ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 1 20 Ιουλίου 1943 «Άγιε μου Γεράσιμε, προστάτη μου, σώσε με την καψερή. Το παιδί ζεματάει, που να μπουν ούλοι οι δαίμονες μέσα μου. Τι κακό μας βρήκε, ορέ φαρμασόνε, Θωμά, που έβαλες τέτοια φωτιά στο σπιτικό μου; Κακό στον Τούρκο μου και στο μαύρο ριζικό μου». Η ηλικιωμένη γυναίκα έβρεξε την πετσέτα και την άπλωσε στο μέτωπο του μικρού κοριτσιού, δίχως να σταματήσει λεπτό να καταριέται τον άντρα της που καθόταν δίπλα της και κοιτούσε με αγωνία το παιδί. Για μια στιγμή οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Εκείνος δεν ήξερε τι να της πει. Δε παρεξηγούσε τις βρισιές της. Κατανοούσε την αγωνία της. Ήταν κατά βάθος καλόψυχη και πονούσε το παιδί σαν να ήταν δικό της. Την κοιτούσε που το αγκάλιαζε με τόση λαχτάρα και τη λυπόταν, αφού ο θεός 9
δεν την αξίωσε να κάνει δικά της. Η γυναίκα σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά μέσα στο μικρό τους, χαμηλοτάβανο σπιτικό, όπου κρεβατοκάμαρα, τραπεζαρία και κουζίνα ήταν ένας ενιαίος χώρος. Τον κοίταξε εκνευρισμένη και σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, προς τον ουρανό, συνέχισε το μοιρολόι της σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. «Θα πεθάνει στα χέρια μας το ξένο παιδί. Αχ, Άγιε μου, εσύ που καψαλίζεις όλους τους δαίμονες και κάνεις καλά ούλους τους κουρλούς, γιατί μου έδωκες τέτοιο κακό; Δικά μου παιδιά δεν έκαμα, η τρισκατάρατη, και τώρα θα σβήσει και τούτο στην αγκαλιά μου...» «Σταμάτα, ορέ γυναίκα, τη μουρμούρα μη σε αρχίσω στα καντήλια», είπε ο άντρας της, που πετάχτηκε από την καρέκλα σαν να τον χτύπησε ρεύμα, όταν άκουσε τη γυναίκα του να μιλάει έτσι. «Ένας πυρετός είναι και τίποτα παραπάνω. Ούλα τα παιδιά αρρωσταίνουν. Να, και της Λάμπραινας το παιδί καιγόταν στον πυρετό αλλά έγιανε. Ας όψεται ο πόλεμος και η πείνα. Ηρέμησε τώρα και θα δούμε τι θα γίνει. Θα δεις πώς με τη βοήθεια του Αγίου και της Παναγιάς το παιδί θα γίνει καλά». «Κουρλάθηκες, μωρέ βουρλισμένε, ή σε πείραξε και σένα η πείνα;» του αποκρίθηκε η γυναίκα του. «Τα άλλα παιδιά έχουν μάνα και πατέρα να τα προσέχουν. Πώς θα κοιτάξεις, ορέ, τη μάνα του που σ το εμπιστεύθηκε; Καταραμένη να ναι η ώρα που το ξεκουτιασμένο σου μυαλό σε έσπρωξε να αναλάβεις τέτοια ευθύνη. Και δεν 10
