1 ΠΡΩΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 16/6/2013 Από το φθινόπωρο του 2012 καταγράφεται μια αύξηση στη ροή μεταναστών προς το νησί της Λέσβου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ακτιβιστών και εθελοντών στα τοπικά δίκτυα αλληλεγγύης, οι λόγοι γι αυτή την αύξηση βρίσκονται στην εντατικότερη επιτήρηση και στα φυσικά εμπόδια στον Έβρο, αλλά και στην αύξηση του αριθμού των Σύρων πολιτών που επιδιώκουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω της όξυνσης του εμφυλίου πολέμου. Συνολικά, ο μεγαλύτερος αριθμός των παράτυπα εισερχόμενων στο νησί της Λέσβου τους τελευταίους μήνες προέρχονται από περιοχές με ανοιχτές εμπόλεμες ή/και εμφύλιες συγκρούσεις όπως το Αφγανιστάν, η Συρία, η Σομαλία κ.ά. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αναφέρει τα εξής στοιχεία: Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο τρίμηνο του 2013 συνελήφθησαν, λόγω παράτυπης εισόδου, 1.623 άτομα σε Λέσβο, Σάμο, Χίο και Δωδεκάνησα, έναντι 118 το πρώτο τρίμηνο του 2012 (οι αντίστοιχοι αριθμοί, για τον Έβρο, ήταν 206 άτομα το 2013 έναντι 7.646 το 2012). Ιδιαίτερα αυξημένες είναι οι συλλήψεις στη Λέσβο: 995 άτομα στο τρίμηνο Ιανουάριος-Μάρτιος 2013, έναντι 71 για το ίδιο διάστημα του 2012. Τα στοιχεία αυτά αφορούν το σύνολο των συλληφθέντων για παράτυπη είσοδο, όπου οι Σύροι καταλαμβάνουν σήμερα τη δεύτερη θέση. 1 Για λόγους που σχετίζονται με την πρακτική του ελληνικού κράτους είτε να μη χορηγεί άσυλο, είτε να το χορηγεί πολύ δύσκολα, οι περισσότεροι από τους μετανάστες και πρόσφυγες δεν διεκδικούν καθεστώς ασύλου. Ενδεικτικές είναι πρόσφατες αναφορές του BBC (5/6/2013) 2 ότι περισσότεροι από 9000 Σύροι έχουν φυλακιστεί τα δύο τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, μόνο δύο από τις εκατοντάδες αιτήσεις ασύλου έχουν θετική απάντηση. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε λιγότερο από 1% των αιτήσεων, τη στιγμή που άλλες ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό αναγνώρισης των Σύρων ανέρχεται σε 90%. Αντί της αίτησης ασύλου, οι παράτυπα αφιχθέντες στο νησί επιδιώκουν να συλληφθούν εξαιτίας «παράνομης εισόδου» ώστε να διαταχθεί η απέλασή τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο λόγος που επιλέγουν αυτή την τακτική είναι ότι το 1 UNHCR, «Σύροι στην Ελλάδα : ζητήματα προστασίας και προτάσεις της Υ.Α.», (17/5/2013), http://www.unhcr.gr/fileadmin/greece/news/2012/syria/pc/syria_position2_april_2013_2.pdf. 2 Sue Lloyd-Roberts, «Syrians accuse Greece of 'pushing back' migrant boats», BBC News Magazine, 5/6/2013 http://www.bbc.co.uk/news/magazine-22757485
