ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

Σχετικά έγγραφα
E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ. Αθήνα, 2 Μαρτίου 2006 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΓΙΑ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

Ι ΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ. Στον Ασπρόπυργο Αττικής, σήµερα , οι παρακάτω συµβαλλόµενοι

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ AXIALINE

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV Σύμβαση Εμπιστευτικότητας

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Αριθμός Διακήρυξης: XXXX

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Παρατηρήσεις. Είδους 11. ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΟΣΤΙΚΗΣ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ


Πολιτική Σύγκρουσης συμφερόντων

Θεσμική Αναμόρφωση της Προ-πτωχευτικής Διαδικασίας Εξυγίανσης Επιχειρήσεων

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Α.Λ.Ε.

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συμφωνίες πλαίσιο και διοικητικές συμβάσεις»

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗΣ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Εκπτώσεις Δεσπόζουσας Επιχείρησης

Σχέδιο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της [ ]

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗ BAYER ΕΛΛΑΣ Α.Β.Ε.Ε

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

Γενικοί Όροι & Πολιτική Αγορών της Fon

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης. «Κώδικας Προµήθειας σε Πελάτες» Ο Υπουργός Ανάπτυξης

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

14SYMV

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

15SYMV

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔAΠΜ 41612

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Σ Υ Μ Β Α Σ Η. ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ Μη ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Με την Επωνυμία: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ, ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥ.. (Ή ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ «.

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ- ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ-ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΠΕΛΑΤΩΝ

Ταχ. Δ/νση : Καρ. Σερβίας 10 ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ. Ταχ. Κώδικας : ΑΘΗΝΑ Πληροφορίες : Μ. Σταρά - Μ. Γεροντάρη Τηλέφωνο :

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ ΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΕΙΣΗΤΗΣ: ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΟΥΡΑΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013 1

Περιεχόμενα σελ. Εισαγωγή Επιγραμματική προσέγγιση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 4 1. Ορισμός- βασικά στοιχειά της σύμβασης 4 2.Υποχρεώσεις των μερών 7 3.Λοιπά στοιχειά της σύμβασης 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο θεσμός της αποζημίωσης πελατείας 11 1.Μέσο ισοστάθμισης ωφελειών του εντολέα και της ζημίας του αντιπροσώπου 12 2.Νομική φύση της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας 14 3.Σώρευση αξιώσεων αποζημίωσης πελατειάς και αποζημίωσης κοινού δικαίου 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας 17 1. Τυπική προυπόθεση 18 α) Λύση εμπορικής υπαντιπροσωπείας 20 β) Μεταβίβαση της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης 21 γ) Η περίπτωση συμμετοχής της εταιρίας στην σύμβαση 22 2.Πρώτη ουσιαστική προυπόθεση α) Η έννοια του όρου «πελάτης» 23 β)οικονομική προσέγγιση της έννοιας του «πελάτη» 25 γ).απαραίτητη η προσέλκυση νέων πελατών 26 δ)η δραστηριότητα του αντιπροσώπου ως αιτία για την προσέλκυση πελατείας 28 ε) «Σημαντική προαγωγοί των υποθέσεων» με τους υπάρχοντες πελάτες 29 στ) Η διατήρηση «ουσιαστικών» ωφελειών μετά τη λύση της σύμβασης 31 3.Δεύτερη ουσιαστική προυπόθεση 35 α)η «απώλεια προμηθειών» ως βάση για τις σταθμίσεις επιείκειας 35 2

β)η έννοια της προμήθειας 37 γ)απώλεια προμηθειών στη γνήσια υπαντιπροσωπεία 38 δ)προσδιορισμός της δίκαιης αποζημίωσης με βάση των συνοδευτικών περιστάσεων 39 ε)απόδειξη της συνδρομής των ευνοϊκών ή δυσμενών περιστάσεων 41 στ)προϋποθέσεις για το «ορισμένο» της αγωγής αποζημίωσης 42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Το ύψος της απαίτησης 44 α)ο υπολογισμός του ύψους της απαίτησης 46 β)παράδειγμα 51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η απώλεια της απαίτησης για την αποζημίωση πελατείας 56 1.Πρώτος λόγος έκπτωσης 57 2.Δεύτερος λόγος έκπτωσης 59 α)εξαίρεση πρώτη 60 β)εξαίρεση δεύτερη 62 3.Τρίτος λόγος έκπτωσης της απαίτησης: μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης από το αντιπρόσωπο 66 4.Τέταρτος λόγος έκπτωσης: Συμπλήρωση της ενιαύσιας αποσβεστικής προθεσμίας 66 5.Η απαγόρευση της παραίτησης του αντιπροσώπου από τα σχετικά με την αποζημίωση πελατείας δικαιώματα του 67 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ανάλογη εφαρμογή της σύμβασης Franchising 68 Εφαρμογή της σύμβασης διανομής 71 Αντί επιλόγου Βιβλιογραφία 3

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Επιγραμματική προσέγγιση σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ρυθμίζεται στη χώρα μας ειδικώς από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 «Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαικών Κοινοτήτων» το οποίο επανέλαβε σχεδόν αυτολεξεί τα άρθρα της Οδηγίας. Περαιτέρω για όσα ζητήματα σχετικά με τις παροχές των συμβαλλομένων δε ρυθμίζει ειδικώς το άνω νομοθέτημα, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 374-388 του Αστικού Κώδικα, αφού πρόκεται για αμφοτεροβαρή σύμβαση. 1. Ορισμός βασικά στοιχεία της σύμβασης Στο άρθρο 1 παρ. 2 του Π.Δ. 219/91 δίνεται ο ορισμός του εμπορικού αντιπροσώπου. Προβλέπεται ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναλαμβάνει σε μόνιμη βάση, με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, του αντιπροσωπευόμενου, την πώληση ή αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου 1. Τα ουσιώδη, λοιπόν, στοιχεία της σύμβασης που συνάγονται από τους παραπάνω ορισμούς είναι α) η ενέργεια του αντιπροσώπου στο όνομα και για 1 Βλ. ΕφΑθ 2183/2010, ΔΕΕ 2011, σελ. 705, ΑΠ 53/2007 ΧρΙΔ 2007 σελ.344 4

λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, β) ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της, γ) η σταθερότητα - μονιμότητα, δ) η διάρκεια της παροχής του αντιπροσώπου και ε) η αυτοτέλεια - ανεξαρτησία της. Όλα τα παραπάνω αναγνωρίζονται από το σύνολο της νομολογίας 2. Το κυρίαρχο όμως στοιχείο στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η ενέργεια του αντιπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Συνεπώς ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν μετέχει ως αντισυμβαλλόμενος στις συμβάσεις που συνάπτονται καθώς αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία. Έτσι, η πελατεία που δημιουργεί και εξυπηρετεί, αποτελεί στοιχείο της επιχείρησης του αντιπροσωπευομένου και ταυτόχρονα δεν αναλαμβάνει κανέναν κίνδυνο αναφορικά με την πώληση των προϊόντων (πραγματικών - νομικών ελαττωμάτων, διοχέτευσης, μεταφοράς, αποθήκευσης, μη διάθεσης κλπ.) 3, εκτός από τον επιχειρηματικό κίνδυνο που σχετίζεται με τη δική του μεσολαβητική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την τυχόν απώλεια της αμοιβής του και των επενδύσεων που πραγματοποίησε για τη σύσταση και λειτουργία της δικής του επιχείρησης. Επίσης ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν μπορεί να παρέμβει στις επιχειρηματικές αποφάσεις του αντιπροσωπευομένου, ο οποίος καθορίζει ελεύθερα τις τιμές πώλησης των προϊόντων του 4. Η αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου ρυθμίζεται στα άρθρα 5 και 6 του Π.Δ. 219/1991, απ όπου προκύπτει ότι αμείβεται με ποσοστά (προμήθεια) επί των συμβάσεων στις οποίες διαμεσολαβεί ή και καταρτίζει ο ίδιος, χωρίς όμως να αποκλείεται διαφορετική συμφωνία για την αμοιβή του (π.χ. κατ αποκοπή, bonus κλπ), η οποία πάντως πρέπει να είναι εύλογη (αρ. 5 παρ.2 και αρ.6 παρ.1). Το ύψος της προμήθειας ορίζεται στη σύμβαση και είναι συνήθως ένα ποσοστό από 1-10% επί των πωλήσεων, ποσοστό που 2 Βλ. ΕφΑθ 2948/2002 ΔΕΕ 2002, 614, ΕφΑθ 7303/2002 ΕπισκΕΔ 2003, 446, ΕφΑθ 7813/2002 ΔΕΕ 2003, 667, ΕφΑθ 9155/2002 ΔΕΕ 2004, 677, ΕφΘεσ 493/2008 ΕπισκΕΔ 2008, 808, ΑΠ 896/2005 ΔΕΕ 2005, 1319, ΑΠ 1612/2002 ΕλλΔνη 2003, 715 3 4 Βλ. Χ. Μαστροκώστας, Έννοια της σύμβασης εμπορικής διανομής, σελ.21. Βλ. Χ. Μαστροκώστας, Έννοια της σύμβασης εμπορικής διανομής, σελ. 22. 5

