Εφετείο Πειραιώς: 94/2002 Πηγή: Ε.Ν.. 30/2002 σελ. 286

Σχετικά έγγραφα
Εφετείο Πειραιά: 958/92 Πηγή: Ε.Ν.. 21/93 σελ. 71

Εφετείου Πειραιά: 501/2001 Πηγή: Ε.Ν.. 29/01 σελ.437

Εφετείο Πειραιά: 1253/88 Πηγή: Ε.Ν.. 19/1991, σελ. 106

ιατάξεις: άρθρα 2, 3 (παρ. 1), 6, 7 (παρ. 2) Ν. 1792/1988 (Σύµβαση Ρώµης), 25 ΑΚ, 1, 3, 5 (παρ. 1) ΑΝ 3276/1944, 83, 105 ΚΙΝ, Ν 551/1915

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ελεύθερα οποιοδήποτε δίκαιο, ακόµη και δίκαιο που δεν έχει καµία σχέση µε τη σύµβασή τους, εκτός και αν πρόκειται για τους λεγόµενους κανόνες αµέσου ε

Εφετείο Πειραιώς: 1166/1996 Πηγή: Νοµικό Βήµα, σελ. 814, τοµ. 45/97

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

ικαστής: κ. Μ. ΙΩΑΚΕΙΜ (πρόεδρος Πρωτοδικών) ικηγόροι: κ.κ. Κ. Λιασίδης, Α. Πασιπουλαρίδης, Κ. Καταβάτης, Μ. Σωτηροπούλου

Εφετείο Πειραιώς: 1201/1995 Πηγή: Ε.Ε.. 55/96, σ.970.ε.ε.2/96, σ.195

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Εφετείο Πειραιώς: 155/2002 Πηγή: Ε.Ν.. 30/01 σελ. 448

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Α.Π ΓΧ/ΠΚ/ΜΣ 30 Αυγούστου 2013

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Άρειος Πάγος: 1486/1995 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 4 (1996) σελ. 415, Ε.Ε..56/97, σ.325,.ε.ν. 52/96, σ. 238

Α Π Ο Φ Α Σ Η 108/2013

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Άρειος Πάγος Αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης και ύψος αποζημίωσης.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Τροπολογία. Martina Dlabajová εξ ονόματος της Ομάδας ALDE

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Οδηγίες για την υποβολή αίτησης ρύθµισης των οφειλών υπερχρεωµένων φυσικών προσώπων στο Ειρηνοδικείο

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 6537/2001

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Περίληψη ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΜΕΡΟΣ IV ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘ Η Ν ΩΝ Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 3869/2010)

σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ


Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιά: 1269/92 Πηγή: Ε.Ν. 21/93 σελ. 396

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πολυµελές Πρωτοδικείο Πειραιώς 230/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σελ. 38,.Ε.Ε. 6/96, σελ. 637

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Άρθρο 4 Φορείς πιστοποίησης Άρθρο 5 Προσφυγή στη διαµεσολάβηση Άρθρο 6 Διαδικασία

Αριθμός αποφάσεως 5520/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 27/1995 Πηγή: ΕΕ 1 (1996) σελ. 76

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

ΕΠΕΙΓΟΝ

Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιά: 1344/2003 Πηγή: Ε.Ν. 31/03 σελ. 111

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός 95/2013 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΕΚΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ.

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΣτΕ Η φορολόγηση της «πραγματικής αξίας πώλησης μετοχών» μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4267/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 81/2011

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΑΠΟΦΑΣΗ 1202/2016 Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής: 1484/ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Αθήνα 18 Δεκεμβρίου. Προς τον Πρόεδρο του ΣΕΥΠ-ΠΕΔΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ-ΒΟΡ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

6) Το γεγονός ότι σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 227 παρ.2 του Ν.3852/2010 «Ο Ελεγκτής Νοµιµότητας αποφαίνεται επί της προσφυγής µέσα σε αποκλειστι

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Απόφαση ικαστηρίου. Πρόεδρος: κ.. ΜΠΟΥΖΟΥΛΑΣ Εισηγητής: κ. Ι. ΚΟΡΟΤΖΗΣ ικηγόροι: κ.κ. Γ. Γεωργιάδης, Θ. Σταυριανός, Κ.-Ε.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

ΑΠ 686/2017 Μη μείωση αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Βρυξέλλες, COM(2009)81 τελικό

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

Transcript:

