ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ: 2009-2010 ΘΕΜΑ: «Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ» ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΥΤΡΟΥ ΛΥΔΙΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Πρόλογος 2. Ο Κανονισμός της βουλής 3. Η αρχή της αυτονομίας 4. Περιεχόμενο του κανονισμού 5. Η νομική φύση του κανονισμού 6. Η θέση του κανονισμού της βουλής στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου 7. Βασικές αρχές του κανονισμού της βουλής 8. Τροποποιήσεις 9. Ιστορικό πλαίσιο 10. Περίληψη 11. Βιβλιογραφία
Πρόλογος Η βουλή είναι άμεσο συλλογικό όργανο τους κράτους, απολαμβάνει το τεκμήριο της αρμοδιότητας (άρθρα 50 και 70 παρ. 1 Σ),αποτελεί το κανονικό (ή τακτικό) νομοθετικό όργανο και ψηφίζει τους νόμους. Δρα αυτοτελώς, με μόνη εξαίρεση το νομοθετικό δημοψήφισμα. Τη βουλή συγκροτούν οι βουλευτές, τους οποίους αναδεικνύει ο λαός με εκλογές. Ο βουλευτής δεν εκφράζει ποτέ μόνος του την κρατική βούληση αλλά συμπράττει στις εργασίες της βουλής. Αφού, λοιπόν, η βουλή αντιπροσωπεύει το κυρίαρχο όργανο και ισχύει ο χωρισμός των εξουσιών, είναι λογικό η βουλή να απολαμβάνει κατ αρχήν αυτονομία. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίζει τα εσωτερικά της μόνη της, χωρίς την εκτελεστική εξουσία. Δεσμεύεται όμως από τους συνταγματικούς και υπερνομοθετικούς κανόνες, διότι τα interna corporis δεν εκφεύγουν από το «κράτους δικαίου», ακόμα και όταν τα δικαστήρια αρνούνται να τα ελέγξουν. Το σύνταγμα κατοχυρώνει την αυτονομία της βουλής με τέσσερα μέσα, κυρίως με τον κανονισμό, αλλά και με τον δικό της προϋπολογισμό, την εκλογή του προεδρείου της και την πειθαρχική εξουσία της στα μέλη της.
Ο κανονισμός της βουλής Το σύνταγμα θέτει σε αδρές γραμμές για την εσωτερική οργάνωση της βουλής και ιδρύει αρμοδιότητά της να τις συμπληρώνει με τον κανονισμό. Όπως ορίζει το άρθρο 65 παρ.1 του συντάγματος «Η βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με τον κανονισμό, που ψηφίζεται από την ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην εφημερίδα της κυβερνήσεως». Από τη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 65 του συντάγματος σε συνδυασμό με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου συνάγονται τα στοιχεία, που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στο νομικό αυτό μόρφωμα: το αντικείμενό του, που δεν μπορεί να είναι άλλο από τον προσδιορισμό της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της εθνικής αντιπροσωπίας- όπως και η οργάνωση των υπηρεσιών της υπό την εποπτεία του Προέδρου καθώς και όλα όσα φορούν το προσωπικό της-, και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται στην έννομη τάξη, εφόσον δεν συμπράττει στην έκδοση κα δημοσίευσή του ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Πρόκειται συνεπώς για έναν ειδικό κώδικα, που καταρτίζεται από μόνη τη βουλή και ο οποίος ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της βουλής και των υπηρεσιών της.