2 έγγραφο της διοικητικής απέλασης τούς δίνει χρονικό περιθώριο ενός μήνα να εγκαταλείψουν τη χώρα, αλλά συγχρόνως αποτελεί και τη μόνη δυνατότητα να μετακινηθούν από τη Λέσβο και τα άλλα νησιά προς την Αθήνα και από εκεί προς τον κύριο προορισμό τους, που σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκεται εκτός Ελλάδας. Ας σημειωθεί ότι οι εντολές διοικητικής απέλασης ουσιαστικά δεν εκτελούνται από τις ελληνικές αρχές, δηλαδή δεν πραγματοποιείται η απέλαση, καθώς δεν υπάρχουν ούτε με την Τουρκία ούτε με τις χώρες προέλευσης οι σχετικές συμφωνίες και διακανονισμοί που θα επέτρεπαν την επαναπροώθηση στην χώρα προέλευσης. Σημειώνουμε ακόμη ότι το τελευταίο διάστημα οι προερχόμενοι/ες από τη Συρία έχουν δυνατότητα εξάμηνης παραμονής και όχι ενός μήνα, γεγονός που σχετίζεται με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η Διεθνής Κοινότητα την εμφύλια σύγκρουση στη Συρία. Και μόνο αυτό το γεγονός καθιστά παράδοξο το γεγονός ότι οι Σύροι φτάνουν στη Λέσβο σαν «παράνομοι μετανάστες», διασχίζοντας δηλαδή το Αιγαίο με φουσκωτές βάρκες. Η ίδια η ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην αντιμετώπιση του ζητήματος της διέλευσης των θαλάσσιων συνόρων της χώρας καθώς την προσεγγίζει αποκλειστικά υπό το πρίσμα της «παράνομης εισόδου στη χώρα» και παραβλέπει την πραγματική του διάσταση, δηλαδή το γεγονός ότι πρόκειται για την άφιξη ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο παρών και μέλλον φεύγοντας από εμπόλεμες ζώνες, από χώρες με ανοιχτές εμφύλιες αντιπαραθέσεις, ή από ζώνες κοινωνικής καταστροφής, όπως φαίνεται ενδεικτικά από την προέλευση των ανθρώπων που φτάνουν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Αφγανιστάν, Συρία, Σομαλία, Παλαιστίνη κλπ.). Σύλληψη, Διοικητικά Αδιέξοδα και Παράδοξα Σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, η σύλληψη και κράτηση των ανθρώπων που φθάνουν στο νησί χωρίς τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα είναι δυνατόν να γίνει είτε από την αστυνομία, είτε από το Λιμενικό Σώμα. Η αρμοδιότητα του Λιμενικού έχει αιτιολογηθεί με το επιχείρημα ότι οι αφίξεις έχουν γίνει μέσω της θαλάσσιας οδού. Ωστόσο η διοικητική διαδικασία για την έκδοση της εντολής απέλασης γίνεται αποκλειστικά από την Αστυνομία και περιλαμβάνει την καταγραφή στοιχείων ταυτότητας, ιατρικές εξετάσεις, δακτυλοσκόπηση κ.λπ. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία, η κράτηση γίνεται στα κρατητήρια των τοπικών αστυνομικών τμημάτων, αλλά και στο χώρο του λιμανιού της Μυτιλήνης όπου δεν υπάρχουν χώροι διαμονής εκτός από ένα αυτοκίνητο. Η Λέσβος διέθετε στο παρελθόν ένα κέντρο κράτησης μεταναστών, στην περιοχή της Παγανής, στο οποίο οι παράτυπα αφιχθέντες στο νησί κρατούνταν για σημαντικό χρονικό διάστημα, κάτω από άθλιες συνθήκες, γεγονός που είχε δημιουργήσει τεράστιες αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ενδεικτική είναι η