Εφετείο Πειραιώς: 94/2002 Πηγή: Ε.Ν.. 30/2002 σελ. 286 Παραγραφή αξιώσεων κατ αντιπροσώπου ν. 762/78. Σ Ρώµης 1980. µεταβίβαση πλοίου. Παλιννόστηση. Παραγραφή αξιώσεων από τη σύµβαση ναυτολόγησης κατά αντιπροσώπου ν. 762/1978. Εξάµηνη από την καταγγελία της σύµβασης ναυτολόγησης. Η προθεσµία αυτής κατ άρθρ. 241 παρ. 1 ΑΚ αρχίζει από την εποµένη της καταγγελίας και λήγει κατ άρθρ. 242 ΑΚ όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ηµέρα και αν είναι αργία ή Σάββατο (άρθρ. 1 παρ. 12 ν. 1157/81) όταν περάσει η επόµενη εργάσιµη. Μετά τη διακοπή της παραγραφής µε την άσκηση αγωγής αρχίζει νέα οµοειδής, η οποία διακόπτεται µετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Ο χρόνος παραγραφής µπορεί να συµπληρωθεί και εφόσον ανάµεσα στη δηµοσίευση της απόφασης και την άσκηση ενδίκου µέσου δε µεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη. Λόγος αναστολής του χρόνου παραγραφής είναι µεταξύ άλλων και ο δόλος του υπόχρεου. Τέτοιος υφίσταται όταν µετά την έκδοση πρωτοβάθµιας απόφασης ο αντίδικος προκαλεί δόλια συζήτηση για συµβιβαστική επίλυση της διαφοράς και πριν τη συµπλήρωση της παραγραφής διαβεβαιώνει τον αντίδικο πληρεξούσιο ότι ακόµη και σε περίπτωση µη επίτευξης συµβιβασµού δε θα προέβαλε στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο την ένσταση παραγραφής. ιεθνής Σύβαση Ρώµης 1980 (κυρ. ν. 1792/88, ισχύς από 1.4.91) και εφαρµοστέο δίκαιο στη σύµβαση ναυτικής εργασίας. Προβλέπει ότι η σύµβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συµβαλλόµενα µέρη. Η επιλογή όµως του εφαρµοστέου δικαίου δεν µπορεί να στερήσει τον εργαζόµενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρµοστέο αν δεν είχε γίνει η επιλογή, ήτοι (α) του δικαίου της χώρας όπου ο εργαζόµενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύµβασης ακόµη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα (β) ο εργαζόµενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε µια µόνο χώρα, του δικαίου της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που τον προσέλαβε, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύµβαση συνδέεται στενότερα µε άλλη χώρα οπότε εφαρµοστέο είναι το δίκαιο της χώρας αυτής. εν πρέπει όµως να θίγονται οι κανόνες της χώρας του δικαστή που δικάζει την υπόθεση και ρυθµίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρµοστέο στη σύµβαση δίκαιο δηλ. οι κανόνες άµεσης εφαρµογής (άρθρο 7 παρ. 2 ΣΡ). Στις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατ άρθρ. 3 παρ. 3 ΣΡ περιλαµβάνονται και ο διατάξεις των ειδικά εφαρµοζοµένων για τους εργαζόµενους συλλογικών συµβάσεων που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών, τις αποδοχές άδειας και την αποζηµίωση λόγω απόλυσης. Οι κανόνες άµεσης εφαρµογής δεν ταυτίζονται κατ ανάγκη µε τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου, ούτε υπάγονται όλοι σ αυτούς. Οι ένδικες συµβάσεις παρουσιάζουν στενότερο σύνδεσµο µε το ελληνικό δίκαιο, διότι καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, µε ελληνική αντιπρόσωπο εταιρεία και Έλληνα εκπρόσωπο ενώ και η πλοιοκτήτρια εταιρεία ήταν ελληνικών συµφερόντων, πολλά µέλη του πληρώµατος µεταξύ των οποίων και ο πλοίαρχος ήταν Έλληνες, η διαχείριση του πλοίου γινόταν από την Ελλάδα, η σύνταξη των λογαριασµών µισθοδοσίας γινόταν σε έντυπα που χρησιµοποιούν ελληνικά πλοία µε µνεία κρατήσεων που προβλέπονται από την ελληνική νοµοθεσία (ΝΑΤ, ΟΓΑ, ΠΝΟ, χαρτόσηµο κ.ά.). Μεταβολή του προσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή. εν επιφέρει τη λύση της σύµβασης εργασίας κατ άρθρ. 6 παρ. 1 ν. 2112/20. Η συνέχιση της σύµβασης εξαρτάται από τη µεταβολή του προσώπου του εργοδότη, ο οποίος θεωρείται το πρόσωπο για λογαριασµό του οποίου παρέχεται η εργασία στο πλοίο. Η γενικότερη αρχή του παραπάνω άρθρου εναρµονίζεται µε τη σύµβαση ναυτολόγησης έστω και αν ο νόµος δεν εφαρµόζεται στη ναυτική εργασία. Η ίδια αρχή προκύπτει και από το άρθρο 3 παρ. 2 π.δ. 572/1988, µε το οποίο η ελληνική νοµοθεσία εναρµονίζεται προς την οδηγία της ΕΟΚ 77/187/4-2-1977. Ευθύνη αντιπροσώπου ν. 762/1978. Υφίσταται ανεξάρτητα από το δίκαιο που ρυθµίζει κατ άρθρ. 25 ΑΚ και Σ της Ρώµης, τη σύµβαση της ναυτικής εργασίας. Οι διατάξεις του ν. 762/1978 αποτελούν κανόνες άµεσης εφαρµογής και περιέχουν συγχρόνως λανθάνοντες

κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζει ως εφαρµοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη lex fori. Μεταβίβαση πλοίου. Περιορισµένη ευθύνη αποκτώντος επί µεταβίβασης πλοίου ως οµάδας περιουσίας µοναδικό περιουσιακό στοιχεί- δηλ. µέχρι της αξίας των µεταβιβαζοµένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία (479 ΑΚ). Η απίτηση του δανειστή κατά του αποκτώντος περιουσία ή επιχείρηση που βαρύνεται µε χρέη αποτελεί εξωσυµβατική ενοχή επί της οποίας εφαρµόζεται το δίκαιο που αρµόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Παλιννόστηση. ικαιούται ο απολυόµενος ναυτικός για οποιαδήποτε αιτία που δεν µπορεί να καταλογισθεί σε αυτόν σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 1 περ. δ της υπ αρ. 23 Σ Εργασίας (κυρ. ν. 1130/1981), η οποία παρέχει ευρύτερη προστασία εκείνης του 78 ΚΙΝ. Πρόεδρος: Ε. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ Εισηγητής: Β. ΛΥΚΟΥ ΗΣ ικηγόροι: Π. Σιούφας, Β. Σαξώνης Κατά το άρθρο 1 παρ. 3 ν. 762/78 ο αξιώσεις του ναυτικού εκ του νόµου αυτού, ο οποίος συνήψε σύµβαση ναυτολογήσεως µε τον αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη, εφόσον στρέφεται κατ αυτού (αντιπροσώπου), υπόκεινται σε εξάµηνη παραγραφή, εκτός των αξιώσεων ένεκα ναυτικού ατυχήµατος, οι οποίες υπόκεινται σε παραγραφή τριάντα µηνών. Άρχεται δε η παραγραφή αυτή από της καθ οιονδήποτε τρόπο λύσεως της συµβάσεως ναυτολογήσεως (ΕΠ 1138/1996 Νµλ Ναυτ. Τµ. Εφ. Πειρ. 1996-97 σελ. 612, ΕΠ 545/1994 ΕΝ 22.353, ΕΠ 375/1995 ΕΝ 24.206, ΕΠ 234/1992 ΕΝ 21.274 Καµβύση Ναυτεργατικό ίκαιο σελ. 296 και εκεί νµλγ). Σύµφωνα µε την πιο πάνω διάταξη, που ως προς ο θέµα της έναρξης της παραγραφής συµπορεύεται µε τη ρύθµιση του άρθρου 251 ΑΚ, η µεν παραγραφή της αξίωσης του ναυτικού αρχίζει από την ηµέρα της καταγγελίας της σύµβασης ναυτολόγησης, η δε προθεσµία αυτής κατά το άρθρο 241 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που έχει εφαρµογή γενικώς στον υπολογισµό του χρόνου, από την εποµένη του πιο πάνω χρονικού σηµείου. Η ίδια προθεσµία λήγει κατά το άρθρο 242 ΑΚ όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ηµέρα και αν είναι κατά το νόµο αργία (ή Σάββατο -άρθρο 1 παρ. 12 ν. 1157/81- βλ. ΑΠ ολ 33/1996 Ελ νη 38.34, ΑΠ ολ 266/1985 Ελ νη 26.464, ΑΠ 119/2000 Ελ νη 41.1035, ΑΠ 782/2000 Ελ νη 42.154, ΑΠ 1038/2000 Ελ νη 42.436, ΕΠ 3/1998 ΕΝ 26.470 κ.α.), όταν περάσει η εποµένη εργάσιµη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε µε την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή οµοειδής µε αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσµης ή συνήθους- ευθύς από την αγωγή αυτή, διακόπτεται δε µετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αµέσως µετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη µε την αρχική παραγραφή, η οποία µπορεί να συµπληρωθεί µε την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι αυτή, εφ όσον δεν µεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι εφόσον η αξίωση έχει καταστεί επίδικη µπορεί να συµπληρωθεί εν επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν. (ΑΠ 852/2001 Ελ νη 42.928, ΑΠ 540/1999 Ελ νη 41.133, ΑΠ 1912/1999 Ελ νη 42.152 κ.α.). Ο χρόνος της παραγραφής δύναται να συµπληρωθεί και όταν από τη δηµοσίευση της οριστικής αποφάσεως που συνιστά την τελευταία διαδικαστική πράξη και µέχρι να αρχίσει νέα δίκη µε την άσκηση ενδίκου µέσου, δεν µεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής της παραγραφής (ΑΠ ολ 1143/1983 ΝοΒ 32.673 Ελ νη 25.126, ΕΠ 1138/96 ο.π. ΕΠ 387/1999 ΕΝ 27.287). Ωστόσο ο νόµος αναγνωρίζει σοβαρούς λόγους διακοπής, συνεπεία των οποίων η πάροδος του χρόνου δεν έχει δυσµενείς συνέπειες για τον δανειστή. Τέτοιοι λόγοι αναστολής της παραγραφής είναι πλην άλλων και ο δόλος του υπόχρεου (255 ΑΚ-ΑΠ 852/2001 Ελ νη 42.928). [ ] Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύµβαση ρυθµίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα µέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρµόζεται το δίκαιο που αρµόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (βλ. και ΑΠ 424/1995 ΕΝ 24, 124). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 6 και 10 της Σύµβασης της Ρώµης του

