ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 20 Ιουλίου 1943



Σχετικά έγγραφα
Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Η νίκη... πλησιάζει»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Μέλισσες και Κηφήνες

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

1 00:00:08,504 --> 00:00:11,501 <i>το σχολείο της Τσιάπας παρουσιάζει:</i> 2 00:00:14,259 --> 00:00:17,546 <b>"ποιοί είναι οι Ζαπατίστας;"</b>

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Το παραμύθι της αγάπης

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέμπτη 19 Νοεμβρίου Αγαπητή Κίττυ,

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

ΚΕΙΜΕΝΟ: Ιστορία μιας φώκιας

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό


ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

...Μια αληθινή ιστορία...

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου Το κορίτσι με τα πορτοκάλια Του Γιοστέιν Γκάαρντερ Λογοτεχνικό ανάγνωσμα Χριστουγέννων

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

The G C School of Careers

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Transcript:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 1 20 Ιουλίου 1943 «Άγιε μου Γεράσιμε, προστάτη μου, σώσε με την καψερή. Το παιδί ζεματάει, που να μπουν ούλοι οι δαίμονες μέσα μου. Τι κακό μας βρήκε, ορέ φαρμασόνε, Θωμά, που έβαλες τέτοια φωτιά στο σπιτικό μου; Κακό στον Τούρκο μου και στο μαύρο ριζικό μου». Η ηλικιωμένη γυναίκα έβρεξε την πετσέτα και την άπλωσε στο μέτωπο του μικρού κοριτσιού, δίχως να σταματήσει λεπτό να καταριέται τον άντρα της που καθόταν δίπλα της και κοιτούσε με αγωνία το παιδί. Για μια στιγμή οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Εκείνος δεν ήξερε τι να της πει. Δε παρεξηγούσε τις βρισιές της. Κατανοούσε την αγωνία της. Ήταν κατά βάθος καλόψυχη και πονούσε το παιδί σαν να ήταν δικό της. Την κοιτούσε που το αγκάλιαζε με τόση λαχτάρα και τη λυπόταν, αφού ο θεός 9

δεν την αξίωσε να κάνει δικά της. Η γυναίκα σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά μέσα στο μικρό τους, χαμηλοτάβανο σπιτικό, όπου κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία και κουζίνα ήταν ένας ενιαίος χώρος. Τον κοίταξε εκνευρισμένη και σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, προς τον ουρανό, συνέχισε το μοιρολόι της σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. «Θα πεθάνει στα χέρια μας το ξένο παιδί. Αχ, Άγιε μου, εσύ που καψαλίζεις όλους τους δαίμονες και κάνεις καλά ούλους τους κουρλούς, γιατί μου έδωκες τέτοιο κακό; Δικά μου παιδιά δεν έκαμα, η τρισκατάρατη, και τώρα θα σβήσει και τούτο στην αγκαλιά μου...» «Σταμάτα, ορέ γυναίκα, τη μουρμούρα μη σε αρχίσω στα καντήλια», είπε ο άντρας της, που πετάχτηκε από την καρέκλα σαν να τον χτύπησε ρεύμα, όταν άκουσε τη γυναίκα του να μιλάει έτσι. «Ένας πυρετός είναι και τίποτα παραπάνω. Ούλα τα παιδιά αρρωσταίνουν. Να, και της Λάμπραινας το παιδί καιγόταν στον πυρετό αλλά έγιανε. Ας όψεται ο πόλεμος και η πείνα. Ηρέμησε τώρα και θα δούμε τι θα γίνει. Θα δεις πώς με τη βοήθεια του Αγίου και της Παναγιάς το παιδί θα γίνει καλά». «Κουρλάθηκες, μωρέ βουρλισμένε, ή σε πείραξε και σένα η πείνα;» του αποκρίθηκε η γυναίκα του. «Τα άλλα παιδιά έχουν μάνα και πατέρα να τα προσέχουν. Πώς θα κοιτάξεις, ορέ, τη μάνα του που σ το εμπιστεύθηκε; Καταραμένη να ναι η ώρα που το ξεκουτιασμένο σου μυαλό σε έσπρωξε να αναλάβεις τέτοια ευθύνη. Και δεν 10