3 κινητοποίηση του ευρωπαϊκού δικτύου ακτιβιστών No Border, καθώς και πλήθος άλλων κινητοποιήσεων στην τοπική κοινωνία που είχαν ως αίτημα να κλείσει το κέντρο κράτησης, κάτι που τελικά έγινε το 2009. Η ελληνική κυβέρνηση έχει στο μεταξύ αναγγείλει την ίδρυση σειράς κέντρων κράτησης σε όλη την Ελλάδα, τα περισσότερα των οποίων προορίζονται να εδράζουν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Η επίσημη ονομασία τους είναι Κέντρα Πρώτης Υποδοχής (ΚΕΠΥ). Σύμφωνα με πρόσφατη πληροφορία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (συνάντηση εκπροσώπων της Ύπατης Αρμοστείας με οργανώσεις εθελοντών και με ακτιβιστές στη Μυτιλήνη, Πέμπτη, 18 Απριλίου 2013) η Λέσβος συμπεριλαμβάνεται στις περιοχές στις οποίες έχει προβλεφθεί η ίδρυση ενός Κέντρου Πρώτης Υποδοχής (ΚΕΠΥ), ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό πού θα στεγαστεί ούτε για πότε θ αρχίσει η λειτουργία του. Ας σημειωθεί ότι, για τα κέντρα κράτησης που έχουν ήδη ιδρυθεί (πχ. στην περιοχή της Αμυγδαλέζας στην Αττική και στο στρατόπεδο της Κορίνθου) και στα οποία κρατούνται για σημαντικό χρονικό διάστημα παράτυπα εισερχόμενοι στη χώρα, έχουν υπάρξει καταγγελίες για κακομεταχείριση αλλά και για εκτεταμένη χρήση βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις που έχουν την ευθύνη της φύλαξής τους. Ως αποτέλεσμα έχουν καταγραφεί περιπτώσεις μεγάλων διαμαρτυριών ή και εξεγέρσεων από τους κρατουμένους. Η αλληλεγγύη της τοπικής κοινωνίας Στη Λέσβο, από το φθινόπωρο του 2012 και μετά υπάρχει αύξηση της ροής παράτυπα εισερχόμενων στη χώρα. Μεγάλο μέρος τους βρίσκονταν στο νησί χωρίς να έχουν κάπου να μείνουν, με τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και την Αστυνομία να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη για την παροχή στοιχειώδους φιλοξενίας και ανθρωπιστικής συνδρομής. Συχνά πρόκειται για οικογένειες, μικρά παιδιά, για ασυνόδευτους ανήλικους, για εγκύους γυναίκες σε μια περιοχή όπου από το τέλος του φθινοπώρου και μετά οι συνθήκες διαμονής στο ύπαιθρο είναι δύσκολες. Η εικόνα δεκάδων νεοαφιχθέντων σε ανοιχτούς χώρους της πόλης της Μυτιλήνης ενεργοποίησε εντονότατα αντανακλαστικά αλληλεγγύης σε τμήματα της τοπικής κοινωνίας, παρότι υπήρξαν και μεμονωμένα περιστατικά ρατσιστικών επιθέσεων τα οποία ωστόσο δεν γενικεύτηκαν (Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η επίθεση και λιθοβολισμός μίας εγκύου γυναίκας). Η βασικότερη στάση μέσα στην τοπική κοινωνία ήταν η έκφραση αλληλεγγύης. Σύντομα δημιουργήθηκε στη Λέσβο ένα ενεργό δίκτυο αλληλεγγύης που ανέλαβε την διοργάνωση χώρων διαμονής, τη σίτιση των νεοαφιχθέντων και επίσης τη διαμεσολάβηση στις τοπικές αρχές. Ήδη από την αρχή του φθινοπώρου του 2012 υπήρχε μια διαδικασία συντονισμού και συσπείρωσης οργανώσεων, συλλογικοτήτων και μαζικών φορέων, δεδομένης της συνολικότερης κοινωνικής κρίσης που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία εξαιτίας
4 των πολιτικών λιτότητας που έχουν επιβληθεί. Η συσπείρωση αυτή είχε λάβει την ονομασία «Το Χωριό του Όλοι μαζί» (από τον τίτλο του αντιρατσιστικού παραμυθιού του Σωκράτη Ματζουράνη) και απευθυνόταν στα τμήματα της τοπικής κοινωνίας που έχουν πληγεί από την κρίση, κυρίως τους απόρους. Με την κλιμάκωση των αφίξεων και την παντελή έλλειψη μέριμνας για τους ανθρώπους που διανυκτέρευαν στα πάρκα και στους δρόμους, παρά τις δυσχερείς καιρικές συνθήκες, στην αρχή του χειμώνα του 2012, τα άτομα και οι συλλογικότητες που δραστηριοποιούνταν στο «Χωρίο του Όλοι μαζί» πήραν την πρωτοβουλία να θέσουν οι ίδιοι σε λειτουργία ένα ανοιχτό κέντρο φιλοξενίας μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης εντολών απέλασης. Επιλέχτηκε ο χώρος των κατασκηνώσεων του ΠΙΚΠΑ ο οποίος περιλαμβάνει μικρούς ξύλινους οικίσκους που επιτρέπουν τη διαμονή και διαθέτει τις απαραίτητες εγκαταστάσεις (π.