Η αρχή της αυτονομίας Ο κανονισμός της βουλής αποτελεί ειδικό κώδικα, του οποίου οι διατάξεις εμπεριέχονται σε ιδιαίτερο κείμενο. Η κατάρτιση του κανονισμού από μόνη τη βουλή, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία και αποτελεί έκφραση της αρχής της αυτονομίας της βουλής, κατά τη οποία αποκλειστικά και μόνον αυτή είναι αρμόδια για τη ρύθμιση της οργάνωσης και λειτουργίας. Αποφεύγεται έτσι οποιαδήποτε επιρροή ή εμπόδιο που θα μπορούσε να τεθεί στη λειτουργία της από την εκτελεστική εξουσία. Η αρχή της αυτονομίας τίθεται με τις διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 και παρ. 6 εδ. α. Συνταγματική εγγύηση που υλοποιεί την αρχή της αυτονομίας αποτελεί η κατά το σύνταγμα κατάρτιση του κανονισμού από μόνη τη βουλή, χωρίς τη σύμπραξη του Προέδρου της Δημοκρατίας, που προβλέπεται στο άρθρο 42 Σ για τους νόμους. Έκφραση της αρχής της αυτονομίας της βουλής αποτελεί η αυτοδίκαιη σύγκληση την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου σε τακτική σύνοδο ( άρθρο 64 Σ).
Περιεχόμενο του κανονισμού Το περιεχόμενο του κανονισμού ορίζεται από το ίδιο το σύνταγμα και εξειδικεύεται στις διατάξεις του κανονισμού της βουλής, περιλαμβάνει κανόνες δικαίου που αναφέρονται αποκλειστικά στην οργάνωση και λειτουργία της βουλής. Στη ρυθμιστική εμβέλεια του κανονισμού υπάγονται επίσης η οργάνωση των υπηρεσιών της βουλής και η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της ( άρθρο 65 παρ.5 και 6 ). Οι ρυθμιστικές περιοχές του κανονισμού της βουλής και των νόμων οριοθετούνται από το σύνταγμα. Επειδή ο κανονισμός και ο νόμος ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα, σύγκρουση κατ αρχήν δεν νοείται. Αν όμως συμβεί, επιλύεται με ουσιαστικό και όχι τυπικό κριτήριο. Επομένως ο κανονισμός της βουλής και όχι ο νόμος ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της βουλής. Ο ισχύων κανονισμός της βουλής αποτελείται από δύο διαφορετικά κείμενα, το «Κοινοβουλευτικό μέρος» -που ενδιαφέρει κυρίως από άποψη συνταγματικού δικαίου- και το «προσωπικό της βουλής». Σπουδαιότερο μέρος του κανονισμού είναι το πρώτο, διότι περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες για την οργάνωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Στο δεύτερο μέρος του «Ο κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της βουλής υπό την εποπτεία του προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της. Οι πράξεις του προέδρου που αφορούν τη πρόσληψη και την
υπηρεσιακή κατάσταση, του προσωπικού της βουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο συμβούλιο της επικρατείας» Το κοινοβουλευτικό μέρος αποτελείται από 172 άρθρα που διαιρούνται σε 6 μέρη και το κάθε μέρος υποδιαιρείται σε κεφάλαια. Τα μέρη του κανονισμού είναι τα εξής : οργάνωση και λειτουργία της βουλής (άρθρο 1-83), διαδικασίες νομοθετικού έργου (άρθρα 84-123), διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου (άρθρα124-138), ειδικές διαδικασίες (άρθρα 139-159), επιστημονική υπηρεσία της βουλής (άρθρα 160-163), τελικές και μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 164-172). Η νομική φύση του κανονισμού Σύμφωνα με το σύνταγμα η βουλή ορίζει τον τρόπο λειτουργίας της με τον κανονισμό που η ίδια ψηφίζει. Έτσι θεμελιώνεται η αυτονομία και η αυτοδιοίκησή της. Στην γερμανική επιστήμη και νομολογία, ο κανονισμός της βουλής θεωρείται ως «αυτόνομο καταστατικό», του οποίου η τυπική δύναμη είναι κατώτερη εκείνης των νόμων. Στην ελληνική νομική επιστήμη έχουν διατυπωθεί οι ακόλουθες απόψεις για τον κανονισμό της βουλής: α) ο ΚτΒ είναι μορφή κώδικα γι αυτό και ψηφίζεται με τη διαδικασία των κωδίκων (76 παρ.6) β) ο ΚτΒ είναι ιδιότυπος οργανωτικός νόμος γ) οκτβ δεν είναι νόμος αλλά απόφαση της βουλής για τον τρόπο λειτουργίας της.