1980, για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές, που κυρώθηκε στην Ελλάδα µε το ν. 1792/1988, έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος και τέθηκε σε ισχύ την 1/4/1991, έχει δε οικουµενική εφαρµογή, συνάγεται ότι τα µέρη είναι δυνατόν να επιλέξουν το δίκαιο που θα διέπει τη σύµβαση. Η επιλογή όµως από τους συµβαλλόµενους του εφαρµοστέου δικαίου, προκειµένου για σύµβαση εργασίας, δεν µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα να στερήσει τον εργαζόµενο από την προστασία που εξασφαλίζουν σ αυτόν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου που θα ήταν εφαρµοστέο, αν δεν είχε γίνει η επιλογή. Οι διατάξεις αυτές είναι του δικαίου της χώρας όπου ο εργαζόµενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύµβασης, ακόµη και αν έχει αποσπασθεί προσωρινά σε άλλη χώρα, ή, αν ο εργαζόµενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε µία µόνο χώρα, αυτές του δικαίου της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση που τον προσέλαβε, εκτός εάν και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύµβαση της εργασίας συνδέεται στενότερα µε άλλη χώρα, οπότε εφαρµοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας (ΑΠ 654/1997 ΕΝ 25.372, ΑΠ 1197/1999 Ελ νη 41.724, ΕΝ 27.355, ΑΠ 515/1998 ΕΕ 58.646, ΕΝ 26.375, ΑΠ 561/2001 ΕΝ 29.283 ΑΠ 541/2001 ΕΝ 29.286). Περαιτέρω, όµως το τελευταίο αυτό δίκαιο, που προκρίνεται ως εφαρµοστέο στη σύµβαση εργασίας, πρέπει, σύµφωνα και µε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας Σύµβασης, να µη θίγει την εφαρµογή κανόνων δικαίου στη χώρα του δικαστή που δικάζει την υπόθεση, οι οποίοι ρυθµίζουν αναγκαστικά την περίπτωση, ανεξάρτητα από το εφαρµοστέο στη σύµβαση δίκαιο. Πρόκειται για τους λεγόµενους κανόνες άµεσης εφαρµογής (βλ. σχετ. ΑΠ 561/2001 ο.π., ΑΠ 541/2001 ΕΝ 29.286 ΕΠ 3/1998 ΕΝ 26.470, ΕΠ 520/1993 ΕΝ 21.432, και εκεί σηµειούµενη νµλγ). ιατάξεις αναγκαστικού δικαίου, σύµφωνα µε άρθρο 3 παρ. 3 της ίδιας Σύµβασης θεωρούνται εκείνες από τις οποίες το δίκαιο της χώρας στην οποία ισχύουν δεν επιτρέπει παρέκκλιση, σ αυτές δε περιλαµβάνονται, µεταξύ άλλων, οι διατάξεις των ειδικά εφαρµοζοµένων για τους εργαζοµένους συλλογικών συµβάσεων, που καθορίζουν τα ελάχιστα όρια αποδοχών, αποδοχές αδείας και αποζηµίωση λόγω απολύσεως (ΑΠ 541/2001 ο.