χ. κουζίνα, μπάνιο, τουαλέτες). Ο χώρος, ο οποίος παρέμενε εκτός λειτουργίας, παραχωρήθηκε από την τοπική αυτοδιοίκηση που είχε την ευθύνη του. Όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το ΠΙΚΠΑ ως χώρος ανοιχτής φιλοξενίας, η ανταπόκριση της τοπικής κοινωνίας ήταν εντυπωσιακή, καθώς έσπευσε να προσφέρει τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και να συνδράμει με εθελοντική εργασία τους ακτιβιστές, τις ΜΚΟ και ιερωμένους που εξαρχής είχαν προβεί σε έμπρακτη αλληλεγγύη. Η λειτουργία του ΠΙΚΠΑ ξεκίνησε ως μια πρωτοβουλία ενταγμένη σε μια πρακτική κινήματος βάσης κατά του ρατσισμού και υπέρ της αλληλεγγύης. Ήταν ανεξάρτητη από τις διοικητικές αρχές και στηρίχθηκε από την κοινωνία των πολιτών, δημιουργώντας δίκτυα στα οποία εντάχθηκαν περισσότεροι φορείς ή μεμονωμένα άτομα, με ενδεικτικά παραδείγματα τις πρωτοβουλία ιερωμένων και γιατρών του τοπικού νοσοκομείου (Βοστάνειο). Σημειώνουμε εδώ ότι από πλευράς του επίσημου κράτους δεν υπήρξε σχεδόν καμία μέριμνα, υποδομή ή σχεδιασμός για την ανθρωπιστική συνδρομή προς τους ανθρώπους που ζητούσαν προστασία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η σίτιση των ανθρώπων που βρίσκονταν εν αναμονή σύλληψης στις δομές του ΠΙΚΠΑ ή στο λιμάνι, αποτελούσε φροντίδα σχεδόν αποκλειστικά των πολιτών, κυρίως των εθελοντριών/εθελοντών και εν γένει των αλληλέγγυων. Και αυτό δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Η λειτουργία του ΠΙΚΠΑ υπό την ευθύνη των εθελοντριών/ών και ακτιβιστών είχε αναμφίβολα θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε τους τελευταίους μήνες στη Λέσβο. Απέτρεψε δε μια ακραία ανθρωπιστική κρίση, ενώ διευκόλυνε και επιτάχυνε τη διοικητική διαδικασία της έκδοσης εντολών απέλασης, που στις υπάρχουσες συνθήκες αποτελούν τη μοναδική δυνατότητα να εγκαταλείψουν το νησί οι παράτυπα εισερχόμενοι χωρίς να τελούν υπό καθεστώς κράτησης. Συγχρόνως δε, απέτρεψε το ενδεχόμενο εκτεταμένων
5 κρουσμάτων ρατσισμού, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τη δυναμική της αλληλεγγύης. Η πρακτική αυτή είναι σαφές ότι δεν συντονίζεται με τη γενική κατεύθυνση του ελληνικού κράτους. Η επίσημη ελληνική πολιτική παραμένει μέσα στο πλαίσιο μιας πολιτικής αποτροπής της παράνομης εισόδου στη χώρα και αποθάρρυνσης των μεταναστευτικών κινήσεων. Αυτό ενισχύεται και από τις συνολικότερες κατευθύνσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που γενικά απαιτούν όσοι θεωρείται ότι «εισέρχονται παρανόμως» να μένουν στα όρια της χώρας εισόδου και ει δυνατόν να επαναπροωθούνται από αυτήν. Αυτό εξηγεί π.