εξαρτάται από το είδος των προϊόντων σε συνάρτηση με τις διαπραγματευτικές και επαγγελματικές ικανότητες του αντιπροσώπου, οπότε μπορεί να είναι και μεγαλύτερο. Κύρια απασχόληση του εμπορικού αντιπροσώπου είναι η διαπραγμάτευση σε μόνιμη βάση με σκοπό την προώθηση των αγαθών υπηρεσιών του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία σε τρίτους. Ταυτόχρονα με την ιδιότητα του ως ανεξάρτητος επαγγελματίας οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, υπακούοντας όμως στις υποδείξεις του αντιπροσωπευόμενου, και διατηρεί ανεξάρτητη επαγγελματική στέγη διαθέτοντας νομική και προσωπική αυτονομία, έχοντας τη δυνατότητα να προσλαμβάνει δικό του προσωπικό και να διατηρεί δίκτυο υποαντιπροσώπων (αρ.1 παρ. 3 εδ. β ΠΔ 219/1991). 2. Υποχρεώσεις των μερών Το άρθρο 4 του Π.Δ. 219/91 κατοχυρώνει με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως ρητά προβλέπεται στην παρ. 4, τις υποχρεώσεις των μερών. Στην παράγραφο 1 ορίζεται ως ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης η μέριμνα του αντιπροσώπου για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου και η τήρηση της καλής πίστης στις σχέσεις τους. Πιο συγκεκριμένα ορίζεται στα εδάφια α και β ότι ο αντιπρόσωπος υποχρεούται να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια στην διαχείριση των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου και να του ανακοινώνει κάθε αναγκαία πληροφορία. Από εδώ συνάγεται και η υποχρέωση εχεμύθειας του αντιπροσώπου ως προς τα επιχειρηματικά απόρρητα του αντιπροσωπευόμενου, η οποία μάλιστα εξακολουθεί να υφίσταται και μετά το πέρας της σύμβασης. Το εδάφιο γ ορίζει ότι πρέπει «να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου» θεσπίζοντας έτσι το διευθυντικό δικαίωμα του αντιπροσωπευόμενου. Το διευθυντικό δικαίωμα του αντιπροσωπευόμενου δε μπορεί να προσβάλλει πάντως τη φύση του αντιπροσώπου ως ανεξάρτητου διαμεσολαβητή, γι αυτό και γίνεται λόγος για «εύλογες υποδείξεις» απ την πλευρά του αντιπροσωπευόμενου, στο βαθμό δηλαδή που αυτές είναι αναγκαίες και δε μπορούν να φθάσουν μέχρι το σημείο του ελέγχου και της εποπτείας του αντιπροσωπευομένου ως προς τον τόπο, χρόνο και παροχή της εργασίας. 6

Όσον αφορά τον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία, σύμφωνα και πάλι με το άρθρο 4 κύρια υποχρέωση του έναντι του εμπορικού αντιπροσώπου του είναι να δρα νόμιμα και καλόπιστα. Ιδιαίτερα στα εδάφια α και β της παραγράφου 2 αναφέρεται η υποχρέωση δωρεάν παροχής όλων των αναγκαίων πληροφοριακών εγγράφων που αφορούν τα προϊόντα 5 καθώς και κάθε αναγκαίας πληροφορίας σχετικής με την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως «να ειδοποιεί τον Εμπορικό Αντιπρόσωπο, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε να αναμένει κανονικά». Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 καθιερώνει την υποχρέωση του να ενημερώνει σε εύλογο χρονικό διάστημα τον αντιπρόσωπο εάν έχει αποδεχθεί ή απορρίψει εμπορική πράξη στην οποία ο τελευταίος μεσολάβησε, ή εάν αυτή δεν εκτελέσθηκε για οποιονδήποτε λόγο. Από το άρθρο 4 συνάγεται ακόμα η απαγόρευση ανταγωνιστικής δράσης του αντιπροσώπου απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο αφού οφείλει να μεριμνά για τα συμφέροντα του, συνεπώς και να παραλείπει κάθε πράξη βλαπτική ή δυνάμει βλαπτική των επιμελούμενων συμφερόντων. Το ίδιο όμως ισχύει και αντιστρόφως, αφού και ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει να δρα καλόπιστα έναντι του αντιπροσώπου του σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου. Παρατηρούμε, λοιπόν ότι η απαγόρευση ανταγωνισμού μεταξύ των μερών συνάγεται εκ του νόμου, χωρίς να είναι αναγκαία η συμβατική της πρόβλεψη. Παρόλο αυτά όμως στην πρακτική των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας συνηθίζεται να περιέχονται ρήτρες μη ανταγωνισμού 6 εντός της σύμβασης, οι οποίες και οριοθετούν τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Φυσικά 5 Ιδίως σχέδια, δείγματα, τιμοκαταλόγους, όρους συναλλαγής, διαφημιστικό και ενημερωτικό υλικό, και να τα ανανεώνει τακτικά. 6 Η απαγόρευση ανταγωνισμού μπορεί να είναι χωρική, χρονική ή να αναφέρεται σε συγκεκριμένα ανταγωνιστικά προϊόντα των οποίων τη διάθεση θα απαγορεύσει. Μπορεί ακόμα να καταλαμβάνει τόσο την άμεση όσο και την έμμεση (μέσω τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων) ανταγωνιστική δράση. Ενώ είναι ακόμα δυνατή και η απαγόρευση συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνιστικών του αντιπροσωπευόμενου εταιριών, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεάζει ο αντιπρόσωπος καθοριστικά την επιχειρηματική πορεία των ως άνω εταιριών. 7

η τυχόν παραβίαση της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού γεννά αξίωση αποζημίωσης χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί για τον αντιπροσωπευόμενο η αμέλεια των συμφερόντων του καθώς αυτή τεκμαίρεται 7. Την ίδια αξίωση παράγει και η παράλειψη να πληροφορήσει ο αντιπρόσωπος τον αντισυμβαλλόμενο του προμηθευτή για τις ανταγωνιστικές του δραστηριότητες 8. 3. Λοιπά στοιχεία στης σύμβασης Οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 ΠΔ 219/1991 ρυθμίζουν τον τρόπο αμοιβής του εμπορικού αντιπροσώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 αφήνεται στη βούληση των μερών να αποφασίσουν τον τρόπο πληρωμής του αντιπροσώπου, δηλαδή, την «ειδικώς συμφωνηθείσα αμοιβή» για την εργασία του. Συνήθως στην εμπορική αντιπροσωπεία προτιμάται η προμήθεια, επειδή παρέχει έντονα κίνητρα και για τις δύο πλευρές να προωθήσουν τη συνεργασία τους, έτσι ώστε ο αντιπρόσωπος εξυπηρετώντας αποτελεσματικότερα τα οικονομικά συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου να επιδιώξει μεγαλύτερα κέρδη για τον ίδιο, επιτυγχάνοντας ολοένα μεγαλύτερο αριθμό καταρτιζομένων συμβάσεων. Στο άρθρο 6 ρυθμίζεται το πότε ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται προμήθεια τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης όσο και μετά τη λύση της. Όσον αφορά τον τύπο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας υπόκειται στον έγγραφο τύπο 9 σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 7 Βλ. Μαρίνου Μ-Θ, Η απαγόρευση ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής, ΕεμπΔ 1999, 679. 8 Εξαίρεση αποτελεί η απόδειξη ότι ο αντιπροσωπευόμενος γνώριζε εξ αρχής τις παράλληλες κινήσεις του διαμεσολαβητή του και τις ανέχθηκε ή κατά τα συναλλακτικά ήθη είναι επιτρεπτή αυτή η ενέργεια σε συγκεκριμένο κλάδο του εμπορίου 9 Αντίθετα σύμφωνα με Εφ. Πατρών 121/2009: «ορθότερη κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, είναι η άποψη ότι δεν απαιτείται έγγραφος συστατικός τύπος για την κατάρτιση της συμβάσεως, αλλά το έγγραφο αποτελεί τεκμήριο και η σύμβαση μπορεί να αποδειχθεί με κάθε άλλο αποδεικτικό μέσον όπως μαρτυρικές καταθέσεις και δικαστικά τεκμήρια». Βλ. ομοίως και ΑΠ 1301/2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 1288, Εφ.Θεσ 1401/2003, Επισκ. ΕΔ. 2003, σελ. 820, Εφ.Πατρ. 310/2002 Επισκ.ΕΔ. 2003, σελ. 598. 8

