Oἱ Θεομητορικές Ἑορτές Τά ἱστορικά καί θεολογικά τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου Τό ἱστορικό τοῦ γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι μεγάλη Δεσποτικοθεομητορική ἑορτή, ἡ ἀρχή τῶν ἄλλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, πού συνετέλεσαν στήν ἀνακαίνιση τῆς κτίσεως καί τήν θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἶναι «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον καί τοῦ ἀπ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας λέγει ὅτι ὅλες τίς ἑορτές καί τίς ὑμνωδίες πρέπει νά τίς προσφέρουμε στόν Θεό ὡς θυσία, «πρώτη δέ πασῶν τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου», διότι ὁ Εὐαγγελισμός «πάντων ἡμῶν τῶν ἀγαθῶν ἀρχή γέγονεν». Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος ὀνομάζει τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου «ρίζα τῶν ἑορτῶν». Ὁ δέ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς λέγει: «Σήμερον ἡ Ἐκκλησία δαδουχεῖται μυστικῶς καί πυρσεύεται τήν πρώτην τῶν ἑορτῶν πανήγυριν ἄγουσα». Αὐτό λέγεται ἀπό πλευρᾶς τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν, γιατί τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ἀπό πλευρᾶς τῆς προετοιμασίας τῆς Παναγίας ἡ ἀρχή τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν εἶναι ἡ Σύλληψη τῆς ἁγίας Ἄννης. Πάντως, τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόστασή Του καί τήν θέωσε. Μετά τόν Εὐαγγελισμό ἀκολουθοῦν ὅλες οἱ ἄλλες ἑορτές, δηλαδή ἡ Γέννηση, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑπαπαντή, τά Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωση, ὁ Σταυρός, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Πεντηκοστή.
Ἀπό τήν μεγάλη πνευματική σημασία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ θά ὑπογραμμισθοῦν, κυρίως, δύο ἐνδιαφέροντα σημεῖα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέση καί μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρῶτο συνδέεται μέ τό χωρίο τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «ὅπου γάρ βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις», τό ὁποῖο εἶναι ἐλεύθερη ἀπόδοση τοῦ χωρίου τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ: «οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα» (Λουκ. α, 37). Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας νικήθηκε κάθε φυσική τάξη. Κυρίως, αὐτό φαίνεται στόν τρόπο τῆς συλλήψεως καί στόν τρόπο τῆς κυοφορίας καί τῆς γεννήσεως. Ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στήν γαστέρα τῆς Θεοτόκου ἔγινε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἦταν ἄσπορος καί ἀνήδονος, δηλαδή ἔγινε ἄνευ σπορᾶς καί ἡδονῆς. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, παρουσιάζει τόν ἀρχάγγελο νά λέγη στήν Παναγία: «Ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί σύλληψιν ἄσπορον, σύλληψιν ἄρρητον, σύλληψιν ἔνθεον, ἥν οὐκ ἀνδρός ἐγεώργησε σύνοδος». Μέ τήν ἄσπορη καί ἀνήδονη σύλληψή Του ὁ Χριστός προσέλαβε στήν ὑπόστασή Του τήν καθαρή φύση τοῦ Ἀδάμ, τήν πρό τῆς παραβάσεως καί τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, τήν μετά τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ γιά νά νικήση ἐπάνω στήν σάρκα του τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο. Ἡ κυοφορία καί ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἄκοπος, ἄφθορος καί ἀνώδυνος. Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος λέγει: «ὅπου μεθ ἡδονῆς ἡ σύλληψις, ἐκεῖ κατά λόγον μετ ὀδύνης ἡ γέννησις». Αὐτός εἶναι ὁ φυσικός τρόπος γεννήσεως τῶν ἀνθρώπων καί αὐτή εἶναι ἡ φυσική
