Νομολογία 3251/2003 ΣτΕ Υπόθεση προστασίας αρχαιολογικού χώρου Σχολιασμός:Νικολαϊδου Ελένη Αριθμός 3251/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Ε «Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν : 1) η υπ` αριθμ. 283/5.3.1999 άδεια ανεγέρσεως οικοδομής της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, 2) η υπ` αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/ Φ34/7324/265/10.2.1999 απόφαση της Διεύθυνσης Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. 1. Επειδή, με την αίτηση αυτή, για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (1938389-90 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 1624706 έντυπο παραβόλου), ζητείται η ακύρωση α) της 283/5.3.1999 αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης για ανέγερση εξαόροφης οικοδομής με υπόγειο στην Οικοδομική Μονάδα 143 Ε του Δήμου Θεσσαλονίκης και β) της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Β1/Φ34/7324/265/10.2.1999 αποφάσεως της Διευθύνσεως Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού περί εγκρίσεως ανεγέρσεως της οικοδομής αυτής. 2. Επειδή, η εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως, κατά το μέρος που αφορά την προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια, υπάγεται στην αρμοδιότητα του οικείου διοικητικού εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. θ του Ν. 702/1977 (Α 268), όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2944/2001 (Α 222). Λόγω, όμως, της στενής συναφείας της με την προσβαλλόμενη πράξη της Διευθύνσεως Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία, προϋπόθεση για την έκδοση της οικοδομικής αδείας και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ` άρθρο 14 παρ. 8, εδ. β του π.δ.18/1989 (Α 8), προστεθείσα με το άρθρο 1 παρ. 5 ν. 1968/1991 (Α 150) και για λόγους οικονομίας της δίκης, η υπόθεση πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να κρατηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ` εφαρμογή του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 και να εκδικασθεί από το Δικαστήριο αυτό στο σύνολό της. 3. Επειδή με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινομένη αίτηση από τους αιτούντες, οι οποίοι φέρονται ως κάτοικοι γειτονικών οικοδομών. 4. Επειδή, με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων με κοινό δικόγραφο οι συνιδιοκτήτες του οικοπέδου, επί του οποίου ανεγείρεται η οικοδομή, και ο εργολάβος που ανέλαβε την ανοικοδόμηση. 5. Επειδή, κατά μεν το άρθρο 24 του Συντάγματος, το κράτος οφείλει να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά κατά δε το άρθρο 50 του κ.ν. 5351/1932 περί αρχαιοτήτων (π.δ/γμα 9/24.8.1932 Α 275) απαγορεύεται άνευ αδείας του Υπουργού της Παιδείας, ήδη Πολιτισμού, η πλησίον αρχαίων επιχείρηση έργου δυναμένου να βλάψη αυτά αμέσως ή εμμέσως (περ. 2), ως και οιαδήποτε εργασία επί κτιρίων ή λειψάνων ή ερειπίων αρχαίων, και αν έτι δεν επιφέρει ζημίαν τινα (περ. 3). Ερμηνευόμενες υπό το φως της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως, οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου έχουν την έννοια ότι η άδεια του Υπουργού Πολιτισμού για εκτέλεση εργασιών επί αυτών τούτων των αρχαίων, δύναται να παρασχεθεί μόνον προς προστασία αυτών και με την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως πλήρως διασφαλισθεί ότι από την εκτέλεσή τους δεν θα επέλθει καμιά δυσμενής επίδραση στα αρχαία. Εξάλλου, οσάκις παρέχεται από τον Υπουργό Πολιτισμού άδεια για επιχείρηση έργων πλησίον αρχαίων, πρέπει αυτή να είναι πλήρως αιτιολογημένη, περιέχουσα : α) πλήρη
περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων, β) πλήρη περιγραφή του προς εκτέλεση έργου και γ) πλήρη και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων (ΣτΕ 3066/2001, 5264/ 1995). 6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την 2874/11.5.1995 απόφαση της ΙΣΤ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων χορηγήθηκε στο..., εργολάβο οικοδομών, άδεια εκσκαφής ακινήτου, κειμένου επί της παρόδου Θ. Σοφούλη 68 στη Θεσσαλονίκη (οικοδομική μονάδα 143 Ε). Με βάση την απόφαση αυτή χορηγήθηκε ακολούθως η 1417/23.10.1995 οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης. Κάτοικοι γειτονικών οικοδομών άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της άδειας εκσκαφής, της οικοδομικής άδειας, της 802/30/12.1.93 αποφάσεως του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στην περιοχή (Δ 165/2.3.93) και της 6534/23. 11.1993 πράξεως τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 1420/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία την απέρριψε ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου και της πράξεως τακτοποιήσεως, έκρινε δε ότι κατά τα λοιπά συνέτρεχε λόγος κατάργησης της δίκης, εφόσον η οικοδομική άδεια είχε ρητώς ανακληθεί μετά από την 702/96 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι είχε εκδοθεί χωρίς προηγούμενη γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων. Στη συνέχεια με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ16/ 60618/3555 π.ε./23.5.1996 απόφαση του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία εκδόθηκε ύστερα από σχετική γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων ενεκρίθη η ανέγερση οικοδομής στην πιο πάνω οικοδομική μονάδα. Η πράξη αυτή ακυρώθηκε με την 4649/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω αναρμοδιότητας της Διευθύνσεως που είχε εκδώσει την πράξη. Μετά από αίτηση του...ανακλήθηκε η 437/5.3.1997 οικοδομική άδεια, που είχε εκδοθεί στο μεταξύ, και στη συνέχεια εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις. 7. Επειδή, όπως ειδικότερα προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. μεταξύ άλλων, το 7819/16.10.1995 έγγραφο της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και το 608/14.2.1996 έγγραφο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων), το ακίνητο, για το οποίο χορηγήθηκαν οι προσβαλλόμενες άδειες, δεν κείται εντός της χερσαίας εκτάσεως, η οποία περιλαμβάνεται στα όρια του αρχαιολογικού χώρου του "Κελλαρίου Όρμου" (η κήρυξη έγινε με την υπ` αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/13400/421/ 17.5.1989 απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού (Β 384), όπως διορθώθηκε με την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/φ34/ 36310/796, Β 661, 715), αλλά πλησίον αυτού. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι επιβάλλεται κατά νόμο η απόλυτη απαγόρευση της δόμησης στο εν προκειμένω ακίνητο. 8. Επειδή, προβάλλεται ότι η γνωμοδότηση του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων, η οποία λήφθηκε υπόψη για την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, είναι πλημμελής, διότι α) σε αυτή κατά πλάνη περί τα πράγματα εκφράζονται ανακριβείς προσωπικές απόψεις τόσο για το ότι το συγκεκριμένο ακίνητο δεν κείται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, όσο και για το ότι άλλα όμορα προς τον αρχαιολογικό χώρο ακίνητα είχαν ανοικοδομηθεί, δεδομένου ότι ως προς αυτά η ανοικοδόμηση ή η έκδοση της αδείας οικοδομής είχαν λάβει χώρα πριν από την κήρυξη του χώρου ως αρχαιολογικού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ως προς μεν το πρώτο σκέλος του, διότι, όπως αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη το συγκεκριμένο ακίνητο προκύπτει ότι κείται εκτός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου, ως προς δε το δεύτερο σκέλος του, διότι η αναφορά της εισηγήσεως της ΙΣΤ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο γεγονός της ανοικοδόμησης γειτονικών ακινήτων έγινε για να στηριχθεί η άποψη ότι δεν είναι πλέον δυνατή η διατήρηση της περιοχής "όπως τα βυζαντινά χρόνια", όπως υποστηριζόταν σε αναφορά των αιτούντων, και όχι σε σχέση με την εκτίμηση αν με την ανοικοδόμηση επί του εν προκειμένω ακινήτου θα προκληθεί βλάβη στον έμπροσθεν αυτού αρχαιολογικό χώρο, ζήτημα ως προς το οποίο το Συμβούλιο αποφαίνεται ομοφώνως αρνητικά με πλήρη και νόμιμη
