ΠΑΡΑΜΥΘΙ #7. «Κόρη του Ήλιου» (Χουδέτσι Ηρακλείου - Κρήτη) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού. ebooks4greeks.gr



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)


ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Το παραμύθι της αγάπης

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

T: Έλενα Περικλέους

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

σχολείο, και να πάει στο κάστρο στην άλλη άκρη της πόλης για να γίνει μάγισσα. Από τότε καταράστηκε το σχολείο. Τα παιδιά έγιναν μελαγχολικά και

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Απ' το Μαρόκο η Εσμέ :: Τούντας Π. - Περπινιάδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

w w w. s t i x o i. i n f o

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Η δικη μου μαργαριτα 1

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Transcript:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #7 «Κόρη του Ήλιου» (Χουδέτσι Ηρακλείου - Κρήτη) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr ΠΑΡΑΜΥΘΙ #7 Ψηφίστε το παραμύθι που σας άρεσε περισσότερο εδώ μέχρι 30/09/2011 Δείτε όλα τα παραμύθια εδώ

Κόρη του Ήλιου (Χουδέτσι Ηρακλείου - Κρήτη) Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, μια όμορφη κυρά, από τόπο μακρινό. Είχε μαλλιά παράξενα, δεμένα αγριεμένα, σαν της αράχνης τον ιστό, δεμένα τυλιγμένα. Με χείλη κατακόκκινα σαν κερασιού το χρώμα, όπως το αίμα, που πέφτει απαλά, στο χώμα. Μάγουλα ροζ, ροζ τριανταφυλλένια, και μάτια καταπράσινα, μικρά και ρουμπινένια. Το σώμα ήτανε λεπτό, και μικροκαμωμένο, μα ήταν λευκό, σα ζάχαρη, ζαχαροζυμωμένο. Φορούσε ένα φόρεμα, λευκό μακρύ κεντημένο, τη μέρα έλαμπε στο φως, λευκό και δαντελένιο Παπούτσια δεν εφόραγε, γυμνά είχε τα πόδια, στο μονοπάτι της, θαρρώ, θα είχε πολλά ρόδια Δεν εξηγείτε αλλιώτικα, το δέρμα της λευκό, μα η όψη της, είχε το χρώμα, το ροδαλό! Αμίλητη κάθε φορά, στο ίδιο μονοπάτι, εκεί μονάχη ήτανε, καθόταν σε μιαν άκρη.

Μέρες τώρα την συναντώ, και θέλω να πλησιάσω, με τράβηξε η όψη της, κουβέντα να της πιάσω. Μια μέρα τ αποφάσισα, να πάω να της μιλήσω, ίσως την σιωπή και τα μαλλιά να λύσω Ήθελα να δω τα μαλλιά της, το μήκος την υφή τους, να δω αν είχανε το μπέρδεμα, της σκέψης της, μαζί τους Πλησίασα σιωπηλά, και κάθισα κοντά της, το μόνο που ακούστηκε, ήταν τ αναστενάγματά της Λέξη, δεν ήβρικα να πω, ούτε μια καλημέρα, καθώς στο χέρι το δεξί, είδα του Ήλιου βέρα! Σημάδι είχε από φιλί, του Ήλιου στο δάχτυλό της, μάλλον το έβαλε εκεί, να το θωρεί εμπρός της Το άρωμα από το κορμί μου θύμισε γιασεμί, μακάρι να με έπαιρνε κι εμένανε μαζί. Σκέφτηκα, καθώς ένιωσα, να με μεθά για λίγο, και σκιάχτηκα, πετάχτηκα και έκανα να φύγω! Στάσου! Μη φύγεις, κάθισε, κάθισε εδώ κοντά μου! Άκουσα την φωνούλα της, κι έχασα την μιλιά μου Ήταν σα ν άκουσα νερό κρυστάλλινο να τρέχει, όπως τη στάλα της βροχής, στη Γη μου όντε πέφτει.