χ. την πρόβλεψη το αίτημα ασύλου να γίνεται υποχρεωτικά στη χώρα εισόδου και όχι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Κομμάτι αυτής της πολιτικής αποτροπής και αποθάρρυνσης είναι τα σχέδια για ίδρυση πλήθους κέντρων κράτησης σε όλη την Ελλάδα, οι συνεχείς αστυνομικές επιχειρήσεις μαζικής σύλληψης μεταναστών χωρίς νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, οι προσπάθειες μεγαλύτερης επιτήρησης των συνόρων. Προφανώς επιδιώκεται να δοθεί το μήνυμα ότι τα πράγματα δεν είναι καλά για όποιον δοκιμάσει να «εισέλθει παράνομα» στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, όμως, τα ίδια τα δεδομένα δείχνουν ότι οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές κάθε άλλο παρά ανακόπτονται, εφόσον οι καταστάσεις που ωθούν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις χώρες προέλευσής τους δεν βελτιώνονται ενώ νέες εστίες αναταραχών δημιουργούν νέα ρεύματα προσφύγων (όπως στη Συρία). Το αποτέλεσμα είναι να σωρεύονται τα προβλήματα από την πολλαπλή κακομεταχείριση των ζητούντων προστασία, τη de facto κατάργηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του ατόμου που χρήζει διεθνούς προστασίας, τον προσανατολισμό προς αυταρχικές πρακτικές κράτησης και επιτήρησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρακτική που αναπτύχθηκε στη Μυτιλήνη με τη λειτουργία ενός ανοιχτού χώρου φιλοξενίας και όχι κράτησης και την προσπάθεια να διεκπεραιώνεται όσο πιο γρήγορα η διοικητική διαδικασία ώστε να μπορούν μετά να μετακινηθούν πιο εύκολα οι αφιχθέντες στο νησί, παράλληλα με την αλληλεγγύη και την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, βρισκόταν σε αντίθετη κατεύθυνση προς την πρακτική και το σχεδιασμό του επίσημου ελληνικού κράτους. Μετά από μια σύντομη διακοπή κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, την άνοιξη του 2013 υπήρξε ένα νέο κύμα άφιξης μεταναστών και προσφύγων οι οποίοι, ελλείψει μέριμνας, διανυκτέρευαν στα πάρκα της πόλης της Μυτιλήνης. Και πάλι με ευθύνη των εθελοντών/εθελοντριών και ακτιβιστών, το ΠΙΚΠΑ τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία φιλοξενώντας αυτή τη φορά, εκτός των Αφγανών και Σομαλών, και αρκετούς Σύριους πρόσφυγες. Η κατάσταση στο ΠΙΚΠΑ αλλάζει τον Μάρτιο του 2013, καθώς, το ανοικτό κέντρο φιλοξενίας τίθεται υπό την επιτήρηση του Λιμενικού Σώματος. Το επόμενο διάστημα θα λειτουργήσει, τυπικά τουλάχιστον, ως χώρος κράτησης, με την έννοια ότι οι
6 διαμένοντες εκεί θεωρούνταν κρατούμενοι του Λιμενικού Σώματος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας απέλασης. Παρότι η κράτηση γινόταν εμφανής με την απλή φυσική παρουσία Λιμενικών υπαλλήλων στο χώρο (η οποία σε λίγο έπαψε και να υφίσταται), εντούτοις το νέο καθεστώς δημιούργησε προβληματισμό μεταξύ των ακτιβιστών καθώς, μερίδα τους θεώρησε ότι το μοντέλο αυτό διαφέρει από τις αρχικές θέσεις και αρχές του όλου εγχειρήματος που ορίστηκε στη βάση της άρνησης της λογικής της κράτησης. Παρά