ΜΑΘΗΜΑ / ΣΑΞΗ : ΑΠΑΝΣΗΕΙ ΑΡΧΑΙΑ / Γ ΛΤΚΕΙΟΤ ΣΜΗΜΑ Γ-ΘΩ1 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 12/10/2014 Α. Βλ. βοήθημα σελ. 143 144 και 177. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Β1. «Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς» : Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα που προέρχονται από τη φύση ή τυχαίους παράγοντες. Έχουν όμως και ελαττώματα που οφείλονται στην έλλειψη αγωγής. Πώς αντιμετωπίζονται στην εποχή του σοφιστή καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές των ανθρωπίνων ελαττωμάτων στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης και γιατί; Ενδεικτική απάντηση Ο Πρωταγόρας, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε στην καθολικότητα της πολιτικής αρετής ξεκινά να απαντά στη βασική διαφωνία του Σωκράτη, ο οποίος αμφισβήτησε έντονα την πρωταγόρεια άποψη για το διδακτό της πολιτικής αρετής. Προκειμένου, λοιπόν, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, διακρίνει αρχικά δύο κατηγορίες ανθρωπίνων χαρακτηριστικών, τα έμφυτα («Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται <φύσει ἢ τύχῃ») και τα επίκτητα («ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς < ἀγαθὰ ἀνθρώποις») και συνεχίζει με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει το κοινωνικό σύνολο. Στην κατηγορία των ελαττωμάτων που προέρχονται από τη φύση ή τυχαίους παράγοντες ο σοφιστής εντάσσει χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου. Φυσικά, δεν τον απασχολούν τα φυσικά προτερήματα, γιατί αυτά δεν του είναι απαραίτητα για την απόδειξή του, αφού όλοι θαυμάζουν αυτούς που τα έχουν. Με όποιον, όμως, έχει φυσικά ελαττώματα (ασχήμια, μικρό ανάστημα, ασθενικό σώμα) κανείς δεν οργίζεται ούτε προσπαθεί να τα διορθώσει με συμβουλές, διδασκαλία και τιμωρίες, γιατί δεν εξαρτώνται από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου. Αντίθετα, νιώθουν οίκτο και συμπόνια για τη σκληρότητα της φύσης ή της τύχης. («οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ ἐλεοῦσιν») Επίκτητα ελαττώματα είναι εκείνα που ο άνθρωπος δεν φρόντισε να εξαλείψει ή να τα αναπληρώσει με προτερήματα, δηλαδή με χαρακτηριστικά που αποκτώνται ύστερα από φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία. Σ αυτή την κατηγορία εντάσσονται στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα του ανθρώπου κι επομένως με τις αρετές. Εύλογα, και πάλι, δεν ασχολείται με όσους ήδη διαθέτουν αυτές τις αρετές. Απ αυτό, λοιπόν, το σημείο ξεκινά την απόδειξη του «διδακτού» της αρετής: όποιος δεν έχει Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 1 από 6
αρετές, αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά, για παράδειγμα την αδικία και την ασέβεια, οι άνθρωποι θυμώνουν μαζί του, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, διότι αδιαφόρησε να τα καλλιεργήσει («ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις»). Η στάση αυτή των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να σημαίνει - κατά τον Πρωταγόρα - ότι η αρετή είναι κάτι που μπορεί να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Ειδάλλως θα ήταν ανόητο να επιπλήττεται κανείς για πράξεις τις οποίες δεν θα μπορούσε να αποφύγει. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται περίτρανα πως ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την αρετή και όλες τις ιδιότητες του αγαθού ανθρώπου και ο άδικος, ασεβής και ανήθικος άνθρωπος να μετατραπεί σε ηθικό και ενάρετο ον. Β2. «οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν». Να αναπτύξετε τη θεωρία του Πρωταγόρα σχετικά με την ποινή, όπως αυτή καταγράφεται στο απόσπασμα που σας δίνεται. Στη συνέχεια να αξιολογήσετε την αποδεικτική της ισχύ σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής. Ενδεικτική απάντηση Η δεύτερη απόδειξη του Πρωταγόρα σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής στηρίζεται στην επιβολή ποινών στους παραβάτες από την πόλη. Η ποινή ισχυρίζεται ο σοφιστής αποτελεί το έσχατο μέσο που μετέρχεται η πολιτεία προκειμένου να μεταδώσει την πολιτική αρετή στα μέλη της. Ειδικότερα, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι πρωταρχικός σκοπός της έλλογης τιμωρίας («μετά λόγου») σε κάποιον που διέπραξε μια έκνομη ενέργεια δεν είναι η εκδίκηση, η ανταπόδοση στο αδίκημα που διαπράχθηκε με την τέλεση μιας εξίσου άδικης πράξης («οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας < ὅτι ἠδίκησεν»). Η ποινή επιβάλλεται με διπλό σκοπό : το σωφρονισμό του δράστη, ώστε να μην επαναλάβει την τέλεση μιας παρόμοιας πράξης και τον παραδειγματισμό των υπολοίπων, οι οποίοι θα δουν ότι οι επιλήψιμες πράξεις επισύρουν και ανάλογη ποινή («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Αυτό σημαίνει ότι η ποινή δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα αλλά σωφρονιστικό, παραδειγματικό και αποτρεπτικό. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν και τα εξής : ο Πρωταγόρας όντας οπαδός της έλλογης τιμωρίας τη διακρίνει από εκείνη που επιβάλλεται ἀλογίστως. Η διάκριση επιτυγχάνεται με τη χρήση των ρημάτων «κολάζω» και «τιμωροῦμαι». Το πρώτο αποβλέπει στο σωφρονισμό αυτού που διέπραξε το αδίκημα ενώ το δεύτερο στην ικανοποίηση, εκδίκηση του θύματος. Επίσης, ο σοφιστής τονίζει ότι ο σκοπός επιβολής της ποινής δεν συνδέεται με το παρελθόν αλλά με το μέλλον. Δεν στοχεύει στο να εκδικηθεί για ό, τι έγινε στο παρελθόν, αφού αυτό δεν αλλάζει, αλλά επιβάλλεται με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, για να μην επαναληφθεί παρόμοια έκνομη ενέργεια («κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται - οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη - ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν»). Η ποινή λοιπόν συμβάλλει στην ηθική αναμόρφωση του ανθρώπου και κατ επέκταση στη διδαχή της πολιτικής αρετής. Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα μπορεί Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 2 από 6
να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο με την επιβολή ποινής σε περίπτωση που ο πολίτης δεν έχει αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολιτική αρετή με τα προσφερόμενα μέσα («επιμέλεια», «άσκηση», «διδαχή»). Εξάλλου και οι σύγχρονοί του αποδίδουν στην ποινή παιδαγωγικό χαρακτήρα και επιβάλλουν ποινές σε όσους αδικοπραγούν με σκοπό να τους σωφρονίσουν («ταύτην οὖν τὴν δόξαν < παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν.»). Η άποψη του Πρωταγόρα για τον αποτρεπτικό, παιδευτικό και τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής κρίνεται ιδιαίτερα ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή για την εποχή της, στην οποία η ποινή είχε τη μορφή της εκδίκησης. Ο Πρωταγόρας υπερβαίνοντας ιδεολογικά την εποχή του εισηγείται τον εξανθρωπισμό της δικαιοσύνης. Παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να ακούγονται και να εφαρμόζονται για πρώτη φορά τα νεότερα χρόνια την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (18 ος μ.