Μη φύγεις σε παρακαλώ, κάτσε εδώ κοντά μου, απόψε θέλω συντροφιά, να φύγει η μοναξιά μου Τα μάθια της, γυαλίζανε, φεγγάρια αναμμένα, κι ένα δάκρυ κύλησε, στα χείλη, τα κοραλλένια Κάθισα δίπλα της, κι απλά παρατηρούσα, δάκρυ ήθελα να ήμουνα για λίγο να γλιστρούσα Ταξίδι σύντομο, απ τα μάθια στο μάγουλο της, και να σβηνα αργά, πάνω στο πρόσωπό της. Ο χρόνος, θαρρώ σταμάτησε, η ώρα δεν κυλάει, μα η καρδιά μου, γρήγορα, νιώθω ότι χτυπάει. Η σιωπή με τύλιξε, δεν έχω μπλιο μια λέξη, για να αφήσω στην κυρά, κάτι για να διαλέξει Σκέφτομαι τι ναι μπορετό κάτι να σχηματίσω, πριν φύγει κι εξαφανιστεί, για να την συγκινήσω Πες μου κυρά, τα μάθια σου, γιατί είναι δακρυσμένα, πες μου ίντα σε πείραξε, να ξηγηθώ για σένα. Μα το μόνο, που αντίκρισα, ήτανε μια ματιά, μαχαίρι κοφτερό επάνω στη καρδιά Συγγνώμη αν οι λέξεις μου, αγγίζουν την πληγή σου, μα, εσύ μου ζήτησες να μείνω εδώ, μαζί σου

Μη μου ζητάς συγγνώμη, μη μου λες, για ότι κι αν σου πω, κάτεχε εσύ δεν φταις Είχα μια αγάπη μια φορά, αληθινή αγάπη, που όπως αποδείχτηκε, ήτανε μια απάτη. Όρκο μου έκανε μια νύχτα με φεγγάρι, πως θα με αγαπά, ώσπου να πάει στον Άδη Κοίτα πως με κατάντησαν, τα λόγια και ο όρκος με δάκρυα στα μάτια μου, και στο κορμί ο πόνος. Τις μέρες μου, χαμογελώ οι άλλοι να μη θωρούνε, το πόνο που χω στη καρδιά, κι αρχίσουν να ρωτούνε. Τις νύχτες μόνη μου πενθώ, τα δόλια τα όνειρά μου, και προσπαθώ το φάρμακο, να βρω για την καρδιά μου. Κοίτα με πως κατάντησα, εξόριστη μονάχη, να κατοικώ στης θλίψης μου, την άκρη. Τα λόγια της, θεατρικά το δάκρυ της ποτάμι, ποιός είχε τέτοια δύναμη, λουλούδι να μαράνει ; Ποιός είχε τόση δύναμη, πληγές να της ανοίξει, να το γλεντήσει το κορμί κι ύστερα να τ αφήσει ; Κρίμα κρίμα την τόση ομορφιά, τη τόση καλοσύνη, πάνω που ναι στα νιάτα της, στην ερημιά να μείνει. Δεν έχω λόγια να σου πω, κυρά μου λυπημένη, μα σκέψου μήπως ο καλός σου, κάπου σε περιμένει.

Σκέψου πως κάπου βρίσκεται και σ έχει για εικόνα, μέσα στα καλοκαίρι του, και μέσα στο χειμώνα. Κι αν έφυγε αναγκαστικά, αν βρίσκετε σε μάχη ; Αν τον ανάγκασαν, να πάει σ άλλη άκρη ; Αν σ αγαπά, σε σκέφτεται και θέλει να γυρίσει, Τον όρκο που σου έκανε, αν θέλει να τηρήσει ; Παψε! Ήντα ναι αυτά που λες; Αν λίγο μ αγαπούσε, θα άφηνε σημείωμα σημάδι πως θα γυρνούσε Έστω ένα φυλαχτό, να χω δικό του χάδι, δεν θα έφευγε σιωπηλά, σκιά μες το σκοτάδι. Μην προσπαθείς μες το μυαλό παιχνίδι να ανοίξεις, η σκέψη καταλάγιασε και δεν θα την αγγίξεις. Έφυγε με παράτησε, πήρε ότι κι αν είχα, κι εδά κι εδά στα χείλη κάθεται και με κεντά η πίκρα. Θα προσπαθήσω να σταθώ, στα πόδια μου και πάλι, για όλα όσα του 'δωκα θέλω να πω χαλάλι. Και ξαφνικά το βλέμμα της, άναψε μια φωτιά, και ένιωσα να φλέγεται από πείσμα η καρδιά. Πες μου, κυρά που κατοικείς, σε λίγο που νυχτώνει,