αιτιολογία στηριζόμενο στις σχετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών. 9. Επειδή, ο πληρεξούσιος των αιτούντων με δήλωση στο ακροατήριο παραιτήθηκε του λόγου ακυρώσεως με τα στοιχεία 1.Γ σχετικά με μη τήρηση κατά την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 1 του π.δ. 16/1980. 10. Επειδή, απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι στρεφόμενοι κατά της προηγηθείσης των προσβαλλομένων πράξεων πράξεως τακτοποιήσεως και αναλογισμού, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη λόγω ελλείψεως συναφείας με τις προσβαλλόμενες πράξεις. 11. Επειδή, απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι στρεφόμενοι κατά της 802/30/12.1.1993 απόφασης του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Δ 420), με την οποία τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, στην οποία ευρίσκεται η Οικοδομική Μονάδα 143 Ε, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αποτελεί ατομική πράξη γενικού περιεχομένου (ΣτΕ 1420/1998) και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση του κύρους της παρεμπιπτόντως με αφορμή την προσβολή άλλης πράξεως, τυχόν δε αυτοτελής προσβολή της είναι εκπρόθεσμη λόγω παρόδου μακρού χρόνου μετά το 60νθήμερο από τη δημοσίευσή της (ΣτΕ 1420/1998). 12. Επειδή, με το από 25.6.1971 β.δ. (Δ 172) προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, το οικοδομικό τετράγωνο (οικοδομική μονάδα) υπ` αριθ. 143 Ε. Με το ν. 1561/1985 "Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρείας περιοχής της Θεσσαλονίκης και άλλες διατάξεις" καθορίσθηκαν οι στόχοι και οι κατευθύνσεις για χωροταξική και πολεοδομική οργάνωση της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού, Κεφάλαιο Α, παρ. 1 υπό τον τίτλο "Χωροταξική οργάνωση", περίπτωση 3.1, "Στα πλαίσια της οργάνωσης και ανασυγκρότησης του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης παίρνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα", μεταξύ άλλων, για την "ανάσχεση εξάπλωσης του αστικού ιστού και ανάπτυξη περιαστικών κέντρων". Ακολούθησε η έκδοση της ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ34/ 13400/421/17.5.1989 απόφασης της Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία κηρύχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Θεσσαλονίκης και χερσαίου τμήματος μέχρι τη γραμμή παραλίας. Με την 802/30/12.1.1993 (Δ 165) απόφαση του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., η οποία επικαλείται στο προοίμιό της, μεταξύ άλλων, την αμέσως ανωτέρω απόφαση κήρυξης αρχαιολογικού χώρου, τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της επίδικης περιοχής με την έγκριση οδών, τον καθορισμό χώρων κοινοχρήστου πρασίνου και την κατάργηση οδού. Στη συνέχεια με την από 31.3.1993 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. (Δ 420), η οποία ακολούθως τροποποιήθηκε με την 59013/2469/12.4.1995 απόφαση του αυτού Υπουργού (Δ 288), εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την παρ. 1 "Εγκρίνεται το γενικό πολεοδομικό σχέδιο (Γ.Π.Σ.) του Δήμου Θεσσαλονίκης (Ν. Θεσσαλονίκης), όπως τα όριά του προσδιορίζονται με κόκκινη γραμμή στους εννέα (9) χάρτες Π - 1.11, σε κλίμακα 1:5000. Κυρίως το ως άνω σχέδιο περιλαμβάνει : Ι. Την πολεοδομική οργάνωση του Δήμου για πληθυσμιακό μέγεθος της τάξης των 561.9578 κατοίκων με : Α...., Γ. Τον καθορισμό ζωνών άλλων χρήσεων πλην κατοικίας όπως φαίνεται στους χάρτες Π -1.11 και Π - 1.3.2 σε κλίμακα 1:5000 και ειδικότερα : Ο χώρος που περικλείεται από τις αθλητ. εγκαταστάσεις Ποσειδωνίου - Θαλασσίας περιοχής - προεκτ. οδού Αργοναυτών - οδού Θεμ. Σοφούλη, Καπετάν - Γκιώνη - Παραλιακή Λεωφόρος - αθλητ. εγκατ. Ποσειδωνίου, με χρήσεις αθλητικών εγκαταστάσεων και αστικού πρασίνου και σύνταξη ειδικής μελέτης με αντικείμενο τον οδικό άξονα που διέρχεται από την περιοχή Ποσειδωνίου". Περαιτέρω, στον χάρτη Π - 1.3.2 η περιοχή, στην οποία κείται η Οικοδομική Μονάδα 143 Ε εμφανίζεται με χρήση αμιγούς κατοικίας, περιλαμβάνεται δε στα όρια περιοχής ειδικής μελέτης (προφανώς εν όψει των όσων προβλέπονται στην ανωτέρω περίπτωση Γ του λεκτικού της αποφάσεως, με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο). Στο διαβιβασθέν στο Συμβούλιο της Επικρατείας ΠΣΚ/60/24.1.2000 υπηρεσιακό σημείωμα του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδίου και Κανόνων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης αναφέρεται ότι στο Ο.Τ. 143 Ε (Οικοδομική Μονάδα) με