τις διαφορετικές απόψεις, οι εθελόντριες, ακτιβιστές/ακτιβίστριες, ιερωμένοι όπως και οι ΜΚΟ συνέχισαν να δραστηριοποιούνται αντικρούοντας την απειλή μιας ανθρωπιστικής κρίσης, διαπιστώνοντας όμως και τα σοβαρά προβλήματα, ακόμη και αδιέξοδα της κατάστασης, καθώς είτε γίνονταν συνυπεύθυνοι μιας διαδικασίας de facto κράτησης ή απλώς συμπλήρωναν τα κενά της κρατικής παρέμβασης στην μέριμνα των ανθρώπων που ζητούσαν προστασία. Με τον καιρό, και καθώς δεν διαφαινόταν πολιτική βούληση να ρυθμιστεί με κάποιον τρόπο το ζήτημα της διαμονής και του διοικητικού καθεστώτος των αφιχθέντων, το ΠΙΚΠΑ άρχιζε να μεταβάλλεται περισσότερο σε τόπο απομόνωσης όπου πέρα από το τυπικά ισχύων καθεστώς κράτησης, οι μετανάστες και πρόσφυγες ήταν εγκαταλειμμένοι στις προσπάθειες των εθελοντριών, ακτιβιστών και ιερωμένων να ικανοποιήσουν τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Στο μεταξύ οι διαμένοντες στο ΠΙΚΠΑ γίνονταν αόρατοι στην τοπική κοινωνία και στους θεσμούς. «Εγκαταλειμμένοι» στην αρωγή της αλληλεγγύης Το λιμάνι της Μυτιλήνης και τα κρατητήρια είναι σήμερα και πάλι οι χώροι που συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός των ανθρώπων που φτάνουν παράτυπα στο νησί της Λέσβου και περιμένουν τη διοικητική εντολή απέλασης. Σε ό,τι αφορά την Αστυνομία, αυτό εξυπηρετείται μέσα από τη διασπορά των κρατούμενων μεταναστών στα κρατητήρια των αστυνομικών σταθμών όλου του νησιού. Σε ό,τι αφορά το Λιμενικό Σώμα, αυτό έχει οδηγήσει σε οριακές καταστάσεις όπως η παραμονή των μεταναστών μέχρι τη μεταφορά τους στην Αστυνομία στο ύπαιθρο, μέσα στο κρύο, τη βροχή ή τον καυτό ήλιο στο λιμάνι της Μυτιλήνης με μόνο κλειστό χώρο ένα εγκαταλειμμένο μικρό λεωφορείο στο οποίο συνήθως κάθονται οικογένειες ή άτομα που χρήζουν κάπως μεγαλύτερης προστασίας. Πρόκειται για συνθήκη που παραβιάζει κάθε κανόνα και αρχή ως προς την ανθρωπιστική μεταχείριση των μεταναστών και των προσφύγων. Πολύ περισσότερο, όταν μεταξύ τους βρίσκονται έγκυοι γυναίκες και ανήλικα παιδιά. Αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων ήταν η επιλογή μιας ομάδας νέων ανδρών που περίμεναν πολλές ημέρες, ή και εβδομάδες στο λιμάνι, να ξεκινήσουν απεργία πείνας τον Απρίλιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις άθλιες συνθήκες που αντιμετώπισαν και κυρίως για την εγκατάλειψή τους για πολλές εβδομάδες χωρίς μέριμνα. (Η απεργία
7 πείνας τερματίστηκε μετά από την άμεση παροχή των διοικητικών εντολών απέλασης). Η έλλειψη στοιχειώδους μέριμνας, από πλευράς της τοπικής αυτοδιοίκησης και των κρατικών θεσμών, για τους ανθρώπους που φτάνουν στο νησί ζητώντας προστασία ή απλώς τη δυνατότητα να συνεχίσουν το ταξίδι τους έχει οδηγήσει σε ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα: Από την μία έχει δημιουργήσει μια ομάδα ανθρώπων που παραμένουν στο νησί χωρίς τη θέλησή τους και μάλιστα σε άθλιες συνθήκες, από την άλλη οι αλληλέγγυοι πολίτες και η κοινωνία των πολιτών έχουν φτάσει στα όρια της αντοχής τους