φτάνει που ναι μπάσταρδο, είναι και η μάνα του κομουνίστρια, που να την πάρει ο διάολος από πούθε βρίσκεται και να τη σηκώσει. Δε τη φτάνανε οι ανομίες της, που την έκαναν ρεντίκολο σε ούλο το χωριό, οι αντάρτες και το κρυφτό στο βουνό της έλειπαν της προκομμένης. Ποτέ μου δε τη συμπάθησα την ψηλομύτα και ας έκανε ότι μας συμπονούσε. Ήταν μια σα και δαύτους. Σκληρή και άκαρδη που εκμεταλλευόταν το χωριό και το βιος μας. Γι αυτό ο θεός την καταράστηκε με ούλο της το σόι και από πρώτοι του χωριού κατάντησαν αγρίμια στα βουνά». Ο γέρος κοίταξε με αγανάκτηση τη γυναίκα του αλλά προτίμησε να μην της απαντήσει. Σηκώθηκε και βγήκε έξω, στη μικρή αυλή, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του, ενώ η γυναίκα του τον κοίταξε με αδιαφορία. Τον είχε μάθει πια και τα νεύρα του δε τα συνεριζόταν. Του μίλησε βέβαια σκληρά και απότομα γιατί γνώριζε και η ίδια πως δεν έφταιγε πραγματικά για το παιδί και την αρρώστια του. Ήξερε άλλωστε πολύ καλά πως ο άντρας της είχε αδυναμία στη μάνα του παιδιού και στη φαμίλια της. Αλλά ο διάολος, που με τις γυναίκες είχε ανέκαθεν καλή συνεργασία, την έβαζε να λέει πράγματα που δεν πίστευε για να στεναχωρεί τον Θωμά της που τόσο τον αγαπούσε. Ο Θωμάς στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μικρή αυλή του σπιτιού ήταν ντυμένη με το γιασεμί και τις τρι- 11
ανταφυλλιές, που με τόσο μεράκι περιποιούνταν η κυρά του. Το άρωμα των λουλουδιών ήταν μεθυστικό. Κάθισε σε μια ψάθινη καρεκλίτσα κάτω από τη μικρή του πέργουλα και η ματιά του έπεσε στον κεντρικό δρόμο τού χωριού που πέρναγε μπροστά από το σπίτι του. Τα γαλανά του μάτια κρατούσαν ακόμα τη δύναμη της νιότης και αναζητούσαν μάταια εικόνες γνώριμες από το παρελθόν, όταν ο δρόμος αυτός έσφυζε ακόμα από ζωή. Κάποτε πέρναγαν χωριανοί με τα ζώα τους και κοντοστέκονταν για να χαιρετήσουν τον μπαρμπα-θωμά, όπως τον αποκαλούσαν, για να τους φιλέψει κι αυτός με τη σειρά του ρομπόλα και τυρί. Άλλοτε, όταν πέρναγε το λεωφορείο της γραμμής ή όταν έφτανε το αυτοκίνητο της αστυνομίας ή κάποιου επίσημου, ήταν το μεγάλο γεγονός του χωριού και όλοι πέρναγαν μπροστά από το σπίτι του και σταματούσαν για λίγα λεπτά. Τώρα σιωπή και βουβαμάρα. Ένα δροσερό αεράκι ανακάτεψε τα αραιά, γκρίζα μαλλιά του και ο μπαρμπα-θωμάς προσπάθησε να τα φτιάξει. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. «Πού πήγαν ούλοι, γαμώ τον αντιθεό μου. Το χωριό μας ήταν γεμάτο ζωή. Πώς καταντήσαμε έτσι, μα την κουρλαμάδα μου, και είναι όλοι σα κουναδερά κρυμμένοι στα σπίτια τους; Και δεν είναι που μας ξεκλήρισε ο πόλεμος και η πείνα, δε μας φτάνουν οι Γερμαναράδες και οι φασίστες, έχουμε και τους αντάρτες πάνω απ τα κεφάλια μας. Και καλά αυτοί, καλά κάνουν με τους Γερ- 12