ΠΔ 219/1991, ενώ η διάρκεια της μπορεί να συμφωνηθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, αναλόγως της βούλησης των μερών. Το άρθρο 8 παράγραφος 2 του Π.Δ. 219/91 αναφέρει ότι «Σύμβαση ορισμένου χρόνου, την οποία τα δύο μέρη συνεχίζουν να εκτελούν μετά τη λήξη της, θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου». Έτσι σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 8 του άρθρου 8 ΠΔ 219/1991 η σύμβαση εμπορικής ανιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί τόσο με έκτακτη όσο και με τακτική καταγγελία. Με τη καταγγελία, λοιπόν, και τη συνακόλουθη λύση της σύμβασης ο εμπορικός αντιπρόσωπος αποκτά «αξίωση αποζημίωσης πελατείας» απέναντι στον αντισυμβαλλόμενο εντολέα του, η ανάλυση της οποίας θα μας απασχολησει στην παρούσα εργασία. 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο θεσμός της αποζημίωσης πελατείας Ο θεσμός της αποζημίωσης πελατείας έχει ιστορία πολλών δεκαετιών στις περισσότερες έννομες τάξεις της Κεντρικής Ευρώπης. Στο ελληνικό όμως δίκαιο η εισαγωγή του έγινε με το άρθρο 9 του Προεδρικού Διατάγματός 219/1991 10, το οποίο είναι αναγκαστικού χαρακτήρα 11. Στόχος του είναι να αντισταθμίσει το γεγονός ότι ενώ εξαιτίας της λύσης της σύμβασης ο εμπορικός αντιοπρόσωπος δε μπορεί πλέον να αντλεί οφέλη από την πελατεία που ο ίδιος δημιούργησε, μια και χάνει τις προμήθειες που θα εισέπραττε στο μέλλον απο συναλλαγές με αυτήν, δε συμβαίνει το ίδιο και με τον αντιπροσωπευόμενο επειχειρηματία. Ο τελευταίος συνεχίζει και μετά τη λύση της σύμβασης να αντλεί οφέλη που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος με τη δραστηριόητα του, αφού οι πελάτες του θα συνεχίσουν και στο μέλλον να παραγγέλνουν τα προϊόντα του. Ο εντολέας, λοιπόν, καλείται να καταβάλει αποζημίωση πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο ως αντάλλαγμα για τη σταθερή πελατεία που του δημιούργησε και με τη λύση της σύμβασης του «παραχωρεί» προς αποκλειστική εκμετάλλευση. Η αποζημίωση αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την αποζημίωση του κοινού δικαίου διότι έχει περισσότερο χαρακτήρα αμοιβής για τον εμπορικό 10 11 Κατ επιταγή της Οδηγιας 86/653/ΕΟΚ. Βλ. ΕφΘες 2655/2004 Αρμ 2004, σελ. 1683. 10

αντιπρόσωπο παρά αποκαταστατική λειτουργία για ζημία που του προκλήθηκε ή για παραβίαση της σύμβασης 12. Συνιστά κατά κάποιον τρόπο το αντάλλαγμα 13 που αυτός δικαιούται επειδή δημιούργησε ή επέκτεινε τη σταθερή πελατεία του εντολέα του και μπορεί να προταθεί σε κάθε περίπτωση λύσης σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. 1. Μέσο ισοστάθμισης των ωφελειών του εντολέα και της ζημίας του αντιπροσώπου Όταν ο αντιπρόσωπος φέρνει νέους πελάτες στον εντολέα του, το όφελος του τελευταίου δεν έγκειται στη σύναψη της πρώτης μεμονωμένης εμπορικής συναλλαγής με καθέναν από αυτούς αλλά στο ότι ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του αντιπροσώπου δημιουργείται μαζί τους μια συναλλακτική επαφή διαρκείας ώστε να ακολουθήσουν μαζί τους και άλλες πράξεις στο μέλλον. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο εμπορικός αντιρπόσωπος δικαιούται προμήθεια όχι μόνο για την πρώτη συναλλαγή που θα συναφθεί χάρη στην παρέμβαση του αλλά και για τις επόμενες παραγγελίες που ο εν λόγω πελάτης θα δώσει κατά τη διάρκεια τη σύμβασης για προιόντα του ίδίου είδους (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α,β ΠΔ 219/1991). Ειναι φανερό, λοιπόν, ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης οφέλη αντλούν και οι δύο, τόσο ο εντολέας από τις συναλλαγές όσο και ο αντιπρόσωπος από την προμήθεια. Αυτή η από κοινού απόλαυση των ωφελειών παύει να υφίσταται με τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα τα οφέλη από τη δημιουργία πελατείας τα αντλεί αποκλειστικά και μόνο ο εντολέας καθώς συνεχίζει να διαθέτει τα προιόντα του στον εν λόγω κύκλο προσώπων που ο αντιπρόσωπος δημιούργησε, και να αποκομίζει κέρδος, χωρίς πλεόν ο τελευταίος να μπορεί να αντλεί οφέλη από τους πελάτες που ο 12 Βλ. ΑΠ 592/2008, ΕφΑθ 5539/2001, ΕπισκΕΔ 2002, σελ.418, «Για τη γέννηση της αποζημίωσης πελατείας δεν απαιτείται αντισυμβατική ή γενικότερα παράνομη συμπεριφορά από την πλευρά του αντιπροσωπευομένου επιχειρηματία». 13 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 4, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 11

ίδιος δημιούργησε. Γιαυτό και η αποζημίωση πελατείας αποτελεί τη βασικότερη αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της σύμβασης η οποία γεννιέται ανεξάρτητα από το αν η σύμβαση έχει καταρτιστεί εγγράφως ή όχι 14. Το περιουσιακό όφελος που περιέρχεται με τη λύση της σύμβασης στον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία συνίσταται στα εξής: α) Το επιχειρηματικό κέρδος το οποίο θα συνεχίσει να λαμβάνει ο εντολέας και μετά τη λύση της σύμβασης απο συναλλαγές με τους πελάτες εκείνους που του έφερε ο αντιπρόσωπος. β) Το όφελος του επιχειρηματία απο την αύξηση της υπεραξίας (goodwill) της επιχείρησης λόγω της αύξησης της σταθερής πελατείας της. Η διαπίστωση αυτή γίνεται εμφανής όταν μετά τη λύση της σύμβασης ακολουθεί μεταβίβαση της επιχείρησης ως σύνολο μαζί με την επωνυμία της οπότε το συνολικό αντάλλαγμα προσαυξάνεται καθώς στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης προστίθεται και η πελατεία της επιχείρησης. γ) Η εξοικονόμηση των προμηθειών που θα λάμβανε ο αντιπρόσωπος βάσει του άρθρου 6 παρ.1 εδ. β ΠΔ 219/1991 για τις μελλοντικές παραγγελίες που θα έρθουν στον επιχειρηματία από τους πελάτες που αυτός κέρδισε 15. Η τελευταία επισήμανση αποκρυσταλώνει το γεγονός ότι η δυναμική της πελατείας που δημιούργησε ο αντιπρόσωπος δεν έχει ακόμα «εκτονωθεί» πλήρως κατά τη λύση της σύμβασης αφού οι πελάτες αυτοί αναμένεται να συνάψουν και νέες συναλλαγές με τον αντιπροσωπευόμενο στο μέλλον. Το γεγονός αυτό καθιστά δυνατή κατά τη λήξη της σύμβασης τόσο τη γέννηση περιουσιακής ωφέλειας στο πρόσωπο του εντολέα όσο και την προξένηση περιουσιακής βλάβης στον εμπορικό αντιπρόσωπο, αφού δε θα εισπράξει προμήθειες απο τις πράξεις που θα καταρτιστούν μετά τη λύση της σύμβασης, η οποία και μετενεργεί 16, με τους πελάτες που ο ίδιος κέρδισε 17. 14 Βλ. Μ. Βαρελά, Συμβάσεις Διανομής, Επιμέλεια Ευάγγελος Περάκης, σελ. 218, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008. 15 16 Βλ. ΕφΑθ 2062/2009, ΔΕΕ 2010, σελ. 582. Βλ. Ε. Περάκης, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, 1999, σελ. 409. 12

