφέρπουσα απειλή μπορεί να μετεξελιχθεί σε μία ευκαιρία για την ανάπτυξη και την προοδευτική μεταρρύθμιση του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου. Η αναγκαία συνθήκη δεν είναι άλλη από την ένταξή του στο Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της χώρας με ορίζοντα πενταετίας, με συμφωνημένο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, με υποστήριξη της έρευνας, της κινητικότητας και των υποδομών, με ανάδειξη της διεθνούς φυσιογνωμίας των ελληνικών Ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων, με προσέλκυση νέων επιστημόνων και με σύνδεση με τις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η μοναδική ίσως «αλήθεια» είναι ότι σήμερα καμία αλλαγή στο Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να γίνει βασισμένη στην αναμόχλευση της κρίσης, ή σε αντιπαραθετικές προοπτικές μεταξύ Πολιτείας, Πανεπιστημίου και κοινωνίας, όπως και καμία μεταρρύθμιση δεν χτίζεται «εν κενώ», χωρίς ουσιαστικό, εξελικτικό διάλογο και συμφωνημένο σχέδιο. Οποιαδήποτε προσπάθεια με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα ήταν θεσμικά ατελέσφορη, πολιτικά αδιέξοδη και κοινωνικά αδικαίωτη. Αυτή η αλήθεια μπορεί να μην είναι «νέα», είναι ίσως επίκαιρη και, πάντως, επιβεβαιωμένη.