φτάνει που ναι μπάσταρδο, είναι και η μάνα του κομουνίστρια, που να την πάρει ο διάολος από πούθε βρίσκεται και να τη σηκώσει. Δε τη φτάνανε οι ανομίες της, που την έκαναν ρεντίκολο σε ούλο το χωριό, οι αντάρτες και το κρυφτό στο βουνό της έλειπαν της προκομμένης. Ποτέ μου δε τη συμπάθησα την ψηλομύτα και ας έκανε ότι μας συμπονούσε. Ήταν μια σα και δαύτους. Σκληρή και άκαρδη που εκμεταλλευόταν το χωριό και το βιος μας. Γι αυτό ο θεός την καταράστηκε με ούλο της το σόι και από πρώτοι του χωριού κατάντησαν αγρίμια στα βουνά». Ο γέρος κοίταξε με αγανάκτηση τη γυναίκα του αλλά προτίμησε να μην της απαντήσει. Σηκώθηκε και βγήκε έξω, στη μικρή αυλή, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του, ενώ η γυναίκα του τον κοίταξε με αδιαφορία. Τον είχε μάθει πια και τα νεύρα του δε τα συνεριζόταν. Του μίλησε βέβαια σκληρά και απότομα γιατί γνώριζε και η ίδια πως δεν έφταιγε πραγματικά για το παιδί και την αρρώστια του. Ήξερε άλλωστε πολύ καλά πως ο άντρας της είχε αδυναμία στη μάνα του παιδιού και στη φαμίλια της. Αλλά ο διάολος, που με τις γυναίκες είχε ανέκαθεν καλή συνεργασία, την έβαζε να λέει πράγματα που δεν πίστευε για να στεναχωρεί τον Θωμά της που τόσο τον αγαπούσε. Ο Θωμάς στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μικρή αυλή του σπιτιού ήταν ντυμένη με το γιασεμί και τις τρι- 11

ανταφυλλιές, που με τόσο μεράκι περιποιούνταν η κυρά του. Το άρωμα των λουλουδιών ήταν μεθυστικό. Κάθισε σε μια ψάθινη καρεκλίτσα κάτω από τη μικρή του πέργουλα και η ματιά του έπεσε στον κεντρικό δρόμο τού χωριού που πέρναγε μπροστά από το σπίτι του. Τα γαλανά του μάτια κρατούσαν ακόμα τη δύναμη της νιότης και αναζητούσαν μάταια εικόνες γνώριμες από το παρελθόν, όταν ο δρόμος αυτός έσφυζε ακόμα από ζωή. Κάποτε πέρναγαν χωριανοί με τα ζώα τους και κοντοστέκονταν για να χαιρετήσουν τον μπαρμπα-θωμά, όπως τον αποκαλούσαν, για να τους φιλέψει κι αυτός με τη σειρά του ρομπόλα και τυρί. Άλλοτε, όταν πέρναγε το λεωφορείο της γραμμής ή όταν έφτανε το αυτοκίνητο της αστυνομίας ή κάποιου επίσημου, ήταν το μεγάλο γεγονός του χωριού και όλοι πέρναγαν μπροστά από το σπίτι του και σταματούσαν για λίγα λεπτά. Τώρα σιωπή και βουβαμάρα. Ένα δροσερό αεράκι ανακάτεψε τα αραιά, γκρίζα μαλλιά του και ο μπαρμπα-θωμάς προσπάθησε να τα φτιάξει. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. «Πού πήγαν ούλοι, γαμώ τον αντιθεό μου. Το χωριό μας ήταν γεμάτο ζωή. Πώς καταντήσαμε έτσι, μα την κουρλαμάδα μου, και είναι όλοι σα κουναδερά κρυμμένοι στα σπίτια τους; Και δεν είναι που μας ξεκλήρισε ο πόλεμος και η πείνα, δε μας φτάνουν οι Γερμαναράδες και οι φασίστες, έχουμε και τους αντάρτες πάνω απ τα κεφάλια μας. Και καλά αυτοί, καλά κάνουν με τους Γερ- 12