Ο θεσμός, λοιπόν, της αποζημίωσης πελατείας αποσκοπεί στο να ισοσταθμιστούν αυτά τα δύο μεγέθη 18 : από τη μια τα ενδεχόμενα οφέλη που αποκομίζει με τη λύση της σύμβασης ο εντολέας χάρη στη δραστηριότητα του αντιπροσώπου και από την άλλη οι αρνητικές περιουσιακές επιπτώσεις που η λύση της σύμβασης προκαλεί στον εμπορικό αντιπρόσωπο και οι οποίες έχουν τη μορφή «απώλειας προμηθειών». Με τον τρόπο αυτό παρέχεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο ένα εύλογο αντάλλαγμα για το ότι με τη δράση του συνέβαλε στη δημιουργία ενός άυλου περιουσιακού αγαθού, ενός κύκλου σταθερής πελατείας πιο συγκεκριμένα που με τη λύση της σύμβασης «παραχωρήθηκε» αποκλειστικά στον εντολέα 19. 2. Νομική φύση της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας Πρόκειται λοιπόν για ενα θεσμό που έχει κατά κύριο λόγο χαρακτήρα αντιπαροχής 20. Αμείβει τον εμπορικό αντιπρόσωπο για μια παροχή που προσέφερε στον αντισυμβαλλόμενο του και δεν έλαβε πλήρες αντάλλαγμα, δηλαδή για το ότι δημιούργησε έναν σταθερό πελατειακό κύκλο από τον οποίο όμως μετά τη λύση της σύμβασης αντλεί οφέλη μόνον ο εντολέας. Κι εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η προμήθεια που λάμβανε ο αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της σύμβασης δεν καταρρίπτει τον παραπάνω ισχυρισμό καθώς αποτελεί αμοιβή όχι για τη δημιουργία σταθερής πελατείας αλλά για την κατάρτιση της κάθε σύμβασης ξεχωριστά είτε επρόκειτο για συναλλαγές που συνάπτονταν με νέους πελάτες είτε με παλιούς. 17 Αυτό ισχύει ανεπιφύλακτα τουλάχιστον για όσες πράξεις δε συναφθούν σε εύλογη προθεσμία από τη λύση της σύμβασης σύμφωνα με άρθρο 6 παρ.2 α ΠΔ 219/1991. 18 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 25, Εκδόσεις Σακκουλα 1997. 19 Βλ. ΑΠ 1129/2011, ΔΕΕ 2012, σελ. 258 επ., Εφ. Πειρ 782/2010, ΔΕΕ 2011, σ. 477 επ., ΕφΑΘ 5604/2010 ΔΕΕ 2011, σελ. 480 «η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό τους ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης». 20 Βλ. ΑΠ 592/2008. 13

Από την άλλη πλευρά όμως ο θεσμός επιτελεί και κοινωνικήπροστατευτική λειτουργία προς όφελος του αντιπροσώπου, ο οποίος αποτελεί το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης. Εξού και το πνεύμα που απορρέει απο την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ, η οποία επέβαλε στα κράτη-μέλη να εισάγουν τον συγκεκριμένο θεσμό στις εθνικές τους νομοθεσίες. 3. Σώρευση αξιώσεων αποζημίωσης πελατείας και αποζημίωσης κοινού δικαίου Στο άρθρο 9 παρ.1 εδ. γ του ΠΔ 219/1991 ορίζεται ότι η αποζημίωση πελατείας δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο «την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη» 21. Η αναφερόμενη, λοιπόν, στο εδάφιο αυτό αξίωση αποζημίωσης είναι εντελώς διαφορετική και αφορά την αποζημίωση του κοινού δικαίου που προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα. Δηλαδή εφόσον έλαβε χώρα υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων ή τέλεση αδικοπραξίας εκ μέρους του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία σε βάρος του αντιπροσώπου, η οποία δημιούργησε ζημία στον τελευταίο, τότε μπορεί αυτός να αξιώσει «περαιτέρω» αποζημίωση, πέρα από την αποζημίωση πελατείας. Η ζημία αυτή, ακόμη και όταν συνίσταται σε διαφυγόν κέρδος (διαφυγούσες προμήθειες) δεν ταυτίζεται με τις αναφερόμενες στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α «προμήθειες που χάνει ο αντιπρόσωπος» και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας. Καθώς οι τελευταίες αναφέρονται σε πάσης φύσεως συναλλαγές θα καταρτίζονταν στο μέλλον με νέους πελάτες που έφερε ο ίδιος ο αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της 21 Βλ. ΕφΑΘ 5404/2010, ΔΕΕ 2010, σελ. 480 και Εφ. Θες 68/2007. 14

συμβατικής σχέσης και όχι σε αυτές που θα συνάπτονταν στο μέλλον με τη διαμεσολάβηση του αντιπροσωπου εάν δεν είχε λυθεί η σύμβαση. Για παράδειγμα, μεταξύ του εντολέα Α και του εμπορικού αντιπροσώπου Β υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου η οποία λήγει σε έξι μήνες από σήμερα. Ο Α παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις επανειλημμένα και υπαίτια τον τελευταίο καιρό με τρόπο που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον Β για σπουδαίο λόγο. Για παράδειγμα, προμήθευε τους πελάτες του με ελαττωματικά προιόντα τα οποία και αρνούνταν να αντικαταστήσει παρα τις έντονες διαμαρτυρίες τους. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών η φήμη του Β υπέστη βλάβη και προέβη σε καταγγελία της σύμβασης που επιφέρει και τη λύση της. Σε αυτή την περίπτωση ο Β δικαιούται αποζημίωση βάσει του κοινού δικαίου και της ΑΚ 673 για τα διαφυγόντα κέρδη που συνίστανται στις προμήθειες που θα εισέπραττε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων (αφαιρουμένων των εξόδων που αυτός εξοικονόμησε από την πρόωρη λύση της σύμβασης) για τους επόμενους έξι μήνες αν δεν αναγκαζόταν να καταγγείλει τη σύμβαση. Ο Β όμως δικαιούται και αποζημίωση πελατείας εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες από το νόμο προυποθέσεις. Για τον υπολογισμό βέβαια της αποζημίωσης πελατείας δε θα ληφθούν ξανά υπόψη οι προμήθειες των έξι επόμενων μηνών τις οποίες δικαιούται να εισπράξει ο Β ως διαφυγόν κέρδος. Αλλά θα παρθούν υπόψη ως «χαμένες» όλες εκείνες οι προμήθειες τις οποίες αν δεν είχε ληθεί η σύμβαση θα εισέπραττε ο Α στο μελλον από παραγγελίες πελατών που ο ίδιος είχε προσελκύσει και μάλιστα για τόσα χρόνια, για όσα αναμένεται να διατηρηθούν ζωντανές οι πελατειακές σχέσεις. Όπως λοιπον γίνεται αντιληπτό τόσο από τη θεωρία οσο και από το παράδειγμα, οι δύο αυτές αποζημιώσεις, του κοινού δικαίου και η αποζημίωση πελατείας, ικανοποιούνται και σωρευτικά καθώς διαφέρουν τόσο ως προς το αντικείμενο τους όσο και ως προς τον σκοπό τον οποίο αποβλέπουν. 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Προυποθέσεις γέννησης της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας Οι προυποθέσεις κάτω από τις οποίες αποκτά ο εμπορικός αντιπρόσωπος αξίωση για αποζημίωση πελατείας περιγράφονται στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α του ΠΔ 219/1991 και είναι μία τυπική και δύο ουσιαστικές προυποθέσεις. Καταρχήν θα πρέπει να συντρέχει η τυπική προυπόθεση της λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 22. Εν συνεχεία, θα πρέπει να πληρούνται δύο ουσιαστικές προυποθέσεις. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος λοιπόν δικαιούται αξίωση αποζημίωσης πελατείας μετά τη λύση της σύμβασης «εάν και εφόσον»: α) ο αντιπρόσωπος έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις του με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας 22 Βλ. ΕφΛαρ. 29/2005, «Μετά τη λύση της σύμβασης ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση πελατείας, εφόσον...» και Μ. Βαρελά, Συμβάσεις Διανομής, Επιμέλεια Ευάγγελος Περάκης, σελ. 219, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008. 16