Ο κανονισμός επομένως, δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει ανώτερους κανόνες. Διαφέρει από τους κοινούς νόμους και στη θέσπισή του και στο περιεχόμενό του. Τον καταρτίζει μόνη της η βουλή και τροποποιείται μόνο με νέο κανονισμό και όχι με νόμο. Στη διαδικασία για τη θέσπισή του δε μετέχουν όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Η κυβέρνηση δεν έχει σχετική πρωτοβουλία, ενώ για τους νόμους έχει (άρθρο 73 παρ.1 ). Την πρωτοβουλία για τον κανονισμό την έχουν μόνο οι βουλευτές, στους οποίους πάντως συμπεριλαμβάνονται και οι υπουργοί με βουλευτική ιδιότητα. Ο κανονισμός δημοσιεύεται με παραγγελία του προέδρου της βουλής και όχι του προέδρου της δημοκρατίας. Η θέση του κανονισμού της βουλής στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Για τη θέση του κανονισμού της βουλής έχουν διατυπωθεί οι εξής απόψεις: α) ο νόμος υπερέχει του κανονισμού της βουλής και αυτό διότι καταρτίζεται και με τη σύμπραξη του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Ο κανονισμός, δηλαδή, βρίσκεται μία βαθμίδα κάτω από τους νόμους. Η βαθμίδα αυτή είναι εκείνη των κανονιστικών πράξεων. Ενδιάμεση μεταξύ νόμων και κανονιστικών πράξεων βαθμίδα δεν υπάρχει και η δημιουργία μίας ενδιάμεσης βαθμίδας μόνο για τον κανονισμό δεν είναι ούτε δυνατή ούτε ρητή χωρίς ρητή συνταγματική διάταξη ούτε και σκόπιμη. Η μετά τους τυπικούς νόμους θέση αυτή του κανονισμού της βουλής στην ιεραρχία
των κανόνων δικαίου συμβιβάζεται με τη νομική φύση ως autonome Satzung, η οποία έχει κανονιστικό περιεχόμενο, όχι όμως και με τον χαρακτηρισμό του ως «ιδιότυπου νόμου». (β) Σύμφωνα με άλλη γνώμη ο κανονισμός της βουλής είναι τυπικά ισοδύναμος προς το νόμο. (γ) Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν τίθεται ζήτημα ιεραρχίας διότι η ύλη του κανονισμού δεν μπορεί να ρυθμιστεί από τυπικό νόμο. Η γνώμη αυτή δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα, αλλά το παρακάμπτει. Από συνταγματική άποψη δεν μπορούν να υπάρχουν κανόνες δικαίου εκτός της ιεραρχίας. Και οι διατάξεις του κανονισμού της βουλής πρέπει να ενταχθούν στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Όλες οι απόψεις σχετικά με τη θέση του κανονισμού της βουλής στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου συγκλίνουν στο γεγονός ότι ο κανονισμός και ο νόμος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο της πυραμίδας των κανόνων δικαίου χωρίς να επικαλύπτονται. Επειδή οι κανόνες του κανονισμού και του νόμου διαφέρουν κατά το αντικείμενό τους, στη θέσπιση και την τελείωσή τους δεν εμπλέκονται τα ίδια ακριβώς όργανα. Ακόμη περισσότερο η ρύθμιση των δύο αντικειμένων γίνεται με νομικό ένδυμα διαφορετικό, καίτοι παραπλήσιο, ώστε να είναι γνωστό πότε ρυθμίζονται τα εσωτερικά της βουλής.