μανούς και πολεμάνε, εμείς τι φταίμε που κινδυνεύουμε κάθε λίγο από τους προδότες; Αχ, ψυχή μου, τι βάσανα περνάει ο φτωχός λαός μας και πόσα μας περιμένουν ακόμα!» Έκλεισε τα μάτια του και έγειρε πίσω απαλά το κεφάλι του. Μια πικρή γεύση πλημμύρισε το στόμα του. Δεν φανταζόταν ποτέ, μετά από τόσα που έχει ζήσει, ότι στα γεράματά του θα βίωνε ανάλογες καταστάσεις. Πόλεμους, πείνα και τον θάνατο να χορεύει στις αυλές των σπιτιών, σπέρνοντας τον πόνο και την απόγνωση. Δεν χόρτασε αυτή η ανθρωπότητα πια τόσο αίμα; Δεν βαρέθηκε να τρώει τις σάρκες της; Ακόμα δεν καταλάβανε ότι ο άνθρωπος ζει για λίγες δεκαετίες επειδή απλά είναι μέλος ενός συστήματος και όχι το σύστημα το ίδιο που προσπαθεί ανόητα να κατακτήσει; Θυμήθηκε τους Βαλκανικούς Πολέμους όπου πήρε μέρος αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του να οδύρεται γιατί φοβόταν ότι δε θα τον έβλεπε ξανά. Πόσα τράβηξαν τότε μέσα στα χαρακώματα, με τους Βούλγαρους απέναντι να περιμένουν τη νύχτα μπας και ξεχαστεί κάποιος και ανάψει τσιγάρο για να του τη φυτέψουν. Πόσα αδέλφια και συμπατριώτες του δεν σκοτώθηκαν τότε! Μετά, όταν γύρισε, τι αγώνα έδωσε για να αποκτήσει ένα κομμάτι γης! Μάταια όμως, αφού και τα χώματα τούτα, τα άγια, της πατρίδας του, της Κεφαλλονιάς, τα είχαν στην κατοχή τους λίγοι και οι υπόλοιποι ήταν καταδικασμένοι να βρίσκονται στη δούλεψή τους. Όσοι το άντεχαν, βέβαια, 13
γιατί οι περισσότεροι μπάρκαραν στα καράβια ναυτικοί ή πήγαιναν μετανάστες. Ξεριζωμός κι αυτός, όπου χάνονται τα πρώτα παλικάρια τού χωριού για την ξενιτιά. Ο ανθός της πατρίδας που αιμορραγούσε συνέχεια δίχως να ενδιαφέρεται κάποιος για να βοηθήσει τον βασανισμένο λαό, να του δώσει ψωμί να φάει, να τον κρατήσει στον τόπο του. Τα όνειρα και οι ελπίδες ήταν προνόμιο των λίγων και όσοι ήθελαν να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή όφειλαν να ψάξουν σε άλλα χώματα την τύχη τους, όπου οι περισσότεροι πρόκοβαν αλλά δίχως γυρισμό στη γενέθλια γη τους, αφού άφηναν στην ξένη και αφιλόξενη γη το κοκαλάκι τους. Τα μόνα πράγματα που απόμεναν να τους θυμίζουν ήταν οι αναμνήσεις των συγχωριανών τους και κάποια κιτρινισμένα γράμματα στο συρτάρι του πατρικού τους σπιτιού. Ο ίδιος βέβαια δεν είχε παράπονο. Η τύχη τού τα έφερε βολικά και βρέθηκε στη δούλεψη του Σπύρου Φιορεβάντε. Καλός άνθρωπος, ο θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, σκέφτηκε ο Θωμάς. Με σεβόταν πολύ και ήταν καλό και γενναιόδωρο αφεντικό. Το πρώτο όνομα στον Ελειό, γιατί δεν ήταν όλα τα αφεντικά έτσι. Να, καλή ώρα, ο Θωμάς είχε κουμπάρους στο Ληξούρι που τράβαγαν τον διάολό τους με τα αφεντικά τους. Τους έβγαζαν το λάδι και δε τους πλήρωναν και καλά. Ο σιόρ Φιορεβάντες όμως ήταν άλλο πράγμα. «Άρχοντας με τα ούλα του σαν το όνομά του το ξενικό», αναφώνησε με μελαγχολία καθώς αναμνήσεις και εικόνες τού χθες πλημμύρισαν τις σκέψεις του. 14