καθώς στην πράξη έχουν αναλάβει εθελοντικά και εξολοκλήρου τη φροντίδα των ανθρώπων που βρίσκονται εν αναμονή της διοικητικής απέλασης. Επιπλέον, προβλήματα που έχουν παρατηρηθεί όλο αυτό το διάστημα είναι τα ακόλουθα: - Υπάρχουν προβλήματα στη μεταχείριση των οικογενειών, τουλάχιστον σε σχέση με το χρόνο και τις συνθήκες κράτησης, κύρια καθώς οικογένειες με μικρά παιδιά βρέθηκαν στο λιμάνι εκτεθειμένες για σημαντικό διάστημα - Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι μεταξύ των παράτυπα εισερχόμενων βρίσκεται μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων οι οποίοι όμως αποφεύγουν να κάνουν χρήση του δικαιώματος προστασίας έχοντας συνείδηση ότι, ελλείψει υποδομών και πολιτικής βούλησης, αυτό θα σήμαινε τον εγκλωβισμό τους σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα επιτήρησης. - Συγχρόνως, έχει τεθεί de facto εκτός λειτουργίας σημαντικές δομές που δεν εμπίπτουν στη λογική της επιτήρησης και του εγκλεισμού, όπως είναι η Μονάδα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων (γνωστή και ως Villa Azadi) στην Αγιάσο, η οποία, από την ίδρυσή της (το καλοκαίρι του 2008) έχει προσφέρει φιλοξενία σε εκατοντάδες ανήλικους. - Η έκδοση της διοικητικής εντολής απέλασης προϋποθέτει τη διεξαγωγή υποχρεωτικών ιατρικών εξετάσεων που συνάδει με την αντιμετώπιση των περάτων συνόρων ως δυνάμει φορέων μεταδοτικών ασθενειών. Εκτός της ρατσιστικής ιδεολογίας στην οποία στηρίζεται αυτή η αντίληψη και αντιμετώπιση, στις κρατούσες συνθήκες συμβαίνει να υποβάλλονται οι μετανάστες και πρόσφυγες σε ακόμα πιο εξευτελιστικές δοκιμασίες, όπως είναι απολυμάνσεις στο χώρο του λιμανιού από μονάδες τους υγειονομικού. Υπάρχει εναλλακτική στα Κέντρα Κράτησης Τα ΚΕΠΥ, παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις περί συνθηκών ανθρώπινης διαβίωσης, δεν παύουν ν ανοίγουν την προοπτική της μαζικής και παρατεταμένης κράτησης, του
8 εγκλεισμού, της ποινικοποίησης της κίνησης ανθρώπων που διεκδικούν ένα καλύτερο αύριο μακριά από εμπόλεμες περιοχές και ζώνες κοινωνικής καταστροφής. Άλλωστε, πλήθος είναι τα δημοσιεύματα στον ελληνικό τύπο που αναφέρονται σε κακές έως άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα κράτησης που μέχρι τώρα λειτουργούν. Η όλη κατάσταση αποδεικνύει σοβαρά αδιέξοδα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και της κρατικής πολιτικής για το άσυλο, το προσφυγικό ζήτημα και τη μετανάστευση. Επί της ουσίας εξασθένηση εάν όχι κατάργηση του καθεστώτος ασύλου, με δεδομένα τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά χορήγησής του. Αντιμετώπιση των μεταναστών υπό μόνο το καθεστώς της «παράνομης εισόδου», της απέλασης, της κράτησης. Εκ προοιμίου απόρριψη κάθε άλλης λογικής που αναφέρεται στην κατοχύρωση του δικαιώματος παραμονής, εργασίας και ελεύθερης μετακίνησης. Διαχείριση του ζητήματος αποκλειστικά από φορείς επιτήρησης και με πρακτικές εγκλεισμού Εμμονή της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ειδικότερα