Βασικές αρχές του κανονισμού της βουλής Ο κανονισμός της βουλής πρέπει να εξασφαλίζει τη λήψη των αποφάσεων με την αρχή της πλειοψηφίας και ταυτόχρονα να διασφαλίζει στη μειοψηφία τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις της στο κοινοβούλιο. Ο κανονισμός της βουλής ορίζει στο άρθρο 62παρ.2 «ο λόγος είναι ελεύθερος» και στη συνέχεια προσδιορίζει τον τρόπο άσκησης του, απαιτείται δηλαδή ο ομιλητής να λάβει το λόγο από τον Πρόεδρο, να αγορεύει για θέμα που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και όχι περισσότερο από δύο φορές για το ίδιο θέμα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα μιλήσουν όλοι οι ρήτορες, ρητά ορίζεται ότι η συζήτηση δεν τελειώνει αν δεν μιλήσουν όλοι όσοι ζήτησαν το λόγο, αν δεν παραιτήθηκαν από αυτόν. Τις αγορεύσεις ρυθμίζουν τα άρθρα 64-66 ΚΒ. Το σύνταγμα και ο κανονισμός της βουλής (άρθρο 56) κατοχυρώνουν την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της και των κοινοβουλευτικών επιτροπών. Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων της βουλής είναι καταρχήν «φυσική» ή «άμεση» δημοσιότητα. Οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις από τα θεωρεία της αίθουσας αν έχουν εφοδιαστεί με την απαραίτητη άδεια εισόδου (άρθρο 56). Ο συντακτικός νομοθέτης προβλέπει επίσης εξαίρεση από την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων. Όπως ορίζεται στο σύνταγμα (άρθρο 66 παρ. 1) και το κανονισμό της βουλής (άρθρο 57 παρ.1), η βουλή μπορεί να διασκεφτεί σε μυστική συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της κυβέρνησης ή δεκαπέντε
(τουλάχιστον) βουλευτών, αν το αποφασίσει η πλειοψηφία σε μυστική συνεδρίαση. Τροποποιήσεις Η τροποποίηση του κανονισμού προβλέπεται από το άρθρο 76Σ και 118 ΚΒ. Οι υποβαλλόμενες από τους βουλευτές προτάσεις παραπέμπονται στην «Επιτροπή του Κανονισμού της βουλής», η οποία επεξεργάζεται και υποβάλλει τροποποιητικά σχέδια. Τα σχέδια τροποποίησης του κανονισμού εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη, συζητούνται και ψηφίζονται από την ολομέλεια της βουλής και στη συνέχεια δημοσιεύονται στην εφημερίδα της κυβέρνησης μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους, κατόπιν παραγγελίας του Προέδρου της βουλής.
Ιστορικό πλαίσιο Ο πρώτος Κανονισμός που ίσχυσε υπό το Σύνταγμα 1975, ψηφίστηκε στις 23 Οκτωβρίου 1975. Ο κανονισμός αυτός κυρώθηκε με απόφαση της ολομέλειας της βουλής στις 14.10.1975 και δημοσιεύθηκε με παραγγελία του προέδρου της βουλής στο ΦΕΚ Α 238/23.10.1975. ο ισχύων Κανονισμός ψηφίστηκε από την ολομέλεια της βουλής στις 3.6.1987, δημοσιεύθηκε με παραγγελία του Προέδρου της βουλής στις 22 Ιουνίου 1987 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α 106/24.6.1987. Ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου 1987, με την έναρξη της Γ συνόδου, της Δ περιόδου της Βουλής. Ο κανονισμός αυτός έχει από τότε τροποποιηθεί επανειλημμένα. Νέες τροποποιήσεις επήλθαν με την από 25/6/2008 απόφαση της ολομέλεια της Βουλής (ΦΕΚ 126Α 2.7.2008).
Περίληψη Ο κανονισμός της βουλής περιλαμβάνει κανόνες δικαίου που αναφέρονται αποκλειστικώς στην οργάνωση και λειτουργία της βουλής. Αποτελεί ιδιότυπο τυπικό νόμο και δεν μπορεί να τροποποιήσει ή να καταργήσει ανώτερους κανόνες. Διαφέρει από τους κοινούς νόμους και στη θέσπιση και στο περιεχόμενό του. Η κατάρτιση του κανονισμού βρίσκεται σε πλήρη αρμονία και αποτελεί έκφραση της αυτονομίας της βουλής.
Βιβλιογραφία 1.«Οργάνωση και λειτουργία του κράτους» Α. Δημητρόπουλος 2.«Εγχειρίδιο συνταγματικού δικαίου» Α. Παντελή 3.«Συνταγματικό Δίκαιο» Κ. Μαυριάς 4.Πηγές από το διαδίκτυο