μανούς και πολεμάνε, εμείς τι φταίμε που κινδυνεύουμε κάθε λίγο από τους προδότες; Αχ, ψυχή μου, τι βάσανα περνάει ο φτωχός λαός μας και πόσα μας περιμένουν ακόμα!» Έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πίσω απαλά το κεφάλι του. Μια πικρή γεύση πλημμύρισε το στόμα του. Δεν φανταζόταν ποτέ, μετά από τόσα που έχει ζήσει, ότι στα γεράματά του θα βίωνε ανάλογες καταστάσεις. Πόλεμους, πείνα και τον θάνατο να χορεύει στις αυλές των σπιτιών, σπέρνοντας τον πόνο και την απόγνωση. Δεν χόρτασε αυτή η ανθρωπότητα πια τόσο αίμα; Δεν βαρέθηκε να τρώει τις σάρκες της; Ακόμα δεν καταλάβανε ότι ο άνθρωπος ζει για λίγες δεκαετίες επειδή απλά είναι μέλος ενός συστήματος και όχι το σύστημα το ίδιο που προσπαθεί ανόητα να κατακτήσει; Θυμήθηκε τους Βαλκανικούς Πολέμους όπου πήρε μέρος αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του να οδύρεται γιατί φοβόταν ότι δε θα τον έβλεπε ξανά. Πόσα τράβηξαν τότε μέσα στα χαρακώματα, με τους Βούλγαρους απέναντι να περιμένουν τη νύχτα μπας και ξεχαστεί κάποιος και ανάψει τσιγάρο για να του τη φυτέψουν. Πόσα αδέλφια και συμπατριώτες του δεν σκοτώθηκαν τότε! Μετά, όταν γύρισε, τι αγώνα έδωσε για να αποκτήσει ένα κομμάτι γης! Μάταια όμως, αφού και τα χώματα τούτα, τα άγια, της πατρίδας του, της Κεφαλλονιάς, τα είχαν στην κατοχή τους λίγοι και οι υπόλοιποι ήταν καταδικασμένοι να βρίσκονται στη δούλεψή τους. Όσοι το άντεχαν, βέβαια, 13

γιατί οι περισσότεροι μπάρκαραν στα καράβια ναυτικοί ή πήγαιναν μετανάστες. Ξεριζωμός κι αυτός, όπου χάνονται τα πρώτα παλικάρια τού χωριού για την ξενιτιά. Ο ανθός της πατρίδας που αιμορραγούσε συνέχεια δίχως να ενδιαφέρεται κάποιος για να βοηθήσει τον βασανισμένο λαό, να του δώσει ψωμί να φάει, να τον κρατήσει στον τόπο του. Τα όνειρα και οι ελπίδες ήταν προνόμιο των λίγων και όσοι ήθελαν να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή όφειλαν να ψάξουν σε άλλα χώματα την τύχη τους, όπου οι περισσότεροι πρόκοβαν αλλά δίχως γυρισμό στη γενέθλια γη τους, αφού άφηναν στην ξένη και αφιλόξενη γη το κοκαλάκι τους. Τα μόνα πράγματα που απόμεναν να τους θυμίζουν ήταν οι αναμνήσεις των συγχωριανών τους και κάποια κιτρινισμένα γράμματα στο συρτάρι του πατρικού τους σπιτιού. Ο ίδιος βέβαια δεν είχε παράπονο. Η τύχη τού τα έφερε βολικά και βρέθηκε στη δούλεψη του Σπύρου Φιορεβάντε. Καλός άνθρωπος, ο θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, σκέφτηκε ο Θωμάς. Με σεβόταν πολύ και ήταν καλό και γενναιόδωρο αφεντικό. Το πρώτο όνομα στον Ελειό, γιατί δεν ήταν όλα τα αφεντικά έτσι. Να, καλή ώρα, ο Θωμάς είχε κουμπάρους στο Ληξούρι που τράβαγαν τον διάολό τους με τα αφεντικά τους. Τους έβγαζαν το λάδι και δε τους πλήρωναν και καλά. Ο σιόρ Φιορεβάντες όμως ήταν άλλο πράγμα. «Άρχοντας με τα ούλα του σαν το όνομά του το ξενικό», αναφώνησε με μελαγχολία καθώς αναμνήσεις και εικόνες τού χθες πλημμύρισαν τις σκέψεις του. 14