π., ΑΠ 541/2001 ΕΝ 29.286, ΑΠ 654/1997 ΕΝ 25.372, ΑΠ 515/1998 ΕΝ 26.375, ΑΠ 1197/99 ΕΝ 27.355, ΕΠ 1276/1997 ΕΝ 25.443, ΕΠ 520/1993 ΕΝ 21.431, ΕΠ 308/1999 ΕΝ 27.287, ΕΠ 3/1998 ΕΝ 26.470 και εκεί νµλγ). Σχετικά µε την εφαρµογή των ελληνικών ΣΣΝΕ και επί αλλοδαπών ναυτικών (βλ. ΑΠ ολ 47/1987 ΕΝ 15.385, ΑΠ 668/1985 ΕΝ 14.76). Πρέπει δε να παρατηρηθεί ότι οι κανόνες άµεσης εφαρµογής δεν ταυτίζονται κατ ανάγκη µε τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου, ούτε υπάγονται όλοι σ αυτούς (βλ. σχετ. ΑΠ 561/2001, ΑΠ 541/2001 ο.π.). Στην προκειµένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και από τις ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί νοµοτύπως κατ άρθρο 671 παρ. 1 Κπολ ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αποδείχθηκαν τα εξής: Η πρώτη εναγοµένη-εκκαλούσα εφεσίβλητη εταιρεία, που εκπροσωπείται από τον τρίτο εναγόµενο-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, η οποία εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αλλοδαπής εταιρείας P.S. SA, που εδρεύει στην Κύπρο, πλοιοκτήτριας τότε του µε Κυπριακή σηµαία φορτηγού πλοίου P 33.552 κ.ο.χ., 54.540 TDW, προσέλαβε τους ενάγοντες µε χωριστές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά στις 4/1/1998. Οι ενάγοντες αλλοδαποί ναυτικοί ναυτολογήθηκαν στο πιο πάνω πλοίο την ίδια ηµέρα ο πρώτος ως βοηθός µάγειρα, ο δεύτερος ως ναύτης και ο τρίτος ως ανθυποπλοίαρχος. Ο µηνιαίος µισθός του πρώτου καθορίσθηκε στο ποσό των 750 δολαρίων ΗΠΑ, του δεύτερου των 730 ολ. ΗΠΑ και του τρίτου των 1500 δολαρίων ΗΠΑ, ή στο ισότιµο σε δραχµές ποσό των 210.000, 205.000 και 420.000 δραχµών αντίστοιχα. Με τις συµβάσεις αυτές ρητώς συµφωνήθηκε ότι ο ενάγοντες προσλαµβάνονται µε τις πιο πάνω ειδικότητες και αποδοχές «για περίοδο που καθορίζεται από το σχετικό δίκαιο της Κυπριακής κυβερνήσεως». [ ] Από τα προαναφερόµενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισµοί των διαδίκων περί ειδικής συµφωνίας για την υπαγωγή των ενδίκων συµβάσεων στο επικαλούµενο απ αυτούς δίκαιο. Ειδικότερα, από τον πιο πάνω αναφερόµενο και περιεχόµενο όρο των συµβάσεων περί προσλήψεως των εναγόντων «για περίοδο που καθορίζεται από το σχετικό δίκαιο της Κυπριακής κυβερνήσεως», σαφώς προκύπτει ότι οι συµβαλλόµενοι υπήγαγαν στο δίκαιο της Κύπρου τις συµβάσεις αυτές µόνο ως προς τη διάρκειά τους, χωρίς να συµφωνηθεί η εξ ολοκλήρου υπαγωγή τους στο εν λόγω δίκαιο. Η κατ αυτό τον τρόπο ρύθµιση τµήµατος