διατηρεί οφέλη από τις υποθέσεις που προκύπτουν από τους πελάτες αυτούς και β) η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Η χρήση του «εάν και εφόσον» από το νομοθέτη δεν ήταν τυχαία. Το «εάν» σημαίνει πως για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις 23. Ενω ταυτόχρονα πρέπει να πληρούται και η τυπική προυπόθεση της λύσης της σύμβασης. Το «εφόσον» δείχνει ότι οι δύο αυτές ουσιαστικές προυποθέσεις καθορίζουν και περιορίζουν καθ ύψος την εν λόγω απαίτηση 24. Η καταβλητέα αποζημίωση δηλαδή ανέρχεται στο ύψος του μικρότερου από τα δύο μεγέθη τα οποία αναφέρεται η διάταξη, δηλαδή το ποσό των οφελειών που αναμένεται να διατηρήσει ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας μετά τη λύση της σύμβασης χάρη στην δραστηριότητα που ανέπτυξε ο αντιπρόσωπος και στο ποσό εκείνο το οποίο πρέπει να ανέρχεται η απόζημίωση πελατείας προκειμένου να είναι δίκαιη. Ο δικαστής, λοιπόν, δε μπορεί να επιδικάσει ένα ποσό το οποίο να ξεπερνάει κάποιο από τα δύο παραπάνω. 1. Τυπική Προυπόθεση Η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας Η λύση της σύμβαση αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει για να γεννηθεί η απαίτηση αποζημίωσης πελατείας 25. Το χρονικό 23 Βλ. ΑΠ 592/2008, ΑΠ 1805/2007, ΑΠ 704/2007, ΑΠ 53/2007, ΑΠ 212/2006, ΕφΑΘ 1873/2008. 24 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 48, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 25 Βλ. ΑΠ 592/2008 «Όπως προκύπτει από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 Π.Δ. 219/1991, με τις διατάξεις των άρθρων 8 παραγρ. 4 έως 8 και 9 παρ. 3 του ίδιου 17

σημείο που επέρχεται αποτελεί και το χρόνο γέννησης της αξίωσης η οποία μέχρι τότε δεν υφίσταται ούτε καν υπό αναβλητική αίρεση. Είναι η στιγμή που σταθερή πελατεία που δημιούργησε ο εμπορικός αντιπρόσωπος μεταφέρεται ως οικονομική αξία στην περιουσιακή σφαίρα του εντολέα. Η εν λόγω αξίωση επομένως (εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προυποθέσεις του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α του ΠΔ 219/1991) γεννιέται κάθε φορά που υπάρχει το γεγονός λύσης της σύμβασης, ενώ η αιτία είναι κατ αρχήν αδιάφορη 26, γιαυτό και χαρακτηρίζεται ως τυπική προυπόθεση. Η λύση της σύμβασης εμπορική αντιπροσωπείας επέρχεται είτε με την παρέλευση του χρόνου διάρκειας της, εάν είναι ορισμένου χρόνου, είτε με έκτακτη ή τακτική καταγγελία, εάν είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου αντίστοιχα, είτε με το θάνατο του εμπορικού αντιπροσώπου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αξίωση αποζημίωσης πελατείας δεν χάνεται αλλά γεννιέται με το θάνατο εμπορικού αντιπροσώπου και περιέρχεται στους κληρονόμους του, σύμφωνα με το εδάφιο δ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 ΠΔ 219/1991. Όσον αφορά την περίπτωση σύμβασης που τελεί υπό διαλυτική αίρεση, η πλήρωση της αίρεσης οδηγεί και πάλι σε παύση της σύμβασης και γέννηση της αξίωσης. Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας λήγει αυτοδικαίως και στην περίπτωση της πτώχευσης ως απόρροια του προσωποπαγούς και εμπιστευτικού χαρακτήρα της σύμβασης. Και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης πελατείας. Σε περίπτωση που η πτώχευση αφορά τον αντιπρόσωπο τότε η αποζημίωση αποτελεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας καθώς η απαίτηση του εμπορικού αντιπροσώπου γεννιέται με την κύρηξη της πτώχευσης. Όταν η πτώχευση αφορά τον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία η απαίτηση του εμπορικού αντιπροσώπου αποτελεί πτωχευτικό πίστωμα στην περίπτωση που με την κύρηξη της πτώχευσης η επιχείρηση Π.Δ. τυπική προϋπόθεση της αποζημιώσεως πελατείας είναι η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.» 26 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 53, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 18

συνεχίζεται προσωρινά από τον σύνδικο για τους σκοπούς της πτώχευσης ή πωλείται ως ενότητα. Διαφορετική όμως θα είναι η κατάσταση σε περίπτωση που ο σύνδικος της πτώχευσης συνεχίσει της εμπορική συνεργασία με τον αντιπρόσωπο καταρτίζοντας νέα σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μαζί του. Σε αυτή την περίπτωση αν στη συνέχεια καταγγελθεί η σύμβαση από το σύνδικο και πωληθεί η επιχείρηση του πτωχού ως σύνολο, τότε η αποζημίωση πελατείας που θα οφείλεται στον αντιπρόσωπο για τους πελάτες που κέρδισε κατά τη διάρκεια της πτώχευσης θα έχει το χαρακτήρα ομαδικού πιστώματος. Βέβαια στις περιπτώσεις πτώχευσης του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που ο αντιπρόσωπος θα λάβει αποζημίωση πελατείας αφού συνήθως δε θα τηρείται μία από τις ουσιαστικές προυποθέσεις για τη γέννηση της αξίωσης, καθώς ελάχιστες θα είναι οι φορές που ο εντολέας - πτωχός θα αποκτήσει εκ των υστέρων ωφελήματα από τους πελάτες που ο εμπορικός του αντιπρόσωπος είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της σύμβασης 27. Όταν υπάρχει λύση της σύμβασης με πρωτοβουλία των μερών τότε και πάλι υπάρχει αξίωση για αποζημίωση. Απλά σε αυτή την περίπτωση, η αποζημίωση θα κριθεί ουσιαστικά σε ένα ποσό που να είναι δίκαιο βάσει των περιστάσεων των οποίων επήλθε η συμφωνία για τη λύση της σύμβασης από τα δύο μέρη, όπως άλλωστε υπαγορεύει και το εδαφ. α της παραγράφου 1 του οικείου άρθρου. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση που η σύμβαση λυθεί συναινετικά παρά το σοβαρό πταίσμα του αντιπροσώπου που έδινε το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας στον αντιπροσωπευόμενο. Και σε αυτή την περίπτωση θα κριθεί αποζημίωση η οποία θα είναι δίκαιη, αφού θα λαμβάνει υπόψη τόσο το πταίσμα του αντιπροσώπου και τη ζημία που υπέστη από αυτό ο αντιπροσωπευόμενος, όσο και την αξίωση αποζημίωσης του πρώτου από την πελατεία που κέρδισε και θα συνεχίσει να ωφελείται ο αντιπροσωπευόμενος επιχειρηματίας. 27 Βλ. αναφορά στην σελ. 25 της παρούσας εργασίας. 19

α) Λύση της εμπορικής υπαντιπροσωπείας Όπως ρητά προβλέπεται στο εδάφιο δ της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1 του ΠΔ 219/1991, ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να διορίσει υπαντιπροσώπους μέσα στα όρια του γεωγραφικού τομέα, στον οποίο ασκεί τη δραστηριότητα του. Στην περίπτωση της γνήσιας υπαντιπροσωπείας ο επιχειρηματίας διορίζει ένα γενικό αντιπρόσωπο για μία ευρύτερη περιοχή και αυτός με τη σειρά του μπορεί να αναθέσει την προώθηση των πωλήσεων σε επιμέρους περιοχές σε άλλα πρόσωπα διορίζοντας υποαντιπροσώπους. Στην περίπτωση αυτή ο υποαντιπρόσωπος συνδέεται συμβατικά μόνο με τον γενικό αντιπρόσωπο από τον οποίο θα αξιώσει και την αποζημίωση πελατείας με τη λήξη της σύμβασης του. Εάν η σύμβαση του γενικού εμπορικού αντιπροσώπου λυθεί πριν απο του υπαντιπροσώπου του, τότε αυτός οφείλει να καταγγείλει τη σύμβαση του υπαντιπροσώπου απέναντι στον οποίο θα ευθύνεται και πάλι για την αποζημίωση πελατείας. Παρατηρούμε ότι σε αυτή την περίπτωση ο υπαντιπρόσωπος δεν έχει καμία αξίωση απο τον επιχειρηματία αλλά πάντα αξιώνει την αποζημίωση πελατείας από το γενικό αντιπρόσωπο. Στη μη γνήσια (καταχρηστική) υπαντιπροσωπεία ο αντιπροσωπευόμενος επιχειρηματίας διορίζει τόσο τον γενικό (κύριο) αντιπρόσωπο όσο και τους υπαντιπροσώπους. Σε αυτή την περίπτωση οι υπαντιπρόσωποι συνδέονται συμβατικά μόνο με τον εντολέα. Επομένως από αυτόν θα αξιώσουν την αποζημίωση πελατείας με τη λύση της σύμβασης. Ενώ σε περίπτωση λύσης της σύμβασης του κυρίου αντιπροσώπου το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει τους υπαντιπροσώπους, ούτε αποτελει για αυτούς σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης. Ο γενικός αντιπρόσωπος δικαιούται και αυτός αποζημίωση πελατείας παρόλου που δεν συμμετέχει ο ίδιος άμεσα στην κατάρτιση συναλλακτικών πράξεων διότι η δραστηριότητα του θεωρείται συναιτιώδης για την προώθηση των πωλήσεων και ως αποτέλεσμα αυτού για τη δράση των υπαντιπροσώπων, των οποίων προΐσταται, και η επιτυχής διαμεσολαβητική τους δράση καταλογίζεται σε αυτόν. 20