βάση το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Θεσσαλονίκης (ΦΕΚ 812 Δ/19.7.1993) προβλέπονται χρήσεις αμιγούς κατοικίας. 13. Επειδή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος μεν ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι συντρέχει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 4 α.ν. 2344/1940 "περί αιγιαλού και παραλίας", όπως τροποποιήθηκε με το ν. 653/1997, δοθέντος ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, ως στηριζόμενοι δε στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το εν προκειμένω ακίνητο ευρίσκεται σε εκτός σχεδίου περιοχή οι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 439/1970 και του άρθρου 8, παρ. 8 του από 1.3.1981 π.δ., δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές, αναφέρονται σε περιοχές εκτός σχεδίου ή οικισμούς προϋφισταμένους του 1923. 14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με την από 31.3.1993 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της Θεσσαλονίκης, όλη η περιοχή, στην οποία βρίσκεται η Οικοδομική Μονάδα 143 Ε, έχει χαρακτηρισθεί ως περιοχή αστικού πρασίνου και δεν είναι νόμιμη η χορήγηση οικοδομικής αδείας. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σε προηγούμενη σκέψη, από τα διαγράμματα, που συνοδεύουν την απόφαση αυτή και στα οποία αυτή παραπέμπει, προκύπτει ότι για τη συγκεκριμένη οικοδομική μονάδα προβλέπεται χρήση αμιγούς κατοικίας. Εν όψει όμως του λεκτικού της ως περιπτώσεως Γ της ίδιας αποφάσεως, με το οποίο προβλέπονται για την ευρύτερη περιοχή χρήσεις αθλητικών εγκαταστάσεων και αστικού πρασίνου το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί η αρμόδιας Διεύθυνση Τοπογραφικών Εφαρμογών του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. να αποστείλει στο Δικαστήριο τις απόψεις της για την προβλεπόμενη χρήση στην ανωτέρω οικοδομική μονάδα 143 Ε, καθώς και κάθε σχετικό στοιχείο, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της παρούσης αποφάσεως του Τμήματος. Δ ι ά τ α ύ τ α Απορρίπτει τα ως απορριπτέα κριθέντα. Υποχρεώνει τη Διεύθυνση Τοπογραφικών Εφαρμογών του ΥπουργείουΠεριβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων να αποστείλει στο Δικαστήριο τις απόψεις της και κάθε σχετικό στοιχείο σχετικά με την προβλεπόμενη για την Οικοδομική Μονάδα 143 Ε χρήση βάσει του λεκτικού της από 31.3.1993 αποφάσεως του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και των σχεδιαγραμμάτων, στα οποία αυτή παραπέμπει, σύμφωνα με το σκεπτικό, μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της παρούσης. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και ορίζει νέα δικάσιμο την 21η Ιανουαρίου 2004.» Περίληψη: Το ακίνητο για το οποίο χορηγήθηκαν οι επίμαχες οικοδομικές άδειες δεν βρίσκεται εντός των ορίων του αρχαιολογικού χώρου του «Κελλαρίου Όρμου», αλλά πλησίον αυτού. Συνεπώς, δεν επιβάλλεται σε αυτό η απόλυτη απαγόρευση της δόμησης. Η απόφαση του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία τροποποιείται το ρυμοτομικό σχέδιο περιοχής, αποτελεί ατομική πράξη γενικού περιεχομένου και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση του κύρους της παρεμπιπτόντως με αφορμή την προσβολή άλλης πράξεως. Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως. Σχολιασμός: Όπως κρίνεται με τη δικαστική αυτή απόφαση, η κρατική υποχρέωση, η οποία απορρέει από το άρθρο 24 Συντ., συνίσταται στην προστασία της«πολιτιστικής κληρονομιάς». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρεται στις έννοιες του «πολιτιστικού περιβάλλοντος» ή των «μνημείων», τις οποίες περιλαμβάνει το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος, αλλά στην «πολιτιστική κληρονομιά». Σημειώνεται εν προκειμένω ότι η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς χρησιμοποιείται, με ορισμένες παραλλαγές, ευρέως, τόσο στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο και σε διεθνείς συμβάσεις, όσο και στην κοινή νομοθεσία. Είναι, ασφαλώς, πρόδηλο ότι η χρήση των ανωτέρω όρων στο Σύνταγμα, στην κοινή νομοθεσία, το κοινοτικό και διεθνές δίκαιο, καθώς και στη νομολογία των δικαστηρίων δεν είναι τυχαία, αλλά αποβλέπει στο να δώσει έμφαση στο συγκεκριμένο κάθε φορά προστατευόμενο αγαθό. Η έννοια της «πολιτιστικής κληρονομιάς», η οποία