χ. αιώνας) από τον Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών. Όμως το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους: Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή, είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί, δηλαδή, την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το «σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου». Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη, αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Έτσι, ο Πρωταγόρας επικαλείται μάλλον ένα ιδανικό παρά αποδίδει μια ρεαλιστική κατάσταση της εποχής του στην Αθήνα. Για την εποχή του ήταν μάλλον ανεφάρμοστη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την τιμωρία με την εκδίκηση και με την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Όπως πίστευαν ότι η αλαζονεία (ὕβρις) προκαλεί την οργή (τίσις) και την τιμωρία (νέμεσις) των θεών με στόχο την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, κάτι ανάλογο ακολουθούσαν και στην καθημερινότητά τους στη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους. Η συγκεκριμένη θεωρία του Πρωταγόρα όσο σημαντική κι αν είναι, δεν παύει να είναι μονομερής και μονόπλευρη, τουλάχιστον έτσι όπως παρατίθεται στη συγκεκριμένη περικοπή. Ο σοφιστής επικαλείται μόνο την αποτροπή, δηλαδή τη μη τέλεση της έκνομης πράξης στο μέλλον, για να δικαιολογήσει την επιβολή ποινής («ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει»). Ταυτόχρονα αρνείται να δεχτεί ότι η ποινή αποβλέπει εξίσου και στο παρελθόν, δηλαδή επιβάλλεται και για το διαπραχθέν αδίκημα («οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται»). Έτσι, παραγνωρίζει τον έως ένα βαθμό ανταποδοτικό χαρακτήρα της και τονίζει μόνο τον αποτρεπτικό. Β3. «ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις.» Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα οι τιμωρίες (κολάσεις) επιβάλλονται στους ανθρώπους, Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 3 από 6
όταν δεν διαθέτουν την πολιτική αρετή. Σε ποιους και για ποιο λόγο επιβάλλονται κυρώσεις από την πόλη, σύμφωνα με τα στοιχεία του μεταφρασμένου κειμένου που ακολουθεί; Ενδεικτική απάντηση Ο Πρωταγόρας έχει ήδη αποδείξει ικανοποιητικά σύμφωνα με τον ίδιο ότι οι ποινές επιβάλλονται στους ανθρώπους όταν δε διαθέτουν την πολιτική αρετή. Στο μεταφρασμένο απόσπασμα και θέλοντας ο σοφιστής να αποδείξει τη βασική θέση του για το διδακτό της αρετής περιγράφει τη φροντίδα που δείχνουν για την καλλιέργειά της σε ιδιωτικό επίπεδο οι γονείς και οι δάσκαλοι και σε δημόσιο η πόλη με τους νόμους της. Ειδικότερα, μετά το 18 ο έτος της ηλικίας των παιδιών η ευθύνη για τη διαπαιδαγώγησή τους περνά από τα χέρια των δασκάλων στα χέρια της πολιτείας και τη διδαχή την αντικαθιστούν οι νόμοι, προκειμένου οι νέοι να ενταχθούν ομαλά μέσα στην κοινωνία. Οι νόμοι ισχυρίζεται ο σοφιστής καθοδηγούν, κατευθύνουν και προσανατολίζουν σωστά τη συμπεριφορά των νέων συμβάλλοντας στην αρμονική συμβίωση των μελών της κοινωνίας. Μάλιστα, οι νόμοι δεν επιβάλλονται μόνο στους απλούς πολίτες αλλά και στους άρχοντες οι οποίοι ελέγχονται και λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Κατά συνέπεια όποιος δεν υπακούει στους νόμους υφίσταται τις ανάλογες κυρώσεις που ονομάζονται «ευθύνες». Στο σημείο αυτό ο σοφιστής κάνει χρήση του όρου «εὐθῦναι». Πρόκειται για τη λογοδοσία κάθε δημόσιου λειτουργού της Αθήνας μπροστά σε ειδικούς ελεγκτές του κράτους, όταν τελείωνε ο χρόνος της θητείας του. Μάλιστα η ίδια λέξη χρησιμοποιούνταν και για την αντίστοιχη τιμωρία που επιβαλλόταν στον απερχόμενο άρχοντα. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η πόλη με τους νόμους και τις ποινές υποχρεώνει τους πολίτες να οδηγηθούν στο δρόμο της αρετής. Η πολιτεία παρεμβαίνει δυναμικά συμβάλλοντας στην εκμάθηση και τήρηση των νόμων από τους νέους και στη διαμόρφωση των αρχόντων προς αυτούς. Β4. Πώς περιγράφει ο Πλάτωνας στο πρώτο μέρος του διαλόγου Πρωταγόρας τους σοφιστές Πρόδικο, Ιππία και Πρωταγόρα; Βλ. εισαγωγή σχολ. βιβλίου σελ. : 50 «Στο μέρος αυτό του έργου < τις απόψεις του αντιπάλου του.» Β5. Για καθεμιά από τις υπογραμμισμένες λέξεις του πρωτότυπου κειμένου να γράψετε μία ομόρριζη απλή ή σύνθετη στα νέα ελληνικά. ἐλεοῦσιν = ελεημοσύνη Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 4 από 6
συλλήβδην κτητῆς ἀλογίστως παρεληλυθότος πραχθὲν ἀποτροπῆς σκυτοτόμου ἱκανῶς = σύλληψη = απόκτημα = συλλογισμός = εισιτήριο = διάπραξη = τροποποίηση = σύντομος = άφιξη ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Μετάφραση κειμένου Άνδρες Αθηναίοι, οι κατηγορίες που ο Φίλιππος απευθύνει εναντίον εκείνων που μιλούν ενώπιόν σας υπέρ των δικαίων σας, καθόλου δεν θα εμποδίσουν αυτούς να σας συμβουλεύσουν για τα συμφέροντά σας διότι θα ήταν φοβερό, αν οι επιστολές από εκείνον καταργούσαν την παρρησία επί του βήματος. Εγώ, λοιπόν, Αθηναίοι, θέλω αρχικά να εξετάσω λεπτομερώς (να μιλήσω διεξοδικά για) αυτές (τις επιστολές) τις οποίες ο Φίλιππος έχει στείλει έπειτα θα μιλήσουμε και εμείς για όσα λένε οι απεσταλμένοι. Ο Φίλιππος δηλαδή αρχίζει μεν να λέει για την Αλόννησο, ότι δήθεν τη δίνει σε εμάς, ενώ ήταν δική του, αλλά ισχυρίζεται ότι δεν απαιτείτε αυτή δικαίως από αυτόν. Έλεγε δε και σε μας τέτοιους λόγους, όταν εστάλημεν προς αυτόν ως πρεσβευτές, ότι δηλαδή κατέλαβε το νησί αφού το αφαίρεσε από ληστές και ότι αρμόζει αυτό να είναι δικό του. Γ2. Να γράψετε ό, τι σας ζητείται για καθένα από τους τύπους που ακολουθούν : ἃς : την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό (ίδιο γένος) : ἥν ἑαυτοῦ : τη δοτική ενικού αρσενικού γένους α προσώπου : ἐμαυτῷ δικαίως : τον υπερθετικό βαθμό του επιρρήματος : δικαιότατα βήματος : τη δοτική του πληθυντικού : τοῖς βήμασι πρέσβεις : την αιτιατική του ενικού : τόν πρεσβευτήν αἰτιᾶται : το γ ενικό πρόσωπο της Προστακτικής Ενεστώτα της ίδιας φωνής : αἰτιάσθω κωλύσουσι : το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου και φωνής : κωλύσειν ἀνέλοιεν : το β πληθυντικό στην Οριστική του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή: ἀνείλετε ἐπέσταλκε : το γ ενικό της Οριστικής του Μέλλοντα ενεργητικής φωνής : ἐπιστελεῖ ἔλεγε : απαρέμφατο αορίστου β στην ίδια φωνή : εἰπεῖν Γ3. Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις παρακάτω λέξεις του κειμένου : Ἀθηναῖοι, αἱ αἰτίαι, συμβούλους, ὑμῖν, διεξελθεῖν, λέγων, ὑμῖν, οὖσαν, ἑαυτοῦ, εἶναι. Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 5 από 6
Ἀθηναῖοι : ομοιόπτωτος ονοματικός επιθετικός προσδιορισμός στο ἄνδρες αἱ αἰτίαι : υποκείμενο του ρήματος κωλύσουσι συμβούλους : κατηγορούμενο στο ἡμᾶς μέσω του συνδετικού γίγνεσθαι ὑμῖν : ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική από το συμφερόντων διεξελθεῖν : τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο ρήμα βούλομαι λέγων : κατηγορηματική μετοχή ως κατηγορηματικός προσδιορισμός στο Φίλιππος από το ἄρχεται (ρήμα έναρξης) ὑμῖν : έμμεσο αντικείμενο του ρήματος δίδωσιν οὖσαν : επιρρηματική εναντιωματική μετοχή συνημμένη στο εννοούμενο Ἁλόννησον ἑαυτοῦ : γενική κατηγορηματική κτητική μέσω του εἶναι εἶναι : υποκείμενο του απαρεμφάτου προσήκειν Φπονηιζηήπια Εν-ηάξη Σελίδα 6 από 6