β) Μεταβίβαση της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης Εάν λάβει χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης του εντολέα σε τρίτον δεν επέρχεται αυτομάτως και η λύση της σχέσης εμπορικής αντιπροσωπείας παρά μόνο αν υπάρξει καταγγελία της σύμβασης, αφού αυτή δε θα μπορεί να θεωρηθεί ως αδικαιολόγητη. Σε περίπτωση, λοιπόν, που ο αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση τότε απένταντι η αξίωση αποζημίωσης στρέφεται εναντίον του παλαιού φορέα της επιχείρησης, ο οποίος άλλωστε είχε συνάψει και τη σύμβαση αντιπροσωπείας, ενώ ο νέος φορέας ευθύνεται σωρευτκά με αυτόν 28. Αν δεν υπάρξει καταγγελία της σύμβασης και ο νέος φορέας της επιχείρησης υπεισέλθει ρητά στη σύμβαση εμπορικής ανιπροσωπείας, κάτι που συμβαίνει συνηθέστερα στην πράξη, τότε δεν υπάρχει και θέμα αξίωσης καταβολής αποζημίωσης πελατείας. Όταν αργότερα λυθεί η σχέση της εμπορικής αντιπροσωπείας τότε ο αντιπρόσωπος θα αξιώσει αποζημίωση μόνο από τον νέο φορέα αυτή τη φορά και μάλιστα ως «νέοι πελάτες» που «κέρδισε» ο εμπορικός αντιπρόσωπος με την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α του ΠΔ 219/1991 θα θεωρηθούν και οι πελάτες που «κέρδισε» ο εμπορικός αντιπρόσωπος πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης εφόσον παρέμειναν πελάτες και του νέου εντολέα. γ) Η περίπτωση συμμετοχής εταιρίας στην σύμβαση Στην θέση του εμπορικού αντιπροσώπου μπορεί να μην βρίσκεται ένα φυσικό πρόσωπο αλλά ένα νομικό, δηλαδή μια εμπορική εταιρία. Σε περίπτωση, λοιπόν, λύσης της εταιρίας εμπορικού αντιπροσώπου, ο εκκαθαριστής οφείλει να προβεί και στην καταγγελία τη σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Διαφορετικά θα υπάρξει καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα λόγω παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων, που συνιστά σπουδαίο λόγο. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η εταιρία δεν δικαιούται αποζημίωση πελατείας όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 εδ. α και β του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991 καθώς η καταγγελία θα γίνει με δική της 28 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 74, Εκδόσεις Σακκουλα 1997. 21

υπαιτιότητα. Δε μπορεί να λειτουργήσει αναλογικά η εξαίρεση «δικαιολογείται από λόγους ηλικίας ή σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητας του» καθώς η εξαίρεση θεσπίστηκε για λόγους κοινωνικής πολιτικής κι όχι για να συμπεριλάβει στους κόλπους της την εκκαθάριση μιας εμπορικής εταιρίας. Στην ειδική περίπτωση που ο εντολέας απέδιδε καθοριστική σημασία ως προς τη λειτουργία της εμπορικής αντιπροσωπείας στην συμβολή ενός συγκεκριμένου εταίρου και ο όρος αυτός περιλήφθηκε στη σύμβαση ως διαλυτική αίρεση τότε, ο θάνατος του ή η αποχώρηση του από την εταιρία θα επιφέρει και τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Εάν ο όρος αυτός δεν καταγράφηκε αλλα ήταν αντιληπτή η σημασία που έδινε ο εντολέας στην συμμετοχή του συγκεκριμένου εταίρου τότε και πάλι ο θάνατος του ή η αποχώρηση του, του δίνει τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η εταιρία εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση πελατείας γιατί ναι μεν συντρέχει σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εντολέα αλλά ο σπουδαίος αυτός λόγος δεν οφείλεται σε υπαίτια πράξη της αντιπροσώπου εταιρίας, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3 εδ. β του ΠΔ 219/1991. Σε περίπτωση τέλος που υπάρξει διάσπαση ή συγχώνευση της αντιπροσώπου εταιρίας τότε αυτή καταρχήν δεν επηρεάζει την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας η οποία εξελίσσεται κανονικά παρά τον εμπιστευτικό της χαρακτήρα και επομένως δεν προκύτπει και αξίωση αποζημίωσης. Σε περίπτωση, βέβαια, που οι αλλαγές αυτές επηρεάσουν τη λειτουργία της αντιπροσώπου εταιρίας τότε αυτή είναι πολύ πιθανόν να έχει το δικαίωμα εύλογης (μη αδικαιολόγητης) καταγγελίας που δε θα της στερήσει το δικαίωμα αποζημίωσης. 2. Πρώτη ουσιαστική προυπόθεση Διατήρηση εκ μέρους του εντολέα ουσιαστικών πλεονεκτημάτων από υποθέσεις με νέους πελάτες που έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος 22

α) Η έννοια του όρου «πελάτης» Πελάτης στην παρούσα διάταξη είναι όποιος παραγγέλλει προϊόντα του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία. Και πιο συγκεκριμένα ο «σταθερός» πελάτης και όχι αυτός που ευκαιριακά συνάπτει μια συναλλακτική πράξη με τον εντολέα. Αλλά αυτός που έχει μια τέτοια είδους διαρκή επαφή με τον εντολέα η οποία καθιστά αναμενόμενη τη σύναψη κι άλλων συναλλακτικών πράξεων μεταξύ τους στο μέλλον και μάλιστα σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα. Βέβαια όσο πιο μακρά είναι η αναμενόμενη διάρκεια ζωής του αγαθού που εμπορεύεται ο αντιπρόσωπος, οπότε σε ένα μακρινό χρονικό ορίζοντα τοποθετείται και η αντικατάσταση του, τόσο πιο δυσχερής είναι και η απόδειξη του σταθερού χαρακτήρα της σχετική συναλλακτικής σχέσης. Διότι σε ένα χρονικό φάσμα πέντε ή οχτώ χρόνων μπορεί να επέλθουν τόσο δραστικές αλλαγές σχετικά με την εξέλιξη των προιόντων ή την ποιότητα τους ή την τιμή τους που να είναι δύσκολο να αποδειχθεί κατά πόσο ο επίμαχος πελάτης θα ξανασυνάψει στο μέλον σύμβαση με τον ίδιο επιχειρηματικό οίκο. Παρόλο αυτά όμως όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που θα ακολουθήσουν και σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να γίνει διαπίστωση του σταθερού χαρακτήρα της σχέσης. Παράδειγμα 1: Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης αγοράς του προιόντος και της αντικατάστασης του, ο αντιπρόσωπος διατηρεί μια στενή επαφή με τον πελάτη, καλύπτοντας με άψογο τρόπο τις ανάγκες του σε ανταλλακτικά, προσφέροντας του ικανοποιητικό «σέρβις» και ενημερώνοντας τον για τα νέα προιόντα της αγοράς. Το γεγονός αυτό αποτελεί πράγματι μια σοβαρή ένδειξη ότι ο πελάτης αυτός μπορεί να θεωρείται «σταθερός». Παράδειγμα 2: Ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκπροσωπεί έναν οίκο ο οποίος διαθέτει στην αγορά ηλεκτρικές συσκευές ευρέως φάσματος με μεγάλη διάρκεια ζωής που μπορεί να ξεπεράσει και τα δέκα χρόνια. Παρόλο αυτά πρέπει να θεωρηθεί ως σταθερή η πελατειακή σχέση που οικοδόμησε ο αντιπρόσωπος με τον πελάτη του αν μέσα στα επόμενα χρόνια μετά την αγορά ενός πληντυρίου ρούχων αγοράσει από τον ίδιο οίκο και άλλες ηλεκτρικές συσκευές π.χ. πλυντήριο πιάτων καθώς και τα ανταλλακτικά που κατά καιρούς χρειάστηκε για τις συσκευές του. 23