µόνο των συµβάσεων είναι επιτρεπτή-(βλ. ΕΠ 250/1996 ΕΝ 24.344). Έτσι, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 25 ΑΚ, σε συνδυασµό µε τις προαναφερόµενες διατάξεις της.σ. της Ρώµης, που εφαρµόζονται και για τις ένδικες συµβάσεις, εφαρµοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο που αρµόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και το οποίο είναι το ελληνικό, σύµφωνα µε τα όσα θα γίνουν δεκτά πιο κάτω. Περαιτέρω όµως ακόµη και στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι τα συµβαλλόµενα µέρη µε τον προαναφερόµενο όρο των συµβάσεων συµφώνησαν την υπαγωγή αυτών στο δίκαιο της Κύπρου και πάλι εφαρµοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό. Τούτο δε διότι, όπως αποδείχθηκε, το δίκαιο που συνδέεται στενότερα µε τις συµβάσεις αυτές είναι το ελληνικό και εποµένως η επιλογή του δικαίου της Κύπρου, ως εφαρµοστέου, δεν µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα να στερήσει τους ενάγοντες ναυτικούς, οι οποίοι συνήθως δεν παρέχουν την εργασία τους σε µία µόνο χώρα, από την προστασία που εξασφαλίζουν σ αυτούς οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ελληνικού δικαίου που θα ήταν εφαρµοστέο, αν δεν είχε γίνει η επιλογή. Ειδικότερα, το δίκαιο που συµφωνήθηκε ότι θα διέπει την σύµβαση ταυτίζεται µε εκείνο της σηµαίας του πλοίου, δηλαδή µε εκείνο της χώρας όπου οι εργαζόµενοι ναυτικοί παρείχαν στην συγκεκριµένη περίπτωση την εργασία τους. Το δίκαιο αυτό, το οποίο κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 εδ. α της Σύµβασης της Ρώµης θα ήταν καταρχήν εφαρµοστέο, πλην της σηµαίας του πλοίου, δεν συνδέεται κατ άλλον τρόπο µε τις συµβάσεις, αφού η πλοιοκτήτρια εταιρεία, εκτός από την εγγραφή του πλοίου στο νηολόγιο, δεν είχε άλλο σηµαντικό σύνδεσµο µε την Κύπρο. Αντίθετα οι ένδικες συµβάσεις παρουσιάζουν από το σύνολο των περιστάσεων στενότερο σύνδεσµο µε το ελληνικό δίκαιο, διότι αυτές καταρτίσθηκαν στο Πειραιά µε ελληνική αντιπρόσωπο εταιρεία και Έλληνα εκπρόσωπο της τελευταίας, ενώ και η πλοιοκτήτρια εταιρεία ήταν ελληνικών συµφερόντων. Επιπλέον πολλά µέλη του πληρώµατος του πλοίου στο οποίο προσλήφθηκαν να εργαστούν οι ενάγοντες ήταν Έλληνες, µεταξύ των οποίων και πλοίαρχος. Επίσης η διαχείριση του πλοίου, τόσο κατά την κατάρτιση των συµβάσεως, αλλά και µέχρι τη λύση της, γινόταν από την Ελλάδα (Πειραιά), σύνταξη των λογαριασµών µισθοδοσίας γινόταν σε έντυπα που χρησιµοποιούν ελληνικά πλοία, όπου γίνεται µνεία κρατήσεων που προβλέπονται από την ελληνική νοµοθεσία (ΝΑΤ, ΟΓΑ ΠΝΟ, χαρτόσηµο κλπ). Το δίκαιο εποµένως αυτό που συµφωνήθηκε ως εφαρµοστέο (Κύπρου), ενόψει του χαλαρού δεσµού µε την ένδικη σύµβαση δεν πρέπει να στερήσει τον εργαζόµενο ενάγοντα από την εφαρµογή των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων των ελληνικών συλλογικών συµβάσεων εργασίας µεταξύ των οποίων περιλαµβάνονται και αυτές που καθιστούν υποχρεωτική την πληρωµή των νοµίµων αποδοχών, αποδοχών αδείας, αµοιβή υπερωριακής εργασίας και αποζηµίωση λόγω απολύσεως, σύµφωνα µε τη πιο πάνω διάταξη του άρθρου 6 της.σ. της Ρώµης (και όχι της µη εφαρµοζόµενης στην προκειµένη περίπτωση διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 της ίδιας.σ.). Στις διατάξεις δε του ελληνικού δικαίου στηρίζουν και οι ενάγοντες τις αναφερόµενες στην αγωγή απαιτήσεις τους. Επίσης το επικαλούµενο από τους εναγόµενους ως εφαρµοστέο δίκαιο της Μάλτας για το µετά τις 28/1/1998 διάστηµα, ουδεµία σχέση είχε µε τις συµβάσεις που καταρτίσθηκαν στις 4/1/1998 (στις 28.1.1998 δεν καταρτίσθηκαν άλλες συµβάσεις, όπως θα αναφερθεί στην επόµενη παράγραφο). Συνεπώς το Πρωτοβάθµιο ικαστήριο, αν και εν µέρει διαφορετική αιτιολογία έκρινε ότι οι ένδικες συµβάσεις ρυθµίζονται από το ελληνικό δίκαιο, δεν έσφαλε, και οι αιτιάσεις των εναγοµένων-εκκαλούντων, οι οποίοι διαλαµβάνονται στον πρώτο λόγο της εφέσεως αυτών (στοιχείο δ), µε τις οποίες υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιµες και πρέπει να απορριφθούν. Η µεταβολή από οποιαδήποτε αιτία του προσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή δεν επιφέρει τη λύση της συµβάσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2121/20 η δε συνέχιση δε της συµβάσεως δεν εξαρτάται από τη µεταβολή του προσώπου του εργοδότη, ο οποίος στη σύµβαση ναυτολογήσεως πρέπει να θεωρηθεί το πρόσωπο για λογαριασµό του οποίου παρέχεται η εργασία στο πλοίο, δηλαδή κατά κανόνα ο εκµεταλλευόµενος αυτό είτε ως πλοιοκτήτης είτε ως εφοπλιστής. Τούτο προκύπτει από τη θεσπιζόµενη µε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/20 γενικότερη αρχή, η οποία εναρµονίζεται και µε τη σύµβαση ναυτολογήσεως έστω και αν ο νόµος αυτός δεν εφαρµόζεται στη ναυτική εργασία. (. Καµβύση, Ναυτεργατικό ίκαιο 1994 σελ. 161, 319 σηµ. 8α). Η ίδια αρχή προκύπτει και από µε τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του π.δ. 572/1988, µε το οποίο η ελληνική νοµοθεσία