να σε γυρίσω σπίτι σου, μην περπατήσεις μόνη. Το βλέμμα της χαμήλωσε, τα χείλη ειρωνικά γελούνε, σα να κρατούνε μυστικό, που ποτέ δεν θα πούνε. Δεν θα σου πω, που κατοικώ, γιατί αν μ ακολουθήσεις, φοβούμαι πως θα μπερδευτείς, δεν θα ξαναγυρίσεις, Θα σε ζητούν οι φίλοι σου, η μάνα ο πατέρας, και δεν θα ξέρεις που να πας, κάτω απ το φως της μέρας, Μείνε εδώ, στον κόσμο σου, στα μέρη που κατέχεις, και μην ζητάς μπλεξίματα μες την ζωή να έχεις. Σοβάρεψε το βλέμμα της, και πήρε άλλη όψη, σα το φεγγάρι που μπορεί, τον ουρανό να κόψει. Δεν με φοβίζει τίποτα, το δρόμο θα τον μάθω, ότι κι αν είναι να συμβεί, έτοιμος να το πάθω. Άσε με να 'ρθω πλάι σου, δίπλα στα βήματά σου, θα 'θελα μόνο μια στιγμή, να γίνω η σκιάσου. Να δω το μέρος όπου ζεις, που θέτεις και ξαπλώνεις, και πώς ξυπνάς τις μέρες σου, τ όνειρο σαν τελειώνεις. Μην με φοβάσαι, κοίταξε τον όρκο μου, σου δίνω, όταν μου πεις εσύ, τότε θα ξεμακρύνω.

Δεν μίλησε μα μου έγνεψε, μ ένα χαμόγελό της, κρεμάστηκα στα χείλη της, και πήγα στο πλευρό της. Ιπποτικά υποκλίνομαι κι αφήνω να περάσει, με την ελπίδα δίπλα μου, εκείνον να ξεχάσει. Χαμογελά και προχωρά, λικνίζει το κορμί της, και ποιος δεν θα θελε, να περπατά μαζί της Η σιωπή κυριαρχεί, μα οι σκέψεις χορό στήνουν, και την καρδιά μου, ήσυχη με πράμα δεν αφήνουν. Χαμογελώ ασυναίσθητα, νιώθω πως θα πετάξω, και σκέψη κάνω τολμηρή, πώς να την αγκαλιάσω Τα βήματα μου ελαφριά, δεν θέλω να τρομάξει, και το χαμόγελο απ τα χείλη της και πάλι να το χάσει Ξέρεις που πάμε ; η φωνή ζεστή μέσα στη νύχτα, και η καρδιά μου, ξεπηδά έξω από τα στήθια. Όχι, δεν ξέρω από δώ, ποτέ δεν έχω έρθει, μα δεν με νοιάζει ακολουθώ αυτό που έχω πιστέψει. Τα μάτια της καρφώθηκαν επάνω στα δικά μου, και τότε ήμουν σίγουρος, αυτή είναι ο σεβντάς μου! Μέσα στις τόσες σκέψεις μου,για κείνη και για μένα, φτάσαμε σ ένα δάσος, με δέντρα φαντασμένα Ψηλοί κορμοί πολύχρωμοι με ρίζες τυλιγμένες,

σαν δώρο ακουμπούσανε λες κι ήτανε δεμένες. Μια όαση στα μάθια μου, σ όνειρο μέσα μπήκα, για πάντα εδώ, να μείνω, ψιθυριστά, της είπα Κι εκείνη χαμογέλασε, και μου δωσε το χέρι, και πιο κοντά προσπάθησε, αμέσως να με φέρει Πλησίασα και έδωσα το αριστερό μου χέρι, αυτό που ενώνει την αορτή με της καρδιάς τα μέρη. Έλα, κοντά μην σκιάζεσαι, ο τόπος μου εδώ είναι, αν θέλεις διάλεξε μια μεριά, και όπου θέλεις μείνε Μου πε γλυκά, και έμεινα ακίνητος στη μέση, δεν ήξερε η σκέψη μου τι θέλει να διαλέξει. Εσύ κυρά μου, να μου πεις το μέρος που θα μείνω, δεν θα θελα στο τόπο σου, βάρος εγώ να γίνω Είπα κι αμέσως ντράπηκα, καλύτερα να φύγω Στάσου που πας; Περίμενε δεν σου δείξα τη λίμνη, φώναξε σα να ήθελε τα ρούχα της να πλύνει. Έμεινα εκεί ακίνητος ακόμη μια φορά, να την κοιτώ και να ζητώ να κλέψω δυο φιλιά. Η λίμνη ήταν με νερά, κρυστάλλινα καθαρά, εικόνα μαγική, ξετυλίγεται στα μάθια μου μπροστά Η νύχτα, ατελείωτη θαρρώ,πως ειν απόψε,