τάξη τῶν πραγμάτων. Στήν περίπτωση τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παναγία ἔγιναν ὅλα διαφορετικά. Ἡ Παναγία δέν πόνεσε, δέν αἰσθάνθηκε ὠδίνες, γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «ὅπου τοίνυν ἡδονή τοῦ τόκου οὐ προκαθηγήσατο, οὐδέ πόνος ἐπηκολούθησεν». Αὐτό πού συνέβη στήν Παναγία, κατ ἀναλογία συμβαίνει σέ ὅσους συνδέονται μέ τόν Χριστό καί λαμβάνουν τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νικᾶται ἡ φύση τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ ὑπερβαίνεται ἡ δυαδικότητα μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, πράγμα τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς. *** Τό μυστήριο τῆς συλλήψεως καί τῆς κυοφορίας τῆς Θεοτόκου Ὁ Εὐαγγελισμός ὡς μιά «προηγηθεῖσα Πεντηκοστή» Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἕνα γεγονός ἀνεξάρτητο ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔλαβε μέρος σέ αὐτήν. Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού ἔλαβαν μέρος στήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἰδιαιτέρως ἡ Παναγία, δέν ἐκλαμβάνονται ὡς «ἐργαλεῖα». Ὁ Θεός δέν χρησιμοποιεῖ τόν ἄνθρωπο ἁπλῶς ὡς «ἐργαλεῖο» στά χέρια ἑνός τεχνίτη, ἀλλά ὡς ζωντανή ὕπαρξη, πού πρέπει νά συμμετάσχη μέ τήν θέλησή του. Αὐτό ἔγινε μέ τήν ὑπακοή τῆς Θεοτόκου. Μόλις ἡ Παρθένος Μαριάμ εἶπε τό: «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου» (Λουκ. α, 38), τότε τήν ἐπισκίασε τό Ἅγιον Πνεῦμα καί συνέλαβε στήν μήτρα της τόν Χριστό. Ὁπότε, μπορεῖ ἐδῶ νά χρησιμοποιηθῆ ἕνας «τολμηρός παραλληλισμός», κατά
τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὅτι ὁ Εὐαγγελισμός ἦταν γιά τήν Παρθένο Μαριάμ μιά «προηγηθεῖσα Πεντηκοστή». Θά πρέπει νά δοῦμε τούς παραλληλισμούς μεταξύ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί πέμπεται διά τοῦ Υἱοῦ, κατά τόν ἀποκαλυπτικό λόγο τοῦ Χριστοῦ, ἦλθε στούς Ἀποστόλους καί τούς ἔκανε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Καί πρίν ἀπό τήν Πεντηκοστή ἐνεργοῦσε τό Ἅγιον Πνεῦμα στόν κόσμο, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκανε τούς Μαθητές μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πρίν τήν Πεντηκοστή βρισκόταν ἔξω ἀπό τούς Μαθητές, ἀλλά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ Μαθητές ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός ἐνεργοῦσε τήν θέωση καί μέ τό Σῶμα Του ἔσωθεν τῶν Μαθητῶν. Μέ τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ Μαθητές ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, δηλαδή ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό καί ἔτσι ὑπερέβησαν τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο, καθώς ἐπίσης νίκησαν τόν φόβο τοῦ θανάτου, τήν θνητότητα καί φθαρτότητα, πού εἶναι τά ἀποτελέσματα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Αὐτό ἦταν μιά νέα ἐμπειρία στούς Μαθητές, γι αὐτό ἄρχισαν νά δοξολογοῦν καί νά ἀνυμνοῦν τόν Θεό καί μέ δύναμη πολλή περιῆλθαν ὅλον τόν κόσμο γιά νά κηρύξουν τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία, πού στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τά πρόσωπα τῶν Προφητῶν ἦταν πνευματική, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Αὐτό, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἔγινε στήν
Παναγία τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί κατά κάποιο τρόπο ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι μιά Πεντηκοστή πρίν τήν Πεντηκοστή. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐνεργοῦσε ἡ καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες, «οἱ ὁρῶντες», ἔβλεπαν τόν ἄσαρκο Λόγο ἔσωθεν, διά τῆς θεώσεώς τους, ἔστω κι ἄν αὐτή ἡ θέωση ἦταν προσωρινή, χωρίς νά τούς ἐλευθερώνη ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού ἡ Παναγία ἐκ Πνεύματος Ἁγίου συνέλαβε τόν ἄσαρκο Λόγο καί Τοῦ ἔδωσε σάρκα, ἔφθασε στήν θέωση διά τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, δέν εἶχε ἁπλῶς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα της, ἀλλά τόν Ἴδιο τόν σεσαρκωμένο Λόγο, τόν Χριστό, αὐτό πού ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Καί ὅπως οἱ Ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὑμνοῦσαν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος Μαρία ὕμνησε τόν Θεό μέ τόν ὑπέροχο ὕμνο πού ἔκανε κατά τήν συνάντησή της μέ τήν Ἐλισάβετ. Στήν συνέχεια μέ τό ὅτι γέννησε τόν Χριστό ἔκανε τήν μεγαλύτερη ἱεραποστολή μέσα στόν κόσμο. Δέν χρειάσθηκε νά ὁμιλήση, νά κηρύξη, νά περιοδεύση, ἀλλά μέ τό ὅτι προσφέρθηκε ὁλοκληρωτικά στόν Χριστό ἔγινε ὁ μεγαλύτερος ἀπόστολος καί μάρτυρας τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν Πεντηκοστή ζοῦν οἱ ἅγιοι, ὅταν φθάνουν στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς, πού εἶναι ἡ κατά Χάρη θέωσή τους. Ἡ Πεντηκοστή ἔγινε «ἐφ ἅπαξ» μέσα στήν ἱστορία, ἀλλά κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, φωτίζεται καί φθάνει στήν θέωση, ἀνεβαίνει στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου εἶναι μιά «προηγηθεῖσα
Πεντηκοστή», καί κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάρη Θεοτόκος, πού γεννᾶ πνευματικά τόν Χριστό μέσα στήν καρδιά του καί γίνεται πνευματική Του μητέρα, ἀνέρχεται στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς... Τό μυστήριο τῆς σιωπῆς τῆς Θεοτόκου Τό ἐκπληκτικότερο ἀπό ὅλα εἶναι ὅτι ἡ Θεοτόκος, καίτοι ζοῦσε ὅλο αὐτό τό μεγάλο μυστήριο μέσα της, καίτοι κατάλαβε ἐμπειρικῶς ὅτι ἔγινε ὁ γάμος της μέ τόν Θεό, καίτοι ζοῦσε τόν Παράδεισο μέσα της, ἐν τούτοις σιωποῦσε, δέν ἀνέφερε τό γεγονός αὐτό οὔτε στόν Ἰωσήφ. Καί στήν Ἐλισάβετ, πού τήν ἀποκάλεσε Μητέρα τοῦ Κυρίου της, δέν τῆς τό ἀποκάλυψε, ἀλλά ἀμέσως ὕμνησε τόν Θεό. Αὐτή ἡ σιωπή τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο μυστήριο. Πῶς μπόρεσε νά ἀντέξη μιά τέτοια μεγάλη καί καταπληκτική ἐμπειρία! Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού γίνεται ὑπέρ λόγον εἶναι μεγαλειώδης καί ὑπέρ αἴσθηση. Οἱ Μαθητές στό ὄρος Θαβώρ, μόλις ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Πατρός, ἔπεσαν στήν γῆ, γιατί δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν ὅλο αὐτό τό μυστήριο. Ἀλλά καί ἡ σιωπή ἀποτελεῖ μεγάλη ἀποκάλυψη καί φοβερό μυστήριο. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλη νά ἐκφράση κάποια ἐμπειρία μέ τόν λόγο, δέν μπορεῖ νά τό πράξη καί αἰσθάνεται ἀμηχανία, γιατί «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι ἀδυνατότερον», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὁ ἄνθρωπος στήν κατάσταση αὐτή προτιμᾶ νά σιωπᾶ. Ὅμως, εἶναι εὐκολότερη ἡ σιωπή στήν κατάσταση αὐτή, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ζωή τῆς αἰωνιότητος καί ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀτελεύτητη ἐμπειρία τῆς ὑπέρ λόγο καί ὑπέρ αἴσθηση ζωῆς. Ἄλλο εἶναι νά περιγράφη κανείς τήν ὡραιότητα τῆς θαλάσσης, χρη-
σιμοποιώντας λόγους, ἐπίθετα, προσδιορισμούς, καί ἄλλο εἶναι νά κολυμπᾶ μέσα στήν θάλασσα καί νά ἀπολαμβάνη αὐτό τό γεγονός, χωρίς λόγια. Πολλές φορές τά λόγια στήν περιγραφή ἀδικοῦν ἕνα μεγάλο γεγονός, ἐνῶ ἡ σιωπή τό τιμᾶ...... Ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἕνα ἐκπληκτικό γεγονός, εἶναι μέθεξη τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἶναι γεύση τοῦ Παραδείσου, εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ζωῆς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὅταν κανείς προσεύχεται, τότε ἀγγίζει τήν αἰωνιότητα. Δέχεται μέσα στήν καρδιά του τό πνευματικό πῦρ, τό ὁποῖο τόν καθαρίζει καί τόν πυρπολεῖ. Στήν ἀρχή αὐτό τό πῦρ καίει ὅλες τίς ἐσωτερικές ἀκαθαρσίες, «τά εἴδωλα τῶν παθῶν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, καί στήν συνέχεια αὐτό τό πῦρ μετατρέπεται σέ φῶς αἰωνίου ζωῆς. Τότε ἡ προσευχή στόν Χριστό γίνεται μέ ἐρωτικό τρόπο, ἡ καρδιά εἶναι μεθυσμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μεγαλύτερες ἀγάπες εἶναι μυστικές, δέν μποροῦν νά ἐκφρασθοῦν, δέν μποροῦν νά περιγραφοῦν. Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο, πού βιώνεται μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς του εἶναι μυστική, ἄρρητη, ἀνέκφραστη. Δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γι αὐτήν, δέν μπορεῖ νά τήν περιγράψη, δέν ὑπάρχουν λόγια γιά νά τήν μεταδώση, ἀφοῦ οἱ λέξεις εἶναι πολύ πτωχές, ἀλλά δέν μποροῦν καί οἱ ἀκροατές, ἄν θελήση κανείς νά πῆ κάτι, νά τήν καταλάβουν, ἀφοῦ θά τήν παρερμηνεύσουν. Ἔτσι, αὐτός ὁ θεῖος ἔρωτας παραμένει ἄρρητος, μυστικός, ἀνέκφραστος καί πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος τόν παίρνει μαζί του, ὅταν φεύγη ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ
καταληπτόν, ἡ ἀπειρία, καί ἡ ἀκαταληψία». Καί ὅσα λέμε καταφατικῶς περί τοῦ Θεοῦ δέν φανερώνουν τήν φύση Του, ἀλλά τά περί τήν φύση, δηλαδή τήν ἐνέργειά Του. Οἱ θεόπτες καί ὅταν θέλουν νά ὁμιλήσουν γιά τόν Θεό χρησιμοποιοῦν ἀποφατική ὁρολογία («ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀπερίγραπτος»), ὥστε καί ὁμιλοῦν γιά τήν πραγματική ἐμπειρία καί δηλώνουν ὅτι αὐτή ἡ ἐμπειρία εἶναι πέρα ἀπό κάθε περιγραφή. Ἔτσι, σέ τέτοιες καταστάσεις, ὅσοι εἶναι θεούμενοι καί δέν ἀσκοῦν μιά συγκεκριμένη ποιμαντική διακονία, προτιμοῦν τήν «εὔλαλη σιωπή» καί τελειοποιοῦνται μέσα στό μυστήριο τῆς σιωπῆς, πού εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Αὐτό ἔκανε καί ἡ Θεοτόκος Μαρία. Παρά ταῦτα παραμένει ἕνα μεγάλο μυστήριο: Πῶς μπορεῖ ὁ χοϊκός ἄνθρωπος νά σιωπήση μετά ἀπό μιά τέτοια μεγάλη ἐμπειρία; Εἶναι τό μυστήριο τῆς σιωπῆς πού δέν μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια. Αὐτό συνδέεται μέ τό μεγάλο μυστήριο τῆς Θεοτόκου, γιά τήν ὁποία μπορεῖ κανείς πολλά νά πῆ καί νά τήν ἑρμηνεύση ἐλάχιστα. Ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο μετά τόν Θεό, τό μεγαλύτερο πρόσωπο μετά τό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἑπομένως, «ῥᾷον σιωπῇ». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Αὕτη μου τόν νοῦν εἷλεν αἰχμάλωτον τήν γλῶσαν αὕτη ἐληΐσατο, ταύτην ὕπαρ τε καί ὄναρ φαντάζομαι...». *** Πατερικός σχολιασμός τῆς ἑορτῆς Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους Ἡ Θεοτόκος αὐτήν τήν ἐλευθερία ἀπέκτησε μέ τήν
θέωσή της στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, γι αὐτό καί ἔγινε κατοικητήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ καί συνετέλεσε στήν ἐλευθέρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πού ἐπιτεύχθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του. Ἡ Θεοτόκος μέ τήν ἀτρεψία τῆς γνώμης της συνιστᾶ τόν τέλειο ἄνθρωπο καί ἔδειξε ὅτι ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς δείχνει τήν ἀτέλεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτή ἡ ἐλευθερία πρέπει νά βιωθῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν συμμετοχή τους στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τό Βάπτισμα καθαρίζεται τό κατ εἰκόνα, μέ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος φωτίζεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας τρέφεται. Γενικά, μέ τήν συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωση. Ἡ Θεοτόκος ἐπέτυχε πρώτη αὐτή ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτήν τήν μακαρία κατάσταση τῆς θεώσεως, αὐτή μᾶς ἔδειξε τήν ὁδό, καί γι αὐτό προσευχόμαστε σέ αὐτήν νά μᾶς βοηθᾶ γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ἀληθινή ἐλευθερία.