εναρµονίζεται προς την οδηγία της ΕΟΚ 77/187/14-2-1977 (βλ. ΑΠ 318/1998 Ελ νη 39.1578). Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 762/78 προκύπτει ότι η επέκταση της ευθύνης και στα αναφερόµενα στον εν λόγω νόµο πρόσωπα του αντιπροσώπου και του νοµίµου εκπροσώπου τούτου, αν εκείνο είναι νοµικό πρόσωπο, χωρεί ανεξάρτητα από το δίκαιο που ρυθµίζει κατά το άρθρο 25 ΑΚ και τη Σ Ρώµης, κατά τα πιο πάνω αναφερόµενα, τη σύµβαση ναυτικής εργασίας, ακόµη δηλαδή και αν πρόκειται να εφαρµοσθεί αλλοδαπό δίκαιο που δεν προβλέπει ανάλογη ευθύνη του αντιπροσώπου. Η καθιέρωση της ευθύνης του αντιπροσώπου ως συνέπεια της εξουσίας του να αντιπροσωπεύει τον εργοδότη στην κατάρτιση της σύµβασης ναυτικής εργασίας, δηλαδή ως συνέπεια της πληρεξουσιότητας αυτού, επιβάλει την παραδοχή ότι εκείνη διέπεται από το δίκαιο του τόπου όπου ενεργεί ο πληρεξούσιος (Lex loci actus) και κατά συνέπεια, εφόσον σύµφωνα µε τον παραπάνω νόµο η ενέργειά του γίνεται στην Ελλάδα, το ελληνικό δίκαιο τυγχάνει στην προκειµένη περίπτωση εφαρµογής και ειδικότερα ο ν. 762/78, οι διατάξεις του οποίου αποτελούν κανόνες άµεσης εφαρµογής και περιέχουν συγχρόνως λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που καθορίζει ως εφαρµοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου την lex fori (ΑΠ 1288/1994, ΕΠ 65/1997 Νµλγ Εφ Πειρ 1996-97 σελ. 189). Κατά το άρθρο 479 ΑΚ, το οποίο εφαρµόζεται και για απαιτήσεις από σύµβαση ναυτικής εργασίας, σε περίπτωση µεταβιβάσεως περιουσίας αυτός που την αποκτά ευθύνεται έναντι του δανειστή µέχρι την αξία των µεταβιβαζοµένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία. Η διάταξη δε του άρθρου αυτού εφαρµόζεται και επί µεταβιβάσεως πλοίου ως οµάδα περιουσίας µοναδικό περιουσιακό στοιχείο- για τις αξιώσεις ναυτικού εργαζοµένου στο πλοίο αυτό µε σύµβαση ναυτικής εργασίας (ΑΠ 424/1995 ΕΝ 24.124, ΑΠ 424/1995 ΕΝ 24.124, πρβλ ΕΠ 87/1995 ΕΝ 24.18, ΕΠ 694/1993 ΕΝ 22.16 βλ. και Καµβύση ο.π. σελ. 112). Παραλλήλως, όπως προαναφέρθηκε, κατά τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 της από 19-6- 1980 Σύµβασης της Ρώµης, η σύµβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συµβαλλόµενα µέρη, στην περίπτωση δε που το δίκαιο αυτό δεν έχει επιλεγεί, η σύµβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας µε την οποία συνδέεται στενότερα. Η ρύθµιση αυτή είναι ταυτόσηµη µε εκείνη του άρθρου 25 ΑΚ, σύµφωνα µε το οποίο αν τα µέρη δεν υποβλήθηκαν σε ορισµένο δίκαιο, εφαρµόζεται εκείνο που αρµόζει στην σύµβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Με τις διατάξεις όµως αυτές ρυθµίζεται το εφαρµοστέο δίκαιο επί διεθνών συναλλαγών, όταν πρόκειται για ενοχή από σύµβαση και όχι και για εξωσυµβατική ενοχή, όπως είναι η απαίτηση του δανειστή κατ εκείνου που αποκτά περιουσία ή επιχείρηση που βαρύνεται µε χρέη (άρθρο 479 ΑΚ) και αυτό διότι από το συνδυασµό των περιεχόντων διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ορισµών του ΑΚ, προκύπτει ότι επί εξωσυµβατικών ενοχών, εφαρµόζεται το δίκαιο που αρµόζει από το σύνολο των εδικών συνθηκών και εξευρίσκεται µε την στάθµιση των στοιχείων που θεµελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίµηση των περιστάσεων και συνθηκών (ΕΠ 990/1993 ΕΝ 22.165, ΕΠ 825/1990 ΕΝ 19.128, ΕΠ 22/1990 ΕΝ 18.149, ΕΠ 1193/1995 και 1105/95, ΕΡ 486/1998 αδηµ, ΕΑ (πλειοψ) 1780/1977 ΕΕµπ ΚΗ 455, βλ. και Τούση, Γεν. Αρχαί παρ. 16, έκδ. Β, Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου τ.π, άρθρο 479 VIII σελ. 665). [ ]. Περαιτέρω από τα αυτά αποδεικτικά µέσα που αναφέρθηκαν πιο πάνω αποδείχθηκαν και τα εξής: Οι ενάγοντες µετά τη ναυτολόγησή τους στο ένδικο πλοίο προσέφεραν σ αυτό τις υπηρεσίας τους µε την ιδιότητα που προσλήφθηκαν µέχρι στις 3/8/1998, ηµεροµηνία κατά την οποία απολύθηκαν στο Μπαντάρ Αµπάς του Ιράν µε δική τους αίτηση, η οποία έγινε δεκτή από τον πλοίαρχο. Ο ισχυρισµός αυτών ότι απολύθηκαν µετά από µονοµερή και αναίτια καταγγελία της συµβάσεως αυτών από τον πλοίαρχο δεν αποδείχθηκε. Το αναφερόµενο στην ένορκη βεβαίωση που προσκοµίζουν οι ενάγοντες και µη περιεχόµενο στην αγωγή περιστατικό, ότι αυτοί απολύθηκαν από τον πλοίαρχο διότι διαµαρτυρήθηκαν για την µη καταβολή οφειλοµένων σ αυτούς αποδοχών, δεν κρίνεται πειστικό ενόψει και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι η απόλυση αυτών έγινε όχι για το λόγο αυτό, αλλά διότι οι ίδιοι ο ενάγοντες ζήτησαν την απόλυσή τους. Συνεπώς αυτοί δεν δικαιούνται την προβλεπόµενη από τις διατάξεις των άρθρων 72, 74, 75 και 76 του ΚΙΝ αποζηµίωση, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθµιο ικαστήριο, και τα όσα αντίθετα