φεγγάρι αν είσαι χάρτινο, τον ουρανό μου κόψε Μην ξημερώσεις ουρανέ, ο ήλιος μη προδώσει, και απο δίπλα της με μιας με διώξει Όνειρο είναι σίγουρα αυτό που ζω απόψε, μην με ξυπνήσεις ουρανέ, το όνειρό μου σώσε Και ξαφνικά στις σκέψεις μου, νιώθω το άγγιγμά της, κι ένα φιλί στο μάγουλο φέρνει τη ζεστασιά της Γυρνώ το βλέμμα, πάνω της, μ αυτό κοιτάζει χάμω, πώς ν αντικρύσω τη μορφή, που το μυαλό μου χάνω Οπλίζω με θάρρος τη φωνή, μα το κορμί μου στέκει, σα το μαρμάρινο βασιλιά, στο ίδιο μέρος μένει. Παρατηρώ τα πόδια της, το φόρεμα μακρύ, μα το μυαλό μου, κόλλησε, στο δροσερό φιλί Νιώθω τα πόδια μου, να αιωρούνται, και τα συναισθήματα να εκφραστούν φοβούνται... Η νύχτα απόψε μαγική, ο ουρανός της λάμπει, τ άστρα της σβήνουνε αργά, τόσο που με τρομάζει Κι εκείνη αχ, εκείνη με τα μπλεγμένα τα μαλλιά, με το μακρύ φουστάνι, με βλέμμα ντροπαλό κεντά τα όνειρα Σιωπή στο δάσος κυριαρχεί, και μόνο το φεγγάρι, κοιτά και ρίχνει φως, τη θλίψη της να πάρει Πια θλίψη; Είναι γελαστή άραγε εγώ να φταίω;

Κατάφερα τη σκέψη της να την επαναφέρω; Θέλω να νιώσω ένα φιλί κι ας χαθεί μετά. Θα πω πως δεν την είδα, πως πέταξε μακριά Θα πω ήταν νεράιδα σε δάσος μακρινό, θα πω πως δεν την γνώρισα πως ήταν όνειρο Γιατί δεν λες αυτό που θες ;ακούστηκε η φωνή της, και άπλωσε το χέρι της, να κάτσω εκεί μαζί της.. Δίχως να χάνω τον καιρό πλησίασα δειλά, και άγγιξα με το χέρι μου, τα δεμένα της μαλλιά Ιστός αράχνης η αφή πάνω στα δάχτυλα μου, Πες μου ποιος σ έπλασε κυρά, σ έκανε ζωγραφιά μου ; Λένε ότι πατέρας μου, είναι ο Ήλιος, κι η μανά μου η φύση και πως πεθαίνει κάθε φορα που έρχεται η Δύση.. Ξαναγεννιέται την ημέρα και φορεί στο δάχτυλο μου βέρα Αυτό το βλέπεις; Αυτό είναι το σημάδι του Ήλιου του πατερά μου, που διώχνει το σκοτάδι Κόρη του Ήλιου, με είπανε γιατί έλαμψα μια μέρα, γιατί είδαν στο χέρι μου, του Ήλιου μου τη βέρα! Τα λόγια της, ξεπηδούν μέσα από παραμύθι, που το ανοίγει το παιδί και δεν θέλει να το κλείσει.

