ἤ μη εἶναι ἐν ἀνθρώποις: Να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση που προτάθηκε παραπάνω (κτείνειν ὡς νόσον πόλεως). Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί; Στο παρατιθέμενο απόσπασμα του πλατωνικού «Πρωταγόρα» ο ομώνυμος σοφιστής έχει ολοκληρώσει την αφήγηση του μύθου. Συνεχίζει πλέον εκθέτοντας τα λογικά του επιχειρήματα στο συνομιλητή του Σωκράτη και συγκεκριμένα την αποδεικτέα θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ο σοφιστής αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ποινή που πρέπει να επιβάλλεται σε όποιον δεν συμμορφώνεται με την αρετή. Η ποινή του σοφιστή μπορεί να συγκριθεί και με κείνη που όρισε ο Δίας στα πλαίσια του μύθου. Αναλυτικότερα, στην κορύφωση του πρωταγόρειου μύθου ο Δίας ως πατέρας ανθρώπων και θεών, επειδή φοβήθηκε για ολικό αφανισμό του ανθρώπινου γένους, έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους τα βασικά συστατικά της πολιτικής αρετής, την «αιδώ» και τη «δίκη». Ο θεός έστειλε δηλαδή το σεβασμό, το αίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος αφενός, και αφετέρου το συναίσθημα της δικαιοσύνης, την έμφυτη αντίληψη για το δίκαιο και το άδικο, το σεβασμό των γραπτών νόμων και των δικαιωμάτων των άλλων. Τα δώρα του Δία βοήθησαν το ανθρώπινο γένος να μετασχηματίσει τα κοινωνικά μορφώματα σε κοινωνίες με συνειδητοποιημένη συναίσθηση δημιουργικότητας και να αναπτύξει υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι δύο αυτές αξίες ωστόσο δόθηκαν ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν από τους ανθρώπους με τη λογική και τον προσωπικό αγώνα. Όταν οι άνθρωποι γνωρίσουν σε βάθος τις έννοιες αυτές και είναι σε θέση να τις πραγματώσουν στις σχέσεις τους, τότε η οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας θα στηρίζεται σε αυτές. 1
Στα χαρακτηριστικά αυτά πρέπει, σύμφωνα με τον Δία, να συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, γιατί μόνο έτσι μπορούν να συγκροτηθούν οργανωμένες και βιώσιμες κοινωνίες. Η σημασία και η αυστηρότητα του νόμου του Δία τονίζεται από την επιβολή θανατικής ποινής εκ μέρους του σε όποιον δεν συμμορφώνεται στις εντολές του («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Η παρομοίωση όποιου δεν συμμετέχει στην πολιτική αρετή με αρρώστια της πόλης υποδηλώνει ότι αυτός αποτελεί κίνδυνο γι αυτή και πρέπει να θανατωθεί για να διαφυλαχθεί η τάξη και η ισορροπία. Σε αντιδιαστολή με την ποινή αυτή, ο Πρωταγόρας στην παρατιθέμενη ενότητα προσεγγίζει το θέμα της καθολικότητας της αρετής αντλώντας παραδείγματα της καθημερινής ζωής αναλογα με κείνα του Σωκράτη. Το πρώτο αφορά την περίπτωση ενός αυλητή. Σύμφωνα με το σοφιστή, σχετικά με την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, αν πει ψέματα οι υπόλοιποι άνθρωποι οργίζονται μαζί του και οι συγγενείς του τον θεωρούν τρελό «ἐν γὰρ ταὶς ἄλλαις ἀρετές ὡς μαινόμενον». Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή γενικότερα, θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι «ἐν δὲ δικαιοσύνη ἐνταῦθα μανίαν». Ο Αβδηρίτης δηλαδή θεωρεί, ότι ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Επομένως, δεν θα πει αλήθεια αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος. Άλλωστε το να ομολογεί κάποιος δημόσια ότι είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι θα υποστεί ποινές και θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν αλλά το τι τους συμφέρει να γίνεται. 2
Η άποψη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής συμπληρώνεται και στηρίζεται από δύο αιτιολογήσεις. Πρώτον, όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή «καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους» και δεύτερον πρέπει όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να προσποιούνται ότι την κατέχουν, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.». Διαφορετικά όποιος δεν το κάνει δεν μπορεί, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, να συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους ανθρώπους «ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις». Η ποινή δηλαδή που θεωρεί ο Πρωταγόρας κατάλληλη για μία τέτοια περίπτωση ανθρώπου είναι η εξορία και η στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Συγκρίνοντας τις δύο ποινές καθίσταται σαφές ότι η καθεμία έχει θετικές και αρνητικές συνέπειες. Από τη μία, η θανατική ποινή που επιβάλλει ο Δίας κρίνεται ιδιαιτέρως αυστηρή, καθώς ισοδυναμεί με βιολογικό θάνατο. Αυτή είναι τελεσίδικη και δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στο άτομο, έτσι ώστε να συμμορφωθεί και να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Από την άλλη, μπορεί η εξορία και κατ επέκταση η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων να φαίνεται ηπιότερη, διότι το άτομο εξακολουθεί να ζει, αλλά αν συνυπολογίσει κανείς τη σημασία που διαδραμάτιζε η πόλη και η συμμετοχή του πολίτη στα κοινά την εποχή εκείνη, καταλαβαίνει πως η ποινή αυτή ισοδυναμεί με κοινωνικό θάνατο, του οποίου οι συνέπειες ηθικές και ψυχολογικές είναι μακροβιότερες και καθοριστικές για την υπόλοιπη ζωή του ατόμου αυτού. Επομένως, η ποινή που προτείνει ο Πρωταγόρας είναι ισάξια ή και αυστηρότερη από αυτή που προτείνεται από τον Δία. Ωστόσο, και όσο αυστηρές και αν είναι έχουν τον ίδιο σκοπό, να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αρετή, αφού οι τιμωρούμενοι λειτουργούν παραδειγματικά και για τους υπόλοιπους. Καταληκτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η θανατική ποινή είναι το έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας, για παράδειγμα νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση Ενδεικτική απάντηση 5 3 ης ενότητας // Επιμέλεια: Σαφλέκου Αθηνά Φιλόλογος
πολιτικών δικαιωμάτων, δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο. 4