υποστηρίζουν οι ενάγοντες-εκκαλούντες µε τον 2 ο λόγο εφέσεως είναι αβάσιµα κα πρέπει να απορριφθούν. Οι ενάγοντες όµως δικαιούνται εξόδων παλιννοστήσεως. Η λύση της συµβάσεως µε αίτησή τους δεν στερεί του δικαιώµατος αυτών προς λήψη των εν λόγω εξόδων, αφού, σύµφωνα µε την περ. δ του άρθρου 4 της 23/1926 διεθνούς σύµβασης εργασίας «περί παλιννοστήσεως ναυτικών» που κυρώθηκε µε τον ν. 1130/1981 και η οποία παρέχει ευρύτερη προστασία εκείνης του άρθρου 78 του ΚΙΝ, τα έξοδα παλιννοστήσεως δεν δύνανται να επιβαρύνουν τον ναυτικόν εφόσον απελύθη «λόγω απολύσεως δι οιανδήποτε αιτίαν, ήτις δεν δύναται να καταλογισθεί εις αυτόν». (. Καµβύση, Ναυτεργατικό ίκαιο 1994, σελ. 361 επ., 370 ΕΠ 1157/1997 ΕΝ 25.459, ΕΠ 947/1985 ΕΝ 14.64). Οι ισχυρισµοί των εναγοµένων-εκκαλούντων ότι οι ένδικες συµβάσεις λύθηκαν µε υπαιτιότητα των εναγόντων, οι οποίοι έφυγαν από το πλοίο παρά την αντίδραση του πλοιάρχου, είναι αβάσιµοι, αφού όπως ήδη έγινε δεκτό, οι συµβάσεις λύθηκαν µεν µετά από αίτηση των εναγόντων, οι αιτήσεις όµως αυτές έγιναν δεκτές από τον πλοίαρχο. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι η εναγοµένη πλοιοκτήτρια κατέβαλε στον καθένα από τους ενάγοντες το συνοµολογούµενο ποσό των 315.110 δρχ. για έξοδα παλιννοστήσεως (έξοδα διατροφής και διαµονής στο Μπαντάρ Αντάς και αεροπορικά έξοδα Μπαντάρ-Αµπάς-Κάιρο). Συνεπώς, τα ποσά αυτά δεν καταβλήθηκαν χωρίς νόµιµη αιτία στους ενάγοντες και κατ ακολουθίαν δεν υφίσταται απαίτηση για επιστροφή αυτών, έτσι ώστε να δύνανται να προβάλουν οι εναγόµενοι ένσταση συµψηφισµού των ποσών αυτών µε τις αναφερόµενες στην αγωγή απαιτήσεις. εν έσφαλε, εποµένως, το πρωτοβάθµιο ικαστήριο το οποίο απέρριψε κατ ουσίαν την ένσταση αυτή του συµψηφισµού (440 ΑΚ) και τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόµενοι-εκκαλούντες µε τον 2 ο λόγο της εφέσεως αυτών είναι αβάσιµα και πρέπει να απορριφθούν. [ ].