Παράδειγμα 3: Στην αγορά επίπλων κρίθηκε από γερμανικό δικαστήριο ότι δεν αποκλείεται η οικοδόμηση σταθερών σχέσεων πελατείας παρά το ότι τα εμπορεύματα έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Πιο συγκεκριμένα λόγω του υψηλού κόστους ή των αλλαγών στη διαρρύθμιση οι πελάτες δεν αγοράζουν με την πρώτη φορά όλη την επίπλωση του σπιτιού τους αλλα σταδιακά. Οπότε ενδέχεται να φαίνεται εύλογο ότι κάποιος πελάτης που αγόρασε κάποια έπιπλα θα επανέλθει μέσα στα επόμενα χρόνια για να αγοράσει κάποια επιπλέον. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κρίσιμο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης πελατείας είναι μόνον εκείνοι οι πελάτες, οι οποίοι είχαν γίνει σταθεροί ήδη πριν τη λύσης της σύμβασης. Δε λαμβάνονται δηλαδή υπόψη οι πελατειακές σχέσεις οι οποίες όταν λύθηκε η σύμβαση δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την απαιτούμενη σταθερότητα ακόμα και αν μπορούσε να προβλεφθεί ότι αυτές θα εξελίσσονταν μελλοντικά σε σταθερές πελατειακές σχέσεις στην υποθετική περίπτωση που δε λύνονταν η σχέση εμπορικής αντιπροσωπείας 29. β) Οικονομική προσέγγιση της έννοιας του «πελάτη» Πελάτης δε θεωρείται μόνο όποιος αγοράζει στο δικό του όνομα, ενδεχομένως και για λογαριασμό άλλου, ή μόνο ο αντιπροσωπευόμενος στο όνομα του οποίου γίνεται η παραγγελία αλλά και κάποιος που συνάπτει σύμβαση σε ξένο όνομα και για ξένο λογαριασμό εάν η απόφαση για την κατάρτιση της επίμαχης συναλλαγής λαμβάνεται με δική του ευθύνη, ενόψει και της επαγγελματικής του ιδιότητας. Αντίθετα πελάτης δεν θεωρείται αυτός που απλώς διαφημίζει ή συντιστα τα προιόντα του αντιπροσωπευόμενου οίκου, χωρίς να τα αγοράζει ο ίδιος καθώς δεν αποτελεί πελάτη με την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α του ΠΔ 219/1991. Για παράδειγμα στην έννοια του πελάτη εμπίπτει και ο αρχιτέκτων μηχανικός ο οποίος παραγγέλλει κάποια προιόντα π.χ. οικοδομικά υλικά στο όνομα και για λογαριασμό του εργοδότη οικοπεδούχου αλλά με δική του 29 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 87, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 24

ευθύνη. Εάν όμως ο αρχιτέκτων μηχανικός δεν πάρει με δική του ευθύνη την απόφαση για κατάρτιση της σύμβασης αλλά εκτελέσει εντολές ή συμβουλεύσει απλά τον υποψήφιο αγοραστή επηρεάζοντας τον άμεσα ή έμμεσα στη λήψη της απόφασης για σύναψη της συγκεκριμένης αγοράς τότε δεν γίνεται «πελάτης» της επιχείρησης. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι όπως παρατίθεται στο νόμο ο όρος «πελάτες» στον πληθυντικό αριθμό στερείται σημασίας. Ο αντιπρόσωπος αρκεί να έχει φέρει έστω κι έναν πελάτη για να δικαιούται αποζημίωση πελατείας. Αυτό έκρινε στο παρελθόν το εφετείο του Αμβούργου 30 το οποίο επιδίκασε αποζημίωση πελατείας σοκολατοβιομηχανίας επειδή με τη δράση του συνέβαλε να κερδιθεί ένας μόνο πελάτης ο οποίος είχε μεγάλη εμπορική βαρύτητα αφού επρόκειτο για κρατική επιχείρηση προμήθειας τροφίμων. γ) Απαραίτητη η προσέλκυση νέων πελατών Απαραίτητη προυπόθεση για να αποκτήσει ο εμπορικός αντιπρόσωπος αξίωση αποζημίωσης είναι να έφερε «νέους» πελάτες στον εντολέα του 31. Κρίσιμο σημείο για τη διαχώριση των πελατών σε παλαιούς και νέους είναι το χρονίκο σημείο εκκίνησης της εμπορικής αντιπροσωπείας. Νέος, λοιπόν είναι ο πελάτης που πριν από αυτό το χρονικό σημείο δεν είχε συναλλακτικές σχέσεις με τον συγκεκριμένο κάθε φορά επιχειρηματικό οίκο. Νέος πελάτης μπορεί να θεώρηθεί και κάποιος ο οποίος αγόραζε προιόντα του συγκεκριμένου οίκου παλαιότερα αλλά είχε σταματήσει να το κάνει. Για να θεωρηθεί αυτός ο πελάτης ως νέος πρέπει ο αντιπροσωπευόμενος επιχειρηματίας να τον είχε «χάσει» πριν από την έναρξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και στην συνέχεια να τον «ξανακέρδισε» χάρη στις προσπάθειες και στις επαφές του αντιπροσώπου του. Πρέπει δηλαδή ο αντιπρόσωπος να αναβίωσε μια απονεκρωμένη συναλλακτική σχέση. Το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κάθε φορά να περάσει προκειμένου να θεωρηθεία μια σχέση ως απονεκρωμένη κρίνεται 30 31 OLG Hamburg DB 1980. 972. Βλ. ΑΠ 703/2009, ΔΕΕ 2009, σελ. 1368. 25

κάθε φορά ad hoc με βάση τις περιστάσεις. Δηλάδή, τον μέσο όρο ζωής του προιόντος καθώς και το διάστημα απραξίας του πελάτη που μεσολάβησε. Παράδειγμα 1: Εάν ο αντιπροσωπευόμενος οίκος διαθέτει στην αγορά αναλώσιμα όπως μελάνια εκτυπωτών τότε το διάστημα των πέντε ετών αποχής ενός παλαιού πελάτη αποτελεί ένδειξη ότι η συναλλακτική σχέση με τον πελάτη αυτό έχει απονεκρωθεί. Κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε εάν τα ο οίκος διέθετε προιόντα μακράς διάρκεια όπως εκτυπωτές ή υπολογιστές. Παράδειγμα 2: Διατηρείται παραλιακό μπαρ το οποίο προμηθευόταν κάθε μήνα τα ποτά του από συγκεκριμένη κάβα ποτών. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες όμως δεν έχει δώσει καμία παραγγελία. Εάν η συναλλακτική αυτή απουσία οφείλεται στην μείωση της πελατείας του λόγω της οικονομικής κρίσης με αποτέλεσμα να έχει αποθέματα τότε η συναλλακτική σχέση του με την κάβα ποτών δε μπορεί να θεωρηθεί απονεκρωμένη. Αν λοιπόν ξαναπαραγείλει ποτά απο τον νέο εμπορικό αντιπρόσωπο δε θα θεωρηθεί νέος πελάτης. Αν όμως τους τελευταίους μήνες κάλυπτε τις ανάγκες του από άλλη κάβα ποτών και χάρη στις προσπάθειες του νέου εμπορικού αντιπροσώπου επανήλθε και πραγματοποίησε νέες παραγγελίες τότε θα θεωρηθεί ως νέος πελάτης. Νέος πελάτης είναι και αυτός ο οποίος αγόραζε πριν από την έναρξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας προιόντα από τον συγκεκριμένο οίκο όμως μετά την ενεργοποίηση του εμπορικού αντιπροσώπου και με τις προσπάθειες του έχει επεκτείνει τις συναλλακτικές του σχέσεις και σε προιόντα άλλων κλάδων του συγκεκριμένου οίκου. Για να υπολιγιστεί σε αυτή την περίπτωση η αποζημίωση πελατείας του αντιπροσώπου θα ληφθούν υπόψη μόνο οι συναλλακτικές πράξεις που αναφέρονται στους «νέους» κλάδους εμπορευμάτων που επεκτάθηκαν οι συναλλαγές του πελάτη χάρη στην προσπάθεια του αντιπροσώπου 32. Νέοι πελάτες είναι αυτοί που είναι νέοι για τον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία και μόνο. Δε χρειάζεται δηλάδή να είναι νέοι και για τον εμπορικό αντιπρόσωπο. «Νέοι πελάτες» επομένως με την έννοια του άρθρου 32 Βλ. Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 93, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 26