να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της μετανάστευσης μόνο υπό το πρίσμα της ύψωσης φραγμών και εμποδίων, κάτι που εξυπηρέτησε η Συνθήκη του Δουβλίνο ΙΙ. Στην ελληνική περίπτωση όλα αυτά οδηγούν στη διαιώνιση του φαύλου κύκλου της παρανομίας των μεταναστών και στην πρόκριση των μαζικών κέντρων κράτησης ως βασικής μεθόδου αντιμετώπισης, με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Σημειώνουμε εδώ ότι στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα μεγάλο μέρος της συζήτησης δείχνει να επικεντρώνεται στο εάν μπορούν να υπάρξουν καλύτερες συνθήκες κράτησης. Χωρίς να υποτιμούμε αυτή την παράμετρο, νομίζουμε ότι το πρόβλημα γεννιέται ακριβώς από ένα θεσμικό πλαίσιο που εθελοτυφλεί απέναντι στην πραγματικότητα των ροών προσφύγων και μεταναστών, άμεσα ή έμμεσα αρνείται σε αυτούς τους ανθρώπους το δικαίωμα να αναζητήσουν μια καλύτερη συνθήκη ζωής και εργασίας, τους αντιμετωπίζει μόνο υπό το πρίσμα της παρατυπίας, της σύλληψης και της κράτησης. Είναι ένα καθεστώς που ωθεί πρόσφυγες να επιδιώκουν τη σύλληψή τους ως βήμα για τη δυνατότητά τους να μετακινηθούν και την ίδια στιγμή τους εκθέτει διαρκώς στον κίνδυνο παρατεταμένης κράτησης. Απέναντι σε όλα αυτά είναι προφανές ότι απαιτείται ριζική αλλαγή του τρόπου που αντιμετωπίζεται το προσφυγικό ζήτημα και η παράτυπη διέλευση συνόρων, μέσα από την άρση της ποινικοποίησής της, την κατοχύρωση του δικαιώματος στη διαμονή, την εργασία την ελεύθερη μετακίνηση, την άρση της λογικής των χωρών αναχωμάτων μιας «Ευρώπης Φρούριο». Άμεσα, όμως, προέχει να αποτραπούν η γενίκευση των κέντρων κράτησης και η διαχειριστική αντιμετώπιση ενός σύνθετου κοινωνικού, πολιτικού και ανθρωπιστικού ζητήματος μέσω μηχανισμών επιτήρησης και καταστολής.
9 Το εγχείρημα των δικτύων εθελοντριών και εθελοντών στη Λέσβο απέδειξε, αν μη τι άλλο, ότι η δραστηριοποίηση της τοπικής κοινωνίας και η έμπρακτη αλληλεγγύη εμποδίζει τις ρατσιστικές δράσεις μέσα στην τοπική κοινωνία, γεγονός που σχετίζεται όχι μόνο με τη θυματοποίηση ανθρώπων που ζητούν προστασία και ένα καλύτερο μέλλον, αλλά και με το πώς αντικρούει η κοινωνία των πολιτών την διάχυση των ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών στην Ελλάδα. Το «πείραμα της Λέσβου» τον περσινό χειμώνα απέδειξε ότι η κράτηση δεν είναι μονόδρομος. Ένας ανοικτός χώρος φιλοξενίας, όπως λ.χ. αυτός του ΠΙΚΠΑ, θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό την αιγίδα αποκλειστικά της Δημοτικής Αρχής και της κοινωνίας των πολιτών, πέρα από τη λογική και την πρακτική της ποινικοποίησης και της κράτησης. Πηγές: Συνέντευξη με εμπλεκόμενους στο τοπικό δίκτυο αλληλεγγύης Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Στοιχεία από τον τοπικό, ελληνικό και διεθνή Τύπο Συμμετοχή μελών του Παρατηρητηρίου σε τοπικές δράσεις Ευχαριστούμε την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για το υλικό που έθεσε στη διάθεσή μας, όσο και τους ακτιβιστές/ακτιβίστριες που δέχθηκαν να δώσουν συνέντευξη