Πώς να αρνηθώ τα λόγια αυτά ; Κι ας είναι παραμύθια, όπως τα λεν τα χείλη της, τα νιώθω τώρα αλήθεια. Κυρά κόρη του Ήλιου, θα ήθελα μια χάρη, θέλω να λύσεις τα μαλλιά ο αέρας να τα πάρει. Θέλω να δω το μήκος τους, να δω την ομορφιά σου, αν κι είμαι σίγουρος πως δεν κρύβεται στα μαλλιά σου.. Να λύσω θέλεις τα μαλλιά, να δεις την ομορφιά μου ; Η ομορφιά είναι εδώ, πίσω από την καρδιά μου! Ψυχή το λένε δεν θωρείς, δεν ξέρεις τί θα πει; Να είσαι απ έξω όμορφη και μέσα να σαι κενή Όχι όχι κυρά, κατέχω ήντα ναι η ψυχή, κατέχω ήντα θα πει, τα κάλλη να ξανανοίγουν, και όχι τη ψυχή Απλά αναρωτιόμουνα, πως είναι τα μαλλιά σου, και αν τα λύσεις θ αυξηθεί για λίγο η ομορφιά σου ; Κι εκείνη τη στιγμή ήθελα ν ανοίξει η Γη να με καταπιεί. Τέτοιες λέξεις δεν έχω συνθέσει ποτέ, ποτέ, δεν έχω πει Αισθάνθηκα ανόητος, και ήθελα να φύγω γύρισα ευθύς την πλάτη μου, μα φώναξε να μείνω Το αεράκι το ελαφρύ, μου έφερε μυρωδιά, από γιασεμί που λάτρευα το άρωμα Γυρνώ με χαρά για να της πω, τί νιώθω, μα αυτό που είδα δεν μπορώ να το αποτυπώσω

Κόκκινα μακριά μαλλιά, τυλίγανε το σώμα, κι εκείνη δάγκωνε απαλά κι αμήχανα το στόμα.. Τα χείλη της κοκκίνισαν, ακόμη πιο πολύ, ήξερα πως την έπλασαν οι δώδεκα οι θεοί Δεν μίλησα μα τι να πω, αφού μιλιά δεν είχα, σεβντά που ποτέ δεν ήβρικα εδά εδά τον βρήκα Κι απ την αμηχανία της, άρχισε να μιλάει, με το βλέμμα της χαμηλά, το χώμα να κοιτάει Πες κάτι σε παρακαλώ, πες κάτι ότι να ναι πες για τ αστέρια τ' ουρανού σαν πέφτουν αν πονάνε πες μου σαν πέσουν στη Γη η σκόνη τους ριζώνει; Ή μήπως σπάνιο λουλούδι φυτρώνει; Πες μου, για τα σύννεφα, όταν αλλάζουν σχήμα, ή αν θες για γλάρους που πετούν κι αγγίζουνε το κύμα Πες μου για μέρη μακρινά, γι' αλλιωτικες θρησκείες, εάν πιστεύεις σε μάγισσες που κάνουν μαγείες Το μόνο που έχω να σου πω, είναι πως σ αγαπώ, και πως σε γάμο μυστικό, απόψε σε ζητώ Όρκο σου αφήνω εδώ στη Γη που ακουμπάς απόψε,

μια ευκαιρία για να δεις την αγάπη μου, δώσε Πες μου το ναι, κι εγώ, το άλογο θα φέρω, το μέρος που θα ζήσουμε, έννοια σου, και το ξέρω Σκέψου καλά, μα γρήγορα πριν ξημερώσει η μέρα, δεν θέλω άλλος να μπορεί να σου φορέσει βέρα Ρίχνει το βλέμμα χαμηλά, και βαριαναστενάζει, κι εκεί κατάχαμα στη Γη, τ όνειρο ανατριχιάζει Δάκρυα απο τα μαθια της, πέφτουν κάτω στη Γη, και νιώθω πως παρακαλεί να μείνει μοναχή Βρίσκω ένα δέντρο γέρικο μ ένα χοντρό κορμό, και κάθομαι σιωπηλά με αναστεναγμό Σκέψεις περνούν απ το μυαλό, σκηνές όπου δεν είδα, το μόνο που βγαίνει αχνά αχνά, είναι, κυρά μου κρίμα Κρίμα που η θλίψη έρχεται, κι αφήνει το φιλί της, που θες δεν θες ακολουθείς, κι είσαι εκεί μαζί της. Κρίμα που τόση ομορφιά, κεντάει τη σιωπή, και ρίχνεται τις νύχτες της, έρμη και μοναχή Κρίμα..που πίστεψα πως θα μπορώ, να φέρω, χαρά κι αγάπη στη ζωή, πως θα καταφέρω