9 παρ.1 εδ. α ΠΔ 219/1991 είναι και οι πελάτες που ενδεχομένως έφερε μαζί του ο εμπορικός αντιπρόσωπος από μια παλαιότερη σχέση αντιπροσωπείας που τον συνέδεε με άλλο επιχειρηματία. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που ο εντολέας πτωχεύσει και ο πρώην αντιπρόσωπος του αναλάβει την αντιπροσωπεία άλλου επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον ίδιο κλάδο αγοράς επομένως μπορεί να χρησιμοποιήσει και το πελατολόγιο του αφου δε δεσμεύεται με συμφωνία μη ανταγωνισμού. Απο τη στιγμή που οι παλαιοί του πελάτες συνάψουν την πρώτη συναλλακτική τους πράξη με τον νέο του εντολέα θεωρούνται ως νέοι πελάτες που κέρδισε ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Δεν συνιστούν όμως για τον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία «νέους πελάτες» με την έννοια που χρησιμοποείται στον παρόν άρθρο οι πελάτες που απέκτησε ο νέος του αντιπρόσωπος από τον προκάτοχο του έναντι αμοιβής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το παραχωρηθέν πελατολόγιο ήταν ήδη στη διάθεση του εντολέα. Αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που ο νέος αντιπρόσωπος πληρώσει τον απερχόμενο του με τη συναίνεση του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία, ο οποίος σαφώς ευνοείται από την παρούσα εξέλιξη καθώς μετακυλύει με αυτό τον τρόπο στον νέο αντιπρόσωπο ένα δικό του βάρος, αυτό της αποζημίωσης πελατείας. Η μετακύλιση αυτής της υποχρέωσης είναι κατά βάση επιτρεπτή όπως προκύπτει έμμεσα αλλά σαφώς απο το άρθρο 9 παρ. 3 εδ. γ ΠΔ 219/1991 33. δ) Η δραστηριότητα του αντιπροσώπου ως αιτία για την προσέλκυση πελατείας Βασική προϋπόθεση για να δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος αποζημίωση πελατείας είναι οι νέοι σταθεροί πελάτες να κερδίθηκαν χάρη στη δική του δρασηριότητα. Δε λαμβάνονται δηλαδή υπόψη πελάτες που απευθύνθηκαν στον αντιπρόσωπο από διαφημιστική εκστρατεία του αντιπροσωπευόμενου ή από συστάσεις τρίτων. Δεν αρκεί δηλαδή ο επουσιώδης ρόλος του αντιπροσώπου και σε αυτές περιπτώσεις δε θεωρείται ότι υπάρχει ουσιαστική συμβολή του. 33 Βλ. σελίδα 62 της παρούσας εργασίας. 27

Από την άλλη πλευρά δεν είναι απαραίτητο ο νέος πελάτης να κερδίθηκε αποκλειστικά χάρη στη δραστηριότητα του αντιπροσώπου. Φθάνει ο ίδιος να συνέβαλε στο να κερδιθεί ο νεός πελάτης έστω και σε συνδιασμό με άλλους παράγοντες. Αρκεί δηλαδή η συμβολή του να είναι συναιτιώδης. Κατά συνέπεια ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση πελατείας ακόμα και όταν η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση κατέχει μονοπωλιακή θέση αρκεί να συνέβαλε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της σύμβασης στο να κερδιθούν νέοι πελάτες. Παράδειγμα: Εκδοτικός οίκος που εκδίδει τη μοναδική εφημερίδα της περιοχής συνδέεται συμβατικά με εμπορικό αντιπρόσωπο ο οποίος διαμεσολαβεί για την πώληση διαφημιστικών καταχορύσεων στους τοπικούς επιχειρηματίες. Όταν μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ο αντιπρόσωπος ζήτησε αποζημίωση πελατείας, ο εκδοτικός οίκος αρνήθηκε με το επιχείρημα ότι οι νέοι πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να διαφημιστούν στο συγκεκριμένο έντυπο λόγω της μονοπωλιακής θέσης που κατείχε στην συγκεκριμένη αγορά, συνεπώς η δράση του ιδίου δεν έπαιξε κάποιο πρόσθετο ρόλο. Το Εφετείο της Νυρεμβέργης που επιλήφθηκε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό έκρινε ότι ένα τέτοιο επιχείρημα δε μπορεί να αποκλείσει την αποζημίωση του αντιπροσώπου και ότι αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο αντιπρόσωπος ανέπτυξε όντως διαμεσολαβητική δραστηριότητα με αποτέλεσμα τη δημοσίευση διαφημιστικών καταχωρίσεων 34. Πρέπει να σημειωθεί πως η συμβολή του εμπορικού αντιπροσώπου δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεση. Αρκεί και η έμμεση συμβολή. Γι αυτό και γίνεται δεκτό όπως αναφέραμε και παραπάνω 35 ότι ο γενικός (κύριος) αντιπρόσωπος στο πλαίσιο μιας σύμβασης καταχρηστικής (μη γνήσιας) υπαντιπροσωπείας δικαιούται αποζημίωσης πελατείας. Επιπλεόν για να δικαιούται αποζημίωση πελατείας ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει τους νέους σταθερούς πελάτες να τους έχει κερδίσει με 34 Απόφαση OLG Nurnberg BB 1963.1313 από Ν. Τέλλης, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, σ. 98, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997. 35 Βλ αναφορά στην σελίδα 9 της παρούσας εργασίας. 28

την ιδιότητα του ως εμπορικός αντιπρόσωπος. Εάν δηλαδή πριν την έναρξη της σχετικής σύμβασης εργαζόταν στον εντολέα ως υπάλληλος του και προσέλκυσε κάποιους νέους πελάτες, τότε αυτοί δε θα συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας. ε) «Σημαντική προαγωγή των υποθέσεων» με τους υπάρχοντες πελάτες Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται αποζημίωση πελατείας ακόμα και αν δεν έχει φέρει νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο επιχειρηματία αλλά προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις του με τους υπάρχοντες πελάτες. Δηλαδή να έχει βοηθήσει στην αύξηση του κύκλου των πωλήσεων και των εργασιών του λεγόμενου στην αγορά τζίρου. Η αύξηση αυτή φυσικά δεν επαρκεί να είναι παροδική αλλά πρέπει να διακρίνεται από μια σταθερότητα η οποία να επιτρέπει την πρόβλεψη ότι θα έχει συνέχεια και μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Ως μέτρο σύγκρισης προκειμένου να κριθεί εάν όντως έχει επέλθει σημαντική προαγωγή των υποθέσεων του εντολέα είναι η αξία που ανέρχονταν οι πωλήσεις του εντολέα πριν τη έναρξη της σύμβασης στην περιοχή που αναπτύσσει τη δραστηριότητα του ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Δεν επηρεάζεται δηλαδή από την πορεία των πωλήσεων σε άλλες περιοχές. Επίσης ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν θα δικαιούται αποζημίωσης σε περίπτωση που οι πωλήσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά αλλά ως αιτία αυτού εμφανίζεται η γενικότερη αύξηση των πωλήσεων του κλάδου ενώ ταυτόχρονα έχει μειωθεί το μερίδιο του συγκερκριμένου οίκου στην αγορά. Αντιθέτως θα δικαιούται αποζημίωση σε περίπτωση που έχει καταγραφεί μείωση των πωλήσεων λόγω πτώσης του συγκεκριμένου κλάδου αλλα το μερίδιο του οίκου στην αγορά έχει αυξηθεί σημαντικά. Επίσης ο εμπορικός αντιπρόσωπος αρκεί να έχει συμβάλει και αυτός στην αύξηση της αξίας των πωλήσεων χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι ο μοναδικός υπεύθυνος. Αρκεί δηλαδή να είναι συνυπαίτιος. Έτσι δικαιούται αποζημίωσης σε περίπτωση που στην αύξηση των πωλήσεων συνέβαλε και η γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της οικονομίας. Αντιθέτως δεν δικαιούται αποζημίωση αν η αύξηση της αξίας των πωλήσεων οφείλεται στην αύξηση της τιμής των προιόντων λόγω αύξησης του τιμάριθμου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αντιπρόσωπος για να θεμελιώσει «σημαντική προαγωγή των υποθέσεων» να πετύχει τη αύξηση των 29