περιλαμβάνεται στην εξεταζόμενη απόφαση του Σ.τ.Ε., αναφέρεται εν προκειμένω στα αρχαία μνημεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, που εντάσσονται, αναμφίβολα, στον πυρήνα της «πολιτιστικής κληρονομιάς» και, κατ' επέκταση, του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η χρήση της ανωτέρω έννοιας στην εξεταζόμενη δικαστική απόφαση αποβλέπει, συνεπώς, να περιγράψει το σύνολο των μνημείων και του περιβάλλοντος των αρχαίων χώρου. Το Σ.τ.Ε. καταφεύγει συχνά στη μέθοδο της «σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας» διατάξεων νόμου, προκειμένου να διασφαλίσει ευρύτερη προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών, αποφεύγοντας, συγχρόνως, να θεωρήσει τις διατάξεις αυτές ως αντισυνταγματικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η ερμηνευτική αυτή μέθοδος μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε «αλλοίωση» και, ιδίως, σε «συμπλήρωση» του νόμου, γεγονός το οποίο δεν συμβιβάζεται, ασφαλώς, με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου εμφανίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου συχνά σε υποθέσεις που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 24 Συντ. αποτελεί το κομβικό ερμηνευτικό κριτήριο για την προσέγγιση του συνόλου των νόμων που συνάπτονται με την προστασία του περιβάλλοντος. Οι νόμοι αυτοί ερμηνεύονται, έτσι, κατά τη σχετική έκφραση του Σ.τ.Ε., «υπό το φως» της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως. Με βάση την ερμηνευτική αυτή μέθοδο προσεγγίζεται στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 50 του κ.ν. 5351/1932 περί αρχαιοτήτων, το οποίο επιβάλλει την άδεια του Υπουργού Πολιτισμού ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την επιχείρηση οιουδήποτε έργου που μπορεί να βλάψει τα αρχαία. Το Δικαστήριο, συγκεκριμένα, συνάγει από την ανωτέρω νομοθετική διάταξη, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω άδεια του Υπουργού Πολιτισμού παρέχεται μόνον για την προστασία των αρχαίων και μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι δεν θα επέλθει καμία δυσμενής επίδραση στα αρχαία. Σημειώνεται ότι στην ίδια ακριβώς κρίση καταλήγει, με παρόμοια σχεδόν διατύπωση, η Σ.τ.Ε. Ολομ. 3279/2003 (υπόθεση Μουσείου Ακρόπολης). Η εξεταζόμενη, ωστόσο, απόφαση του Ε Τμήματος περιλαμβάνει στο κρίσιμο σκεπτικό της δύο διαφοροποιήσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διατύπωση της δικαστικής αυτής απόφασης η άδεια του Υπουργού Πολιτισμού μπορεί να παρασχεθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως «πλήρως» διασφαλισθεί ότι από την εκτέλεση των σχετικών έργων δεν θα επέλθει «καμία δυσμενής επίδραση» στα αρχαία. Αντίθετα, στην απόφαση της Ολομέλειας παραλείπεται ο όρος «πλήρως», ενώ οι όροι «καμία δυσμενής επίδραση» αντικαθίστανται από τους όρους «δεν θα επέλθει βλάβη». Η αντιπαραβολή της διατύπωσης του κρίσιμου αυτού σκεπτικού των δύο αυτών αποφάσεων καταδεικνύει την εν πολλοίς διαφορετική αντίληψη των δύο δικαστικών σχηματισμών για την προστασία του περιβάλλοντος. Ενώ, έτσι, το Ε Τμήμα του Δικαστηρίου εξακολουθεί κατά βάση να εμφανίζεται ως ο αυστηρός και σταθερός θεματοφύλακας της περιβαλλοντικής προστασίας, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου τείνει, αν και συχνά ανεπαίσθητα και με ελάχιστα εμφανή τρόπο, να μετριάσει την απόλυτη προτεραιότητα που αναγνωρίζει το Ε Τμήμα στο περιβάλλον και να αμβλύνει τις σχετικές εντάσεις. Δεν πρέπει, πάντως, να παραβλεφθεί ότι στην περίπτωση της Σ.τ.Ε. Ολομ. 3279/2003, το Δικαστήριο κλήθηκε να επιλύσει μία εν πολλοίς «ενδοπεριβαλλοντική» σύγκρουση αγαθών. Η δικαστική κρίση έπρεπε, μάλιστα, να εκτιμήσει το δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον που απορρέει από την κατασκευή του νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Επισημαίνεται, τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου στην εξεταζόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ τροποποιεί το ρυμοτομικό σχέδιο ορισμένης περιοχής, αποτελεί «ατομική πράξη γενικού περιεχομένου». Συνεπώς, δεν επιτρέπεται η εξέταση του κύρους της παρεμπιπτόντως με αφορμή την προσβολή άλλης πράξεως.