Κοιτώ ψηλά τον ουρανό κλείνω, μια ολιά τα μάθια, και νιώθω την καρδιά, να σπάει κομμάτια. Νιώθω τ' αστέρια τ' ουρανού να πέφτουν στο κορμί μου, μα πόνο δεν νιώθω στο κορμί μονάχα στη ψυχή μου Αφήνω το χάδι του θεού,που τα όνειρα μου φέρνει, μα 'ναι κι αυτό πολύ βαρύ, στο σώμα μου το σέρνει Βαριά νιώθω τα βλέφαρα, και ελαφρύ το σώμα, ο ύπνος έρχεται γλυκός στη Γη κι όχι στο στρώμα Χαμε, κοιμούμαι καταγής, κοιτώντας τα αστέρια, Με ανοιχτά τα χέρια μου να πέσουν ένα ένα. Ένα κελάηδημα γλυκό, τα μάθια μου ανοίγει και η ματιά μου, τον ουρανό ξανοίγει Ξημέρωσε, και χρώματα ο Ήλιος, μου μοιράζει, καθώς την ερημιά, στο σώμα μου κοιτάζει Οι ρίζες, με αγκάλιασαν, μα τώρα με αφήνουν, στη Γη ερίζωσαν βαθιά, κι εκεί πρέπει να μείνουν Τινάζω το πουκάμισο κι ισιώνω το ζωνάρι, και ψάχνω με το βλέμμα μου, κεινη που το χει πάρει. Πήρε μυαλό, πήρε καρδιά, δίχως να προσπαθήσει, μόνο με το χαμόγελο, με έχει κατακτήσει. Κοιτώ από δω κοιτώ από κει κοιτάζω παραπέρα όμως το μόνο που θωρώ, είναι του Ήλιου η βέρα.

Πεσμένη στο χώμα το υγρό, και η κυρά να λείπει, το μόνο που αισθάνομαι, είναι πόνος και λύπη Έφυγε με τον άνεμο, στου Ήλιου το φιλί, δίχως αντίο, γεια χαρά, κάτι κάτι να πει Πώς να ημερέψω κορμί, τη σκέψη την καρδιά μου; Που άφησα ανοιχτή την πόρτα και πέταξα τα κλειδιά μου Που να γυρέψω να την βρω, ένα φιλί να κλέψω ; Τα λόγια που δεν πρόλαβα με ποιό πουλί να πέψω; Ήλιε μου, ανε τη θωρείς, έχε την καλά, κι ας είναι σ άλλη αγκαλιά, κι είναι μακριά Φεγγάρι ανε θα τη δεις, πες της πως την ζητώ, πες της ότι για κεινη θα είμαι πάντα εδώ Στο δάσος που με έφερε, θα χτίσω ένα σπίτι, όποτε θέλει να έρχεται, θα χει κάπου να μείνει Πες της, φεγγάρι ολόγιομο,πως θα την περιμένω, πως σε κάθε χρώμα τ ουρανού για κεινη θ ανασαίνω.. Στέλνω τα χαιρετίσματα, μέσα σε ένα δάκρυ, κι αφήνω τα όνειρα, στου φεγγαριού την άκρη Κλωστές να ρίξει να πιαστώ, να ανεβώ εκει μαζί του, να κεντήσει με τις ασημοκλωστές το σώμα τη πληγή του Από ψηλά, να τη θωρώ κι ας είναι μακριά μου, η εικόνα της χαράχτηκε για πάντα στην καρδιά μου

Ο παππούς μου Αντώνης Σαΐνις Μανουσάκης, γεννήθηκε έζησε και έδυσε σ' ένα χωριό στο Ηράκλειο Κρήτης, το Χουδέτσι. Τα καλοκαίρια μου, σαν ήμουν παιδί, πήγαινα και καθόμουν στο χωριό όλο τον Αύγουστο. Με τον παππού, κάναμε καλή παρέα, πηγαίναμε στ' αμπέλια, στις ελιές, σχεδόν παντού μαζί... Ο παππούς μου, δεν ήξερε γράμματα μα όλοι τον εφώναζαν ''Σαΐνι''. Κάθε καλοκαίρι λοιπόν, όταν του έλεγα εγώ τις δικές μου φανταστικές ιστορίες... ε- κείνος πάντα μου έλεγε μία... κι αυτή έχω κρατήσει... Ο παππούς, έδυσε στα 65 ξαφνικά... όταν ήμουν 10 ετών... σήμερα στα 35, μάνα πια... διαβάζω συχνά το παραμύθι αυτό στα παιδιά μου, με την ελπίδα να ζήσει αιώνια... όσο οι ρίζες μου, θα απλώνονται... Ελένη Βασιλείου Αστερόσκονη asteroskoni76@hotmail.com